Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Foreign Policy 66. Η Kathleen Christison είναι αρθρογράφος, συγγραφέας και πολιτική αναλύτρια.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την
Η ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη περιβάλλεται από μια ολόκληρη μυθολογία – κοινοτοπίες σχετικά με την ύπαρξη και την εγκυρότητα της παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας* που έχουν γίνει αποδεκτές ως γεγονότα από τους περισσότερους Αμερικανούς και έχουν διαμορφώσει τις απόψεις τους και την πολιτική των περισσότερων αμερικανικών κυβερνήσεων μπροστά στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση. Η τότε Ισραηλινή πρωθυπουργός Golda Meir διατύπωσε ωμά τον πυρήνα αυτής της μυθολογίας σε μια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στις 15 Ιουνίου 1969 στους Sunday Times του Λονδίνου. Δεν υπήρχε «κάτι τέτοιο όπως οι Παλαιστίνιοι», δήλωσε. «Δεν ήταν σαν να υπήρχε ένας παλαιστινιακός λαός στην Παλαιστίνη που θεωρούσε τον εαυτό του ως παλαιστινιακό λαό».
Αν κάποιοι Ισραηλινοί ντράπηκαν από τη δήλωση της Meir, αυτό δεν ήταν επειδή τη θεωρούσαν λάθος, αλλά απλώς επειδή υποστήριζε πολύ ωμά ένα συναίσθημα που οι περισσότεροι Ισραηλινοί κατά βάθος θα ήθελαν να είναι αληθινό. Πολλοί Ισραηλινοί, βέβαια, δεν έχουν τέτοιους ενδοιασμούς – για παράδειγμα, οι δεξιοί έποικοι στη Δυτική Όχθη, οι οποίοι θεωρούν την εβραϊκή εγκατάσταση εκεί ως θεόσταλτο δικαίωμα τους. Μια εκπρόσωπος των εποίκων, η Schifra Blass, είπε σε μια ομάδα Αμερικανών επισκεπτών τον Οκτώβριο του 1985 ότι οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα και πως αν υπάρχουν καν, θα πρέπει να πάνε στην Ιορδανία. Αλλά η πλειοψηφία προτιμά να δικαιολογεί τις πεποιθήσεις της με ένα είδος μυθολογίας που προσπαθεί να αρνηθεί την εγκυρότητα της παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας.
Ορισμένα από τα επιχειρήματα αυτής της μυθολογίας είναι διακριτικά, χρησιμοποιώντας γνήσια, αν και επιλεκτικά, ιστορικά δεδομένα για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Σημειώνουν, για παράδειγμα, ότι η «Παλαιστίνη» ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ ως ανεξάρτητη οντότητα. Άλλα επιχειρήματα είναι ωμά και βαρύγδουπα, όπως η απεικόνιση των Παλαιστινίων από τον μυθιστοριογράφο Leon Uris ως «ανθρώπων που δεν έχουν την αξιοπρέπεια να σηκωθούν και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους». Και άλλοι πάλι επικαλούνται τη λογική ή τα συναισθήματα με δηλώσεις που έχουν μόνο επιφανειακή σχέση με την πραγματικότητα της πολιτικής της Μέσης Ανατολής ή με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ ή του Ισραήλ. Η κατοχή της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ, σχολιάζουν πολλοί, είναι πιο καλοήθης από ό,τι θα ήταν οποιαδήποτε αραβική κυριαρχία· οι Παλαιστίνιοι, λένε συχνά, είναι απλώς τρομοκράτες που δολοφονούν αθώες γυναίκες και παιδιά. Όλα αυτά τα επιχειρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα είτε ότι οι Παλαιστίνιοι δεν αξίζουν την ανεξαρτησία είτε ότι οι Ισραηλινοί δεν πρέπει να διαπραγματευτούν με εκείνους που προβάλλουν τους εαυτούς τους ως εκπροσώπους των Παλαιστινίων.
Οι λίγοι που αμφισβητούν αυτές τις ιερές αγελάδες συνήθως λοιδορούνται ως ριζοσπάστες ή αντισημίτες. Αλλά οι αποφασιστικές αμφισβητήσεις τους είναι επειγόντως αναγκαίες. Είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ να αποδεχθούν τις πραγματικότητες της Μέσης Ανατολής. Μπορεί να είναι καθησυχαστικό να αρνείται κανείς ότι η παλαιστινιακή εθνική ταυτότητα έχει οποιαδήποτε νομιμοποίηση σήμερα, επειδή δεν υπήρξε ποτέ μέχρι να έρθουν οι Σιωνιστές, ή επειδή ο πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) Yasir Arafa είναι τρομοκράτης, ή επειδή οι Ισραηλινοί είναι καλύτεροι από τους Παλαιστίνιους στο να κάνουν την έρημο να ανθίσει, αλλά αυτό δεν είναι ρεαλιστικό.
Η εθνική ταυτότητα είναι ανύπαρκτη κυρίως ως προς τη μεροληπτική αντίληψη του παρατηρητή. Το θεμελιώδες λάθος που κάνουν όσοι θέλουν να εξηγήσουν γιατί δεν υπάρχουν Παλαιστίνιοι είναι πως ξεχνούν ότι το εθνικό συναίσθημα συντηρείται από τους ανθρώπους που το πρεσβεύουν. Η εθνική ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα συναισθημάτων ή ψυχικής κατάστασης και δεν μπορεί να ακυρωθεί από ξένους που τον βρίσκουν ενοχλητικό. Η μόνη αληθινή δοκιμασία της νομιμότητας ενός εθνικισμού είναι η δύναμή του να κινητοποιεί τους ανθρώπους υπέρ του σκοπού του. Όπως είπε ο David Ben-Gurion, ο μετέπειτα πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, σε μια σιωνιστική συνάντηση το 1929: «Το προφανές χαρακτηριστικό ενός πολιτικού κινήματος είναι ότι γνωρίζει πώς να κινητοποιεί τις μάζες. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πολιτικό κίνημα και δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε».
Με αυτό το κριτήριο, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα ένα εθνικό κίνημα. Ανεξάρτητα από το πόσο αντιπαθής μπορεί να είναι ο Arafat για τους Αμερικανούς ή τους Ισραηλινούς, και ανεξάρτητα από το πότε ή το γιατί προέκυψε ο παλαιστινιακός εθνικισμός, αυτός ο εθνικισμός κοιτάζει τώρα τον κόσμο κατάματα, και το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρηματολογούν εναντίον της ύπαρξής του μόνο με δικό τους κίνδυνο – ιδίως του Ισραήλ. Οι ιστορίες της Νότιας Αφρικής, της Βόρειας Ιρλανδίας και του Λιβάνου δείχνουν ότι οι καταπιεσμένες εθνικές ταυτότητες μπορούν να αποτελέσουν μια ισχυρή επαναστατική δύναμη και είναι επικίνδυνο να αγνοηθούν.
Αλλά η απονομιμοποιητική μυθολογία περιλαμβάνει επίσης συγκεκριμένα επιχειρήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το κύριο πρόβλημα με αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι ότι είναι εντελώς ψευδή – και πράγματι, ορισμένα μεμονωμένα γεγονότα που χρησιμοποιούν είναι αληθινά, παρόλο που η μυθολογία στο σύνολό της στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ψευδοϊστορία. Αντίθετα, είναι τόσο τελείως εκτός θέματος. Κανένα από αυτά δεν έχει την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές πολιτικές που είναι ρεαλιστικά διαθέσιμες στις Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ισραήλ σήμερα. Και όλες έχουν καθηλώσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους πολίτες στη άσκοπη κουβέντα για το «ίσως» και της απόδειξης του «αναπόδεικτου».
Οι Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους συχνά υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι τα εθνικά αισθήματα των Αράβων στην Παλαιστίνη ήταν αδύναμα ή ανύπαρκτα πριν από τη γέννηση του Ισραήλ το 1948. Επειδή αυτή η εθνική ταυτότητα δήθεν δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, λένε, μπορεί να αγνοηθεί και τελικά θα ξεθωριάσει από μόνος του.
Ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το επιχείρημα αυτό από μόνο του, αγνοεί την αξιοσημείωτη άνοδο του αραβικού εθνικισμού που έλαβε χώρα στην Παλαιστίνη και σε ολόκληρο τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη λήξη του 1ου ΠΠ. Η εξέλιξη αυτή συνέπεσε λίγο-πολύ με τον πολλαπλασιασμό των εθνικιστικών απελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον αποικιακό κόσμο και με την ανάπτυξη του σιωνισμού. Είναι αλήθεια ότι οι Άραβες της Παλαιστίνης θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρώτα ως Σύριους και όχι ειδικά ως Παλαιστίνιους, επειδή υπό την τουρκική κυριαρχία η Παλαιστίνη αποτελούσε τμήμα της Συρίας. Πιθανώς είναι επίσης ακριβές να πούμε ότι ο παλαιστινιακός εθνικισμός ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον σιωνισμό και από την εισροή Εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά δεν μπορεί κανείς να συμπεραίνει από αυτό ότι η παλαιστινιακή εθνική ταυτότητα που υπάρχει σήμερα δεν είναι έγκυρη. Πράγματι, το αν ο παλαιστινιακός εθνικισμός υπήρξε ως αποτέλεσμα του σιωνισμού ή παράλληλα με αυτόν είναι ακαδημαϊκής σημασίας πλέον σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά.
Ορισμένοι από τους υποστηρικτές του Ισραήλ έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας όχι μόνο ότι οι Παλαιστίνιοι ήταν πολιτικά ήρεμοι για πολύ καιρό, αλλά και ότι δεν ήταν ποτέ ξεχωριστός λαός. Οι πρώτοι σιωνιστές προσπάθησαν να αγνοήσουν την παρουσία του αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης. «Η γη χωρίς λαό που περιμένει τον λαό χωρίς γη» έγινε το σύνθημα για τις προσπάθειες των Σιωνιστών για εποικισμό. Όταν οι Παλαιστίνιοι εξεγέρθηκαν τη δεκαετία του 1920 και του 1930 για να διαμαρτυρηθούν για την εβραϊκή μετανάστευση, οι Σιωνιστές απέδωσαν την ευθύνη για τις ταραχές στον αντισημιτισμό, στην τάση των Αράβων για βία ή στη θρησκευτική υποκίνηση – σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εθνικισμό. Διότι η αναγνώριση της ύπαρξης του παλαιστινιακού εθνικισμού θα σήμαινε ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν τουλάχιστον ίσες αξιώσεις για την ίδια γη που εποφθαλμιούσαν οι Σιωνιστές. Ο Ben-Gurion, ωστόσο, αναγνώρισε στην ιδιωτικότητα των σιωνιστικών συμβουλίων ότι οι Άραβες της Παλαιστίνης ήταν ένα έθνος ξεχωριστό από τους άλλους Άραβες, όχι απλώς ένα μέρος του ευρύτερου αραβικού λαού, και ότι «θα έπρεπε να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα των πολιτών και όλα τα πολιτικά δικαιώματα, όχι μόνο ως άτομα, αλλά ως εθνική κοινότητα, όπως ακριβώς και οι Εβραίοι».
Η άποψη ότι οι Παλαιστίνιοι δεν είναι στην πραγματικότητα καθόλου Παλαιστίνιοι έχει ανακτήσει πρόσφατα την επικαιρότητα, σε μεγάλο βαθμό χάρη στο αμφιλεγόμενο βιβλίο της δημοσιογράφου Joan Peters, From Time Immemorial του 1984. Η θέση της Peters είναι ότι πολλοί Άραβες εκτός Παλαιστίνης μετανάστευσαν στην περιοχή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ώστε λίγοι από αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι Παλαιστίνιοι έχουν αρκετά βαθιές ρίζες για να μπορούν να χαρακτηριστούν Παλαιστίνιοι.
Οι ερευνητικές τεχνικές της Peters και τα στοιχεία στα οποία βασίζει τους ισχυρισμούς της είναι τόσο σοβαρά ελαττωματικά που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να απορρίψει το βιβλίο της αμέσως. Αλλά ακόμη και αν το επιχείρημά της ήταν αληθινό, δεν θα είχε μεγάλη σημασία από πού προέρχονταν αρχικά οι Παλαιστίνιοι ή πόσο καιρό ζούσαν οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους στην Παλαιστίνη, γιατί τη θεωρούν πατρίδα τους. Εξάλλου, και οι Αμερικανοί θεωρούν τη χώρα τους πατρίδα τους, παρά τη σχετικά σύντομη κληρονομιά τους και τη μαζική εισροή μεταναστών από λιγότερο από έναν αιώνα πριν.
Το συμπέρασμα αυτής της μυθολογίας – ότι επειδή ο παλαιστινιακός εθνικισμός είναι τεχνητός θα εξαφανιστεί τελικά – φαίνεται να έχει υπονομευθεί θανάσιμα από τα επακόλουθα της εισβολής του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982. Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι η «πολιτική, ιδεολογική και στρατιωτική επιβίωση» της PLO εξαρτιόταν από την ελευθερία και τη γεωγραφική εγγύτητα στο Ισραήλ που παρείχε η παρουσία της στη Βηρυτό και ότι η εξορία στη μακρινή Τυνησία αποτέλεσε σχεδόν μοιραίο πλήγμα. Στρατιωτικά αυτό είναι σίγουρα αλήθεια. Πολιτικά επίσης, ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982 έδειξε για άλλη μια φορά ότι όσον αφορά τα αραβικά κράτη, οι Παλαιστίνιοι είναι ουσιαστικά μόνοι τους στον αγώνα τους με το Ισραήλ.
Αλλά το πνεύμα του παλαιστινιακού εθνικισμού ζει και όσοι τον έχουν ξεγράψει ή προβλέπουν ριζική αλλαγή στον χαρακτήρα της επανάστασής του αγνοούν τα άυλα στοιχεία του – τη θέληση, το ηθικό και, ίσως το πιο σημαντικό, τις επιθυμίες των ανθρώπων που εκπροσωπεί η PLO, των κατοίκων της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας.
Σύμφωνα με το κριτήριο του Ben-Gurion, το παλαιστινιακό κίνημα εξακολουθεί να ευδοκιμεί επειδή εξακολουθεί να είναι ικανό – ίσως καλύτερα μετά τον πόλεμο του Λιβάνου – να συσπειρώνει τις μάζες. Τα εθνικά κινήματα συχνά εξαφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, αλλά ποτέ ένα κράτος του μεγέθους του Ισραήλ δεν έχει μπορέσει να σβήσει οριστικά τις εθνικές παρορμήσεις ενός λαού εξίσου πολυάριθμου όσο ο πληθυσμός του.
Είναι η Ιορδανία Παλαιστίνη;
Το επιχείρημα «η Ιορδανία είναι Παλαιστίνη» είναι ένα ακόμη ανόητο επιχείρημα που έχει αποκτήσει αποδοχή τελευταία. Ο πυρήνας του είναι πως η Ιορδανία είναι απλώς ένα τεχνητά αποσπασμένο κομμάτι της Παλαιστίνης και πως, αν οι Παλαιστίνιοι θέλουν μια πατρίδα στην Παλαιστίνη, θα πρέπει να την αναζητήσουν στην Ιορδανία. Όμως η ίδια η Παλαιστίνη, όπως και η Ιορδανία, ήταν ένα τεχνητό δημιούργημα των παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων που τεμάχισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον 1ο ΠΠ και χώρισαν αυθαίρετα την περιοχή που ονομάστηκε Παλαιστίνη από την περιοχή Συρίας-Λιβάνου. Η πρώτη τέθηκε υπό βρετανικό έλεγχο, η δεύτερη υπό γαλλικό έλεγχο. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να είναι ευτυχισμένοι στην Ιορδανία επειδή για 4 χρόνια πριν από τη δημιουργία της Ιορδανίας και οι δύο όχθες του ποταμού Ιορδάνη ήταν μέρος της ίδιας αποικιακής οντότητας συνήθως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που χλευάζουν τις αξιώσεις της Συρίας για οποιαδήποτε δικαιώματα στο Λίβανο, παρόλο που η Συρία και ο Λίβανος, επίσης, ήταν κάποτε μέρος της ίδιας οντότητας.
