Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal of Political Ideologies 27. Ο Sean Fleming είναι ερευνητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ.
Δημοσιεύθηκε την
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Εισαγωγή
Ο Theodore Kaczynski είναι ο πιο ακαδημαϊκός τρομοκράτης της Αμερικής. Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1962, ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1967 και στη συνέχεια έγινε επίκουρος καθηγητής μαθηματικών στο Μπέρκλεϊ. Μετά την παραίτηση του από την καθηγητική του θέση το 1969, ο Kaczynski ζούσε στην ερημιά και τελικά έχτισε μια καλύβα με ένα δωμάτιο στην αγροτική Μοντάνα. Από εκεί ξεκίνησε μια εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων που σκότωσε 3 ανθρώπους, τραυμάτισε 23 και τελείωσε με τη σύλληψή του το 1996. Παρόλο ότι έχουν γραφτεί πολλά για τη ζωή και τα εγκλήματα του Kaczynski, παραδόξως λίγα έχουν γραφτεί για το μανιφέστο του κατά της τεχνολογίας, «Η Βιομηχανική Κοινωνία και το Μέλλον της», το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Washington Post το 1995. Οι πολιτικοί επιστήμονες, οι ιστορικοί της διανόησης, ακόμη και οι μελετητές της τρομοκρατίας έχουν δώσει ελάχιστη προσοχή στις ιδέες του.
Ο Kaczynski ενδιαφέρει τους ερευνητές των ιδεολογιών κυρίως επειδή επηρέασε πολλούς άλλους ριζοσπαστικούς φορείς και κινήματα. Μετά τη σύλληψή του, απέκτησε οπαδούς στη περιφέρεια του πράσινου κινήματος, όπως ο αναρχο-πριμιτιβιστής John Zerzan και ο συνιδρυτής της Deep Green Resistance, Derrick Jensen. Πιο πρόσφατα, η περιφρόνηση του Kaczynski προς τον «αριστερισμό» προσέλκυσε οπαδούς από την ακροδεξιά. Ο Νορβηγός τρομοκράτης Anders Breivik τον αντέγραψε σε μεγάλο βαθμό [στο δικό του μανιφέστο] και το ελληνικό νεοφασιστικό κόμμα Χρυσή Αυγή εξέδωσε την μετάφραση του Μανιφέστου του το 2018. Ο Kaczynski διαθέτει μια νιτσεϊκή ιδιότητα: επειδή αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση, αποτελεί μαγνήτη για ριζοσπάστες διαφορετικών αποχρώσεων.
Ο Kaczynski όμως είναι κάτι περισσότερο από μια πηγή ιδεών για προϋπάρχουσες ριζοσπαστικές ομάδες. Έχει επίσης δημιουργήσει το δικό του ρεύμα ριζοσπαστισμού και έχει εμπνεύσει μια σειρά από ριζοσπαστικές αντιτεχνολογικές ομάδες. Η πιο γνωστή από αυτές είναι η μεξικανική τρομοκρατική ομάδα Individualidades Tendiendo a lo Salvaje (ITS – κατά προσέγγιση, Individualists Tending towards the Wild), η οποία συνέχισε από εκεί που σταμάτησε ο Kaczynski και άρχισε να στέλνει βόμβες σε επιστήμονες τον Απρίλιο του 2011. Η ITS και τα παρακλάδια έχουν αναλάβει από τότε την ευθύνη για επιθέσεις στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή και την Ελλάδα, καθώς και για πολλές άλλες στο Μεξικό. Η εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων του ίδιου του Kaczynski ήταν προάγγελος των πραγμάτων που έρχονται – και η ITS μπορεί να είναι μόνο η αρχή.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αποκαλύψει την προέλευση των ιδεών του Kaczynski. Το έργο αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Αν και ο Kaczynski αναφέρει πολλές πηγές στο Μανιφέστο του, δεν αναφέρει τις πιο σημαντικές πηγές του. Ο λόγος είναι πως είχε στείλει επιστολές (στο όνομά του, χωρίς βόμβες) στους συγγραφείς που θαύμαζε και φοβόταν πως η αναφορά τους θα έδινε στοιχεία στο FBI. Έτσι οι προηγούμενες προσπάθειες να αναγνωριστούν οι επιρροές του Kaczynski ήταν απλά εικασίες.
Υιοθετώ αυτό που ο Michael Freeden αποκαλεί «γενετική» προσέγγιση. Χρησιμοποιώντας αδιάσειστα, «εγκληματολογικά» στοιχεία για το τι διάβαζε ο Kaczynski, συμπληρωμένα από συγκρίσεις κειμένων, αποκαλύπτω τις πηγές που προσπάθησε να αποκρύψει. Βασίζομαι σε αρχειακό υλικό από τη συλλογή Joseph A. Labadie του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, η οποία περιέχει αντίγραφα μεγάλου μέρους του υλικού που κατασχέθηκε από το FBI στην καλύβα του το 1996. Το σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο είναι ένα σύνολο «ιδιωτικών» υποσημειώσεων στο Μανιφέστο. Τα ημερολόγια, οι σημειώσεις, τα προσχέδια και η αλληλογραφία του Kaczynski παρέχουν επιπλέον στοιχεία για το τι διάβασε και πώς τον επηρέασαν. Οι κεντρικές ιδέες του Μανιφέστου προέρχονται από τα έργα τριών γνωστών ακαδημαϊκών: του Γάλλου φιλοσόφου Jacques Ellul, του Βρετανού ζωολόγου Desmond Morris και του Αμερικανού ψυχολόγου Martin Seligman.
Η εξερεύνηση μου των πηγών του Kaczynski δείχνει πως η ιδεολογία του είναι πιο ξεχωριστή (αν όχι πιο πρωτότυπη) από όσο έχει εκτιμηθεί μέχρι σήμερα. Οι δύο διαδεδομένες περιγραφές του Μανιφέστου είναι ελλιπείς και υπερβολικές: δεν πρόκειται για ένα οικοτρομοκρατικό σύγγραμμα, ούτε για μια συλλογή των κριτικών της τεχνολογίας που ο Kaczynski συνάντησε στο Χάρβαρντ. Η επαναστατική αντιτεχνολογική ιδεολογία του διαφέρει από τον ριζοσπαστικό περιβαλλοντισμό, τον πράσινο αναρχισμό, ακόμη και από τον νεο-Λουδιτισμό. Δείχνω ότι είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον μοναδικό συνδυασμό ιδεών του Kaczynski προκειμένου να κατανοήσουμε τη νέα μορφή αντιτεχνολογικού ριζοσπαστισμού που ενέπνευσε. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, ορισμένοι «οικοτρομοκράτες» αποδεικνύεται πως στη πραγματικότητα είναι αντιτεχνολογικοί τρομοκράτες εμπνευσμένοι από τον Kaczynski.
Το άρθρο αποτελείται από πέντε κύριες ενότητες. Η πρώτη ενότητα ασκεί κριτική στις δύο δημοφιλείς αναφορές για την ιδεολογική διαμόρφωση του Kaczynski: πρώτον, πως οι ιδέες του αντλήθηκαν από τη ριζοσπαστική περιβαλλοντική βιβλιογραφία· δεύτερον, ότι πήρε τις ιδέες του από το πρόγραμμα γενικής παιδείας του Χάρβαρντ. Οι επόμενες τρεις ενότητες εμβαθύνουν στο αρχειακό υλικό και δείχνουν τις τρεις κύριες επιρροές του Kaczynski: τους Ellul, Morris και Seligman. Η πέμπτη ενότητα εξετάζει την επιρροή του Kaczynski στον σύγχρονο αντιτεχνολογικό ριζοσπαστισμό, και ιδιαίτερα στην ITS.
Η «Βιομηχανική Κοινωνία» και η Καταγωγή της
Τον Απρίλιο του 1995 σε μια επιστολή προς τους New York Times, γραμμένη στο όνομα της «τρομοκρατικής ομάδας FC» (Freedom Club), ο Kaczynski υποσχέθηκε ότι θα τερμάτιζε την εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων του, αν το «άρθρο» του, 29000 έως 37000 λέξεων, δημοσιευόταν στους Times ή σε «κάποιο άλλο ευρέως διαδεδομένο περιοδικό εθνικής κυκλοφορίας». Ήταν περισσότερο μια απειλή παρά υπόσχεση: δημοσίευσε αυτό ή θα χαθούν περισσότεροι άνθρωποι. Η Washington Post δέχθηκε το άρθρο του (χωρίς καμία αναθεώρηση) και το δημοσίευσε σε «ειδική έκδοση» στις 19 Σεπτεμβρίου 1995.
Το Μανιφέστο διατυπώνει πέντε βασικές θέσεις: (1) η σύγχρονη τεχνολογία αποτελεί ένα αδιαίρετο, αυτοαναπαραγώμενο «σύστημα» που δεν ελέγχεται από τον άνθρωπο· (2) τα ανθρώπινα όντα είναι βιολογικά και ψυχολογικά δυσπροσαρμοσμένα στη ζωή σε μια τεχνολογική κοινωνία· (3) η συνεχής ανάπτυξη του τεχνολογικού συστήματος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε καταστροφή (δηλ. στην καταστροφή της ανθρωπότητας ή στην πλήρη υποταγή της στο σύστημα)· (4) εφόσον το τεχνολογικό σύστημα δεν μπορεί να ελεγχθεί και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, μια επαναστατική ανατροπή του συστήματος είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η καταστροφή· και (5) ο αριστερός ακτιβισμός είναι μια μορφή ψευδο-εξέγερσης που χρησιμεύει στο να αποσπάσει την προσοχή από το πρόβλημα της τεχνολογίας.
Υπάρχουν δύο δημοφιλείς ερμηνείες του Μανιφέστου, η καθεμία σύμφωνη με μια διαφορετική περιγραφή της ιδεολογικής συγκρότησης του Kaczynski. Σύμφωνα με την πράσινη ερμηνεία, ο Kaczynski είναι ουσιαστικά ένας «οικοτρομοκράτης». Το Μανιφέστο πρεσβεύει μια μορφή ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού, παρόμοια με εκείνη του Earth First! ή του Μετώπου Απελευθέρωσης της Γης (Earth Liberation Front). Οι υποστηρικτές της πράσινης ερμηνείας επισημαίνουν δύο γεγονότα. Πρώτον, ο Kaczynski διάβαζε ριζοσπαστικές περιβαλλοντικές εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των Earth First! και Live Wild or Die!, και τις χρησιμοποιούσε για να επιλέξει ορισμένους από τους στόχους του. Δεύτερον, το αντι-ιδανικό του στην τεχνολογία είναι η «άγρια φύση» – μια συχνή έκφραση του ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού. Όπως υποστηρίζει ο Ron Arnold, «ο Unabomber ήταν απλά ένα μεμονωμένο σύμπτωμα ενός πολυετούς μίσους για τον βιομηχανικό πολιτισμό που είχε πυροδοτήσει το ισχυρό περιβαλλοντικό λόμπι».
