Δοκίμιο που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην επιθεώρηση  Cahiers du Sud σε δυο μέρη τον Δεκέμβριο 1940 και Ιανουάριο 1941 υπό το ψευδώνυμο Emile Novis, η μετάφραση προέρχεται από την αγγλική μετάφραση που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Politics το 1945.
Η Simone Weil (1909-1943) ήταν φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια και πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο στο πλευρό των αναρχικών.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.






Ο πραγματικός ήρωας, το πραγματικό θέμα, ο πυρήνας της Ιλιάδας είναι η βία. Η βία που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, η βία που σκλαβώνει τον άνθρωπο, η βία που μπροστά της μαραζώνει η σάρκα του ανθρώπου. Στο έργο αυτό, σε κάθε εποχή, το ανθρώπινο πνεύμα παρουσιάζεται ως τροποποιημένο από τις σχέσεις του με την βία, ως παρασυρμένο, ως τυφλωμένο, από την ίδια την βία που φαντάστηκε πω θα μπορούσε να διαχειριστεί, ως παραμορφωμένο από το βάρος της βίας στην οποία υποτάσσεται. Για τους ονειροπόλους εκείνους που πίστευαν πως η βία χάρη στην πρόοδο, σύντομα θα ήταν αντικείμενο του παρελθόντος, η Ιλιάδα μπορούσε να μοιάζει σαν ιστορικό ντοκουμέντο· για άλλους, εκείνους που οι ικανότητες αναγνώρισης είναι πιο οξείες και που αντιλαμβάνονται την βία, σήμερα όπως και χθες, στο ίδιο το επίκεντρο της ανθρώπινης ιστορίας, η Ιλιάδα είναι ο καλύτερος και ομορφότερος καθρέφτης.

Για να ορίσουμε τη βία – είναι εκείνο το χ που μετατρέπει οποιονδήποτε πάνω στον οποίο ασκείται σε πράγμα. Εφαρμοσμένη στο όριο της, μετατρέπει τον άνθρωπο σε πράγμα με την πιο κυριολεκτική έννοια: τον μετατρέπει σε πτώμα. Κάποιος ήταν εδώ, και την επόμενη στιγμή δεν υπάρχει κανένας απολύτως στη θέση αυτή· αυτό είναι ένα θέαμα που η Ιλιάδα δεν κουράζεται ποτέ να μας το παρουσιάζει:

«…τα άλογα

Χτυπούσαν τα άδεια τους άρματα μέσα στις συστάδες της μάχης,

Αναζητώντας τους ευγενείς τους οδηγούς. Αλλά αυτοί είναι στο χώμα

Ξαπλωμένοι, πιο ταιριαστοί στα όρνια παρά στις γυναίκες τους».

Ο ήρωας γίνεται ένα πράγμα που σέρνεται πίσω από ένα άρμα στη σκόνη:

«Ανακατεμένα τα μαύρα μαλλιά του

Λυτά· στο χώμα κείτεται το κεφάλι του,

Εκείνο το κάποτε όμορφο κεφάλι· τώρα ο Δίας επέτρεψε στους εχθρούς του

Να το βεβηλώσουν στη πάτρια γη του».

Η σκληρότητα αυτού του θεάματος μας προσφέρεται απόλυτα ωμά. Δεν παρεμβαίνει καμιά παρηγορητική φαντασία· και πάνω στο κεφάλι του ήρωα δεν εμφανίζεται κανένα ξεθωριασμένο φωτοστέφανο πατριωτισμού:

«Η ψυχή του, αφήνοντας τα μέλη του, πέρασε στον Άδη

Θρηνώντας τη μοίρα του, εγκαταλείποντας τη νιότη και τη ζωντάνια του».

Ακόμη πιο οδυνηρή – τόσο επώδυνη στη σύγκριση – είναι η ξαφνική επίκληση, που σβήνει γρήγορα, ενός άλλου κόσμου: τον μακρινό, επισφαλή, συγκινητικό κόσμο της ειρήνης, της οικογένειας, του κόσμου όπου κάθε άνθρωπος έχει μεγαλύτερη σημασία από κάθε τι για εκείνους κοντά του.

Διέταξε τις χρυσόμαλλες υπηρέτριες της στο παλάτι

Να βάλουν στην φωτιά ένα μεγάλο τρίποδο, προετοιμάζοντας

Ένα ζεστό μπάνιο για τον Έκτορα, που επιστρέφει από τη μάχη.

Ανόητη γυναίκα! Έχει ξαπλώσει ήδη, μακριά από ζεστά λουτρά

Σφαγμένος από την γκριζομάτα Αθηνά, που καθοδήγησε το χέρι του Αχιλλέα

Μακριά από θερμά λουτρά ήταν πράγματι, ο κακόμοιρος άνθρωπος. Και όχι μόνο αυτός. Σχεδόν ολόκληρη η Ιλιάδα διαδραματίζεται μακριά από θερμά λουτρά. Σχεδόν όλη η ανθρώπινη ζωή, και τότε και τώρα, διαδραματίζεται μακριά από θερμά λουτρά.

Εδώ βλέπουμε τη βία στην πιο ωμή και πλέον συνοπτική μορφή – την βία που σκοτώνει. Πόσο πιο πολύμορφη στις διεργασίες της είναι η άλλη βία, πόσο πιο εντυπωσιακή είναι στις επιπτώσεις της η άλλη βία, η βία που δεν σκοτώνει, δηλαδή που δεν έχει σκοτώσει ακόμη. Σίγουρα θα σκοτώσει, πιθανώς θα σκοτώσει, ή ίσως κρέμεται, σίγουρη και έτοιμη, πάνω από το κεφάλι του πλάσματος που μπορεί να σκοτώσει ανά πάσα στιγμή, δηλαδή οποιαδήποτε στιγμή. Σε όποια μορφή, η επίδραση της είναι η ίδια: μετατρέπει τον άνθρωπο σε πέτρα. Από την πρώτη της ιδιότητα (η ικανότητα να μετατρέπει ένα ανθρώπινο όν σε πράγμα με την απλή μέθοδο του φόνου του) ξεπηδά μια άλλη, ιδιαίτερα τερατώδης επίσης με το δικό της τρόπο, την ικανότητα να μετατρέπει ένα ανθρώπινο ον σε πράγμα ενώ είναι ακόμη ζωντανός. Είναι ζωντανός· έχει ψυχή· και όμως – είναι πράγμα. Είναι μια παράδοξη οντότητα αυτή – ένα πράγμα με ψυχή. Και όσο για την ψυχή, σε τι εντυπωσιακό σπίτι βρίσκεται κλεισμένη! Ποιος μπορεί να πει τι της κοστίζει, κάθε στιγμή, να είναι εγκατεστημένη σε μια τέτοια κατοικία, πόσο σπαρτάρισμα και στρέβλωση, δίπλωμα και τσάκισμα απαιτούνται από αυτή; Δεν έχει φτιαχτεί για να ζει μέσα σε ένα πράγμα· αν το κάνει, υπό τη πίεση της αναγκαιότητας, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο της φύσης της που να μη του ασκείται βία.

Ένας άνδρας στέκεται αφοπλισμένος και γυμνός με ένα όπλο να είναι στραμμένο πάνω του· αυτό το πρόσωπο γίνεται πτώμα προτού οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε τον αγγίξει. Ένα μόλις λεπτό νωρίτερα, σκέφτονταν, δρούσε, ήλπιζε:

Ακίνητος, συλλογίζονταν. Και ο άλλος έφτασε κοντά,

Τρομοκρατημένος, με αγωνία να αγγίξει τα γόνατά του, ελπίζοντας στην καρδιά του.

Να αποφύγει τον κακό θάνατο και το μαύρο πεπρωμένο…

Με το ένα χέρι, έσφιξε, ικετικά, τα γόνατά του,

Ενώ το άλλο γραπωμένο στο μυτερό δόρυ, μη αφήνοντάς το…

Σύντομα, όμως, κατανοεί το γεγονός πως δεν θα αποφύγει το όπλο που τον σημαδεύει · και τώρα, είναι απλά ύλη· σκεπτόμενος ακόμα, δεν μπορεί να σκεφτεί άλλο: 

Έτσι μίλησε ο λαμπρός γιος του Πριάμου

Με ικετικά λόγια. Αλλά έλαβε μια σκληρή απάντηση·

Μίλησε. Και τα γόνατα και η καρδία του άλλου τον πρόδωσαν.

Ρίχνοντας το δόρυ του, γονάτισε, σηκώνοντας τα χέρια του.

Ο Αχιλλέας τραβώντας το κοφτερό ξίφος του χτύπησε

Πέρασε το λαιμό και τη κλείδα. Το δίκοπο σπαθί

Βυθίστηκε ολόκληρο. Ο άλλος, με το πρόσωπο κάτω

Πεσμένος ακίνητος, και το μαύρο αίμα χύθηκε, νοτίζοντας το χώμα

Αν ένας ξένος, απόλυτα ανίκανος, άοπλος, αδύναμος, ρίξει τον εαυτό του στο έλεος του πολεμιστή, δεν τον καταδικάζει αυτή τη πράξη σε θάνατο· μια στιγμή ανυπομονησίας από την πλευρά του πολεμιστή αρκεί να τον απαλλάξει από τη ζωή του. Σε κάθε περίπτωση, η σάρκα του έχει χάσει εκείνη την πολύ σημαντική ιδιότητα που στο εργαστήριο διακρίνει την ζωντανή από την νεκρή σάρκα, την γαλβανική αντίδραση. Αν εφαρμόσεις στο πόδι ενός βατράχου ηλεκτρικό σοκ, συσπάτε. Αν φέρεις αντιμέτωπο ένα ανθρώπινο όν με το άγγιγμα ή την εικόνα από κάτι φρικιαστικό ή τρομακτικό, αυτό το σύνολο μυών, νεύρων, και σάρκας συσπάτε με παρόμοιο τρόπο μόνο ανάμεσα σε όλα τα ζωντανά όντα, ο ικέτης που μόλις περιγράψαμε ούτε συσπάτε, ούτε τρέμει. Έχει χάσει το δικαίωμα να το κάνει. Καθώς τα χείλη του προχωρούν προς τα μπρος για να αγγίξουν το αντικείμενο που για εκείνον είναι το πιο φορτισμένο με το τρόμο, δεν αποκαλύπτουν τα δόντια του – δεν μπορούν:

Κανείς δεν είδε τον Πρίαμο να μπαίνει

Αγκάλιασε τα γόνατα του Αχιλλέα, φίλησε τα χέρια του,

Εκείνα τα τρομερά ανθρωποκτόνα χέρια που είχαν σφάξει τόσους πολλούς από τους γιούς του

Το θέαμα ενός ανθρώπου που ωθείται σε ένα τέτοιο ακραίο μαρτύριο μας παγώνει όπως το θέαμα ενός νεκρού σώματος:

Όπως όταν μια σκληρή κακοτυχία χτυπά έναν άνδρα αν στην δική του χώρα,

Έχει σκοτώσει έναν άνδρα, και φτάνει επιτέλους στην πόρτα κάποιου άλλου,

Την πόρτα ενός πλούσιου ανθρώπου· ένα τρέμουλο πιάνει εκείνους που τον βλέπουν.

Έτσι και ο Αχιλλέας τρεμούλιασε βλέποντας τον θείο Πρίαμο·

Οι υπόλοιποι τρεμούλιασαν επίσης, κοιτώντας ο ένας τον άλλο.

Αυτό όμως διαρκεί μόνο για μια στιγμή. Σύντομα η παρουσία του βασανισμένου πλάσματος έχει ξεχαστεί:

Μίλησε. Ο άλλος, θυμόνταν τον δικό του πατέρα, ήθελε να κλάψει·

Παίρνοντας το χέρι του γέρου, τον έσπρωξε πέρα.

Και οι δυο θυμόνταν. Σκέφτονταν τον Έκτορα, τον φονιά ανδρών,

Ο Πρίαμος έκλαψε, ταπεινωμένος στα πόδια του Αχιλλέα.

Αλλά ο Αχιλλέας έκλαψε, τώρα για τον πατέρα του,

Τώρα για τον Πάτροκλο. Και οι λυγμοί τους ακούγονταν σε όλο το σπίτι.

