Κείμενο που προσαρμόστηκε από διάλεξη του Marcuse
στην ψυχιατρική εταιρεία του Σικάγο το 1965 και περιλήφθηκε συμπληρωμένο στο περιοδικό Neue Rundschau το 1967 και στον συλλογικό τόμο Aggression und Anpassung in der Industriegesellschaft (Suhrkamp Verlag, 1968).


Η μετάφραση είναι παρμένη από το περιοδικό Δευκαλίων 2.

 

Με τις παραπάνω σκέψεις επιχειρούμε να περιγράφουμε τις τάσεις και τις πιέσεις στη λεγόμενη «κοινωνία της αφθονίας», μια έννοια, πού (δικαιολογημένα η αδικαιολόγητα) έχει διατυπωθεί για να περιγράψει τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Τα τυπικά της χαρακτηριστικά είναι: 1. ένα αδικαιολόγητα βιομηχανικό και τεχνικό δυναμικό που το μεγαλύτερο μέρος του Ξοδεύεται στην παραγωγή και στη διανομή ειδών πολυτελείας, παιχνιδιών κλπ., με τη σπατάλη της «προγραμματισμένης αχρήστευσης» των καταναλωτικών αγαθών, και των στρατιωτικών ή παραστρατιωτικών προγραμμάτων, με άλλα λόγια: στην παραγωγή τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών, πού οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι τα έχουν ονομάσει «μη παραγωγικά»· 2. ένα ανερχόμενο βιοτικό επίπεδο, στο οποίο συμμετέχουν επίσης και τα μέχρι τώρα μη προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού· 3. μια μεγάλου βαθμού συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η οποία συμβαδίζει με μεγάλες οργανωτικές επεμβάσεις της κυβέρνησης στην οικονομική ζωή· 4. η επιστημονική και οποίο έρευνα, ο έλεγχος και η χειραγώγηση της συμπεριφοράς των ατόμων και ομάδων ατόμων στην εργασία και στον ελεύθερο χρόνο – οπού αναλύεται η συμπεριφορά της ψυχής, του ασυνείδητου και του υποσυνείδητου και τα αποτελέσματα των ανάλυσε ον χρησιμοποιούνται για εμπορικούς και πολιτικούς σκοπούς. Όλες αυτές οι τάσεις συνδέονται μεταξύ τους και συνθέτουν το σύνδρομο πού χαρακτηρίζει την «κανονική» λειτουργία της «κοινωνίας της αφθονίας». Αν θέλαμε να παρουσιάσουμε λεπτομερειακά αυτή την αλληλεξάρτηση, θα ξεπερνούσαμε τα πλαίσια αυτής της εργασίας· εδώ μας χρησιμεύει σαν κοινωνιολογική αφετηρία για την παρακάτω θέση : οι τάσεις και οι πιέσεις στις οποίες είναι εκτεθειμένο το άτομο, δεν προέρχονται από ατομικές διαταραχές και ασθένειες, αλλά από την κανονική λειτουργία της κοινωνίας (και του ατόμου).

«Κανονική λειτουργία»: πιθανόν για ένα γιατρό ο ορισμός αυτός είναι μονοσήμαντος. Ο οργανισμός λειτουργεί κανονικά, όταν λειτουργεί χωρίς διαταραχές και σύμφωνα με τη βιολογική και φυσιολογική δομή του ανθρώπινου σώματος. Οι ανθρώπινες ικανότητες και δυνατότητες μπορούν βέβαια να διαφέρουν από άτομο σέ άτομο· ασφαλώς και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος έχει αλλάξει πολύ στην πορεία της Ιστορίας· όλες όμως οι αλλαγές έγιναν πάνω σέ μια σταθερή βιολογική και φυσιολογική βάση. Ο γιατρός θα λάβει βέβαια υπόψη του στη διάγνωση το περιβάλλον, τη μόρφωση και την επαγγελματική δραστηριότητα του ασθενούς· οι παράγοντες αυτοί μπορούν να περιορίσουν το βαθμό πού μπορεί να φτάσει η κανονική λειτουργία και τον ορισμό της, μπορούν μάλιστα να τη θέσουν σέ κίνδυνο, άλλα σαν κριτήριο και σκοπός η κανονικότητα παραμένει μια καθαρή και εύλογη έννοια. Σαν τέτοια είναι ταυτόσημη με την «υγεία», και οι εκάστοτε παρεκκλίσεις δίνουν τους διαφορετικούς βαθμούς της «ασθένειας».

Σε μια εντελώς διαφορετική θέση βρίσκεται ο ψυχίατρος. Αφού χρησιμοποιούμε την έκφραση αυτή στην πλατύτερη σημασία της, Ισχύει το ίδιο για ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές και ψυχαναλυτές. Θα κάνουμε διαφοροποιήσεις, όταν αυτές είναι απαραίτητες για το θέμα μας. Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο γενικός ορισμός της κανονικότητας διαφέρει ελάχιστα από αυτόν πού δίνει ο γιατρός. Η κανονική λειτουργία του πνεύματος (ψυχή και σώμα) δίνει στο άτομο την δυνατότητα να δρα σε συμφωνία με το ρολό του σαν παιδί, ενήλικος, πατέρας ή μητέρα, ανύπαντρος ή παντρεμένος, με την εργασία του, το επάγγελμά του και την κοινωνική του θέση. Βλέπουμε όμως αμέσως ότι αυτός ο ορισμός περιέχει παράγοντες πού ανήκουν σέ μια εντελώς νέα διάσταση, στην κοινωνική. Η κοινωνία εμφανίζεται σαν ένας παράγοντας της κανονικότητας σέ μια πολύ ουσιαστικότερη έννοια από αυτή της εξωτερικής επίδρασης, ώστε το «κανονικό» δηλώνει μάλλον μια κοινωνική και θεσμική παρά μια ατομική βασική σύσταση. Ίσως μπορεί να καταλαβαίνει κανείς εύκολα τί εννοείται με την κανονική λειτουργία τοΰ πεπτικού συστήματος, των πνευμόνων και της καρδιάς· τί θα πει όμως κανονική λειτουργία στην αγάπη, στο μίσος, στην εργασία και στη σχολή, σέ μια συγκέντρωση μέτοχων, στο γήπεδο τοΰ γκολφ, στη φτωχογειτονιά, στη φυλακή η στο στρατό; Φυσικά δεν υπάρχει καμιά διαφορά στην κανονική λειτουργία τοΰ πεπτικού η αναπνευστικού συστήματος ενός υγιούς ανώτερου υπάλληλου και ενός υγιούς εργάτη η νέγρου· αυτό όμως δεν ισχύει και για την ψυχή. Γιατί δε θα ήταν κανονικό, αν ο ένας σκέφτοταν, αισθανόταν ή ενεργούσε όπως ο άλλος. Και τί θα πει «κανονική» αγάπη, «κανονική» οικογένεια, «κανονική» εργασία;