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Χάρβαρντ, που διατυπώθηκε από τον Alston Chase, τα νεύματα του Kaczynski προς τον περιβαλλοντισμό είναι ανειλικρινή και ρητορικά. Αντίθετα, «η βασική φιλοσοφία του … ήταν μια μορφή πολιτιστικού πριμιτιβισμού», ή νεο-Λουδιτισμού. Το Μανιφέστο είναι ένα σύνολο κριτικών της τεχνολογίας που ο Kaczynski απορρόφησε από το πρόγραμμα γενικής παιδείας του Χάρβαρντ μεταξύ 1958 και 1962, όσο ήταν προπτυχιακός φοιτητής εκεί. «Δανείστηκε ή ενσάρκωσε εν μέρει τις ιδέες» από μια σειρά κοινωνικών και πολιτικών στοχαστών όπως:
Οι Αριστοτέλης, Jefferson και Marx· οι κοινωνικοί κριτικοί Lewis Mumford, Erich Fromm, Paul Goodman και Eric Hoffer· οι οικονομολόγοι Thorsten Veblen, E. F. Schumacher, και Leopold Kohr· οι φιλόσοφοι Oswald Spengler, Arthur Schopenhauer, Friedrich Nietzsche, και Hannah Arendt· οι πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι Ruth Benedict και Margaret Mead· οι ψυχολόγοι Sigmund Freud, Alfred Adler, και B. F. Skinner· οι κοινωνιολόγοι Theodor W. Adorno και Talcott Parsons· και πολλοί, πολλοί άλλοι στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του Ellul.
Το επιχείρημα του Chase βασίζεται στο προηγούμενο έργο του Scott Corey, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και αρκετούς επιπλέον στοχαστές ανάμεσα στις επιρροές του Kaczynski: τους John Dollard, Leon Festinger, Ted Gurr, Chalmers Johnson, Barrington Moore, Mancur Olson και John Zerzan. Η ουσία της ερμηνείας του Χάρβαρντ είναι ότι ο Kaczynski είναι ένας νεο-Λουδίτης που «έντυσε το μήνυμά του στα πράσινα … επειδή πίστευε ότι αυτό θα έκανε την διατριβή του πιο δημοφιλή».
Τόσο η πράσινη ερμηνεία όσο και η ερμηνεία του Χάρβαρντ περιέχουν στοιχεία αλήθειας, αν και οι δύο είναι ατελείς και συχνά υπερβολικές. Η πράσινη ερμηνεία είναι σωστή στο ότι ο Kaczynski είχε μακροχρόνιο και προφανώς ειλικρινές ενδιαφέρον για τον περιβαλλοντισμό. Έγραφε στην Wilderness Society ήδη από το 1969 (αν και με επικρίσεις), και ενδιαφερόταν (αν και δεν συμμετείχε ενεργά) για την οργάνωση Earth First! από το 1987 και μετά. Σε αντίθεση με ό,τι υπονοεί ο Chase, το ιδεώδες του Μανιφέστου για την «άγρια φύση» δεν ήταν μεταγενέστερη σκέψη ή απλά ρητορική. Η ίδια ιδέα της «άγριας φύσης» εμφανίζεται στο δοκίμιο του Kaczynski το 1979, «Progress Versus Wilderness», το οποίο εμπνεύστηκε από τον περιβαλλοντικό ιστορικό Roderick Nash: «Άγρια φύση είναι αυτό που δεν ελέγχεται από την οργανωμένη κοινωνία». Ο Chase υπερβάλλει όταν απορρίπτει το πράσινο κομμάτι του Μανιφέστου του Kaczynski ως «μια κυνική προσπάθεια να κερδίσει περισσότερους υποστηρικτές για την επανάστασή του».
Ωστόσο, η πράσινη ερμηνεία επίσης εύκολα υπερεκτιμάται. Το Μανιφέστο είναι αποφασιστικά ανθρωποκεντρικό, σε πλήρη αντίθεση με τον βιοκεντρισμό της Earth First! και άλλων ριζοσπαστικών οικολόγων. Ο Kaczynski αντιτίθεται στη σύγχρονη τεχνολογία όχι κυρίως επειδή υπήρξε καταστροφή για τον πλανήτη, αλλά, όπως λέει στην πρώτη κιόλας πρόταση, επειδή «υπήρξε καταστροφή για την ανθρώπινη φυλή». Το ιδανικό του για την άγρια φύση περιλαμβάνει την «ανθρώπινη φύση», και η άγρια ανθρώπινη φύση είναι το κύριο θέμα του στο Μανιφέστο. Επιπλέον, στα μεταγενέστερα γραπτά του, ο Kaczynski συμβουλεύει τους αντι-τεχνολογικούς επαναστάτες να «διατηρήσουν σαφείς γραμμές οριοθέτησης … από άλλες ριζοσπαστικές ομάδες», συμπεριλαμβανομένων των ριζοσπαστών οικολόγων και των πράσινων αναρχικών. Η σχέση του με τον περιβαλλοντισμό είναι πιο περίπλοκη και αμφίσημη σε σχέση με ότι αφήνει να εννοηθεί η πράσινη ερμηνεία ή η ερμηνεία του Χάρβαρντ. Παρόλο που η αφοσίωση του στην άγρια φύση είναι ειλικρινής, οι ανησυχίες του διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες των ριζοσπαστών οικολόγων.
Η ερμηνεία του Χάρβαρντ έχει ερμηνεύσει σωστά ένα κρίσιμο σημείο. Το πλαίσιο στο οποίο ο Kaczynski έγραψε το Μανιφέστο δεν ήταν το πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε η ιδεολογία του. Τα κυρίαρχα πολιτικά γεγονότα, ιδέες και κινήματα των δεκαετιών του 1980 και 1990 – το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το κίνημα των πολιτοφυλακών, το Earth First! – είχαν μόνο περιφερειακή επιρροή πάνω του. Οι περισσότερες από τις ιδέες του Kaczynski αναπτύχθηκαν πολύ νωρίτερα, μέσα σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο. Για να κατανοήσουμε την ιδεολογική του διαμόρφωση, είναι ζωτικής σημασίας να προσδιορίσουμε τι διάβαζε.
Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της ερμηνείας του Χάρβαρντ δεν στέκονται στον έλεγχο. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Kaczynski διάβαζε τους περισσότερους από τους συγγραφείς που οι Chase και Corey αναφέρουν ως επιρροές του, και υπάρχουν κάποιες αποδείξεις ότι ο Kaczynski δεν διάβαζε κάποιους από αυτούς. Τον Μάιο του 2001, ο Corey ταχυδρόμησε ένα αντίγραφο του άρθρου του στον Kaczynski και ζήτησε τα σχόλιά του. Η απάντηση του Kaczynski ήταν μη βοηθητική και απαξιωτική, αλλά οι προσωπικές του σημειώσεις σχετικά με το άρθρο αυτό είναι αποκαλυπτικές. Έγραψε ότι «δεν είχε διαβάσει ποτέ τίποτα από» πολλούς από τους συγγραφείς που ο Corey και ο Chase απαριθμούν ως πηγές του Μανιφέστου: όπως τους Alfred Adler, Hannah Arendt, John Dollard, Leon Festinger, Chalmers Johnson, Barrington Moore, Lewis Mumford, Mancur Olson, Talcott Parsons και E. F. Schumacher. Ο Kaczynski επιβεβαίωσε ότι είχε διαβάσει τον B. F. Skinner, καθώς και τρία βιβλία του Jacques Ellul: Η Τεχνολογική Κοινωνία, Αυτοψία της Επανάστασης και Προπαγάνδα. Αλλά από τους συγγραφείς που διάβασε, αρνήθηκε ότι το Μανιφέστο επηρεάστηκε από αρκετούς από αυτούς. Συγκεκριμένα, «διάβασε ένα μικρό μέρος του βιβλίου Η Αυταρχική Προσωπικότητα [των Adorno κ.ά.] αλλά σταμάτησε να διαβάζει όταν παραστράτησε σε ψυχαναλυτικές μαλακίες». Διάβασε το Growing Up Absurd του Paul Goodman, αλλά όχι «παρά μόνο αφού ήδη οι N.Y. Times είχαν λάβει το Μανιφέστο». Οι σημειώσεις του Kaczynski δημιουργούν επίσης επιπλέον αμφιβολίες για την ορθότητα της πράσινης ερμηνείας. Δεν είχε ποτέ αλληλογραφήσει με τον John Zerzan, ούτε καν είχε ακούσει γι’ αυτόν παρά μόνο μετά τη σύλληψη του· ούτε είχε ακούσει για τον Arne Naess ή τον George Sessions, πρωτοπόρους της βαθιάς οικολογίας. Φυσικά, είναι πιθανό ο Kaczynski να απορρόφησε ιδέες από πηγές που δεν θυμάται πως έχει διαβάσει, ή να βρήκε τις ιδέες των συγγραφέων αυτών από δεύτερο χέρι. Οι σημειώσεις όμως του Kaczynski μοιάζουν αξιόπιστες· κανένα άλλο αρχειακό στοιχείο δεν τις αντικρούει.
Συνοψίζοντας, οι δύο διαδεδομένες περιγραφές της ιδεολογικής διαμόρφωσης του Kaczynski είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ελλιπείς. Εκεί που η πράσινη ερμηνεία υπερτονίζει τους δεσμούς του με τον ριζοσπαστικό περιβαλλοντισμό, η ερμηνεία του Χάρβαρντ παραπέμπει σε πολλές πηγές που φαίνεται ότι δεν είχε διαβάσει. Στις επόμενες ενότητες, ψάχνω τις πηγές του Kaczynski και αναπτύσσω μια εναλλακτική περιγραφή της ιδεολογικής του διαμόρφωσης. Όπως και ο Chase, θεωρώ πως οι βασικές θέσεις του Kaczynski είναι μάλλον αντιτεχνολογικές παρά φιλοπεριβαλλοντικές. Αλλά σε αντίθεση με τον Chase, πιστεύω πως η κριτική του Kaczynski στην τεχνολογία, η οποία είναι εξελικτική-ψυχολογική, διαφέρει σημαντικά από τις πολιτιστικές και οικονομικές κριτικές της τεχνολογίας που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του χρόνων στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Ιχνηλατώ τα κεντρικά επιχειρήματα και ιδέες του Kaczynski σε πηγές που δημοσιεύτηκαν μετά την αποχώρησή του από το Χάρβαρντ. Το βιβλίο του Ellul, The Technological Society, δεν μεταφράστηκε στα αγγλικά μέχρι το 1964, δύο χρόνια μετά την αποφοίτηση του Kaczynski, και τα βιβλία των Morris και Seligman εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1969 και το 1975.
