Η μνημονιακή περίοδος ήταν σίγουρα η πιο τραυματική στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Εκτός από το βαρύ πλήγμα στην οικονομική και κοινωνική συνοχή της, και πέρα από την πτώση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της, ήταν η πρώτη βιωματική εμπειρία των -εν ζωή, τουλάχιστον- Ελλήνων τού τι σημαίνει να ζει κανείς σε μια χώρα περιορισμένης κρατικής κυριαρχίας. Μια χώρα, της οποίας οι ασκούμενες πολιτικές δεν αποφασίζονται από την εκλεγμένη κυβέρνηση που ελέγχεται από τη Βουλή και λογοδοτεί στους πολίτες, όπως ορίζει το Σύνταγμα, αλλά από ομάδες απρόσωπων τεχνοκρατών μιας τρόικας που εκπροσωπεί τους δανειστές της.
Ολα αυτά τελείωσαν τον Αύγουστο του 2018, αν και θα έστεκε το επιχείρημα ότι η Ελλάδα ούτε από τη μέγκενη του χρέους έχει ξεφύγει ούτε την απόσταση μέχρι να ανακτήσει το ποσοστό της κρατικής κυριαρχίας που είχε πριν από τη χρεοκοπία της έχει διανύσει, ενώ η σημερινή κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτικές που θα ζήλευαν και οι πιο αφοσιωμένοι μνημονιακοί. Αν, εν τούτοις, γίνει δεκτή χάριν διαλόγου η υπόθεση εργασίας ότι η Ελλάδα του 2023 διαθέτει, τυπικά έστω, το ίδιο ποσοστό κρατικής κυριαρχίας με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., μένει προς απάντηση το ερώτημα σε ποιο βαθμό είναι πράγματι σε θέση να αποφασίζει και να ασκεί αυτόνομες πολιτικές.
Αυτό, σημειωτέον, δεν σχετίζεται με την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ε.Ε., η οποία εξ ορισμού συνεπάγεται ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση της κρατικής κυριαρχίας, συμφωνημένους και αποδεκτούς εξ αρχής με βάση τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Αλλωστε, οι πραγματικές προκλήσεις για την αυτονομία και την ελευθερία δράσης οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας στις μέρες μας δεν προέρχονται τόσο από την Ε.Ε. όσο από εξωευρωπαϊκούς οικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες που είναι εκτός του πεδίου ελέγχου και επηρεασμού ακόμα και των λεγόμενων «μεγάλων» της Ευρώπης. Αρκεί ως επιβεβαίωση η μελέτη της περίπτωσης της Βρετανίας, η οποία δεν έχει καταφέρει ιδιαίτερα να «πάρει πίσω τον έλεγχο» παρά την αποχώρησή της από την Ε.Ε.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η συμμετοχή σε μια ομάδα προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών, όπως είναι η Ε.Ε. -με όλες τις δεδομένες αβελτηρίες και τα σημαντικά ελλείμματά της- μπορεί να είναι ένα μέσο προστασίας της αυτονομίας των κρατών-μελών της, ιδίως των μικρού και μεσαίου μεγέθους. Αν και στον άκρως ανταγωνιστικό κόσμο των γιγάντων που ήδη αναδύεται, ακόμα και η Γαλλία και η Γερμανία είναι μάλλον μεσαίας κατηγορίας κράτη.
Αλλωστε, ακόμα και εντός του πλαισίου αυτής της Ε.Ε. υπάρχουν όχι ευκαταφρόνητα περιθώρια επιλογής και υλοποίησης πολιτικών από την πλευρά των κρατών-μελών με βάση τις δικές τους ανάγκες και προτεραιότητες και τους δικούς τους σχεδιασμούς. Η πρόφαση ότι είναι η Ε.Ε. που επιβάλλει αναγκαστικά μια αντιδημοφιλή, αντιλαϊκή πολιτική, την οποία η εκάστοτε κυβέρνηση δεν θα ήθελε να εφαρμόσει, είναι αρκετά συχνά αυτό ακριβώς, μια πρόφαση που κρύβει την απροθυμία, την ανικανότητα ή απλά την τεμπελιά τής εν λόγω κυβέρνησης να χαρτογραφήσει και να αξιοποιήσει αυτά τα περιθώρια.
Στην πραγματικότητα, και παρά τις διακηρύξεις περί της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και της «ολοένα στενότερης ένωσης», η Ε.Ε. ανέκαθεν ήταν και παραμένει ένα κλασικό σύστημα ισορροπίας ισχύος, εντός του οποίου, όσο ψηλότερα στη λίστα κατάταξης είναι ένα κράτος τόσο μεγαλύτερη δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων και αυτονομία κινήσεων διαθέτει. Και η δυσάρεστη για το εθνικό αφήγημα αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, που ποτέ δεν συνήλθε πλήρως από τη χρεοκοπία των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε αυτή τη λίστα.
Χωρίς να τρέφει κανείς αυταπάτες για τα μεγέθη της Ελλάδας, οφείλει να παραδεχθεί ότι o υποβιβασμός της στους ευρωπαϊκούς underperformers την αδικεί. Δεν υπάρχει κάποιος δομικός λόγος που την εμποδίζει να επενδύσει σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα αξιοποιούσε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, όπως τη ναυτιλία, τον φυσικό πλούτο και το αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλή επιστημονική και τεχνολογική κατάρτιση. Δεν είναι αναπόδραστες οι εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις της στους τομείς της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας, καθώς και σε όλους τους κοινωνικούς δείκτες. Το ίδιο ισχύει για τον ευτελισμό του κράτους δικαίου, των δημοκρατικών θεσμών, της συνταγματικής ευνομίας και της ελευθεροτυπίας και για την κανονικοποίηση της διαφθοράς και της πελατειακής-ιδιοκτησιακής αντίληψης για το κράτος. Η ανάκτηση του κύρους της χώρας και η αναβάθμισή της εντός των ευρωπαϊκών συσχετισμών περνούν μέσα από όλα αυτά.
Φυσικά, τα παραπάνω έχουν καθαρά και μόνο θεωρητική αξία, δεδομένου ότι η τωρινή κυβέρνηση πρόδηλα όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να τα επιδιώξει, αλλά βολεύεται πολύ ευχάριστα με τη σημερινή οικτρή κατάσταση. Μια κατάσταση που δεν προβλέπεται να αλλάξει, για όσο χρονικό διάστημα θα συνεχίζεται το μείζον έλλειμμα κυβερνητικής εναλλακτικής.
*Δικηγόρος, διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών