Όταν ο Charles Hueber, ο χαρισματικός ηγέτης των Αλσατών κομμουνιστών αυτονομιστών, δήμαρχος του Στρασβούργου (1924-36, 1942-3) και βασικό τοπικό στέλεχος του ναζιστικού κόμματος, πέθανε τον Αύγουστο του 1943, η πολιτική του ζωή είχε πλήρη στροφή από τον κομμουνισμό στον ναζισμό. Στη νεκρολογία του για τον Hueber, ο Paul Schall, ένας Αλσατός ναζιστής και αυτονομιστής ομοϊδεάτης του, προσπάθησε να συμβιβάσει την καριέρα του Hueber με τα ναζιστικά ιδεώδη. Ο Hueber, υποστήριξε, είχε επιλέξει τον υψηλό σοσιαλιστικό δρόμο, «ο οποίος δεν αρνιόταν τη σύνδεση μεταξύ του λαού (Volk) και της ιστορίας του», έναντι του χαμηλού δρόμου, «ο οποίος ήταν καθαρά δογματικός και στηριζόταν στην καταστροφή». Σε ολόκληρη τη διάρκεια του «ισόβιου αγώνα [Kampfleben]» του, ο Hueber πίστευε σταθερά ότι «ο στόχος των Γερμανών εργατών πρέπει να είναι η Γερμανία». Τέτοιες λεκτικές γυμναστικές, όσο αποκαλυπτικές κι αν είναι για τη ναζιστική αντίληψη περί σοσιαλισμού, ρίχνουν ελάχιστο φως στη δαιδαλώδη πορεία των κομμουνιστών αυτονομιστών από τον κομμουνισμό στον εθνικοσοσιαλισμό.
Γενικά, οι μετακινήσεις από τον κομμουνισμό στον φασισμό αποτέλεσαν πηγή ιστορικών αντιπαραθέσεων. Ήταν οι πρώην κομμουνιστές, όπως οι «μέτριοι ναζί» στη Γερμανία, «καφέ απ’ έξω, κόκκινοι από μέσα»; Αυτή η ερμηνεία υποστηρίζει ότι η μεταστροφή στον ναζισμό ήταν επιφανειακή και καιροσκοπική και υπονοεί ότι ο φασισμός είχε τις ρίζες του στον κομμουνισμό. Σε αντίθεση με αυτή την άποψη είναι η ιδέα ότι ο φασισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα δεξιό φαινόμενο. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι κομμουνιστές που προσηλυτίστηκαν στον φασισμό αποτίναξαν τη μαρξιστική ιδεολογία τους και έγιναν καλοψημένοι ναζί, καφέ μέχρι μέσα. Η περίπτωση των κομμουνιστών αυτονομιστών, της μόνης ομάδας στην Αλσατία που δεν ήρθε στον φασισμό από τα δεξιά, αποτελεί απόδειξη για το δεύτερο επιχείρημα.
Ο όρος «κομμουνιστές αυτονομιστές» αναφέρεται σε εκείνους τους Αλσατούς μαρξιστές που η συγγένεια τους με τη Γερμανία τους έκανε να θέσουν το ζήτημα της αλσατικής αυτονομίας πάνω από την παραδοσιακή μαρξιστική εστίαση στην ταξική σύγκρουση. Αν και δεν είναι όρος της εποχής, το «κομμουνιστής αυτονομιστής» χρησιμεύει ως ετικέτα που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει αυτή την ομάδα μέσα από διάφορες ενσαρκώσεις με μια αίσθηση της συνέχειάς της. Δυστυχώς, συσκοτίζει το γεγονός ότι ο Hueber και οι συνοδοιπόροι του ξεκίνησαν ως αφοσιωμένοι κομμουνιστές. Ο Hueber, για παράδειγμα, αναδείχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD), ίδρυσε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Parti communiste français, PCF) στην Αλσατία και κατείχε ηγετική θέση εντός του PCF ως βουλευτής στην Εθνοσυνέλευση. Ωστόσο, το να τους αποκαλέσει κανείς «Αλσατούς κομμουνιστές» θα μπέρδευε τους Αλσατούς που παρέμειναν πιστοί στο PCF μετά το 1929 με την ομάδα γύρω από τον Hueber. Ούτε θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός «αυτόνομοι κομμουνιστές», δεδομένου ότι η PCF παρέμεινε προσηλωμένη στον αυτονομισμό για πολύ καιρό αφότου ο Hueber απομακρύνθηκε από τον κομμουνισμό. Η χρήση του όρου «κομμουνιστής αυτονομιστής» υπονοεί την κρίσιμη μετατροπή από κομμουνιστή σε ναζί που αποτελεί το κίνητρο για το παρόν δοκίμιο. Ταυτόχρονα, ο προσδιορισμός «κομμουνιστής» διατηρεί μια σημαντική διάκριση μεταξύ του Hueber και των κληρικών και των δεξιών αυτονομιστών, οι οποίοι έφτασαν στον ναζισμό από διαφορετικό δρόμο.
Ο αλσατικός αυτονομισμός, το αίτημα για θρησκευτική, πολιτιστική, γλωσσική και διοικητική αυτοδιάθεση, άνθισε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως απάντηση στις πιέσεις της γαλλικής κυβέρνησης για αφομοίωση. Ο Edouard Herriot, ο υποψήφιος που επέλεξε η Συμφωνία της Αριστεράς (Cartel des Gauches) για πρωθυπουργό, ανακοίνωσε την πρόθεσή του, «να εισαγάγει στην Αλσατία και τη Λωρραίνη όλη τη δημοκρατική νομοθεσία». Ιδιαίτερα απειλητική για πολλούς Αλσατούς ήταν η πιθανή επέκταση των γαλλικών αντιεκκλησιαστικών νόμων του 1905 στην Αλσατία, όπου η εκκλησία και το κράτος δεν είχαν διαχωριστεί. Επιπλέον, οι Αλσατοί δυσανασχετούσαν με τις γαλλικές διακρίσεις εις βάρος της αλσατικής γλώσσας και της αλσατικής κουλτούρας στα σχολεία, τα δικαστήρια και τη διοίκηση, τις οποίες θεωρούσαν μια μορφή ιμπεριαλισμού. Μπερδεμένοι από την αντίσταση των Αλσατών στη γαλλική κουλτούρα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι «εσωτερικοί» Γάλλοι αγνοούσαν την τοπική δυσαρέσκεια ονομάζοντάς την «αλσατική ασθένεια». Για πολλούς Αλσατούς, ο αυτονομισμός ήταν μια λύση για την ακαταστάλακτη εθνική τους ταυτότητα.
Σχεδόν όλα τα κόμματα στην Αλσατία διχάστηκαν μεταξύ των υποστηρικτών του αυτονομισμού και των υποστηρικτών της αφομοίωσης στη Γαλλία. Οι Αλσατοί αυτονομιστές διοχέτευσαν την περιφερειακή δυσαρέσκεια για την αναλγησία των γαλλικών πολιτικών σε μια αυτόνομη οργάνωση, την Heimatbund, η οποία ηγήθηκε «του αγώνα για τα επαρχιακά δικαιώματα του λαού της Αλσατίας-Λωρραίνης με αστείρευτη ενέργεια». Υπό τον Hueber, το PCF μπήκε βαθιά στη συζήτηση ως ο πιο σθεναρός υποστηρικτής του αυτονομισμού, ζητώντας τη διακοπή όλων των δεσμών με τη Γαλλία και την επιστροφή στη Γερμανία. Με την πάροδο του χρόνου, οι κομμουνιστές αυτονομιστές απέκτησαν εμμονή με την εθνική ταυτότητα σε βάρος της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Η προσήλωσή τους στην αυτονομία τους οδήγησε να μετακινηθούν ιδεολογικά από τον κομμουνισμό στον φασισμό σε αναζήτηση μιας γερμανικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό, προανήγγειλαν τη μετατροπή σοσιαλιστών και κομμουνιστών όπως οι Marcel Déat, Hendrik de Man και Jacques Doriot σε φασίστες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την κεντρική σημασία της τάξης για την επιδίωξη μιας εθνικής κοινότητας.
Είναι χαρακτηριστικό πως η πρώιμη πολιτική εμπειρία του Hueber, όπως και των περισσότερων κομμουνιστών αυτονομιστών, βιώθηκε κατά την περίοδο του γερμανικού ελέγχου της Αλσατίας. Γεννημένος το 1883, ο Hueber ίδρυσε το πρώτο αλσατικό τμήμα του συνδικάτου εργατών μετάλλου το 1900 και, το 1910, έγινε γενικός γραμματέας του παραρτήματος Αλσατίας-Λωρραίνης του SPD. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, ο Hueber υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό, φθάνοντας στον βαθμό του λοχία. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Γερμανία το 1918, διακρίθηκε μεταξύ των ηγετών του συμβουλίου στρατιωτών του Στρασβούργου.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Hueber υποστήριξε τον «ουδετερισμό», ο οποίος επεδίωκε να μετατρέψει την Αλσατία-Λωρραίνη σε ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος που θα λειτουργούσε ως γέφυρα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας». Η ιδέα μιας ουδέτερης Αλσατίας είχε τις ρίζες της στην προπολεμική γερμανική σοσιαλιστική πολιτική, η οποία, αποδεχόμενη τη εγκυρότητα του γερμανικού ενδιαφέροντος στην περιοχή, είχε προωθήσει την ιδέα ότι η Αλσατία θα έπρεπε να γίνει μια ουδέτερη περιοχή με την εγγύηση της Γερμανίας. Όταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών επανένταξε επίσημα την Αλσατία-Λωρραίνη στη Γαλλία, ο ουδετερισμός του Hueber μετατράπηκε σε αυτονομισμό, ο οποίος υποστήριζε την απόσχιση από τη Γαλλία.
Ο Hueber είχε ισχυρό μισθολογικό κίνητρο για την πρώιμη υποστήριξή του στον αυτονομισμό. Πράγματι, το οικονομικό ζήτημα έπαιξε έντονο ρόλο στην ενίσχυση των δεσμών του με τη Γερμανία και διευκόλυνε την απόφασή του να υποστηρίξει τον ναζισμό. Σύμφωνα με τη γαλλική αστυνομία, ο Hueber «πληρωνόταν από τον κόμη Rapp», έναν αυτονομιστή που μοίραζε γερμανικά χρήματα στους Αλσατούς αυτονομιστές το 1919. Η αμοιβή του Hueber ανερχόταν σε 1.000 φράγκα το μήνα, ενώ περιστασιακά ζητούσε μέχρι και 10.000 φράγκα σε ειδικές περιπτώσεις.
Η σχέση του με αυτονομιστές όπως ο Rapp έδειχνε αναμφίβολα μια προτίμηση προς τη Γερμανία. Τα γερμανικά χρήματα, εξάλλου, επέτρεψαν στον Hueber να διατηρήσει ένα σταθερό επίπεδο ακτιβισμού με τη μορφή απεργιών, συγκεντρώσεων και φυλλαδίων. Τέτοια υποστήριξη δεν υπήρχε φυσικά από τη γαλλική αριστερά. Η εξάρτηση από τα χρήματα της Γερμανίας και η εμφανής γερμανόφιλη στάση του συνέχισαν να στοιχειώνουν τον Hueber και τους κομμουνιστές αυτονομιστές, αλλά δεν αποτελούσαν εκείνη τη στιγμή αμετάκλητη στροφή προς τον ναζισμό. Ο εθνικισμός των κομμουνιστών αυτονομιστών στα πρώτα χρόνια της γαλλικής κυριαρχίας ήταν ένα μικρόβιο που, καλλιεργημένο από την αλσατική ασθένεια, συνέβαλε στη μετατροπή τους σε ναζιστές.
Ο ριζοσπαστισμός του Hueber συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 1920, όταν ηγήθηκε της κίνησης των Αλσατών σοσιαλιστών να ενταχθούν στην Τρίτη Διεθνή. Η πλειοψηφία των Αλσατών αντιπροσώπων στο συνέδριο της Τουρ τον Δεκέμβριο του 1920 ψήφισε, όπως ο Hueber και τα περισσότερα μέλη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, υπέρ της δημιουργίας του PCF. Παρά το γεγονός ότι έχασε τον έλεγχο της τοπικής σοσιαλιστικής εφημερίδας από τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές τον Δεκέμβριο του 1920, όταν δημιουργήθηκε του PCF, ο Hueber είχε δημιουργήσει μια βιώσιμη κομματική εφημερίδα, την Die Neue Welt, μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 1921. Κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Αλσατία αποτελούνταν από 6000 μέλη κομματική ταυτότητα και άλλα χίλια μέλη στην κομμουνιστική ομάδα νεολαίας. Στο σημείο αυτό, η θέση του Hueber ως επικεφαλής των κομμουνιστών στην Αλσατία ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο περιφερειακός κλάδος του PCF φαινόταν έτοιμο για ανάπτυξη.
Τα αλσατικά μέλη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Section française de l’Internationale ouvrière, SFIO) προσχώρησαν στην Τρίτη Διεθνή για λόγους διαφορετικούς από εκείνους των αντίστοιχων εσωτερικών Γάλλων. Οι ρίζες τους στο SPD, με το μαρξιστικό του ύφος και τη σφιχτή του οργάνωση, διαφοροποιούσαν τους Αλσατούς σοσιαλιστές από τους Γάλλους συντρόφους τους. Η Rosa Luxemburg και ο Karl Liebknecht ήταν πιο οικείοι στους Αλσατούς από τους ηγέτες των επαναστατικών συνδικαλιστών ή τον Jean Jaurès. Οι περισσότεροι Αλσατοί σοσιαλιστές είχαν υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό, γεγονός που τους απομάκρυνε από τους Γάλλους σοσιαλιστές που είχαν υποστηρίξει τη γαλλική πολεμική προσπάθεια. Επιπλέον πολλοί Αλσατοί βετεράνοι είχαν πολεμήσει στο ανατολικό μέτωπο και είχαν παρακολουθήσει ή και συμμετάσχει στη Ρωσική Επανάσταση. Τέλος, οι Αλσατοί σοσιαλιστές, συμπεριλαμβανομένου του Hueber, συμμετείχαν στη συγκρότηση των σοβιετικών συμβουλίων της Αλσατίας στον απόηχο της αποτυχημένης γερμανικής επανάστασης του 1918.
Από τα δύο διαμερίσματα που αποτελούν την Αλσατία, η υποστήριξη προς το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πολύ ισχυρότερη στον Κάτω Ρήνο από ό,τι στον Άνω Ρήνο. Τον Σεπτέμβριο του 1920, πριν από τη συγκρότηση του PCF, το τμήμα του SFIO στον Άνω Ρήνο είχε 4300 μέλη, λίγο περισσότερα από τα 3000 μέλη στον Κάτω Ρήνο. Ένα χρόνο αργότερα, ο αριθμός των κομμουνιστών στον Κάτω Ρήνο είχε εκτοξευθεί σε 4600, χάρη στο δυναμισμό της ηγεσίας του Hueber και στην αποτελεσματική κινητοποίηση της πολιτιστικής δυσαρέσκειας των γερμανόφωνων εργατών, ιδιαίτερα στο Στρασβούργο. Ο αριθμός αυτός αντιπροσώπευε το πέμπτο υψηλότερο σύνολο σε επίπεδο διαμερίσματος στη Γαλλία. Ο Άνω Ρήνος, ωστόσο, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τους 4300 σοσιαλιστές το 1920, μόνο 1500 είχαν γίνει κομμουνιστές ένα χρόνο αργότερα. Η έλλειψη ενθουσιασμού του Άνω Ρήνου για τον κομμουνισμό οφειλόταν στη σχετικά φιλογαλλική διάθεση του διαμερίσματος σε σύγκριση με τον Κάτω Ρήνο. Δεδομένου ότι οι Γάλλοι σοσιαλιστές ακολουθούσαν μια πολιτική αφομοίωσης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν πιο δημοφιλές στον παραδοσιακά γαλλόφιλο Άνω Ρήνο, ενώ το αυτονομιστικό κόμμα του Hueber βρήκε τη βάση του στον πιο φιλογερμανικό Κάτω Ρήνο.
Ο πυρήνας της κομμουνιστικής βάσης στον Κάτω Ρήνο προερχόταν κυρίως από προτεσταντικές και αστικές περιοχές. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Γαλλία, ο Κάτω Ρήνος είχε σημαντική προτεσταντική μειονότητα – σχεδόν 30% το 1931 – οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Λουθηρανοί. Οι Λουθηρανοί Αλσατοί είχαν μια ισχυρή πολιτιστική συγγένεια με τη Γερμανία που ευνοούσε τη γερμανόφιλη στάση των κομμουνιστών, ακόμη και αν οι πρώτοι περιφρονούσαν τον κομμουνισμό. Το Ντρούιλινγκεν, για παράδειγμα, ένα κατεξοχήν (πάνω από 75%) προτεσταντικό καντόνι στο βορειοδυτικό Κάτω Ρήνο, είχε ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό υποστήριξης (μεταξύ 15 και 25%) για το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1924 και το 1928. Το Μπρουμάτ και το Σίλτιχάιμ, που συνορεύουν με το Στρασβούργο, είχαν σημαντικό προτεσταντικό πληθυσμό και αποτελλούσαν επίσης προπύργια του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μέχρι το ξέσπασμα της αυτονομιστικής δυσαρέσκειας το 1925, οι Γάλλοι και οι Αλσατοί κομμουνιστές συμφωνούσαν ουσιαστικά στην πολιτική τους. Πράγματι, ο Hueber και οι οπαδοί του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πιο εύστοχα ως Αλσατοί κομμουνιστές παρά ως κομμουνιστές αυτονομιστές, επειδή ακολουθούσαν αρκετά αυστηρά τη γραμμή του κόμματος. Οι Αλσατοί κομμουνιστές, για παράδειγμα, κατήγγειλαν τον κληρικαλισμό ως αστικό εργαλείο καταπίεσης, θέση που αντέστρεψαν μετά το 1925. Πάνω απ’ όλα, οι Αλσατοί κομμουνιστές εργάστηκαν εντατικά για να προωθήσουν την υπόθεση του προλεταριάτου, επιτιθέμενοι διαδοχικά στους σοσιαλιστές, τους συντηρητικούς, στο κράτος και στην εκκλησία. Η εξέχουσα θέση του Hueber ως ηγέτη ενός από τα μεγαλύτερα παραρτήματα του κόμματος, συντάκτη της περιφερειακής έκδοσης της L‘Humanité και ενός από τους λίγους κομμουνιστές βουλευτές στη Βουλή, ήταν ενδεικτική του βαθμού αφομοίωσης των κομμουνιστών αυτονομιστών στο PCF.
Μερικές φορές οι περιφερειακές και οι εθνικές κομματικές ανησυχίες συμβάδιζαν απόλυτα, όπως στην περίπτωση της εκπαίδευσης. Η αλσατική και η γαλλική κομμουνιστική ηγεσία αντιτάχθηκαν στην «άμεση» μέθοδο, η οποία συνίστατο στην εκπαίδευση των παιδιών στην Αλσατία στα γαλλικά από την πρώτη μέρα του σχολείου. Οι Αλσατοί επεσήμαναν ότι ο αποκλεισμός της γερμανικής γλώσσας από τα σχολεία, σε μια περιοχή όπου πάνω από το 80% του πληθυσμού μιλούσε γερμανική διάλεκτο, ευνοούσε την αστική τάξη, «η οποία έχει πάντα αρκετό χρόνο και χρήμα» για να εξασφαλίσει ότι τα παιδιά της θα μάθουν γαλλικά. Η αστική τάξη είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα μιας μακράς παράδοσης στη γαλλική γλώσσα. Η άμεση μέθοδος απλώς αύξησε τον πολιτισμικό και ταξικό διχασμό εντός της αλσατικής κοινωνίας σε βάρος των Αλσατών της εργατικής τάξης.
Οι αντιδράσεις στη γαλλική κατοχή του Ρουρ το 1923 αποτέλεσαν την επιτομή της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ Αλσατών και Γάλλων κομμουνιστών. Από τη μια πλευρά, οι Αλσατοί έγιναν εκφραστές του PCF σε ένα σημαντικό διεθνές ζήτημα και οδήγησαν το γαλλικό κόμμα στην υποστήριξη της διεθνούς αλληλεγγύης με τις γερμανικές εργατικές τάξεις. Το κύρος του Χούμπερ στο κόμμα αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε μια διεθνή κομμουνιστική συνάντηση στο Έσσεν για τη χάραξη στρατηγικής για τη γερμανική αντίσταση στη γαλλική κατοχή. Η σύλληψή του από τις γαλλικές αρχές για υπονόμευση της γαλλικής διπλωματίας ενίσχυσε περισσότερο τη φήμη του στο PCF.
