Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Studies in History and Philosophy of Science 63. Ο Sven Ove Hansson είναι συγγραφέας φιλόσοφος και ακαδημαϊκός, είναι επικεφαλής του τμήματος φιλοσοφίας και ιστορίας της τεχνολογίας στο Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Στοκχόλμη.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 17 Σεπτεμβρίου, 2021

 

Εισαγωγή

Λόγω της διάδοσης καλά χρηματοδοτημένων και με καλές πολιτικές διασυνδέσεις ανταγωνιστών τα κλιματικής επιστήμης, το φαινόμενο της άρνησης της επιστήμης έχει γίνει ένα και συχνότερο θέμα συζήτησης τη τελευταία δεκαετία. Πολλοί συγγραφείς έχουν αναλύσει  τις ομοιότητες  μεταξύ αντιεπιστημονικών απορρίψεων της κλιματικής αλλαγής και παρόμοιων απορρίψεων σε άλλα επιστημονικά πεδία όπως η εξέλιξη, τα εμβόλια και οι νόσοι του καπνίσματος. Οι όροι άρνηση της επιστήμης και επιστημονικός αρνητισμός είναι πλέον συχνά χρησιμοποιούμενοι αυτές τις αντιεπιστημονικές δραστηριότητες, και έχει αρχίσει να εμφανίζεται βιβλιογραφία που περιγράφει τα κοινά τους γνωρίσματα και επίσης τους προσωπικούς, οργανωτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους. ωστόσο, ελάχιστες αναφορές έχουν γίνει σε αυτή τη συζήτηση για την βιβλιογραφία πάνω στην ψευδοεπιστήμη και την οριοθέτηση επιστήμης/ψευδοεπιστήμης. Η συζήτηση για την ψευδοεπιστήμη είναι σημαντικά παλιότερη και πολύ πιο εκτεταμένη, και επίσης συνδέεται πολύ πιο έντονα σε γενικά θέματα  στη φιλοσοφία της επιστήμης. Είναι ο σκοπός της παρούσας συμβολής να δείξει πως η άρνηση της επιστήμης μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια από τις δυο βασικές μορφές της ψευδοεπιστήμης.  Έχει σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μορφές ψευδοεπιστήμης, αλλά και κάποια δικά της χαρακτηριστικά.

Στο δεύτερο μέρος οι έννοιες της επιστήμης και της ψευδοεπιστήμης ξεκαθαρίζονται εν συντομία, και μια διάκριση προτείνεται μεταξύ δυο μορφών της τελευταίας, δηλαδή της άρνησης της επιστήμης και της προώθησης ψευδοθεωριών. Τα επόμενα δυο μέρη εξερευνούν τα χαρακτηριστικά τριών βασικών μορφών άρνησης της επιστήμης, δηλαδή την άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας, την άρνηση της εξέλιξης, και την άρνηση της κλιματικής επιστήμης. Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο σε τέσσερα σημαντικά γνωσιολογικά χαρακτηριστικά, και το τέταρτο μέρος σε δέκα χαρακτηριστικά που μπορούν να περιγραφούν ως περισσότερο κοινωνιολογικά. Στο πέμπτο μέρος η άρνηση της επιστήμης συγκρίνεται με την προώθηση ψευδοθεωριών, και γίνεται εστίαση σε χαρακτηριστικά που διακρίνουν την άρνηση της επιστήμης από  άλλες μορφές ψευδοεπιστήμης. Στο έκτο μέρος τονίζονται κάποιες προεκτάσεις αυτής της έρευνας για επιστημονικές απαντήσεις στην άρνηση της επιστήμης.

Επιστήμη, Ψευδοεπιστήμη, και Άρνηση της Επιστήμης

Η επιστήμη είναι η πρακτική που μας προσφέρει τις πιο αξιόπιστες (δηλαδή επιστημονικά πιο εγγυημένες) δηλώσεις που μπορούν να γίνουν, προς το παρόν, πάνω σε ένα υποκείμενο ζήτημα που καλύπτεται από την κοινότητα των τομέων γνώσης. Αυτό περιλαμβάνει δηλώσεις πάνω στη φύση, εμάς ως ανθρώπινα όντα, τις κοινωνίες μας, τα φυσικά κατασκευάσματα μας και τις νοητικές κατασκευές μας. όπως έχω αναφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια αλλού, μια δήλωση πρέπει να θεωρείται ψευδοεπιστήμη αν και μόνο ικανοποιεί τα παρακάτω τρία κριτήρια:

  1. Αφορά ένα ζήτημα μέσα στα πεδία της επιστήμης με ευρεία έννοια (το κριτήριο επιστημονικού πεδίου)
  2.  τόσο σοβαρό έλλειμα αξιοπιστίας που δεν μπορεί να φανεί έγκυρο (το κριτήριο αναξιοπιστίας)
  3. Είναι μέρος ενός δόγματος του οποίου οι βασικοί θιασώτες προσπαθούν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως αντιπροσωπεύει την πιο αξιόπιστη γνώση πάνω στο υποκείμενο ζήτημα (το κριτήριο του αυθαίρετου δόγματος)

Ο όρος «επιστήμη με την ευρεία έννοια» στο πρώτο κριτήριο δείχνει πως η λέξη «επιστήμη» χρησιμοποιείται με μια ευρεία έννοια που επίσης περιλαμβάνει τις ανθρωπιστικές επιστήμες. (Αυτό αντιστοιχεί στη χρήση του γερμανικού όρου «Wissenschaft». Αυτός ο ευρύς ορισμός απλοποιεί τις συζητήσεις πάνω στην άρνηση της επιστήμης και άλλες μορφές ψευδοεπιστήμης. Οι παραποιήσεις της ιστορίας που παρουσιάζονται από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος και άλλους ψευδο-ιστορικούς είναι πολύ παρόμοιες  στη φύση τους με τις παραποιήσεις της φυσικής επιστήμης που προωθείται από τους δημιουργιστές και τους ομοιοπαθητικούς.

Αναφορικά με το δεύτερο κριτήριο πρέπει να αναφερθεί πως η καλή επιστήμη χαρακτηρίζεται όχι μόνο με το να είναι αξιόπιστη αλλά και με το να είναι χρήσιμη στην παραγωγή γνώσης και σε πολλές περιπτώσεις πρακτικά χρήσιμη. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, η έλλειψη αυτών των άλλων χαρακτηριστικών δεν επαρκεί για να χαρακτηριστεί ένας ισχυρισμός ή πρακτική ως ψευδοεπιστήμη (μπορεί να αρκεί για να χαρακτηριστεί κακή επιστήμη).

Το τρίτο κριτήριο αποκλείει κάποιες πρακτικές που ικανοποιούν  τα άλλα δύο κριτήρια αλλά ακόμη δεν χαρακτηρίζονται ψευδοεπιστήμες. Συγκεκριμένα αποκλείει την απάτη στην επιστήμη. Αυτή είναι μια πρακτική που ικανοποιεί τα δυο πρώτα κριτήρια ξεκάθαρα αλλά ακόμη δεν αποκαλείται «ψευδοεπιστήμη». Επίσης αποκλείει λάθη στην επιστήμη, για παράδειγμα την ακούσια χρήση ιδιαίτερα λανθασμένων μεθόδων μέτρησης. Όπως ανέφερα με λεπτομέρειες αλλού, το στοιχείο που λείπει σε περιπτώσεις απάτης και σοβαρών λαθών είναι η δογματική απόκλιση. Μεμονωμένες υπερβάσεις των απαιτήσεων της επιστήμης συνήθως δεν θεωρούνται ψευδοεπιστημονικές. Η ψευδοεπιστήμη, όπως είναι κοινώς αντιληπτή, περιλαμβάνει μια έντονη προσπάθεια να προωθήσει διδαχές που δεν έχουν επιστημονική εγκυρότητα πλέον.

