Αποτύχαμε να διερευνήσουμε επαρκώς τη μειονεκτική θέση των γυναικών στην κοινωνία. Αποτύχαμε γιατί περιθωριοποιήσαμε τα ζητήματα της κοινωνικής ανισότητας, της κυριαρχίας και της καταπίεσης, επειδή ενδιαφερόμαστε πρωτίστως για την κοινωνική «τάξη» του κόσμου των αντρών. Μία από τις βασικές αιτίες του εξευτελισμού και της απανθρωποποίησης της γυναίκας και της μετατροπής της σε γυμνό κρέας με προορισμό την τεκνοποίηση ή την σεξουαλική ικανοποίηση, μεταξύ των άλλων, συμφέρει έναν κόσμο που κυριαρχείται από άντρες και που μπορεί να υπάρχει μόνο γιατί εκμεταλλεύεται, δυσφημίζει, καταπιέζει και περιφρονεί συστηματικά τις γυναίκες. Οι έννοιες της γυναικείας υποταγής και της αντρικής κυριαρχίας εκλαμβάνονται ως καταστάσεις αναπόφευκτες, αμετάβλητες και φυσιολογικές, εντός των ορίων της «φυσικής» τάξης πραγμάτων.

Επακόλουθα τα άτομα γίνονται «μέλη της κοινωνίας» μαθαίνοντας τους αναγκαίους ρόλους, (π.χ προώθηση "υγειών" αναπαραγωγικών προτύπων) πρώτα μέσα στην οικογένεια τους, που απορρέουν από την πατριαρχική δομή της. Η υποδεέστερη θέση των γυναικών ξεκινάει μέσα στον οικογενειακό περίγυρο πριν διαχυθεί στην κοινωνία, στον επαγγελματικό χώρο και τη δημόσια κουλτούρα.

Ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι οι προκαταλήψεις για τις γυναίκες όταν εμφανίζονται σαν επιστημονικά τεκμηριωμένες ιδέες, με ίδιες ακολουθίες ανά τους αιώνες που μοιάζουν δίχως τέλος.

Ενδεικτικά:  Ο Αύγουστος Κοντ (1798 - 1857), ο πατέρας της γαλλικής σχολής της κοινωνιολογίας, πίστευε πως οι γυναίκες, επίσης, ήταν διανοητικά κατώτερες των αντρών, συνεπώς δεν μπορούσαν να έχουν κοινωνικο-πολιτικές επιδίωξής άρα δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουν θέσεις ευθύνης και δημόσια αξιώματα. Όμως η βιολογική συναισθηματική κατάρτιση τους τις έκανε πλέον κατάλληλες για τη φροντίδα των ανδρών των παιδιών και του σπιτιού.

Ο κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Σπένσερ (1820 - 1903), θεωρούσε τις γυναίκες αδύναμες που επιθυμούν την αντρική προστασία, και ήταν σίγουρος πως διαθέτουν περιορισμένη διανοητική ικανότητα ανίκανες να αντιληφθούν αφηρημένες έννοιες όπως π.χ αυτή του νομικού δικαίου, ενώ ο Max Ferdinand Scheler 1874 – 1928 εκ των σημαντικότερων Γερμανών φιλόσοφων στη φαινομενολογία, την ηθική και τη φιλοσοφική ανθρωπολογία ήταν σίγουρος πως απόδειξε ότι η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να εξελιχθεί σε προικισμένο άνθρωπο επειδή η λέξη άνθρωπος προέρχεται από τη λέξη άνδρας!

Με την σειρά του ο ονομαστός  ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος  Paul Julius Möbius 1853 – 1907 υποστηρίζει ότι η γυναίκα αποτελεί ένα ενδιάμεσο κατασκεύασμα μεταξύ ενός παιδιού και ενός άνδρα. Δίδασκε πως το θήλυ είναι ηλίθιο: «διότι ή υπερβολική δραστηριότητα τού νου το κάνει όχι μόνο αφύσικο αλλά και άρρωστο».
Με το προσωπείο της επιστημοσύνης φροντίζει και ο Emile Durkheim (1858 - 1917), μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας, να εξηγήσει την υποδεέστερη κοινωνική θέση των γυναικών: Δίδασκε πως οι γυναίκες είναι πιο κοντά στα ένστικτα και τα συναισθήματα παρά στην λογική και πως η διαφοροποίηση του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στα φύλα στις βιομηχανικές κοινωνίες είναι αποτέλεσμα των κατώτερων βιολογικών λειτουργιών της γυναίκας.