Φυσικά οι Ellul, Morris και Seligman δεν είναι οι μόνες ακαδημαϊκές επιρροές του Kaczynski. Στις ιδιωτικές υποσημειώσεις του στο Μανιφέστο αναφέρει έργα ανθρωπολογίας, όπως το The Forest People του Colin Turnbull και το The Harmless People της Elizabeth Marshall Thomas, έργα πολιτικής επιστήμης, όπως το Roots of Radicalism των Stanley Rothman και S. Robert Lichter, και περισσότερα από δέκα έργα ιστοριογραφίας. Ο Kaczynski διάβασε επίσης πολλά έργα μυθοπλασίας, τα οποία δεν αναφέρονται στις δημόσιες ή ιδιωτικές υποσημειώσεις του. Η θέση μου είναι πως οι Ellul, Morris και Seligman – με αυτή τη σειρά – είναι οι σημαντικότερες επιρροές του Μανιφέστου. Από αυτούς ο Kaczynski άντλησε τα κεντρικά του επιχειρήματα (που απαριθμούνται παραπάνω) και τις περισσότερες από τις έννοιες που τον χαρακτηρίζουν (όπως η «υποκατάστατη δραστηριότητα» και η «διεργασία της εξουσίας»).
Ellul: Η τεχνολογική κοινωνία
Ο Jacques Ellul είναι περισσότερο γνωστός ως φιλόσοφος και κριτικός της τεχνολογίας. Η πιο διάσημη ιδέα του είναι ότι η «τεχνική» (χονδρικά, η ορθολογική αποτελεσματικότητα) έχει γίνει αυτοσκοπός και αυτόνομη δύναμη πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Αν και είναι γνωστό πως ο Ellul επηρέασε τον Kaczynski, η επιρροή αυτή δεν έχει ποτέ εξεταστεί λεπτομερώς. Στην ενότητα αυτή, χρησιμοποιώ το σχολιασμένο φωτοαντίγραφο της Τεχνολογικής Κοινωνίας του Kaczynski, το οποίο περιλαμβάνει τις δικές του παραπομπές στο Μανιφέστο του, για να προσδιορίσω τι ακριβώς πήρε ο Kaczynski από τον Ellul.
Η εμφανέστερη επιρροή του Ellul πάνω στον Kaczynski είναι η ιδέα πως η σύγχρονη τεχνολογία αποτελεί ένα αδιαίρετο, αυτοαναπαραγώμενο σύστημα. Η ιδέα αυτή αναπτύσσεται κυρίως στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου Η Τεχνολογική Κοινωνία, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στη φωτοτυπία που είχε ο Kaczynski. Ωστόσο, οι παραλληλισμοί είναι τόσο ξεκάθαροι ώστε οι διασταυρώσεις με το Μανιφέστο είναι σχεδόν αχρείαστες. Ενώ ο Kaczynski γράφει πως «δεν μπορείς να απαλλαγείς από τα ‘κακά’ κομμάτια της τεχνολογίας και να διατηρήσεις μόνο τα ‘καλά’ κομμάτια», ο Ellul γράφει πως «είναι αυταπάτη, απολύτως κατανοητή, να ελπίζεις πως μπορείς να καταστείλεις την ‘κακή’ πλευρά της τεχνικής και να διατηρήσεις την ‘καλή’». Ο Ellul ονομάζει αυτή τη θέση «μονισμό»: «οι τεχνικές συνδυάζονται για να σχηματίσουν ένα σύνολο, όπου κάθε μέρος στηρίζει και ενισχύει τα άλλα». Παρόμοια, ο Kaczynski υποστηρίζει πως «η σύγχρονη τεχνολογία είναι ένα ενιαίο σύστημα στο οποίο όλα τα μέρη εξαρτώνται το ένα από το άλλο».
Η θέση του Kaczynski πως τα ανθρώπινα όντα δεν είναι προσαρμοσμένα στη ζωή σε μια τεχνολογική κοινωνία προέρχεται επίσης από τον Ellul. Σε ένα απόσπασμα που ο Kaczynski παρέπεμψε και σχολίασε, ο Ellul γράφει,
«το ανθρώπινο ον δεν αισθάνεται άνετα μέσα σε αυτό το παράξενο νέο περιβάλλον και η ένταση που του ζητείται βαραίνει τη ζωή και την ύπαρξή του. Επιδιώκει να ξεφύγει – και πέφτει στην παγίδα των ονείρων· προσπαθεί να συμμορφωθεί – και πέφτει στη ζωή των οργανώσεων· αισθάνεται δυσπροσαρμοσμένος – και γίνεται υποχόνδριος».
Εφόσον πολλοί άνθρωποι είναι ανίκανοι να προσαρμοστούν στην τεχνολογική κοινωνία, υποστηρίζει ο Ellul, αναπτύσσονται τεχνικές για να τους προσαρμόσουν σε αυτήν – «και μάλιστα όχι τροποποιώντας κάτι στο περιβάλλον του ανθρώπου, αλλά αναλαμβάνοντας δράση πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο». Ο Kaczynski απεικονίζει αυτό το σημείο σε μία από τις παραπομπές στο Μανιφέστο: «τα αντικαταθλιπτικά είναι ένα μέσο τροποποίησης της εσωτερικής κατάστασης ενός ατόμου κατά τρόπο που να του επιτρέπει να ανέχεται κοινωνικές συνθήκες που διαφορετικά θα θεωρούσε ανυπόφορες». Θυμίζει τη θέση του Ellul πως η ανθρωπότητα είναι ασύμβατη με τη σύγχρονη τεχνολογία, καθώς και τον φόβο του Ellul πως τροποποιείται ώστε να προσαρμοστεί στο τεχνολογικό σύστημα.
Η λιγότερο εμφανής επιρροή του Ellul στον Kaczynski είναι η ιδέα ότι ο κοινωνικός ακτιβισμός είναι μια μορφή ψευδοεξέγερσης. Σε μια φράση που ο Kaczynski παρέπεμψε στην κριτική του πάνω στον αριστερισμό, ο Ellul γράφει πως «όλα τα επαναστατικά κινήματα είναι παρωδίες του πραγματικού». Υποστηρίζει ότι κανένα από τα κοινωνικά ή διανοητικά κινήματα του 20ου αιώνα – κομμουνισμός, πασιφισμός, σουρεαλισμός, αναρχισμός ή υπαρξισμός – «δεν πέτυχαν τους στόχους τους για την επαναδημιουργία των συνθηκών ελευθερίας και δικαιοσύνης». Ωστόσο, «ήταν απολύτως επιτυχημένα από μια άλλη άποψη» – «επιτυχημένα στο να ξεδοντιάσουν τα επιθετικά ένστικτα και να τα ενσωματώσουν στην τεχνική κοινωνία». Παρόμοια, ο Kaczynski υποστηρίζει πως «οι αριστεροί δεν είναι τόσο επαναστάτες όσο φαίνονται». Ο κοινωνικός ακτιβισμός αποσπά την προσοχή από το πραγματικό πρόβλημα – την τεχνολογία – και σκορπίζει την επαναστατική ενέργεια που διαφορετικά θα μπορούσε να στραφεί κατά του τεχνολογικού συστήματος. Για τον Kaczynski, η προσπάθεια των αριστερών για εξέγερση είναι αυτό που ο Ellul αποκαλεί «άχρηστη εξέγερση».
Οι σημειώσεις του Kaczynski επίσης αποκαλύπτουν πως ο Ellul ενέπνευσε τη στρατηγική του για τη δημοσίευση του Μανιφέστου του. Όσο παραγωγικός και αν ήταν ο Ellul, αμφέβαλλε πως η έκδοση βιβλίων μέσω συμβατικών καναλιών θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο.
«Ας υποθέσουμε πως κάποιος γράφει ένα επαναστατικό βιβλίο. Αν πρόκειται να εκδοθεί, πρέπει να μπει στο πλαίσιο της τεχνικής οργάνωσης των εκδόσεων βιβλίων. … πρέπει να απευθύνεται σε κάποιο κοινό και ως εκ τούτου πρέπει να απέχει από την επίθεση ενάντια στα πραγματικά ταμπού του κοινού για το οποίο προορίζεται. … κανείς δεν θα εκδώσει ένα βιβλίο που επιτίθεται στην πραγματική θρησκεία της εποχής μας, με την οποία εννοώ τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις της τεχνολογικής κοινωνίας».
Αν και «μπορούμε να γράψουμε ή να διδάξουμε οτιδήποτε», συμπεριλαμβανομένων «εμπρηστικών επαναστατικών μανιφέστων», «μόλις κάποιο από αυτά φαίνεται να έχει πραγματικό αποτέλεσμα στην ανατροπή της παγκόσμιας κοινωνικής τάξης … αποκλείονται αμέσως από τα τεχνικά κανάλια επικοινωνίας». Η παράγραφος στην οποία παραπέμπει ο Kaczynski περιέχει τη μόνη ρητή δικαιολόγηση του Μανιφέστου για τη βία που οδήγησε στη δημοσίευσή του.
«Αν εμείς [δηλαδή η FC] δεν είχαμε κάνει ποτέ τίποτα βίαιο και είχαμε υποβάλει τα παρόντα γραπτά σε έναν εκδότη, πιθανότατα δεν θα είχαν γίνει δεκτά. … Προκειμένου να μεταφέρουμε το μήνυμά μας στο κοινό, με κάποια πιθανότητα να μείνει στη μνήμη, έπρεπε να σκοτώσουμε ανθρώπους».
Ο Kaczynski πήρε σαφώς κατά γράμμα τον κυνισμό του Ellul για την εκδοτική βιομηχανία.
Παρά τους πολλούς στενούς παραλληλισμούς, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως ο Kaczynski παπαγαλίζει τον Ellul. Δεν επαναλαμβάνει απλώς τα επιχειρήματα του Ellul· τα προσαρμόζει, βασίζεται σε αυτά και σε μερικά σημαντικά σημεία τα αρνείται.