Ο γέρος έτρεμε και υπάκουσε. Δεν ήταν η αναισθησία που έκανε τον Αχιλλέα με μια μόνη κίνηση του χεριού να σπρώξει τον γέρο που ήταν γραπωμένος στα πόδια του· τα λόγια του Πρίαμου, θυμίζοντας το δικό του πατέρα, τον είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων. Ήταν απλά ζήτημα να ελευθερωθεί στις κινήσεις του σαν αυτό που αγκαλιάζει τα πόδια του, να μην ήταν ένας ικέτης αλλά ένα αδρανές αντικείμενο. Οποιοσδήποτε είναι κοντά μας ασκεί ένα είδος δύναμης πάνω μας μόνο με την παρουσία του, και μια δύναμη που ανήκει μόνο στον ίδιο, δηλαδή, την δύναμη να σταματήσει, να καταστείλει, και να τροποποιήσει κάθε κίνηση που σχεδιάζει το σώμα μας. Αν παραμερίσουμε για ένα περαστικό στο δρόμο, δεν είναι το ίδιο με το να παραμερίσουμε για να αποφύγουμε μια πινακίδα μόνοι μας στα σπίτια μας, σηκωνόμαστε, περπατάμε και καθόμαστε ξανά πολύ διαφορετικά από το τρόπο που το κάνουμε όταν έχουμε επισκέπτη. Αυτή όμως η απροσδιόριστη επιρροή που έχει πάνω μας η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου δεν ασκείτε από ανθρώπους που μια στιγμή ανυπομονησίας μπορεί να τους στερήσει τη ζωή, που μπορούν να πεθάνουν πριν καν ο νους να τους προσδιορίσει την ποινή. Στην παρουσία τους, οι άνθρωποι κινούνται σαν να μην είναι εκεί εκείνοι, από τη πλευρά τους, διατρέχουν το κίνδυνο να μετατραπούν σε τίποτα σε μια μόνη στιγμή, μιμούνται το τίποτα στην ίδια τους την ύπαρξη. Αν σπρωχτούν πέφτουν. Πεσμένοι, μένουν εκεί που βρίσκονται, εκτός και από τύχη κάποιος έχει την ιδέα να τους σηκώσει ξανά. Αν υποθέσουμε πως επιτέλους τους σηκώσουν, τους τιμήσουν με εγκάρδια σχόλια, δεν τολμούν να πάρουν αυτή την ανάσταση σοβαρά δεν τολμούν να εκφράσουν μια επιθυμία ώστε να μην τους γυρίσει για πάντα στη σιωπή μια θυμωμένη φωνή:

Μίλησε· ο γέρος έτρεμε και υπάκουσε

Τουλάχιστον ένας ικέτης, μόλις απαντηθεί η προσευχή του, γίνεται άνθρωπος ξανά, όπως οποιεσδήποτε άλλος. Υπάρχουν όμως άλλα, περισσότερο άτυχα πλάσματα που έχουν γίνει πράγματα για όλη τους τη ζωή. Οι μέρες τους δεν έχουν ανεμελιά, δεν έχουν ελεύθερους χώρους, δεν έχουν χώρο για καμιά δική τους παρόρμηση. Δεν είναι πως η ζωή τους είναι σκληρότερη από ότι των άλλων ανθρώπων ούτε πως κατέχουν χαμηλότερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία· όχι, είναι ένα άλλο ανθρώπινο είδος, ένας συμβιβασμός μεταξύ ανθρώπου και κουφαριού. Η ιδέα πως το είναι ενός ατόμου είναι πράγμα είναι λογική αντίφαση. Όμως αυτό που είναι αδύνατο στη λογική γίνεται αληθινό στη ζωή. Και η αντίφαση που είναι καρφωμένη μέσα στη ψυχή την κάνει κομμάτια. Αυτό το πράγμα επιθυμεί συνεχώς να γίνει άνδρας ή γυναίκα, αλλά δεν το καταφέρνει ποτέ – είναι, βέβαια, θάνατος αλλά θάνατος που απλώνεται σε μια ολόκληρη ζωή· είναι, βέβαια, ζωή, αλλά ζωή που ο θάνατος παγώνει πριν την καταργήσει.

Αυτή η παράξενη μοίρα είναι που περιμένει η κοπέλα, η κόρη του ιερέα:

Δεν θα την αφήσω. Τα γηρατειά θα την βρουν

Στο σπίτι μας στο Άργος, μακριά από την πατρίδα της.

Να φροντίζει τον αργαλειό και να μοιράζεται το κρεβάτι μου.

Περιμένει την νεαρή σύζυγο, τη νεαρή μητέρα, την νύφη του πρίγκηπα:

Και ίσως μια μέρα στο Άργος, θα υφάνεις για κάποιον άλλο

Και το νερό της Μεσσηίδας ή της Υπερείηδας θα φέρνεις

Ενάντια στη θέληση σου, υποταγμένη σε μια σκληρή ανάγκη

Περιμένει το μωρό, κληρονόμο του βασιλικού σκήπτρου:

Σύντομα θα φύγουν στα μεγάλα πλοία τους,

Και εγώ μαζί τους. και συ παιδί μου, είτε θα έρθεις μαζί μου,

Σε μια γη που θα κάνεις άθλιες δουλειές

Μοχθώντας για ένα άκαρδο αφέντη…

Στα μάτια της μητέρας, μια τέτοια μοίρα για το παιδί της είναι το ίδιο τρομερή όσο ο θάνατος· ο άντρας της θα προτιμούσε να πεθάνει από το να την δει σε μια τέτοια κατάσταση· όλες τις τιμωρίες του ουρανού επικαλείται ο πατέρας εναντίον του στρατού που το κάνει αυτό στην κόρη. Όμως τα ίδια τα θύματα είναι πέρα από όλα αυτά. Κατάρες, αισθήματα επανάστασης, συγκρίσεις, σκέψεις για το μέλλον και το παρελθόν, εξουδετερώνονται από το μυαλό του αιχμάλωτου· και ή ίδια η μνήμη μόλις που επιβιώνει. Η πίστη στη πόλη και στους νεκρούς του δεν είναι προνόμιο του σκλάβου.

Και τι κάνει ένα σκλάβο να κλάψει; Η κακοτυχία του αφέντη του, του καταπιεστή του, του άρπαγα του, του κατακτητή του, του ανθρώπου που ισοπέδωσε την πόλη του και σκότωσε τους αγαπημένους του μπροστά στα μάτια του. Ο άνθρωπος αυτός υποφέρει ή πεθαίνει· τότε έρχονται τα δάκρυα του σκλάβου. Και στα αλήθεια γιατί όχι; Αυτή είναι η μόνη περίπτωση που τα δάκρυα επιτρέπονται για αυτόν, στην πραγματικότητα είναι απαιτητά. Ο σκλάβος θα κλαίει πάντα όποτε μπορεί να το κάνει δίχως τιμωρία – κατάσταση του διατηρεί τα δάκρυα διαθέσιμα:

Μίλησε, θρηνώντας, και οι γυναίκες αναστέναξαν

Με την ευκαιρία του Πάτροκλου να θρηνήσουν για τα δικά τους βάσανα.

Καθώς ο σκλάβος δεν έχει δικαίωμα να εκφράσει οτιδήποτε πέρα από αυτό που ευχαριστεί τον αφέντη του, σημαίνει πως το μόνο συναίσθημα που μπορεί να τον αγγίξει ή να τον ζωντανέψει λίγο, που μπορεί να τον φτάσει στην ερημιά της ζωής του, είναι το συναίσθημα της αγάπης για τον αφέντη του. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τόπος για να στείλει το δώρο της αγάπης· όλες οι άλλες διέξοδοι είναι απαγορευμένοι, όπως με ένα άλογο στο ζυγό, η στομίδα, άξονες και χαλινάρια απαγορεύουν κάθε πορεία εκτός από μια. Και αν, μέσω κάποιου θαύματος, γεννηθεί στο στήθος του σκλάβου η ελπίδα, η ελπίδα του να γίνει ξανά κάποια μέρα, μέσα από την επιρροή κάποιου, κάποιος ξανά, πόσο μακριά δεν φτάνει για να δείξει αγάπη και ευγνωμοσύνη, ακόμη και αν αυτά τα συναισθήματα απευθύνονται στους ίδιους τους ανθρώπους που θα έπρεπε, σύμφωνα με το πρόσφατο παρελθόν, θα έπρεπε να γεμίζει με τρόμο εξαιτίας τους:

Τον άντρα μου, εκείνον που με έδωσαν ο πατέρας και η αγαπημένη μητέρα μου

Τον είδα μπροστά από την πόλη καρφωμένο με τον κοφτερό μπρούτζο.

Οι τρεις αδερφοί μου, παιδιά, μαζί με εμένα, μιας μάνας,

Τόσο αγαπημένοι μου! Συνάντησαν όλοι την τελευταία τους μέρα.

Αλλά δεν μου επέτρεψες να κλάψω, όταν ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας

Έσφαξε τον άντρα μου και κατέστρεψε την πόλη του Μύνητα.

Μου υποσχέθηκες πως θα με πάρει ο θεϊκός Αχιλλέας,

Νόμιμη γυναίκα του, πως θα με πάρει μακριά με τα πλοία του,

Στην Πυθία, που τον γάμο μας θα γιορτάσουν οι Μυρμιδόνες,

Έτσι δίχως σταματημό θρηνώ για σένα, εσένα που ήσουν πάντα ευγενικός.

Είναι αδύνατο να χάσεις περισσότερα από τον σκλάβο, γιατί χάνει όλη του την εσωτερική ζωή. Ένα θραύσμα της μπορεί να το πάρει πίσω αν βλέπει την πιθανότητα να αλλάξει την μοίρα του, αλλά αυτή είναι η μόνη του ελπίδα. Τέτοια είναι το βασίλειο της δύναμης, τόσο μεγάλο όσο και το βασίλειο της φύσης. Η φύση επίσης, όταν ζωτικές ανάγκες είναι σε ρίσκο, μπορεί να σβήσει ολόκληρη την εσωτερική ζωή, ακόμη και την θλίψη μιας μητέρας:

Η σκέψη να φάει ήρθε σε εκείνη, όταν κουράστηκε από τα δάκρια

Η δύναμη, στα χέρια κάποιου άλλου, ασκεί πάνω στην ψυχή την ίδια τυραννία με την ακραία πείνα· γατί διαθέτει in pepretuo, την εξουσία της ζωής και του θανάτου. Η εξουσία της επιπλέον, είναι το ίδιο ψυχρή και σκληρή όσο η εξουσία της αδρανούς ύλης. Ο άνθρωπος που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως πιο αδύνατο προς κάποιον άλλο είναι περισσότερο μόνος στη καρδιά μιας πόλης από ότι ένας άνθρωπος χαμένος στην έρημο.

Δυο κράνη τοποθετούνται στο κατώφλι του Δία,

Περιέχοντας τα δώρα του, τα κακά στο ένα, τα καλά στο άλλο…

Στον άνθρωπο που δίνει τα άσχημα δώρα, δείχνει θυμό·

Μια τρομερή ανάγκη τον οδηγεί στην θεία γη·

Είναι περιπλανώμενος, και δεν έχει το σεβασμό θεών και ανθρώπων.

Η δύναμη είναι το ίδιο ανελέητη προς τον άνθρωπό που την κατέχει, ή νομίζει πως την κατέχει, όσο και προς τα θύματα της· το δεύτερο το τσακίζει, τον πρώτο τον μεθάει. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν την κατέχει πραγματικά. Η ανθρώπινη φυλή δεν είναι διαιρεμένη, στην Ιλιάδα, σε κατακτημένα άτομα, σκλάβους, ικέτες, από την μια, και σε κατακτητές και αρχηγούς από την άλλη. Στο ποίημα αυτό δεν υπάρχει ούτε ένα πρόσωπο που να μην σκύψει το κεφάλι την μια ή την άλλη στιγμή στην δύναμη. Ο κοινός στρατιώτης στην Ιλιάδα είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα να φέρει όπλα· παρόλα αυτά είναι υποταγμένος στην προσβολή των διαταγών και της βίας·

Όποτε όμως συναντούσε ένα κοινό να φωνάζει

Τον χτυπούσε με το σκήπτρο του και έλεγε με θυμό:

«Ανάξιε! Κάτσε κάτω και άκου τους καλύτερους σου,

Είσαι αδύνατος και δειλός και φοβιτσιάρης,

Δεν είσαι τίποτα, ούτε στη μάχη ούτε στις συμβουλές».

