Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Freedom (23.02.2002) και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Visions of Freedom: Critical Writings on Ecology and Anarchism  (Black Rose Books, 2018). Ο Brian Morris είναι επίτιμος καθηγητής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, συγγραφέας και ενεργό μέλος του αναρχικού κινήματος από τη δεκαετία του 1960.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

 Δημοσιεύθηκε την

 




Ο Nietzsche είναι η τελευταία μόδα στην ακαδημία. Ο άνθρωπος που πέρασε μεγάλο μέρος της μοναχικής του ζωής περιπλανώμενος στη νότια Ευρώπη ως «αιώνιος φυγάς» (με τα δικά του λόγια), αναζητώντας κάποιο μέρος ή κλίμα που θα μπορούσε να ανακουφίσει ή να αναστείλει την όλο και χειρότερη υγεία του, έχει γίνει το ακαδημαϊκό είδωλο των αποκαλυπτικών στοχαστών, των μεταμοντερνιστών. Καθώς ο Bakunin, ο Kropotkin και ο Malatesta έχουν ανακηρυχθεί ως ξεπερασμένοι, ο Nietzsche τους αντικατέστησε ως ίνδαλμα για ορισμένους αναρχικούς. Συχνά όμως τίθεται το ερώτημα, ήταν ο ίδιος αναρχικός;

Η απλή απάντηση είναι πως όχι, και ο ίδιος ο Nietzsche αποκήρυξε ρητά κάθε τι που πρεσβεύει ο αναρχισμός. Στο Λυκόφως Των Ειδώλων, έγραψε πως ο χριστιανός και ο αναρχικός ήταν «και οι δύο παρακμιακοί· και οι δύο ανίκανοι να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από διάλυση, δηλητηρίαση, εκφυλισμό, και οι δύο αιμοβόροι, και οι δύο με το ένστικτο του θανάσιμου μίσους προς καθετί στέκεται όρθιο, δεσπόζει μεγαλοπρεπώς, διαθέτει διάρκεια και υπόσχεται στη ζωή ένα μέλλον».

Ήταν εξίσου επικριτικός και υποτιμητικός απέναντι στους σοσιαλιστές, τους οποίους αποκαλούσε «βλάκες», «κουφιοκέφαλους», «παρακμιακούς» και «ηλίθιους». Υποστήριζε πως προωθούσαν «τον συλλογικό εκφυλισμό» της ανθρωπότητας σε «ένα τέλειο αγελαίο ζώο» (Πέρα Από Το Καλό Και Το Κακό).  Οι απλοί εργαζόμενοι απεικονίζονταν με τον ίδιο αρνητικό τρόπο και μιλούσε γι’ αυτούς με περιφρόνηση – «πλήθος», «αγέλη», «όχλος».

Όπως και ο πρώιμος μέντοράς του, ο Schopenhauer, ο Nietzsche είχε πολύ χαμηλή εκτίμηση για τους απλούς ανθρώπους, αν και αυτός ο «ερημίτης του Σιλς-Μαρία» (εκεί που περνούσε τα καλοκαίρια του) γνώριζε ελάχιστα για τα βάσανα, τις φιλοδοξίες ή την κοινωνική τους ζωή. Όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει, ο αυστηρός του ατομικισμός και αισθητικισμός άφηναν πολύ λίγο χώρο για κοινότητα, και ακόμη λιγότερο για οικογενειακή ζωή.