Η υπεράσπιση της βίας από τον Kaczynski σηματοδοτεί μια ρητή ρήξη με τον Ellul. Παρά τη φαινομενική αμφιθυμία του Μανιφέστου για τη βία, η επανάσταση που οραματίζεται ο Kaczynski είναι αναμφίβολα βίαιη. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος σε ένα αδημοσίευτο δοκίμιο, «In Defense of Violence», «δεν υποστήριξε ρητά τη βία» στο Μανιφέστο απλώς και μόνο επειδή «υπέθεσε πως τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θα αρνούνταν να δημοσιεύσουν οτιδήποτε υποστήριζε τη βία». Ο Ellul, από την άλλη πλευρά, καταδικάζει τους «τρομοκράτες» ως «ονειροπόλους και ψευτοεπαναστάτες» που πέφτουν θύματα της «εκχυδαϊσμένης επαναστατικής ιδεολογίας». Υποστηρίζει την «περισυλλογή» αντί της βίας: «Θα αποτελούσε ένα ζωτικό ρήγμα στην τεχνολογική κοινωνία, μια πραγματικά επαναστατική στάση, αν η περισυλλογή μπορούσε να αντικαταστήσει την ξέφρενη δραστηριότητα». Επιπλέον, ενώ ο Kaczynski πιστεύει ότι μια αντι-τεχνολογική επανάσταση πρέπει να καθοδηγείται από μια πρωτοπορία, επειδή «η ιστορία γράφεται από ενεργές, αποφασισμένες μειοψηφίες», ο Ellul υποστηρίζει ότι μια επανάσταση «δεν μπορεί να ανατεθεί σε μια χούφτα ηγέτες, σε ένα καθοδηγητικό σώμα ή σε μια ενεργή μειοψηφία».
Η απόσταση του Kaczynski από τον Ellul σχετικά με τα μέσα και τους μηχανισμούς της επανάστασης είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης απόκλισης. Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του Ellul στην Αυτοψία της Επανάστασης είναι πως οι επαναστάσεις του παρελθόντος δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρότυπα για μια αντι-τεχνολογική επανάσταση. Το τεχνολογικό σύστημα είναι πολύ παγκόσμιο και πολύ εξαπλωμένο για να ανατραπεί όπως μια κυβέρνηση. Ο Kaczynski, από την άλλη πλευρά, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορία της επανάστασης και της κοινωνικής αλλαγής. Οι υποσημειώσεις του παραπέμπουν σε βιβλία για τον αγώνα της Αργεντινής για ανεξαρτησία, τη Μεξικανική Επανάσταση του 1910, την αποικιοκρατία στη Βόρεια Αμερική, τον Simón Bolívar και τις επαναστάσεις του 1848. Η βιβλιοθήκη της καλύβας του περιείχε βιβλία για τη Γαλλική Επανάσταση, την ισπανική κατάκτηση της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, την απόσχιση του αμερικανικού Νότου και τον 1ο ΠΠ. Αγνοώντας την προειδοποίηση του Ellul για την εξαγωγή συμπερασμάτων από την ιστορία, ο Kaczynski υποστηρίζει πως «το μοτίβο θα ήταν παρόμοιο με αυτό της γαλλικής και της ρωσικής επανάστασης». Οι αντιτεχνολογικοί επαναστάτες θα προπαγάνδιζαν την ιδεολογία τους, θα δημιουργούσαν ένα κίνημα, θα περίμεναν μια κρίση για να αποσταθεροποιηθεί το σύστημα και στη συνέχεια θα έβγαιναν από τις σκιές για να δώσουν το τελικό χτύπημα.
Η ιδέα του Kaczynski για τη δυσπροσαρμογή διαφέρει επίσης με ένα σημαντικό τρόπο από εκείνη του Ellul. Για τον Ellul, η αναντιστοιχία μεταξύ των ανθρώπων και της σύγχρονης τεχνολογίας είναι κοινωνικο-πολιτισμική. Το πρόβλημα με την «τεχνική» είναι ότι «διαχωρίζει τις κοινωνιολογικές μορφές, καταστρέφει το ηθικό πλαίσιο, αποϊεροποιεί τους ανθρώπους και τα πράγματα, ανατινάζει τα κοινωνικά και θρησκευτικά ταμπού και ανάγει το κοινωνικό σώμα σε μια συλλογή ατόμων». Ο Chase ερμηνεύει τον Kaczynski επίσης ως «πολιτισμικό πριμιτιβιστή», συγκρίνοντας τον με τους «αμέτρητους σύγχρονους συγγραφείς, από τον κοινωνικό φιλόσοφο του Χάρβαρντ Lewis Mumford μέχρι τον ίδιο τον Ellul, [οι οποίοι] προειδοποιούσαν πως η τεχνολογική πρόοδος απειλούσε το μέλλον του πολιτισμού». Ωστόσο, σε αντίθεση με τις πολιτιστικές και οικονομικές κριτικές της τεχνολογίας που μπορεί να συνάντησε στο Χάρβαρντ, ο Kaczynski δεν νοιάζεται ιδιαίτερα για την κατάρρευση των παραδοσιακών κοινοτήτων ή τρόπων ζωής. Παρόλο που αναγνωρίζει ότι «η ταχεία αλλαγή και η διάλυση των κοινοτήτων έχουν αναγνωριστεί ευρέως ως πηγές κοινωνικών προβλημάτων», «δεν πιστεύει πως αρκούν για να εξηγήσουν την έκταση των προβλημάτων που παρατηρούνται σήμερα».
Αν ο Ellul και ο Mumford είναι πολιτισμικοί πριμιτιβιστές, τότε ο Kaczynski είναι «βιοπριμιτιβιστής». Υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι βιολογικά δυσπροσαρμοσμένα στη ζωή σε μια τεχνολογική κοινωνία: «Εμείς [δηλαδή η FC] αποδίδουμε τα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας στο γεγονός πως η κοινωνία αυτή απαιτεί από τους ανθρώπους να ζουν υπό συνθήκες ριζικά διαφορετικές από εκείνες κάτω από τις οποίες εξελίχθηκε η ανθρώπινη φυλή». Κατά τη διάρκεια εκατοντάδων χιλιάδων ετών, «η φυσική επιλογή προσάρμοσε την ανθρώπινη φυλή σωματικά και ψυχολογικά» σε ένα «φάσμα [φυσικών] περιβαλλόντων». Όμως η Βιομηχανική Επανάσταση άλλαξε δραστικά αυτά τα περιβάλλοντα μέσα σε λίγες γενιές. Ο Kaczynski πιστεύει ότι η αναντιστοιχία μεταξύ των γονιδίων των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μας και του τεχνολογικού μας περιβάλλοντος ευθύνεται για πολλές κοινές παθολογίες, όπως «κατάθλιψη, άγχος, ενοχές, απογοήτευση, εχθρότητα, συζυγική ή παιδική κακοποίηση, ακόρεστος ηδονισμός, ανώμαλη σεξουαλική συμπεριφορά, διαταραχές ύπνου [και] διατροφικές διαταραχές». Ενώ η ιδέα του Ellul για τη δυσπροσαρμογή είναι κοινωνικο-πολιτισμική, του Kaczynski είναι εξελικτική-ψυχολογική. Η διαφορά μεταξύ Ellul και Kaczynski σηματοδοτεί με το τρόπο αυτό τη διάκριση μεταξύ πολιτισμικού πριμιτιβισμού και βιοπριμιτιβισμού.
Ο Kaczynski συχνά διατυπώνει την ιδέα του για τη δυσπροσαρμογή με τους δικούς του ψυχολογικούς όρους, οι οποίοι δεν έχουν αντίστοιχο στη σκέψη του Ellul. Υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν μια έμφυτη ανάγκη για «τη διαδικασία της δύναμης»: «για να αποφύγει ο άνθρωπος σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, χρειάζεται στόχους των οποίων η επίτευξη απαιτεί προσπάθεια, και πρέπει να έχει ένα λογικό ποσοστό επιτυχίας στην επίτευξη των στόχων του». Οι στόχοι που έχει κατά νου ο Kaczynski είναι βασικοί, βιολογικοί στόχοι που σχετίζονται με την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Η διαδικασία της δύναμης είναι η διαδικασία της χρήσης της σωματικής και πνευματικής δύναμης του ατόμου για την ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών.
Με δεδομένο πως πολλοί άνθρωποι στη σύγχρονη κοινωνία μπορούν να αποκτήσουν τα απαραίτητα για τη ζωή χωρίς σοβαρή προσπάθεια, προσπαθούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για τη διαδικασία της δύναμης μέσω «υποκατάστατων δραστηριοτήτων» ή δραστηριοτήτων που «κατευθύνονται προς έναν τεχνητό στόχο που οι άνθρωποι θέτουν για τον εαυτό τους απλώς και μόνο για να έχουν κάποιο στόχο προς την επίτευξη του οποίου να προσπαθούν». Σε αυτές περιλαμβάνονται τα χόμπι, ο αθλητισμός, η τέχνη και, το πιο σημαντικό για τον Kaczynski, ο ακτιβισμός και η επιστήμη. Ωστόσο, «για πολλούς ανθρώπους, ίσως για την πλειονότητα, αυτές οι τεχνητές μορφές της διαδικασίας δύναμης είναι ανεπαρκείς». Η δυσπροσαρμογή μας στην τεχνολογική κοινωνία προκύπτει επομένως από το γεγονός πως αυτή η μορφή κοινωνίας δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βιολογικά ριζωμένες ψυχολογικές μας ανάγκες.
Συνοψίζοντας, οι ιδέες του Ellul αποτελούν τον πυρήνα αλλά σε καμία περίπτωση το σύνολο του Μανιφέστου. Η συστημική κατανόηση της τεχνολογίας από τον Kaczynski, η ιδέα του περί δυσπροσαρμογής, η κριτική του στον αριστερισμό και πολλά από τα λεπτότερα σημεία του προέρχονται από την Τεχνολογική Κοινωνία. Αλλά ο Kaczynski τροποποιεί και συμπληρώνει τις ιδέες του Ellul υπό την επίδραση της εξελικτικής θεωρίας και της σύγχρονης ψυχολογίας. Ειδικότερα, οι ιδέες της βιολογικής δυσπροσαρμογής, της διαδικασίας της δύναμης και της υποκατάστατης δραστηριότητας δεν προέρχονται από τον Ellul. Ένας από τους κύριους γρίφους γύρω από το Μανιφέστο είναι το από πού προέρχονται αυτές οι ιδέες.
Morris: Ο Ανθρώπινος Ζωολογικός Κήπος
Οι τροποποιήσεις και οι προσθήκες του Kaczynski στον Ellul προέρχονται από διάφορες πηγές. Η πιο σημαντική είναι το The Human Zoo (1969) του ζωολόγου Desmond Morris, η συνέχεια του μπεστ σέλερ του 1967, The Naked Ape. Με αφετηρία την εμπειρία του ως έφορος θηλαστικών στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου, ο Morris παρατηρεί πως οι σύγχρονοι κάτοικοι των πόλεων υποφέρουν από πολλά από τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα που ταλαιπωρούν και άλλα θηλαστικά σε αιχμαλωσία. Αποδίδει τα προβλήματα αυτά στο γεγονός πως «το σύγχρονο ανθρώπινο ζώο δεν ζει πλέον σε συνθήκες φυσικές για το είδος του». Τα ανθρώπινα όντα, που εξελίχθηκαν για να ζουν σε φυλές κυνηγών-συλλεκτών, πληρώνουν ψηλό ψυχολογικό τίμημα για να ζουν στη σχετική ασφάλεια των αστικών «ζωολογικών κήπων».
