Διάλεξη που δόθηκε στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου τον Ιούλιο του 1967 και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Psychoanalyse und Politik, περιλαμβάνεται στο τόμο Five Lectures: Psychoanalysis, Politics, and Utopia (Allen Lane Penguin Press, 1970). Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

Δημοσιεύθηκε την 26 Μαρτίου, 2023






Η ριζοσπαστική εναντίωση σήμερα μπορεί να μελετηθεί μόνο σε παγκόσμιο πλαίσιο. Αν μελετηθεί ως αυτοτελές φαινόμενο η φύση της παραποιείται εξαρχής. Θα συζητήσω μαζί σας για αυτή την εναντίωση σε παγκόσμιο πλαίσιο με έμφαση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνωρίζεται πως θεωρώ πως η σημερινή εναντίωση των φοιτητών είναι αποφασιστικός παράγοντας μεταμόρφωσης: σίγουρα όχι, όπως έχω κατηγορηθεί, ως μια άμεση επαναστατική δύναμη, αλλά ως ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες, κάποιος που ίσως μπορεί να γίνει επαναστατική δύναμη. Η δημιουργία των συνδέσεων μεταξύ της φοιτητικής εναντίωσης των διάφορων χωρών είναι έτσι μια από τις σημαντικότερες στρατηγικές αναγκαιότητες αυτών των ετών. Μετά βίας υπάρχουν σύνδεσμοι μεταξύ του αμερικάνικου και του γερμανικού φοιτητικού κινήματος· η φοιτητική εναντίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει καν αποτελεσματική κεντρική οργάνωση. Πρέπει να εργαστούμε για τη δημιουργία τέτοιων σχέσεων, και αν στην ανάλυση αυτού του θέματος χρησιμοποιώ κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παράδειγμα, το κάνω ώστε να βοηθήσω στη προετοιμασία για τη δημιουργία τέτοιων σχέσεων. Η φοιτητική εναντίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης εναντίωσης που συνήθως αποκαλείται «Νέα Αριστερά».

Πρέπει να ξεκινήσω με την σύντομη περιγραφή της κύριας διαφοράς μεταξύ της Νέας αριστεράς και της Παλιάς Αριστεράς. Η Νέα Αριστερά είναι, με κάποιες εξαιρέσεις, Νέο-Μαρξιστική παρά Μαρξιστική με την ορθόδοξη έννοια· είναι έντονα επηρεασμένη από αυτό που ονομάζεται Μαοϊσμός, και από τα επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Επιπλέον, η Νέα Αριστερά περιλαμβάνει νέο-αναρχικές τάσεις, και διακρίνεται από τη βαθιά καχυποψία προς τα παλιά αριστερά κόμματα και την ιδεολογία τους. Και η Νέα Αριστερά, ξανά με εξαιρέσεις, δεν είναι προσκολλημένη στην παλιά εργατική τάξη ως το μοναδικό επαναστατικό φορέα. Η ίδια η Νέα Αριστερά δεν μπορεί να οριστεί με όρους τάξης, αποτελούμενη όπως είναι από διανοούμενους, από ομάδες προερχόμενες από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, και από οργανώσεις της νεολαίας, ειδικά τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της νεολαίας, περιλαμβανομένων εκείνων  που με πρώτη ματιά δεν μοιάζουν καθόλου πολιτικοί, δηλαδή οι χίπις, στους οποίους θα επιστρέψω αργότερα. Είναι πολύ ενδιαφέρον πως αυτό το κίνημα έχει ως εκπροσώπους όχι παραδοσιακούς πολιτικούς αλλά αντίθετα τόσο ύποπτες μορφές όπως ποιητές, συγγραφείς και διανοούμενους. Αν στοχαστείς πάνω σε αυτή τη σύντομη περιγραφεί, θα παραδεχτείς πως αυτή η συνθήκη είναι πραγματικός εφιάλτης για τους «παλιούς μαρξιστές». Έχεις εδώ μια εναντίωση που προφανώς δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την «κλασική» επαναστατική δύναμη: ένας εφιάλτης, αλλά τέτοιος που ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα. Πιστεύω πως αυτός ο πραγματικά ανορθόδοξος αστερισμός της εναντίωσης είναι μια πραγματική αντανάκλαση μιας δημοκρατικο-αυταρχικής κοινωνίας της «επιτυχίας», μιας «μονοδιάστατης κοινωνίας» όπως προσπάθησα να την περιγράψω, που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ενσωμάτωση της καθυποταγμένης τάξης σε μια πολύ υλική και πολύ πραγματική βάση, δηλαδή στη βάση των ελεγχόμενων και ικανοποιημένων αναγκών που με τη σειρά τους αναπαράγουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό – μια ελεγχόμενη και καταπιεσμένη συνείδηση. Το αποτέλεσμα αυτού του αστερισμού είναι η απουσία της υποκειμενικής ανάγκης μιας ριζικής μεταμόρφωσης που η αντικειμενική της αναγκαιότητα γίνεται ακόμα πιο εξόφθαλμη. Και σε αυτές τις συνθήκες η εναντίωση συγκεντρώνεται μεταξύ των περιθωριοποιημένων που ζουν μέσα στη καθιερωμένη τάξη. Πρώτα θα βρεθεί στα γκέτο μεταξύ των «μη προνομιούχων» εκείνων που οι ζωτικές ανάγκες είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες αλλά που ο προηγμένος καπιταλισμός δεν μπορεί και δεν θα ικανοποιήσει. Στη συνέχεια, η εναντίωση είναι συγκεντρωμένη στον αντίθετο πόλο της κοινωνίας, μεταξύ εκείνων των προνομιούχων που η συνείδηση και τα ένστικτά τους δραπετεύουν από τον κοινωνικό έλεγχο. Εννοώ εκείνα τα κοινωνικά στρώματα, που χάρη στη θέση και την εκπαίδευση τους, διατηρούν την πρόσβαση τους στα γεγονότα και στην ολική δομή των γεγονότων – πρόσβαση που είναι πραγματικά δύσκολο να αποκτηθεί. Τα στρώματα αυτά διατηρούν τη γνώση και τη συνείδηση των διαρκώς οξυνώμενων αντιφάσεων και του τιμήματος που η αποκαλούμενη κοινωνία της αφθονίας αποσπά από τα θύματά της. Με λίγα λόγια, υπάρχει εναντίωση στους δύο αυτούς ακραίους πόλους της κοινωνίας, και θα ήθελα να τους περιγράψω εν συντομία.