Ο Θερσίτης πληρώνει ακριβά για τις απολύτως λογικές παρατηρήσεις που κάνει, παρατηρήσεις που δεν διαφέρουν, επιπλέον, από εκείνες που κάνει ο Αχιλλέας:

Τον χτύπησε με σκήπτρο του στην πλάτη και τους ώμους,

Τόσο που διπλώθηκε, και ένα μεγάλο δάκρυ ανάβλυσε,

Και ένα ματωμένο σημάδι εμφανίστηκε στη πλάτη του

Κάτω από το χρυσό σκήπτρο. Τρομαγμένος, έκατσε κάτω,

Σκουπίζοντας τα δάκρυα του, αναστατωμένος και πονώντας.

όσο προβληματισμένοι και αν ήταν, οι άλλοι γέλασαν πολύ με αυτόν.

Ο ίδιος ο Αχιλλέας, αυτός ο περήφανος ήρωας, ο αήττητος, μας παρουσιάζεται στην αρχή του ποιήματος, να κλαίει ταπεινωμένος και απελπισμένη θλίψη – η γυναίκα που ήθελε για νύφη του, του την είχαν πάρει κάτω από την μύτη του, και δεν είχε τολμήσει να αντισταθεί:

… Αλλά ο Αχιλλέας

Θρηνώντας, έκατσε χωριστά από τους συντρόφους του,

Δίπλα από τα λευκά κύματα, κοιτώντας την απέραντη θάλασσα

Αυτό που συνέβη είναι πως ο Αγαμέμνωνας έχει ταπεινώσει εσκεμμένα τον Αχιλλέα, για αν δείξει πως εκείνος είναι ο αφέντης:

… Έτσι θα μάθεις

Πως είμαι καλύτερος από εσένα, και όλοι οι άλλοι δεν θα τολμήσουν

Να με αντιμετωπίσουν σαν ίσο και να σταθούν απέναντι μου.

Μερικές μέρες θα περάσουν, και τώρα ο ανώτατος διοικητής κλαίει με τη σειρά του. Πρέπει να ταπεινωθεί, πρέπει να παρακαλέσει, και έχει, επιπλέον, την πρόσθετη απογοήτευση να τα κάνει όλα αυτά μάταια.

Παρομοίως δεν υπάρχει κανένας από τους μαχητές που να διασωθεί από την ντροπιαστική εμπειρία του φόβου. Οι ήρωες τρέμουν όπως όλοι οι άλλοι. Χρειάζεται μόνο μια πρόκληση από τον Έκτορα για να προκληθεί πανικός σε ολόκληρη την ελληνική δύναμη – εκτός από τον Αχιλλέα και τους άντρες του, και δεν ήταν εκεί:

Μίλησε και όλοι στάθηκαν ακίνητοι και έμεινα ήσυχοι,

Ντρέπονταν να αρνηθούν, φοβόντουσαν να δεχτούν.

Μόλις όμως ο Αίας βγαίνει μπροστά και προσφέρεται, ο φόβος αλλάζει γρήγορα πλευρά:

Ένα ρίγος τρόμου διαπέρασε τους Τρώες, λύνοντας τα πόδια τους·

Και ό ίδιος ο Έκτορας ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά στο στήθος του.

Δεν είχε όμως πια το δικαίωμα να τρέμει, ή να φύγει μακριά…

Δυο μέρες αργότερα, είναι η σειρά του Αία να φοβηθεί:

Ο Δίας ο πατέρας στον ουρανό, γεμίζει με φόβο τον Αία.

Σταματά, εξουθενωμένος, ρίχνει στην πλάτη του την ασπίδα του φτιαγμένη από εφτά τομάρια,

Τρέμει, κοιτά στο πλήθος γύρω του, σαν άγριο θηρίο…

Η στιγμή αυτή φτάνει ακόμη και για τον Αχιλλέα· και αυτός πρέπει να ριγήσει και να τραυλίσει από φόβο, αν και είναι ένας ποταμός που του τον προκαλεί και όχι κάποιος άνθρωπος. Με την εξαίρεση όμως το Αχιλλέα κάθε άνδρας στην Ιλιάδα γεύεται μια στιγμή ήττας στη μάχη. Η νίκη είναι λιγότερο ζήτημα γενναιότητας όσο τυφλής τύχης, που συμβολίζεται στο ποίημα από την χρυσή ζυγαριά του Δία:

Τότε ο Δίας ο πατέρας πήρε την χρυσή του ζυγαριά,

Πάνω της έβαλε τις δυο μοίρες του θανάτου που παίρνει όλους τους ανθρώπους

Μια για τους Τρώες, τους γητευτές των αλόγων, μια για τους χαλκοχίτωνες Έλληνες.

Σήκωσε την ζυγαριά από τη μέση· ήταν για τους Έλληνες που βάρυνε η μοιραία μέρα

Από την ίδια την τυφλότητα της, η τύχη, η μοίρα δημιουργεί ένα είδος δικαιοσύνης. Τυφλή είναι και εκείνη που λέει πως οι πολεμιστές θα πληρώσουν το τίμημα με το ίδιο νόμισμα. Εκείνος που σηκώνει το σπαθί, θα πεθάνει από το σπαθί. Η Ιλιάδα διατύπωσε την αρχή πολύ πριν το κάνουν τα Ευαγγέλια, και σχεδόν με τους ίδιους όρους:

Ο Άρης είναι δίκαιος, και σκοτώνει εκείνους που σκοτώνουν.

Ίσως όλοι οι άνθρωποι, από το γεγονός και μόνο πως γεννήθηκαν, είναι προορισμένοι να υποφέρουν την βία· όμως αυτή είναι μια αλήθεια από την οποία οι συνθήκες αποστρέφουν το βλέμμα των ανθρώπων. Οι δυνατοί δεν είναι ποτέ, εκ των πραγμάτων απόλυτα δυνατοί, ούτε και οι αδύναμοι απόλυτα αδύναμοι, κανένας τους όμως δεν το αντιλαμβάνεται. Εμφανίζουν μια κοινή άρνηση στο να πιστέψουν πως ανήκουν στο ίδιο είδος και οι δύο· οι αδύναμοι δεν βλέπουν καμιά σχέση ανάμεσα σε αυτούς και τους δυνατούς, και το αντίστροφο. Ο άνθρωπος που κατέχει την δύναμη μοιάζει να περνά μέσα από ένα υποχωρητικό στοιχείο· στην ανθρώπινη ουσία που τον περιβάλλει τίποτα δεν έχει την δύναμη να παρεμβληθεί ανάμεσα στην παρόρμηση και στην πράξη, στο μικρό διάστημα που είναι η σκέψη. Όπου δεν υπάρχει χώρος για σκέψη, δεν υπάρχει ούτε για την δικαιοσύνη ή την σύνεση. Για αυτό βλέπουμε άνδρες με όπλα να φέρονται άδικα και παράλογα. Βλέπουμε τα σπαθιά τους να θάβονται στο στήθος ενός αφοπλισμένου εχθρού που βρίσκεται στην ίδια την πράξη της ικεσίας πεσμένοι στα γόνατα. Τους βλέπουμε να θριαμβεύουν πάνω από ένα ετοιμοθάνατο άνδρα, περιγράφοντας του τις προσβολές που θα υποστεί το πτώμα του. Βλέπουμε τον Αχιλλέα να κόβει τους λαιμούς δώδεκα παιδιών από την Τρία πάνω στην νεκρική πυρά του Πατρόκλου το ίδιο φυσικά όσο και με το όταν κόβουμε λουλούδια για ένα τάφο. Οι άνθρωποι αυτοί, ασκώντας δύναμη, δεν υποψιάζονται πως με το καιρό οι πράξεις τους θα επιστρέψουν σ’ αυτούς – θα σκύψουν και αυτοί το λαιμό με τη σειρά τους. αν μπορείς να κάνεις ένα γέρο να μείνει σιωπηλός, να τρέμει, να υπακούει, με μια σου μόνο λέξη, γιατί να σου περάσει από το νου πως οι κατάρες αυτού του γέρου, που επιπλέον είναι ιερέας, θα έχουν τη δική τους βαρύτητα στα αυτιά των θεών; Γιατί να αποφύγεις να πάρεις το κορίτσι του Αχιλλέα μακριά του αν ξέρεις πως ούτε εκείνος ούτε εκείνη μπορούν να κάνουν τίποτα παρά να σε υπακούσουν; Ο Αχιλλέας χαίρεται με το θέαμα των Ελλήνων να τρέχουν με αγωνία και αταξία. Τι θα μπορούσε να του πει πως αυτή η οπισθοχώρηση, που θα κρατήσει για όσο θέλει και θα τελειώσει μόλις το θελήσει η διάθεση τηου, πως αυτή η οπισθοχώρηση θα είναι η αιτία του θανάτου του φίλου του, και στην πράξη, και του δικού του; Έτσι γίνεται εκείνοι που έχουν δανεική δύναμη από την μοίρα να βασίζονται πάρα πολύ πάνω της και να καταστρέφονται.

Την στιγμή εκείνη όμως η δική τους καταστροφή μοιάζει απίθανη για τους ίδιους. Γιατί δεν βλέπουν πως η δύναμη στα χέρια τους είναι περιορισμένης ποσότητας· ούτε βλέπουν τις σχέσεις  με άλλα ανθρώπινα όντα ως ένα είδος ισορροπίας μεταξύ άνισων μεγεθών δύναμης. Καθώς άλλοι άνθρωποι δεν επιβάλουν στις κινήσεις του εκείνο το σταμάτημα, εκείνο το διάστημα δισταγμού, που μέσα του βρίσκεται η σκέψη μας για τους αδελφούς μας στην ανθρωπότητα, καταλήγουν πως η μοίρα έχει δώσει απόλυτη ελευθερία στους ίδιους και απολύτως καμιά στους κατώτερους τους. Και στο σημείο αυτό ξεπερνούν το μέτρο της δύναμης που είναι πρακτικά στη διάθεση τους. Αναπόφευκτα την ξεπερνούν καθώς δεν γνωρίζουν πως είναι περιορισμένη. Και τώρα τους βλέπουμε να έχουν αφεθεί απόλυτα  στην τύχη· ξαφνικά τα πράγματα παύουν να τους υπακούν. Μερικές φορές η τύχη είναι ευγενική απέναντι τους, μερικές φορές σκληρή. Σε κάθε περίπτωση είναι εκτεθειμένοι, ανοιχτή στην κακοτυχία· δεν υπάρχει πιά η πανοπλία της δύναμης που προστάτευε τις γυμνές τους ψυχές· τίποτα, καμιά ασπίδα, δεν στέκεται ανάμεσα στους ίδιους και στα δάκρυα.

Αυτή η εκδίκηση, που έχει γεωμετρική ισχύ, που επεμβαίνει αυτόματα για να τιμωρήσει την κατάχρηση της εξουσίας, ήταν το βασικό αντικείμενο της ελληνικής σκέψης. Είναι η ψυχή του έπους. Υπό το όνομα Νέμεσις, λειτουργεί σαν την βασική πηγή των τραγωδιών του Αισχύλου. Για τους πυθαγόρειους, στον Σωκράτη και στον Πλάτωνα, ήταν η αφετηρία πάνω στο στοχασμό για την φύση του ανθρώπου και του σύμπαντος. Όπου διείσδυσε ο ελληνισμός, βρίσκουμε την ύπαρξη της ιδέας; Αυτής. Στις Ανατολικές χώρες που είναι βασισμένες στο Βουδισμό, είναι ίσως που αυτή ελληνική ιδέα που έζησε υπό το όνομα Κάρμα. Η Δύση, ωστόσο, την έχει χάσει, δεν έχει καν λέξη που να την εκφράζει πλέον σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες της: έννοιες ορίου, μέτρου, ισορροπίας, που οφείλουν να ορίζουν τον τρόπο ζωής, στη Δύση περιορίζονται σε μια δουλοπρεπή λειτουργία στο λεξιλόγιο της τεχνικής. Είμαστε γεωμέτρες μόνο της ύλης· οι Έλληνες ήταν, πρώτα και κύρια, γεωμέτρες στην υποταγή τους στην αρετή.