Η δογματική απόκλιση αυτή μπορεί να πάρει δυο βασικές μορφές. Μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ άρνησης της επιστήμης και προώθησης ψευδοθεωριών. Οι αρνητές της επιστήμης υποκινούνται από την εχθρότητα τους προς κάποια συγκεκριμένη επιστημονική θέση ή θεωρία. Κάποια τυπικά παραδείγματα είναι:

Άρνηση κλιματικής αλλαγής

Άρνηση ολοκαυτώματος

Άρνηση θεωρίας της σχετικότητας

Άρνηση του AIDS

Άρνηση εμβολίων

Άρνηση νοσημάτων από το κάπνισμα

Οι προωθητές ψευδοθεωριών υποκινούνται από τις δικές τους φιλοδοξίες να προωθήσουν μια δική τους θεωρία  ή ισχυρισμό. Αυτό σημαίνει την άρνηση κάποιων κομματιών της επιστήμης, αλλά αυτό δεν είναι βασικός τους στόχος, μόνο ως μέσο για να προωθήσουν την δική τους θεωρία. Κάποια παραδείγματα είναι:

Αστρολογία

Ομοιοπαθητική

Ιριδολογία

Σαϊεντολογία

Υπερβατικό διαλογισμό

Θεωρίες για αρχαίους αστροναύτες

Οι δυο κατηγορίες δεν αποκλείουν η μια την άλλη απαραίτητα. Τα περισσότερα ψευδοεπιστημονικά διδάγματα μοιάζουν να ανήκουν κυρίως σε ένα από τα δύο, αλλά συχνά η πρακτική του ενός οδηγεί στο άλλο. Η διάκριση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόλυτος διαχωρισμός, αλλά αντίθετα ως φάσμα ή συνεχές με πολλές διαβαθμίσεις μεταξύ των δυο άκρων. Για παράδειγμα, η σαϊεντολογία  είναι κυρίως  μια περίπτωση προώθησης ψευδοθεωρίας, αλλά ως μέρος της προώθησης των δικών τους υποτιθέμενων λύσεων για ψυχιατρικά προβλήματα, οι σαϊεντολόγοι έχουν εμπλακεί σε ακραίες επιθέσεις πρακτικά σε όλες τις μορφές ψυχιατρικής, περιλαμβανομένων επιστημονικών ψυχιατρικών θεραπειών που (αντίθετα προς τις σαϊεντολογικές πρακτικές) έχουν καλά καταγεγραμμένα θετικά αποτελέσματα. Ένα ακόμη ενδιαφέρον παράδειγμα είναι ο δημιουργισμός. Έχει τις ρίζες του σε θρησκευτικά υποκινούμενη απροθυμία αποδοχής των αναμφισβήτητων στοιχείων σχετικά με την βιολογική εξέλιξη. Για να μπορέσουν να κάνουν την δική τους θεωρία πιο αξιόπιστη, οι δημιουργιστές περιέγραψαν την άποψη τους ως μια εναλλακτική θεωρία σχετικά με την προέλευση της ζωής, αλλά είναι εμφανές  από τα γραπτά τους πως αυτά τα πιο «θετικά» στοιχεία του μηνύματος έχουν μόνο δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την άρνηση της εξέλιξης. Όλες οι βασικές μορφές του δημιουργισμού (περιλαμβανόμενης της σκελετικής εκδοχής του «ευφυούς σχεδιασμού») παραμένουν κατά κύριο λόγο μορφές άρνησης της επιστήμης.

Για να αναγνωρίσουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της άρνησης της επιστήμης, τρεις βασικές μορφές του θα συγκριθούν, συγκεκριμένα η άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας, η άρνηση της εξέλιξης, και η άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Η άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας έφτασε στο αποκορύφωμα της στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, αλλά έχει ακόμη ένθερμους υποστηρικτές. Η άρνηση της εξέλιξης (δημιουργισμός) έχει μακρά ιστορία, αλλά η ανάπτυξη ψευδοεπιστημονικών επιχειρημάτων εναντίον της εξέλιξης γνώρισε άνθιση στη δεκαετία του 1960. Η άρνηση της κλιματικής αλλαγής (αυτοαποκαλούμενος «κλιματικός σκεπτικισμός») απογειώθηκε στη δεκαετία του 1980.

Τέσσερα Γνωσιολογικά Χαρακτηριστικά

Στο κομμάτι αυτό, θα παρουσιαστούν τέσσερα χαρακτηριστικά της άρνησης της επιστήμης που είναι όλα γνωσιολογικά σημαντικά και στενά συνδεδεμένα με την αδυναμία της να μας προσφέρει αξιόπιστη γνώση.

 

Επιλεκτική Παρουσίαση/Απόκρυψη Δεδομένων

Για να σχηματίσουμε μια καλά θεμελιωμένη επιστημονική υπόθεση είναι απαραίτητο να αξιολογήσουμε το σύνολο των δεδομένων. Σε πολλά, αν όχι στα περισσότερα πεδία της επιστήμης, μπορεί να βρεθούν αναφορές που ίσως, αν ληφθούν υπόψιν μόνες τους, να χρησιμοποιηθούν για να στηρίξουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων. Για παράδειγμα, στην κλινική ιατρική, υπάρχουν συχνά αναφορές περιπτώσεων που  φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα που στηρίζονται από τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία καλά οργανωμένων κλινικών δοκιμών. Αναμφίβολα, μπορείς να αποδείξεις σχεδόν οτιδήποτε αν επιλέξεις προσεκτικά τα στοιχεία. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι οι καμπάνιες της καπνοβιομηχανίας στη δεκαετία του 1990 στις οποίες η επιλογή δεδομένων χρησιμοποιούνταν συστηματικά για να υπονομεύσουν τα δεδομένα που έδειχναν πως το παθητικό κάπνισμα προκαλεί θανάσιμες νόσους.

Στην ιστοσελίδα της Conservapeadia το λήμμα «Αντιπαραδείγματα στην Σχετικότητα» είναι ξεκάθαρο παράδειγμα προσεκτικής επιλογής/απόκρυψης. Περιέχει μια μακρά λίστα από παρατηρήσεις και υποτιθέμενες ανωμαλίες που έχουν την μορφή αντιπαραδειγμάτων προς την θεωρία της σχετικότητας.  Παρομοίως, οι αρνητές της επιστήμης της εξέλιξης αναφέρουν συνεχώς μερικά στοιχεία από την βιβλιογραφία της παλαιοντολογίας που μπορούν, αν χρησιμοποιηθούν εκτός πλαισίου, να διαψεύδουν την επιστημονική συμφωνία πάνω στην εξέλιξη. Ένα παράδειγμα είναι τα αποκαλούμενα πολυεπίπεδα απολιθώματα, δηλαδή απολιθώματα (συχνά κορμοί δέντρων) που εκτείνονται κάθετα σε περισσότερα από ένα γεωλογικά στρώματα. Τέτοιου είδους απολιθώματα μπορεί να μοιάζουν να μιλούν υπέρ της υπόθεσης ενός κατακλυσμού για το σχηματισμό ιζημάτων, αλλά έχουν μια καλά θεμελιωμένη γεωλογική ερμηνεία (γρήγορη απόθεση ιζημάτων γύρω από ένα απολιθωμένο κορμό δέντρου). Ένα ακόμη παράδειγμα είναι σε σημεία όπου τα γεωλογικά στρώματα είναι εκτός σειράς, με στρώματα που είναι αρχαιότερα να είναι πάνω από στρώματα που αναγνωρίζονται ως νεότερα. Αυτό εξηγείται από πολύ γνωστά φυσικά φαινόμενα, δηλαδή, αναδιπλώσεις και ρήγματα, για τα οποία αποδείξεις βρίσκονται στα σημεία των «ανεστραμμένων» στρωμάτων. Επιπλέον, οι αρνητές της εξέλιξης χρησιμοποιούν έναν ακόμη τρόπο επιλογής στοιχείων. Η βιβλιογραφία τους είναι γεμάτη με παραθέσεις από επιστήμονες που διαφωνούν με την θέση κάποιου άλλου επιστήμονα πάνω στο πως ακριβώς πραγματοποιήθηκε η εξέλιξη. Με την  αντιστροφή και παραπλανητική παρουσίαση αυτών των αποσπασμάτων (την λεγόμενη εξόρυξη δηλώσεων), παρουσιάζονται ως στοιχεία  πως αυτοί οι επιστήμονες ρίχνουν σκιές αμφισβήτησης στο αν (όχι στο πως) πραγματοποιήθηκε η εξέλιξη. Είναι το ίδιο λογικό με το να χρησιμοποιήσεις τις διαφωνίες μεταξύ ιστορικών πάνω στο τι ακριβώς συνέβη στο Δυτικό Μέτωπο στον 1ο ΠΠ για να υποστηρίξεις πως ο πόλεμος δεν έγινε ποτέ.