Οι Μη Προνομιούχοι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από εθνικές και φυλετικές μειονότητες, που φυσικά είναι κυρίως ανοργάνωτοι πολιτικά και συχνά ανταγωνιστικοί μεταξύ τους (για παράδειγμα υπάρχουν σημαντικές συγκρούσεις στις μεγάλες πόλεις μεταξύ μαύρων και Πορτορικανών). Είναι κυρίως ομάδες που δεν καταλαμβάνουν μια καθοριστική θέση στη παραγωγική διαδικασία  και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να θεωρηθούν δυνητικά επαναστατικές δυνάμεις από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας – τουλάχιστον όχι δίχως συμμάχους. Στο παγκόσμιο όμως πλαίσιο οι μη προνομιούχοι που πρέπει να υπομείνουν το συνολικό βάρος του συστήματος, είναι η πραγματικά μαζική βάση του αγώνα για την εθνική αυτοδιάθεση ενάντια στη νέο-αποικιοκρατία στο τρίτο κόσμο και στην αποικιοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και εδώ επίσης δεν υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ εθνικών και φυλετικών μειονοτήτων στις μητροπόλεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και των μαζών του νέο-αποικιακού κόσμου που ήδη συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια σ’ αυτή τη κοινωνία. Οι μάζες αυτές μπορούν ίσως τώρα να θεωρηθούν το νέο προλεταριάτο και ως τέτοιο είναι σήμερα ένας πραγματικός κίνδυνος για το παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού. Σε πιο βαθμό η εργατική τάξη της Ευρώπης μπορεί ακόμη ή να είναι ξανά μεταξύ των ομάδων των μη προνομιούχων είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να συζητήσουμε ξεχωριστά· δεν μπορώ να το κάνω στο πλαίσιο αυτών που έχω να πω εδώ σήμερα, αλλά θα πρέπει να επισημάνω μια σημαντική διαφορά. Αυτό που μπορούμε να πούμε για την αμερικάνικη εργατική τάξη είναι πως στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι εργάτες είναι ενσωματωμένοι στο σύστημα και δεν θέλουν μια ριζική μεταμόρφωση, πιθανώς δεν μπορούμε ή έστω ακόμη να το πούμε για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη.

Οι Προνομιούχοι. Θα ήθελα να αναφερθώ στην δεύτερη ομάδα που εναντιώνεται σήμερα στο σύστημα του προηγμένου καπιταλισμού σε δυο υποκατηγορίες.  Ας κοιτάξουμε πρώτα την αποκαλούμενη νέα εργατική τάξη, που θεωρητικά αποτελείται από τεχνικούς, μηχανικούς, ειδικούς, επιστήμονες, κλπ., που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, αν και από ειδική θέση. Χάρη στην καίρια θέση τους αυτή η ομάδα μοιάζει να αντιπροσωπεύει το πυρήνα μιας αντικειμενικά επαναστατικής δύναμης, την ίδια στιγμή όμως είναι το αγαπημένο παιδί του καθιερωμένου συστήματος, που επίσης διαμορφώνει και τη συνείδηση αυτής της ομάδας. Έτσι η έκφραση «νέα εργατική τάξη» είναι τουλάχιστον πρόωρη.

Δεύτερο, και πρακτικά το μόνο θέμα για το οποίο θα μιλήσω σήμερα, είναι η φοιτητική εναντίωση με την ευρύτερη έννοια της, περιλαμβανομένων όσων τα παράτησαν. Στο βαθμό που μπορώ να έχω γνώμη, οι τελευταίοι αντιπροσωπεύουν μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αμερικάνικου και του γερμανικού φοιτητικού κινήματος. Στην Αμερική πολλοί από τους φοιτητές που είναι ενεργοί στην εναντίωση παύουν να είναι φοιτητές, ως μοναδική ενασχόληση, και οργανώνουν την εναντίωση. Αυτό εμπεριέχει ένα κίνδυνο, αλλά ίσως και ένα θετικό πλεονέκτημα επίσης. Θα αναλύσω την φοιτητική εναντίωση σε τρεις κατηγορίες. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αρχικά, έναντι τίνος απευθύνεται αυτή η εναντίωση· δεύτερο, ποιες είναι οι μορφές της· και τρίτο, ποιες είναι οι προοπτικές για την εναντίωση;