Η εξέλιξη του πολέμου στην Ιλιάδα δεν είναι παρά ένα συνεχές παιχνίδι τραμπάλας. Ο νικητής της στιγμής αισθάνεται πως είναι ανίκητος, αν και μόλις λίγες ώρες πριν μπορεί να είχε βιώσει την ήττα· ξεχνά να αντιμετωπίσει την νίκη ως μεταβατικό πράγμα. Στο τέλος της πρώτης μέρας μάχης που περιγράφεται στην Ιλιάδα, οι νικητές Έλληνες ήταν σε θέση να αποκτήσουν το στόχο των προσπαθειών τους, δηλαδή την Ελένη και τα πλούτη της – υποθέτοντας φυσικά πως οι Έλληνες, όπως έκανε ο Όμηρος, είχαν λόγους να πιστεύουν πως η Ελένη ήταν στην Τροία. Στην πραγματικότητα, οι Αιγύπτιοι ιερείς, που μάλλον ήξεραν, επιβεβαίωναν αργότερα στον Ηρόδοτο πως ήταν στην Αίγυπτο. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο το απόγευμα οι Έλληνες δεν νοιάζονταν πια για εκείνη ή τη περιουσία της:

Ας μην δεχτούμε για τώρα τα πλούτη του Πάρη·

Ούτε την Ελένη· όλοι βλέπουν, ακόμη και ο πιο ανίδεος

Πως η Τροία είναι έτοιμη να πέσει.

Έτσι μίλησε, και όλοι οι Αχαιοί τον επευφήμησαν.

Αυτό που θέλουν, είναι στη πραγματικότητα, τα πάντα. Για λάφυρα, όλα τα πλούτη της Τροίας· για τις φωτιές τους, όλα τα παλάτια, οι ναοί , τα σπίτια· για σκλάβους, όλες οι γυναίκες και τα παιδιά· για πτώματα, όλοι οι άνδρες. Ξεχνούν μια λεπτομέρεια, πως τα πάντα δεν είναι μέσα στις δυνατότητες τους, γιατί δεν είναι στην Τροία. Ίσως να είναι εκεί αύριο· ίσως όχι. Ο Έκτορας κάνει την ίδια μέρα το ίδιο λάθος:

Γιατί ξέρω μέσα μου και μέσα στη καρδιά μου,

Θα έρθει μια μέρα που η Ιερή Τροία θα χαθεί,

Και ο Πρίαμος, και ο λαός του Πρίαμου.

Συλλογίζομαι λιγότερο όμως τη θλίψη που περιμένει τους Τρώες

Και την Εκάβη, και τον Πρίαμο το βασιλιά,

Και τα αδέρφια μου, τόσους πολλούς και τόσο γενναίους,

Που θα πέσουν στο χώμα κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού,

Από ότι την μέρα που ένας Έλληνας με το χάλκινο θώρακα του

Θα σε σύρει μακριά ενώ θρηνείς και θα σου στερήσει την ελευθερία σου.

Για μένα όμως, ας είμαι νεκρός, και να με έχει σκεπάσει το χώμα

Πριν σε ακούσω να κλαις ή να σε δω να σε παίρνουν μακριά!

Την στιγμή εκείνη και τι δεν θα έδινε να διώξει εκείνους τους τρόμους που θεωρεί αναπόφευκτους; Εκείνη τη στιγμή ότι μπορούσε να δώσει δεν θα είχε σημασία. Την επόμενη μέρα όμως, εκτός από έναν, οι Έλληνες τράπηκαν σε απελπισμένη φυγή, και ο ίδιος ο Αγαμέμνωνας είναι πρόθυμος να ανοιχτεί ξανά στη θάλασσα. Και ο Έκτορας, κάνοντας πολύ μικρές παραχωρήσεις, θα μπορούσε να εξασφαλίσει την απομάκρυνση του εχθρού· είναι ακόμη και απρόθυμος να τους αφήσει να φύγουν άπρακτοι:

Ανάψτε φωτιές παντού και αφήστε τις φλόγες τους να φτάσουν στον ουρανό.

Αλλιώς μέσα στην νύχτα οι μακρυμάλληδες Έλληνες,

Δραπετεύοντας, θα φύγουν πάνω στην μαύρη ράχη του ωκεανού…

Αφήστε τον καθένα τους να βρει καταφύγιο να γιατρέψει τις πληγές του

… ώστε οι άλλοι να φοβηθούν

Να φέρουν τον ζοφερό πόλεμο στους Τρώες, τους δαμαστές αλόγων

Η επιθυμία του εκπληρώνεται· οι Έλληνες μένουν· και την επόμενη μέρα φέρνουν τον Έκτορα και τους άντρες του σε άθλια κατάσταση:

Όσο για αυτούς – σκόρπισαν στην πεδιάδα σαν βόδια

Που το λιοντάρι κυνηγά  στο σκοτάδι της νύχτας…

Έτσι ο μεγάλος Αγαμέμνονας, ο γιός του Ατρέα, τους καταδίωκε,

Σκοτώνοντας ακλόνητος τους τελευταίους· και ακόμη έτρεχαν.

Στη διάρκεια του απογεύματος, ο Έκτορας ανακτά την υπεροχή ξανά, υποχωρεί ξανά, και μετά τρέπει σε φυγή τους Έλληνες, και μετά τον αντιμετωπίζει ο Πάτροκλος, που ήρθε με τους ξεκούραστους άνδρες του. Ο Πάτροκλος, παρασυρμένος από το πλεονέκτημα του, καταλήγει εκτεθειμένος, πληγωμένος και δίχως πανοπλία, στο ξίφος του Έκτορα. Και τέλος εκείνο το απόγευμα ο νικητής Έκτορας ακούει την συνετή συμβουλή του Πολυδάμα και την αρνείται με πάθος:

Τώρα που ο πανούργος γιός του Κρόνου μου έδωσε

Δόξα στα πλοία· τώρα που έριξα τους Έλληνες στη θάλασσα,

Μη προσφέρεις, ανόητε, τέτοιες συμβουλές στο κόσμο.

Κανένας Τρώας δεν θα σε ακούσει· ούτε και θα το επιτρέψω…

Έτσι μίλησε ο Έκτορας, και οι Τρώες τον επευφήμησαν…

Την επόμενη μέρα ο Έκτορας χάνεται. Ο Αχιλλέας τον σέρνει σε ολόκληρο το πεδίο της μάχης και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Στη μάχη ήταν πάντα ο δυνατότερος ανάμεσα στους δυο τους· πόσο μάλλον τώρα, μετά από εβδομάδες ξεκούρασης, διψασμένος για εκδίκηση και νίκη, εναντίον ενός εξαντλημένου εχθρού; Και ο Έκτορας στέκεται μόνος, μπροστά από τα τείχη της Τροίας, απολύτως μόνος, μόνος για να περιμένει το θάνατο και για να προετοιμάσει τη ψυχή του να τον υποδεχτεί:

Αλίμονο, αν μπορούσα να γλιστρήσω μέσα από την πύλη, πίσω από τα τείχη,

Ο Πολυδάμας με μιας θα με γέμιζε με ατιμία…

Και τώρα που με την αποκοτιά μου κατέστρεψα το λαό μου,

Φοβάμαι τους Τρώες και τις Τρωάδες με τις μακριές ρόμπες,

Φοβάμαι να ακούσω από κάποιον λιγότερο γενναίο από εμένα:

«Ο Έκτορας, εμπιστευόμενος την δύναμη του πολύ, κατέστρεφε το λαό του…»

Αν άφηνα κάτω την ανάγλυφη ασπίδα μου,

Το βαρύ μου κράνος, και, αφήνοντας το δόρυ μου στο τοίχο,

Θα έπρεπε να πάω να βρω τον φημισμένο Αχιλλέα;…

Γιατί όμως να πλέκω τέτοιες φαντασίες; Γιατί τέτοια όνειρα;

Δεν θα τον φτάσω, και ούτε θα με λυπηθεί,

Ή θα με σεβαστεί. Θα με σκότωνε σαν γυναίκα

Αν πήγαινα έτσι γυμνός…

Δεν χαρίζεται στον Έκτορα ούτε μια σταλιά θλίψης και ντροπής από εκείνες που πέφτουν πάνω στους άτυχους. Μόνος, απογυμνωμένος από το κύρος της δύναμης, ανακαλύπτει πως το κουράγιο που τον κράτησε από το να καταφύγει πίσω από τα τείχη δεν είναι αρκετό για να τον σώσει από την φυγή:

Βλέποντάς τον, ο Έκτορας άρχισε να τρέμει. Δεν είχε την καρδιά

Για να μείνει…

…Δεν είναι για ένα πρόβατο ή για το δέρμα ενός ταύρου,

Που προσπαθούν, όχι για αυτά τα κοινά τρόπαια του αγώνα·

Είναι μια ζωή για την οποία τρέχουν, τη ζωή του Έκτορα, του δαμαστή των αλόγων

Πληγωμένος, ετοιμοθάνατος, ενισχύει το θρίαμβο του νικητή του με μάταιες ικεσίες:

Σε εκλιπαρώ, στη ψυχή σου, στα γόνατά σου, στους γονείς σου…

Οι αναγνώστες της Ιλιάδας  ήξεραν πως ο θάνατος του του Έκτορα δεν θα ήταν παρά μια σύντομη χαρά για τον Αχιλλέα, και ο θάνατος του Αχιλλέα μόνο μια σύντομη χαρά για τους Τρώες, και η καταστροφή της Τροίας μόνο μια σύντομη χαρά για τους Αχαιούς.

Έτσι η βία εξολοθρεύει όποιον αισθάνεται το άγγιγμα της. μοιάζει να είναι τόσο εξωτερική προς το χρήστη της όσο και προς το θύμα της. και από αυτό ξεπηδά η ιδέα ενός πεπρωμένου μπροστά από το οποίο ο δήμιος και το θύμα στέκονται εξίσου αθώοι, μπροστά από το οποίο ο κατακτητής και ο κατακτημένος είναι σύντροφοι στην ίδια αγωνία. Ο κατακτητής φέρνει δυστυχία στον κατακτημένο και το αντίστροφο:

Μοναχογιός, δίχως πολύ ζωή γεννήθηκε από αυτόν.

Παραμελημένος από μένα, μεγαλώνει – γιατί μακριά από τη πατρίδα

Στέκομαι μπροστά από την Τροία, χτυπώντας εσένα και τους γιούς σου.

Μια μετρημένη χρήση της βίας, που μόνο τέτοια θα επέτρεπε στον άνθρωπο να αποφύγει να μπλεχτεί στο μηχανισμό της, θα απαιτούσε υπεράνθρωπη αρετή, που είναι το ίδιο σπάνια όσο και η αξιοπρέπεια στην αδυναμία. Επιπλέον, η μετριοπάθεια η ίδια δεν είναι δίχως τους δικούς της κινδύνους, καθώς το κύρος, από το οποίο η βία αντλεί τα τρία τέταρτα τουλάχιστον της δύναμης της, βασίζεται κυρίως στην εντυπωσιακή αδιαφορία την οποία αισθάνονται οι δυνατοί απέναντι στους αδύναμους, μια αδιαφορία τόσο μεταδοτική που μολύνει τους ίδιους τους ανθρώπους που είναι τα αντικείμενα της. Δεν φτάνουμε όμως στην υπερβολή μέσα από την σύνεση και την πολιτική σκέψη. Το αντίθετο, ο άνθρωπος τρέχει προς αυτή σα να ήταν ακαταμάχητος πειρασμός. Η φωνή της λογικής ακούγεται περιστασιακά από τα στόματα των χαρακτήρων στην Ιλιάδα. Οι λόγοι του Θερσίτη είναι απόλυτα λογικοί· το ίδιο και οι λόγοι του θυμωμένου Αχιλλέα:

Τίποτα δεν αξίζει την ζωή μου, ούτε όλα τα πλούτη

Που λένε πως περιέχει η καλοχτισμένη πόλη του Ίλιου….