Σε αντιδιαστολή οι Κάρλ Μάρξ (1818 - 1883) και Φρίντριχ Ένγκελς (1820 - 1895) κατάλαβαν ότι οι έμφυλες σχέσεις ήταν αποτέλεσμα της κοινωνικής οργάνωσης και άνισες γιατί συνδέονται με την εδραίωση της αστικής ιδιοκτησίας, την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας… Αλλά ποιος τους άκουσε, καθώς στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες υπάρχει αλληλοδιείσδυση καπιταλισμού και πατριαρχίας;   

Οι γυναίκες εκτελούν την απλήρωτη εργασία της συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, (Το νοικοκυριό είναι μη αμειβόμενη εργασία που όμως συντηρεί και αναπαράγει τον εργαζόμενο) και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν την έμφυλη ασυμμετρία στους μισθούς. Συνεπώς η εργασία τους είτε στο σπίτι είτε στο εργοστάσιο ωφελεί τους εργοδότες, αναπαράγει την αντρική-πατριαρχική βία ή οδηγεί σε δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο.

Εάν διαβάσει κανείς όλα όσα σκέφτηκαν κι έγραψαν άνδρες που κατά κοινή ομολογία θεωρούνται οι μεγάλοι εκπρόσωποι του πανανθρώπινου και οικουμενικού πνευματικού κόσμου, από τον Πλάτωνα, και τον Αριστοτέλη ως τον Λούθηρο τον Σοπενχάουερ ή τον Νίτσε δεν μπορεί παρά να ανακαλύψει μια πνευματική αναπηρία ή φόβο ακόμα και συμπλέγματά κατωτερότητας απέναντι στην γυναίκα.

Στην αρχαία Αθήνα ως πολίτες ορίζονταν μόνο οι «ελεύθεροι άρρενες», ενώ οι γυναίκες είχαν τα ίδια δικαιώματα με αυτά των δούλων. Η γυναίκα ονομαζόταν «οικούρημα»: δηλαδή κάτι ουδέτερο. Κάτι που φροντίζει το σπίτι και τον άνδρα με μοναδική αξία που αυτή της ηδονής και της παραγωγής παιδιών!

Ένα νεογνό κορίτσι δεν ήταν σίγουρο αν θα του επιτραπεί να ζήσει. Η ζωή ή ο θάνατος του καθοριζόταν από μια απόφαση του πατέρα αφού η γέννηση ενός θηλυκού μέλους θεωρούταν ανούσιο και επιπρόσθετο βάρος! (Παπαδημητρίου Μαρία, Σάσσαλου Μαρία: «Φύλο, ετεροπατριαρχία, διακρίσεις και οργάνωση του χώρου της πόλης: διαχρονική προσέγγιση και εννοιολογικές αποσαφηνίσεις» Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο)

Στις κοινωνικά στρωματοποιημένες ομάδες της πόλης-κράτους: οι γυναίκες ήταν κατηγορηματικά αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες εξαιτίας της βιολογικής ανεπαρκείας τους. Απαγορευόταν ακόμα και η παρουσία τους στο θεσμό των ολυμπιακών αγώνων αφού θεατές και αγωνιστές είναι μόνο άντρες!

Η μοναδική συμβολή της γυναίκας στην δημόσια ζωή ήταν το ιερατικό αξίωμα το οποίο ήταν είτε κληρονομικό είτε εξαγοράσιμο. Λίγο διαφορετική μεταχείριση αντιμετώπιζαν οι εταίρες που όχι μόνο προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες, αλλά μπορούσαν να λάβουν μέρος στα συμπόσια, εννοείται, πλούσιων ανθρώπων.

Ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος  (556 π.Χ.-469 π.Χ.) τονίζει στα ποιήματα του πως οι γυναίκες κατάγονται από διάφορα ζώα: γουρούνα, αλεπού, σκύλα, νυφίτσα, και γι αυτό έχουν τάση για τεμπελιά, μοιχεία, κουτσομπολιό, τσαπατσουλιά. Για τον  Σιμωνίδη το θηλυκό αντιπροσωπεύει όλα τα ελαττώματα: «Βρομιά, αδιακρισία, αστάθεια, κλεψιά, κενότητα, σπατάλη και πιο ξεχωριστό απ’ όλα, λαιμαργία, τεμπελιά, και ερωτική αχορτασία» (Μαρία Παπαγεωργοπούλου: «Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο).
    