Πρώτα, ποιος είναι ο στόχος της εναντίωσης; Αυτό το ερώτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερη σοβαρότητα, γιατί αναφερόμαστε σε εναντίωση σε μια δημοκρατική, αποτελεσματικά λειτουργική κοινωνία που τουλάχιστον υπό κανονικές συνθήκες δεν λειτουργεί με τρομοκρατία. Επιπλέον, και σε αυτό το σημείο εμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες είμαστε ξεκάθαροι, είναι εναντίωση έναντι της πλειοψηφίας του πληθυσμού, περιλαμβανόμενης της εργατικής τάξης. Είναι εναντίωση απέναντι στη διάχυτη πίεση του συστήματος, που μέσα από την καταπιεστική και καταστροφική του παραγωγικότητα υποβιβάζει τα πάντα, με ένα όλο και πιο απάνθρωπο τρόπο, στο επίπεδο του εμπορεύματος που η αγορά και η πώληση του προσφέρουν την συντήρηση και το περιεχόμενο της ζωής· είναι απέναντι στην υποκριτική ηθικότητα του συστήματος και τις «αξίες» του· και είναι απέναντι στη τρομοκρατία που χρησιμοποιείται έξω από τη μητρόπολη. Η εναντίωση καθαυτή στο σύστημα ξεκίνησε  αρχικά από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και στη συνέχεια από το πόλεμο στο Βιετνάμ. Ως κομμάτι του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων φοιτητές από το Βορρά πήγαν στο Νότο για να βοηθήσουν μαύρους να εγγραφούν για να ψηφίσουν. Ήταν εκεί που είδαν για πρώτη φορά πως πραγματικά είναι αυτό το ελεύθερο δημοκρατικό σύστημα, τι κάνουν πραγματικά οι σερίφηδες, πως οι φόνοι και τα λιντσαρίσματα των μαύρων έμεναν ατιμώρητα παρότι οι εγκληματίες ήταν γνωστοί. Αυτό λειτούργησε σαν τραυματική εμπειρία και έγινε αφορμή για την πολιτική ενεργοποίηση των φοιτητών και της διανόησης γενικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεύτερο, αυτή η εναντίωση ενισχύθηκε από το πόλεμο στο Βιετνάμ. Για τους φοιτητές αυτούς ο πόλεμος αποκάλυψε για πρώτη φορά την ουσία της καθιερωμένης κοινωνίας: την εσωτερική της ανάγκη για επέκταση και επιθετικότητα και τη βαναυσότητα της μάχης της εναντίον όλων των χειραφετικών κινημάτων.

Δυστυχώς δεν διαθέτω το χρόνο να αναλύσω το θέμα του αν ο πόλεμος στο Βιετνάμ είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Ωστόσο, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη παρατήρηση στο σημείο αυτό επειδή το πρόβλημα εμφανίζεται διαρκώς.  Αν ο ιμπεριαλισμός είναι κατανοητός με την παλιά έννοια, δηλαδή πως οι Ηνωμένες Πολιτείες πολεμά για επενδύσεις, τότε δεν είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος  ακόμη και αν αυτή η στενή πτυχή του ιμπεριαλισμού γίνεται σήμερα ξανά οξύ πρόβλημα. Στο τεύχος του Newsweek στις 7 Ιουλίου 1967, για παράδειγμα, μπορείς να διαβάσεις πως το Βιετνάμ αντιπροσωπεύει είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια σε δουλειές, και αυτό το νούμερο μεγαλώνει καθημερινά. Όμως παρά το γεγονός αυτό, δεν χρειάζεται να κάνουμε υποθέσεις για την εφαρμοσιμότητα ενός νέου ορισμού του ιμπεριαλισμού εδώ, γιατί ο βασικός εκπρόσωπος της αμερικάνικης κυβέρνησης το έχει ανακοινώσει ο ίδιος. Ο στόχος στο Βιετνάμ είναι να αποτραπεί μια από τις πιο σημαντικές στρατηγικά και οικονομικά περιοχές του πλανήτη να περάσει υπό κομμουνιστικό έλεγχο.  Είναι ζήτημα ουσιαστικής πάλης εναντίον όλων των προσπαθειών εθνικής απελευθέρωσης σε όλες τις γωνιές του κόσμου, σημαντικού με την έννοια πως η επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα στο Βιετνάμ θα μπορούσε να δώσει το σύνθημα για την ενεργοποίηση τέτοιων απελευθερωτικών κινημάτων σε άλλα μέρη του κόσμου πολύ πιο κοντά στη μητρόπολη όπου έχουν γίνει γιγαντιαίες επενδύσεις. Υπό την έννοια αυτή το Βιετνάμ δεν είναι απλά ένα ακόμη επεισόδιο στην εξωτερική πολιτική αλλά είναι αντίθετα συνδεδεμένο με την ουσία του συστήματος, είναι ίσως επίσης ένα σημείο καμπής στην εξέλιξη του συστήματος, ίσως η αρχή του τέλους. Γιατί αυτό που έχει φανεί εδώ είναι πως η ανθρώπινη θέληση και το ανθρώπινο σώμα με τα πιο ασήμαντα όπλα μπορούν να κρατήσουν πίσω το πιο αποτελεσματικό σύστημα καταστροφής όλων των εποχών. Αυτή είναι μια παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία.