Ένας άνδρας μπορεί να πιάσει βόδια και παχιά πρόβατα

Μόλις όμως φύγει η ψυχή, δεν μπορείς να την πιάσεις ξανά.

Οι κουβέντες της λογικής πέφτουν στο κενό. Αν έρθουν από ένα κατώτερο, τιμωρείται και σωπαίνει· αν έρθουν από αρχηγό, οι πράξεις του τις προδίδουν. Και αν όλα τα άλλα αποτύχουν, πάντα υπάρχει ένας διαθέσιμος θεός να τον συμβουλέψει να φερθεί παράλογα. Στο τέλος, η ίδια η ιδέα του να θες να ξεφύγεις από το ρόλο που σου έδωσε η μοίρα – το έργο  του να σκοτώνεις και να πεθάνεις – φεύγει από το νου:

Εμείς, εκείνους στους οποίους ο Δίας

Έδωσε πόνο, από τα νιάτα ως τα γηρατειά,

Να υποφέρουμε σε θλιβερούς πολέμους, μέχρι να χαθούμε ως; Τον τελευταίο άνδρα.

Ήδη αυτοί οι πολεμιστές, όπως και εκείνη στην Κραόν πολύ αργότερα, αισθάνονταν πως ήταν «καταδικασμένοι άνθρωποι».

Ήταν η απλούστερη των παγίδων που τους έφερε σε αυτή τη κατάσταση. Στο ξεκίνημα, στον απόπλου, οι καρδιές τους είναι ανάλαφρες, όπως είναι πάντα οι καρδιές όταν έχεις μια μεγάλη δύναμη πίσω σου και τίποτα παρά χώρο απέναντι σου. Τα όπλα τους είναι στα χέρια τους· ο εχθρός είναι απών. Εκτός και αν το πνεύμα σου έχει κατακτηθεί εκ των προτέρων από την φήμη του εχθρού, πάντα αισθάνεσαι  πως είσαι πολύ πιο δυνατός από οποιονδήποτε δεν είναι εκεί. Ένας απόντας δεν επιβάλει το ζυγό του επιτακτικού. Στα πνεύματα εκείνων που ξεκινούν δεν έχει εμφανιστεί ακόμη το επιτακτικό· και έτσι πάνε σαν σε ένα παιχνίδι, σαν σε διακοπές από τους περιορισμούς της καθημερινής ζωής.

Που πήγαν εκείνες οι καυχησιάρικες φωνές

Που αλαζονικά πετάξαμε στον αέρα στη Λήμνο,

Γεμίζοντας τις κοιλιές μας με τη σάρκα βοδιών,

Πίνοντας από κούπες ξέχειλες με κρασί;

Όσο για τους Τρώες – εκατό ή διακόσιους ο καθένας μας

Μπορούσε να κάνει καλά στη μάχη. Και τώρα ένας είναι πολύς για εμάς.

Η πρώτη εμπειρία του πολέμου δεν διαλύει την ψευδαίσθηση πως ο πόλεμος είναι παιχνίδι. Η επιτακτικότητα του πολέμου, είναι εντελώς διαφορετική στη φύση της από την επιτακτικότητα της ειρήνης. Είναι τόσο τρομερή που το ανθρώπινο πνεύμα δεν θα υποταχτεί σε αυτή για όσο μπορεί να της ξεφεύγει· και όποτε μπορεί να της ξεφύγει βρίσκει καταφύγιο σε μακρινές μέρες δίχως επιτακτικότητα, ημέρες παιχνιδιού, χαράς, μέρες αυθαίρετες και φανταστικές. Ο κίνδυνος έτσι γίνεται κάτι το αφηρημένο· οι ζωές που καταστρέφεις είναι σαν τα παιχνίδια που χάλασε ένα παιδί, και το ίδιο ανίκανες να αισθανθούν· ο ηρωισμός δεν είναι παρά μια θεατρική χειρονομία και μολυσμένος με καυχησιά. Και γίνεται ακόμη πιο αληθινό αυτό, αν μια στιγμιαία ενίσχυση ζωντάνιας έρθει να ενισχύσει το θείο χέρι που απομακρύνει την ήττα και το θάνατο. Τότε ο πόλεμος είναι εύκολος και αγαπιέται με άξεστο και χυδαίο τρόπο.

Στους περισσότερους όμως των πολεμιστών αυτή η αίσθηση δεν κρατάει. Σύντομα έρχεται μια μέρα που ο φόβος, η ήττα, ή ο θάνατος αγαπημένων συντρόφων αγγίζει το πνεύμα του πολεμιστή, και τσακίζεται από το χέρι της αναγκαιότητας. Εκείνη τη στιγμή ο πόλεμος δεν είναι πια παιχνίδι ή όνειρο· τώρα επιτέλους ο πολεμιστής δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πραγματικότητα της ύπαρξης του. Και η πραγματικότητα αυτή, την οποία αντιλαμβάνεται, είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη για να γίνει ανεκτή, επειδή εμπεριέχει το θάνατο. Την στιγμή που θα αναγνωρίσεις το θάνατο ως πραγματική πιθανότητα, η σκέψη του γίνεται υποφερτή μόνο σε στιγμές έξαψης. Είναι αλήθεια πως όλοι οι άνθρωποι πρόκειται να πεθάνουν· επίσης αλήθεια είναι πως ένας στρατιώτης μπορεί να γεράσει στα πεδία των μαχών· όμως για εκείνους που τα πνεύματά τους έχουν λυγίσει υπό το ζυγό του πολέμου, η σχέση μεταξύ θανάτου και μέλλοντος είναι διαφορετική από ότι των άλλων ανθρώπων. Για τους άλλους ανθρώπους ο θάνατος μοιάζει ως ένα όριο μακριά στο μέλλον· για τον στρατιώτη ο θάνατος είναι το μέλλον, το μέλλον που του επιφυλάσσει το επάγγελμά του. Μόλις η εμπειρία του πολέμου κάνει ορατή την πιθανότητα του θανάτου που βρίσκεται κρυμμένη σε κάθε στιγμή, η σκέψη μας δεν μπορεί να ταξιδέψει από την μια μέρα στην επόμενη δίχως να συναντήσουμε το πρόσωπο του θανάτου. Ο νους καρφώνεται σε ένα τόνο που μπορεί να αντέξει μόνο για λίγο, αλλά κάθε νέα αυγή φέρνει μαζί της την ίδια επιτακτικότητα· και οι μέρες συσσωρευμένες πάνω σε μέρες γίνονται χρόνια. Και σε κάθε μια από αυτές τις μέρες η ψυχή υποφέρει τη βία. Η ψυχή συστηματικά, κάθε πρωί, ευνουχίζει τον εαυτό της από τη προσδοκία, γιατί η σκέψη δεν μπορεί να ταξιδέψει μέσα στο χρόνο δίχως να συναντήσει το θάνατο στη διαδρομή. Έτσι ο πόλεμος διαγράφει κάθε έννοια στόχου ή σκοπού, περιλαμβανομένων των ίδιων των δικών του «πολεμικών στόχων». Διαγράφει την ίδια την έννοια ενός πολέμου που φτάνει στο τέλος του. Το να είσαι έξω από μια κατάσταση τόσο βίαιη είναι το να μη μπορείς να τη συλλάβεις· το να είσαι μέσα της είναι το να είσαι ανίκανος να δεις το τέλος της. κατά συνέπεια, κανένας δεν κάνει κάτι για να φέρει αυτό το τέλος. Μπροστά από έναν οπλισμένο εχθρό, ποιο χέρι μπορεί να απαρνηθεί το όπλο του; Το μυαλό πρέπει να βρει μια διέξοδο, αλλά το μυαλό έχει χάσει την ικανότητα ακόμη και να κοιτάξει προς τα έξω. Το μυαλό έχει αφιερωθεί στο να ασκεί βία το ίδιο. Πάντοτε στην ανθρώπινη ζωή, είτε αφορά το πόλεμο είτε τη σκλαβιά, ο ανυπόφορος πόνος συνεχίζει όπως και πριν, χάρη στη δύναμη της δικής του ειδικής βαρύτητας, και έτσι μοιάζει στον εξωτερικό παρατηρητή σα να είναι εύκολα ανεκτός· στην πραγματικότητα, συνεχίζει επειδή έχει στερήσει από το θύμα τα μέσα που ίσως το βοηθούσαν να διαφύγει.

Παρόλα αυτά η ψυχή που είναι σκλαβωμένη στον πόλεμο ουρλιάζει για σωτηρία, η λύτρωση όμως της παρουσιάζεται με μια ακραία και τραγική εκδοχή, την εκδοχή της καταστροφής. Κάθε άλλη λύση, πιο μετρημένη, πιο λογική στο χαρακτήρα, θα εξέθετε το νου σε ένα τόσο ωμό πόνο, τόσο βίαιο που δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτός, ακόμη και σαν ανάμνηση. Τρόμος, θλίψη, εξάντληση, σφαγή, η εξόντωση των συντρόφων – αλήθεια δεν είναι πως όλα αυτά δεν θα κατέστρεφαν συνεχώς την ψυχή, αν δεν παρέμβαινε η μέθη της βίας για να τα πνίξει; Η ιδέα πως μια ατελείωτη προσπάθεια θα έφερνε περιορισμένο ή καθόλου αποτέλεσμα είναι τρομερά επώδυνη.

Τι; Θες να αφήσουμε το Πρίαμο και τους Τρώες να καυχιόνται

Την Αργεία Ελένη, εκείνη για την οποία τόσοι πολλοί Έλληνες

Πέθαναν μπροστά από τη Τροία, μακριά από τη μητρική τους γη;

Τι; Θες να αφήσουμε την πόλη, την Τροία με τους πλατιούς δρόμους,

Να στέκεται, όταν υποφέραμε τόσα για αυτή;

Τι είναι όμως ακριβώς η Ελένη για τον Οδυσσέα; Τι είναι στα αλήθεια η Τροία, γεμάτη πλούτη που δεν θα τον αποζημιώσουν για την καταστροφή της Ιθάκης; Για τους Έλληνες, η Τροία και η Ελένη στην πραγματικότητα αποτελούν απλά πηγές αίματος και δακρύων· η κατάκτηση τους σημαίνει την κατάκτηση φρικιαστικών αναμνήσεων. Αν η ύπαρξη ενός εχθρού έκανε μια ψυχή να καταστρέψει μέσα της το πράγμα που έβαλε εκεί η φύση, τότε η μόνη θεραπεία που μπορεί να φανταστεί η ψυχή είναι η καταστροφή του εχθρού. Και την ίδια στιγμή ο θάνατος αγαπημένων συντρόφων γεννά ένα πνεύμα μακάβριας μίμησης, μια αντιπαλότητα στο θάνατο:

Ας πεθάνω λοιπόν αμέσως! Αφού η μοίρα δεν μου επέτρεψε

Να προστατέψω το νεκρό μου φίλο, που μακριά από τη πατρίδα

Χάθηκε, περιμένοντας από μένα να τον προστατέψω από το θάνατο.

Έτσι θα πάω να βρω τον φονιά του φίλου μου,

Τον Έκτορα. Και θάνατο θα βρω τη στιγμή τη στιγμή που το θέλει ο Δίας –

Ο Δίας και οι άλλοι αθάνατοι.

Είναι η ίδια απελπισία που τον σπρώχνει προς το θάνατο, από την μια, και στη σφαγή, από την άλλη:

Το γνωρίζω καλά, η μοίρα μου είναι να χαθώ εδώ,

Μακριά από το πατέρα και την αγαπημένη μητέρα μου· αλλά στο μεταξύ

Δεν θα σταματήσω μέχρι οι Τρώες να χορτάσουν πόλεμο

Ο άνθρωπός που διακατέχεται από αυτή τη διπλή ανάγκη για θάνατο ανήκει, εφόσον δεν έχει γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό, σε μια διαφορετική φυλή από τη φυλή των ζωντανών.