Παρ’ όλα αυτά, το κυρίαρχο σημείο σήμερα είναι ότι 4 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι σε όλο τον κόσμο έλκουν τις ρίζες τους όχι από την Ιορδανία αλλά από την περιοχή δυτικά του Ιορδάνη ποταμού που σήμερα αποτελεί το Ισραήλ και την κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Αυτοί – για να μην πούμε τίποτα για τον βασιλιά Hussein – δεν θέλουν ένα παλαιστινιακό κράτος στην Ιορδανία ή οπουδήποτε αλλού εκτός της πατρίδας τους. Και δεν έχει περισσότερο νόημα να περιμένουμε από αυτούς να δεχτούν μια τέτοια λύση από ό,τι είχε να περιμένει η Μεγάλη Βρετανία πως οι πρώτοι Σιωνιστές θα συμβιβαζόταν με τη δημιουργία της εβραϊκής «εθνικής πατρίδας» στη βρετανική Ανατολική Αφρική. Η περιοχή που μπορούν να διεκδικήσουν οι Παλαιστίνιοι πρέπει να περιοριστεί από την παρουσία του Ισραήλ, αλλά η επιθυμία τους για αυτοκυριαρχία σε ένα τμήμα της δυτικής Παλαιστίνης δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς γιατί, αν δοθούν στους Παλαιστίνιους δικαιώματα σε ένα μέρος της Παλαιστίνης, δεν θα επιχειρήσουν να διεκδικήσουν αυτά τα δικαιώματα σε όλη την Παλαιστίνη. Τι τους εμποδίζει αυτούς και τους υποστηρικτές τους, αν τους δοθεί η Δυτική Όχθη και η Γάζα, να απαιτήσουν ολόκληρο το Ισραήλ; Η απάντηση είναι ότι το Ισραήλ υπάρχει, το δικαίωμά του να υπάρχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύνολο συνόρων αναγνωρίζεται από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και, πολύ πιο σημαντικό, είναι πολύ ισχυρό για να καταστραφεί και όλοι οι Παλαιστίνιοι, εκτός από τους πιο ριζοσπαστικούς, αποδέχονται πλέον αυτό το γεγονός. Όπως έγραψε ο καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια Edward Said, ένας Παλαιστίνιο-Αμερικανός, στο The Question of Palestine (1980):
«Νομίζω ότι για τους περισσότερους από εμάς θα παραμείνει πάντα η αίσθηση της βαθιάς, βασανιστικής απώλειας, ότι η Γιάφα, η Χάιφα και η Γαλιλαία δεν θα είναι και πάλι όπως ήταν το 1948, ότι χιλιάδες από εμάς έχασαν για πάντα αυτό που χάσαμε. Ωστόσο, θα είχαμε αποκτήσει ένα είδος ισότιμης κυριαρχίας στην Παλαιστίνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία…. Έχω επίσης πολλούς συνεργάτες που πιστεύουν ότι μια τέτοια πατρίδα θα ήταν το πρώτο, και ίσως το πιο σημαντικό, βήμα προς την ειρήνη μεταξύ των Παλαιστινίων Αράβων και των Ισραηλινών Εβραίων. Διότι ειρήνη μεταξύ γειτονικών κρατών θα σημαίνει κοινά σύνορα, τακτικές ανταλλαγές, αμοιβαία κατανόηση».
Οι Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους αμφισβητούν την ιδέα ότι ο κόσμος αποδέχεται την ύπαρξη του Ισραήλ μέσα σε ένα προκαθορισμένο σύνολο συνόρων, επικαλούμενοι το γεγονός ότι εφόσον οι περισσότερες χώρες υποστηρίζουν το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που ψηφίστηκε το 1975, το οποίο χαρακτηρίζει τον σιωνισμό ως μορφή ρατσισμού, θεωρούν κατά τεκμήριο το Ισραήλ παράνομο. Αλλά υπάρχει μεταξύ πολλών Ισραηλινών και των ένθερμων υποστηρικτών τους ένα είδος επιθυμίας θανάτου που τους κάνει να βλέπουν σε κάθε κριτική του Ισραήλ την επιθυμία για την εξάλειψή του. Η άποψη αυτή είναι κατανοητή δεδομένης της εβραϊκής και ισραηλινής ιστορίας, αλλά δεν έχει σχέση με τις σημερινές συνθήκες. Ο δυτικός κόσμος υποστηρίζει σαφώς την ύπαρξη του Ισραήλ εντός των προ του 1967 συνόρων και δεν ψήφισε το ψήφισμα κατά του σιωνισμού του 1975. Και η δυτικοευρωπαϊκή κριτική της παρουσίας και των ενεργειών του Ισραήλ στα κατεχόμενα εδάφη δεν συνιστά επιθυμία να καταστραφεί το ίδιο το Ισραήλ. Η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε το ψήφισμα, αλλά και αυτή υποστηρίζει την ύπαρξη του Ισραήλ εντός των προ του 1967 ορίων. Οι Σοβιετικοί διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ πριν από τον πόλεμο του 1967 και δεν ενθάρρυναν καμία παλαιστινιακή ιδέα για την καταστροφή του Ισραήλ. Ακόμη και τα περισσότερα αραβικά καθεστώτα έχουν αποδεχθεί, αν και δεν υποστηρίζουν, την παρουσία του Ισραήλ εντός των συνόρων του 1967.
Η μυθολογία υποστηρίζει επίσης ότι, απορρίπτοντας το σχέδιο του ΟΗΕ για το διαμελισμό της Παλαιστίνης το 1948, οι Παλαιστίνιοι έχασαν την ευκαιρία να αποκτήσουν κρατική υπόσταση. Επιπλέον, πολλοί υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν προσπάθησαν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους από την Ιορδανία στα 19 χρόνια που η Ιορδανία ήλεγχε τη Δυτική Όχθη. Ο υπαινιγμός είναι διττός: πρώτον, ότι οι Παλαιστίνιοι έχασαν με αυτόν τον τρόπο με κάποιο τρόπο για πάντα το δικαίωμα στην ανεξαρτησία και δεύτερον, ότι ο εθνικισμός τους δεν είναι αυθεντικός – πως είναι περισσότερο αντι-ισραηλινός παρά φιλο-παλαιστινιακός.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν χάσει οριστικά το δικαίωμά τους στην κρατική υπόσταση είναι λίγο σαν να λέμε ότι η Γερμανία δεν θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη σήμερα επειδή ο Hitler διεξήγαγε και έχασε έναν άδικο πόλεμο, ότι η Ιαπωνία θα έπρεπε να είναι για πάντα υποταγμένη επειδή ο αυτοκράτορας Hirohito, όπως και ο μουφτής της Ιερουσαλήμ, έγινε πολύ άπληστος, ή ότι η Ινδία δεν θα έπρεπε να έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία της τη δεκαετία του 1940 επειδή οι Ινδοί δεν την επιδίωξαν τη δεκαετία του 1840.
Η μια βάση του επιχειρήματος πως οι Παλαιστίνιοι είναι ανάξιοι της ανεξαρτησίας είναι ο ισχυρισμός ότι οι Παλαιστίνιοι έφυγαν κατά τη διάρκεια των μαχών του 1948 επειδή διατάχθηκαν να το κάνουν σε ραδιοφωνικές εκπομπές από Άραβες ηγέτες που δεσμεύτηκαν να ρίξουν τους Εβραίους στη θάλασσα και αργότερα να επιτρέψουν στους Παλαιστίνιους να επιστρέψουν. Αλλά αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται να είναι ανοησία. Υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις ότι δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο κάλεσμα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Dan Kurzman, Genesis 1948: The First Arab-Israeli War (1972), το BBC, το οποίο παρακολουθούσε τις εκπομπές από την περιοχή, δεν μπόρεσε να βρει καμία καταγραφή τέτοιων εκπομπών. Προσθέτει ότι τα ισραηλινά στρατιωτικά αρχεία δεν έχουν κανένα αρχείο υποκλαπείσας επικοινωνίας από Άραβες ηγέτες που να διατάσσουν εκκένωση. Τα ευρήματα του Kurzman επιβεβαιώνονται από τους Ian και David Gilmour στην κριτική τους για το βιβλίο From Time Immemorial. Οι Gilmour σημειώνουν ότι ο Ιρλανδός ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής Erskine Childers έψαξε το 1958 για στοιχεία εντολής εκκένωσης, αλλά ούτε οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι ούτε οι αμερικανικές και βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών μπόρεσαν να παρουσιάσουν κάτι. Στην πραγματικότητα, τόσο ο Kurzman όσο και ο Childers αναφέρουν στοιχεία για εντολές από τους Άραβες ηγέτες προς τον παλαιστινιακό πληθυσμό να παραμείνει στα σπίτια του.
Ακόμα και στο Ισραήλ προβάλλεται μια αναθεωρητική άποψη που αναγνωρίζει ότι πολλοί από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες δημιουργήθηκαν από τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις, είτε άμεσα, ως αποτέλεσμα άμεσων εκδιώξεων από αραβικά χωριά, είτε έμμεσα, λόγω του φόβου ισραηλινής επίθεσης. Για παράδειγμα, η Jerusalem Post International Edition τις εβδομάδες που τελειώνουν στις 29 Μαρτίου 1986 και στις 12 Απριλίου 1986, συζητά μια πρόσφατα ανακαλυφθείσα ισραηλινή στρατιωτική έκθεση που χρονολογείται από το 1948. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι από τους 300000-400000 Παλαιστίνιους που έφυγαν τους πρώτους μήνες του πολέμου του 1948 το έκαναν λόγω των επιθέσεων των τακτικών ισραηλινών δυνάμεων – της Haganah – και των πιο ριζοσπαστικών παραστρατιωτικών και τρομοκρατικών ομάδων – της Irgun Zvai Leumi και της συμμορίας Stern (ΣτΜ: Lehi). Ο Benny Morris, ισραηλινός ανταποκριτής της Jerusalem Post, έχει παρουσιάσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι 50000-70000 Άραβες κάτοικοι της Λύδδας (που σήμερα ονομάζεται Λοντ) και της Ράμλα, δύο πόλεων κατά μήκος του άξονα Τελ Αβίβ-Ιερουσαλήμ, εκδιώχθηκαν από τις ισραηλινές δυνάμεις τον Ιούλιο του 1948.
Αλλά και πάλι, το επιχείρημα ότι οι Παλαιστίνιοι έφυγαν οικειοθελώς θα ήταν άσκοπο ακόμη και αν ήταν αλήθεια. Η παραμονή στις εστίες σε καιρό πολέμου δεν αποτελεί αναγκαία απόδειξη του εθνικισμού κάποιου. Επιπλέον, όσοι προβάλλουν αυτό το επιχείρημα δεν θα παραδεχόντουσαν σίγουρα το αντίθετό του: ότι αν οι Παλαιστίνιοι είχαν μείνει σε μέρη όπως η Λύδδα, η Ράμλα και άλλες πόλεις σε αυτό που έγινε το κράτος του Ισραήλ, θα τους είχε επιτραπεί από το Ισραήλ να ιδρύσουν ένα παλαιστινιακό κράτος.
Όσον αφορά τη θέση ότι το καθυστερημένο ξεκίνημα του παλαιστινιακού κινήματος αποκαλύπτει ότι δεν είναι εθνικιστικό αλλά απλώς αντι-ισραηλινό, οι Παλαιστίνιοι πιθανώς δυσκολεύονται να διακρίνουν πού τελειώνει ο καθαρός εθνικισμός και πού αρχίζει το μίσος για το Ισραήλ. Αλλά κάθε εθνικό κίνημα στην ιστορία είχε μια μεγάλη αρνητική συνιστώσα – δυσαρέσκεια με την κυριαρχία κάποιου άλλου, δυσαρέσκεια με τις συνθήκες διαβίωσης ή εξέγερση ενάντια στην καταπίεση. Και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι Παλαιστίνιοι καθοδηγούνται από τους θετικούς παράγοντες που καθορίζουν κάθε εθνικισμό: την αγάπη για τη γη και την επιθυμία για ανεξαρτησία.
Φλερτάροντας Με Την Μετριοπαθή PLO
Η μόνη θέση σχετικά με τους Παλαιστίνιους πάνω στην οποία συμφωνούν η ισραηλινή αριστερά και δεξιά είναι πως το Ισραήλ δεν μπορεί να διαπραγματευτεί με την PLO επειδή είναι τρομοκρατική οργάνωση και δεν αντιπροσωπεύει τους Παλαιστίνιους. Αυτή η θέση αποτελεί και την επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η PLO διεξάγει τρομοκρατικές επιχειρήσεις, και κανείς δεν μπορεί να υπερασπιστεί τους φόνους και τους ακρωτηριασμούς που διαπράττουν οι τρομοκράτες – ή να απορρίψει τον ηθικό ξεπεσμό που βαραίνει τους δράστες της τρομοκρατίας. Αλλά η ηθική αγανάκτηση δεν θα εξαφανίσει την τρομοκρατία, και η ισχύς από μόνη της δεν θα την τερματίσει. Πόσες κυβερνήσεις τα τελευταία 40 χρόνια χρειάστηκε τελικά να διαπραγματευτούν με τους τρομοκράτες και τους αντάρτες εχθρούς τους; Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δίστασαν για πολύ στην προοπτική να διαπραγματευτούν με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, μια αντάρτικη και τρομοκρατική οργάνωση που χρησιμοποιούσε τακτικές και στρατηγική παρόμοιες με αυτές της PLO.
Επιπλέον, πολλά σύγχρονα κράτη έχουν ηγηθεί, και μάλιστα αρκετά αποτελεσματικά, από προσωπικότητες που χρησιμοποίησαν τρομοκρατία στους αγώνες των χωρών τους για ανεξαρτησία: Ο Houari Boumediene της Αλγερίας, ο Mao Zedong της Κίνας, ο Fidel Castro της Κούβας, ο Anwar el Sadat της Αιγύπτου, οι Menachem Begin και Yitzhak Shamir του Ισραήλ, ο Jomo Kenyatta της Κένυας, ο Ho Chi Minh του Βιετνάμ και ο Robert Mugabe της Ζιμπάμπουε. Αν και δεν συμφωνούσαν όλοι με όλες τις πολιτικές τους, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα θεωρούν ότι αυτοί οι άνδρες είναι ή ότι έχουν γίνει αξιοσέβαστοι πολίτες – ηγέτες πλέον, αν και ήταν τρομοκράτες πριν. Ποιος μπορεί να πει ποιος είναι δίκαιος και ποιος ανήθικος – ο πρώην εβραίος τρομοκράτης που εγκατέλειψε το παλιό του κάλεσμα επειδή έχει πετύχει το στόχο του, ή ο σημερινός Παλαιστίνιος τρομοκράτης που εξακολουθεί να αγωνίζεται για παρόμοιους στόχους;
Επιπλέον, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του είδους του αυτόματου μίσους που κινεί έναν Muammar al-Qaddafi ή έναν Abu Nidal και των τακτικών εκτιμήσεων του Arafat και του κύριου ρεύματος της PLO. Ο Arafat και η PLO αγωνίζονται για κάτι. Ο Qaddafi της Λιβύης και Παλαιστίνιοι όπως ο Abu Nidal, που έχουν δηλητηριαστεί τόσο πολύ από τα χρόνια της τρομοκρατίας τους, ώστε το μίσος είναι το μόνο κίνητρό τους, πολεμούν μόνο ενάντια σε κάτι, ή, μάλλον, ενάντια στα πάντα – το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό και τη Δύση γενικότερα. Τίποτα δεν θα ικανοποιήσει αυτού του είδους τους τρομοκράτες, σίγουρα όχι οι διαπραγματεύσεις. Αλλά το είδος του τρομοκράτη που προσπαθεί να επιτύχει έναν εποικοδομητικό στόχο είναι πιο πιθανό να ανταποκριθεί σε συμφωνίες με τον αντίπαλο που είναι σχετικές με αυτόν τον στόχο.