Η επιρροή του Morris στον Kaczynski είναι καλά κρυμμένη. Η έκδοση του Μανιφέστου της Washington Post δεν αναφέρει τον Morris και περιέχει μόνο διακριτικές αναφορές στο The Human Zoo. Αφού απαριθμεί τα διάφορα ψυχολογικά προβλήματα που προκαλούνται από τη διακοπή της διαδικασίας της εξουσίας, ο Kaczynski προσθέτει ότι «μερικά από τα συμπτώματα που απαριθμούνται είναι παρόμοια με εκείνα που παρουσιάζουν τα ζώα σε κλουβιά». Στο προσωπικό του αντίγραφο του Μανιφέστου, ακολούθησε αυτή τη φράση με μια υποσημείωση για το The Human Zoo.
Η δαρβινική αντίληψη του Kaczynski για τον Ellul προέρχεται από αυτό το βιβλίο. Το δοκίμιό του το 1978-1979, «Σκέψεις για τη Σκόπιμη Εργασία», απηχεί στενά τον Morris και προδικάζει την ιδέα του Μανιφέστου για τη βιολογική δυσπροσαρμογή: «οι λόγοι που ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τόσο επιρρεπής στην απογοήτευση και σε άλλα συναισθηματικά προβλήματα είναι ότι στην τεχνολογική κοινωνία ζει μια ζωή που είναι εξαιρετικά ανώμαλη· σε σύγκριση με τη ζωή στην οποία τον έχει προσαρμόσει η εξέλιξη, δηλαδή τη ζωή του κυνηγού-συλλέκτη». Ο Kaczynski έβαλε μια υποσημείωση μετά από αυτή την πρόταση, αλλά οι υποσημειώσεις λείπουν. Μια αναφορά στο The Human Zoo θα ήταν απόλυτα ταιριαστή.
Η ιδέα του Kaczynski για τη διαδικασία της δύναμης προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τον Morris. Σε μια επιστολή του 1996, που γράφτηκε τρεις μήνες μετά τη σύλληψή του, ο Kaczynski συνιστά «δύο βιβλία που φαίνεται να υποστηρίζουν σε κάποιο βαθμό τον ισχυρισμό του μανιφέστου για τη διαδικασία της δύναμης: Desmond Morris, The Human Zoo, και Martin E. P. Seligman, Helplessness: On Depression, Development, and Death». Είναι ασαφής εδώ, επειδή η παραδοχή πως είναι ο συγγραφέας του Μανιφέστου θα σήμαινε ότι θα ενοχοποιούσε τον εαυτό του.
Η διαδικασία της δύναμης βασίζεται στην ιδέα του Morris για τον «Αγώνα των ερεθισμάτων»: «ο αγώνας … για την απόκτηση της βέλτιστης ποσότητας διέγερσης από το περιβάλλον». Αυτός ο αγώνας μιλά για «ευκαιριακά» είδη, όπως οι σκύλοι και οι πίθηκοι, όταν διατηρούνται σε ζωολογικούς κήπους. Επειδή αυτά τα είδη «έχουν αναπτύξει νευρικά συστήματα που απεχθάνονται την αδράνεια», πρέπει να βρουν τρόπους να διατηρούν ένα ορισμένο επίπεδο διέγερσης, ακόμη και όταν όλες οι άλλες ανάγκες τους έχουν ικανοποιηθεί από τους ζωοφύλακες. Διαφορετικά, θα γίνουν «βαριεστημένα και άτονα και τελικά νευρωτικά». Με όμοιο τρόπο, ο Kaczynski υποστηρίζει πως οι άνθρωποι που μπορούν να αποκτήσουν οτιδήποτε τους αρέσει «χωρίς προσπάθεια» συχνά υποφέρουν από «πλήξη και αποθάρρυνση». Δεδομένου πως η «σύγχρονη κοινωνία», όπως ένας φύλακας ζωολογικού κήπου, «τείνει να εγγυάται τις φυσικές ανάγκες σε όλους με αντάλλαγμα μόνο την ελάχιστη προσπάθεια», οι σύγχρονοι άνθρωποι αγωνίζονται συνεχώς να βρουν διέγερση μέσω «υποακατάστατων δραστηριοτήτων».
Η ιδέα του Kaczynski για τις υποκατάστατες δραστηριότητες βασίζεται στην ιδέα του Morris για τις «δραστηριότητες επιβίωσης-αντικατάσασης». Ο Morris παρατηρεί ότι πολλά ζώα ζωολογικού κήπου επιδίδονται σε περισπασμούς, όπως η υπερβολική περιποίηση ή η παρενόχληση των θεατών, προκειμένου να διατηρήσουν ένα βέλτιστο επίπεδο διέγερσης. Υποστηρίζει ότι τα χόμπι και οι ασχολίες – από την «αναδιάταξη επίπλων και τη συλλογή γραμματοσήμων» έως τις «καλές τέχνες, τη φιλοσοφία και τις καθαρές επιστήμες» – εξυπηρετούν ουσιαστικά την ίδια λειτουργία ως «αντικατάσταση επιβίωσης» για τα ανθρώπινα όντα. Ωστόσο, τόσο για τα ζώα του ζωολογικού κήπου όσο και για τους σύγχρονους ανθρώπους, αυτές οι τεχνητές μορφές διέγερσης μπορεί να είναι ανεπαρκείς: «Τα υποκατάστατα της πραγματικής δραστηριότητας για την επιβίωση παραμένουν υποκατάστατα… Η απογοήτευση μπορεί να έρθει εύκολα». Ο Kaczynski υποστηρίζει ομοίως πως η σύγχρονη κοινωνία πάσχει από «έλλειψη πραγματικών στόχων» και, ακολουθώντας τον Morris, χρησιμοποιεί τη συλλογή γραμματοσήμων και τις επιστημονικές ασχολίες ως παραδειγματικά παραδείγματα «υποκατάστατων» δραστηριοτήτων. Σε ένα χειρόγραφο προσχέδιο του Μανιφέστου που βρήκε το FBI στην καμπίνα του, ο Kaczynski χρησιμοποιεί τη λέξη «αντικατάσταση» αντί για «υποκατάσταση». Η σημείωσή του προς τον εαυτό του στην κορυφή της πρώτης σελίδας αναφέρει: «Σε όλο αυτό το υλικό, αντικαταστήστε τη φράση ‘δραστηριότητα αντικατάστασης’ με τη φράση ‘υποκατάστατη δραστηριότητα’». Ο Kaczynski μπορεί να άλλαξε την ορολογία του Morris για να αποφύγει να δώσει στο FBI πιθανά στοιχεία.
Η έννοια της υποκατάστατης δραστηριότητας παίζει εμφανή ρόλο στην ιδέα του Kaczynski για τη δυσπροσαρμογή: τα ανθρώπινα όντα εξελίχθηκαν για να κυνηγούν και να συλλέγουν, όχι για να λύνουν εξισώσεις ή να συλλέγουν γραμματόσημα. Βοηθά επίσης τον Kaczynski να εξηγήσει τη δική του απογοήτευση από τα μαθηματικά. Επιπλέον, οι υποκατάστατες δραστηριότητες παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της τεχνολογίας από τον ίδιο. Η βασική ιδέα πως η σύγχρονη τεχνολογία αποτελεί ένα αυτοαναπαραγώμενο σύστημα προέρχεται από τον Ellul, αλλά το κομμάτι της αυτοτροφοδότησης ήταν πολύ ασαφές για τις προτιμήσεις του Kaczynski. Ο Ellul περιγράφει την «τεχνική» ως μια αυτόνομη δύναμη «με τη δική της ουσία, το δικό της ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης και μια ζωή ανεξάρτητη από τη δική μας δύναμη της απόφασης». Ο Kaczynski χρησιμοποιεί την ιδέα της υποκατάστατης δραστηριότητας για να δώσει μια πιο λεπτομερή εξήγηση του τρόπου με τον οποίο το τεχνολογικό σύστημα διαιωνίζει τον εαυτό του.
Οι επιστημονικές επιδιώξεις είναι οι υποκατάστατες δραστηριότητες που οδηγούν στην ανάπτυξη του συστήματος. Αυτό που παρακινεί πρωτίστως τους επιστήμονες, υποστηρίζει ο Kaczynski, δεν είναι «ούτε η περιέργεια ούτε η επιθυμία να ωφεληθεί η ανθρωπότητα, αλλά η ανάγκη να περάσουν από τη διαδικασία της δύναμης: να έχουν ένα στόχο (ένα επιστημονικό πρόβλημα προς επίλυση), να καταβάλουν προσπάθεια (έρευνα) και να επιτύχουν το στόχο (λύση του προβλήματος)». Οι επιστημονικές υποκατάστατες δραστηριότητες είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η διαδικασία της δύναμης έχει διαταραχθεί. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η επίτευξη των στόχων που σχετίζονται με την επιβίωση δεν απαιτεί παρά ασήμαντη προσπάθεια. Κατά συνέπεια, ορισμένοι άνθρωποι στρέφονται στην επιστημονική έρευνα σε μια προσπάθεια να βρουν μια αίσθηση σκοπού. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι επιδιώκουν επιστημονικές υποκατάστατες δραστηριότητες, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται το τεχνολογικό σύστημα. Η ανάπτυξη του συστήματος διαταράσσει περαιτέρω τη διαδικασία της δύναμης, η οποία ωθεί όλο και περισσότερους ανθρώπους να επιδιώκουν επιστημονικές υποκατάστατες δραστηριότητες.
Για τον Kaczynski, λοιπόν, το τεχνολογικό σύστημα δεν είναι προϊόν ορθολογικού σχεδιασμού, πόσο μάλλον κακού σχεδιασμού· δεν υπάρχει συνωμοσία μεταξύ επιστημόνων ή τεχνοκρατών. Συνδυάζοντας τη συστημική κοσμοθεωρία του Ellul με τη δαρβινική κοσμοθεωρία του Morris, ο Kaczynski αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη του τεχνολογικού συστήματος ως εξελικτική διαδικασία. Οι υποκατάστατες δραστηριότητες των επιστημόνων δημιουργού συνεχώς μεταλλάξεις στην τεχνολογία, οι οποίες στη συνέχεια φιλτράρονται από τον ανταγωνισμό μεταξύ «μεγάλων οργανισμών», όπως τα κράτη και οι εταιρείες. Η τεχνολογική πρόοδος ευνοείται από τη «φυσική επιλογή», επειδή «εκείνοι οι οργανισμοί που χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την τεχνολογία είναι πιο επιτυχημένοι από εκείνους που δεν το κάνουν». Υπάρχει ένα αόρατο χέρι της τεχνολογίας, που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το αόρατο χέρι της αγοράς.