Τι μπορεί να αγγίξουν οι δειλές ελπίδες για ζωή σε μια τέτοια καρδιά; Πως μπορεί να ακούσει τους ηττημένους να παρακαλούν να δουν ακόμη μια φορά το φως της ημέρας; Η απειλούμενη ζωή έχει ήδη απαλλαχθεί από όλες τις σημασίες της από μια μοναδική διάκριση: είναι πλέον άοπλη· ο αντίπαλος της διαθέτει όπλο. Επιπλέον, πως μπορεί ένας άνδρας που έχει ξεριζώσει από τον εαυτό του την ιδέα πως το φως της ημέρας είναι γλυκό στην όψη, να σεβαστεί μια τέτοια ιδέα όταν κάνει την εμφάνιση της σε κάποιο μάταιο και ταπεινό θρήνο;

Αγκαλιάζω σφιχτά τα γόνατά σου, Αχιλλέα. Έχε μια σκέψη, έχε έλεος για μένα.

Στέκομαι εδώ, γιέ του Δία, ικέτης, να με σεβαστείς.

Στο σπίτι σου γεύτηκα για πρώτη φορά το ψωμί της Δήμητρας,

Εκείνη την μέρα στο καλλο-κλαδεμένο αμπέλι μου με έπιασες

Και με πούλησες, στέλνοντάς με μακριά από το πατέρα και τους φίλους μου,

Στην ιερή Λήμνο· εκατό βόδια ήταν η τιμή μου.

Και τώρα θα σου δώσω τριακόσια για λύτρα.

Αυτό το ξημέρωμα είναι για μένα η δωδέκατη μέρα μου στη Τροία,

Μετά από τόσες στεναχώριες. Δες με εδώ, στα χέρια σου,

Από μια κακή μοίρα. Ο Δίας με μισεί μάλλον

Και με βάζει ξανά στα χέρια σου. Αλίμονο, φτωχή μου μητέρα Λαθόη,

Κόρη του γέρου, Άλτη – λιγόχρονο γιο γέννησες

Και τι υποδοχή έχουν αυτά τα λόγια!

Καλέ μου, και συ πρέπει να πεθάνεις. Γιατί διαμαρτύρεσαι για αυτό;

Και ο Πάτροκλος πέθανε – άνδρας πολύ καλύτερος από σένα.

Δεν βλέπεις πόσο όμορφος είμαι, πόσο δυνατός;

Ευγενικός πατέρας με έκανε, και θεά έχω για μητέρα.

Όμως ακόμα και ‘γω, σαν εσένα, πρέπει μια μέρα να συναντήσω την μοίρα μου,

Είτε έρθει εκείνη η ώρα το μεσημέρι, ή το απόγευμα, ή το ξημέρωμα,

Θα έρθει και για μένα κάποιος αρματωμένος πολεμιστής θα με σκοτώσει

Το να σεβαστείς την ζωή σε κάποιον άλλο όταν έπρεπε να ευνουχίσεις εσένα από κάθε επιθυμία για αυτή απαιτεί μια πραγματικά συγκινητική άσκηση των δυνάμεων της γενναιοδωρίας. Είναι αδύνατο να φανταστούμε οποιονδήποτε από τους πολεμιστές του Ομήρου να είναι ικανός για μια τέτοια επίδειξη, εκτός και αν είναι εκείνος ο πολεμιστής που κατοικεί, με ένα παράδοξο τρόπο, στη καρδιά του ποιήματος – δηλαδή ο Πάτροκλος, που «ήξερε να είναι καλός με όλους», και που σε όλη την Ιλιάδα δεν κάνει ούτε μια σκληρή ή βάρβαρη πράξη. Και όμως πόσους τέτοιους άνδρες ξέρουμε, μέσα στα χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, που έχουν δείξει τέτοια σχεδόν θεϊκή γενναιοδωρία; Δυο ή τρείς; – ακόμη και αυτό είναι αμφίβολο. Στερούμενος αυτή την γενναιοδωρία ο κατακτητής στρατιώτης είναι σαν μάστιγα της φύσης. Κυριευμένος από το πόλεμο, είναι σαν τον σκλάβο, γίνεται πράγμα, αν και ο τρόπος που γίνεται είναι διαφορετικός – και πάνω του, οι λέξεις είναι τόσο αδύναμες όσο και πάνω στην ύλη. Και οι δυο, με το άγγιγμα της βίας, βιώνουν τις αναπόφευκτες συνέπειες της: γίνονται κουφοί και μουγκοί.

Τέτοια είναι η φύση της βίας. Η δύναμη της να μετατρέπει έναν άνθρωπο σε πράγμα είναι διπλή, και στην άσκηση της δίκοπη. Στον ίδιο βαθμό, αν και με διαφορετικό τρόπο, εκείνοι που την χρησιμοποιούν και εκείνοι που την υπομένουν μετατρέπονται σε πέτρα. Αυτή η ιδιότητα της βίας φτάνει στη μέγιστη δυναμική της στη στιγμή της ένοπλης σύγκρουσης, στη μάχη, όταν έχει γυρίσει η ροή της μέρας και τα πάντα οδεύουν προς μια έκβαση. Δεν είναι ο άνδρας που σχεδιάζει, ο άνδρας της στρατηγικής, ο άνδρας που δρα πάνω στην απόφαση που λήφθηκε που κερδίζει ή χάνει μια μάχη· οι μάχες δίνονται και αποφασίζονται από άνδρες που έχουν αποστερηθεί αυτές τις ικανότητες, άνδρες που έχουν περάσει μια μεταμόρφωση, που έχουν πέσει στο επίπεδο αδρανούς ύλης που είναι η καθαρή παθητικότητα, ή στο επίπεδο της τυφλής βίας, που είναι η καθαρή ορμή. Εδώ βρίσκεται το τελευταίο μυστικό του πολέμου, ένα μυστικό που αποκαλύπτεται από την Ιλιάδα στις μεταφορές της, που παρομοίωσαν τους πολεμιστές είτε με φωτιά, πλημμύρα, άνεμο, άγρια κτήνη, ή ένας Θεός ξέρει ποια τυφλή αιτία καταστροφής, ή αλλιώς με φοβισμένα ζώα, δέντρα, νερό, άμμο, με οτιδήποτε στη φύση που κινείται χάρη στη βία εξωτερικών δυνάμεων οι Έλληνες και οι Τρώες, από την μια μέρα στην άλλη, μερικές φορές από την μια ώρα στην άλλη, βιώνουν, μεταμορφώνονται και επανέρχονται, από την μια ή την άλλη από αυτές τις μετουσιώσεις:

Όπως όταν ένα λιοντάρι, πεινασμένο, πηδά ανάμεσα στα βόδια

Που χιλιάδες βόσκουν σε ένα τεράστιο λιβάδι…

Και σκορπούν δεξιά και αριστερά με τρόμο· έτσι και οι Αχαιοί

Σκόρπισαν με πανικό μπροστά στον Έκτορα και το Δία, το μεγάλο πατέρα.

Όπως όταν μια αχόρταγη φωτιά ξεσπά βαθιά στο πυκνό δάσος

Και ο άνεμος σκορπά σπίθες μακριά,

Και δέντρα, με ρίζες και κλαδιά, πέφτουν στις φλόγες·

Έτσι και ο γιός του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας, έτρεχε στις γραμμές

Των Τρώων για να σωθεί…

Η τέχνη του πολέμου είναι στη πράξη η τέχνη της παραγωγής τέτοιων μεταμορφώσεων, και ο εξοπλισμός του, οι διαδικασίες του, ακόμη και οι απώλειες που προκαλεί στον εχθρό, είναι απλά τα μέσα προς αυτό το σκοπό – ο πραγματικός του στόχος είναι η ψυχή του πολεμιστή. Όμως αυτές οι μεταμορφώσεις είναι πάντα μυστήριες· οι θεοί οι δημιουργοί τους, οι θεοί που ανάβουν την φαντασία των ανθρώπων. Όπως όμως και αν δημιουργηθεί, αυτή η απολιθωτική ιδιότητα της βίας, πάντα διπλή, είναι βασική για τη φύση της· και μια ψυχή που έχει μπει στην επικράτεια της δύναμης δεν θα ξεφύγει από αυτή εκτός και αν από θαύμα. Τέτοια θαύματα είναι σπάνια και σύντομης διάρκειας.

Η αλαζονεία του κατακτητή που δεν έχει σεβασμό για κανένα πλάσμα ή πράγμα που είναι ή που φαντάζεται πως είναι στο έλεος του, η απελπισία του στρατιώτη που τον οδηγεί στην καταστροφή, η εξολόθρευση του σκλάβου ή του ηττημένου, η ολοκληρωτική σφαγή – όλα αυτά τα στοιχεία συνδυάζονται στην Ιλιάδα για να δημιουργήσουν μια εικόνα ομοιόμορφου τρόμου, του οποίου η βία είναι η μόνη ηρωίδα. Δίχως κάποιες φωτεινές στιγμές μια μονότονη απελπισία θα γεννιόταν, σκορπισμένη εδώ και εκεί σε όλο το ποίημα, αυτές οι σύντομες, ουράνιες στιγμές στις οποίες ο άνθρωπος κατέχει την ψυχή του. Η ψυχή που αφυπνίζεται τότε, για να ζήσει για μια στιγμή και να χαθεί σχεδόν αμέσως στο απέραντο βασίλειο της βίας, ξυπνά καθαρή και ολόκληρη· δεν περιέχει ασάφειες, τίποτα το περίπλοκο ή συγκεχυμένο· δεν έχει χώρο για τίποτα παρά για κουράγιο και αγάπη. Μερικές φορές είναι στη διάρκεια του εσωτερικού αναστοχασμού που ο άνθρωπός βρίσκει τη ψυχή του: την συναντά, όπως ο Έκτορας μπροστά στη Τροία, καθώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη μοίρα του με τους δικούς του όρους, δίχως τη συνδρομή θεών ή ανθρώπων. Σε άλλες στιγμές, είναι σε μια στιγμή αγάπης που οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τις ψυχές τους – και δεν υπάρχει σχεδόν καμιά μορφή γνωστής καθαρής αγάπης που να μην υπάρχει στην Ιλιάδα. Η παράδοση της φιλοξενίας διατηρείται, ακόμη και μετά από πολλές γενιές, για να διαλύσει την τυφλότητα της μάχης.

Για σένα είμαι ένας αγαπημένος επισκέπτης στη καρδιά του Άργους…

Ας στρέψουμε μακριά τα δόρατα μας ο ένας από τον άλλο, ακόμη και στη μάχη

Η αγάπη του γιού για τους γονείς, του πατέρα για το γιό, της μητέρας για το γιό, περιγράφεται συνεχώς, με τρόπο που είναι συγκινητικός όσο και κοφτός:

Η Θέτιδα απάντησε, δακρυσμένη,

«Γεννήθηκες από μένα, παιδί μου,

Για μια σύντομη ζωή όπως λες…»

Ακόμη και η αδελφική αγάπη:

Οι τρεις αδελφοί μου που η ίδια μητέρα γέννησε για μένα,

Τόσο αγαπημένοι…

Η συζυγική αγάπη, καταδικασμένη στην θλίψη, είναι εντυπωσιακής καθαρότητας. Με τη σκέψη των ταπεινώσεων της σκλαβιάς που περιμένουν μια αγαπημένη σύζυγο, ο σύζυγος παραβλέπει την μοναδική προσβολή που ακόμη και η αναμονή της θα λέρωνε την τρυφερότητα τους. Τι θα μπορούσε να είναι πιο απλό από τις λέξεις που λέει η γυναίκα στον άντρα της που είναι έτοιμος να πεθάνει;

…Καλύτερα για μένα

Χάνοντάς σε, να μπω κάτω από τη γη. Καμιά άλλη παρηγοριά

Δε θα μείνει, όταν θα συναντήσεις την με θάνατο φορτωμένη μοίρα σου,

Μόνο θλίψη, μόνο στεναχώρια…

Εξίσου συγκινητικά είναι τα λόγια που απευθύνονται σε ένα νεκρό σύζυγο:

Αγαπημένε σύζυγε, πέθανες νέος, και με άφησες χήρα σου

Μόνη στο παλάτι. Το παιδί μας είναι ακόμη μικρό,

Το παιδί που εσύ και εγώ, ενωμένοι από τη μοίρα, κάναμε μαζί.