Η επιλογή/απόκρυψη των στοιχείων έχει έναν εξίσου κυρίαρχο ρόλο στην επιχειρηματολογία των αρνητών της κλιματικής αλλαγής. Επίσης «βασίζονται σε μεμονωμένες έρευνες που αμφισβητούν την κοινή υπόθεση και αγνοούν το ευρύτερο όγκο έρευνας που υποστηρίζεται από εκατοντάδες άρθρα». Για παράδειγμα, το Συμβούλιο Πληροφόρησης για το Περιβάλλον (που δημιουργήθηκε και χρηματοδοτείται από την βιομηχανία ενέργειας) χρησιμοποίησε ανώμαλες τοπικές θερμοκρασιακές τάσεις που διαφέρουν από τις παγκόσμιες τάσεις ως «στοιχεία» πως η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας δεν υπάρχει. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η χρήση του έτους 1998 ως σημείο έναρξης για την περιγραφή των τάσεων της θερμοκρασίας. Καθώς αυτό ήταν ένα ασυνήθιστα θερμό έτος, αυτό δημιουργεί πως πολύ μικρότερη παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας έχει υπάρξει. Μια παρόμοια εξόρυξη δηλώσεων με τον δημιουργιστών είναι σημαντική στρατηγική των αρνητών της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα στο αποκαλούμενο συμβάν του Climategate το 2009

Αγνόηση Διαψευστικών Πληροφοριών

Η επιστήμη εξελίσσεται με το καιρό, και η ενσωμάτωση νέας γνώσης  που διαψεύδει αυτό που προηγουμένως ήταν πιστευτό είναι θεμελιώδες κομμάτι της επιστημονικής διεργασίας. Οι ψευδοεπιστήμονες είναι εντυπωσιακά απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις πολύτιμες ιδέες τους. Για παράδειγμα η ομοιοπαθητική είναι ακόμη ανέπαφη από τη γνώση που αποκτήσαμε στην χημεία τους τελευταίους δύο αιώνες. Η ίδια εμμονή με την αγκίστρωση σε διαψευσμένες απόψεις μπορεί να εντοπιστεί και στα τρία παραδείγματα άρνησης της επιστήμης.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι ξεπερασμένες ιδέες ου οι ψευδοεπιστήμονες δεν εγκαταλείπουν είναι ριζωμένες σε καθημερινές  αντιλήψεις που η επιστήμη έχει κάνει ξεπερασμένες. Άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι υποστηρικτές της αρνούνται να εγκαταλείψουν παλιές, ενστικτωδώς ικανοποιητικές, ιδέες για τη φυσική που έχουν γίνει αβάσιμες χάρη στην συσσώρευση επιστημονικών αποδείξεων. Ίσως παραδόξως, οι περισσότεροι αντίπαλοι της θεωρίας της σχετικότητας στη δεκαετία του 1920 και του 1930 δεν στράφηκαν από τη φυσική του Einstein στη φυσική του Νεύτωνα. Αντίθετα στήριξαν προνευτονια φυσική. Ένα από τα πιο σημαντικά γνωρίσματα της θεωρίας του Νεύτωνα για την βαρύτητα ήταν η αποδοχή της δράσης σε απόσταση. Αυτό οδήγησε σε ένα νέο τρόπο σκέψης στη φυσική που αργότερα κωδικοποιήθηκε με την εισαγωγή της έννοιας ενός πεδίου (από τον Michael Faraday το 1849). Ωστόσο, η δράση σε απόσταση θεωρήθηκε από πολλούς απίστευτη, ίσως και παράλογη. Ο Ελβετός φυσικός Georges-Louis Le Sage (1724-1803) πρότεινε πως οι βαρυτικές δυνάμεις είναι το αποτέλεσμα μικρών, αόρατων σωματιδίων που πιέζουν τα φυσικά σώματα. Αυτό μπορεί να ήταν μια λογική υπόθεση το 18ο αιώνα, αλλά κατά τον 20ο αιώνα όχι. Ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ ιδιωτών ερευνητών που ήταν αντίθετοι με την θεωρία της σχετικότητας, πολλοί από τους οποίους την ανέπτυξαν με πολλούς τρόπους, ανενόχλητοι από τον τεράστια κριτική που είχε δημιουργηθεί εναντίον της ήδη από το 19ο αιώνα.

Η βιβλιογραφία εναντίον της εξέλιξης είναι γεμάτη από επιχειρήματα που έχουν διαψευστεί αναλυτικά εδώ και πολύ καιρό, αλλά που όμως χρησιμοποιούνται ακόμη ως απόδειξη πως η εξέλιξη δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά από τις φωτογραφίες απολιθωμένων αποτυπωμάτων δεινοσαύρων και ανθρώπων που έχουν δήθεν βρεθεί δίπλα δίπλα στα ασβεστολιθικά πετρώματα του ποταμού Παλούξι στο Τέξας. Αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν διαιωνιστεί παρά τα ακλόνητα στοιχεία πως ενώ τα αποτυπώματα των δεινοσαύρων είναι αυθεντικά, τα διπλανά ίχνη είναι «φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια παρά από ανθρώπινα πόδια». Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο ισχυρισμός πως το ανθρώπινο μάτι είναι τόσο περίπλοκο που δεν θα μπορούσε να προέλθει από την εξέλιξη. Αυτό βασίζεται στην υπόθεση πως ένα ολοκληρωμένο μάτι θα έπρεπε να προέλθει από ένα μοναδικό γεγονός  σε ένα είδος που πρωτύτερα δεν είχε κάποιο τρόπο αντίληψης του φωτός. Ωστόσο όπως έγραψε ο ίδιος ο Darwin στην Προέλευση των Ειδών, το μάτι πρέπει να εξελίχθηκε σε διάφορα στάδια ξεκινώντας από φωτοευαίσθητα κύτταρα, σε μια ακολουθία που κάθε βήμα είχε εξελικτικό πλεονέκτημα. Όμως ένα ακόμη παράδειγμα είναι οι ισχυρισμοί για το δημιουργισμό της νεαρής Γης που έχουν από καιρό απορριφθεί εντελώς από ραδιοχρονολογήσεις.

Το ίδιο μοτίβο μπορεί να παρατηρηθεί στην άρνηση της κλιματικής επιστήμης. Όπως σημειώνει ο Stephen Weart, «οι παλιοί ισχυρισμοί πως το φάσμα του διοξειδίου του άνθρακα ήταν κορεσμένο, πως η αστική θερμότητα εξηγούσε την παρατηρούμενη παγκόσμια υπερθέρμανση, και εκατό άλλοι, που έχουν καταρριφθεί εδώ και καιρό, συνεχίζουν να πείθουν νέους αναγνώστες πως οι ισχυρισμοί για την παγκόσμια υπερθέρμανση είναι ανοησίες». Ένα ακόμη παράδειγμα είναι ο επαναλαμβανόμενη θέση πως η παρούσα υπερθέρμανση της Γης οφείλεται σε αλλαγές στην ηλιακή δραστηριότητα αντί στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Εκτεταμένες έρευνες έχουν δείξει πως αυτό είναι αβάσιμο. Μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στην επιστημονική πληροφορία σχετικά με διαψευσμένες απόψεις από αρνητές της κλιματικής αλλαγής αναφέρει 193 τέτοια επιχειρήματα. Ο Weart τα αποκάλεσε «επιχειρήματα ζόμπι» επειδή είναι «νεκρά επιχειρήματα που έχουν σηκωθεί από το τάφο τους» για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των συμπερασμάτων  που αντλούνται από την πραγματική επιστήμη. Ένας βασικός λόγος  του γιατί επαναφέρονται συνεχώς είναι πως οι αρνητές δημοσιεύουν σε μη αξιολογημένα μέσα. Στην αξιολογημένη βιβλιογραφία, υποθέσεις που έχουν καταρριφθεί δεν έχουν μεγάλη τύχη για να χρησιμοποιηθούν ξανά με αυτό το τρόπο.

Επινόηση Ψεύτικων Διαφωνιών

Όταν δεν μπορούν να πείσουν το κοινό τους πως μόνο οι δικές τους απόψεις αξίζουν να ληφθούν σοβαρά υπόψιν, οι αρνητές της επιστήμης έχουν υιοθετήσει την στρατηγική να ισχυρίζονται πως το ζήτημα είναι ανοιχτό και αντικείμενο πραγματικής επιστημονικής αμφισβήτησης. Για να το κατορθώσουν αυτό απλά χρειάζεται να πείσουν εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις πως οι θέσεις τους είναι αρκετά έγκυρες για να ληφθούν σοβαρά. Όταν η NASA αναφέρει πως ένα διαστημόπλοιο έκανε μια περιστροφή γύρω από τη γη, ούτε το Αμερικάνικο Κογκρέσο ούτε τα μέσα καλούν έναν αντιπρόσωπο της Εταιρείας Επίπεδης Γης για να υπερασπιστεί την εναλλακτική υπόθεση πως το διαστημόπλοιο έκανε ένα κύκλο γύρω από το χείλος μιας επίπεδης γης. Από επιστημονικής σκοπιάς, είναι εξίσου αδικαιολόγητο να καλούνται δημιουργιστές ή κλιματικοί «αντιπολιτευτές» όταν συζητιέται η εξέλιξη ή η κλιματική επιστήμη. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην είναι εύκολο για τους πολιτικούς ή για το κοινό να το αναγνωρίσουν, και κυρίως γιατί είναι δύσκολο  ο επιστημονικά ανεκπαίδευτος να «συλλάβει τη διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων μιας μοναδικής μελέτης, μιας σειράς μελετών, και της επιστημονικής συναίνεσης, και τέτοιες διακρίσεις  δεν επικοινωνούνται πάντα ξεκάθαρα από τα μέσα» αυτές είναι δυσκολίες που οι αρνητές της επιστήμης έχουν εκμεταλλευτεί συχνά με επιδέξιο τρόπο.