Από την άλλη πλευρά, η διαμάχη του Ρουρ είχε ιδιαίτερη σημασία για την Αλσατία. Οι Αλσατοί κομμουνιστές ήταν μοναδικά κατάλληλοι για να διαβουλευτούν με το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Kommunistische Partei Deutschlands, KPD), επειδή ήταν επίσης πρώην Γερμανοί σοσιαλιστές και μοιράζονταν την αντίθεση τους στην αυθαίρετη γαλλική κατοχή. Ο Hueber υποστήριξε τη γερμανική ένοπλη αντίσταση κατά του γαλλικού στρατού, επειδή η κατάσταση στο Ρουρ ήταν ανάλογη με εκείνη της Αλσατίας. Η διαμάχη του Ρουρ προκάλεσε σημαντικό ενδιαφέρον στην Αλσατία και η σύλληψη του Hueber του χάρισε τοπική φήμη που συνέβαλε στην εκλογή του στη Βουλή το επόμενο έτος. Οι κομμουνιστές της Αλσατίας εδραίωσαν ταυτόχρονα τη σύνδεσή τους με το Γαλλικό και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ προωθούσαν διακριτικά τις περιφερειακές ανησυχίες.
Η ανάδειξη, το 1925, του αλσατικού αυτονομισμού ως γαλλικού ζητήματος σήμαινε ότι το PCF, όπως και όλα τα κόμματα στην Αλσατία, έπρεπε να πάρει θέση. Τον Σεπτέμβριο, υιοθέτησε τελικά τη θέση πως η Αλσατία υπέφερε από τη διπλή καταπίεση του γαλλικού έθνους και της αστικής τάξης. Στο Συνέδριο του Στρασβούργου διακήρυξε: «Η αστυνομία, οι αξιωματικοί, οι αρχές και οι γραφειοκράτες του γερμανικού ιμπεριαλισμού έχουν αντικατασταθεί από την αστυνομία, τους αξιωματικούς, τις αρχές και τους γραφειοκράτες του γαλλικού ιμπεριαλισμού». Με τις ευλογίες εθνικών ηγετών όπως ο Maurice Thorez, οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο υποστήριξαν την αυτοδιάθεση, την απόσυρση της γαλλικής παρουσίας και την κατάργηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής εκμετάλλευσης από τη Γαλλία. Θα ακολουθούσε ελεύθερο δημοψήφισμα για να καθοριστεί η τύχη της Αλσατίας. Οι Γάλλοι κομμουνιστές επέμειναν σε αυτή τη θέση, παραμένοντας εξίσου αυτονομιστές, ακόμη και αποσχιστές, με τους Αλσατούς, μέχρι το σχηματισμό του Λαϊκού Μετώπου το 1934.
Παρά την προφανή ιδεολογική συμβατότητα, το PCF απέβαλε τους κομμουνιστές αυτόνομιστές το 1929, σε μια κίνηση που κόστισε στο κόμμα τη λαϊκή και οργανωτική υποστήριξη στην Αλσατία. Η ρήξη προέκυψε φαινομενικά από διαφορές τακτικής στην εκλογική πολιτική. Σε βαθύτερο επίπεδο, ωστόσο, η ρήξη αφορούσε τη διαφορετική σειρά προτεραιοτήτων. Για τους κομμουνιστές αυτονομιστές, ο αυτονομισμός υπερίσχυε όλων των άλλων ζητημάτων. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο μετά την επίλυση του εθνικού ζητήματος. Οι Γάλλοι κομμουνιστές δεν έθεσαν την ελευθερία της Αλσατίας στην κορυφή της ατζέντας τους, θεωρώντας την αντίθετα ως δευτερεύουσα εκδήλωση του αστικού γαλλικού ιμπεριαλισμού.
Η εμπρηστική ομιλία του Hueber στην αλσατική, μια γερμανική διάλεκτο, στην Εθνοσυνέλευση στις 8 Δεκεμβρίου 1927, χαρακτήρισε την προσέγγιση των κομμουνιστών αυτονομιστών στο αλσατικό ζήτημα. Υποστηριζόμενος από τις κραυγές των κομμουνιστών «Ακούστε, ακούστε», ο Hueber δήλωσε: «Τα γερμανικά είναι η μητρική μου γλώσσα και η μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας του λαού της Αλσατίας-Λωρραίνης». Με την πλήρη υποστήριξη των Γάλλων κομμουνιστών, ο Hueber κατέστησε σαφές ότι η Τρίτη Δημοκρατία ήταν μια απατηλή απάτη, της οποίας η πραγματική λειτουργία ήταν η καταπίεση των εργατικών τάξεων και ο αποικισμός της Αλσατίας-Λωρραίνης. Η επικριτική επίθεση του Hueber στη γαλλική γλώσσα και τον πολιτισμό σόκαρε τόσο πολύ τα μέλη της γαλλικής συνέλευσης που έσβησαν σημαντικά τμήματα της ομιλίας του από τα πρακτικά. Γάλλοι εθνικιστές επιτέθηκαν σε ολόκληρο το κίνημα των αυτονομιστών με το σκεπτικό ότι ο Hueber και άλλοι Αλσατοί βρίσκονταν στη μισθοδοσία των Γερμανών.
Το PCF, ενώ υποστήριζε τη θέση του Hueber, διέφερε ως προς τη σημασία της αλσατικής πολιτιστικής ταυτότητας, προτιμώντας να δώσει έμφαση στην οικονομική εκμετάλλευση. Το 1933, ο Maurice Thorez, ως εκπρόσωπος του PCF στο κοινοβούλιο, υποστήριξε πιο ψύχραιμα από τον Hueber πως «η Αλσατία-Λορένη έχει πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση από ότι η Γαλλία». Υποστηριζόμενος από πλήθος στοιχείων, ο Thorez ανέλυσε τα δεινά στους διάφορους τομείς της αλσατικής οικονομίας προκειμένου να απαιτήσει την αυτοδιάθεση της Αλσατίας. Απέφυγε να χρησιμοποιήσει γλωσσικά, διοικητικά και θρησκευτικά επιχειρήματα, που θα μπορούσαν να θυμίσουν τη γερμανική έννοια του Volk και της Kultur, για να τεκμηριώσει τη θεμελιώδη αποξένωση της Αλσατίας από τη Γαλλία. Αντιθέτως, παρουσίασε τον πολιτισμό ως μέρος μιας συστηματικής εκμετάλλευσης στην Αλσατία που αντιπροσώπευε ένα μοιραίο ελάττωμα του γαλλικού καπιταλιστικού συστήματος. Κατά βάθος, ο Thorez μιλούσε ως Γάλλος και ο Hueber ως Γερμανός.
Η αρχή του τέλους της αμοιβαίας συνεργασίας ήρθε στις 22 Αυγούστου 1926, τη λεγόμενη «Ματωμένη Κυριακή», όταν το τμήμα του Κολμάρ της Καθολικής Λαϊκής Δημοκρατικής Ένωσης (Union populaire républicaine, UPR) και το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν κοινή συγκέντρωση για να διαμαρτυρηθούν για την προσπάθεια της κεντρικής κυβέρνησης να εμποδίσει τους αυτονομιστές από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. Ένα πλήθος φιλογάλλων ακτιβιστών, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχαν οι μοναρχικοί Camelots du Roi, κατέλαβαν την Σάλα των Κατερινετών (Salle des Catherinettes), τον τόπο της συγκέντρωσης, και προσπάθησαν με τη βία να εμποδίσουν τον Δρ. Eugene Ricklin, έναν κληρικό αυτονομιστή, να φτάσει στην αίθουσα συγκέντρωσης. Παρά τον τραυματισμό περίπου εξήντα ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του Dr Ricklin, η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε.
Η Ματωμένη Κυριακή ήταν ένα κρίσιμο γεγονός για τους κομμουνιστές αυτονομιστές για πολλούς λόγους. Πρώτον, εξασφαλίζοντας ότι ο πολιτικός διάλογος στην Αλσατία θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στο ζήτημα της αυτονομίας έναντι της αφομοίωσης, προκάλεσε καταλυτικά το διχασμό κάθε μεγάλου πολιτικού κόμματος στην Αλσατία, εκτός από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο παρέμεινε σταθερά φιλογαλλικό. Δεύτερον, η αιματοχυσία ριζοσπαστικοποίησε και πόλωσε τη λαϊκή γνώμη στο θέμα του αυτονομισμού. Η εικόνα των κομμουνιστών και των καθολικών εργατών να πολεμούν «ώμο με ώμο» ενθάρρυνε τους κομμουνιστές αυτονομιστές να υποστηρίξουν την ιδέα ενός επαναστατικού αλσατικού έθνους (Volk) σε αντίθεση με ένα επαναστατικό προλεταριάτο. Η ανάδειξη του Volk έναντι της τάξης σηματοδότησε μια αγεφύρωτη διάσπαση μεταξύ του Hueber και του PCF. Οι κομμουνιστές αυτονομιστές είχαν συνδεθεί εμφανώς και αμετάκλητα με τους κληρικούς αυτονομιστές.
Οι δίκες του Κολμάρ εναντίον των κορυφαίων αυτονομιστών τον Μάιο του 1928 κατέδειξαν την ευθραυστότητα της αλσατικής πίστης προς το γαλλικό κράτος, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το δίλημμα των κομμουνιστών αυτονομιστών. Η κυβέρνηση, ήδη καχύποπτη απέναντι στον τοπικισμό, πείστηκε ότι έπρεπε να παρέμβει. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1927, η αστυνομία συνέλαβε τους περισσότερους από τους επιφανείς αυτονομιστές και τους δίκασε στο Κολμάρ τον επόμενο χρόνο, γεγονός που απλώς επιβεβαίωσε τις κατηγορίες των αυτονομιστών ότι η Γαλλία ήταν αδιάφορη απέναντι στις περιφερειακές ανησυχίες. Παρόλο που το PCF φρόντισε να δείξει αλληλεγγύη προς το αυτονομιστικό κίνημα παρέχοντας στους κατηγορούμενους του Κολμάρ νομικό σύμβουλο, η βίαιη λαϊκή αντίδραση στην ετυμηγορία υπέρ της ενοχής, έσπρωξε τους κομμουνιστές αυτονομιστές προς μια πιο σταθερή συμμαχία με τους κληρικούς αυτονομιστές, προκειμένου να αξιοποιήσουν το κύμα του τοπικιστικού συναισθήματος. Οι αυτονομιστές κομμουνιστές έπρεπε να αποφασίσουν μεταξύ της παραμονής τους στο PCF, το οποίο φαινόταν να μην έχει επίγνωση των επαναστατικών δυνατοτήτων του αυτονομιστικού κινήματος, ή της ένωσης με τους κληρικούς αυτονομιστές, η οποία θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την υποστήριξή τους από την κομμουνιστική κοινότητα. Με γνώμονα την τοπική πολιτική – ο αυτονομισμός ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές ζήτημα μέχρι το 1929 – οι κομμουνιστές αυτονομιστές δεν μπορούσαν να αποδεσμευτούν από τη δέσμευσή τους στην αυτονομία, φοβούμενοι ότι μια μεταστροφή θα τους αποξένωνε από το κύριο ρεύμα της αλσατικής κοινής γνώμης και θα τους έκανε να χάσουν μια κρίσιμη επαναστατική στιγμή.