Ο ψυχίατρος θα μπορούσε βέβαια να ενεργήσει όπως ο παθολόγος και να επιδιώξει με τη θεραπεία να εντάξει τον άρρωστο πάλι στην οικογένειά του, στο επάγγελμά του, στο περιβάλλον του, προσπαθώντας όσο είναι δυνατό να επηρεάσει η ακόμη και να αλλάξει τους παράγοντες του περιβάλλοντος. Σέ λίγο όμως θα προσκρούσει σέ εμπόδια, π.χ. όταν οι τάσεις και οι πιέσεις του αρρώστου δεν προκαλούνται ουσιαστικά από ορισμένες δυσμενείς συνθήκες του επαγγέλματος του, της γειτονιάς του ή της κοινωνικής του θέσης, αλλά από τη γενική φύση του επαγγέλματος, της γειτονιάς και της κοινωνικής θέσης — στην κανονική τους κατάσταση. Με το να προσαρμόζει κανείς τον ασθενή σέ αυτή την κανονικότητα, σημαίνει ότι αποδέχεται τις τάσεις και τις πιέσεις σαν κανονικές· ή για να το εκφράσουμε πιο καθαρά: σημαίνει ότι τον φέρνει στη θέση να αισθάνεται την αρρώστια του σαν υγεία, δηλαδή αυτός που είναι υγιής και κανονικός δεν αντιλαμβάνεται καθόλου την αρρώστια σαν τέτοια. Αυτό συμβαίνει, όταν η εργασία πού κάνει ο άνθρωπος αυτός είναι από τη φύση της τέτοια πού να «εξουδετερώνει το πνεύμα», μονότονη και περιττή (έστω και αν πρόκειται για μια καλοπληρωμένη και «κοινωνικά» αναγκαία εργασία)· αυτό συμβαίνει, όταν το άτομο, σέ σύγκριση με την άρχουσα κοινωνία, ανήκει σε μια μη προνομιούχο μειονότητα, πού από παλιά ήταν φτωχή και γι’ αυτό εκτελούσε τις κατώτερες και «βρώμικες» σωματικές εργασίες. Το ίδιο θα ίσχυε (αν και σέ διαφορετική μορφή) για το άλλο μέρος, για τους κυρίους της βιομηχανίας και της πολιτικής: η ικανότητα για απόδοση και η οικονομική επιτυχία απαιτούν εδώ – και αναπαράγουν – τις ιδιότητες έντεχνης θρασύτητας, ηθικής αδιαφορίας και μόνιμης επιθετικότητας. Σέ όλες αυτές τις περιπτώσεις η «κανονική» λειτουργία θα οδηγούσε σέ μια παραμόρφωση και έναν ακρωτηριασμό του ανθρώπου – όσο άπλα και αν ήθελε να ορίσει κανείς τις Ιδιότητες του ανθρώπου. Ο Erich Fromm έγραφε το βιβλίο The Sane Society, πού ο τίτλος υποδηλώνει μια μελλοντική κοινωνία, ενώ αυτή πού υπάρχει σήμερα παρουσιάζεται άρρωστη, μη φυσιολογική. Ας πάρουμε τώρα το άτομο, που σαν πολίτης μιας άρρωστης κοινωνίας συμπεριφέρεται κανονικά, όπως αρμόζει, και φυσιολογικά: ένα τέτοιο άτομο δεν είναι άρρωστο; Η κατάσταση αυτή δεν απαιτεί μια αντίθετη αντίληψη της πνευματικής υγείας— μια άλλη ιδέα, πού να περιέχει (και να διατηρεί) εκείνες τις πνευματικές Ιδιότητες, οι οποίες μεταβάλλονται σέ ταμπού, παρεμποδίζονται και διαστρέφονται με την υπάρχουσα υγεία μέσα στην άρρωστη κοινωνία; (Πνευματική υγεία θα σήμαινε π.χ. την ικανότητα να ζει κανείς έξω από τον κόσμο η να ζει απροσάρμοστα).

Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε δοκιμαστικά έναν ορισμό της «άρρωστης κοινωνίας», πριν προχωρήσουμε στην ερώτηση, αν και μέχρι ποιο βαθμό αντιστοιχεί αυτή στην «κοινωνία της αφθονίας». Μια κοινωνία είναι άρρωστη, όταν οι θεμελιακοί θεσμοί και οι σχέσεις της (δηλ. η δομή της) δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των υλικών και πνευματικών μέσων για την καλύτερη δυνατή ανάπτυξη της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσο μεγαλύτερο είναι το χάσμα ανάμεσα στη δυνατή και στην πραγματική ανθρώπινη κατάσταση, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ανάγκη γι’ αυτό πού έχουμε ονομάσει «προσθετή καταπίεση», δηλαδή καταπίεση των ορμών, πού δεν εξυπηρετεί τη διατήρηση και την ανάπτυξη του πολιτισμού, άλλα τα καθιερωμένα συμφέροντα για τη διατήρηση της κατεστημένης κοινωνίας. Αυτή η προσθετή καταπίεση των ορμών και απώθηση δημιουργεί στα άτομα νέες τάσεις και πιέσεις (πέρα από τις κοινωνικές συγκρούσεις). Συνήθως η κανονική λειτουργία της κοινωνικής διαδικασίας εγγυάται την απαραίτητη προσαρμογή και υποταγή (φόβος για την απώλεια της εργασίας η της κοινωνικής θέσης, αποκλεισμός από την κοινωνία κλπ.)· μια ιδιαίτερη διαδικασία για την άσκηση προσθετής ψυχικής πίεσης είναι περιττή. Αλλά στη σύγχρονη κοινωνία της αφθονίας υπάρχει μια τέτοια διάσταση ανάμεσα τοις μορφές ύπαρξης και στις δυνατότητες ανθρώπινης ελευθερίας πού μπορούν να επιτευχθούν, ώστε αν η κοινωνία θέλει να αποφύγει μια πολύ μεγάλη δυσφορία πρέπει να προβεί σέ ένα δραστικότερο συντονισμό των ατόμων. Έτσι η ψυχή υποβάλλεται και υποτάσσεται σέ ένα συστηματικό έλεγχο και μια χειραγώγηση τόσο στην ασυνείδητη όσο και στη συνειδητή της διάσταση.

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τη μέθοδο της ανάλυσης μας. Όταν μιλάμε για την «αναγκαία» προσθετή καταπίεση η για την ανάγκη δραστικής χειραγώγησης και ελέγχου των ορμών για τη διατήρηση μιας κοινωνίας, δεν εννοούμε οπωσδήποτε μια αναγνωρισμένη αναγκαιότητα και μια προγραμματικά ασκούμενη πολιτική: κάτι τέτοιο μπορεί να γίνεται (και γίνεται σέ αυξανόμενο βαθμό) η όχι. Εδώ εννοούμε μάλλον τάσεις – δυνάμεις, τις οποίες μπορεί κανείς να αποκαλύψει με μια ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνίας, και οι οποίες επιβάλλονται, ακόμη και όταν οι πολιτικοί δεν αντιλαμβάνονται την ύπαρξη τους. Καθρεφτίζουν τίς απαιτήσεις του υπάρχοντος μηχανισμού παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης – οικονομικές, τεχνικές, πολιτικές και πνευματικές ανάγκες, πού πρέπει να εκπληρωθούν, για να επιτρέψουν την αδιάκοπη λειτουργία του μηχανισμού, από τον οποίο είναι εξαρτημένος ο πληθυσμός, καθώς και την αδιάκοπη λειτουργία εκείνων των κοινωνικών σχέσεων πού προέρχονται από την οργάνωση αυτού του μηχανισμού. Αυτές οι αντικειμενικές τάσεις εμφανίζονται στην οικονομική ανάπτυξη, στην τεχνολογική πρόοδο, στην εξωτερική η εσωτερική πολιτική ενός έθνους ή ομάδας εθνών παράγουν κοινές, υπερατομικές ανάγκες και στόχους στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, στις ενώσεις πού εκπροσωπούν συμφέροντα και στα κόμματα. Κάτω από τίς κανονικές συνθήκες της κοινωνικής συνοχής αυτές οι αντικειμενικές τάσεις διαμορφώνουν και απορροφούν τα ατομικά συμφέροντα και τους στόχους χωρίς να διασπούν την κοινωνία. Το ειδικό συμφέρον δεν καθορίζεται όμως απλώς από το γενικό: αυτό διαθέτει τη δική του ελευθερία κινήσεων και ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία συμβάλλει στη διαμόρφωση του γενικού συμφέροντος. Ο Marx πίστευε ότι οι αντικειμενικές τάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης ενεργούν «πίσω από την πλάτη» των ατόμων στη σημερινή αναπτυγμένη κοινωνία αυτό ισχύει μόνο με μεγάλους περιορισμούς. Προγραμματισμός και διαχείριση των αναγκών και των εκπληρώσεων των ορμών είναι πιά αυτονόητοι παράγοντες της πολιτικής και του εμπορίου· δείχνουν διορατικότητα μέσα στη γενική τύφλωση.