Οι αρνητές της θεωρίας της σχετικότητας έχουν δαπανήσει σημαντικές προσπάθειες  για την δημιουργία  της εντύπωσης πως είναι σημαντικοί αντίπαλοι έναντι της καθιερωμένης επιστήμης. Για παράδειγμα, ο Αμερικάνος αντι-σχετικιστής Arvid Reuterdahl έλεγε ασταμάτητα στο κοινό πως υπήρχε μια τεράστια συζήτηση που λάμβανε χώρα στην επιστήμη, στην οποία οι υποστηρικτές της θεωρίας της σχετικότητας έχαναν.

Η αρχική στρατηγική των Αμερικάνων δημιουργιστών ήταν να διδαχτεί ο δημιουργισμός στα δημόσια σχολεία ως η μόνη θέση ως προς την προέλευση της ζωής. Το 1968 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε πως το διάταγμα του 1928 στο Αρκάνσας που απαγόρευε το να διδάσκεται η εξέλιξη ήταν αντισυνταγματικό. Μετά από αυτό οι δημιουργιστές άλλαξαν τις στρατηγικές τους και έκαναν την απάιτηση για «ίσο χρόνο» στα σχολεία το γνώρισμα τους. Η εκστρατεία για «ίσο χρόνο» προωθήθηκε ιδιαίτερα από τη δήλωση του Ronald Reagan στην προεκλογική του εκστρατεία το 1980 πως η εξέλιξη «είναι απλά επιστημονική θεωρία», που έχει «σημαντικά μειονεκτήματα», και πως «αν έπρεπε να διδαχτεί στα σχολεία , τότε πιστεύω πως και η βιβλική θεωρία της δημιουργίας, που δεν είναι θεωρία αλλά η βιβλική ιστορία της δημιουργίας, πρέπει επίσης να διδάσκεται».

Από την αρχή, οι υποστηρικτές της άρνησης της κλιματικής αλλαγής έχουν απαιτήσει «ίσο χρόνο», αλλά στα δημόσια μέσα παρά στα σχολεία. Από τη καπνοβιομηχανία έμαθαν την τέχνη της κατασκευής της αβεβαιότητας», δηλαδή της δημιουργίας της εντύπωσης μιας αυθεντικής επιστημονικής διαφωνίας εκεί που δεν υπάρχει καμιά. Στο τέταρτο μέρος θα αναφέρουμε κάποια από τα μέσα για να επιτευχθεί αυτό. Η χρήση αυτής της στρατηγικής  μοιάζει να είναι ιδιαίτερα επιτυχής στις ΗΠΑ. Μια λεπτομερής ανάλυση περιεχομένου έδειξε πως μετά το 1995, οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων, άρχισαν να δημιουργούν μια «ισορροπία» μεταξύ έγκυρης κλιματικής επιστήμης και δήθεν εναλλακτικών επιστημονικών απόψεων που αντιπροσωπεύονταν από οργανώσεις αρνητών. Μια παρόμοια «ισορροπία» μεταξύ επιστημονικών και μη επιστημονικών θέσεων πάνω στην κλιματική αλλαγή δημιουργήθηκε στα αμερικάνικα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Κατά συνέπεια, «μέσω της εφαρμογής της δημοσιογραφικής νόρμας της ‘ισορροπημένης κάλυψης’, η κάλυψη στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων της ανθρωπογενούς  κλιματικής αλλαγής ουσιαστικά διαιωνίζει μια πληροφοριακή απόκλιση με το να αποκλίνει από την ομοφωνία πως η ανθρώπινη δραστηριότητα συμβάλει στην κλιματική αλλαγή». Η ειδησεογραφική κάλυψη σε άλλες χώρες, μεταξύ τους η Βρετανία και η Αυστραλία, δείχνει το ίδιο μοτίβο. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας έξυπνης εκστρατείας που εσκεμμένα διαιωνίζει μια πλαστή εικόνα της κατάστασης της επιστήμης.

Αυθαίρετα Κριτήρια Αποδοχής

καθώς η επιστήμη προχωρά, νέα δεδομένα και γνώσεις γίνονται δεκτά από την κοινότητα των επιστημόνων. Ωστόσο, μια τέτοια αποδοχή δεν σημαίνει απλά πως αυτές οι νέες δηλώσεις θεωρούνται αληθινές με βεβαιότητα. Η αποδοχή ενός νέου ισχυρισμού στην εμπειρική επιστήμη σημαίνει πως αυτός ο ισχυρισμός είναι προσωρινά δεκτός (προσωρινά δεν αμφισβητείται), ή με άλλα λόγια πως θεωρείται δεδομένος από την κοινότητα των επιστημόνων μέχρι κάποια νέα πληροφορία  να εμφανιστεί και που θα δώσει βάση στην αμφισβήτηση του. Η προσωρινότητα της επιστημονικής αποδοχής επίσης απαιτεί πως αυτή η πληροφορία θα ληφθεί σοβαρά και θα οδηγήσει σε ανοιχτόμυαλες επαναξιολογήσεις του ζητήματος. Αποφάσεις πάνω στο τι να δεχτούμε προσωρινά με την έννοια αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην επιστήμη, αλλά όμως λαμβάνονται με τόσο ανεπίσημο τρόπο που είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Παραταύτα όμως, είναι μια διεργασία με αυστηρούς κανόνες απόδειξης. Το βάρος της απόδειξης πέφτει σε εκείνους που θέλουν ένας νέος ισχυρισμός να γίνει προσωρινά δεκτός, για παράδειγμα με την αναγνώριση ενός προηγουμένους αναπόδεικτου φαινομένου, ή με την εισαγωγή μιας νέας επιστημονικής θεωρίας. Αυτοί οι αυστηροί κανόνες είναι αναγκαίοι για να εξασφαλιστεί μια λογικά σταθερή πρόοδος στην επιστήμη. Αν δεχτούμε  νέες ιδέες πολύ βιαστικά, τότε η συλλογικότητα των επιστημόνων  θα πάει πολύ εύκολα από κοινού προς την λάθος κατεύθυνση, και η επιστημονική πρόοδος θα εμποδιστεί από λανθασμένες υποθέσεις. Από την άλλη υπάρχουν όρια του πόσο ψηλές μπορούν να είναι οι προϋποθέσεις εισόδου. Καθώς δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πάντα ανοιχτά πρέπει να πάρουμε κάποια ρίσκα να κάνουμε λάθος. «Η απαίτηση απόλυτης βεβαιότητας βασίζεται σε μια μάλλον ξεπερασμένη εικόνα της επιστήμης… και στην ουσία ζητά το αδύνατο».

Είναι σημαντικό συστατικό το ήθους της επιστήμης οι κανόνες της επιστημονικής αποδοχής να είναι σχετικά σταθερά και να μην επηρεάζονται από την ιδεολογία ή την επιθυμία. Σε απόλυτη αντίθεση με αυτό, και οι τρεις ομάδες αρνητών έχουν ιστορία εφαρμογής αυθαίρετων κριτηρίων για την αποδοχή επιστημονικών ισχυρισμών. Όλοι έχουν χρησιμοποιήσει κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους κριτήρια για τις αντίπαλες θεωρίες που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν.

Μια από τις βασικές επικρίσεις που έθεσαν οι αντίπαλοι της για τη θεωρία της σχετικότητας στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ήταν πως η θεωρία δεν ήταν επαρκώς εύληπτη («anschaulich»). Στη Γερμανία, το επίκεντρο της αντισχετικότητας, έγιναν προσπάθειες για να δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη «γερμανική φυσική» (deutsche Physik) που θα ήταν εύληπτη, και έτσι επίσης απελευθερωμένη από τις μαθηματικές πολυπλοκότητες  της γενικής σχετικότητας. Τόσο ο Einstein όσο και ο Planck μίλησαν εναντίον της ιδέας πως η φυσική έπρεπε να είναι εύκολη, και Einstein επίσης τόνισε πως αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν πως είναι εύληπτο αλλάζει με το καιρό. Επιπλέον, οι αντισχετιστές απαιτούσαν απόλυτη βεβαιότητα σε ζητήματα σχετικά με την φύση του χρόνου και του χώρου, κάτι που είναι αδύνατο για τους φυσικούς που αναγνωρίζουν πως αυτά είναι εμπειρικά ζητήματα.