Στον απόηχο της Ματωμένης Κυριακής και των δικών του Κολμάρ, το PCF εξακολουθούσε να υποστηρίζει την συμφιλίωση μεταξύ όλων των αυτονομιστικών παρατάξεων στην Αλσατία. Ο Jacques Doriot, τότε εκπρόσωπος του PCF, που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα με αυτή τη συμμαχία, παραδέχτηκε ότι το PCF είχε υποστηρίξει «ορισμένους μικροαστικούς, αντιιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς» από ανάγκη. Η συνεργασία, ακόμη και η συμφωνία με τους κληρικούς αυτονομιστές, έφερνε πάντα σε δύσκολη θέση την εθνική ηγεσία του PCF, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με τις κομματικές οδηγίες κατά της πολιτικής συμμαχίας με αστικές και σοβινιστικές παρατάξεις.
Η εκλογική τακτική του Hueber στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1929 έφερε στο αποκορύφωμα τους τις υποβόσκουσες διαφορές μεταξύ των κομμουνιστών του εσωτερικού και των κομμουνιστών αυτονομιστών. Στο Στρασβούργο, το ποσοστό του PCF αυξήθηκε από 14,4% το 1925 σε 21,75% το 1929, ενώ το ποσοστό των Γάλλων σοσιαλιστών, που προηγουμένως ήταν το κυρίαρχο κόμμα στο Στρασβούργο υπό την ηγεσία του γαλλόφιλου δημάρχου Jacques Peirotes, μειώθηκε από 41,7% σε 25,5%. Οι Γάλλοι κομμουνιστές κέρδισαν έντεκα από τις τριάντα έξι έδρες του δημοτικού συμβουλίου του Στρασβούργου και αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μπλοκ των είκοσι δύο εκλεγμένων αυτονομιστών. Με βάση αυτή την απότομη άνοδο, ο Hueber προχώρησε σε συμμαχία με τους κληρικούς αυτονομιστές, οι οποίοι εξασφάλισαν την εκλογή του ως δημάρχου του Στρασβούργου, με βοηθό του τον Michel Walter, ηγέτη της κληρικής Union Populaire Républicaine. Ο Hueber δικαιολόγησε αυτόν τον ελιγμό υποστηρίζοντας ότι όλοι οι Αλσατοί αυτονομιστές, κομμουνιστές και κληρικοί, ήταν κατά βάση αντιιμπεριαλιστές. Αυτό το μοτίβο στενής συμμαχίας με τους κληρικούς αυτονομιστές επαναλήφθηκε σε όλη την Αλσατία.
Οι κομμουνιστές αυτονομιστές επιβεβαίωσαν την απόφασή τους να μοιραστούν την εξουσία με τους κληρικούς αυτονομιστές, αρνούμενοι να υποστηρίξουν έναν Γάλλο κομμουνιστή υποψήφιο υπέρ του αυτονομιστή Paul Schall στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου για το δημοτικό συμβούλιο, ενώ αυτή τη πράξη ανυπακοής ακολούθησε η επαναλειτουργία της Die Neue Welt στις αρχές Ιουλίου. Η απόφασή τους να εκδώσουν μια αντίπαλη εφημερίδα της L‘Humanité ανάγκασε το PCF να αποβάλει τον Georges Schreckler, έναν ανερχόμενο κομμουνιστή αυτονομιστή και εκδότη της Die Neue Welt, και τον Jean-Pierre Mourer, τον ηγέτη των κομμουνιστών αυτονομιστών στον Άνω Ρήνο. Το σχίσμα ήταν τετελεσμένο γεγονός στο σημείο αυτό, αν και ο Hueber δεν αποβλήθηκε μέχρι το φθινόπωρο.
Η διαφωνία μεταξύ των ορθόδοξων κομμουνιστών και των αντιφρονούντων Αλσατών επικεντρώθηκε στην ερμηνεία του αυτονομισμού και στον ακριβή ρόλο του στον επαναστατικό αγώνα. Σε ένα αυστηρά πειθαρχημένο κόμμα όπως το PCF, οι αυτονομιστές ήταν κάτι το ανεπίτρεπτο, ειδικά αν παραβίαζαν τις κομματικές οδηγίες κατά του συμβιβασμού με τα αστικά κόμματα. Ο Jacques Doriot κατήγγειλε τους κομμουνιστές αυτονομιστές ως «οπορτουνιστικά στοιχεία» που είχαν επιτέλους πιαστεί «στα πράσα» στην απαγορευμένη πράξη της συμμαχίας με τη μικροαστική τάξη. Όπως ο ίδιος ο Doriot θα διαπίστωνε μισή δεκαετία αργότερα, κανένας άνθρωπος δεν ήταν απαραίτητος στο Κομμουνιστικό Κόμμα αν έρχονταν σε αντίθεση με την ορθοδοξία.
Το έγκλημα του Hueber ήταν ότι δεν υπάκουσε στην πολιτική του κόμματος στις δημοτικές εκλογές. Ο Doriot αντιτάχθηκε στον ισχυρισμό του Hueber ότι οι κομμουνιστές αυτονομιστές εκδιώχθηκαν επειδή είχαν υποστηρίξει τους αυτονομιστές, επισημαίνοντας ότι το PCF και η Κομιντέρν υποστήριζαν πάντα το αυτονομιστικό κίνημα. «Σας κατηγορούμε πάνω απ’ όλα», επέκρινε ο Doriot, «επειδή ψηφίσατε τον Michel Walter και τον [Alfred] Koessler, έναν συμπαθούντα της Union Populaire Républicaine». Η σημασία της κομματικής πειθαρχίας στην απογοήτευση του PCF με τους κομμουνιστές αυτονομιστές ήταν εμφανής ήδη από τον Μάιο, όταν το πολιτικό προεδρείο έσυρε τον Mourer ενώπιον της κεντρικής επιτροπής του κόμματος για να ζητήσει εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του, νουθέτησε τον Schreckler να τηρήσει τα καθήκοντά του, όπως τα όριζε το κόμμα, και επέμεινε στην «εφαρμογή των πολιτικών οδηγιών από όλους τους εκλεγμένους ηγέτες».
Το PCF ήθελε να διατηρήσει «πλήρη ανεξαρτησία» από άλλα κόμματα και αντιτάχθηκε σε μια τακτική συμμαχία με τους κληρικούς αυτονομιστές με το σκεπτικό ότι «η εθνική απελευθέρωση της Αλσατίας-Λορένης θα μπορούσε να λυθεί οριστικά μόνο από την προλεταριακή επανάσταση». Οποιαδήποτε διαφωνία με αυτή τη διατύπωση έμοιαζε με αναθεωρητισμό. Επιπλέον, οι Γάλλοι κομμουνιστές πίστευαν ότι η ανάπτυξη του κόμματος στις τελευταίες εκλογές εις βάρος του «σοσιαλσοβινιστικού» Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος έδειχνε ότι η θρησκεία είχε καταστεί δευτερεύουσα και πως το κύμα του αλσατικού αυτονομισμού θα μπορούσε να διοχετευθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κομματική πειθαρχία και υπομονή, τα οποία ο Hueber και οι κομμουνιστές αυτονομιστές δεν διέθεταν σε επάρκεια.
Η μόνιμη έλλειψη οικονομικής καθαρότητας του Hueber συνέβαλε επίσης στη δυσπιστία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ως αποτέλεσμα της εκλογής του, ο Hueber χρωστούσε πάνω από 24000 φράγκα, γεγονός που θα έπρεπε να τον αποτρέψει από το να ξεκινήσει την έκδοση μιας εφημερίδας ανταγωνιστικής προς την L‘Humanité. Αυτό προκάλεσε τις υποψίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, δεδομένου ότι ούτε η Κομιντέρν ούτε τα ταμεία των Γάλλων κομμουνιστών παρείχαν τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την Die Neue Welt. Χρήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή θα μπορούσαν να σημαίνουν μόνο συμμαχία με τον αστικό εχθρό. Οι υποψίες αυτές αποδείχθηκαν βάσιμες. Σύμφωνα με την αστυνομία, η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους υπαλλήλους και τους πιστωτές της Die Neue Welt τον Αύγουστο του 1929 «συνέπεσε με την επιστροφή του δημάρχου Hueber στο Στρασβούργο» από το Φράιμπουργκ όπου είχε συναντηθεί με Γερμανούς πράκτορες.
Οι κομμουνιστές αυτονομιστές πίστευαν ότι το PCF ήταν υπεύθυνο για τη διάσπαση και ότι η μόνη διαφορά μεταξύ τους ήταν το αλσατικό ζήτημα. Το ιδρυτικό συνέδριο του Kommunistische Partei- Opposition (KPO ), το οποίο συνδεόταν με τη γερμανική αντιπολιτευτική κομμουνιστική ομάδα, τη Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition, τον Οκτώβριο του 1929, οριστικοποίησε τη ρήξη μεταξύ των κομμουνιστών αυτονομιστών και των Γάλλων κομμουνιστών. Ανατρέχοντας στην αποπομπή τους από την PCF, η Die Neue Welt σημείωνε με πικρία:
«Παραμένουμε, όπως πάντα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλσατίας. Ως τέτοιοι διαφέρουμε από εκείνους που επεδίωξαν τη διάσπαση του σταθερού και αδιάσπαστου αλσατικού κόμματος … μόνο στο ζήτημα της τακτικής, όχι στις βασικές αρχές και στόχους – με εξαίρεση το πρόβλημα Αλσατίας-Λωρραίνης, στο οποίο οι διαφορές με τους διαφωνούντες φτάνουν μέχρι τις βασικές αρχές του μαρξισμού».
Το νέο κόμμα συνέδεσε επίσης την περιφερειακή αδιαφορία των Γάλλων κομμουνιστών «με το γραφειοκρατισμό και τη δικτατορία των ηγετών στη Μόσχα και το Παρίσι». Καθώς το PCF είχε υποστηρίξει ολόψυχα τον αυτονομισμό κατά τη διάρκεια των δικών του Κολμάρ, αυτή η προσπάθεια να το παρουσιάσει ως αδαές και αδιάφορο για τα τοπικά ζητήματα είχε περιορισμένη επιτυχία.