Συνοψίζοντας, ο Kaczynski βασίζεται στον Morris για να διατυπώσει το εξελικτικό υπόβαθρο για τα ελυλικά κοινωνιολογικά επιχειρήματά του. Οι ιδέες του Μανιφέστου σχετικά με τη βιολογική δυσπροσαρμογή, τη διαδικασία της δύναμης και την υποκατάστατη δραστηριότητα προέρχονται από το The Human Zoo. Όμως ο Kaczynski διαφωνεί με τον Morris σχετικά με το τι ακριβώς είναι αυτό που στη σύγχρονη κοινωνία προκαλεί τα κοινά ψυχολογικά προβλήματα. Ο Morris πιστεύει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, πάνω απ’ όλα, δυσπροσαρμοσμένα σε έναν κόσμο γεμάτο από ξένους: «το πέρασμα από την προσωπική στην απρόσωπη κοινωνία … θα προκαλούσε στο ανθρώπινο ζώο τις μεγαλύτερες αγωνίες του στις χιλιετίες που έρχονταν». Αν και ο Kaczynski αναγνωρίζει ότι «ο συνωστισμός αυξάνει το άγχος και την επιθετικότητα», αρνείται ότι είναι «ο καθοριστικός παράγοντας»: «Μερικές προβιομηχανικές πόλεις ήταν πολύ μεγάλες και πολυπληθείς, αλλά οι κάτοικοί τους δεν φαίνεται να υπέφεραν από ψυχολογικά προβλήματα στον ίδιο βαθμό με τον σύγχρονο άνθρωπο». Εντόπισε μια εναλλακτική διάγνωση στο έργο ενός από τους πιο σημαντικούς ψυχολόγους του εικοστού αιώνα.
Seligman: Ανημποριά
Η πιο γνωστή ιδέα του Martin Seligman, και αυτή που επηρέασε τον Kaczynski, είναι η «εκμαθημένη ανημποριά». Με τους πιο γενικούς όρους, ένα ζώο είναι ανήμπορο όταν πιστεύει πως η συμπεριφορά του δεν μπορεί να επηρεάσει το σχετικό σύνολο αποτελεσμάτων – ότι δεν μπορεί να ελέγξει τη μοίρα του. Η ανημποριά προκαλεί οξεία ψυχολογική δυσφορία και καταστρέφει το ηθικό. Στα διάσημα πειράματα του Seligman, σκύλοι υποβλήθηκαν σε μια σειρά από αναπόφευκτα σοκ. Όταν αυτά τα σκυλιά υποβλήθηκαν αργότερα σε σοκ από τα οποία μπορούσαν να ξεφύγουν, τα δύο τρίτα εμφάνισαν μαθημένη αδυναμία: αντί να προσπαθήσουν να ξεφύγουν, «ξάπλωσαν ήσυχα και κλαψούριζαν».
Η επιρροή του Seligman στο Μανιφέστο είναι προσεκτικά καλυμμένη. Η έκδοση της Washington Post δεν τον αναφέρει και η λέξη «ανήμπορος» εμφανίζεται μόνο δύο φορές. Ωστόσο, ο Kaczynski συμπεριέλαβε μια υποσημείωση για τον Seligman στο τέλος της ανάλυσης του για τη διαδικασία της δύναμης: «Σχετικό με τις παραγράφους 33-44, και σημαντικό, είναι το βιβλίο του Martin E. P. Seligman, On Depression, Development, and Death». Αναφέρθηκε επίσης στον Seligman (μαζί με τον Morris) για να υποστηρίξει την ιδέα της διαδικασίας δύναμης σε μια επιστολή που έγραψε τρεις μήνες μετά τη σύλληψή του.
Θυμηθείτε τα τέσσερα συστατικά στοιχεία της διαδικασίας της δύναμης: στόχος, προσπάθεια, επίτευξη και αυτονομία. Ενώ τα δύο πρώτα περιλαμβάνουν την προσπάθεια του Morris για την τόνωση, τα δύο τελευταία προέρχονται από την ιδέα του Seligman για την εκμαθημένη ανημποριά. Ο Kaczynski υποστηρίζει πως τα ανθρώπινα όντα χρειάζονται κάτι περισσότερο από την «διέγερση» που προέρχεται από την επιδίωξη στόχων που απαιτούν προσπάθεια. Αν οι προσπάθειές τους αποτυγχάνουν επανειλημμένα, τότε θα έρθει η αίσθηση της ανημποριάς: «Η συνεχής αποτυχία επίτευξης στόχων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής οδηγεί σε ηττοπάθεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση ή κατάθλιψη». Επιπλέον, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να επιδιώκουν τους στόχους τους αυτόνομα, «υπό τη δική τους καθοδήγηση και έλεγχο». Μόνο με την «αυτόνομη προσπάθεια» μπορεί το άτομο να αποκτήσει «αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και αίσθηση δύναμης». Όπως έγραψε ο Kaczynski σε επιστολή του το 2004, «αν κάποιος έχει ανεπαρκή εμπειρία από τη διαδικασία της δύναμης, τότε δεν έχει ‘ανοσοποιηθεί’ απέναντι στην εκμαθημένη ανημποριά».
Ο Kaczynski θυμάται στην εν λόγω επιστολή του 2004 πως διάβασε για πρώτη φορά το Helplessness του Seligman «στα τέλη της δεκαετίας του 1980». Φαίνεται όμως ότι γνώριζε τη θεωρία της εκμαθημένης ανημποριάς πολύ νωρίτερα, και μάλιστα πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου. Σε μια καταχώρηση στο ημερολόγιο του από το 1969, σημείωνε πως «τα σημαντικά πράγματα στη ζωή ενός ατόμου βρίσκονται κυρίως υπό τον έλεγχο μεγάλων οργανισμών· το άτομο είναι ανήμπορο στο να τα επηρεάσει». Ο πρωτόγονος άνθρωπος, από την άλλη πλευρά, έχει μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή του: «Οι αποφάσεις του μετράνε· δεν είναι αβοήθητος». Αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας θα γινόταν αργότερα σημαντικό μέρος του Μανιφέστου.
Ο Kaczynski χρησιμοποιεί την έννοια της εκμαθημένης ανημποριάς για να προσφέρει έναν ψυχολογικό μηχανισμό για το επιχείρημά του περί δυσπροσαρμογής. Οι απειλές για τις οποίες εξελίχθηκαν τα ανθρώπινα όντα να αντιμετωπίσουν ήταν τουλάχιστον εν μέρει υπό τον έλεγχό τους, ενώ πολλές από τις απειλές που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα ανθρώπινα όντα είναι εντελώς πέρα από τον έλεγχο τους.
«Ο πρωτόγονος άνθρωπος, που απειλείται από ένα άγριο ζώο ή από την πείνα, μπορεί να αμυνθεί πολεμώντας ή να ταξιδέψει προς αναζήτηση τροφής. Δεν έχει καμία βεβαιότητα επιτυχίας σε αυτές τις προσπάθειες, αλλά δεν είναι καθόλου αβοήθητος απέναντι στα πράγματα που τον απειλούν. Από την άλλη πλευρά, το σύγχρονο άτομο απειλείται από πολλά πράγματα απέναντι στα οποία είναι αβοήθητο: πυρηνικά ατυχήματα, καρκινογόνα στα τρόφιμα, μόλυνση του περιβάλλοντος, πόλεμος … εθνικά κοινωνικά ή οικονομικά φαινόμενα που μπορούν να διαταράξουν τον τρόπο ζωής του».
Ο Kaczynski πιστεύει πως οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι σαν τα σκυλιά στο πείραμα σοκ του Seligman. Αντιμέτωποι με τόσες πολλές δυνάμεις που δεν μπορούν ενδεχομένως να ελέγξουν, πολλοί άνθρωποι απλά παραδίνονται, παίρνουν φάρμακα, βλέπουν τηλεόραση και αποδέχονται τη μοίρα τους. Τα εκτεταμένα ψυχολογικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας οφείλονται έτσι σε μια επιδημία εκμαθημένης ανημποριάς.
Ο Kaczynski αντιλαμβάνεται τον αριστερισμό ως την πολιτική εκδήλωση της ανημποριάς. Ο τυπικός αριστερός διανοούμενος είναι «υπερ-κοινωνικοποιημένος», πράγμα που σημαίνει ότι έχει εσωτερικεύσει βαθιά τους κανόνες της τεχνολογικής κοινωνίας, όπως η ισότητα, η ευγένεια και η μη βία. Επομένως, αισθάνεται «ντροπή και αυτό-μίσος» κάθε φορά που παραβιάζει αυτές τις νόρμες, ακόμη και στις ίδιες του τις σκέψεις. Η υπερ-κοινωνικοποίηση δένει τον αριστερό «με ένα ψυχολογικό λουρί» που συχνά «καταλήγει σε μια αίσθηση περιορισμού και ανημποριάς». (Ο Kaczynski τείνει να χρησιμοποιεί το «ανίσχυρος» αντί για το «ανήμπορος», όπως ακριβώς χρησιμοποιεί το «υποκατάστατο» αντί για το «αναπλήρωμα». Ίσως προσπαθούσε να αποκρύψει την επιρροή του Seligman ώστε να αποφύγει να αφήσει στοιχεία για το FBI). Επειδή ο αριστερός αισθάνεται ανίσχυρος ως άτομο, προσπαθεί να αποκτήσει μια υποκατάστατη αίσθηση δύναμης μέσω «μιας μεγάλης οργάνωσης ή ενός μαζικού κινήματος με το οποίο ταυτίζεται». Τα κοινωνικά κινήματα παρέχουν έτσι μια τεχνητή αίσθηση δύναμης, όπως ακριβώς οι υποκατάστατες δραστηριότητες παρέχουν τεχνητούς στόχους.