Ο λόγος για την απαξίωση του αναρχισμού, του σοσιαλισμού και των απλών ανθρώπων είναι πως ο Nietzsche τα συνέδεσε απλοϊκά με την «ηθική των δούλων», την οποία αντιπαρέβαλε με την «ηθική των κυρίων» των ευγενών και της άρχουσας ελίτ. Την «ηθική των δούλων» (την οποία συνέδεσε με τον Βουδισμό και τον Χριστιανισμό, όπως και με τον σοσιαλισμό, τη δημοκρατία και τον αναρχισμό) τη συνέδεσε με την ταπεινότητα, τη δουλοπρέπεια, τον οίκτο, τον φθόνο, τη μυστικοπάθεια, την αντίδραση και τη συμπόνια, όλα υποκινούμενα από την «μνησικακία» – αυτό που ο συντηρητικός πρωθυπουργός John Major ονόμασε «πολιτική του φθόνου», η οποία αποδίδεται σε όποιον διαμαρτύρεται για τις ανεξέλεγκτες ανισότητες του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Αντίθετα, η «ηθική των κυρίων» των ηγετών και της αριστοκρατικής ελίτ χαρακτηριζόταν από θάρρος, διαφάνεια, δύναμη, ισχύ, ευγένεια, ευαισθησία, υπερηφάνεια και αυτοέλεγχο. Οι σκλάβοι και οι απλοί άνθρωποι ήταν «όχλος», οι άρχοντες «καλοί άνθρωποι» (αν και ο Nietzsche δεν ενέκρινε ποτέ τη σκληρότητα της ελίτ). Παρόλο που παρουσίασε, στο  Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μια αυστηρή κριτική του κράτους και οι μαθητές του ισχυρίζονται ότι ήταν «αντιπολιτικός» και ότι τον απασχολούσε μόνο η διονυσιακή αισθητική της «αυτοδημιουργίας», στην πραγματικότητα σε όλα τα γραπτά του υποστήριζε και εξέφραζε την υποταγή του στους εξουσιαστές.

Τάχθηκε με τους «ισχυρούς», τους «άρχοντες» και τους αριστοκράτες – και έστρεψε τις πιο αιχμηρές απόψεις του προς τις κατώτερες τάξεις, τους δούλους, τους εργάτες, τον «όχλο» – ιδιαίτερα αν τολμούσαν να δυσανασχετήσουν ή να αμφισβητήσουν την ιεραρχία. Όπως έλεγε ο Kropotkin, «ο Nietzsche δεν καταλάβαινε τίποτα για την εξέγερση των οικονομικών εργατών. Ο μεγάλος Nietzsche, γιατί ήταν μεγάλος σε μια ορισμένη εξέγερση, παρέμεινε σκλάβος των αστικών προκαταλήψεων». Η «επανεκτίμηση όλων των αξιών» του δεν επεκτάθηκε στην αμφισβήτηση των αριστοκρατικών αξιών της ιεραρχίας, της ταξικής δομής και των οικονομικών μορφών εκμετάλλευσης.

Ήταν κοντά στον Αριστοτέλη στην υπεράσπιση της δουλείας και, σχεδόν στερούμενος κοινωνικο-λογικής προοπτικής, φαίνεται να υπέθεσε ότι πάντα θα υπήρχαν «δούλοι» για να παρέχουν το καθημερινό ψωμί στην αριστοκρατική ελίτ ή στους «υπεράνθρωπους» στις μοναχικές περιπλανήσεις τους και στη διονυσιακή επιβεβαίωση της «θέλησης για εξουσία».

Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Nietzsche έπλεξε το εγκώμιο του ινδικού συστήματος των καστών και της ιεραρχίας της ιεραρχίας του, ή ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσβάλλει και να υποτιμά τις κατώτερες κάστες – τους Τσαντάλα  – οι οποίοι θεωρούσε ότι αντλούσαν ένα «αίσθημα ικανοποίησης» από την υποτέλειά τους! Οι «νόμοι του Μανού» που υποστήριζαν αυτό το σύστημα κοινωνικής ανισότητας σίγουρα απολάμβαναν την έγκρισή του.