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο ζήτημα που ήθελα να συζητήσω, δηλαδή τις μορφές της εναντίωσης. Μιλάμε για την φοιτητική εναντίωση, και θα ήθελα να πως από την αρχή πως δεν είμαστε μπροστά από μια πολιτικοποίηση  του πανεπιστημίου, γιατί το πανεπιστήμιο είναι ήδη πολιτικό. Αρκεί να αναλογιστούμε  το βαθμός τον οποίο οι φυσικές επιστήμες, για παράδειγμα, και ακόμη και πιο αφηρημένες επιστήμες όπως τα μαθηματικά βρίσκουν άμεση εφαρμογή σήμερα στην παραγωγή και στη πολεμική στρατηγική. Αρκεί να αναλογιστούμε το βαθμός τον οποίο οι φυσικές επιστήμες και ακόμη και η κοινωνιολογία και η ψυχολογία εξαρτώνται σήμερα από την οικονομική στήριξη της κυβέρνησης και των μεγάλων ιδρυμάτων, ο βαθμός στον οποίο τα τελευταία δυο πεδία έχουν χρησιμοποιηθεί στην υπηρεσία του ελέγχου του ανθρώπου και της ρύθμισης της αγοράς.  Υπό την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε πως το πανεπιστήμιο είναι ήδη πολιτικός οργανισμός, και πως στην καλύτερη περίπτωση η φοιτητική εναντίωση είναι μια προσπάθεια για αντι-πολιτικοποίηση, όχι για την πολιτικοποίηση του πανεπιστημίου. Παράλληλά με τη θετικιστική ουδετερότητα, που είναι ψευδο-ουδετερότητα, είναι αναγκαίο να ανοίξουμε στο πρόγραμμα και στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής συζήτησης μια θέση για τη κριτική του. Για αυτό ένα από τα βασικά αιτήματα  της φοιτητικής εναντίωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι η αλλαγή του προγράμματος σπουδών έτσι ώστε η κριτική σκέψη και η γνώση να ενταχθούν πλήρως στη ακαδημαϊκή συζήτηση – και όχι ως ανακίνηση ιδεών και προπαγάνδα. Όπου αυτό δεν είναι δυνατό, αποκαλούμενα «ελεύθερα πανεπιστήμια» και κριτικά πανεπιστήμια» δημιουργούνται έξω από το πανεπιστήμιο, για παράδειγμα στο Μπέρκλεϊ και στο Στάνφορντ και τώρα σε κάποια από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια στα ανατολικά. Σ’ αυτά τα ελεύθερα πανεπιστήμια πραγματοποιούνται μαθήματα και σεμινάρια πάνω σε θέματα που όχι μόνο δεν αναλύονται ή αναλύονται ανεπαρκώς από το τυπικό πρόγραμμα, όπως ο μαρξισμός, η ψυχανάλυση, ο ιμπεριαλισμός, η εξωτερική πολιτική στο Ψυχρό Πόλεμο και τα γκέτο.