Μεταξύ των εγγράφων που κατάσχεσε το FBI από την καμπίνα του Kaczynski ήταν και κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις πάνω στο Helplessness του Seligman, που αποτελούνται κυρίως από μακροσκελή αποσπάσματα που περιγράφουν τα αποτελέσματα πειραμάτων. Ως επί το πλείστο, αυτές οι σημειώσεις ενισχύουν αυτό που μας λένε οι υποσημειώσεις του: η έννοια της εκμαθημένης ανημποριάς διαμόρφωσε την ιδέα του για τη διαδικασία της εξουσίας. Αλλά αυτές οι σημειώσεις δείχνουν επίσης ότι ο Kaczynski έκανε την έννοια της εκμαθημένης ανημποριάς δική του. Παρόλο που τον γοήτευαν τα πειράματα για την ανημποριά, δεν τον εντυπωσίασαν οι ερμηνείες των αποτελεσμάτων από τον ψυχολόγο. Όπως έγραψε σε μια επιστολή του το 2010, το βιβλίο του Seligman, Helplessness, «είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της ψυχολογίας του σύγχρονου ανθρώπου»· «ο Seligman, ωστόσο, είναι υπερβολικά κομφορμιστής για να βγάλει τα συμπεράσματα πάνω στη σύγχρονη κοινωνία που μπορούν και πρέπει να εξαχθούν από το έργο του». Στα χέρια του Kaczynski, η έννοια της εκμαθημένης ανημποριάς έγινε μια μαζική ψυχολογική διάγνωση.
Ο Νέος Αντι-Τεχνολογικός Ριζοσπαστισμός
Τόσο στη σκέψη όσο και στη δράση, ο Kaczynski είναι μοναχικός λύκος. Το Μανιφέστο του διατυπώνει μια θεωρία ή κοσμοθεωρία που είναι ειδική γι’ αυτόν και χτίστηκε με έναν μοναδικό συνδυασμό των ιδεών του Ellul, του Morris και του Seligman. Οι μελετητές της τρομοκρατίας διερωτήθηκαν πρόσφατα «αν ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε τον χαρακτηρισμό του ‘μοναχικού λύκου’ μια και καλή», δεδομένου πως οι υποτιθέμενοι μοναχικοί λύκοι σπάνια είναι τόσο ανεξάρτητοι όσο φαίνονται: «οι δεσμοί με διαδικτυακά και μη διαδικτυακά ριζοσπαστικά περιβάλλοντα είναι κρίσιμοι». Ωστόσο, όπως έδειξα, ο Kaczynski είναι ξεχωριστός στο ότι το μεγαλύτερο μέρος της ιδεολογικής του διαμόρφωσης έλαβε χώρα σε μια βιβλιοθήκη, έξω από οποιοδήποτε ριζοσπαστικό περιβάλλον. Η σύνδεσή του με ριζοσπάστες οικολόγους, οι οποίοι συμμερίζονταν την περιφρόνησή του για τη σύγχρονη τεχνολογία, ήταν μάλλον συνέπεια παρά αιτία της ριζοσπαστικοποίησής του. Η υπόθεση του Unabomber δείχνει πως οι τρομοκράτες μπορούν να αναδυθούν μέσα από ένα ενδεχόμενο ιδεολογικό κενό, έστω και αν αυτό είναι σπάνιο, και πως η έννοια του μοναχικού λύκου μπορεί επομένως να αξίζει να διατηρηθεί.
Αν και ο Kaczynski ξεκίνησε την αντιτεχνολογική βομβιστική του ως μοναχικός λύκος, από τότε έχει γίνει ο αρχηγός μιας αγέλης. Ακριβώς όπως ήλπιζε, το Μανιφέστο του γέννησε μια ιδεολογία – έναν δημόσιο λόγο κατά της τεχνολογίας – και ενέπνευσε ένα δίκτυο ριζοσπαστικών ομάδων κατά της τεχνολογίας. Ο Kaczynski δεν είναι απλώς ένα ακραίο παράδειγμα ριζοσπάστη κατά της τεχνολογίας, αλλά και ο ιδρυτής και ο θεμέλιος λίθος μιας νέας μορφής ριζοσπαστισμού κατά της τεχνολογίας.
Αμέσως μετά τη σύλληψή του, πολλοί από τους οπαδούς του Kaczynski προέρχονταν από το περιθώριο του πράσινου κινήματος. Ένας από τους πρώτους που αλληλογραφούσε και εμπιστεύτηκε του ήταν ο John Zerzan, ένας σημαντικός αναρχο-πριμιτιβιστής. Ένας άλλος ήταν ο Derrick Jensen, συνιδρυτής της ριζοσπαστικής περιβαλλοντικής ομάδας Deep Green Resistance. Οι συμμαχίες του Kaczynski με τους πράσινους αναρχικούς και τους ριζοσπάστες οικολόγους ήταν επιφανειακές και βραχύβιες. Τελικά ήρθε σε ρήξη με τον Zerzan, τον Jensen και τα αντίστοιχα κινήματά τους για τον ίδιο λόγο: είναι προσηλωμένοι σε πολλούς «αριστερούς» σκοπούς τους οποίους θεωρεί επικίνδυνους περισπασμούς. Ενώ η αντίθεση του Kaczynski προς την τεχνολογία είναι πεισματικά εστιασμένη, ο Zerzan και ο Jensen βλέπουν την τεχνολογία ως μία μόνο πτυχή του «πολιτισμού», μαζί με την πατριαρχία, τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση των ζώων. Μόνο μετά από χρόνια ο Kaczynski άρχισε να προσελκύει οπαδούς που ήταν προσηλωμένοι στο δικό του τύπο αντιτεχνολογικού ριζοσπαστισμού. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του το 2016, «μόνο από το 2011 και μετά είχα ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι και ικανοί να ξοδέψουν σημαντικό μέγεθος χρόνου και προσπάθειας για να κάνουν έρευνα για μένα». Συμπωματικά ή και όχι, το 2011 είναι επίσης η χρονιά που εμφανίστηκε η μεξικανική τρομοκρατική ομάδα ITS.
Ο John Jacobi, οπαδός του Kaczynski, διακρίνει τρεις ομάδες ριζοσπαστών κατά της τεχνολογίας που εμπνέονται από τον Kaczynski. Πρώτα είναι οι «απόστολοι» του Kaczynski, οι indomitistas, με επικεφαλής τον ψευδώνυμο Ισπανό ανταποκριτή του Último Reducto. Οι indomitistas αφοσιώνονται κυρίως στη μετάφραση και την ανάλυση των γραπτών του Kaczynski. Αποτελούν κομμάτι του «εσωτερικού κύκλου» του, ο οποίος διεξάγει επίσης έρευνες για λογαριασμό του και λειτουργεί τον εκδοτικό οίκο Fitch & Madison, ο οποίος τυπώνει τα βιβλία του. Οι άλλες δύο ομάδες είναι οι «αιρετικοί», οι οποίοι εμπνέονται από τα γραπτά του Kaczynski αλλά διαφωνούν με τον ίδιο και τους indomitistas όσον αφορά τα λεπτά σημεία του δόγματος, της στρατηγικής και της τακτικής. Μία από αυτές είναι η ομάδα του ίδιου του Jacobi, οι wildists, οι οποίοι αποσχίστηκαν από τους πιο ορθόδοξους indomitistas για να δημιουργήσουν έναν ευρύτερο συνασπισμό ριζοσπαστών «κατά του πολιτισμού». Η άλλη ομάδα αιρετικών, στην οποία εστιάζω σε αυτό το άρθρο, περιλαμβάνει την ITS και τα παρακλάδια της. Ενώ οι indomitistas και οι wildists επικεντρώνονται στην ανάπτυξη και διάδοση αντιτεχνολογικών ιδεών, η ITS είναι πρόθυμη για εντυπωσιακή και βίαιη δράση.
Δημοσιογράφοι και μελετητές της τρομοκρατίας έχουν χαρακτηρίσει η ITS ως «οικο-τρομοκράτες» και μερικές φορές «οικο-αναρχικούς», συγκρίνοντας την ομάδα με την Deep Green Resistance και το Earth Liberation Front. Η ίδια η ITS χρησιμοποιεί τον όρο «οικο-εξτρεμιστές», ο οποίος προσφέρεται για αυτές τις συγκρίσεις. Ωστόσο, η ITS δεν είναι απλώς μια πιο πολεμοχαρής παραλλαγή του ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού ή του πράσινου αναρχισμού. Μια ανάλυση των ανακοινώσεων της ομάδας δείχνει πως η ιδεολογία της είναι μια σαφώς κατζινσκιανή μορφή αντιτεχνολογικού ριζοσπαστισμού.
Αν και η ITS επηρεάστηκε από τον ριζοσπαστικό περιβαλλοντισμό, το «οίκο-» στον «οικο-εξτρεμισμό» είναι παραπλανητικό. Δεν αναφέρεται στην «βαθιά οικολογία»· η ITS απορρίπτει τον «συναισθηματισμό, τον ανορθολογισμό και τον βιοκεντρισμό» που βλέπει σε πολλές ριζοσπαστικές περιβαλλοντικές ομάδες. Αντίθετα, το «οίκο-» αναφέρεται στο ιδεώδες της ομάδας για την «άγρια φύση», το οποίο παραχωρεί κεντρική θέση στην ανθρώπινη φύση. Το κεντρικό μέλημα της ITS, όπως και του Kaczynski, είναι ότι «τα ανθρώπινα όντα απομακρύνονται όλο και πιο επικίνδυνα από τα φυσικά τους ένστικτα». Υιοθετώντας τον, όπως τον ονόμασα, «βιοπριμιτιβισμό» του Kaczynski, η ITS υποστηρίζει πως «ο άνθρωπος είναι βιολογικά προγραμματισμένος … μέσω της εξέλιξης» για τη ζωή του «κυνηγού-συλλέκτη-νομάδα».
Παρόλο που μοιράζεται την ιδέα του κυνηγού-συλλέκτη με τους πράσινους αναρχικούς, η ITS απορρίπτει απόλυτα κάθε τέτοιο χαρακτηρισμό: «δεν είμαστε ‘οικο-αναρχικοί’ ή ‘αναρχο-περιβαλλοντιστές’». Η ομάδα περιγράφει ως «φαντασιόπληκτους» εκείνους που «ρομαντικοποιούν την Άγρια Φύση» και «πιστεύουν πως όταν πέσει ο Πολιτισμός όλα θα είναι ρόδινα και ένας νέος κόσμος θα ανθίσει χωρίς κοινωνική ανισότητα, πείνα, καταπίεση κλπ». Αυτή η ελάχιστα καλυμμένη επίθεση στον αναρχο-πριμιτιβισμό του Zerzan απηχεί το δοκίμιο του Kaczynski, «The Truth About Primitive Life», όπου στοχεύει στο να «καταρρίψει τον αναρχο-πριμιτιβιστικό μύθο που απεικονίζει τη ζωή των κυνηγών-συλλεκτών ως ένα είδος πολιτικά ορθού κήπου της Εδέμ». Η ITS ακολουθεί τον Kaczynski στην καταδίκη του πράσινου αναρχισμού ως «αριστερού».