Σύμφωνα με τον σπουδαίο φιλόσοφο Αριστοτέλη, στο έργο του «Περί ζώων γενέσεως», ανάμεσα στους «βαρβάρους» συμπεριλαμβάνεται  η γυναίκα, ο τεχνίτης και ο δούλος. Ο φιλόσοφος πίστευε πως οι σεξουαλικές εκκρίσεις μίας γυναίκας ήταν όμοιες με εκείνες ενός στείρου ή ακρωτηριασμένου άντρα ενώ θεωρούσε πως το θηλυκό αποτελεί απόκλιση της φύσης και την χαρακτηρίζει ανάπηρο αρσενικό.  Με δικά του λόγια: «παρεκβέβηκε γὰρ ἡ φύσις ἐν τούτοις ἐκ τοῦ
γένους τρόπον τινά. ἀρχή δέ πρώτη τό θῆλυ γίγνεσθαι καί μή ὥσπερ ἄρρεν.[…] «ἀσθενέστερα γάρ ἐστί καί ψυχρότερα τά θήλεα τήν φύσιν, καί δεῖ ὑπολαμβάνειν ὥσπερ ἀναπηρίαν εἶναι τήν θηλύτητα φυσικήν».

Οι θέσεις αυτές του Αριστοτέλη (ο φιλόσοφος έκρινε αρνητικά τις ιδέες του Πλάτωνα για την θέση της γυναίκας. Ο Πλάτωνας θεωρούσε πως η ανθρώπινη φύση είναι διπλή και το καλύτερο είδος είναι αυτό που ονομάζεται άντρας. Όμως μερικές εκλεχτές με καλή εκπαίδευση θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την πολιτική)     θεωρήθηκαν  αδιαμφισβήτητες με αποτέλεσμα να αναπαραχθούν μέσα στους αιώνες ως φυσικές αλήθειες! Με βάση όλα τα παραπάνω, και με μικρή εξαίρεση την αρχαία Σπάρτη όπου η γυναίκα παραμένει σε κατώτερη θέση αλλά έχει δικαίωμα, έστω μικρό, στον δημόσιο βίο, παρατηρείται ξεκάθαρα πως η γυναίκα προορίζεται μόνο για αναπαραγωγή και για να ευχαριστεί τον αντρικό πληθυσμό.

 

Αργότερα η γυναίκα αντιμετωπίζεται από την θεοκρατική κοινωνία ως επιρρεπής στην αμαρτία αφού είναι η απόγονος της Εύας. Έτσι η «θηλυκότητα», σαν φορέας της αμαρτίας, συνδέθηκε από την ίδια την εκκλησία με διαβολικές δυνάμεις, καθώς σε οποιαδήποτε αναφορά για τη μαγεία και για τον διάβολο πάντα η γυναίκα ήταν που σύναπτε συμφωνία με δαιμονικές υπάρξεις!

Υπάρχει ανά τους αιώνες ένα πλήθος από καλοδουλεμένους μύθους, που εξυπηρετούν πρώτα την εξιδανίκευση του άντρα και τη δικαιολόγηση της απαίτησης του για άσκηση εξουσίας που βασίζεται στη βία και στον καταναγκασμό, πάνω στην γυναίκα.

Έχει ενδιαφέρον να ρίξουμε μια ματιά στην προβληματική του Νίτσε για τις γυναίκες, η οποία ήταν πολύ κοντά στον Αριστοτέλη: Ο φιλόσοφος θα υπογραμμίσει ότι η γυναίκα είναι ένα επικίνδυνο, τερατώδες και κάτω από τη γη ον, ένα μικρό θηρίο που ταυτόχρονα αποτελεί και θήραμα. Ο Νίτσε ήταν πεπεισμένος πως, ο φεμινισμός, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο τον σοσιαλισμό, αποτελούσε κομμάτι μιας ασθένειας της εποχής και ήταν ένα σύμπτωμα το οποίο θα μπορούσε να θεραπευθεί μονάχα με την επιστροφή της γυναίκας εκεί όπου την είχε ορίσει η ίδια η φύση: της υπηρέτριας. Μια γυναίκα δεν έχει  δύναμη, την οποία διαθέτουν τα ανώτερα ανθρώπινα όντα, δηλαδή οι άντρες. Ένα πλάσμα όπως η γυναίκα, του οποίου η φύση είναι κατώτερη, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να καθοδηγήσει, να κυριαρχήσει και να δημιουργήσει! Η περιφρόνηση του Νίτσε για τις γυναίκες κορυφώνεται στη φράση: «Πηγαίνεις στις γυναίκες; Μην ξεχάσεις το μαστίγιο». (Νίτσε «Ίδε Ο Άνθρωπος» εκδόσεις Αθήνα και  Kennedy, El., Nietzsche: Women as Untermensch, στο Women in Western Political Philosophy, edited by Ellen Kennedy and Susan Mendus, Wheatsheaf Books, 1987, σελ. 186 Από Στέλλα Κουγιουμτζή: «Το Ζήτημα της Ευθύνης και της Ενοχής στην Πολιτική Σκέψη της Χάννα Άρεντ».)