Οι αντίπαλοι της εξέλιξης έχουν επινοήσει διάφορους τρόπους για να εντείνουν τις απαιτήσεις για αποδείξεις για την εξέλιξη. Ένας από αυτούς είναι να απαιτούν πειραματικά δεδομένα σε ζητήματα στα οποία καμιά πειραματική απόδειξη δεν είναι εφικτή. Η εξέλιξη νέων ειδών σε οργανισμούς με σχετικά αργό αναπαραγωγικό κύκλο, όπως τα θηλαστικά και τα πτηνά, δεν μπορούν στη πράξη να φανεί με πειράματα καθώς τέτοια πειράματα θα απαιτούσαν υπερβολικά μεγάλες χρονικές περιόδους. Επιπλέον, η δημιουργιστική αντίληψη ενός είδους («δημιουργημένου τύπου») είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο που οι δημιουργιστές ποτέ δεν χρειάζεται να αναγνωρίσουν την εμφάνιση νέων ειδών. Νέα είδη έχουν δημιουργηθεί πειραματικά μέσω της εξέλιξης για παράδειγμα στη Drosophila (μύγα των φρούτων), αλλά οι δημιουργιστές ισχυρίζονται πως αυτές οι νέες μορφές ζωής δεν είναι νέα είδη.

Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής τοποθετούν ιδιαίτερη έμφαση σε πιθανές πηγές σφάλματος σε στοιχεία που υποστηρίζουν την καθιερωμένη άποψη, ενώ η επιχειρηματολογία που στηρίζει την άποψη των αρνητών λαμβάνεται υπόψιν ως έχει. Για παράδειγμα οι αρνητές κάνουν παράλογες απαιτήσεις σε πληροφορίες θερμοκρασίας για περιόδους πριν ανακαλυφθεί το θερμόμετρο, και (όπως και οι αντίπαλοι της θεωρίας της γενικής σχετικότητας) δεν αποδέχονται τη χρήση περίπλοκων μαθηματικών μοντέλων ως μέσων για την κατανόηση περίπλοκων φυσικών φαινομένων. Αυτό το μοτίβο έχει ονομαστεί «ασυμμετρία επιστημονικής αμφισβήτησης».

Η ίδια στρατηγική ασυμμετρίας έχει χρησιμοποιηθεί από την καπνοβιομηχανία σε όλες τις εκστρατείες της εναντίον της έγκυρης  ιατρικής επιστήμης. Για παράδειγμα, επιστημονικοί υπάλληλοι της καπνοβιομηχανίας έχουν πει πως τα επιδημιολογικά δεδομένα πρέπει να απορρίπτονται συστηματικά εκτός και αν  παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά πιθανοτήτων ή σχετικούς κινδύνους. Η ίδια απαίτηση έχει γίνει από συνδεδεμένους με τη βιομηχανία ψευδοεπιστήμονες  που συνασπίζονται εναντίον της μείωσης της έκθεσης του ανθρώπου σε άλλες τοξικές ουσίες. Αυτές και άλλες επανερμηνείες  της επιστήμης από την καπνοβιομηχανία θα έκανε πολλούς κινδύνους για την υγεία με σημαντικό αριθμό θανάτων, περιλαμβανομένου του παθητικού καπνίσματος, απρόσβλητο εναντίον μέτρων μείωσης κινδύνου.

Λόγω των στενών σχέσεων μεταξύ της καπνοβιομηχανίας και των αρνητών της κλιματικής αλλαγής είναι πιθανό πως η στρατηγική της ασύμμετρης επιστημονικής αμφισβήτησης  να μεταφέρθηκε συνειδητά από τη πρώτη στους δεύτερους. Το ότι αποτελεί μια συνειδητά επιλεγμένη στρατηγική μπορεί να φανεί από ένα έγγραφο από την κυβέρνηση του George H.W. Bush το 1990 που αναφέρει πως «δεν είναι καλό να συζητηθεί αν υπάρχει ή όχι» παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας. Ο λόγος ήταν  πως «στα μάτια του κοινού, θα χάσουμε αυτό το διάλογο. Μια καλύτερη προσέγγιση είναι να θέσουμε τις αβεβαιότητες που πρέπει να γίνουν καλύτερα κατανοητές στο ζήτημα αυτό». Αυτή η στρατηγική συνεχίστηκε και κατά τη προεδρία του και στη διάρκεια εκείνης του γιού του.

Δέκα Κοινωνιολογικά Χαρακτηριστικά

Αυτό το κομμάτι θα παρουσιάσει κάποια άλλα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στις τρεις ομάδες αρνητών της επιστήμης. Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν πολύ μικρότερη γνωσιολογική σημασία από ότι τα τέσσερα που συζητήθηκαν στο τρίτο μέρος, αλλά μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση μας της άρνησης της επιστήμης ως κοινωνικού φαινομένου.

Η Εχθρική Θεωρία Απειλεί την Κοσμοθεωρία των Αρνητών

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εχθρική θεωρία απειλεί τις κοσμοθεωρίες των αρνητών και τις ριζωμένες αντιλήψεις σχετικά με το κόσμο. Η θεωρία της σχετικότητας ήταν (και είναι) πρόκληση για την κοινή αντίληψη. Δείχνει πως ζούμε σε ένα κόσμο που δεν είμαστε καλά εξοπλισμένοι διανοητικά να κατανοήσουμε πλήρως. Η κβαντική θεωρία το κάνει αυτό σε ένα πραγματικά μεγαλύτερο βαθμό, και επιπλέον εξελίξεις στη φυσική μας έχουν πάει ακόμη πιο μακριά από το εύληπτο ιδανικό των αρνητών της σχετικότητας. Η θεωρία της εξέλιξης είναι φυσικά κυρίως μια απειλή  στην παραδοσιακή θρησκεία, τις περισσότερες φορές σε μια κυριολεκτική (literalist, ΣτΜ: ερμηνεύουν την Βίβλο ως κυριολεκτική ιστορική καταγραφή) εκδοχή του προτεσταντικού χριστιανισμού. Η κλιματική επιστήμη δημιουργεί προβλήματα για συγκεκριμένες θέσεις πάνω στη πολιτική και το τρόπο ζωής, ιδιαίτερα σε θέσεις που είναι αντίθετες προς τις πολιτικές παρεμβάσεις στις επιχειρήσεις και στο τρόπο ζωής που σχετίζονται με τις απαιτήσεις για μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Η Εχθρική Θεωρία Είναι Περίπλοκη και Δύσκολη να Γίνει Κατανοητή

Τόσο η θεωρία της σχετικότητας (ειδικά η γενική σχετικότητα) και η κλιματική επιστήμη βασίζονται σε πολύπλοκα μαθηματικά, κάτι που τις κάνει απρόσιτες για την πλατιά πλειοψηφία του κοινού.  Τόσο η θεωρία της εξέλιξης και η κλιματική επιστήμη είναι βασισμένες σε τεράστιες συλλογές δεδομένων και θεωρητικών υποθέσεων από ευρύ φάσμα επιστημών. Είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως συνδυάζονται όλα αυτά τα δεδομένα για προσφέρουν ισχυρή στήριξη για την αντίστοιχη θεωρία. Σε όλες τις τρεις περιπτώσεις, η μη προσβασιμότητα των στοιχείων κάνει την θεωρία ευάλωτη σε επιθέσεις που ακολουθούν τις στρατηγικές που προαναφέραμε.

Πρέπει να σημειωθεί πως όλες οι επιστήμες είναι περίπλοκες και δύσκολες να γίνουν κατανοητές, κάτι που θα έκανε αυτό ένα κενό κριτήριο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία το στοιχείο που καταρρίπτει τους ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς είναι εύκολα προσβάσιμο και ευκολονόητο. Το γεγονός πως τα τυπικά ομοιοπαθητικά διαλύματα απομακρύνουν κάθε μόριο δραστικής ουσίας είναι μια τέτοια περίπτωση, και το ίδιο είναι και τα πειράματα που δείχνουν πως οι ραβδοσκόποι στερούνται όλα τα αισθητήρια στοιχεία για τη θέση του στόχου της ερευνάς τους.  Σε πολλές περιπτώσεις όταν η επιστημονική συμφωνία βασίζεται σε (ισχυρά αλλά) λιγότερο άμεσα προσβάσιμα στοιχεία, αυτή είναι μια παιδαγωγική δυσκολία που οι ψευδοεπειστήμονες είναι πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν.

Έλλειψη Ικανότητας

Και στις τρεις περιπτώσεις η μεγάλη πλειοψηφία των βασικών αρνητών είναι «ιδιώτες ερευνητές» δίχως τα επιστημονικά διαπιστευτήρια που απαιτούνται για να γίνουν ερευνητές ή δάσκαλοι στο αντίστοιχο αντικείμενο σε ευυπόληπτο πανεπιστήμιο. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ικανοί ερευνητές στα αντίστοιχα πεδία έχουν γίνει υποστηρικτές της άρνησης.