Η ιδέα της ελεύθερης κοινωνίας ή των ίσων δικαιωμάτων ήταν ανάθεμα γι’ αυτόν. Τα εξίσωνε με τη μείωση της ανθρωπιάς και τα θεωρούσε ως ευνοϊκά για την ανάπτυξη του «τέλειου αγελαίου ζώου». Εσκεμμένα παρερμήνευσε τόσο τον αναρχισμό όσο και τον σοσιαλισμό, υπονοώντας ότι επεδίωκαν την επαναφορά ενός συστήματος δουλείας (και φυσικά θεωρούσε και τους δύο ένοχους για το ότι αδιαφορούσαν για την ανάγκη για μια αριστοκρατική ελίτ).

Η κοινωνική ζωή, υποστήριζε ο Nietzsche, έπρεπε απλώς να αποτελεί «το θεμέλιο και τη σκαλωσιά πάνω στα οποία ένα επιλεγμένο είδος όντος είναι σε θέση να ανυψωθεί στο ανώτερο καθήκον του και γενικά σε μια ανώτερη ύπαρξη» (Πέρα Από Το Καλό Και Το Κακό). Το ουσιώδες ήταν να υπάρχει μια «καλή και υγιής αριστοκρατία».

Δεν είναι να απορεί κανείς που θεωρούσε την ιδέα των ίσων δικαιωμάτων για όλους δηλητηριώδες δόγμα. Ακόμη και στην κριτική του για τη νεωτερικότητα, την οποία εξίσωνε με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, υποστήριζε ως εναλλακτικό ιδεώδες όχι τον αναρχικό κομμουνισμό, ούτε οποιαδήποτε άλλη μορφή ελευθεριακού σοσιαλισμού, αλλά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το ρωσικό τσαρικό κράτος. Και τα δύο, πίστευε, θα διατηρούσαν την παράδοση και την εξουσία.

Η έννοια της ελευθερίας του συνδεόταν με αυτό το είδος αντιδραστικού ήθους. Η ελευθερία, έγραφε, «σημαίνει ότι τα ανδρικά ένστικτα που απολαμβάνουν τον πόλεμο…. έχουν αποκτήσει κυριαρχία επί των άλλων ενστίκτων». Φοβούμενος την υποβάθμιση του καθενός στην ιδιότητα του «ζώου της αγέλης» (υπέθεσε λανθασμένα ότι αυτό σχεδίαζαν οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί), ο Nietzsche κατέληξε σε μια έννοια της ελευθερίας που ήταν μια έννοια ηρωικής ανδρείας, δύναμης και ενός αχαλίνωτου και μοναχικού ατομικισμού – ψηλά στα βουνά, φυσικά, και εξαρτώμενος από τους ανθρώπους της κοιλάδας, τον «όχλο» που παρήγαγε τα προς το ζην του.

Οι στοχαστές του Διαφωτισμού είχαν πιστέψει στην εμπειρική γνώση και στην πρόοδο. Μπορεί να ήταν λίγο αφελείς στον ενθουσιασμό τους για τη βελτίωση της ανθρωπότητας, αλλά το να τους κατηγορήσουμε για τις φρικαλεότητες του 20ου αιώνα θα ήταν τόσο απλοϊκό όσο το να κατηγορήσουμε τον Ιησού για την Ιερά Εξέταση.

Ο Nietzsche ήταν πέρα για πέρα αντιδραστικός αντιπαραθέτοντας την πίστη του Διαφωτισμού στην πρόοδο με την αριστοκρατική πίστη στην εξουσία και την παράδοση. Όπως θέτει με πειστικό τρόπο (και πάλι στο Πέρα Από Το Καλό Και Το Κακό), «ο βαθύς σεβασμός για την ηλικία και την παράδοση … η προκατάληψη υπέρ των προγόνων … είναι χαρακτηριστικό της ηθικής των ισχυρών: και όταν, αντίθετα, οι άνθρωποι των ‘μοντέρνων ιδεών’ πιστεύουν σχεδόν ενστικτωδώς στην ‘πρόοδο’ και στο ‘μέλλον’ … αυτό αποκαλύπτει αρκετά καθαρά την ποταπή προέλευση αυτών των ιδεών».