Δεν νομίζω θα μεγαλώσει ποτέ…

Γιατί δεν πέθανες στο κρεβάτι σου, κρατώντας το χέρι μου

Λέγοντάς μου συνετά λόγια που για πάντα

Νύχτα και μέρα, καθώς θα κλαίω, θα ζουν στη μνήμη μου.

Η πιο όμορφη φιλία από όλες, η φιλία ανάμεσα στους συμπολεμιστές, είναι το τελευταίο θέμα του Έπους:

…Αλλά ο Αχιλλέας

Έκλαψε, και ονειρεύονταν τον αγαπημένο σύντροφο· ο ύπνος, κυρίαρχος,

Δε θα τον έπαιρνε· στριφογύριζε ξανά και ξανά.

Ο αγνότερος θρίαμβος της αγάπης, η κορυφαία ομορφιά του πολέμου, είναι η φιλία που γεμίζει τις καρδιές των θανάσιμων εχθρών. Μπροστά της ένας σκοτωμένος γιός ή σκοτωμένος φίλος δεν απαιτεί πλέον εκδίκηση. Μπροστά της – ακόμη πιο θαυμαστά – η απόσταση μεταξύ ευεργέτη και ικέτη, μεταξύ νικητή και ηττημένου, εκμηδενίζεται:

Όταν όμως η δίψα και η πείνα ικανοποιήθηκαν,

Ο Δαρδάνιος Πρίαμος άρχισε να θαυμάζει τον Αχιλλέα,

Πόσο ψηλός ήταν, και όμορφος· είχε το πρόσωπο θεού·

Και με την σειρά του ο Δαρδάνιος Πρίαμος θαυμάζονταν από τον Αχιλλέα,

Που κοίταζε το όμορφο πρόσωπο του και άκουγε τα λόγια του.

Και όταν ικανοποίησαν το να παρατηρούν ο ένας τον άλλο…

Αυτές οι στιγμές γαλήνης είναι σπάνιες στην Ιλιάδα, είναι αρκετές όμως να μας κάνουν να αισθανθούμε με βαθιά λύπη τι είναι αυτό που σκοτώνει η βία και θα σκοτώσει ξανά.

Ωστόσο, μια τέτοια συσσώρευση βίαιων πράξεων θα είχε ένα παγερό αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε μια νότα αθεράπευτης πικρίας που κάνει τον εαυτό της αισθητό συνεχώς, αν και συνήθως την ύπαρξη της την κάνει φανερή μια μόνο λέξη, συχνά με το ρυθμό του στίχου, ή μιας ανεξάρτητης φράσης. Σε αυτό είναι που η Ιλιάδα είναι απόλυτα μοναδική, σε αυτή τη πικρία που προέρχεται από την τρυφερότητα και απλώνεται σε όλη την ανθρώπινη φυλή, αμερόληπτη σαν το φως του ήλιου. Ο τόνος της δεν χάνει ποτέ την χροιά της πικρίας· όμως και ποτέ η πικρία δεν εξελίσσεται σε θρήνο. Η δικαιοσύνη και η αγάπη, που δύσκολα έχουν κάποια θέση σε αυτή τη μελέτη ακραίων και άδικων πράξεων βίας, λούζουν παρόλα αυτά το έργο με το φως τους δίχως να γίνονται αντιληπτές, πέρα από ένα είδος πινελιάς. Τίποτα το πολύτιμο δεν περιφρονείται, είτε είναι ο θάνατος η μοίρα του, είτε όχι· η δυστυχία  όλων παρουσιάζεται όπως είναι δίχως συγκάλυψη ή περιφρόνηση· κανένας άνθρωπος δεν είναι πάνω ή κάτω από την κοινή κατάσταση όλων των ανθρώπων· κάθε τι που καταστρέφεται είναι πηγή λύπης. Οι νικητές και οι ηττημένοι έρχονται κοντά μας ισότιμα· υπό την ίδια ματιά, και οι δυο αντιμετωπίζονται ως ανάλογα του ποιητή, όπως και του ακροατή. Αν υπάρχει κάποια διαφορά, αυτή είναι πως η δυστυχίας του αντιπάλου  γίνονται πιο έντονα αισθητή.

Έτσι έπεσε εκεί, αποκοιμήθηκε τον ύπνο του μπρούτζου,

Δυστυχισμένος άνδρας, μακριά από τη γυναίκα του, υπερασπιζόμενος το λαό του…

Και ποιες πινελιές αντηχούν την μοίρα του νέου που ο Αχιλλέας πούλησε στη Λήμνο!

Έντεκα μέρες χάρηκε η καρδιά του ανάμεσα σε κείνους που αγαπούσε

Επιστρέφοντας από τη Λήμνο· την δωδέκατη μέρα, ακόμη μια φορά,

Ο θεός τον παρέδωσε στα χέρια του Αχιλλέα,

Σε εκείνο που έπρεπε, απρόθυμα, να τον στείλει στον Άδη

Και η μοίρα του Ευφόρβου, που είδε μόλις μια μέρα πολέμου.

Αίμα μούσκεψε τα μαλλιά του, τα μαλλιά σαν των Χαρίτων

Όταν θρηνούν για τον Έκτορα:

… φύλακα αγνών γυναικών και μικρών παιδιών….

Στις λίγες αυτές λέξεις, η αγνότητα εμφανίζεται σπιλωμένη από τη βία, και η παιδικότητα παραδομένη στο ξίφος. Η πηγή στις πύλες της Τροίας γίνεται μια οδυνηρή νοσταλγία όταν ο περνά δίπλα της ο Έκτορας, προσπαθώντας να αποφύγει το χαμό του:

Εκεί κοντά βρίσκονταν οι μεγάλες πέτρινες δεξαμενές,

Περίτεχνα χτισμένες, εκεί που τα λαμπερά μεταξένια ρούχα

Καθαρίζονταν από τις όμορφες κόρες και συζύγους της Τροίας

Τις παλιές μέρες της ειρήνης, πολύ παλιά, όταν δεν είχαν έρθει οι Έλληνες.

Περνώντας τες έτρεξαν τη κούρσα τους, κυνηγημένος και κυνηγός.

Όλη η Ιλιάδα στέκεται κάτω από τη σκιά της μεγαλύτερης δυστυχίας που μπορεί να βιώσει η ανθρώπινη φυλή – την καταστροφή μιας πόλης. Η καταστροφή δεν θα μπορούσε να πληγώσει περισσότερο την καρδιά αν ο ποιητής είχε γεννηθεί στην Τροία. Ο τόνος όμως δεν είναι διαφορετικός όταν πεθαίνουν οι Αχαιοί, μακριά από την πατρίδα.

Στο βαθμό που αυτή η άλλη ζωή, η ζωή των ζωντανών, μοιάζει γαλήνια και γεμάτη, οι σύντομες επικλήσεις του κόσμου της ειρήνης γίνονται αισθητές ως πόνος:

Με τον ερχομό της αυγής και το σήκωμα της μέρας,

Και στις δυο μεριές ρίχτηκαν βέλη, άνδρες έπεσαν.

Την ώρα όμως που ο ξυλοκόπος επιστρέφει σπίτι για να φάει

Στις κοιλάδες των βουνών όταν τα χέρια του έχουν κουραστεί

Να πελεκάνε μεγάλα δέντρα, και η καρδιά του γεμίσει με κόπο,

Και η επιθυμία για φαγητό αρπάζει τα σπλάχνα του,

Εκείνη την ώρα, με το θάρρος τους, οι Δαναοί έσπασαν το μέτωπο.

Ότι δεν είναι πόλεμος, οτιδήποτε καταστρέφει ή απειλεί ο πόλεμος, η Ιλιάδα το ντύνει με ποίηση· τις πραγματικότητες του πολέμου ποτέ. Το βήμα από τη ζωή προς το θάνατο δεν καλύπτεται από συστολή:

Και τα δόντια του πετάχτηκαν· από δυο μεριές,

Αίμα ανέβηκε στα μάτια του· το αίμα που από τα χείλη και τα ρουθούνια του

Έχυνε, με ανοιχτό το στόμα· ο θάνατος τον τύλιξε με το μαύρο του πέπλο.

Η ψυχρή ωμότητα των πράξεων του πολέμου παραμένει ανυπόκριτη· ούτε οι νικητές, ούτε οι ηττημένοι θαυμάζονται, περιφρονούνται ή μισιούνται. Πάντοτε σχεδόν, η μοίρα και οι θεοί αποφασίζουν την μεταβαλλόμενη έκβαση της μάχης. Μέσα στα όρια που όρισε η μοίρα, οι θεοί αποφασίζουν με κυρίαρχη εξουσία την νίκη και την ήττα. Είναι αυτοί που προκαλούν αυτές τις εκρήξεις τρέλας, αυτές τις προδοσίες, που εμποδίζουν την ειρήνη για πάντοτε· ο πόλεμος είναι η πραγματική τους δουλειά· τα μόνα τους κίνητρα, καπρίτσια και κακία. Όσο για τους πολεμιστές, νικητές ή ηττημένους, αυτές οι συγκρίσεις που τους παρομοιάζουν με κτήνη ή πράγματα δεν μπορούν να εμπνεύσουν ούτε θαυμασμό ούτε περιφρόνηση, μόνο θλίψη που οι άνθρωποι είναι ικανοί να μεταμορφωθούν τόσο πολύ.

Ίσως να υπάρχουν άλλες, άγνωστες σε εμάς, εκφράσεις της εντυπωσιακής αίσθησης δικαιοσύνης που διαπνέει ολόκληρη την Ιλιάδα· σίγουρα δεν έχει αντιγραφεί. Δύσκολα κάποιος καταλαβαίνει πως ο ποιητής είναι Έλληνας και όχι Τρώας. Ο τόνος του ποιήματος προσφέρη ένα άμεσο στοιχείο ως προς την προέλευση των παλιότερων τμημάτων του· η ιστορία ίσως να μην καταφέρει ποτέ να μας πει περισσότερα. Αν πιστέψει κανείς τον Θουκυδίδη πως ογδόντα χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, κατακτήθηκαν με τη σειρά τους οι Αχαιοί, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν αυτά τα τραγούδια, με τις σπάνιες αναφορές τους στο σίδηρο, μήπως είναι τα τραγούδια ενός κατακτημένου λαού. Υποχρεωμένοι να ζήσουν και να πεθάνουν «μακριά από την πατρίδα τους», όπως οι Έλληνες που έπεσαν μπροστά από την Τροία, έχοντας χάσει τις πόλεις τους σαν τους Τρώες, έβλεπαν την ίδια την εικόνα τους και στους κατακτητές, που ήταν οι πατέρες τους, και στους κατακτημένους, που η δυστυχία τους ήταν σαν τη δική τους. Μπορούσαν ακόμη να δουν τον Τρωικό Πόλεμο σε εκείνη την χρονική απόσταση με τη πραγματική του εικόνα, αναλλοίωτο από περηφάνια ή ντροπή. Μπορούσαν να τον βλέπουν ταυτόχρονα σαν κατακτητές και σαν κατακτημένοι, και έτσι να αντιληφθούν αυτό που δεν είδαν ούτε οι κατακτητές ούτε οι κατακτημένοι ποτέ, γιατί ήταν τυφλωμένοι. Αυτό φυσικά είναι απλά φαντασία· μόνο με το φως της φαντασίας μπορεί κανείς να δει τόσο μακρινές εποχές.

Σε κάθε περίπτωση, το ποίημα αυτό είναι θαύμα. Η πικρία του είναι η μοναδική  δικαιολογημένη πικρία, γιατί προκύπτει από την υποταγή του ανθρώπινου πνεύματος στην βία, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, στην ύλη. Αυτή η υποταγή είναι η κοινή μοίρα, αν και κάθε ψυχή θα την βιώσει διαφορετικά, σε σχέση με την δική του αρετή. Κανένας δεν απαλλάσσεται από αυτή στην Ιλιάδα, όπως και κανένας πάνω στη γη. Κανένας που υποκύπτει σε αυτή, χάρη σε αυτό το γεγονός, δεν αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση. Οποιοσδήποτε, μέσα στην ψυχή του και στις ανθρώπινες σχέσεις, ξεφεύγει από την κυριαρχία των της βίας αγαπιέται αλλά αγαπιέται με θλίψη εξαιτίας της απειλής της καταστροφής κρέμεται συνεχώς από πάνω του.