Μιλούσαμε για τη συστηματική καθοδήγηση και τον έλεγχο της ψυχής στην προηγμένη βιομηχανική κοινωνία. ’Αλλά γιατί και από ποιον γίνεται αυτή η καθοδήγηση και ο έλεγχος; Πάνω από κάθε χειραγώγηση για το συμφέρον ορισμένων επιχειρήσεων, πολιτικών κατευθύνσεων και συμφερόντων υπάρχει ο γενικός και αντικειμενικός στόχος για τη συμφιλίωση του ατόμου με τον τρόπο ζωής πού του επιβάλλει η κοινωνία, Αφού σέ μια τέτοια συμφιλίωση συμβάλλει μια σημαντική προσθετή καταπίεση, πρέπει να επιτευχθεί μια λιμπιντοειδής φόρτιση του εμπορεύματος πού πρόκειται να αγοράσει (η να πουλήσει) το άτομο, των υπηρεσιών πού χρησιμοποιεί (η προσφέρει), των υποψηφίων πού πρόκειται να ψηφίσει, της διασκέδασης πού πρόκειται να απολαύσει, των συμβολών με τα οποία πρέπει να ταυτιστεί – μια απαραίτητη αναγκαιότητα, γιατί από την αδιάκοπη παραγωγή και κατανάλωση αυτών των εμπορευμάτων εξαρτάται η πάρει της κοινωνίας. Με άλλα λόγια: οι κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες πρέπει να μετατραπούν σέ ατομικές, σχεδόν ορμικές ανάγκες. Και ανάλογα με τα βαθμό της εξάρτησης της παραγωγικότητας αυτής της κοινωνίας από τη μαζική παραγωγή και τη μαζική κατανάλωση οι ανάγκες αυτές πρέπει να τυποποιηθούν, να συντονιστούν και να γενικεύουν. Αυτοί οι έλεγχοι δεν είναι βέβαια το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, δεν καθοδηγούνται από μια συγκεκριμένη αρχή (αν και η τάση για συγκεντρωτισμό αυξάνει)· οι έλεγχοι είναι μάλλον μοιρασμένοι μέσα σέ όλη την κοινωνία, ασκούνται (σέ πολύ διαφορετικό βαθμό) από γείτονες, «peer groups», μέσα μαζικής επικοινωνίας, συνδέσμους και από την κυβέρνηση. Οι έλεγχοι αυτοί γίνονται πάντως αποτελεσματικοί, δυνατοί, με την επιστήμη, κυρίως με την κοινωνιολογία και την ψυχολογία σα βιομηχανική κοινωνιολογία και ψυχολογία, η πιο δυσφημιστικά, σαν «επιστήμη των ανθρωπίνων σχέσεων» έχουν γίνει το απαραίτητο όργανο στα χέρια των κυρίαρχων δυνάμεων.

Οι σύντομες αυτές παρατηρήσεις δείχνουν ποσό βαθιά έχει κιόλας εισχωρήσει η κοινωνία στη ψυχή, μέχρι πιο βαθμό η ψυχική υγεία και κανονικότητα δεν είναι πια υπόθεση του ατόμου, αλλά της κοινωνίας. Μια τέτοια αρμονία ανάμεσα στην κοινωνία και στο άτομο θα ήταν στοιχείο προόδου, γιατί η κοινωνία θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν για την ελευθερία, την ειρήνη και την ευτυχία, δηλαδή για την απελευθέρωση του έρωτα, των ορμών ζωής από την υπερίσχυση των καταστροφικών ορμών. Αν όμως δεν υπήρχαν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε το υγιές, το κανονικό άτομο θα διάθετε όλες τις ιδιότητες που θα του επέτρεπαν να ζήσει με τα άλλα, το ’ίδιο κανονικά άτομα της κοινωνίας του, και ακριβώς αυτές oι ιδιότητες θα ήταν το μέτρο για το βαθμό της καταπίεσης, της ύπαρξης ενός ακρωτηριασμένου ανθρώπινου όντος, που συνεργεί στην ίδια του την καταπίεση, στην καταπίεση των ορμών ζωής, στην αποδέσμευση της επιθετικότητας. Οι έτσι δημιουργούμενες συγκρούσεις δε θα ήταν δυνατό να λυθούν με κανέναν τρόπο στα πλαίσια της ατομικής ψυχολογίας η θεραπείας η οποιοσδήποτε άλλης ψυχολογίας – μια λύση θα ήταν δυνατή μόνο στο πολιτικό επίπεδο: ενάντια στην κοινωνία σα σύστημα αναγκών. Φυσικά η θεραπεία θα μπορούσε να αποκαλύψει αυτή την κατάσταση και έτσι να προετοιμάσει την ψυχική βάση για έναν τέτοιο αγώνα, αλλά στην περίπτωση αυτή η ψυχιατρική θα ήταν μια ανατρεπτική επιχείρηση…

Αλλά τίθεται το ερώτημα, αν η κοινωνική πίεση πού ασκεί η διαχείριση των ορμών στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία συνεπάγεται τη δημιουργία δυσμενών συνθηκών, οι οποίες εμποδίζουν την ανάπτυξη των ορμών ζωής και έτσι ενισχύουν τα ένστικτα της επιθετικότητας. Στην ερώτηση θα μπορούσαμε να απαντήσουμε καταφατικά, αν η κοινωνική πίεση προερχόταν από τη δομή αυτής της κοινωνίας και αν διέγειρε στα μέλη της κοινωνίας ανάγκες και ικανοποιήσεις, πού ενστικτωδώς αναπαράγουν την καταπίεση

Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι η κοινωνική πίεση αυτής της κοινωνίας μοιάζει με αυτή κάθε άλλης κοινωνίας, πού αναπτύσσεται κάτω από την επίδραση μιας τεράστιας τεχνολογικής προόδου, πού δίνει την ώθηση προς νέες ανάγκες, νέες μορφές εργασίας και σχολής, και έτσι διεισδύει στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και οδηγεί σέ μια πλατιά ανακατάταξη όλων των αξιών. Η σύγχρονη τεχνολογική ανάπτυξη μεταβάλλει τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά: εφόσον η σωματική ανθρώπινη εργασία γίνεται όλο και πιο περιττή και μάλιστα όλο και πιο ασύμφορη οικονομικά, η εργασία των υπάλληλων γίνεται πιο «αυτόματη» και αυτή των διοικητικών και των πολιτικών όλο και πιο αμφίβολη, το παραδοσιακό περιεχόμενο και το νόημα της κοινωνικής ύπαρξης σαν αγώνας για τη ζωή γίνεται πιο κενό και ασήμαντο όσο περισσότερο ο αγώνας αυτός γίνεται περιττή αναγκαιότητα. Η μελλοντικά πιθανή κατάργηση της αλλοτριωμένης εργασίας φαίνεται επίσης σα «φάντασμα»· και πράγματι, όταν αυτή εννοείται σαν πρόοδος, σαν εξέλιξη του υπάρχοντος συστήματος, τότε βέβαια η μετατόπιση του νοήματος της ζωής από την εργασία στον ελεύθερο χρόνο παρουσιάζεται και στη μεγαλύτερη φαντασία σαν ανυπόφορη: μαζικά οργανωμένη σχολή μέσα σέ όλο και πιο στενό χώρο, κατευθυνόμενη ελευθερία, κατευθυνόμενη δημιουργικότητα.