Οι άντρες «κατασκεύασαν» έναν καθαρά αντρικό κόσμο, πού η οικονομική και κοινωνική του δομή τους δίνει τη δυνατότητα να εξουσιάζουν τις γυναίκες. Στα πλαίσια ενός κόσμου πού είναι καθαρά πατριαρχικός ο υποβιβασμός του γυναικείου φύλου, το όποιο ανήκει στα αντικείμενα πού χρησιμοποιεί ο άνδρας για να ικανοποιεί τις ανάγκες του, πηγάζει και συντηρείται από την ύπαρξη και την χρήση ακόμα και των διαφημίσεων.  Σεξιστικές εικόνες, που υποτιμούν τις γυναίκες και νομιμοποιούν ιδεολογικά την ανισότητα, ακόμη και την έμφυλη βία, κατακλύζουν την τηλεόραση και τα περιοδικά. Οι εικόνες με τη γυμνή ή ημίγυμνη γυναίκα που κάνει μπάνιο σε ένα  ριάλιτι σόου, πού τρώει με ένα συγκεκριμένο τρόπο γιαούρτη,  που καπνίζει με μία ορισμένη κίνηση τσιγάρα, πού πίνει ένα ορισμένο τρόπο ποτό ή πού είναι ξαπλωμένη στο καπό ενός αυτοκινήτου, εκμεταλλεύονται τις υπαρκτές σεξουαλικές φαντασιώσεις του ανδρικού πληθυσμού, και συγχρόνως υποβοηθούν στην αντικειµενοποίηση της γυναίκας που την ορίζει ως σεξουαλικό αντικείμενο στη διάθεση του άνδρα, ένα απλό αντικείμενο προς κατανάλωση.

Ακόμα και ο γάμος θεμελιώνει την πατριαρχική (σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων) κοινωνική τάξη. Η γυναίκα χάνει κάθε αυτονομία μετατρέπεται σε σύζυγο-μάνα-υπηρέτρια και ο άντρας αποκτά δικαιώματα στο σώμα και στον έμφυλο οικιακό καταμερισμό εργασίας: έχει τον ρόλο του πατριάρχη αγά…

Η διαδικασία σχηματισμού των κοινωνικών ταυτοτήτων είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην καθημερινότητα, που αν και έχουμε τυπικά κατοχυρωμένη ισότητα πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ανεξαρτήτως φύλου, αυτή η ισότητα συνυπάρχει και λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος έμφυλων σχέσεων, που είναι άνισο, ιεραρχικό, εξουσιαστικό και ορίζεται σε συνάρτηση με οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, ταξικά και ιδεολογικά υπόβαθρα.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι, «παρά τις τόσες ιστορικές μεταβολές στην κοινωνική οργάνωση, η πατριαρχία εξακολουθεί να υφίσταται ως βαθιά δομή που δηλώνει μια εξίσου βαθιά, κοινωνική αδικία. Πρόκειται για τη διατήρηση του συστήματος υποταγής των γυναικών, το οποίο σε τελική ανάλυση αναπαράγεται μέσω της απειλής άσκησης σωματικής βίας εναντίον τους. Με αυτή την οπτική όλες οι γυναίκες έχουν κάτι κοινό. Υφίστανται την ανδρική κυριαρχία, την εσωτερικεύουν, την αποδέχονται και συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της». (Δημήτρη Δημούλη: Σκέψεις για τα έμφυλα υποκείμενα στις αστικές κοινωνίες Περιοδικό θέσεις 2002)