Η επιρροή του Kaczynski στην ITS είναι δύσκολο να παραβλεφθεί. Πολλά σημεία των ανακοινώσεων της ομάδας είναι απλώς παραφράσεις του Μανιφέστου: «Η ουσία της διαδικασίας της δύναμης έχει τέσσερα μέρη: καθορισμός του στόχου, προσπάθεια, επίτευξη του στόχου και Αυτονομία». Αλλά το βάθος της επιρροής του Kaczynski στην ITS είναι δύσκολο να εκτιμηθεί χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευση των ιδεών του. Η ITS παραθέτει το βιβλίο του Morris The Human Zoo για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της πως «η άγρια φύση του ανθρώπου γενικά διαστρεβλώθηκε όταν άρχισε να εκπολιτίζεται». Η ίδια ανακοίνωση απηχεί αργότερα τον Morris χωρίς να τον αναφέρει ρητά: «είναι εντελώς αφύσικο να ζεις μαζί με εκατοντάδες ξένους γύρω σου».
Η ITS αναγνωρίζει ρητά ορισμένες από τις επιρροές της από τον Kaczynski. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει τις παρανοήσεις, επειδή ο ίδιος ο Kaczynski έχει επίσης ταυτιστεί με τους ριζοσπάστες οικολόγους και τους πράσινους αναρχικούς. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον ξεχωριστό αστερισμό ιδεών του Kaczynski για να εκτιμήσουμε την ιδεολογική μοναδικότητα της ITS. Η ομάδα χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που έχει την υπογραφή του: το τεχνολογικό σύστημα, η διαδικασία της δύναμης, οι υποκατάστατες δραστηριότητες, ο αριστερισμός, τα αισθήματα κατωτερότητας, η υπερκοινωνικοποίηση κ.λπ. Αυτό δεν είναι το λεξιλόγιο του ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού ή του πράσινου αναρχισμού. Με τις εξαιρέσεις του «πολιτισμού» και της «κυριαρχίας», η ITS απορρίπτει ρητά το «αριστερό» λεξιλόγιο του αναρχισμού: καταπίεση, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, ταξική πάλη, ιεραρχία, ανισότητα, αδικία και ιμπεριαλισμός. Επιπλέον, όπως έχω ήδη δείξει, ακόμη και τα «πράσινα» τμήματα των ανακοινώσεων της ITS έχουν φιλτραριστεί μέσω του Kaczynski. Η ITS δεν είναι μια οικοτρομοκρατική ή πράσινη αναρχική ομάδα, αλλά ένα νέο είδος αντιτεχνολογικής τρομοκρατικής ομάδας. Η ιδεολογία της ομάδας είναι ξεκάθαρα κατζινσκιανή, τόσο γενεαλογικά όσο και μορφολογικά.
Ο τρόπος δράσης της ITS δεν είναι τυπικός για τους ριζοσπάστες οικολόγους ή τους πράσινους αναρχικούς, οι οποίοι τείνουν να είναι σαμποτέρ. Οι περιβαλλοντικοί ριζοσπάστες στοχεύουν σχεδόν πάντα την ιδιοκτησία και όχι ανθρώπους. Η ITS, από την άλλη πλευρά, δηλώνει ότι «δεν είναι ομάδα σαμποτέρ (δεν συμμεριζόμαστε τη στρατηγική του σαμποτάζ ή της ζημιάς ή της καταστροφής περιουσίας)». Αντίθετα, όπως ο Kaczynski, η ITS στοχεύει στο να σκοτώσει ή να ακρωτηριάσει ανθρώπους, όπως επιστήμονες, των οποίων οι υποκατάστατες δραστηριότητες προωθούν την ανάπτυξη του τεχνολογικού συστήματος.
Οι ριζοσπάστες κατά της τεχνολογίας και οι περιβαλλοντικοί ριζοσπάστες έχουν διαφορετική στάση απέναντι στη βία σε μεγάλο βαθμό επειδή έχουν διαφορετικές ιδέες. Όπως υποστηρίζει ο Bron Taylor, οι περιβαλλοντικοί ριζοσπάστες μοιράζονται «γενικά θρησκευτικά συναισθήματα – πως η γη και όλη η ζωή είναι ιερή – που μειώνουν την πιθανότητα οι ακτιβιστές του [περιβαλλοντικού] κινήματος να εμπλακούν σε τρομοκρατική βία». Όπως σωστά επισημαίνει, «δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως ο Kaczynski συμμεριζόταν την αίσθηση, τόσο διαδεδομένη στις ριζοσπαστικές περιβαλλοντικές υποκουλτούρες, πως η ζωή αξίζει σεβασμού και η γη είναι ιερή». Αντίθετα, ο Kaczynski είναι προσηλωμένος στο ιδανικό της άγριας φύσης, το οποίο χρησιμεύει για τη φυσικοποίηση της βίας. Υποστηρίζει, και η ITS συμφωνεί, ότι «ένα σημαντικό μέγεθος βίας αποτελεί φυσικό μέρος της ανθρώπινης ζωής». Μέρος αυτού που σημαίνει να είσαι άγριος άνθρωπος είναι να είσαι βίαιος, χωρίς να είσαι δέσμιος των αλυσίδων της πολιτισμένης ηθικής.
Το ιδεώδες της άγριας φύσης βοηθά στην εξήγηση της επιλογής των στόχων των ριζοσπαστών κατά της τεχνολογίας. Για τον Kaczynski και την ITS, τα ζωντανά πράγματα έχουν αξία μόνο στο βαθμό που είναι άγρια, και το να είσαι άγριος σημαίνει να είσαι «έξω από την εξουσία του συστήματος». Όταν τα ανθρώπινα όντα γίνονται όργανα του συστήματος, χάνουν κάθε αξία ή αξιοπρέπεια που μπορεί να είχαν. Οι επιστήμονες και οι τεχνικοί είναι επιτρεπτοί στόχοι βίας επειδή έχουν προδώσει την άγρια φύση τους και είναι επιθυμητοί στόχοι επειδή συμβολίζουν το τεχνολογικό σύστημα. Ενώ ο σεβασμός των περιβαλλοντικών ριζοσπαστών για τη ζωή τείνει να τους κατευθύνει μακριά από τη βία, προς την καταστροφή της ιδιοκτησίας, το ιδανικό της άγριας φύσης των αντιτεχνολογικών ριζοσπαστών χρησιμεύει για να δικαιολογήσει τη βία τους.
Ωστόσο, η ITS αποκλίνει από τον Kaczynski όσον αφορά τον σκοπό της βίας. Για τον Kaczynski, η βία είναι πρωτίστως ένα μέσο για την ανατροπή του τεχνολογικού συστήματος. Η ITS, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη επανάσταση του Kaczynski είναι «ιδεαλιστική και παράλογη». Αυτή η επανάσταση δεν είναι μόνο βέβαιο πως θα αποτύχει· ο Kaczynski πέφτει επίσης στην παγίδα του αριστερισμού όταν διαμορφώνει την επανάστασή του με βάση τη γαλλική και τη ρωσική επανάσταση. Για τα μέλη της ITS, η βία δεν είναι μέσο για την επανάσταση, αλλά ένας τρόπος για να επιβεβαιώσουν ή να ανακτήσουν την άγρια φύση τους: «η επίθεση κατά του συστήματος … είναι ένστικτο επιβίωσης, αφού ο άνθρωπος είναι βίαιος από τη φύση του». Ο Kaczynski απορρίπτει την ITS και κατηγορεί την ομάδα για παραχάραξη των ιδεών του. Τους απευθύνει την κατηγορία του αριστερισμού, μαζί με τη διάγνωση της εκμαθημένης ανημποριάς: «Το σημαντικότερο λάθος που διαπράττει η ITS είναι ότι εκφράζει, και επομένως προωθεί, μια στάση απελπισίας σχετικά με τη δυνατότητα εξάλειψης του τεχνολογικού συστήματος». Αυτή η στάση απελπισίας προσδίδει στην ITS έναν πιο εκδικητικό και μηδενιστικό χαρακτήρα σε σχέση με τον Kaczynski.
Συμπέρασμα
Έδειξα πως οι κύριες ιδέες του μανιφέστου «Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της» προέρχονται από τρεις ακαδημαϊκούς συγγραφείς οι οποίοι δεν παρατίθενται ούτε καν αναφέρονται στην έκδοση της Washington Post του 1995. Η επαναστατική αντιτεχνολογική ιδεολογία του Kaczynski συνδυάζει τη φιλοσοφία της τεχνολογίας του Ellul, την κοινωνιοβιολογία του Morris και τη γνωστική ψυχολογία του Seligman. Το Μανιφέστο αψηφά την εύκολη κατηγοριοποίηση επειδή αποτελεί μια νέα σύνθεση ιδεών από διάφορους κλάδους και πνευματικές παραδόσεις.
Η ανάλυσή μου πάνω στην ιδεολογία του Kaczynski ρίχνει φως στη νέα απειλή του αντιτεχνολογικού ριζοσπαστισμού. Αυτή η απειλή έχει περάσει απαρατήρητη επειδή, ελλείψει καλύτερου όρου, έχει ταυτιστεί με τον ριζοσπαστικό περιβαλλοντισμό και τον πράσινο αναρχισμό. Όπως έχω δείξει, οι αντιτεχνολογικοί ριζοσπάστες αποτελούν ένα ξεχωριστό ιδεολογικό σύμπλεγμα, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη τάση για βία από ό,τι οι περιβαλλοντικοί ριζοσπάστες. Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Kaczynski και η εμφάνιση ομάδων όπως η ITS οφείλεται στις αυξανόμενες ανησυχίες για τις αρνητικές επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογίας. Ο αντιτεχνολογικός ριζοσπαστισμός είναι πιθανό να αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες, παράλληλα με τους φόβους για τις συνέπειες της αυτοματοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης, της βιοτεχνολογίας και της νανοτεχνολογίας. Ορισμένοι μελετητές της τρομοκρατίας και φουτουριστές έχουν ήδη προβλέψει ένα κύμα «τεχνοφοβικής» τρομοκρατίας σε αυτόν τον αιώνα. Η αντίθεση στην τεχνολογία είναι ιδεολογικά ισχυρή, λένε, επειδή ενώνει πολλά ετερόκλητα ζητήματα και ανησυχίες: κλιματική αλλαγή και ρύπανση· αυτοματοποίηση, ανεργία και ανισότητα· αποξένωση και διάσπαση της κοινότητας· μαζική επιτήρηση και κοινωνικός έλεγχος· και ηθικές ανησυχίες για τη βιοτεχνολογία. Ως ο πιο γνωστός ριζοσπάστης κατά της τεχνολογίας σήμερα και ως αυτός που έχει το πιο λεπτομερές σχέδιο για μια επανάσταση, ο Kaczynski μπορεί εύλογα να γίνει ο «Marx» της αντι-τεχνολογίας.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com