Αν η κυρίαρχη τάση της PLO ήταν ικανοποιημένη με την επίτευξη ενός κράτους στη Δυτική Όχθη, σαφώς οι ριζοσπαστικές παρυφές του κινήματος, που απαιτούν την καταστροφή του Ισραήλ, θα αισθάνονταν ακόμη πιο θιγμένες. Η διεθνής τρομοκρατία δεν θα σταματούσε και ίσως ακόμη και να αυξανόταν. Οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν το νέο κράτος της Δυτικής Όχθης και τους ηγέτες του και οι ριζοσπάστες θα επιχειρούσαν να διεισδύσουν στο νέο κράτος και να επιτεθούν στο Ισραήλ από τις εκεί βάσεις τους.
Με τις κατάλληλες ρυθμίσεις ασφαλείας και την τεράστια στρατιωτική του δύναμη, ωστόσο, το Ισραήλ θα μπορούσε να αποτρέψει ή, αν έφτανε το χειρότερο, να αμυνθεί απέναντι σε οποιαδήποτε τέτοια επίθεση. Το Ισραήλ μπορεί να δεχτεί επίθεση σήμερα από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού τόσο εύκολα όσο θα μπορούσε και σε κάποια μελλοντική ημερομηνία από μια Δυτική Όχθη που θα βρίσκεται στα χέρια των Παλαιστινίων. Θεωρητικά, τρομοκρατικές επιθέσεις θα μπορούσαν επίσης να εξαπολυθούν αρκετά εύκολα από τη Συρία προς και διαμέσου των Υψιπέδων του Γκολάν. Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν έχει δεχθεί επίθεση εδώ και χρόνια ούτε από το ιορδανικό ούτε από το συριακό έδαφος πιστοποιεί όχι τη μετριοπάθεια του Hussein ή του Hafez al-Assad, αλλά τη συντριπτική δύναμη του ίδιου του Ισραήλ – μια δύναμη που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει και θα συνεχίσουν να εγγυώνται μετά από μια ειρηνευτική διευθέτηση της Δυτικής Όχθης.
Οποιαδήποτε αμερικανική απόφαση να συνομιλήσει με την PLO θα προσέκρουε σε σθεναρές αντιρρήσεις από το Ισραήλ και πολλούς από τους υποστηρικτές του, οι οποίοι θα επικαλούνταν την υπόσχεση της Ουάσιγκτον του 1975 να μην διαπραγματευτεί με την οργάνωση αν αποδεχόταν το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και αναγνώριζε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ. Η αρχική πρόθεση της αμερικανικής υπόσχεσης, ωστόσο, ήταν να αποκλείσει όχι τις διερευνητικές συνομιλίες με την PLO, αλλά μόνο τις επίσημες διαπραγματεύσεις. Ο Arafat υπήρξε κοντόφθαλμος αρνούμενος επανειλημμένα να παραχωρήσει αυτή την αναγνώριση προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει ποτέ να επιτρέψουν στον εαυτό τους να περιοριστεί από τις ισραηλινές ερμηνείες των δεσμεύσεών τους και θα πρέπει να είναι έτοιμες να ξεκινήσουν συνομιλίες με όποια οργάνωση εκπροσωπεί καλύτερα τον παλαιστινιακό λαό, είτε πρόκειται για την PLO είτε για κάποια άλλη ομάδα.
Αλλά ταιριάζει η PLO σε αυτή την περιγραφή; Λίγες επαναστάσεις υπήρξαν ποτέ πραγματικά αντιπροσωπευτικές με την έννοια της ύπαρξης δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών, και, όπως και άλλα αραβικά κράτη, ένα παλαιστινιακό κράτος στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα πιθανότατα δεν θα ήταν δημοκρατικό. Αλλά η δημοκρατία σπάνια ήταν απόλυτο κριτήριο για τις φιλίες ή τις συμφωνίες συνεργασίας των ΗΠΑ οπουδήποτε αλλού, και η απουσία της δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για την αποτροπή ενός κράτους στη Δυτική Όχθη.
Επιπλέον, παρά τις βαθιές δυσκολίες της PLO τα τελευταία χρόνια, η οργάνωση και ο Arafat έχουν αυξήσει τη δημοφιλία τους στη Δυτική Όχθη. Οι δημοσκοπήσεις και οι αυθόρμητες διαδηλώσεις – όπως συνέβη στην κηδεία του Zafer el-Masri, του διορισμένου από το Ισραήλ δημάρχου της πόλης Ναμπλούς της Δυτικής Όχθης, ο οποίος δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1986 – δείχνουν σταθερά συντριπτική υποστήριξη για τον Arafat και την PLO στα κατεχόμενα εδάφη. Και τα ποσοστά τους έχουν αυξηθεί καθώς το Ισραήλ έχει αυξήσει τη καταστολή στη Δυτική Όχθη και καθώς ο Arafat και η πτέρυγα της PLO έχουν απομακρυνθεί από τη ριζοσπαστική πτέρυγα.
Δύο έρευνες που διεξήχθησαν αμέσως μετά την εκδίωξη του Arafat από τον Λίβανο τον Δεκέμβριο του 1983 έδειξαν ότι σχεδόν όλοι οι Άραβες της Δυτικής Όχθης προτιμούσαν τον Arafat από τους πιο ριζοσπαστικούς ηγέτες της PLO που τον πολεμούσαν. Και σε μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1986, στην οποία εκπροσωπούνταν σε μεγάλο βαθμό οι παραδοσιακά πολιτικά ενεργοί επαγγελματίες και υπάλληλοι της Δυτικής Όχθης, το 70% υποστήριξε τον Arafat ως τον προτιμώμενο ηγέτη της PLO και το 93,5% υποστήριξε την PLO ως τον «μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο» του παλαιστινιακού λαού.
Η PLO δεν μπορεί να αγνοηθεί, όσο δυσάρεστες και αν είναι κάποιες από τις πολιτικές και τις τακτικές της, όσο αντιδημοκρατική και αν είναι, και όσο αποκρουστικό και αν βρίσκουν οι περισσότεροι Αμερικανοί τον Arafat. Οποιαδήποτε λύση που δεν λαμβάνει υπόψη της την PLO δεν θα είναι λύση, διότι ελλείψει καλύτερης οργάνωσης, είναι η φωνή του παλαιστινιακού λαού και είναι ικανή να διαταράξει οποιαδήποτε ειρήνη στην οποία δεν συμμετέχει.