Από τις τρεις περιπτώσεις, η άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή ικανών ερευνητών. Διέθεταν τουλάχιστον τρεις νομπελίστες στις τάξεις τους, τον Phillip Lenard (1862-1947), τον Johannes Stark (1874-1957) και τον Charles Édouard Guillaume (1861-1938). Ωστόσο κανείς από αυτούς δεν είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην διεθνή κοινότητα των φυσικών. Ο Lenard και ο Stark ήταν και οι δυο απομονωμένοι εξαιτίας των αυθαίρετων θέσεων τους για τη φυσική και τον ακλόνητο ναζισμό τους. Ο Guillaume πήρε το βραβείο του για τις εφαρμοσμένες μελέτες του στα κράματα νικελίου-χάλυβα. Το βραβείο του ήταν υπό αμφισβήτηση και δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη βαρύτητα στη καθιερωμένη φυσική.

Μεταξύ των αντιπάλων της  κλιματικής επιστήμης, και ιδιαίτερα, των αντιπάλων της θεωρίας της εξέλιξης, η συμμετοχή ικανών επιστημόνων είναι πολύ μικρότερη. Ιδιαίτερα λίγοι από τους δημιουργιστές που ακούγονται έχουν αντίστοιχο πτυχίο. Η «επιστημονική αυθεντία» στον δημιουργισμό προσφέρεται κυρίως από άτομα που έχουν πτυχία σε φυσικές επιστήμες που δεν σχετίζονται με την εξέλιξη ή την μηχανική.

Η κατάσταση είναι παρόμοια στην άρνηση της κλιματικής επιστήμης. Οι περισσότεροι βασικοί αρνητές δεν έχουν εμπειρία στην κλιματική επιστήμη. Μπήκαν στο πεδίο ως αποτέλεσμα της «στρατολόγησης και χρηματοδότησης των επιστημόνων (κάθε κλάδου) με δεξιότητες στις δημόσιες σχέσεις και πρόθυμους να αντιταχθούν στη ‘συμβατική’ οπτική στην κλιματική αλλαγή».

Μια εντυπωσιακή Κυριαρχία Ανδρών

Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της βιβλιογραφίας των αρνητών είναι η κυριαρχία των ανδρών. Μόνο δυο γυναίκες έχουν συμμετάσχει στο κίνημα κατά της σχετικότητας κατά τις δεκαετίας του 1920 και 1930. Μια από αυτές (η Margarete von Oppell-Patschke) ήταν παντρεμένη με επιφανή  άνδρα αρνητή, μετά το θάνατο του οποίου έγραψε ένα φυλλάδιο που προσπαθούσε να υπερασπιστεί τις απόψεις του. Οι γυναίκες είναι το ίδιο σπάνιες στην άρνηση της εξέλιξης και στην άρνηση της κλιματικής επιστήμης αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στη πρώτη περίπτωση. Υπάρχει αναλογικά έντονη παρουσία γυναικών στις έγκυρες βιολογικές επιστήμες, αλλά είναι πρακτικά απούσες από τις δραστηριότητες της άρνησης της εξέλιξης και του δημιουργισμού. Αυτή η ανδρική κυριαρχία είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αλλά όπως μου τόνισε ο Maarten Boudry, η αποκοτιά πως κάποιος αντιλαμβάνεται ένα ζήτημα καλύτερα από όλους τους ειδικούς μπορεί να ταιριάζει καλύτερα με τα ανδρικά παρά τα γυναικεία στερεότυπα.

Αδυναμία Δημοσίευσης σε Αξιολογημένα Μέσα

Και οι τρεις ομάδες αρνητών της επιστήμης παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αποτυχία να δημοσιεύσουν σε αξιολογημένες επιστημονικές επιθεωρήσεις. Αυτό ίσχυε επίσης για τους λίγους αντιπάλους της θεωρίας της σχετικότητας που ήταν καθιερωμένοι φυσικοί, ακόμη και οι νομπελίστες. Συνάδελφοι έκριναν τα γραπτά τους πάνω στη σχετικότητα ως χαμηλής ποιότητας, παρά τις (προηγούμενες) πολύτιμες συμβολές τους σε άλλα πεδία της φυσικής. Έτσι τα κείμενα τους εναντίον της σχετικότητας απορρίπτονταν από τις επιθεωρήσεις της φυσικής. Η κατάσταση είναι παρόμοια για τους αντιπάλους της θεωρίας της εξέλιξης και της κλιματικής αλλαγής· και οι δυο ομάδες έχουν αποτύχει σχεδόν πλήρως να δημοσιεύσουν σε αξιολογημένα περιοδικά. Αυτό είναι σε απόλυτη αντίθεση με τις δικές τους ομολογίες της επιστημονικής ποιότητας των ισχυρισμών τους.

Θεωρίες Συνωμοσίας

Οι βασικοί υποστηρικτές αυτών των κινημάτων άρνησης έχουν όλοι τους ισχυριστεί πως η αποτυχία τους να δημοσιευτούν σε αξιολογημένα περιοδικά οφείλεται σε κάποιο είδος συνωμοσίας  που τους έχει επίσης αποτρέψει από το να κερδίσουν την αναγνώριση που αξίζουν. Η αντίθεση στην θεωρία της συνωμοσίας στις δεκαετίας του 1920 και του 1930 κυριαρχούνταν από αντισημίτες  που έβλεπαν την θεωρία της σχετικότητας ως κομμάτι μιας ευρύτερης εβραϊκής συνωμοσίας. Ήταν πεπεισμένοι πως οι καθιερωμένες επιθεωρήσεις φυσικής και ενώσεις φυσικών ήταν όλες υπό εβραϊκός έλεγχο. Οι δημιουργιστές τείνουν να βλέπουν μια αθεϊστική και/ή σατανική συνωμοσία. Υπάρχει καόμη και ένα βιβλίο  από το 1991 με το τίτλο «Η Συνωμοσία της Εξέλιξης». Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής τείνουν να βλέπουν μια «αριστερή συνωμοσία». Σε μια εκτεταμένη μελέτη περισσότερων από 100 βιβλίων που αρνούνται την πραγματικότητα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, οι Dunlap και Jacques κατέληξαν: «Είναι εκπληκτικό, πολλά από αυτά τα βιβλία  όχι μόνο περιέχουν εσφαλμένες κριτικές της κλιματικής επιστήμης αλλά παρουσιάζουν επίσης μια εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας είναι μια απάτη δημιουργημένη από μια συνωμοσία υποτιθέμενων άπληστων επιστημόνων, προοδευτικών πολιτικών, και περιβαλλοντολόγων».

Άμεση Απεύθυνση στο Κοινό

Όταν αποτυγχάνουν να δημοσιεύσουν σε επιστημονικές επιθεωρήσεις, οι αρνητές της επιστήμης και στις τρεις κατηγορίες έχουν στραφεί άμεσα στο κοινό. Στο αποκορύφωμα των δραστηριοτήτων κατά της σχετικότητας στη περίοδο του μεσοπολέμου, τυπώθηκαν πολυάριθμα φυλλάδια που συκοφαντούσαν την θεωρία της σχετικότητας και μεγάλος αριθμός άρθρων με παρόμοιο περιεχόμενο εμφανίστηκε στο λαϊκό τύπο. Στην Αμερική το πιο σημαντικό βήμα για αυτές τις ιδέες ήταν η έντονα αντισημιτική Dearborn Independent που ήταν μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας. Σήμερα, τόσο οι ακτιβιστές εναντίον της εξέλιξης και οι αντίπαλοι της κλιματικής επιστήμης διακινούν τις απόψεις τους κυρίως σε βιβλία, φυλλάδια, και ιστοσελίδες με στόχο το ευρύ κοινό. Από άποψης δημόσιας αντίληψης της επιστήμης είναι σημαντικό πρόβλημα πως οι συγγραφείς που δημοσιεύουν την επιστήμη τους σε καλές επιστημονικές επιθεωρήσεις είναι πολύ λιγότερο πρόθυμοι να γράψουν για το γενικό κοινό από εκείνους που τα χειρόγραφα τους σχεδόν πάντα απορρίπτονται από τις επιστημονικές επιθεωρήσεις.