Η απειλή όμως με το «φόβητρο της αυτοματοποίησης» είναι και αυτή μια ιδεολογία. Από το ένα μέρος χρησιμοποιείται για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή παρασιτικών, δηλαδή τεχνικά περιττών εργασιών και ασχολιών (η ανεργία σα φυσική κατάσταση φαίνεται χειρότερη από την αποβλακωτική εργασία)· από το άλλο μέρος χρησιμοποιείται για την εκπαίδευσή οργανωτών και διαχειριστών του ελεύθερου χρόνου, και αυτό σημαίνει εξάπλωση και επέκταση του ελέγχου. Ο πραγματικός κίνδυνος για το κατεστημένο δεν είναι η κατάργηση της αλλοτριωμένης εργασίας ως ανεργίας, αλλά μάλλον η δυνατότητα και μάλιστα η αναγκαιότητα μη αλλοτριωμένης εργασίας ως κοινωνικής εργασίας (καθολική ανοικοδόμηση των πόλεων δημιουργία ανθρώπινων κατοικιών και εγκαταστάσεων· νέα διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος μετά την κατάργηση της εμπορικής καταπάτησης της φύσης και οργάνωση ενός ασφαλιστικού και εκπαιδευτικού συστήματος για τη δικαίωση του αγώνα για την ύπαρξη’ όλα αυτά θα μπορούσαν να απασχολήσουν τους ανθρώπους για έναν ακόμη αιώνα). Αλλά στη διάρκεια τέτοιων αλλαγών τα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα θα παραμερίζονταν, με άλλα λόγια οι αλλαγές θα οδηγούσαν σέ περιορισμό της προσωπικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, σέ κατάργηση της καταναλωτικής αγοράς και σέ κατάργηση της πολιτικής και συνεχούς στρατιωτικής ετοιμότητας και επέμβασης στη θέση τους θα ερχόταν η συνεργασία ανάμεσα στην ’Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες. Για μια τέτοια εξέλιξη δεν υπάρχουν σήμερα κανενός είδους στοιχεία. Με τα νέα, εξαιρετικά δραστικά και ολοκληρωτικά μέσα της τεχνολογικής προόδου οι άνθρωποι κινητοποιούνται στο μεταξύ φυσικά και ψυχολογικά ενάντια σέ αυτή τη δυνατότητα: υποχρεώνονται να συνεχίζουν τον εξαντλητικό και οπισθοδρομικό αγώνα τους για τη ζωή, με τον οποίο αναπαράγουν την ίδια τους την καταπίεση.

Έτσι προσκρούομε στην ουσιαστική αντίφαση πού μεταβιβάζεται από την κοινωνική δομή στην ψυχική δομή των ατόμων. Η αντίφαση αυτή διεγείρει και αυξάνει τις καταστρεπτικές τάσεις, οι οποίες με έναν σχεδόν καθόλου μετουσιωμένο τρόπο αξιοποιούνται κοινωνικά με τη συμπεριφορά των ατόμων τόσο στον προσωπικό όσο και στον πολιτικό τομέα—και έτσι μεταφέρονται και στη συμπεριφορά ολοκλήρου του λαού. Η καταστρεπτική ενέργεια μετατρέπεται σέ κοινωνικά ωφέλιμη ενέργεια και τα επιθετικά αισθήματα εξυπηρετούν την πρόοδο, την οικονομική, την πολιτική και την τεχνική πρόοδο. Στη σύγχρονη επιστημονική δραστηριότητα, στην εμπορική επιχείρηση και στο έθνος σα σύνολο τα εποικοδομητικά και καταστρεπτικά επιτεύγματα χρησιμεύουν εξίσου στην παραγωγή και στην καταστροφή των αγαθών, στη ζωή και στο θάνατο· η γέννηση και ο θάνατος συνδέονται αδιάσπαστα μεταξύ τους. «Αν κανείς περιόριζε π.χ. τη χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας, θα μειωνόταν ταυτόχρονα τόσο η ειρηνική όσο και η πολεμική χρήση της· η βελτίωση και η διασφάλιση των συνθηκών της ζωής μας εμφανίζεται σαν ένα υποπροϊόν μιας επιστημονικής έρευνάς πού είναι στην υπηρεσία της καταστροφής της ζωής· αν μείωνε κανείς τον αριθμό των γεννήσεων, θα μείωνε ταυτόχρονα το μελλοντικό εργατικό δυναμικό και κατά συνέπεια και τον αριθμό των μελλοντικών πελατών και καταναλωτών. Η – περισσότερο η λιγότερο μετουσιωμένη — μετατροπή της καταστρεπτικής ενέργειας σέ κοινωνικά ωφέλιμη και κατά συνέπεια σέ εποικοδομητική ενέργεια είναι κατά τον Freud (για την περιγραφή μας εδώ βασιζόμαστε στη θεωρία του των ορμών) μια φυσιολογική και αναπόφευκτη διαδικασία. Αυτή είναι ένα μέρος εκείνης της δυναμικής, με την οποία ο έρωτας και ο θάνατος, οι δυο ανταγωνιστικές ορμήσεις, εξαναγκάζονται να αποτελέσουν μια ενότητα, και σέ αυτή τη μεταξύ τους συνεργία και αντίθεση γίνονται πνευματικές και οργανικές ορμικές δυνάμεις που δημιουργούν πολιτισμό. ’Αλλά όσο στενή και δραστική κι αν είναι η σύνδεση τους, οι Ιδιαίτερες ιδιότητές τους μένουν αμετάβλητες και αντίθετες μεταξύ τους : η όρμιση επιθετικότητα, παρόλη τη διεργασία μετουσίωσης, «τείνει» προς το θάνατο, ενώ ο έρωτας αποσκοπεί στη διατήρηση, στην ασφάλεια και στην εξύψωση της ζωής. Κατά συνέπεια η ορμή της καταστροφής μπορεί να είναι ωφέλιμη για το άτομο και τον πολιτισμό μόνο όσο βρίσκεται στην υπηρεσία του έρωτα· αν η τάση επιθετικότητας γίνεται ισχυρότερη από το καθοριζόμενο από τον έρωτα αντίβαρο της, η ωφέλειά της αίρεται. Γιατί η καταστρεπτική ενέργεια δεν μπορεί, σύμφωνα με την άποψη του Freud, να γίνει ισχυρότερη χωρίς να εξασθενίσει την ενέργεια του έρωτα : η δυναμική των ορμών είναι μηχανιστική, δηλαδή η υπάρχουσα ποσότητα ενέργειας μοιράζεται στις δύο βασικές ορμές.

Αναφερθήκαμε για λίγο στη θεωρία του Freud, όσο αυτή έχει σημασία για τη διερεύνηση του κύριου ερωτήματος: τί είδους επίδραση και ποια Ιδιομορφία χαρακτηρίζουν την κοινωνική πίεση στην «κοινωνία της αφθονίας». Υποθέτουμε ότι αυτή η πίεση προέρχεται από το ένα μέρος από τη θεμελιακή αντίφαση πού υπάρχει ανάμεσα στις δυνατότητες αυτής της κοινωνίας (που αποσκοπούν σέ νέες μορφές της ελευθερίας και απειλούν να ανατρέψουν τις κατεστημένες τάξεις) και από το άλλο μέρος από την αντιδραστική χρησιμοποίηση αυτών των δυνατοτήτων. Αυτή η αντίφαση δημιουργείται και ταυτόχρονα «διαλύεται» και «καταργείται» μέσα στην συνεχή επιθετική τάση της κοινωνίας· το πιο αισθητό (και καθόλου απομονωμένο) σημάδι της είναι η στρατιωτική κινητοποίηση και οι επιδράσεις της στην ψυχική συμπεριφορά των ατόμων. Σέ σχέση με αυτή τη θεμελιακή αντίφαση η επιθετικότητα τρέφεται από πολλές πηγές. Οι σπουδαιότερες είναι οι ακόλουθες:

  1. Η ανθρωποποίηση της διαδικασίας της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η τεχνική πρόοδος ταυτίζεται με την αυξανομένη κατάργηση της προσωπικής ελευθερίας στη λήψη αποφάσεων, των ατομικών προτιμήσεων και των αυτονόμων αναγκών κατά την προμήθεια των αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή η τάση ενεργεί απελευθερωτικά, όταν τα υπάρχοντα μέσα και τα τεχνικά επιτεύγματα χρησιμοποιούνται για την απελευθέρωση του ατόμου από το σύστημα της εργασίας και της ανάπαυσης, το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικά την αναπαραγωγή της κατεστημένης τάξης, και το οποίο – ανάλογα με τίς υπάρχουσες τεχνικές και πνευματικές δυνατότητες – είναι παρασιτικό, σπάταλο και απάνθρωπο. ‘Η ’ίδια τάση μετατρέπεται σέ καταπίεση, όταν υποβοηθά τη διαιώνιση της εργασίας και της ανάπαυσης αυτού του είδους. Η ανικανοποίηση που προέρχεται από την κατάσταση αυτή εκφράζεται με μια γενική εχθρικότητα.
  2. Η κατάσταση του υπερπληθυσμού, του θορύβου και του αναγκαστικού συγχρωτισμού είναι χαρακτηριστική για την μαζική κοινωνία. Παραμερίζει την ανάγκη για «ηρεμία, απομόνωση, ανεξαρτησία, πρωτοβουλία και ελευθερία κινήσεων», που δεν έχει να κάνει τίποτα με την «επιτήδευση και την πολυτέλεια», αλλά είναι μια «γνήσια βιολογική αναγκαιότητα» (René Dubos). Η έλλειψη της διαταράσσει τις ορμικές δομές. Ο Freud έχει δείξει τον «α-κοινωνικό» χαρακτήρα του έρωτα – η μαζική κοινωνία επιτυγχάνει έναν «ανώτατο βαθμό κοινωνικοποίησης», στον οποίο το άτομο «αντιδρά με τίς πιο διαφορετικές αποχές, απωθήσεις, επιθετικότητες και φόβους, πού εξελίσσονται εύκολα σέ γνήσιες νευρώσεις». Σαν την πιο αισθητή κοινωνική κινητοποίηση επιθετικών τάσεων έχουμε αναφέρει τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας της αφθονίας. Αυτή η κινητοποίηση δεν περιορίζεται μόνο στη στρατολόγηση των υποχρεών θητείας και στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας· η πραγματικά ολοκληρωτική μορφή της φαίνεται στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία τροφοδοτούν την «κοινή γνώμη». Η βαρβαρότητα της γλώσσας και των εικόνων, η παράσταση της θανάτωσης, του εμπρησμού και της δηλητηρίασης των θυμάτων της νεοαποικιακης σφαγής γίνεται σέ ένα καθημερινό και συχνά χιουμοριστικό ύφος πού εξομοιώνει το ριζικά Κακό με τις παρεκτροπές νεαρών εγκληματιών, με τα ατυχήματα, με το ποδόσφαιρο, με το δελτίο του χρηματιστηρίου η του καιρού. Εδώ δεν έχουμε πιά την «κλασική» εξύμνηση της θανάτωσης για το συμφέρον της πατρίδας, αλλά τη μεταφορά της σ το επίπεδο των κοινών γεγονότων και περιστατικών της καθημερινής ζωής.

Η συνέπεια είναι η αποδοχή της φρίκης, η «ψυχολογική εξοικείωση με τον πόλεμο», πού επιβάλλεται στο λαό, ο οποίος χάρη σέ αυτή την εξοικείωση δεν ξαφνιάζεται εύκολα με τον «αριθμό των θυμάτων» όπως συμβαίνει ήδη με άλλους «αριθμούς» (αριθμοί Ισολογισμών, νεκρών σέ τροχαία ατυχήματα και άνεργων). Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν με τις «συμπτώσεις, τις φρικαλεότητες και τον αυξανόμενο αριθμό των νεκρών στον πόλεμο του Βιετνάμ, ακριβώς όπως έχουν συνηθίσει σιγά-σιγά να ζουν με τις συμπτώσεις και τους θανάτους της καθημερινής ζωής, πού προκαλούνται από το κάπνισμα, τους βιομηχανικούς καπνούς και την οδική κυκλοφορία». Οι φωτογραφίες πού παρουσιάζονται σέ εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας δείχνουν – πολλές φορές με θαυμάσια και φωτεινά χρώματα — σειρές από αιχμαλώτους πού βαδίζουν προς «ανάκρισίν» η κείτονται αλυσοδεμένοι στο έδαφος, παιδιά πού μόλις διακρίνονται μέσα στη σκόνη των τανκς, ακρωτηριασμένες γυναίκες – όλα αυτά είναι γνωστά («αυτά έχει ο πόλεμος»)· η διαφορά έγκειται στην παρουσίαση: αυτές οι εικόνες παρουσιάζονται στο κανονικό πρόγραμμα της τηλεόρασης μαζί με διαφημιστικές και αθλητικές εκπομπές, με τοπικά γεγονότα και ειδήσεις. Στην ωμότητα της δύναμης δίνεται μια ακόμη απόχρωση του «κανονικού», συσχετίζοντάς τη με το πολυπόθητο αυτοκίνητο: έτσι οι κατασκευαστές πουλάνε ένα Thunderbird, Fury η Tempest και η βιομηχανία του πετρελαίου βάζει έναν «τίγρη στη μηχανή».

Η κωδικοποιημένη γλώσσα δεν κουράζεται να κατακρίνει αλύπητα· ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο του μίσους, της μνησικακίας και της συκοφαντίας χρησιμοποιείται για τον εχθρό και για εκείνους πού αντιστέκονται σέ μια επιθετική πολιτική. Το πρότυπο είναι πάντα το ίδιο. «Αν οι φοιτητές κάνουν διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο, τότε πρόκειται για έναν «όχλο» που ενισχύεται από «γενειοφόρους υποστηρικτές της σεξουαλικής ασυδοσίας», από άπλυτους αλήτες, Από «καβγατζήδες και αργόσχολους που κάνουν τους δρόμους επικίνδυνους», ενώ οι αντίθετες διαδηλώσεις γίνονται Από «πολίτες που συναθροίζονται». Στο Βιετνάμ γίνονται, σέ Αντίθεση με τις «στρατηγικές επιχειρήσεις» των ’Αμερικανών, «τυπικά εγκληματικές κομμουνιστικές πράξεις βίας»· οι κόκκινοι έχουν την Αναίδεια να στήνουν «ενέδρες» (προφανώς αναμένεται από αυτούς να Ανακοινώνουν την επίθεση και να παρατάσσονται σέ ανοιχτό πεδίο)· παρακάμπτουν μια «παγίδα» (πιθανόν θα έπρεπε να πέσουν στην παγίδα). Οι Βιετκόνγκ χτυπάνε τα Αμερικανικά στρατόπεδα «μέσα στη νύχτα» και σκοτώνουν τους «Μπους» (πιθανόν οι Αμερικανοί επιτίθενται μόνο μέρα μεσημέρι, δεν ενοχλούν τον ύπνο των εχθρών τους και δε σκοτώνουν Βιετναμέζους «Μπους»). Η σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων κομμουνιστών (στην Ινδονησία) ονομάζεται «εντυπωσιακή» – ένας ανάλογος «αριθμός νεκρών» της αντίθετης παράταξης δε θα κέρδιζε τόσο εύκολα ένα τέτοιο επίθετο. Για τους Κινέζους η παρουσία Αμερικανικών δυνάμεων στην Ανατολική Ασία είναι απειλή ενάντια στην «Ιδεολογία» τους, ενώ πιθανόν η παρουσία κινεζικών στρατευμάτων στην κεντρική και νότιο Αμερική θα μετρούσε να θεωρηθεί σα μια πραγματική και όχι μόνο ιδεολογική απειλή ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η στραπατσαρισμένη γλώσσα ενεργεί σύμφωνα με την οργουελική συνταγή της ταυτότητας των αντιθέσεων: στη γλώσσα του εχθρού η ειρήνη λέγεται πόλεμος, η άμυνα σημαίνει επίθεση, ενώ στη δίκαιη πλευρά κλιμάκωση σημαίνει αποχώρηση και oi εκτεταμένοι βομβαρδισμοί αποσκοπούν στην επίτευξη της ειρήνης. Όταν η γλώσσα χρησιμοποιείται με τέτοια υποτιμητική πρόθεση, χαρακτηρίζει τον εχθρό προκαταβολικά σαν πέρα για πέρα κακό σέ όλες του τις πράξεις και τα σχέδια.