Οι Πραγματικές Ανάγκες Ασφάλειας του Ισραήλ
Η τελευταία συνιστώσα των μύθων της Μέσης Ανατολής δεν αφορά τον παλαιστινιακό εθνικισμό, αλλά τον κύριο λόγο του Ισραήλ για τη διατήρηση του ελέγχου της Δυτικής Όχθης – την ασφάλεια. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ασφάλεια υπαγορεύει τη διατήρηση του ελέγχου ολόκληρης ή του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Όχθης. Η Δυτική Όχθη, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, είναι ένα κρίσιμο ανάχωμα ενάντια σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Η ίδια η γη δημιουργεί στρατηγικό βάθος και οι ισραηλινοί οικισμοί μπορούν να παρέχουν ένα είδος έγκαιρης προειδοποίησης. Η επιστροφή του μεγαλύτερου μέρους του εδάφους στον αραβικό έλεγχο, υποστηρίζει, θα εγγυόταν πρακτικά μια επίθεση.
Προφανώς, το Ισραήλ έχει εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια στη Δυτική Όχθη, τις οποίες οι όποιες διαπραγματεύσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους μέσω συνοριακών προσαρμογών και φυσικών εγγυήσεων έναντι αραβικών επιθέσεων. Αλλά το να ισχυρίζεται κανείς ότι η ασφάλεια είναι το κύριο μέλημα όταν η Δυτική Όχθη είναι γεμάτη με Ισραηλινούς πολίτες είναι δύσκολα πιστευτό. Μια νεκρή ζώνη δεν είναι νεκρή ζώνη όταν κατοικείται από τους πολίτες κάποιου. Σύμφωνα με την έγκυρη μελέτη του πρώην ισραηλινού πολιτικού Meron Benvenisti του 1984, The West Bank Data Project: A Survey of Israel‘s Policies, μόνο το 15% περίπου των 98 εποικισμών που υπήρχαν τότε στη Δυτική Όχθη ήταν παραστρατιωτικά φυλάκια και ο πληθυσμός των παραστρατιωτικών φυλακίων το 1982 αποτελούσε μόλις το 1,5% του συνολικού πληθυσμού της ισραηλινής Δυτικής Όχθης.
Με τη δημιουργία επιπλέον μεγάλων μη στρατιωτικών οικισμών τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αυτό του 1982 έχει μειωθεί. Στους νεότερους και μεγαλύτερους αστικούς οικισμούς, όπου οι περισσότεροι άνδρες μετακινούνται για να εργαστούν στην Ιερουσαλήμ ή το Τελ Αβίβ, είναι πρακτικά αδύνατο να οργανωθεί μια έτοιμη εφεδρεία για την υπεράσπιση του συγκροτήματος σε περίπτωση επίθεσης. Σύμφωνα με δύο έρευνες που διεξήχθησαν το 1982 και αναφέρθηκαν από τον Benvenisti – η μία κάλυπτε 19 οικισμούς στην κεντρική Δυτική Όχθη, η άλλη κάλυπτε 8 οικισμούς στο νότιο τμήμα – το 53% και 41%, αντίστοιχα, του εργατικού δυναμικού εργάζονταν εκτός οικισμού. Συνολικά το 55% και το 40%, αντίστοιχα, του πληθυσμού στις δύο ομάδες οικισμών ήταν κάτω των 18 ετών. Επιπλέον, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, οι ισραηλινοί έποικοι στα υψίπεδα του Γκολάν δεν αποδείχθηκαν αποτρεπτικός μηχανισμός για την προέλαση των συριακών δυνάμεων – στην πραγματικότητα, οι έποικοι έπρεπε να εκκενωθούν πριν το Ισραήλ μπορέσει να αντεπιτεθεί.
Το επιχείρημα της ασφάλειας, οδηγούμενο στο λογικό του συμπέρασμα, θα απαιτούσε επίσης από το Ισραήλ να επεκτείνει τα σύνορά του ατελείωτα. Εάν η Δυτική Όχθη πρέπει να διατηρηθεί για να κρατηθεί το ίδιο το Ισραήλ εκτός του βεληνεκούς των αραβικών όπλων, απαιτούνται περισσότερα εδάφη για να κρατηθεί και η Δυτική Όχθη εκτός βεληνεκούς; Πού τελειώνουν τα «ασφαλή» σύνορα; Στην εποχή του πυροβολικού και των ρουκετών μεγάλης εμβέλειας, οι ζώνες ασφαλείας έχουν ελάχιστη σημασία, και όταν οι ζώνες αυτές είναι κατοικημένες, δεν έχουν καμία αξία για την ασφάλεια.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους σημειώνουν ότι το εβραϊκό κράτος είναι ισχυρό τώρα και σχετικά ανίκητο στρατιωτικά στη Δυτική Όχθη ή σε οποιοδήποτε άλλο μέτωπο. Επιμένουν ότι το Ισραήλ διατρέχει πολύ μικρότερο κίνδυνο διατηρώντας τα εδάφη από ό,τι θα διατρέξει επιστρέφοντας οποιοδήποτε τμήμα τους. Και ακόμη και αν ο παλαιστινιακός εθνικισμός υπάρχει, λένε, δεν αποτελεί σοβαρή απειλή σήμερα και δεν θα αποτελέσει ποτέ.
Οποιοσδήποτε αριθμός σοβαρών αντιρρήσεων μπορεί να προβληθεί σε αυτή τη γραμμή σκέψης. Η απουσία πολέμου που απολαμβάνει σήμερα το Ισραήλ δεν είναι ειρήνη, και ο ριζοσπαστισμός, το καταφύγιο των απελπισμένων ανθρώπων, αυξάνεται σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο παλαιστινιακός εθνικισμός δεν μπορεί να αγνοηθεί ή, όπως απέδειξε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982, να εξαλειφθεί. Κατ’ ελάχιστο, το κίνημα θα απειλεί την ψυχική ηρεμία του Ισραήλ όσο δεν υπάρχει τόπος που ονομάζεται Παλαιστίνη. Το Ισραήλ δεν μπορεί να έχει ειρήνη χωρίς να κάνει ειρήνη.
Η συνεχιζόμενη κατοχή των εδαφών από το Ισραήλ έχει επίσης έναν λιγότερο προφανή, αλλά εξίσου σημαντικό αντίκτυπο στο ίδιο το Ισραήλ. Πολλά έχουν γραφτεί για το πρόβλημα της διατήρησης του Ισραήλ ως εβραϊκό, δημοκρατικό κράτος όσο κυβερνά έναν μεγάλο πληθυσμό μη Εβραίων αντιδημοκρατικά. Αν η Δυτική Όχθη προσαρτηθεί επίσημα σήμερα και στους Άραβες κατοίκους της δοθούν τα δικαιώματα ιθαγένειας που απολαμβάνουν οι Άραβες του Ισραήλ, το Ισραήλ θα είναι κατά 35-40% αραβικό και ο εβραϊκός χαρακτήρας του σιωνιστικού κράτους θα αποδυναμωθεί σημαντικά. Εάν, από την άλλη πλευρά, η σημερινή de facto προσάρτηση – στην οποία οι Εβραίοι αλλά όχι οι Άραβες αντιμετωπίζονται ως πολίτες και στην οποία οι Εβραίοι αλλά όχι οι Άραβες λαμβάνουν τα οφέλη του κράτους – επιτραπεί να συνεχιστεί, ο ισχυρισμός του Ισραήλ ότι είναι μια πραγματική δημοκρατία θα τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Πολλοί Ισραηλινοί και Αμερικανοί απορρίπτουν συχνά το πρόβλημα ως δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο και, τελικά, όχι πραγματικά σοβαρό – σίγουρα όχι όταν διακυβεύεται η ασφάλεια του Ισραήλ. Αγνοούν όμως την πιο σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ – τον κίνδυνο οι Άραβες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας να ξεσηκωθούν βίαια εναντίον των κατακτητών τους και να μετατρέψουν το Ισραήλ σε μια άλλη Νότια Αφρική, Βόρεια Ιρλανδία ή Λίβανο. Το Ισραήλ ελέγχει σήμερα 1,3 εκατομμύρια ανθρώπους διαφορετικών εθνοτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταβολών στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, και όσοι περιμένουν ότι οι Παλαιστίνιοι θα είναι ποτέ ικανοποιημένοι με την τρέχουσα μοίρα τους, αυταπατώνται.