Προσποίηση πως Είναι Πολύ Περισσότερο Βασισμένοι στην Επιστήμη

Και οι τρεις τύποι αρνητών της επιστήμης προσπαθούν να διαμορφώσουν την εντύπωση πως έχουν πολύ μεγαλύτερη βάση μέσα στην επιστήμη από ότι πραγματικά διαθέτουν. Για το σκοπό αυτό δημιουργούν ινστιτούτα, συνέδρια, και μερικές φορές ακόμη και επιθεωρήσεις με εντυπωσιακά επιστημονικά ονόματα αφιερωμένα στην άρνηση της επιστήμης. Η «Ακαδημία των Εθνών» ιδρύθηκε  στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1921, δήθεν μια διεθνής επιστημονική οργάνωση, ήταν η πιο σημαντική τέτοια κατασκευή από αντιπάλους της σχετικότητας. Οι δημιουργιστές έχουν δημιουργήσει πλήθος υποτιθέμενα επιστημονικών οργανισμών, μεταξύ τους την Εταιρεία Ερευνών Δημιουργίας, το Ινστιτούτο Έρευνας της Δημιουργίας, και το Ινστιτούτο Ανακάλυψης. Και οι δημιουργιστές και οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής έχουν δαπανήσει σημαντικούς πόρους για τη δημιουργία ιστοσελίδων που προωθούν τις θέσεις τους, και οι τελευταίοι έχουν φτάσει μέχρι σημείου να δημιουργήσουν ένα «Διεθνές Μη Κυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή» (NIPCC) που δημοσιεύει εκθέσεις που μιμούνται εκείνες του IPCC (σε μορφή, αλλά σίγουρα όχι σε επιστημονική ποιότητα).

Με εντυπωσιακά παρόμοιο τρόπο, και τα τρία κινήματα αρνητών έχουν χρησιμοποιήσει επιστολές επιστημόνων ως μέσα για να παρουσιάσουν τις απόψεις τους ως καλά βασισμένες στην επιστήμη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα επιστημονικά διαπιστευτήρια των περισσότερων υπογραφόντων δεν είχαν σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα. Το 1931, ένα φυλλάδιο εναντίον της θεωρίας τη σχετικότητας εκατό Συγγραφείς εναντίον του Einstein (Hundert Autoren gegen Einstein) δημοσιεύτηκε στη Λειψία. (Σύμφωνα με ένα συχνά ανφερόμενο αλλά μάλλον αβάσιμο ανέκδοτο, ο Einstein απάντησε: «Αν έκανα λάθος, τότε ένας θα ήταν αρκετός για να με διαψεύσει»)

Το 2001 το ενάντια στην θεωρία της εξέλιξης Ινστιτούτο Ανακάλυψη δημοσίευσε την επιστολή εκατό επιστημόνων, με τίτλο «Μια επιστημονική Διαφωνία προς τον Δαρβινισμό». Όπως σημειώθηκε σε ένα ρεπορτάζ, οι υπογράφοντες περιλαμβάνουν «λίγους βιολόγους αλλά πολλούς ευαγγελιστές». Το 2007 μια επιστολή εναντίον της επιστήμης του κλίματος  στάλθηκε στα Ηνωμένα Έθνη με το τίτλο «100 Σημαντικοί Επιστήμονες ζητούν από τον ΟΗΕ να Πάψει την Τρομοκρατία και να Στρωθεί στη Δουλειά». Μια άλλη επιστολή απευθυνόμενη εναντίον της κλιματικής επιστήμης αναγνωρίζει ως «επιστήμονα» οποιοδήποτε έχει πτυχίο θετικών επιστημών.

Σκληρές Επιθέσεις σε έγκυρους Επιστήμονες

Και τα τρία κινήματα αρνητών έχουν εμπλακεί σε αδυσώπητες προσωπικές επιθέσεις σε μεμονωμένους επιστήμονες. Ένα μεγάλο μέρος της πλειοψηφίας των πολέμιων της σχετικότητας στις δεκαετίας του 1920 και 1930 ήταν αντισημίτες, και οι αντισημιτικές επιθέσεις τους εναντίον του Einstein ήταν αρκετά οξείες ώστε να τον αποτρέψουν από το να επισκεφτεί τη Γερμανία. Ο πιο επιφανής Αμερικάνος πολέμιος της σχετικότητας, Arvid Reuterdahl, ήταν επίσης αντισημίτης. Σημαντικοί υπερασπιστές και της εξέλιξης και της κλιματικής επιστήμης έχουν βρεθεί να είναι στόχοι διάφορων τύπων παρενόχλησης και απειλών.

Ισχυρές Πολιτικές Διασυνδέσεις

Αυτές οι τρεις μορφές άρνησης έχουν όλες τους ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, μεγάλο μέρος των πολέμιων της σχετικότητας ήταν αντισημίτες και Ναζί. Στη Γερμανία, ναζιστικές εφημερίδες επιτίθονταν στην θεωρία της σχετικότητας ενώ δημοκρατικές εφημερίδες (για όσο υπήρχαν) κυρίως την υπερασπίζονταν. Σήμερα η άρνηση της θεωρίας της σχετικότητας δεν μοιάζει να συνδέεται με το ναζισμό, αλλά στις ΗΠΑ έχει σχέσεις με την δεξιά πολιτική. Η Conservapedia, ένα διαδικτυακό δεξιό λεξικό, περιέχει άρθρα που στρέφονται κατά της θεωρίας της σχετικότητας (όπως και στην εξέλιξη και στην κλιματική επιστήμη).

Οι πολιτικές διασυνδέσεις των άλλων δυο μορφών άρνησης είναι πολύ γνωστές. Η άρνηση της εξέλιξης κυριαρχείται από μια χριστιανική δεξιά που επιδιώκει την επιβεβαίωση των φονταμενταλιστικών πεποιθήσεων τους. Η άρνηση της κλιματικής αλλαγής κυριαρχείται από μια περισσότερο επιχειρηματικά προσανατολισμένη δεξιά που είναι αντίθετη με την κυβερνητική παρέμβαση στις επιχειρήσεις που τυπικά δικαιολογούν τα ευρήματα της κλιματικής επιστήμης. Υπάρχει έντονη συσχέτιση μεταξύ πολιτικών οπτικών και απόψεων για τη κλιματική αλλαγή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αποδοχή της κλιματικής αλλαγής ανέβηκε μεταξύ των Δημοκρατών από 60% το 2000 σε 70% το 2010, ενώ μειώθηκε μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων από 49 σε 29%την ίδια περίοδο.

Κάποιος μπορεί να αναμένει αυτή η πολιτική μονομέρεια να είναι ειδική για αυτά τα παραδείγματα για αυτά τα παραδείγματα, και να εξισορροπείται από άλλες μορφές άρνησης επιστήμης που κυριαρχούνται από την πολιτική αριστερά. Ωστόσο, κανένα στοιχείο δεν μοιάζει να είναι διαθέσιμο που να το επιβεβαιώνει. Δυο μορφές άρνησης επιστήμης  θεωρούνται συχνά πως είναι κυρίως αριστερά, δηλαδή δυσπιστία σε συγκεκριμένα επιστημονικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν  την ασφάλεια του εμβολιασμού και την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων τρογίμων. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση η υποτιθέμενη σύνδεση με την αριστερή πολιτική  δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία. Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν πως και τα αντιεμβολιαστικά και τα αντιGMO επιχειρήματα είναι είτε εξίσου κοινά και στις δυο πλευρές και κάπως πιο κοινά στη δεξιά.

Σύγκριση Με Τη Προώθηση Ψευδοθεωριών

Υπάρχει σημαντικός όγκος βιβλιογραφίας πάνω στα χαρακτηριστικά της ψευδοεπιστήμης, συνήθως διατυπωμένη με όρους οριοθέτησης μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης. Αυτή η βιβλιογραφία μπορεί να διαχωριστεί σε δυο μέρη που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Ένα κομμάτι ασχολείται με τον εντοπισμό ενός εκτεταμένου, ανεξάρτητου από το χρόνο κριτήριο που διακρίνει την επιστήμη από την ψευδοεπιστήμη. Τα βασικά κριτήρια που προτείνονται  είναι η διαψευσιμότητα, η ικανότητα απάντησης ερωτημάτων, ενσωμάτωση με άλλες επιστήμες, και συμπερίληψη σε ένα προοδευτικό ερευνητικό πρόγραμμα. Ωστόσο, όπως έχω αναφέρει αλλού, για να έχει εφαρμογή σε πολλά πεδία και χρονικές περιόδους, αυτά τα κριτήρια πρέπει να είναι τόσο γενικά που δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιτυχημένα για να καθορίσουν  σε μεμονωμένες, χειροπιαστές περιπτώσεις αν μια πρακτική ή θεωρία  είναι επιστημονική ή ψευδοεπιστημονική. Η άλλη προσέγγιση είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην πρακτική και παρουσιάζει λιγότερο μεγαλειώδη κριτήρια που θεωρούνται πως είναι ενδείξεις ψευδοεπιστήμης αντί να είναι αναγκαία και ικανά κριτήρια οριοθέτησης. Μεγάλος αριθμός λιστών από (συνήθως 5-10) τέτοιων κριτηρίων  έχουν δημοσιευτεί. Κρίνοντας από τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία που παρουσιάζει αυτές τις λίστες, έχουν  αναπτυχθεί με βασική εστίαση στις μορφές ψευδοπειστήμης που ονομάσαμε στο δεύτερο μέρος προώθηση ψευδοθεωρίας, παρά στην άρνηση της επιστήμης.