Καλά θα κάνουμε να κατανοήσουμε πως το φύλο αποτελεί κοινωνική κατασκευή και τρόπο κοινωνικής ιεράρχησης που χωρίζει τα υποκείμενα σε ανώτερα και κατώτερα, σε δυνατά και αδύναμα. Όσο πιστά αναπαράγονται αυτές οι μυθοπλασίες στην κοινωνία, ο «άντρας αφέντης-κυνηγός» και η «γυναίκα νοικοκυρά», τόσο δύσκολο αποδεικνύεται να ξεπεραστούν και να εγκαταλειφθούν από το κοινωνικό σύνολο. Όμως δεν υπάρχουν βιολογικοί ούτε ψυχικοί, ούτε ιστορικοί λόγοι, πού να δεσμεύουν με απολυτότητα τα άτομα ως άνισα έμφυλα όντα ώστε να μπορούν να δικαιολογούν τις απαιτήσεις κυριαρχίας του άντρα απέναντι στη γυναίκα.

Αλλά ο σεξισμός δεν εκδηλώνεται μόνο στις τηλεοπτικές εκπομπές και τις διαφημίσεις αλλά και έργω. Μέσω της σεξουαλικής βίας.

Η βία κατά των γυναικών ασκείται στο οικιακό περιβάλλον, στην οικογένεια, στην εργασία και σε προσωπικές σχέσεις. Οι γυναίκες βρίσκονταν κατά κανόνα εκτεθειμένες στη βία µμέσα στα χέρια των συζύγων, των συντρόφων τους, ακόμα και ευκαιριακών φίλων. Πολλές γυναίκες ανακάλυψαν ακόμα και όταν τόλμησαν να βγουν δημόσια και να προβούν σε καταγγελία κατά δραστών-βιαστών τους, ότι οι αστυνομικές, νομικές και δικαστικές αρχές επέδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την καταπολέμηση της βίας αυτής. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως οι επίσημες αρχές έτειναν να παραβλέπουν τις εκτελεστικές και νομοθετικές εξουσίες τους σε ό,τι αφορά τη βία στην οικογένεια, παραχωρώντας «το δίκαιο του ισχυρού» στο σύζυγο. Άλλωστε ο βιασμός μέχρι πρόσφατα δεν αναγνωρίζονταν ως έγκλημα εντός του γάμου…

Η βία εξυπηρετεί το στόχο της άσκησης εξουσίας και ελέγχου επί του θύµατος για να καμφθεί η θέλησή του και να υποταχθεί. Βέβαια υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ο έλεγχος του θύματος απαιτεί την χημική αναισθησία του θύματος μα και την χημική διέγερση του βιαστή.

Αλλά αυτές είναι μεμονωμένες περιπτώσεις…που λένε.

Αυτό το περιστατικό σκιαγραφεί μια δομή της σύγχρονης ανδρικής κυριαρχίας που έχει ως πυρήνα τη γενετήσια υποταγή των γυναικών,  έστω και με την βοήθεια της χημείας, που έλαβε χώρα και οργανώθηκε σε ιδιωτικό χώρο, από «ωραία πλούσια παιδιά» (σύμφωνα με μια τηλεπερσόνα), επειδή μεγάλωσαν σε οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες που τους επέτρεψαν να μάθουν πολύ νωρίς πως είναι φτιαγμένος ο κόσμος και ποια η θέση τους σ΄ αυτόν: Η κυρίαρχη! Που τους επιτρέπει  να πράττουν "ό,τι θέλουν, όπως και επειδή το θέλουν".

Αν και ο βιασμός, δεν αποτελεί «προνόμιο» συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, σε κάθε περίπτωση τα πρότυπα του ματσό ανδρισμού, τα στερεότυπα του φύλου, τα σεξιστικά πρότυπα ζωής, η αυθαίρετη κατανομή των κοινωνικών ρόλων και οι προϊδεάσεις δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όσα άτομα έχουν διδαχτεί να επιφορτίζονται με συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους. Αντίθετα αποτελούν την ουσιώδη προϋπόθεση για τη διατήρηση ενός καταπιεστικού συστήματος έμφυλων σχέσεων και εμπόδιο στην δημιουργία μιας κοινωνίας η οποία θεωρεί τον άνθρωπο, απαλλαγμένο από τη φυλή, την κοινωνική του τάξη, το φύλο και τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό  του, μακριά από ομοφοβικές απειλές και αποδοκιμασίες, σαν την πιο μεγάλη αξία που μπορεί ποτέ να υπάρξει.


πηγη: https://tvxs.gr