Αυτή η κινητοποίηση της επιθετικότητας δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το μέγεθος του κομμουνιστικού κινδύνου· η εικόνα του δήθεν εχθρού παραμορφώνεται σέ τέτοιο βαθμό, πού δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό για το οποίο τελικά πρόκειται εδώ είναι η παραπέρα σταθεροποίηση και διατήρηση ενός συστήματος πού απειλείται από τον ‘ίδιο του τον ανορθολογισμό — από την ασταθή βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται η ευημερία του, από την ευημερία που προκαλεί αναγκαστικά η σπατάλη και η παρασιτική αφθονία. ‘Ο άλογος πόλεμος είναι και αυτός ένα μέρος αυτού του ανορθολογισμού και έτσι ανήκει στην ουσία του συστήματος. Αυτό πού στην αρχή φαινόταν σα μια μικρή, σχεδόν άθελη εμπλοκή, σα μια σύμπτωση στις διαδικασίες της εξωτερικής πολιτικής, έγινε μια ευκαιρία για τη δοκιμή της παραγωγικότητας, της δύναμης πυρός και του γοήτρου του συνόλου. Τα δισεκατομμύρια δολάρια πού ξοδεύονται για τον πόλεμο είναι από πολιτική και στρατιωτική άποψη μια παρότρυνση (η θεραπεία), ένα δραστικό μέσο για να απορροφήσει ένα μέρος της οικονομικής αφθονίας και να ελέγχονται οι άνθρωποι. Μια ήττα στο Βιετνάμ θα μπορούσε να δώσει εύκολα το σύνθημα για άλλους απελευθερωτικούς αγώνες σέ πλησιέστερες περιοχές — και ίσως το σύνθημα για εξέγερση μέσα στην ίδια τη χώρα.

Φυσικά η κοινωνική αξιοποίηση της επιθετικότητας ανήκει στην ιστορική δομή του πολιτισμού, και σαν τέτοια ήταν πάντα μια κύρια δύναμη της προόδου. Άλλα και εδώ έρχεται η στιγμή, οπού η ισορροπία ανάμεσα στις δύο πρωτογενείς ορμές μετατοπίζεται προς όφελος της καταστρεπτικής τάσης. Αναφέραμε ήδη το «φάντασμα του αυτοματισμού» — πού αν το παρατηρήσουμε καλύτερα είναι το φάντασμα ενός πιθανού εξανθρωπισμού της εργασίας μέχρι το σημείο πού ο ανθρώπινος οργανισμός δε θα χρειάζεται πιά να λειτουργεί σαν εξάρτημα μηχανής. Η καθαρά ποσοτική μείωση του απαιτούμενου εργατικού δυναμικού απειλεί τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής (το ’ίδιο όπως όλα τα άλλα εκμεταλλευτικά συστήματα). Το σύστημα αντιδρά με την επιτάχυνση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, πού δεν είναι καθόλου απαραίτητα για την ατομική κατανάλωση η είναι είδη πολυτελείας – είδη πολυτελείας παρά τη συνεχιζόμενη φτώχεια τα οποία είναι όμως απαραίτητα για την απασχόληση των εργατικών δυνάμεων πού χρειάζονται για την αναπαραγωγή των εγκαθιδρυμένων οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Στο βαθμό πού αυτή η εργασία είναι περιττή, άσκοπη και μη αναγκαία, ενώ παρόλα αυτά είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των έξοδο» ζωής, η στέρηση γίνεται στοιχείο της παραγωγικότητας αυτής της κοινωνίας και συσσωρεύει επιθετικότητα. Στο βαθμό πού η επιθετικότητα διεισδύει στη δομή της κοινωνίας, προσαρμόζεται ανάλογα και η ψυχική δομή των μελών της κοινωνίας: το άτομο γίνεται πιο επιθετικό και ταυτόχρονα πιο επιθετικό και υπάκουο, γιατί υποτάσσεται σε μια κοινωνία, η οποία χάρη στην αφθονία και στη δύναμη της εξουσιάζει και ικανοποιεί τίς βαθύτερες απαιτήσεις των ορμών του. Και αυτή η καταστρεπτική νοοτροπία βρίσκει προφανώς τον αντικατοπτρισμό της στους αντιπροσώπους του λαού. Ο πρόεδρος της επιτροπής άμυνής της αμερικάνικης γερουσίας, ο γερουσιαστής Russel από τη Γεωργία, εξέφρασε την κατάπληξη του με τα παρακάτω λόγια: «Υπάρχει κάτι πού παρακινεί τους ανθρώπους να ξοδεύουν το χρήμα πιο απερίσκεπτα όταν προετοιμάζονται για έναν καταστρεπτικό παρά όταν εργάζονται για έναν εποικοδομητικό σκοπό. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό· άλλα στη διάρκεια των τριάντα ετών πού ανήκω στη γερουσία, έχω παρατηρήσει ότι για την αγορά οπλών, πού σκοτώνουν, καταστρέφουν, αφανίζουν πόλεις και αρτηρίες μεταφορών, υπάρχει κάτι πού κάνει τους ανθρώπους να μη λογαριάζουν πολύ το χρήμα, όπως το κάνουν όταν πρόκειται να ασχοληθούν με την οικοδόμηση καλύτερων σπιτιών και την πρόνοια για την υγεία των ανθρώπων».

Σε μια εργασία μου έχω ασχοληθεί με το ερώτημα, πώς μπορεί να καθοριστεί κατά το δυνατό και να παραβληθεί Ιστορικά η επιθετικότητα πού κυριαρχεί σέ μια δοσμένη κοινωνία· αντί να ασχοληθώ ακόμη μια φορά με αυτό το ερώτημα, θα ήθελα εδώ να δείξω την ιδιαίτερη μορφή, με την οποία αποδεσμεύεται και ικανοποιείται σήμερα η επιθετικότητα.