Το PCF δεν καταλάβαινε ή δεν ενδιαφερόταν ότι η τοπική πολιτική ωθούσε τους κομμουνιστές αυτονομιστές να υποστηρίξουν τους κληρικούς αυτονομιστές στο Volksfront, την πολιτική συμμαχία όλων των αυτονομιστικών παρατάξεων, ή να διακινδυνεύσουν την περιθωριοποίηση. Η αύξηση της υποστήριξης προς το PCF το 1929 προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη του κοινού πως το PCF βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του αιτήματος για αυτονομία. Ο Mourer το έθεσε με μεγαλύτερη σαφήνεια:
«Τι θα είχε συμβεί αν, ενόψει των εκλογικών αποτελεσμάτων, είχαμε ακολουθήσει κατά γράμμα το σύνθημα: ‘τάξη εναντίον τάξης’ που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκόσμιου κομμουνιστικού συνεδρίου; Αυτή η τακτική θα είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωσή μας και τη διασφάλιση της νίκης των αστικών και σοβινιστικών κομμάτων. Στην Αλσατία, ο εθνικισμός μπορεί να νικηθεί μόνο από το μοναδικό μέτωπο όλων των αντιιμπεριαλιστικών κομμάτων».
Η τοπική πολιτική έβλαψε τους κομμουνιστές αυτονομιστές, επειδή περιόρισε όλη την πολιτική συζήτηση στην απλή διχοτόμηση του αυτονομισμού εναντίον του αφομοιωτισμού. Αφοσιωμένοι στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, οι κομμουνιστές αυτονομιστές πίστευαν ότι η καλύτερη ευκαιρία για επαναστατική δράση βρισκόταν στη συμμαχία με τους κληρικούς αυτονομιστές και όχι με το PCF. Δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο αυτονομισμός θα έπαυε να είναι το κεντρικό ζήτημα στον αλσατικό πολιτικό διάλογο μέσα σε ένα χρόνο, ως αποτέλεσμα της αλλαγής της στάσης της γαλλικής κυβέρνησης απέναντι στις έγκυρες αλσατικές θέσεις και της ανόδου του ναζισμού.
Η κρίσιμη καμπή για τους κομμουνιστές αυτονομιστές, που τους αποκόπτει αμετάκλητα από το μαρξιστικό στρατόπεδο, ήρθε μεταξύ του 1934, όταν αποβλήθηκαν από τη Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition, και του 1935, όταν σχημάτισαν το Elsässische Arbeiter- und Bauernpartei (Κόμμα Αλσατών Εργατών και Αγροτών, KPO). Ο Hueber και οι κομμουνιστές αυτονομιστές επέλεξαν να συσπειρωθούν γύρω από το ζήτημα του αυτονομισμού αντί του αντιφασισμού. Αγνοώντας το ζήτημα του φασισμού, ο Hueber έκλεισε συνειδητά τα μάτια απέναντι στη ναζιστική Γερμανία. Αγκαλιάζοντας τον αυτονομισμό, έδειξε ότι εξακολουθούσε να προτιμά τη Γερμανία από τη Γαλλία, γεγονός που άφησε τους οπαδούς του μοιραία εγκλωβισμένους μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και των μαρξιστικών τους καταβολών. Η ρήξη με την Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition εξόρισε τους κομμουνιστές αυτονομιστές από κάθε μαρξιστική οργάνωση και δεν τους άφησε άλλη επιλογή από το να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κόμμα.
Ως διαφωνούσα κομμουνιστική οργάνωση, το KPO διατήρησε μια ισχνή σχέση με τον μαρξισμό μέχρι το 1934. Η δήλωση του Mourer τον Ιούλιο του 1929 ότι «για εμάς ένας σύντροφος του κομμουνιστικού κόμματος είναι πιο κοντά και πολύ πιο αγαπητός από έναν αστό», παρέμεινε σε ισχύ. Η εφημερίδα συνέχισε να λατρεύει τη Rosa Luxemburg και τον Karl Liebknecht στις κατάλληλες επετείους. Είναι ενδεικτικό ότι η εκστρατεία «ιταλοποίησης» του Mussolini στο Νότιο Τιρόλο, η οποία «είχε μεγάλη ομοιότητα με τη γαλλοποίηση της Αλσατίας-Λωρραίνης», προκάλεσε την έντονη κριτική του KPO. Το KPO ταύτιζε τον φασισμό με την τάση «να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η κεντρική εξουσία». Οι ναζί συμπεριλήφθηκαν σε αυτή την κριτική του φασισμού, όταν οι κομμουνιστές αυτονομιστές καταγγέλλαν τη βία των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου το 1932 και τόνιζαν πως οι καπιταλιστές χρηματοδοτούσαν τον Hitler».
Παρ’ όλα αυτά, η συνεχιζόμενη απόκλιση του KPO σε βασικά ζητήματα υπονόμευε την συγγένεια του με το PCF και τον μαρξισμό. Όπως διατύπωσε ένας παρατηρητής, ο Hueber και οι οπαδοί του ήταν «κομμουνιστές που δεν ήταν κομμουνιστές». Ειδικότερα, το KPO αντιδρούσε στην αυστηρή προσήλωση στην κομματική γραμμή που εκπορευόταν από τη Μόσχα. Η έλλειψη εσωκομματικού διαλόγου των Γάλλων κομμουνιστών και η αδυναμία τους να ανταποκριθούν με ευελιξία στα περιφερειακά ζητήματα φάνταζε αναποτελεσματική και παράλογη για τους ηγέτες του KPO. Αντιτάχθηκαν επίσης στην απροθυμία των Γάλλων κομμουνιστών να αποδεχτούν τον κεντρικό ρόλο του γαλλικού ιμπεριαλισμού, με τον οποίο εννοούσαν την καταπιεστική εκμετάλλευση μη γαλλικών εδαφών από το γαλλικό έθνος. Όλα αυτά τα ζητήματα αφορούσαν τη θεμελιώδη αδυναμία του KPO να υποτάξει τα συμφέροντα του αλσατικού Volk στην ταξική πάλη.
Η σύγκριση του PCF και του KPO μεταξύ 1929 και 1934 δείχνει ότι το τελευταίο έχασε σημαντικά την υποστήριξη της εργατικής τάξης. Ο Doriot υποστήριξε πως το PCF άντεξε αρκετά καλά, καταφέρνοντας να ανασυγκροτήσει σαράντα τέσσερα από τα πενήντα τέσσερα τμήματα στην Αλσατία. Διαθέτοντας ένα πιο διασκορπισμένο εκλογικό σώμα με εκπροσώπηση στο Ερστάιν, το Άγκεναου, το Στρασβούργο, το Κολμάρ και τη Μυλούζ, το PCF διατήρησε αρκετά οργανωτικά πλεονεκτήματα μέσω της εθνικής του υποστήριξης και του παραδοσιακού του συστήματος στρατολόγησης. Ωστόσο, η απώλεια των Hueber, Schreckler και Mourer άφησε το τοπικό PCF χωρίς ηγεσία με αναγνωρισιμότητα ή χάρισμα. Στις εθνικές εκλογές μεταξύ 1928 και 1932, το ποσοστό του PCF μειώθηκε από 20,1% σε 8,2% στον Κάτω Ρήνο και από 13,3% σε 7,8% στον Άνω Ρήνο. Μόνο το 1929, η κυκλοφορία της γαλλικής κομμουνιστικής εφημερίδας L‘Humanité έπεσε σχεδόν στο μισό. Οι κομμουνιστές αυτονομιστές, ωστόσο, συγκέντρωσαν μόνο το 8,3% των ψήφων στο Bas-Rhin και το 0,6% στον Κάτω Ρήνο – μια θετική ένδειξη πως μέχρι το 1932 δεν είχαν καταφέρει να μεταφράσουν την ανώτερη ηγετική τους ικανότητα και τη βαθιά κατανόηση των τοπικών ζητημάτων σε μια αποφασιστική νίκη επί των Γάλλων κομμουνιστών.
Το KPO έφτασε στο απόγειό του το 1932. Τα μέλη του αποτελούνταν από έναν πυρήνα περίπου 1300 ακτιβιστών, πολύ λίγοι από τους οποίους προέρχονταν από τον Άνω Ρήνο. Από το σύνολο των 11254 ψηφοφόρων του KPO στον Κάτω Ρήνο, οι 7916 ήταν από το Στρασβούργο. Μέχρι το 1935, η κυκλοφορία της Die Neue Welt, σε ένα διογκωμένο νούμερο 2800 και 3000 (σημαντικά υψηλότερο από το πραγματικό αριθμό συνδρομών της), δεν είχε αυξηθεί σημαντικά, και είχε ένα εκτιμώμενο έλλειμμα της τάξης των 10000 φράγκων μηνιαίως. Το χρέος αυτό καλυπτόταν από γερμανικά κεφάλαια. Με τους ψηφοφόρους τους να απομακρύνονται, οι κομμουνιστές αυτονομιστές αναδιαμόρφωσαν τη στρατηγική τους για να εκμεταλλευτούν τη δημαρχιακή ιδιότητα του Hueber, με την ελπίδα να προσελκύσουν υποστήριξη σε όλη την Αλσατία σε ένα εμφανώς κόμμα του Στρασβούργου.
Το KPO απέτυχε να μεταφράσει το υψηλό προφίλ του Hueber σε λαϊκή επιτυχία. Το καλύτερα οργανωμένο PCF διέκοπτε συστηματικά τις συνεδριάσεις του KPO και φύτευε με επιτυχία αμφιβολίες στο μυαλό πολλών Αλσατών της εργατικής τάξης σχετικά με τη συνέπεια του Hueber, αποκαλώντας τον «κομμουνιστή των περιστάσεων». Στους Γάλλους κομμουνιστές προσχώρησε μια διατομή γαλλόφιλων ομάδων, από τους σοσιαλιστές μέχρι τους δεξιούς Jeunesses Patriotes και την Action Populaire Nationale d‘Alsace. Παρόλο που οι κομμουνιστές αυτονομιστές αποκόμισαν κάποιο πλεονέκτημα από το γεγονός ότι εμφανίζονταν ως αυτονομιστής Δαβίδ απέναντι στον αφομοιωτικό Γολιάθ, η αποφασιστικότητα αυτού του συνασπισμού κατά του Hueber έθεσε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητά του ως δημάρχου του Στρασβούργου. Αποσπασμένοι από το PCF, οι κομμουνιστές της Αντιπολίτευσης διαπίστωσαν πως η συμμαχία με τους κληρικούς αυτονομιστές τους έθετε σε σημαντικό εμπόδιο στις προσπάθειές τους να στρατολογήσουν από τα αριστερά και δεν έφερνε νέους υποστηρικτές από τα δεξιά.