Μια ακόμη μορφή της φοιτητικής εναντίωσης είναι εκείνη των γνωστών αυτομορφώσεων, καταλήψεων, συγκεντρώσεων, υπαίθριων φεστιβάλ (ΣτΜ: προσεγγιστική απόδοση των όρων teach-in, sit-in, be-in, love-in). Εδώ θα ήθελα να δείξω μόνο το εύρος και τις αντιθέσεις μέσα στην εναντίωση: κριτική μάθηση και διδασκαλία, ενδιαφέρον για τη θεωρία από τη μια, και από την άλλη, αυτό που θα μπορούσε να αναφερθεί μόνο ως «υπαρξιακή κοινότητα», ή «κάνοντας το γούστο κάποιου». Θα ήθελα να πω κάτι σχετικά με το νόημα αυτής της αντίθεσης αργότερα, επειδή κατά τη γνώμη μου εκφράζει αυτή τη σύντηξη της πολιτικής επανάστασης και της ηθικο-σεξουαλικής επανάστασης που είναι σημαντικός παράγοντας στην εναντίωση στην Αμερική. Βρίσκει την πιο ορατή έκφραση της στη διαδήλωση – την άοπλη διαδήλωση – και δεν υπάρχει λόγος να κυνηγήσουμε αιτίες για τέτοιες διαδηλώσεις.  το να επιδιώκουμε την σύγκρουση για χάρη της ίδιας δεν είναι απλά αχρείαστο, είναι και ανεύθυνο. Οι συγκρούσεις είναι εκεί. Δεν χρειάζεται να κατασκευαστούν. Οι αιτίες είναι εκεί: για παράδειγμα, κάθε κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ· επισκέψεις από εκπροσώπους των πολεμικών πολιτικών· πικετοφορία (όπως ξέρετε, μια ιδιαίτερη μορφή αμερικάνικης διαμαρτυρίας) στα εργοστάσια που παράγονται ναπάλμ και άλλα μέσα χημικού πολέμου. Οι διαδηλώσεις αυτές είναι οργανωμένες και είναι νόμιμες. Είναι αυτού του τύπου οι νόμιμες διαδηλώσεις συγκρούσεις με την θεσμική βία που εξαπολύεται κατά της εναντίωσης; Η απάντηση μου βασίζεται στην αμερικάνικη κατάσταση, αλλά θα δείτε πως εύκολα μπορείτε να την εξάγετε από ότι ισχύει για εσάς. Οι διαδηλώσεις αυτές δεν είναι συγκρούσεις όταν παραμένουν εντός του πλαισίου της νομιμότητας. Όταν το κάνουν όμως αυτό, υποβάλλουν τον εαυτό τους στη θεσμική βία που ορίζει αυτόνομα το πλαίσιο της νομιμότητας και μπορεί να τις περιορίσει σε ένα ασφυκτικό ελάχιστο· για παράδειγμα, εφαρμόζοντας νόμους όπως εκείνους που απαγορεύουν την παρουσία σε ιδιωτική ή κυβερνητική περιουσία, την παρακώλυση κυκλοφορίας, διατάραξη της ειρήνης, κλπ. Με το τρόπο αυτό εκείνο που ήταν νόμιμο μπορεί να γίνει παράνομο από τη μια στιγμή στην άλλη αν μια απολύτως ειρηνική διαδήλωση διαταράσσει την ειρήνη ή εσκεμμένα ή ακούσια μπαίνει σε ιδιωτικό χώρο, και ούτω καθεξής. Στη περίπτωση αυτή συγκρούσεις με τη κρατική εξουσία, με την θεσμική βία, μοιάζουν αναπόφευκτες – εκτός και αν η εναντίωση γίνει μια ακίνδυνη τελετή, ένας καθησυχασμός της συνείδησης, και βασικός μάρτυρας για την ύπαρξη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών υπό το στάτους κβο. Αυτή ήταν η εμπειρία του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων: πως οι άλλοι ασκούν τη βία, πως οι άλλοι είναι η βία και πως ενάντια σ’ αυτή τη βία η νομιμότητα είναι προβληματική εξαρχής. Αυτή θα είναι και η εμπειρία της φοιτητικής εναντίωσης μόλις το σύστημα αισθανθεί να απειλείται από αυτή. Και τότε η εναντίωση έρχεται αντιμέτωπη με την μοιραία απόφαση: εναντίωση ως τελετουργικό γεγονός ή εναντίωση ως αντίσταση, δηλαδή πολιτική ανυπακοή.

Θα ήθελα να αναφέρω τουλάχιστον λίγες λέξεις σχετικά με το δικαίωμα της αντίστασης, επειδή με εκπλήσσει ξανά και ξανά όταν διαπιστώνων πόσο λίγο έχει μπει στη συνείδηση των ανθρώπων πως η αναγνώριση του δικαιώματος για αντίσταση, δηλαδή η πολιτική ανυπακοή, ανήκει στα παλιότερα και πιο ιερά στοιχεία του Δυτικού πολιτισμού. Η ιδέα πως υπάρχει ένα δικαίωμα ή νόμος ανώτερος από το θετικό νόμο είναι το ίδιο παλιά με τον ίδιο αυτόν το πολιτισμό. Εδώ βρίσκεται η σύγκρουση των δικαιωμάτων μπροστά από την οποία τοποθετείται κάθε εναντίωση που είναι κάτι περισσότερο από ιδιωτική. Γιατί το κατεστημένο έχει το νομικό μονοπώλιο της βίας και το θετικό δικαίωμα, ακόμη και καθήκον, να χρησιμοποιήσει την βία αυτή για αυτοάμυνα. Αντίθετα, η αναγνώριση και η άσκηση ενός ανώτερου δικαιώματος και το καθήκον της αντίστασης, της πολιτικής ανυπακοής, είναι μια κινητήρια δύναμη στην ιστορική εξέλιξη της ελευθερίας, μιας πιθανώς απελευθερωτικής βίας. Δίχως αυτό το δικαίωμα αντίστασης, δίχως την ενεργοποίηση ενός ανώτερου νόμου ενάντια στον υπάρχοντα νόμο, σήμερα θα ήμασταν ακόμη στο επίπεδο του πιο πρωτόγονου βαρβαρισμού. Έτσι πιστεύω πως η έννοια της βίας καλύπτει δυο διαφορετικές μορφές: την θεσμική βία του καθιερωμένου συστήματος και τη βία της αντίστασης, η οποία είναι αναγκαία παράνομη σε σχέση με το θετικό νόμο. Είναι ανούσιο το να μιλήσουμε για τη νομιμότητα της αντίστασης: κανένα κοινωνικό σύστημα, ακόμη και το πιο ελεύθερο, δεν μπορεί συνταγματικά να νομιμοποιήσει τη βία που στρέφεται εναντίον του ίδιου. Κάθε μια από αυτές τις μορφές έχει λειτουργίες  που συγκρούονται με εκείνες του άλλου. Υπάρχει η βία της καταστολής και η βία της απελευθέρωσης· υπάρχει η βία για την υπεράσπιση της ζωής και η βία της επιθετικότητας. Και οι δυο μορφές ήταν και παραμένουν ιστορικές δυνάμεις. Έτσι η εναντίωση από την αρχή τοποθετείται στο πεδίο της βίας. Το δικαίωμα εναντίον δικαιώματος, όχι ως αφηρημένος ισχυρισμός αλλά ως δράση. Ξανά το στάτους κβο έχει το δικαίωμα να ορίσει τα όρια της νομιμότητας. Αυτή η σύγκρουση των δύο δικαιωμάτων, του δικαιώματος της αντίστασης με την θεσμική βία, φέρνει μαζί της το κίνδυνο το διαρκή κίνδυνο της σύγκρουσης με τη βία του κράτους εκτός και αν το δικαίωμα για την ελευθερία θυσιαστεί στο δικαίωμα της καθιερωμένης τάξης και εκτός, όπως παλιότερα στην ιστορία, ο αριθμός των θυμάτων των δυνάμεων υπάρχουν συνεχίζει να ξεπερνά εκείνο της επανάστασης. Αυτό ωστόσο σημαίνει πως το κήρυγμα της μη βίας στην ουσία αναπαράγει την υπάρχουσα θεσμική βία. Και στην μονοπωλιακή βιομηχανική κοινωνία αυτή η βία συγκεντρώνεται σε ένα δίχως προηγούμενο βαθμό στην κυριαρχία που διαπερνά ολόκληρη τη κοινωνία. Σε σχέση με αυτή την απολυτότητα το δικαίωμα της απελευθέρωσης είναι στην άμεση εμφάνιση του ένα ειδικό δικαίωμα. Έτσι η σύγκρουση της βίας μοιάζει σαν μια σύγκρουση μεταξύ γενικής και ειδικής ή δημόσιας και ιδιωτικής βίας, και μέσα στη σύγκρουση αυτή η ιδιωτική βία θα ηττηθεί μέχρι να συγκρουστεί με την υπάρχουσα δημόσια εξουσία ως νέο γενικό συμφέρον.