Ιδιαίτερα σημαντικό και πολύ χαρακτηριστικό για τη διαφορά ανάμεσα στις νέες και τις παραδοσιακές μορφές είναι αυτό που μπορούμε να το ονομάσουμε τεχνολογική επιθετικότητα και ικανοποίηση. Το φαινόμενο είναι εύκολο να περιγράφει: η επιθετικότητα προκαλείται από έναν γενικά αυτόματο μηχανισμό, ο οποίος είναι πολύ ισχυρότερος από τον άνθρωπο πού τον θέτει και τον διατηρεί σέ κίνηση και αποφασίζει για τη χρήση του. Η πιο ακραία περίπτωση είναι ο πύραυλος· το πιο καθημερινό παράδειγμα το αυτοκίνητο. Η δύναμη πού κινητοποιείται και καταναλώνεται εδώ είναι μηχανική, ηλεκτρική, πυρηνική ενέργεια, πού προέρχεται από «πράγματα» και όχι από την ενέργεια πού συνδέεται με τις ορμές του ανθρώπου. Εδώ η επιθετικότητα μεταβιβάζεται από ένα υποκείμενο σέ ένα αντικείμενο, η μεταφέρεται τουλάχιστον από ένα αντικείμενο, και ο στόχος δεν καταστρέφεται από τον ίδιο άνθρωπο, άλλα από το αντικείμενο. Αύτη η αλλαγή στη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη και την υλική ενέργεια, ανάμεσα στην αντικειμενική και υποκειμενική συνιστώσα της επιθετικότητας (ο άνθρωπος γίνεται υπηρέτης της επιθετικότητας με βάση όχι τις φυσικές του, άλλα τις ψυχικές του ικανότητες) πρέπει επίσης να αλλάζει και την ψυχική δυναμική. Από την εσωτερική λογική αυτής της διαδικασίας μπορούμε να κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση: με τη μεταβίβαση της καταστροφής πάνω σέ ένα περισσότερο ή λιγότερο αυτόματο πράγμα, σέ ένα σύνολο η σέ ένα σύστημα πραγμάτων, η Ικανοποίηση των ορμών του ανθρώπινου υποκειμένου διακόπτεται αναγκαστικά, μένει ανεκπλήρωτη και «υπερμετουσιώνεται». Μια τέτοια στέρηση ωθεί στην επανάληψη και στην επαύξηση: περισσότερη βία, μεγαλύτερη ταχύτητα, μεγαλύτερο βεληνεκές. Αυτό συμβαδίζει με μια μείωση της προσωπικής ευθύνης, της ένοχης και της συνείδησης ένοχης : δεν το έκανα εγώ σαν πρόσωπο που πράττει (ηθικά και σωματικά), άλλα η μηχανή. «Η μηχανή» – η λέξη δείχνει ότι ένα σύστημα από ανθρώπινα οντά θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μηχανικού συστήματος: η γραφειοκρατία, η διοίκηση, το κόμμα η ο σύνδεσμος είναι οι υπεύθυνοι· εγώ σαν άτομο είμαι μόνο όργανο. Και ένα όργανο δεν μπορεί να είναι καθόλου υπεύθυνο η ένοχο από ηθική άποψη. Έτσι θα παραμεριζόταν ένα εμπόδιο στην επιθετικότητα, πού το έστησε ο πολιτισμός σέ μια μεγάλη και βίαιη διαδικασία της πειθάρχησης. Όσο πιο ισχυρή και τεχνολογικά εξαρτώμενη γίνεται όμως η επιθετικότητα, τόσο λιγότερο μπορεί να Ικανοποιεί και να καταπραΰνει τις πρωτογενείς ορμήσεις και τόσο περισσότερο τείνει στην επανάληψη, την επαύξησης και την κλιμάκωση.

Η χρησιμοποίηση μέσων επιθετικότητας είναι σίγουρα τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο πολιτισμός, αλλά ανάμεσα στις τεχνολογικές και τις πρωτόγονες μορφές της επιθετικότητας υπάρχει μια αποφασιστική διαφορά. Οι τελευταίες δεν ήταν μόνο ποσοτικά διαφορετικές (δηλ. πιο αδύνατες), άλλα απαιτούσαν επίσης και μια μεγαλύτερη προσπάθεια, μια μεγαλύτερη συμμετοχή του σώματος από ό,τι οι αυτόματες ή οι ημιαυτόματες μηχανές της επιθετικότητας. Το μαχαίρι, ακόμη και το πιστόλι είναι σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό «μέρος» του άτομού που τα χρησιμοποιεί και φέρνουν αυτό το άτομο σέ στενότερη σχέση με το στόχο του. Τα ανθρώπινα θύματα του όπλου είναι μπροστά μας· τα θύματα του βομβαρδιστικού αεροπλάνου και του πυραύλου δεν πέφτουν καν στην αντίληψη του χειριστή.

Η τεχνολογική επιθετικότητα απελευθερώνει μια ψυχική δυναμική, η οποία ενισχύει τις καταστρεπτικές και αντιερωτικές τάσεις του πουριτανικού συμπλέγματος. Οι νέες μορφές της επιθετικότητας καταστρέφουν χωρίς να λερώνει κανείς τα χέρια του, να μολύνει το σώμα του η να σκοτίζει το πνεύμα του. Ο εκτελεστής παραμένει καθαρός τόσο από σωματική όσο και από ψυχική άποψη. Αύτη η καθαρότητα του εγκληματικού έργου του δικαιολογείται διπλά, όταν για το εθνικό συμφέρον στρέφεται ενάντια στον εχθρό του έθνους Στο ανώνυμο κύριο άρθρο του περιοδικού Lcs Temps Modernes του Γενάρη 1966 χαράζεται μια συνδετική γραμμή ανάμεσα στον πόλεμο στο Βιετνάμ και στην πουριτανική παράδοση. Η εικόνα του εχθρού είναι ίδια με αυτή της βρωμιάς στην αηδιαστικότερη μορφή της· η πυκνή ζούγκλα είναι το φυσικό του περιβάλλον και το αποκεφάλισμα ή το ξεκοίλιασμα ο έμφυτος σε αυτόν τρόπον ενέργειας. Κατά συνέπεια το κάψιμο των σπιτιών του, η αποψίλωση της ζούγκλας και η δηλητηρίαση των τροφών του δεν είναι μόνο μια στρατηγική, άλλα και μια ηθική ενέργεια : η κολλητική βρωμιά παραμερίζεται και ο δρόμος ελευθερώνεται για ένα σύστημα πολιτικής υγιεινής και δικαιοσύνης. Η μαζική εκκαθάριση της συνείδησης από τα κατάλοιπα των ηθικών ενδοιασμών αναστέλλει οριστικά κάθε εξέγερση του Λογού : οι ηθικολόγοι, πού οργανώνουν και υποστηρίζουν το έγκλημα, δεν πτοούνται από κανένα σαρκασμό, κανένα χλευασμό και καμιά σάτιρα. Ένας από αυτούς, χωρίς να διακινδυνεύει να γελοιοποιηθεί από το κοινό, μπορεί να εξυμνήσει δημοσιά σαν «τη μεγαλύτερη επιχείρηση στην ιστορία του έθνους μας», το ότι η πλουσιότερη, η ισχυρότερη και πιο προοδευμένη χώρα του κόσμου κάνει το πραγματικά ιστορικό κατόρθωμα να εξαπολύει την καταστρεπτική δύναμη της τεχνικής της υπέροχης πάνω σέ μια από τις πιο φτωχές και πιο αδύνατες χώρες του κόσμου.