Τα γεγονότα στη Γερμανία έπαιξαν δυσανάλογο ρόλο στην πολιτική των κομμουνιστών αυτονομιστών. Λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Hitler, το KPO διασπάστηκε σε παρατάξεις που εκπροσωπούσαν τους Γερμανούς πρόσφυγες και τους Αλσατούς αυτονομιστές. Η ηγεσία του Kommunistische Partei Deutschland Opposition (το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Vereinigung Kommunistische Opposition) εγκατέλειψε τη Γερμανία ως αποτέλεσμα των ναζιστικών επιθέσεων στις μαρξιστικές και εργατικές οργανώσεις. Πολλοί μετανάστευσαν στο Στρασβούργο, όπου δημιούργησαν, ήδη από τον Μάρτιο του 1933, επιτροπές για να κατευθύνουν την αντίσταση κατά του Hitler από το εξωτερικό. Το γεγονός ότι στην Αλσατία μιλούσαν γερμανικά την καθιστούσε ελκυστικό καταφύγιο για τους Γερμανούς πρόσφυγες. Το αλσατικό KPO έδινε στους πρόσφυγες δουλειά, χρήματα για ταξίδια και καταφύγιο από τις αρχές. Όταν η πίεση της αστυνομίας ανάγκασε την επιτροπή εξωτερικού του Στρασβούργου να εγκατασταθεί στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1933, πολλά μέλη του Kommunistische Partei Deutschland Opposition παρέμειναν στην Αλσατία για να διευκολύνουν τις επαφές μεταξύ της επιτροπής εξωτερικού και των μελών του κόμματος που βρίσκονταν ακόμη στη Γερμανία. Η εμπειρία του Hans Mayer, ενός Γερμανοεβραίου πρόσφυγα της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης, ο οποίος παρέμεινε στην Αλσατία και έγινε συντάκτης της Die Neue Welt, καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο αναμείχθηκαν στην πολιτική της Αλσατίας το 1933-4. Για τον Mayer, όπως και για τους περισσότερους πρόσφυγες, η μάχη κατά του φασισμού υπερίσχυε των επιδιώξεων περί εθνικής ταυτότητας ή αντιιμπεριαλισμού και χρησιμοποίησε τη θέση του ως συντάκτης για να επηρεάσει τους Αλσατούς συντρόφους του.
Οι πρόσφυγες, όπως είναι λογικό, ήταν απορροφημένοι στον προσωπικό και πολιτικό αγώνα τους κατά της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστική της δραστηριότητας και της επιρροής των προσφύγων στο κόμμα ήταν η συμμετοχή τους σε μια μεγάλη αντιφασιστική συγκέντρωση, στην οποία συμμετείχαν οι Γάλλοι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές, τον Ιούνιο του 1934. Η αντιφασιστική προπαγάνδα της προσφυγικής παράταξης στην εφημερίδα Die Neue Welt έγινε τόσο έντονη που η Γερμανία απαγόρευσε την πώλησή της στο Ράιχ τον Απρίλιο του 1933. Από τις θέσεις-κλειδιά τους στην Die Neue Welt, οι πρόσφυγες επιτέθηκαν στους ναζί, αποκαλώντας τη ναζιστική Γερμανία «τρομοκρατικό κράτος» (Moerderstaat). Τον Νοέμβριο του 1934, ένα άρθρο στην Die Neue Welt κατήγγειλε ως ψέμα την διάψευση των εδαφικών απαιτήσεων για την Αλσατία-Λωρραίνη από τον Hitler.
Οι ντόπιοι αυτονομιστές κομμουνιστές ενοχλούνταν από την επιρροή των Γερμανών προσφύγων. Η Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition είχε χαθεί, διαμαρτύρονταν ένα άρθρο της Neue Welt, και ως εκ τούτου αυτή η αχάριστη «ομάδα μεταναστών» δεν θα έπρεπε να έχει καμία δικαιοδοσία επί του KPO στην Αλσατία. Παρόλο που οι Αλσατοί είχαν βοηθήσει πιστά τους συντρόφους τους να διαφύγουν από τη Γερμανία, δυσανασχετούσαν με την τάση των μεταναστών «να θέτουν τον αγώνα κατά της χιτλερικής Γερμανίας πάνω από όλα τα άλλα πολιτικά ζητήματα». Αντίθετα, οι κομμουνιστές αυτονομιστές επέμεναν: «Αρνούμαστε απολύτως να παραιτηθούμε από τα αιτήματά μας για την Αλσατία-Λωραίνη, μόνο και μόνο επειδή (ως αποτέλεσμα της αποτυχίας των Γερμανών σοσιαλιστών και των κομματικών κομμουνιστών) ο κύριος Adolph Hitler κυβερνά στο Βερολίνο».
Σε γενικές γραμμές, οι κορυφαίοι κομμουνιστές αυτονομιστές παρέμειναν πιστοί στο ζήτημα του αυτονομισμού. Όταν άλλαξαν το όνομά τους σε Elsaessische Arbeiter- und Bauernpartei το 1935, οι κομμουνιστές αυτονομιστές διαμαρτυρήθηκαν πως οι επικριτές τους εντός του KPO «παρέμειναν πιστοί στο όνομα και πρόδωσαν το πρόγραμμα, την ιδέα», ενώ «εμείς προτιμούμε να εγκαταλείψουμε το όνομα και να παραμείνουμε πιστοί στο πρόγραμμά μας». Η εμμονή των κομμουνιστών αυτονομιστών με το αυτονομιστικό «πρόγραμμα» απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις των Αλσατών, σε μια εποχή που τόσο οι αριστεροί όσο και οι καθολικοί ανησυχούσαν περισσότερο για τον άμεσο κίνδυνο της φασιστικής επανάστασης. Η άνοδος του ναζισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1930 αποξένωσε τους καθολικούς, οι οποίοι δεν εμπιστεύονταν την αθεΐα του κινήματος του Hitler. Το ζήτημα της αυτονομίας, που ήταν τόσο πιεστικό το 1929, είχε υποχωρήσει από τη δημόσια θέα, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ανταπόκρισης της κυβέρνησης προς τις περιφέρειες. Η εμμονή των κομμουνιστών αυτονομιστών με την αυτονομία είχε γρήγορα ξεπεραστεί.
Ο August Friedrich Hirtzel, ένας εξέχων κομμουνιστής αυτονομιστής, συνειδητοποίησε τον αναχρονιστικό χαρακτήρα της επίμονης προσήλωσης των συναδέλφων του στο αλσατικό Volksfront. «Η νίκη του φασισμού στη Γερμανία και την Αυστρία μου έδειξε την ασημαντότητα ενός τέτοιου συνασπισμού για την υπεράσπιση των κατακτήσεων και των ελευθεριών των εργατικών τάξεων και του πληθυσμού». Ο Hirtzel ανησυχούσε επίσης ότι οι ηγέτες των συμμαχικών αυτονομιστικών κομμάτων είχαν παρασυρθεί από τον φασισμό. Ο φόβος ότι ορισμένα στοιχεία του αυτόνομου Volksfront είχαν γίνει φασιστικά ήταν βάσιμος. Στα τέλη του 1932 και το 1933, το Landespartei, που συμμετείχε στο Volksfront, διεξήγαγε μια εσωτερική συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον έδειχνε πολύ ανοιχτά τον ναζισμό του.
Ο Hirtzel δεν ήταν ο μόνος που ανησυχούσε ότι οι κομμουνιστές αυτονομιστές φλέρταραν με τον φασισμό. Τον Μάιο του 1934, ένας ανώνυμος συνεργάτης της εφημερίδας Die Neue Welt διαφώνησε με τους εφησυχασμένους αυτονομιστές που διακήρυτταν ότι ο αυτονομισμός ήταν αντίθετος με τον φασισμό. Ο κριτικός αυτός υποστήριζε: «Φασιστικά ρεύματα σκέψης χιτλερικής μορφής έχουν ήδη διεισδύσει βαθιά στις τάξεις των αυτονομιστών». Το αίτημα για «υπέρβαση του κομματικού εγωισμού» μέσω της πίστης στην «ενότητα του Volk» ήταν «θεμελιώδης ιδέα του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού». Ο αντιφασισμός βρήκε απηχούσε στην απόφαση των Γάλλων κομμουνιστών και σοσιαλιστών να σχηματίσουν ένα Λαϊκό Μέτωπο που αντιτάχθηκε στον ανανεωμένο ακτιβισμό των φασιστικών συμμαχιών που είχαν βγει στους δρόμους του Παρισιού στις ταραχές του Φεβρουαρίου του 1934. Στην πραγματικότητα, μετά το 1934 το πρωταρχικό πολιτικό ζήτημα στην Αλσατία, όπως και στη Γαλλία, ήταν ο φασισμός έναντι του αντιφασισμού, καθώς το Λαϊκό Μέτωπο μετακινήθηκε στο προσκήνιο της εθνικής και περιφερειακής πολιτικής.
Τον Ιανουάριο του 1934, η σύγκρουση μεταξύ της παράταξης του Volksfront και της αντιφασιστικής παράταξης κορυφώθηκε. Ο Alfred Quiri, αρχισυντάκτης της Die Neue Welt, ζήτησε την απόρριψη της συμμαχίας με τους κληρικούς αυτονομιστές στη συνέλευση του KPO στο Στρασβούργο. Οι αντιπρόσωποι ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης του Volksfront, γεγονός που αποτέλεσε μεγάλη ήττα για τους εναπομείναντες κομμουνιστές του κόμματος. Η αντιφασιστική και προσφυγική πτέρυγα εγκατέλειψε το KPO και απάντησε με την αποπομπή του Hueber και των οπαδών του από τη Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition εκείνο το καλοκαίρι, λέγιντας πως «η γαλλική εργατική τάξη είναι πλέον ο σημαντικότερος σύμμαχος των αλσατικών εργατικών μαζών». Ο Hans Mayer θυμόταν με πικρία πως η φράξια του Volksfront «δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά πού σταματούσε η δικαιολογημένη κριτική της γαλλικής εσωτερικής πολιτικής και πού άρχιζε η εσχάτη προδοσία». Το διαφαινόμενο σχίσμα μεταξύ κομμουνιστών και αυτονομιστών, προσφύγων και ντόπιων Αλσατών, αντιφασιστών και φασιστών ήταν πλέον γεγονός.