Για όσο η εναντίωση δεν έχει την κοινωνική δύναμη ενός νέου γενικού συμφέροντος, το πρόβλημα της βίας είναι κυρίως πρόβλημα τακτικής. Μπορεί η σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις, στην οποία η ανατρεπτική δύναμη της αντίστασης χάνει, παρόλα αυτά σε ορισμένες περιπτώσεις  να αλλάξει τη διαμόρφωση της εξουσίας υπέρ της εναντίωσης; Στη συζήτηση αυτού του ερωτήματος ένα συχνά αναφερόμενο επιχείρημα είναι εσφαλμένο, δηλαδή πως μέσα από τέτοιες συγκρούσεις η άλλη πλευρά, ο αντίπαλος, ενισχύεται. Αυτό γίνεται έτσι και αλλιώς, ανεξάρτητα από τέτοιες συγκρούσεις. Γίνεται κάθε φορά που ενεργοποιείται η εναντίωση, και το πρόβλημα είναι να μετατραπεί αυτή η ενδυνάμωση του αντιπάλου σε μεταβατικό στάδιο. Έτσι, όμως η αξιολόγηση της κατάστασης εξαρτάται από τη περίσταση της σύγκρουσης και ιδιαίτερα από την επιτυχία των συστηματικά εφαρμοζόμενων προγραμμάτων εκπαίδευσης και την οργάνωση της αλληλεγγύης. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εναντίωση βιώνει το πόλεμο εναντίον του Βιετνάμ ως επίθεση στην ελευθερία, στην ίδια τη ζωή, που επηρεάζει ολόκληρη τη κοινωνία και που δικαιολογεί το δικαίωμα σε ολοκληρωτική άμυνα. Η πλειοψηφία όμως του πληθυσμού ακόμη υποστηρίζει τη κυβέρνηση και το πόλεμο, ενώ η εναντίωση είναι μόνο διάχυτα και τοπικά οργανωμένη. Η μορφή της εναντίωσης που είναι ακόμη νόμιμη στη περίπτωση αυτή εξελίσσεται αυθόρμητα σε πολιτική ανυπακοή, στην άρνηση στρατιωτικής υπηρεσίας και σε οργάνωση αυτής της άρνησης. Αυτό είναι ήδη παράνομο και κάνει την κατάσταση ακόμη πιο οξεία. Από την άλλη οι διαδηλώσεις συνοδεύονται ακόμα πιο συστηματικά από εκπαιδευτικό έργο μέσα στο πληθυσμό.. αυτή είναι η «κοινοτική εργασία». Φοιτητές πάνε σε φτωχές περιφέρειες για να ενεργοποιήσουν τη συνείδηση των κατοίκων, αρχικά για να ικανοποιήσουν τις πιο εμφανείς ανάγκες, όπως η έλλειψη της πιο πρωτόγονης υγιεινής, κλπ.. οι φοιτητές προσπαθούν να οργανώσουν τους ανθρώπους για αυτές τις άμεσες ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα για να αφυπνίσουν τη πολιτική συνείδηση αυτών των περιφερειών. Αυτό όμως το εκπαιδευτικό έργο δεν πραγματοποιείται μόνο στα γκέτο. Υπάρχει επίσης η γνωστή «εκστρατεία των κουδουνιών», που περιλαμβάνει τη συζήτηση του τι πραγματικά συμβαίνει με τις νοικοκυρές και, όταν είναι εκεί, με τους άντρες τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό πριν τις εκλογές. Τονίζω τις συζητήσεις με τις γυναίκες  γιατί έχει αποδειχτεί, όπως κάποιος θα περίμενε, πως γενικά οι γυναίκες είναι πιο δεκτικές σε ανθρωπιστικά επιχειρήματα από ότι είναι οι άντρες. Αυτό γίνεται γιατί οι γυναίκες δεν έχουν υποταχθεί πλήρως στην παραγωγική διαδικασία. Το εκπαιδευτικό αυτό έργο είναι πολύ αργό και κοπιαστικό. Θα πετύχει; Η επιτυχία είναι μετρήσιμη – για παράδειγμα από τον αριθμό ψήφων που παίρνουν οι αποκαλούμενοι «υποψήφιοι της ειρήνης» σε τοπικές, πολιτειακές και εθνικές εκλογές.