Αυτό είναι το πνεύμα του μοναδικού πραγματικού έπους που διαθέτει η Δύση. Η Οδύσσεια μοιάζει απλά μια καλή απομίμηση, της Ιλιάδας, των ποιημάτων της Ανατολής· η Αινειάδα είναι απομίμηση που, αν και καλή, παραμορφώνεται από την ακαμψία, το κομπασμό και το κακό γούστο. Τα επικά τραγούδια (chansons de geste), στερούμενα της αίσθησης ισότητας, δεν μπορούν να φτάσουν στο μεγαλείο· στο Τραγούδι του Ρολάνδου, ο θάνατος του εχθρού δεν αγγίζει, με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο θάνατος του Ρολάνδου, ούτε το ποιητή ούτε τον ακροατή.

Η αττική τραγωδία, ή τουλάχιστον η τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή, είναι η πραγματική συνέχεια του έπους. Η έννοια της δικαιοσύνης την φωτίζει, δίχως να επεμβαίνει ποτέ άμεσα σε αυτή· εδώ η βία εμφανίζεται με την σκληρότητα και την ψυχρότητα της, συνοδευόμενη πάντα από συνέπειες που την δυστυχία τους δεν μπορούν να αποφύγουν ούτε οι εκείνοι που την χρησιμοποιούν ούτε και εκείνοι που την υποφέρουν· η ντροπή του εξαναγκασμένου πνεύματος δεν μεταμφιέζεται, ούτε βυθίζεται σε επιφανειακό οίκτο, ούτε και χλευάζεται· εδώ περισσότερα από ένα πνεύμα σημαδεμένο και ταπεινωμένο από την ατυχία μας προσφέρεται προς θαυμασμό. Τα Ευαγγέλια είναι η τελευταία υπέροχη έκφραση της ελληνικής ιδιοφυίας, καθώς η Ιλιάδα  είναι η πρώτη: εδώ το ελληνικό πνεύμα αποκαλύπτεται όχι μόνο στην εντολή που δόθηκε στο ανθρώπινο γένος να αναζητάς πάνω από όλα τα αγαθά, «το βασίλειο και τη δικαιοσύνη του Ουράνιου Πατέρα μας», αλλά και στο γεγονός  πως το ανθρώπινο μαρτύριο αποκαλύπτεται, και το βλέπουμε σε ένα όν που είναι ταυτόχρονα θείο και ανθρώπινο. Οι μαρτυρίες του Πάθους δείχνουν πως ένα θείο πνεύμα, ενσαρκωμένο, αλλάζει εξαιτίας της δυστυχίας, τρέμει μπροστά στο μαρτύριο και στο θάνατο, αισθάνεται το ίδιο, στα βάθη της αγωνίας του, να είναι αποκομμένο από άνθρωπο και Θεό. Η αίσθηση της ανθρώπινης δυστυχίας δίνει στα Ευαγγέλια αυτή την πινελιά της απλότητας που είναι το γνώρισμα της ελληνικής ιδιοφυίας, και που ντύνει την ελληνική τραγωδία και την Ιλιάδα με όλη τους την αξία. Συγκεκριμένες φράσεις έχουν μια υφή που είναι παράδοξα παρόμοια με του έπους, και είναι ο νέος από την Τροία  που στέλνεται στον Άδη, αν και δεν επιθυμεί να πάει, που έρχεται στο νου όταν ο Χριστός λέει στον Πέτρο: «άλλος θα σε ζώση και θα σε φέρη εκεί, όπου δεν θέλεις». Αυτή η λεπτομέρεια δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιδέα που  ενέπνευσε τα ευαγγέλια, γιατί η έννοια της ανθρώπινης δυστυχίας είναι η προϋπόθεση  της δικαιοσύνης και του έρωτα. Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται σε τι βαθμό η μεταβαλλόμενη τύχη και η ανάγκη υποτάσσει κάθε ανθρώπινο πνεύμα, δεν μπορεί να θεωρεί ως συνανθρώπους ή να αγαπά, όπως αγαπά τον εαυτό του, εκείνους που από τύχη χωρίζονται από αυτόν με μια άβυσσο. Η πολυμορφία των περιορισμών που επιβάλλονται στον άνθρωπο προκαλούν την εντύπωση πολλών διαφορετικών ειδών που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Μόνο εκείνος που έχει μετρήσει την κυριαρχία της βίας, και ξέρει πως να μη τη φοβάται, είναι ικανός για αγάπη και δικαιοσύνη.

Οι σχέσεις μεταξύ πεπρωμένου  και ανθρώπινης ψυχής, στο βαθμό που κάθε ψυχή δημιουργεί την δική της μοίρα, το ερώτημα του ποια στοιχεία της ψυχής μεταμορφώνεται από την ανελέητη ανάγκη, καθώς η τελευταία προσαρμόζει την ψυχή ώστε να ταιριάξει στις απαιτήσεις της μεταβαλλόμενης μοίρας, μέσα από την άσκηση της αρετής και μέσα από τη χάρη – το ερώτημα αυτό είναι γεμάτο με πειρασμούς αναλήθειας, πειρασμούς που ενισχύεται από την περηφάνια, από την ντροπή, από το μίσος, την καταφρόνια, την αδιαφορία, από την θέληση για λήθη ή για άγνοια. Επιπλέον, τίποτα δεν είναι τόσο σπάνιο όσο την σωστή απεικόνιση της δυστυχίας· η τάση είναι είτε να αντιμετωπίζεται το άτυχο πρόσωπο σαν η καταστροφή να είναι η φυσική του κλίση, ή να αγνοούνται οι επιπτώσεις της δυστυχίας στην ψυχή, να θεωρείται δηλαδή πως η ψυχή μπορεί να υποφέρει και να μένει ανέγγιχτη από αυτό, δεν κατορθώνει  στη πράξη να παρουσιαστεί σύμφωνα με την εικόνα της δυστυχίας. Οι Έλληνες σε γενικές γραμμές, ήταν προικισμένοι με μια πνευματική δύναμη που τους επέτρεπε να αποφύγουν την αυταπάτη. Οι ανταμοιβές που προσέφερε ήταν τεράστιες· ανακάλυψαν πως να πετύχουν σε όλες τις πράξεις τους την μεγαλύτερη διαύγεια, καθαρότητα και απλότητα. Το πνεύμα όμως που μεταδόθηκε από την Ιλιάδα στα Ευαγγέλια μέσω των τραγικών ποιητών ποτέ δεν ξεπέρασαν τα όρια του ελληνικού πολιτισμού· όταν η Ελλάδα καταστράφηκε, δεν απέμεινε τίποτα από αυτό το πνεύμα παρά αμυδρές αντανακλάσεις.

Και οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι πίστευαν πως εξαιρούνταν από την δυστυχία που είναι η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Οι Ρωμαίοι είδαν τη χώρα τους ως το έθνος που επιλέχθηκε από την μοίρα να γίνει η κυρία του κόσμου· με τους Εβραίους, ήταν ο Θεός τους που τους πρόσφερε κύρος και διατηρούσαν την ανώτερη θέση τους για όσο Τον υπάκουαν. Ξένοι, εχθροί, κατακτημένοι λαοί, υπήκοοι, σκλάβοι, ήταν αντικείμενα περιφρόνησης για τους Ρωμαίους· και οι Ρωμαίοι δεν είχαν έπη, δεν είχαν τραγωδίες. Στη Ρώμη οι αγώνες των μονομάχων πήραν την θέση της τραγωδίας. Με τους Εβραίους, η δυστυχία ήταν ξεκάθαρο σημάδι αμαρτίας και για αυτό αποδεκτό αντικείμενο περιφρόνησης· για αυτούς ο κατακτημένος εχθρός ήταν απεχθής προς τον ίδιο τον Θεό και καταδικασμένος να πληρώσει κάθε είδους εγκλήματος – αυτή είναι μια άποψη που κάνει την σκληρότητα επιτρεπτή και πρακτικά αναγκαία. Κανένα κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει πιο παρόμοια χροιά με εκείνη που υπάρχει στο ελληνικό έπος, πέρα από μερικά κομματιού του Βιβλίου του Ιώβ. Στη διάρκεια των είκοσι αιώνων του Χριστιανισμού, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι έχουν  γίνει αντικείμενο θαυμασμού, μελέτης και μίμησης, τόσο σε πράξη όσο και σε λόγο· τα αριστουργήματά τους έχουν προσφέρει μια κατάλληλη φράση κάθε φορά που κάποιος είχε ένα έγκλημα που έπρεπε να δικαιολογήσει.

Επιπλέον, το πνεύμα των Ευαγγελίων δεν μεταβιβάστηκε σε καθαρή μορφή από την μια χριστιανική γενιάς στην επόμενη. Το να πάνε στο μαρτύριο και το θάνατο με χαρά ήταν από την αρχή σημάδι χάρης για τους χριστιανούς μάρτυρες – σαν η χάρη να μπορούσε να κάνει περισσότερα για ένα ανθρώπινο ον από ότι μπορούσε για το Χριστό. Εκείνοι που πιστεύουν πως όταν ο ίδιος ο Θεός, μόλις έγινε άνθρωπος, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την σκληρότητα του πεπρωμένου δίχως ένα παρατεταμένο ρίγος αγωνίας, πρέπει να έχουν κατανοήσει πως οι μόνοι άνθρωποι που έχουν ανέλθει σε ένα ανώτερο επίπεδο, που μοιάζουν ανώτεροι ως προς την καθημερινή ανθρώπινη μιζέρια, είναι οι άνθρωποι που καταφεύγουν στη βοήθεια των εντυπώσεων, της λατρείας, του φανατισμού, για να κρύψουν την σκληρότητα του πεπρωμένου από τα ίδια τους τα μάτια. Ο άνθρωπος που δεν φορά την πανοπλία του ψέματος δεν μπορεί να βιώσει την βία δίχως να αγγιχτεί από αυτή στην ψυχή του. Η χάρη μπορεί να εμποδίσει αυτό το άγγιγμα από το να τον διαφθείρει, αλλά δεν μπορεί να τον απαλλάξει από την πληγή. Έχοντας το ξεχάσει, η χριστιανική παράδοση σπάνια μπορεί να ανακτήσει την απλότητα που κάνει τόσο σπαρακτική κάθε πρόταση της ιστορίας του Πάθους. Από την άλλη, η πρακτική του βίαιου προσηλυτισμού έριξε ένα πέπλο πάνω από τις περιπτώσεις της βίας στις ψυχές εκείνων που την χρησιμοποιούν.

Παρά την σύντομη μέθη που προκλήθηκε την περίοδο της Αναγέννησης από την ανακάλυψη της ελληνικής λογοτεχνίας, δεν υπήρξε, μέσα στη περίοδο των είκοσι αιώνων, αναγέννηση της ελληνικής ιδιοφυίας. Μέρος της παρατηρήθηκε στον Villon, τον Shakespeare, τον Cervantes, τον Moliére, και – μια φορά μόνο – στον Racine. Τα οστά του ανθρώπινου μαρτυρίου αποκαλύπτονται στο Σχολείο Γυναικών  κα στη Φαίδρα με την αγάπη να είναι το πλαίσιο – πραγματικά ένας παράδοξος αιώνας, που πήρε την αντίθετη θέση από εκείνη της επικής περιόδου, και μπορούσε μόνο να αναγνωρίσει το ανθρώπινο μαρτύριο στο πλαίσιο της αγάπης, ενώ επέμενε να τυλίγει με δόξα τις περιπτώσεις της βίας στο πόλεμο και στη πολιτική. Στη λίστα των συγγραφέων που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα μπορούσαν να προστεθούν  λίγα ακόμη ονόματα. Όμως τίποτα από όσα δημιούργησαν οι λαοί της Ευρώπης δεν αξίζει όσο το πρώτο ποίημα που εμφανίστηκε ανάμεσα τους. Ίσως να ανακαλύψουν ξανά την επική ιδιοφυία, όταν μάθουν να πως δεν υπάρχει φυγή από τη μοίρα, μάθουν να μη θαυμάζουν την βία, να μη μισούν τον εχθρό, να μη περιφρονούν τον άτυχο. Πόσο σύντομα θα συμβεί αυτό είναι άλλο ζήτημα.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com