Αναμφισβήτητα η οικονομική ζωή των Αράβων της Δυτικής Όχθης έχει βελτιωθεί σημαντικά υπό ισραηλινή κατοχή. Κερδίζουν καλύτερους μισθούς, λαμβάνουν καλύτερη εκπαίδευση και ζουν κάτω από υψηλότερα πρότυπα από ποτέ άλλοτε. Το Ισραήλ και οι υποστηρικτές του καυχιούνται επίσης δικαίως ότι οι Άραβες της Δυτικής Όχθης απολαμβάνουν μια πρωτοφανή γεύση ελευθερίας, αλλά αυτό το επιχείρημα είναι πολύ πιο προβληματικό. Οι Άραβες κάτοικοι της Δυτικής Όχθης μπορούν πράγματι να προσφύγουν κατά των απαλλοτριώσεων γης στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ και να κερδίσουν. Όμως, αν και οι χονδροειδείς παραλείψεις της δικαιοσύνης μπορούν συνήθως να ανατραπούν, δεν υπάρχει καμία αποζημίωση για την απαλλοτρίωση γης που κατοικείται ή χρησιμοποιείται από Παλαιστίνιους και για την οποία ο τίτλος ιδιοκτησίας μπορεί να μην είναι σαφής, για τους μικροπρεπείς εξευτελισμούς που επιβάλλονται στους Άραβες από τους Ισραηλινούς στρατιώτες στα οδοφράγματα ή στις περιπόλους στις αραβικές πόλεις, ή για τον τραυματισμό και τον θάνατο ή τις ποινές φυλάκισης που επιβάλλονται σε Παλαιστίνιους νέους που συλλαμβάνονται να πετούν πέτρες στους κατακτητές.
Οι Ισραηλινοί έποικοι χλευάζουν την ιδέα ότι οι Άραβες θα εξεγερθούν, όπως έκαναν πρόσφατα οι μαύροι της Νότιας Αφρικής. Οι Άραβες της Δυτικής Όχθης αναγνωρίζουν, λένε οι έποικοι, ότι βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από τους αδελφούς τους στις γειτονικές αραβικές χώρες και είναι πολύ έξυπνοι για να θέσουν σε κίνδυνο μια τόσο ευνοϊκή κατάσταση. Βέβαια, αυτό το έλεγαν κάποτε και οι λευκοί της Νότιας Αφρικής. Η απογοήτευση και ο θυμός που προκαλούν επαναστάσεις δεν είναι απαραίτητα λογικά. Οι μαύροι που εξοργίστηκαν αρκετά επειδή κυβερνώνται άδικα από τους λευκούς ώστε να ξεσπάσουν σε οποιονδήποτε συνεργαζόταν με το καθεστώς του απαρτχάιντ δεν πρόκειται να σταματήσουν και να σκεφτούν ότι θα ήταν φτωχότεροι και λιγότερο ελεύθεροι στο μεγαλύτερο μέρος της μαυροκρατούμενης Αφρικής. Ούτε οι απελπισμένοι Άραβες της Δυτικής Όχθης θα εξετάσουν τις συνθήκες διαβίωσης στις γειτονικές αραβικές χώρες προτού αναλάβουν ακραία δράση εναντίον των Ισραηλινών κυβερνητών τους.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, στην πραγματικότητα, ότι οι περισσότεροι Άραβες που ζουν στο ίδιο το Ισραήλ, οι οποίοι απολαμβάνουν την ισραηλινή υπηκοότητα αλλά στερούνται ορισμένων από τα δικαιώματα και πολλών από τα οφέλη των Ισραηλινών Εβραίων, συγκρίνουν τους εαυτούς τους όχι με τους Άραβες αδελφούς τους στο εξωτερικό αλλά με τους Ισραηλινούς Εβραίους. Οι Άραβες της Δυτικής Όχθης δεν διαφέρουν, και πόσο μεγαλύτερο πρέπει να θεωρούν το χάσμα μεταξύ των δικαιωμάτων τους και εκείνων των Εβραίων εποίκων ανάμεσά τους;
Οποιαδήποτε κατοχή, ακόμη και αν είναι σχετικά ήπια, οποιαδήποτε διακυβέρνηση ενός λαού από έναν άλλο, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, αναπόφευκτα θα θεωρηθεί χειρότερη από μια δικτατορία ομοεθνών. Στη Δυτική Όχθη, ξένα στρατεύματα περιπολούν στους δρόμους, ξένοι έποικοι απολαμβάνουν δικαιώματα στη γη και κρατικές παροχές που στερούνται οι γηγενείς Παλαιστίνιοι, και ξένοι στρατιώτες στήνουν οδοφράγματα και διεξάγουν έρευνες σε σπίτια Αράβων αλλά όχι Ισραηλινών. Ακόμη και οι δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες οι Παλαιστίνιοι πολύ συχνά έχουν δίκαιη ακρόαση, διεξάγονται στα εβραϊκά.
Είναι η επιλεκτικότητα της διακυβέρνησης από έναν άλλο λαό που είναι τόσο εξοργιστική. Οι υπερασπιστές της Νότιας Αφρικής παραπονιούνται – συνήθως άδικα – ότι η καταπίεση του πληθυσμού της από τη σοβιετική κυβέρνηση δεν επικρίνεται ποτέ από εκείνους που καταγγέλλουν το απαρτχάιντ. Ομοίως, οι υπερασπιστές του Ισραήλ ισχυρίζονται ότι οι περισσότεροι υπέρμαχοι των αραβικών δικαιωμάτων στη Δυτική Όχθη δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα αραβικά δικαιώματα στη Συρία. Αλλά υπάρχει αυτή η διαφορά: Στη Σοβιετική Ένωση ή στη Συρία ή στις περισσότερες δικτατορίες της μαύρης Αφρικής ή του αραβικού κόσμου, καμία φυλή ή εθνοτική ομάδα δεν καταπιέζεται εις βάρος μιας άλλης – τουλάχιστον όχι νομικά. Όλοι βρίσκονται, τρόπον τινά, στην ίδια βάρκα. Σε ελάχιστες από αυτές τις χώρες, όσο καταπιεστικές και αν είναι, ένας λαός θεωρείται ανώτερος για φυλετικούς ή εθνοτικούς λόγους. Και είναι αυτή η επιλεκτικότητα που καθιστά την επανάσταση τόσο πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο στη Δυτική Όχθη ή τη Νότια Αφρική από ό,τι στη Σαουδική Αραβία ή τη Συρία ή την ΕΣΣΔ.
Οι απόψεις των ίδιων των Αράβων της Δυτικής Όχθης το επιβεβαιώνουν αυτό. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν είναι ακόμα επαναστάτες ή ριζοσπάστες ή τρομοκράτες αλλά μετριοπαθείς – λογικοί άνθρωποι που σιχαίνονται την ξένη κυριαρχία και που είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν εκείνους που θα αγωνιστούν για να την τερματίσουν. Λέει ο Muhammad Abu-Shilbaye, συγγραφέας και δάσκαλος στην Ανατολική Ιερουσαλήμ:
«Ο Hussein μας έβαλε στη φυλακή για τις απόψεις μας. Μας χτύπησε, μας σκότωσε, μας κρέμασε, αλλά οι Βεδουίνοι του δεν ήρθαν ποτέ και δεν είπαν: ‘Αυτή είναι η γη μας’, όπως κάνουν οι Ισραηλινοί. … Στο Ισραήλ μπορώ να γράφω τα άρθρα και τα βιβλία μου. Υπάρχει δημοκρατία, αλλά μια μέρα θα βρεθώ χωρίς σπίτι και γη. Ο Hussein θα με βάλει στη φυλακή. …αλλά όταν βγω θα επιστρέψω στο σπίτι μου. Δεν θέλω κατοχή, οποιαδήποτε κατοχή, αλλά σήμερα προτιμώ τον Hussein από τους Ισραηλινούς!».