Σήμερα μπορεί να παρατηρηθεί μέσα στην εναντίωση μια στροφή προς την θεωρία, κάτι πολύ σημαντικό, καθώς όπως ήδη τόνισα, η Νέα Αριστερά ξεκίνησε με μια πλήρη δυσπιστία προς την ιδεολογία. Πιστεύω πως γίνεται όλο και πιο ορατό πως κάθε προσπάθεια να αλλαχθεί το σύστημα απαιτεί θεωρητική ηγεσία. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη φοιτητική εναντίωση σήμερα εντοπίζουμε προσπάθειες όχι απλά να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ Παλιάς και Νέας Αριστεράς αλλά επίσης και να δημιουργηθεί μια κριτική θεωρία του σύγχρονου καπιταλισμού πάνω σε μια Νεομαρξιστική βάση.

Ως τελευταία πτυχή της εναντίωσης θα ήθελα να αναφέρω τώρα μια νέα διάσταση της διαμαρτυρίας, που συνίσταται στην ενότητα της σεξουαλικο-ηθικής και πολιτικής επανάστασης. Θα ήθελα να σας προσφέρω μια εικόνα που βίωσα ως αυτόπτης μάρτυρας, που θα σας δείξει τη διαφορά μεταξύ αυτού που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και εδώ. Ήταν σε μια από τις μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στο Μπέρκλεϊ. Η αστυνομία, είναι αλήθεια, είχε επιτρέψει τη διαδήλωση, αλλά απαγόρεψε τη πρόσβαση στο στόχο της διαδήλωσης, το στρατιωτικό σιδηρόδρομο στο Όκλαντ. Αυτό σήμαινε πως πέρα από ένα από ένα συγκεκριμένο και ξεκάθαρα ορισμένο σημείο, η διαδήλωση θα γίνονταν παράνομη παραβιάζοντας την αστυνομική εντολή. Όταν χιλιάδες φοιτητές πλησίασαν το σημείο που ξεκινούσε ο απαγορευμένος δρόμος έπεσαν πάνω σε ένα οδόφραγμα αποτελούμενο από 10 σειρές  από βαριά οπλισμένους αστυνομικούς ντυμένους με μαύρες στολές και χαλύβδινα κράνη. Η πορεία  πλησίασε αυτό το αστυνομικό μπλόκο, και ως συνήθως υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στη κεφαλή της πορείας  που φώναξαν πως η διαδήλωση δεν έπρεπε να σταματήσει αλλά αντίθετα να προσπαθήσει να σπάσει την αστυνομική αλυσίδα, που φυσικά θα κατέληγε σε αιματηρή ήττα δίχως να πετύχει κανένα στόχο. Η ίδια η πορεία είχε δημιουργήσει μια αντι-αλυσίδα, έτσι ώστε οι διαδηλωτές έπρεπε να. περάσουν πρώτα τη δική τους αλυσίδα πριν περάσουν εκείνη της αστυνομίας. Φυσικά αυτό δεν έγινε. Μετά από δυο ή τρια τρομακτικά λεπτά οι χιλιάδες διαδηλωτές έκατσαν στο δρόμο, κιθάρες και φυσαρμόνικες έκαναν την εμφάνιση τους, άνθρωποι άρχισαν να «αγγίζονται» και να «φιλιούνται», και έτσι τελείωσε η διαδήλωση. Μπορεί να το θεωρήσετε γελοίο, πιστεύω όμως πως μια ενότητα, αυθόρμητα και αναρχικά, που εμφανίστηκε στο τέλος δεν μπορεί παρά να κάνει εντύπωση και στον εχθρό.

Επιτρέψτε μου να μιλήσω λίγα λεπτά για τις προοπτικές της εναντίωσης. Δεν είπα ποτέ πως η φοιτητική εναντίωση σήμερα πως είναι από μόνη της επαναστατική δύναμη, ούτε και είδα ποτέ στους χίπις το «διάδοχο του προλεταριάτου»! Μόνο τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα των αναπτυσσόμενων χωρών βρίσκονται σε επαναστατικό πόλεμο σήμερα. Αλλά ακόμα και αυτά δεν αποτελούν σοβαρή επαναστατική απειλή για το σύστημα του προηγμένου καπιταλισμού. Όλες οι δυνάμεις της εναντίωσης σήμερα δουλεύουν για την προετοιμασία και μόνο για την προετοιμασία – αλλά προς μια αναγκαία προετοιμασία για μια πιθανή κρίση του συστήματος. Και τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα ακριβώς και οι εξεγέρσεις των γκέτο συμβάλουν σε αυτή τη κρίση, όχι μόνο ως στρατιωτικοί αλλά και ως πολιτικοί και ηθικοί αντίπαλοι – η ζωντανοί, ανθρώπινη άρνηση του συστήματος. Για την προετοιμασία και τελικά για μια τέτοια κρίση ίσως και η εργατική τάξη να μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά. Δεν πρέπει να αποκρύψουμε από τους εαυτούς μας πως σ’ αυτή τη κατάσταση το ερώτημα αν αυτή η ριζοσπαστικοποίηση θα είναι προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά παραμένει ανοιχτό. Ο άμεσος κίνδυνος του φασισμού ή του νεοφασισμού δεν έχει ξεπεραστεί καθόλου.