Παρόλο που ο Hueber και οι κομμουνιστές αυτόνομοι έδιωξαν τον Quiri και τους ιδεολογικούς του συντρόφους, διατήρησαν το επίσημο όνομα KPO και αποδέχτηκαν το de facto αδιέξοδο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1935. Η διάλυση του Volksfront από την Union Populaire Républicaine στις δημοτικές εκλογές του 1935 εξουδετέρωσε τον συνασπισμό του Hueber στο δημοτικό συμβούλιο και τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τη θέση του δημάρχου, τερματίζοντας την κατάσταση αβεβαιότητας του KPO. Το κόμμα άλλαξε επίσημα το όνομά του σε Elsaessische Arbeiter- und Bauernpartei και αναγνώρισε ανοιχτά ότι ο λόγος ύπαρξής του ήταν ο αυτονομισμός.
Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου μεταξύ 1933 και 1936, η πολιτική κοινότητα της Αλσατίας έβλεπε τη ναζιστικοποίηση του KPO. Ο Maurice Thorez, μιλώντας για το αλσατικό τμήμα του PCF, είπε πως «ορισμένα κόμματα που διαφημίζουν ότι ανήκουν στο Volksfront απηχούν την επιρροή του Hitler». Η σοσιαλιστική εφημερίδα Freie Presse επεσήμανε ότι ο Hueber και ο Jean-Pierre Mourer είχαν «ταυτιστεί» στη γλώσσα τους με το φιλοναζιστικό αλσατικό Landespartei. Η Dépéche de Strasbourg οραματιζόταν για τους αναγνώστες του Ριζοσπαστικού Κόμματος τη συγχώνευση της φιλοναζιστικής εφημερίδας, της Elsass– Lothringische Zeitung, και της Die Neue Welt τέσσερα χρόνια πριν συμβεί στην πραγματικότητα. Αν και η συμμετοχή τους στο Λαϊκό Μέτωπο έκανε αυτούς τους αντιπάλους του KPO υπερευαίσθητους στο παραμικρό ίχνος φασισμού, οι κατηγορίες τους περί ναζισμού ήταν ακριβείς.
Ένας τρόπος για να προσδιορίσουμε τη στάση των κομμουνιστών αυτονομιστών απέναντι στο ναζισμό είναι να εξετάσουμε τη χρήση του όρου «φασισμός» από αυτούς. Για παράδειγμα, χαρακτήριζαν φασίστες τους αφομοιωτές εχθρούς τους, αλλά όχι τους ναζί. Όπως και οι συνοδοιπόροι του στο Volksfront του φιλοναζιστικού Landespartei, ο Hueber δεν επιτέθηκε στον γαλλικό φασισμό «επειδή είναι φασισμός, αλλά επειδή είναι γαλλικός φασισμός». Δεν ήταν, όπως για την πλειοψηφία της μαρξιστικής αριστεράς στη Γαλλία μετά το 1934, ένας όρος που σήμαινε τα ριζοσπαστικά δεξιά, μαχητικά τσιράκια της αστικής τάξης. Οι κομμουνιστές αυτονομιστές συνέδεσαν συχνά τον γαλλικό σοβινισμό και αφομοιωτισμό με τον φασισμό. Αντίστοιχα, θεωρούσαν φασιστική κάθε ομάδα που αντιστεκόταν στην ιδέα ενός αλσατικού Volk συνδεδεμένου με τη Γερμανία ή που επέβαλε τη γαλλοφροσύνη στους Αλσατούς. Έτσι, οι σοσιαλιστές και οι ριζοσπάστες βρέθηκαν στο ίδιο τσουβάλι ως φασίστες με γνήσια φασιστικές ομάδες όπως η Action Française και οι Jeunesses Patriotes. Σε μια προσπάθεια να οικειοποιηθούν το όλο και πιο σημαντικό ζήτημα του φασισμού έναντι του αντιφασισμού, οι κομμουνιστές αυτονομιστές αναθεώρησαν πλήρως την ιδέα του φασισμού, αγνοώντας τα κύρια χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε να αναφέρεται στους εχθρούς τους. Η εσκεμμένη διαστρέβλωση του φασισμού από το KPO έδειχνε την απροθυμία του να επιτεθεί στον ναζισμό.
Ο φασισμός συνδέθηκε επίσης με όποιον υποστήριζε τον πόλεμο. «Ο φασισμός είναι πόλεμος!» προειδοποιούσε μια επικεφαλίδα στην Die Neue Welt. Σε μια χαρακτηριστική αντιστροφή, οι κομμουνιστές αυτονομιστές θεωρούσαν την επιμονή του Λαϊκού Μετώπου στην καταπολέμηση του φασισμού ως την πραγματική απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες της Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν πως ο φασισμός έπρεπε να καταπολεμηθεί ενεργά, οι κομμουνιστές αυτονομιστές αντιδρούσαν στον αντιφασισμό. Αντίθετα, ισχυρίζονταν ότι ήταν ειρηνιστές, επαναπροσδιορίζοντας χυδαία τον φασισμό προκειμένου να εκμεταλλευτούν τους φόβους των Αλσατών. Ο ειρηνισμός είχε ιδιαίτερη απήχηση στους Αλσατούς, οι οποίοι όχι μόνο μοιράζονταν την οδυνηρή ανάμνηση του 1ου ΠΠ με τους περισσότερους Ευρωπαίους, αλλά και αντιμετώπιζαν την πιθανότητα ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη έναν κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό στην Αλσατία.
Παρά τα περιστασιακά προσκυνήματα μπροστά στα μαρξιστικά είδωλα, οι κομμουνιστές αυτονομιστές έγιναν ακόμη πιο φασίστες από ποτέ μετά το 1935. Κατά την άποψή τους, η αρμονία του αλσατικού Volk ήταν πάνω από τη διόρθωση των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλούνταν από ταξικά πλεονεκτήματα. «Διακηρύσσουμε την ενότητα των αγροτών και των εργατών», έγραφε η Die Neue Welt. «Είναι Αλσατοί, ανήκουν στον εργαζόμενο λαό [schaffenden Volke] και πρέπει να διατηρήσουν μια αλληλεγγύη με τον εργαζόμενο λαό στις άλλες χώρες». Η αντικατάσταση με τον όρο «schaffenden» με του πιο μαρξιστικού «arbeitenden» αποτελούσε έναν επαναπροσδιορισμό της έννοιας της «εργασίας». Η εργασία δεν υπονοούσε πλέον ένα προλεταριάτο, διακριτό από την υπόλοιπη κοινωνία λόγω της σχέσης του με τα μέσα παραγωγής. Οι κομμουνιστές αυτονομιστές αποδέχονταν πλέον έναν ευρύτερο ορισμό της εργασίας που επεκτεινόταν σε όλους όσους κέρδιζαν χρήματα και ήταν πιο συμβατός με το ναζιστικό ιδεώδες μιας εταιρικής, αρμονικής, ιεραρχικής και φυλετικά καθαρής εθνικής κοινότητας. Ακόμα και το σύνθημα του κόμματος Arbeiter- und Bauernpartei, που μόλις είχε συσταθεί, παρέλειψε κάθε αναφορά στην εργατική τάξη, δίνοντας αντίθετα έμφαση στα κοινά προβλήματα του Volk.
Οι κομμουνιστές αυτονομιστές επιτέθηκαν επίσης στη Σοβιετική Ένωση και τον Stalin, υποστηρίζοντας ότι «η Σοβιετική Ένωση τοποθετήθηκε στις τάξεις των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών κρατών». Όπως θα έκανε και ο Doriot στο φασιστικό Parti Populaire Franfais, οι Αλσατοί κομμουνιστές άσκησαν αναδρομικά κριτική στους «κομμουνιστές της κομματικής γραμμής» και στον αυταρχικό χαρακτήρα των αποφάσεων της Κομιντέρν. Η ρητορική αυτή υπερέβαινε σημαντικά την προηγούμενη στάση τους στο πλαίσιο της Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition, η οποία αντιδρούσε στη γραφειοκρατικοποίηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και στην θέση πως η ρωσική εμπειρία αποτελούσε χρήσιμο μοντέλο για την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν διαφωνούσαν πλέον απλώς ως προς την εφαρμογή της μαρξιστικής ιδεολογίας, αλλά κινήθηκαν προς μια φασιστική κατηγορηματική αντίθεση προς το σοσιαλισμό.
Μέχρι τις αρχές του 1938, το Arbeiter- und Bauernpartei ευνοούσε ανοιχτά το ναζιστικό κόμμα. Αναφερόμενο στην ομιλία του Hitler στο Ράιχσταγκ, το Arbeiter- und Bauernpartei επιτέθηκε στην αρνητική άποψη του διεθνούς Τύπου για τον Hitler. Επίσης, ανέφερε άκριτα τους ισχυρισμούς του Hitler για την οικονομία και τις ειρηνικές προθέσεις του. Δηλώσεις του Hitler όπως «Ο γερμανικός λαός είναι στρατιώτης, αλλά όχι πολεμοχαρής» έγιναν δεκτές τοις μετρητοίς. Επιπλέον απόδειξη πως η Arbeiter- und Bauernpartei είχε απομακρυνθεί από τις κεντρικές ανησυχίες του αλσατικού κοινού και είχε στραφεί προς το φασισμό ήταν η ανεπιφύλακτη υποστήριξή της στο αυστριακό Anschluss. Τόσο η Αυστρία όσο και η Αλσατία ήταν κυρίως καθολικές, πολιτισμικά γερμανικές κοινότητες που συνορεύουν με τη Γερμανία, αλλά δεν ανήκουν σε αυτήν. Η πολιτικά συνειδητοποιημένη κοινή γνώμη στην Αλσατία παρακολουθούσε επομένως με ανησυχία την εξέλιξη του Anschluss. Το γεγονός ότι το Arbeiter- und Bauernpartei, μαζί με τις άλλες αυτονομιστικές οργανώσεις, υποστήριξε το Anschluss για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, σήμαινε αναμφισβήτητα ότι δεν είχε καμία επιφύλαξη για την ένταξη στη Γερμανία του Hitler. Η μετέπειτα υποστήριξη του Arbeiter- und Bauernpartei για την προσάρτηση των Γερμανών της Σουδητίας στη ναζιστική Γερμανία στη βάση της αυτοδιάθεσης, σε συνδυασμό με τις όλο και πιο έντονες εκκλήσεις της για ειρήνη, φαίνεται να εξηγείται μόνο βάση της ακλόνητης επιθυμίας του για ένταξη στη Γερμανία του Hitler.