Δυο από τα τέσσερα γνωσιολογικά γνωρίσματα που αναφέρθηκαν στο τρίτο μέρος βρίσκονται συνήθως σε τέτοιες γενικές λίστες χαρακτηριστικών ψευδοεπιστήμης, κυρίως η επιλεκτική χρήση/απόκρυψη και η αγνόηση των στοιχείων απόρριψης. Υπάρχουν άφθονα παραδείγματα του πως οι ψευδοεπιστήμες προώθησης θεωριών ικανοποιούν αυτά τα κριτήρια. Η χρήση αυθαίρετων κριτηρίων αποδοχής δεν μοιάζει να έχει αναφερθεί σε κάποια από αυτές τις λίστες, αλλά μάλλον έπρεπε να αναφέρεται. Η ψευδοεπιστήμονες που προωθούν θεωρίες εφαρμόζουν εντυπωσιακά αδύναμα κριτήρια  αποδοχής για τους ισχυρισμούς τους. Για παράδειγμα, οι υπέρμαχοι των ψευδοεπιστημονικών ιατρικών θεωριών όπως η ομοιοπαθητική, η ιατρική με βάση τα βότανα, και η χειροπρακτική, θεωρούν τις θεραπείες τους πως είναι αποτελεσματικές στη βάση των δεδομένων  που θα ήταν τρομερά ανεπαρκή στην τυπική, βασισμένη στην επιστήμη ιατρική.

Το τέταρτο από τα γνωσιολογικά μας κριτήρια, η κατασκευή ψεύτικων διαφωνιών, είναι ιδιαίτερα απούσα από τις συνηθισμένες λίστες  των κριτηρίων της ψευδοεπιστήμης. Το κυριότερο, οι περισσότερες περιπτώσεις προώθησης ψευδοθεωριών δεν μοιάζουν να περιλαμβάνουν την κατασκευή ψεύτικων διαφωνιών. Για παράδειγμα, υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής και της ανθρωποσοφικής ιατρικής τείνουν να αποφεύγουν τις συγκρούσεις με την επιστήμη. Αντίθετα είναι τυπικός ισχυρισμός πως οι πρακτικές τους είναι συμβατές με την ιατρική επιστήμη και την βασισμένη στην επιστήμη κλινική ιατρική, τουλάχιστον με την έννοια  τα δύο «παραδείγματα» μπορούν να συνυπάρξουν θεωρητικά δίχως σύγκρουση. Η επινόηση ψεύτικων διαφωνιών μοιάζει να είναι ένα γνωσιακό χαρακτηριστικό που διακρίνει την άρνηση της επιστήμης από προώθηση των ψευδοεπιστημονικών θεωριών, και αυτό για ευνόητους λόγους. Κάποιος που επιθυμεί να προωθήσει μια θεωρία ή ισχυρισμό συνήθως κερδίζει με το να την περιγράψει ως συμμορφούμενη με την καθιερωμένη επιστήμη. Αντίθετα κάποιος που επιθυμεί να δυσφημίσει ένα μέρος της καθιερωμένης επιστήμης μοιάζει αναγκαίο να την περιγράψει ως αμφισβητούμενη.

Ανάμεσα στα κριτήρια που αναφέρονται στην βιβλιογραφία πάνω στην ψευδοεπιστήμη είναι τουλάχιστον ένα με γνωσιακή σπουδαιότητα που μοιάζει να μην ικανοποιείται από την άρνηση της επιστήμης, δηλαδή η πίστη στην αυθεντία. Πολλές από τις πιο σημαντικές ψευδοεπιστημονικές θεωρίες κυριαρχούνται από ένα άτομο που σηνύθως ίδρυσε το κίνημα και του οποίου τα λόγια θεωρούνται ακόμη ως η πιο σπουδαία σοφία. Ο Samuel Hahnemann στην ομοιοπαθητική, ο Rudolf Steiner στην ανθρωποσοφία, ο L. Ron Hubbard στη σαϊεντολογία, ο Maharishi Mahesh Yogi στον υπερβατικό διαλογισμό, και ο Erich von Däniken στη θεωρία των αρχαίων αστροναυτών, είναι μερικά από τα γνωστότερα παραδείγματα. Δεν μοιάζει να υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα κυρίαρχων μορφών στην άρνηση των επιστημών. Για αυτό, μια τέτοια κυριαρχία μοιάζει να είναι χαρακτηριστικό της προώθησης ψευδοεπιστημονικών θεωριών στην διάκριση με την άρνηση της επιστήμης. (Ωστόσο, δεν διαθέτουν όλες οι μορφές προώθησης ψευδοθεωριών αυτό το χαρακτηριστικό. Μοιάζει να απουσιάζει επίσης  από ψευδοεπιστήμες που προωθούν μια θεωρία που υποστηρίζει μια παραδοσιακή θρησκεία, όπως στη σινδονολογία και στην αποκαλούμενη βιβλική και μορμονική αρχαιολογία.)

Πολλά από τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της άρνησης της επιστήμης  αναφέρονται στο τέταρτο μέρος είναι επίσης χαρακτηριστικά της προώθησης ψευδοθεωριών. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην έλλειψη ικανότητας, την αδυναμία για δημοσίευση σε αξιολογημένες επιθεωρήσεις, θεωρίες συνωμοσίας, άμεσες απευθύνσεις στο κοινό, και προσποίηση μεγαλύτερης βάσης στην επιστήμη από ότι έχουν πραγματικά. Ωστόσο, κάποια από τα χαρακτηριστικά της άρνησης της επιστήμης που αναφέρθηκαν παραπάνω μοιάζουν να είναι λιγότερο σημαντικά στην προώθηση ψευδοθεωριών. Για παράδειγμα, η κατανομή των φύλων μεταξύ των υποστηρικτών ψευδοεπιστημονικών θεωριών είναι μια μάλλον ανάμικτη ιστορία: αν και κάποιες ψευδοθεωρίες όπως η ουφολογία μοιάζουν να έχουν κατά κύριο λόγο άνδρες ακτιβιστές, άλλες όπως το θεραπευτικό άγγιγμα μοιάζουν να κυριαρχούνται από γυναίκες. Επιπλέον, οι περισσότερες μορφές προώθησης ψευδοθεωριών μοιάζουν να στερούνται μια ισχυρή σύνδεση με τη πολιτική.

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, η σύγκρισή μας δείχνει πως αυτές οι τρεις μορφές άρνησης της επιστήμης έχουν εντυπωσιακά παρόμοια χαρακτηριστικά παρά το ότι είναι αφιερωμένες σε διαφορετικές αντίπαλες θεωρίες. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά με άλλες μορφές ψευδοεπιστήμης, και η μελέτη μας επιβεβαίωσε την ψευδοεπιστημονική φύση της άρνησης της επιστήμης. Ωστόσο, έχουμε δει επίσης πως η άρνηση της επιστήμης έχει κάποια χαρακτηριστικά εντελώς δικά της που δεν είναι κοινά με την προώθηση ψευδοθεωριών, ιδιαίτερα η επίμονη κατασκευή ψεύτικων αμφισβητήσεων, την εντυπωσιακή κυριαρχία των ανδρών μεταξύ των ακτιβιστών της, και την έντονη σύνδεση της με διάφορες μορφές δεξιάς πολιτικής.

Η επιστημονική απάντηση στην άρνηση της επιστήμης πρέπει να λάβει αυτά τα χαρακτηριστικά υπόψιν της. Ως επιστήμονες  δεν πρέπει να προσπαθούμε να αναλάβουμε τους ρόλους που οι αρνητές της επιστήμης μας έχουν κρατήσει στην ατζέντα τους. δεν πρέπει να δράσουμε σαν οι ψεύτικες αμφισβητήσεις  των αρνητών της επιστήμης  να είναι αληθινές αμφισβητήσεις, και ούτε πρέπει να αποδεχτούμε τα αυθαίρετα κριτήρια της επιστημονικής αποδοχής που προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Το έργο μας είναι αντίθετα να εκθέσουμε τις στρατηγικές τους, την ατζέντα τους, και τα ψευδοπειστημονικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματολογίας τους. και πάνω από όλα είναι υποχρέωση μας να εξηγήσουμε τι είναι πραγματικά η επιστήμη, γιατί δεν πρέπει να πολιτικοποιείται, και πως μπορεί να προσφέρει στην ανθρωπότητα μια καλύτερη κοινή αντίληψη του κόσμου στον οποίο ζούμε.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com/