Μίλησα για μια πιθανή κρίση, για την πιθανότητα μιας κρίσης του συστήματος. Οι δυνάμεις που συμβάλουν σε μια τέτοια κρίση θα έπρεπε να αναλυθούν σε βάθος. Πιστεύω πως πρέπει να δούμε τη κρίση ως τη συμβολή πολύ διαφορετικών υποκειμενικών και αντικειμενικών τάσεων οικονομικής, πολιτικής και ηθικής φύσης, στην Ανατολή αλλά και στη Δύση. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι ακόμη οργανωμένες στη βάση της αλληλεγγύης. Δεν έχουν μαζική βάση στις αναπτυγμένες χώρες του προηγμένου καπιταλισμού. Ακόμη και τα γκέτο στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι στο πρώτο στάδιο μιας επιχειρούμενης πολιτικοποίησης. Και υπό τις συνθήκες αυτές μου φαίνεται πως το έργο της εναντίωσης είναι πρώτα από όλα η απελευθέρωση της συνείδησης κάποιου πέρα από τα όρια της κοινωνικής ομάδας του ίδιου. Γιατί πράγματι διακυβεύεται η ζωή όλων, και σήμερα όλοι είναι μέρος αυτού που ο Veblen αποκαλούσε «υποκείμενο πληθυσμό», δηλαδή τους κυριαρχούμενους. Πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση της φρικτής πολιτικής ενός συστήματος που η εξουσία και η πίεση του αυξάνουν με την απειλή της πλήρους εξόντωσης. Πρέπει να μάθουν πως οι διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή της της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης και πως ο αποκαλούμενος ελεύθερος κόσμος εξοπλίζει τον εαυτό του με στρατιωτικές και αστυνομικές δικτατορίες για να προστατέψει το πλεόνασμα του. Η πολιτική αυτή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δικαιολογήσει τον ολοκληρωτισμό της άλλης πλευράς, ενάντια στην οποία μπορούν και πρέπει να ειπωθούν πολλά. Ο ολοκληρωτισμός όμως αυτός δεν είναι επεκτατικός ή επιθετικός και ακόμη απαιτείται από την ανεπάρκεια και την ανέχεια. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως πρέπει να καταπολεμηθεί – αλλά από τα αριστερά.

Η απελευθέρωση της συνείδησης για την οποία μίλησα σημαίνει κάτι παραπάνω από συζήτηση. Σημαίνει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να σημαίνει, εμφάνιση (ΣτΜ: χρησιμοποιεί την λέξη demonstration που σημαίνει και διαδήλωση αλλά και επίδειξη), με την κυριολεκτική έννοια. Ολόκληρο το άτομο πρέπει να δείχνει τη συμμετοχή του και τη θέληση του να ζήσει, δηλαδή να ζήσει σε ένα ειρηνικό και ανθρώπινο κόσμο. Η καθιερωμένη τάξη κινητοποιείται εναντίον αυτής της πραγματικής πιθανότητας. Και, αν μας κάνει κακό να έχουμε ψευδαισθήσεις, είναι εξίσου επιζήμιο, ίσως πολύ πιο επιζήμιο, να κηρύσσουμε την ηττοπάθεια και τον ησυχασμό, που μπορούν μόνο να αξιοποιηθούν από εκείνους που διοικούν το σύστημα. Η αλήθεια είναι πως είμαστε απέναντι σε ένα σύστημα που από την αρχή της φασιστικής περιόδου ως σήμερα έχει αποκηρύξει μέσα από τις πράξεις του την ιδέα της ιστορικής προόδου, ένα σύστημα που οι εσωτερικές του αντιφάσεις εμφανίζονται διαρκώς στους απάνθρωπους και αχρείαστους πολέμους και που η αυξανόμενη παραγωγικότητα του είναι αυξανόμενη καταστροφή και αυξανόμενη σπατάλη. Ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι ανίκητο. Ήδη υπερασπίζει τον εαυτό του απέναντι στην εναντίωση, ακόμη και εκείνης των διανοούμενων, σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Και ακόμη και αν δεν βλέπουμε καμιά μεταμόρφωση, πρέπει να συνεχίσουμε να πολεμάμε. Πρέπει να αντισταθούμε αν θέλουμε ακόμη να ζήσουμε ως ανθρώπινα όντα, να εργαζόμαστε και να είμαστε ευτυχισμένοι. Δεν μπορούμε να το κάνουμε σε συμμαχία με το σύστημα.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com