Η μείωση του αισθήματος της ένοχης και της ευθύνης του ατόμου και η απορρόφηση τους από τον παντοδύναμο τεχνικό και πολιτικό μηχανισμό συμβάλλουν επίσης στην πτώση και άλλων άβιών, που μπορούν να εμποδίσουν και να μετουσιώσουν τις επιθετικές ορμές. Αν και η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας παραμένει το αισθήτοτερο και καταστρεπτικότερο σημάδι αυτής της εξέλιξης, δε θα έπρεπε να ξεχαστούν οι λιγότερο αισθητές επιδράσεις της στον πνευματικό τομέα. Μια από αυτές τις επιδράσεις άφορά την έννοια και την αιτία της αλήθειας. Τα μαζικά μέσα επικοινωνίας φαίνεται πώς έχουν απαλλαχτεί από το καθήκον να λένε την αλήθεια, και μάλιστα κατά ιδιαίτερο τρόπο. Δεν μπορεί να πει κανείς απλώς ότι τα μαζικά μέσα επικοινωνίας ψεύδονται (το «ψέμα» προϋποθέτει μια υποχρέωση απέναντι στην αλήθεια)· μάλλον νοθεύουν την αλήθεια με παραλείψεις, τα γεγονότα με σχόλια και αξιολογήσεις, τις πληροφορίες με διαφήμιση και προπαγάνδα – όλα αυτά τα επεξεργάζονται δημοσιογραφικά και τα συνθέτουν σέ ένα ισχυρό μέσο υποβολής. Οι δυσάρεστες αλήθειες—και πόσες από τις αποφασιστικές αλήθειες δεν είναι δυσάρεστες—κρύβονται ανάμεσα στις γραμμές η ανακατεύονται με ανοησίες, σάτιρα και τις λεγάμενες «human interest stories». Ο καταναλωτής αγοράζει πρόθυμα αυτό το εμπύρευμα συχνά το αγοράζει χωρίς να ξέρει, γιατί δεν του είναι προσιτή μια καλύτερη γνώμη. Η υποχρέωση απέναντι στην αλήθεια ήταν βέβαια πάντα μια δύσκολη υπόθεση, πού συνοδευόταν συνήθως από μεγάλους περιορισμούς η καταπίεση – αλλά ακριβώς στη πλαίσιο της γενικής και δημοκρατικής αναζωογόνησης της επιθετικότητας η υποτίμηση της έννοιας της αλήθειας αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Γιατί η αλήθεια στην ακριβέστερη σημασία της είναι μια άξια, και εφόσον εξυπηρετεί την προστασία και τη βελτίωση της ζωής είναι ένα βοήθημα στον αγώνα τοΰ ανθρώπου με τη φύση και τον εαυτό του, με τη δική του αδυναμία και τη δική του τάση καταστροφής. Από την άποψη αυτή η αλήθεια ανήκει στον τομέα του μετουσιωμένου έρωτα, της ευφυΐας, η οποία, αφού γίνει υπεύθυνη και αυτόνομη, τείνει στη κατάργηση της εξάρτησης τοΰ ανθρώπου από ανεξέλεγκτες και καταπιεστικές δυνάμεις. Με την υποτίμηση αυτής της προστατευτικής και απελευθερωτικής λειτουργίας της αλήθειας παραμερίζεται ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο ενάντια στην καταστροφή.

Η εισχώρηση της επιθετικότητας στον τομέα των ορμών ζωής υποτάσσει σέ αυξανόμενο βαθμό τη φύση στο οργανωμένο εμπόριο. Η φύση πέρα από το εμπόριο και την εργασία, πέρα από τις πόλεις και τους αυτοκινητοδρόμους πού τις συνδέουν, παύει να είναι κάτι Άλλο – μια ποιοτική διαφορά. Πρώτα η φύση μπορούσε να είναι ένας φυσικός χώρος του έρωτα : ένας αισθησιακούς κόσμος της ηρεμίας, της ευτυχίας, του ωραίου· καταφύγιο και προστασία από τη δύναμη του κεφαλαίου, της συναλλαγής· ένας κόσμος της αυτόνομης αξίας—της πλήρωσης. Σα χώρος της απελευθέρωσης από την κοινωνική εξάρτηση, σα χώρος της επιθυμητής μοναξιάς η φύση ήταν το προσιτό πεδίο του έρωτα : ένας τομέας του αισθησιακά ωραίου, του ανώφελου σέ αντίφασή προς το διοικούμενο σύνολο. ’Έτσι η αισθητική διάσταση σαν ερωτική είναι μια διάσταση των βιολογικών αναγκών, των ορμών ζωής. Και βιασμός και παραμερισμός της φύσης από της ασχήμιες της εμπορικής επέκτασης και των υποδουλωμένων σέ αυτή μαζών δεν είναι μόνο μια καταπίεση ρομαντικών ονείρων για ζωτικές ερωτικές ενέργειες.

Όταν στην «κοινωνία της αφθονίας» η προσθετή καταπίεση επιβάλλεται σέ τόσο ανύποπτες και φυσικές εκδηλώσεις, η ύπαρξη της διαπιστώνεται επίσης και σέ τομείς πού βρίσκονται πολύ μακριά από τις γνωστές, τις εμφανείς μορφές της επιθετικότητας. Στο σημείο αυτό ας αναλογιστούμε ακόμη μια φορά με ποιον τρόπο προσφέρουν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας τη διαφήμιση και τις πληροφορίες. Τυπική είναι η διαρκής επανάληψη : η ’ίδια διαφήμιση, πού εκπέμπεται διαρκώς με το ’ίδιο κείμενο η την ’ίδια εικόνα· οι ίδιες φράσεις και κοινοτυπίες, πού διαδίδονται διαρκώς από τους πληροφορητές και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης· οι ίδιος θέσεις και προ-γράμματα των κομμάτων, πού ανακοινώνονται διαρκώς από τους πολιτικούς. Σέ σχέση με την ανάλυση του της «μανίας της επανάληψης» ο Freud σχεδίασε την υπόθεση για τις ορμές θανάτου : σέ αυτές έβλεπε την τάση του ανθρώπου για απολυτή ηρεμία και κατάργηση των εσωτερικών συγκρούσεων, για την επιστροφή στο μητρικό σώμα και στο Μηδέν. Ο Χίτλερ γνώριζε πολύ καλά την υπερβολική σημασία της επανάληψης: το μεγαλύτερο ψέμα, πού επαναλαμβάνεται συχνά, γίνεται εύκολα πιστευτό και παραδεκτό σαν αλήθεια. ‘Αλλά και σέ περιπτώσεις λιγότερο ακραίων προσβολών της αλήθειας η αδιάκοπη επανάληψη μπροστά σέ ένα περισσότερο η λιγότερο ενδιαφερόμενο ακροατήριο ενεργεί καταστρεπτικά : καταστρέφει την πνευματική αυτονομία, την ευφυία και τη συνείδηση ευθύνης, παρασύρει σέ οκνηρία, υπακοή, ευχαρίστηση στη μείωση των συγκρούσεων, παρέχει προστασία από τραυματικούς νεωτερισμούς. Η κατεστημένη κοινωνία πού προσφέρει την επανάληψη γίνεται η μεγάλη μητρική αγκαλιά για τους πολίτες της. Φυσικά στο τέλος αυτού του δρόμου προς την οκνηρία και τη μείωση των εσωτερικών συγκρούσεων δεν περιμένει η τελευταία πλήρωση· ο δρόμος δεν οδηγεί στη Νιρβάνα της ικανοποίησης των ορμών. Περιορίζει όμως το φορτίο της νόησης, τον κόπο και την ένταση πού συνοδεύουν την αυτόνομη σκέψη – και από αυτή την άποψη η πολιτική της επανάληψης γίνεται δραστική επιθετικότητα ενάντια στις κριτικές λειτουργίες του πνεύματος πού ανιχνεύουν την κοινωνία.

Παραθέσαμε μερικές εντελώς θεωρητικές θέσεις για τον ειδικό χαρακτήρα της επιθετικότητας στην «κοινωνία της αφθονίας». Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για κοινωνικά ωφέλιμη καταστροφή, η οποία όμως έχει και μοιραία αποτελέσματα καθώς εξελίσσεται στο μέγεθος και στην ένταση της. ’Από την άποψη αυτή η καταστροφή μετουσιώνεται ελλιπώς και μένει ανικανοποίητη. Να ευσταθεί η θεωρία του trend, ότι οι ορμές καταστροφής τείνουν στην καταστροφή της ζωής του ’ίδιου του ατόμου χωρίς να διστάζουν μπρος στη ζωή των άλλων, τότε θα μπορούσαμε πραγματικά να μιλήσουμε για μια τάση αυτοκτονίας αυτής της κοινωνίας, και το παγκόσμιο παιχνίδι με την ολοκληρωτική καταστροφή θα είχε βρει μια σταθερή βάση στη δομή των ορμών των ατόμων.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com