Όπως έγραψε ο Raja Shehadeh, ένας Παλαιστίνιος δικηγόρος από τη Ραμάλα, στο Samed: Journal of a West Bank Palestinian (1984) μετά τη δίκη, που διεξήχθη στα εβραϊκά, δύο 15χρονων Παλαιστίνιων κοριτσιών που κατηγορήθηκαν ότι πέταξαν πέτρες στο φορτηγάκι ενός Ισραηλινού εποίκου:
«Εδώ, κοντά στη Ραμάλα, μια Ρωσίδα [εβραία μετανάστρια] ζει σε έναν οικισμό, χρησιμοποιεί το χώμα μας στο πίσω μέρος του προκατασκευασμένου σπιτιού της για να φυτέψει ντομάτες, κρεμμύδια και δυόσμο, μεγαλώνει παιδιά, ταξιδεύει καθημερινά μέσα από τις πόλεις και τα χωριά μας από και προς τη δουλειά της στη στρατιωτική κυβέρνηση· και τώρα στέκεται σε αυτή τη Βαστίλη και, με ένα τεμπέλικο κούνημα του χεριού της, σφραγίζει τη μοίρα αυτών των κοριτσιών σε μια δίκη που στήθηκε από τους δικούς της – τους ξένους. Πότε άρχισε αυτό το όνειρο;».
Αυτό που είναι αδύνατο να κρίνουμε σε αυτό το σημείο είναι πόσοι λαχταρούν αυτό που ο Shehadeh αποκαλεί στόχο των επαναστατών, «εκείνη την αναπόφευκτη κατάσταση πλήρους απογοήτευσης, που θα αρχίσει η επανάσταση, η εξέγερση των απελπισμένων μαζών».
Πολλοί βλέπουν την έκρηξη ως αναπόφευκτη. Ένας ισραηλινός ανθρωπολόγος που εκπόνησε πρόσφατα μια μελέτη για τις σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων στην Ιερουσαλήμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όπως και στον προεμφυλιακό Λίβανο, πολλές από τις διευθετήσεις που έχουν διατηρήσει την αρμονία μεταξύ των δύο λαών είναι προσωπικές και άγραφες και επομένως επικίνδυνα εύθραυστες. Ο Benvenisti σημειώνει ότι η ίδια η ευημερία και οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες στις οποίες οι Ισραηλινοί παρουσιάζουν ως ένδειξη της καλοσύνης τους θα δώσουν στους Άραβες την αποφασιστικότητα να αγωνιστούν για κοινοτική και εθνική ανάπτυξη.
Ο κίνδυνος θα αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες καθώς η πληθυσμιακή ισορροπία Εβραίων-Αράβων στο σύνολο των περιοχών Ισραήλ-Δυτικής Όχθης-Γάζας θα μετατοπίζεται. Πολλοί Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι η δημογραφική ισορροπία θα αλλάξει σταδιακά υπέρ του Ισραήλ λόγω της αυξημένης αραβικής μετανάστευσης από τη Δυτική Όχθη, της αυξανόμενης εβραϊκής μετανάστευσης και των μεταβαλλόμενων τάσεων στα ποσοστά γεννήσεων Αράβων και Εβραίων που θα μειώσουν τα πρώτα και θα αυξήσουν τα δεύτερα. Ισχυρές ενδείξεις όμως δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια δημογραφική μελέτη του Μαΐου του 1984 από τους καθηγητές του Εβραϊκού Πανεπιστημίου Dov Friedlander και Calvin Goldscheider προβλέπει ότι, αν το Ισραήλ διατηρήσει τα εδάφη, ο πληθυσμός του θα παραμείνει στη σημερινή αναλογία περίπου 60% Εβραίων προς 40% Αράβων μέχρι το 2015 -υποθέτοντας μέγιστα ποσοστά εβραϊκής γονιμότητας και μετανάστευσης, καθώς και μειωμένα ποσοστά αραβικής γονιμότητας και συνεχιζόμενη αραβική μετανάστευση. Όμως, μια εναλλακτική πρόβλεψη, βασισμένη στα ίδια ποσοστά αραβικής γονιμότητας και μετανάστευσης αλλά σε χαμηλότερα ποσοστά για τους Εβραίους, θα τοποθετούσε την πληθυσμιακή ισορροπία στο 50-50.
Πιο πρόσφατες προβλέψεις στο West Bank Data Project του Benvenisti, οι οποίες τοποθετούν τον εβραϊκό πληθυσμό κάτω από το 55% μέχρι το έτος 2005, δίνουν μια παρόμοια εικόνα. Στην ηλικιακή ομάδα των 15 ετών και κάτω σήμερα – οι ενήλικες του αύριο – μόνο το 53% είναι Εβραίοι. Ένα εντυπωσιακό 46% των Αράβων της Δυτικής Όχθης και το 48% των κατοίκων της Γάζας είναι κάτω των 14 ετών, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μελέτη του Benvenisti, 1986 Report: Demographic, Economic, Legal, Social and Political Developments in the West Bank.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τη μεταβλητότητα της γονιμότητας και των ποσοστών μετανάστευσης των Αράβων. Η τελευταία μελέτη του Benvenisti αποκαλύπτει επίσης ότι τα ποσοστά γονιμότητας στα κατεχόμενα εδάφη τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με πολλές ισραηλινές προσδοκίες, ήταν υψηλά και αυξανόμενα. Και η μετανάστευση έχει χαλαρώσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πιθανώς λόγω της μειωμένης ζήτησης για ξένους εργάτες στα πετρελαϊκά κράτη του Περσικού Κόλπου, μια εξέλιξη που έχει αναγνωριστεί ευρέως. Αν και οι τάσεις αυτές έχουν ληφθεί υπόψη στις προβλέψεις του Benvenisti του 1986, δεν είχαν ληφθεί υπόψη στην προαναφερθείσα πρόβλεψη του 1984, η οποία προβλέπει ισορροπία 50-50 σε 30 χρόνια από τώρα, με βάση τη χαμηλή αραβική γονιμότητα και τα υψηλά ποσοστά μετανάστευσης.
Το εκρηκτικό δυναμικό της κατάστασης στη Δυτική Όχθη δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Οι επιπτώσεις για το Ισραήλ από την πιθανή πληθυσμιακή ισορροπία μόλις σε 20 έως 30 χρόνια στο μέλλον θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την πρόσθετη πολιτική δύναμη που θα αισθανόταν και θα έτεινε όλο και περισσότερο να ασκήσει μια αραβική κοινότητα που θα είχε επιτύχει δημογραφική εξίσωση. Αλλά ακόμη και χωρίς πρόσθετους αραβικούς αριθμούς, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μιας αραβικής εξέγερσης, ενός αυξημένου ριζοσπαστισμού τόσο από τους Άραβες όσο και από τους Ισραηλινούς που πολώνονται από τον ρατσισμό και το αμοιβαίο μίσος, και ενός πλήρους χάους στο πρότυπο της Νότιας Αφρικής ή του Λιβάνου. Η πιθανότητα να εκραγεί ο παλαιστινιακός εθνικισμός στο πρόσωπο του Ισραήλ μπορεί να μειωθεί μόνο αν το κίνημα αναγνωριστεί ως αυτό που είναι – μια ζωντανή, αυξανόμενη δύναμη που δεν μπορεί να απομακρυνθεί ή να κατασταλεί για πάντα. Μόνο αν το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της κατάστασης και σταματήσουν να προωθούν και να ακολουθούν τυφλά τη μυθολογία που αρνείται την παλαιστινιακή εθνική ταυτότητα, θα υπάρχει ελπίδα για λύση. Ο χρόνος τελειώνει.
*Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη nationalism για να υποδηλώσει τόσο την έννοια του εθνικισμού όσο και της εθνικής ταυτότητας και εθνικής συνείδησης
από: https://geniusloci2017.wordpress.com