Ο Nietzsche δεν ήταν μεταμοντέρνος αλλά ένας απόλυτα αντιδραστικός, «προ-μοντέρνος» στοχαστής. Είναι επίσης γνωστός εδώ και καιρό ως ένας απόλυτα μισογύνης στοχαστής, αν και ορισμένοι μεταμοντέρνοι (ο Derrida, για παράδειγμα) φαίνεται να τον παρουσιάζουν ως έναν καθαρόαιμο φεμινιστή. Μια μέρα κάποιος μεταμοντέρνος θα «αποδομήσει» και το Mein Kampf του Χίτλερ, για να δείξει ότι ο συγγραφέας του ήταν στην πραγματικότητα ειρηνιστής!

Καθώς μας λένε πως όλη η γλώσσα είναι μεταφορική, πως δεν υπάρχουν σταθερά νοήματα, πως το στυλ γραφής του Nietzsche είναι σταθερά ειρωνικό, ίσως δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν ήταν αντιφεμινιστής ή όχι. Αλλά αν πιστέψουμε τα λόγια του, μισούσε τον φεμινισμό και τον θεωρούσε (όπως και τον σοσιαλισμό) βαθιά παρακμιακό. Διαβάστε τα παρακάτω και δείτε αν ήταν φεμινιστής ή όχι (όσον αφορά το ρατσιστικό στερεότυπο – μην πάτε καν εκεί). «Ένας άντρας που έχει βάθος, τόσο στο πνεύμα του όσο και στις επιθυμίες του … μπορεί να σκεφτεί τη γυναίκα μόνο με ανατολίτικο τρόπο – πρέπει να αντιλαμβάνεται τη γυναίκα ως κτήμα, ως ιδιοκτησία με κλειδαριά και κλειδί, ως κάτι που είναι προορισμένο για υπηρεσία».

Προτείνοντας ότι ο γάμος ως θεσμός δεν πρέπει να βασίζεται στην αγάπη, έγραψε επίσης (στο Λυκόφως Των Ειδώλων) ότι «τον εγκαθιδρύει κανείς με βάση τη σεξουαλική ορμή, την ορμή για ιδιοκτησία (η γυναίκα και το παιδί αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία), την ορμή για κυριαρχία που οργανώνει συνεχώς τον μικρότερο τύπο τομέα, την οικογένεια». Τόσο φεμινιστής!

Στο Εθνικισμός & Πολιτισμός , ο Rudolf Rocker είπε ότι η ζωή του Nietzsche παρουσίαζε μια «διαρκή αμφιταλάντευση μεταξύ ξεπερασμένων αυταρχικών αντιλήψεων και πραγματικά απελευθερωτικών ιδεών». Υπήρχε αναμφίβολα μια ελευθεριακή πτυχή στη φιλοσοφία του – η μοναχική μορφή του ατομικισμού του με την αισθητική επίκληση της στην αυτοδημιουργία, η ριζοσπαστική κριτική που συνεπάγεται η «επανεκτίμηση όλων των αξιών», η σφοδρή επίθεση στο κράτος στο Έτσι Μίλησε Ο Ζαρατούστρα και η παθιασμένη εξύμνηση της προσωπικής ελευθερίας και δύναμης.

Όμως αυτό αντισταθμίστηκε από την εντελώς αντιδραστική νοοτροπία του – την ελιτίστικη πολιτική του, τον εορτασμό της εξουσίας και της παράδοσης, την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε προοδευτικού οράματος πέρα από την ιδέα ενός απομονωμένου ακοινωνικού νομάδα, τον «υπεράνθρωπο». Ίσως να είναι ένας μεταγενέστερος φιλόσοφος, ο Bertrand Russell, που τον περιέγραψε καλύτερα όταν τον αποκάλεσε «αριστοκρατικό αναρχικό».

από: https://geniusloci2017.wordpress.com