Μετά την αποχώρηση από τη Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition, το Arbeiter- und Bauernpartei έγινε εξαιρετικά αμφίσημο ως προς το εβραϊκό ζήτημα. Τα άρθρα στην Die Neue Welt ακροβατούσαν μεταξύ προσπαθειών απόδειξης του φιλοσημιτισμού του Arbeiter- und Bauernpartei και αντισημιτικών δοκιμίων. Για αρκετά χρόνια το Arbeiter- und Bauernpartei δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα έπρεπε να εγκαταλείψει τους προ-1935 ψηφοφόρους, που περιλάμβαναν και Εβραίους, ή να στρατολογήσει επιθετικά από τους αυτονομιστές εκλογείς. Ένα άρθρο στην Die Neue Welt κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι ξένοι, ιδίως οι Πολωνοί, καταλάμβαναν την Αλσατία. Αποφάσισε: «Ο ξένος είναι υποφερτός εδώ, αλλά ο ξένος δεν διοικεί. Αυτή είναι η βούληση του αλσατικού Heimatfront!». Οι Πολωνοί ήταν μια βολική φυλετική κατηγορία που περιελάβανε όλους τους Σλάβους και, το σημαντικότερο, τους Εβραίους. Ωστόσο, στις εκλογές του 1936, ο Hueber απάντησε στις επικρίσεις για αντισημιτισμό κάνοντας άμεση έκκληση στους Εβραίους ψηφοφόρους:
«Εγώ, με την ιδιότητά μου ως δήμαρχος της πόλης του Στρασβούργου, βρήκα άμεση στέγαση για τα θύματα του χιτλερισμού! Επί μήνες φιλοξενούσα Εβραίους πρόσφυγες στο διαμέρισμά μου….. Επομένως, αξιότιμοι συμπολίτες, δεν μπορώ να είμαι αντισημίτης».
Δύο μόλις χρόνια αργότερα, το Arbeiter- und Bauernpartei χαρακτήρισε τη δολοφονία ενός Γερμανού διπλωμάτη στο Παρίσι από τον Hershel Grynszpan, που «προκάλεσε» το διαβόητο πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» στη Γερμανία, ως «το αποτέλεσμα μιας προσεκτικά προετοιμασμένης ενέργειας από ορισμένους κύκλους», υπονοώντας την ύπαρξη μιας εβραϊκής συνωμοσίας. Δεδομένου ότι η «ηθική ευθύνη» για την πράξη αυτή βρισκόταν στον διεθνή εβραϊσμό, το Arbeiter- und Bauernpartei κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «Νύχτα των Κρυστάλλων» ήταν η κατάλληλη απάντηση.
Ο εναγκαλισμός του ναζισμού από τους κομμουνιστές αυτονομιστές προέκυψε από μια όλο και πιο στενή συνεργασία με τους ναζί. Σύμφωνα με μαρτυρίες του 1939, ο Jean-Pierre Mourer λειτουργούσε ως ο κύριος αγωγός μεταφοράς χρημάτων από τη ναζιστική Γερμανία προς τους ηγέτες του Landespartei στην Αλσατία σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Ήδη από τον Ιούνιο του 1935, ο Mourer επιχειρούσε από το γραφείο της εφημερίδας του Landespartei, της Elsass– Lothringische Zeitung. Η σχέση του Mourer με τη Γερμανία περιελάβανε πολυάριθμες συναντήσεις με τον Robert Ernst, έναν «150% ναζιστή» και εκδότη της γερμανικής Elsass-Lothringen Heimatstimme, ή με τον εκπρόσωπό του Albert Bongartz. Ο Hueber, όπως έχουμε ήδη δει, δεχόταν χρήματα από τη Γερμανία από την αρχή. Δεδομένης της διαδικασίας εκταμίευσης, πιθανότατα είχε προσωπική σχέση με τον Ernst τουλάχιστον ήδη από το 1929, πριν ο τελευταίος γίνει ναζί. Είναι σαφές ότι μέχρι το 1938 οι κομμουνιστές αυτονομιστές, όσοι ελάχιστοι είχαν απομείνει, είχαν ταχθεί με τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές.
Το Arbeiter- und Bauernpartei αντιπροσώπευε την προτελευταία ταπείνωση των κομμουνιστών αυτονομιστών. Εξορισμένο από όλα τα μαρξιστικά κόμματα, το Arbeiter- und Bauernpartei πάλευε για την επιβίωσή του σε μια ερημιά αυτονομιστικών και μαρξιστικών κομμάτων. Δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά με τα υπάρχοντα αυτονομιστικά κόμματα για έναν όλο και μικρότερο αριθμό ενεργών ακτιβιστών. Ταυτόχρονα, το κόμμα δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει μεγαλύτερη αφοσίωση στην υπόθεση της εργατικής τάξης από το PCF, τους σοσιαλιστές, ή ακόμα και από την εν πολλοίς εξαφανισμένη Internationale Vereinigung der Kommunistischen Opposition. Έχοντας περάσει τον Ρουβίκωνα από τον μαρξισμό στον αυτονομισμό, και δεδομένων των δύσκολων καιρών στους οποίους είχε περιέλθει το Arbeiter- und Bauernpartei, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να συγχωνευτεί με τη φιλοναζιστική Landespartei.
Τελικά, οι κομμουνιστές αυτονομιστές παραχώρησαν κάθε δογματική ανεξαρτησία και συγχώνευσαν την Die Neue Welt με την Elsass-Lothringische Zeitung τον Απρίλιο του 1939, ολοκληρώνοντας έναν de facto γάμο. Το Arbeiter- und Bauernpartei και το Landespartei ένωσαν επίσημα τις δυνάμεις τους στα τέλη Ιουλίου, με την ονομασία Elsass-Lothringische Arbeiter- und Bauernpartei. Η αποφασιστική κυβερνητική δράση με την απαγόρευση της Elsass- Lothringische Zeitung τον Αύγουστο του 1939 άφησε τους κομμουνιστές αυτονομιστές χωρίς δημόσια φωνή. Όταν οι περισσότεροι από τους αυτονομιστές ηγέτες συνελήφθησαν το 1939 για κατασκοπεία, οι αξιωματούχοι άφησαν τον Hueber εκτός λίστας λόγω της κακής του υγείας. Ο σύντροφος του Mourer, ωστόσο, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με τους άλλους ναζιστές αυτονομιστές. Μεταξύ της υγείας του και της στενής αστυνομικής επιτήρησης, ο Hueber κράτησε χαμηλό προφίλ έως ότου οι Γερμανοί κατέλαβαν και προσάρτησαν την Αλσατία. Ως αμοιβή για την υποστήριξη του Hueber, οι ναζί τον επανάφεραν στη θέση του δημάρχου του Στρασβούργου το 1942. Ο Mourer, που ελευθερώθηκε από τις γαλλικές φυλακές από τους νικητές Γερμανούς, ανέκτησε επίσης την πολιτική του προβολή υπό τους ναζί ως επικεφαλής της διοίκησης της περιφέρειας της Μυλούζ.
Όπως δείχνει η περίπτωση των κομμουνιστών αυτονομιστών , οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές που έγιναν φασίστες δεν είχαν ως κίνητρο κάποια εγγενή ομοιότητα μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού. Πολύ πιο σημαντική ήταν η αντικατάσταση του κομμουνισμού από τον εθνικισμό – η αντικατάσταση της τάξης από το Volk. Μεταξύ 1918 και 1940, οι κομμουνιστές αυτονομιστές μετατοπίστηκαν από τον κομμουνισμό στο ναζισμό. Στο επίκεντρο αυτής της μεταστροφής ήταν η απόρριψη από τους κομμουνιστές αυτονομιστές της ταξικής πάλης ως βάσης της πολιτικής τους ιδεολογίας υπέρ της γερμανικής εθνικής ταυτότητας. Ο αυτονομισμός λειτούργησε ως ιδεολογική γέφυρα που πέρασε τους κομμουνιστές αυτονομιστές από την αριστερή όχθη στη δεξιά. Ο μετασχηματισμός πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Το 1929 υιοθέτησαν την υπεροχή του αυτονομισμού χωρίς να απορρίψουν εντελώς την ταξική πάλη. Μέχρι το 1935, ωστόσο, ο Hueber και οι οπαδοί του είχαν αποβάλει όλα τα απομεινάρια του μαρξισμού προκειμένου να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το αυτονομιστικό κίνημα.
Κατά τη διαδικασία της προσκόλλησης στην ατζέντα των αυτονομιστών, οι κομμουνιστές αυτονομιστές σπατάλησαν μεγάλο μέρος των υποστηρικτών τους. Το κίνημα, το οποίο αντιπροσώπευε σχεδόν το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, περιορίστηκε σε ασήμαντο βαθμό από μια σειρά σχισμάτων. Σίγουρα ο μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων το 1920 που αντιπροσώπευε μια τεχνητή συμμαχία σοσιαλιστών και κομμουνιστών ψηφοφόρων δεν θα μπορούσε να επιβιώσει από τη διάσπαση μεταξύ των σοσιαλιστικών και των κομμουνιστικών παρατάξεων. Παρόλα αυτά, το PCF ήταν μεγαλύτερο από το KPO, το οποίο με τη σειρά του ήταν μεγαλύτερο από το Arbeiter- und Bauernpartei. Όταν ο Hueber και οι οπαδοί του έκαναν την τελευταία τους μετακίνηση από το KPO στο Arbeiter- und Bauernpartei, παρέμεινε μόνο μια χούφτα υποστηρικτών. Τη στιγμή της συγχώνευσης του Arbeiter- und Bauernpartei με το Landespartei το 1938, δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτα από την αρχική εκλογική βάση του 1921 που αποτελούνταν από σιδηροδρομικούς και ταχυδρομικούς υπαλλήλους, ανθρακωρύχους και εργάτες. Η συνεργασία του Hueber, του Mourer και μερικών άλλων ηγετών του Arbeiter- und Bauernpartei με τη ναζιστική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου έδειχνε προσωπικά κίνητρα, καθώς μέχρι τότε δεν είχαν καμία λαϊκή στήριξη. Στη διάρκεια είκοσι ετών, ο Hueber και οι κομμουνιστές αυτονομιστές είχαν καταφέρει να υποβιβάσουν το κίνημά τους στο περιθώριο της αλσατικής πολιτικής.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com