Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal for the Study of Radicalism 4. Ο Carl Levy είναι καθηγητής πολιτικής στο Κολλέγιο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Εισαγωγή: Σύνοψη
Το άρθρο αυτό αποτελεί μια συνοπτική επισκόπηση ενός ευρύτερου εγχειρήματος πάνω στην κοινωνική ιστορία του αναρχισμού από τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Τα ειδικά θέματα αυτού του άρθρου είναι η συζήτηση για την περιοδολόγηση του αναρχισμού ως -ισμού, μιας ιδεολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, και της σχέσης και των διαφορών του με ευρύτερους ελευθεριακούς ή μη καταναγκαστικούς τρόπους συμπεριφοράς και οργάνωσης που απαντώνται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Δεύτερον, θα εξεταστεί η διάδοση του αναρχισμού (και του συνδικαλισμού) σε όλο τον κόσμο και ως εκ τούτου ο ρόλος του Παγκόσμιου Νότου στην ιστορία του αναρχισμού. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στην περίοδο του κλασικού αναρχισμού (1860-1940) και για αυτό αναλύει τις διαφορές μεταξύ του προ-αναρχισμού και του κλασικού αναρχισμού από τη μία, και του κλασικού αναρχισμού και του μετα-αναρχισμού από την άλλη.
Όταν αποσαφηνιστεί αυτό, το οποίο με τη σειρά του θέτει το πλαίσιο για την ιδεολογία του κλασικού αναρχισμού, το άρθρο προχωρά στην εξέταση της διάδοσης και της υποδοχής του αναρχισμού από το 1880 έως το 1914 – που από πολλές απόψεις υπήρξε η περίοδος ακμής του αναρχισμού ως παγκόσμιου κινήματος, κατά την οποία ανταγωνίστηκε, και κατά καιρούς αμφισβήτησε, την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας. Η αμφισβήτηση αυτή είχε μεγαλύτερη επιτυχία εκεί που ο αναρχισμός συγχωνεύτηκε με το συνδικαλιστικό κίνημα ή ζούσε υπό την προστατευτική κάλυψη του. Επιδιώκεται μια συζήτηση για τις σχέσεις μεταξύ του αναρχισμού, του συνδικαλισμού και της παγκοσμιοποίησης του εργατικού κινήματος την περίοδο μεταξύ 1880-1914. Αλλά ο αναρχισμός ξεπέρασε τον εαυτό του έχοντας τα καλύτερα μέσα: η αναρχική κουλτούρα και οι αναρχικές πρακτικές διείσδυσαν στο ευρύτερο σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα μέσω λαϊκών μορφών κοινωνικοποίησης από τη μια και της στενής σχέσης του με την πρωτοποριακή λογοτεχνία και τις παραστατικές τέχνες από την άλλη. Έτσι, η κοινωνιολογία και η κοινωνική ιστορία των μοτίβων της γειτονιάς και της ψυχαγωγικής ενσωμάτωσης των αναρχικών υποκουλτούρων συζητούνται παράλληλα με μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ της διανόησης, του αναρχισμού και της μποέμικης κοινωνίας. Το άρθρο ολοκληρώνεται με την ανασκόπηση της αυξανόμενης βιβλιογραφίας σχετικά με τη διάδοση και την υποδοχή του κλασικού αναρχισμού στον Παγκόσμιο Νότο.
Οι τυπικές αναφορές στον αναρχισμό (Max Nettlau, James Joli, George Woodcock και Peter Marshall) συνδυάζουν αποδόσεις ιστορίας των ιδεών, πολιτικής βιογραφίας και μαρτυρίες πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων. Το εγχείρημα μου όμως επιδιώκει να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει το πλήθος δημοσιευμένων και αδημοσίευτων ακαδημαϊκών συγγραμμάτων για την κοινωνική ιστορία του αναρχισμού, προϊόν της εκρηκτικής ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 1960 και των συνοδευτικών καινοτομιών στην ιστοριογραφία, τις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Χρησιμοποιώντας παρόμοιες μεθοδολογίες και θέτοντας παρόμοια ερωτήματα σχετικά με τον αναρχισμό που έχουν τεθεί στα συγγενικά πεδία της κοινωνικής, σοσιαλιστικής και εργατικής ιστορίας, ο αναρχισμός δεν προσεγγίζεται πλέον ως μια χωρίς πλαίσιο, ανιστορική μελέτη κοινωνικής παθολογίας. Στην πρόσφατη σημαντική καταγραφή τους, οι Michael Schmidt και Lucien van der Walt εμπνεύστηκαν από αυτή τη μέθοδο. Ωστόσο, περιορίζουν το εγχείρημα τους στον «αναρχισμό της ταξικής πάλης», ουσιαστικά δηλαδή σε παραλλαγές των συνδικαλιστικών και αγροτικών μορφών αναρχισμού. Παρόλο που έχουν δημιουργήσει μια εντυπωσιακή σφαιρική χαρτογράφηση των πτυχών του κλασικού αναρχισμού, οι όροι αναφοράς τους για εμένα είναι πολύ περιορισμένοι και σεχταριστικοί. Θα επιστρέψω στη σημαντική συμβολή τους στη χαρτογράφηση του κλασικού αναρχισμού στον Παγκόσμιο Νότο αργότερα σε αυτό το άρθρο. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης εμπλοκή με άλλους κλάδους των κοινωνικών επιστημών, όπως πρότεινε πρόσφατα ο Davide Turcato, δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί σε παγκόσμια κλίμακα.
Επισκόπηση του Εγχειρήματος
Το παρόν άρθρο αφορά την ιστορική περιοδολόγηση και τα όρια ορισμού, τη διάδοση των τρόπων οργάνωσης και τις επαφές ιδεών και πολιτισμών, που διαδραματίζονται στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής κατανομής του πλανήτη και μέσω των κυκλωμάτων του κεφαλαίου και της εργασίας που την αγκάλιασαν μέχρι το 1914. Ο αναρχισμός ήταν μια εναλλακτική μορφή νεωτερικότητας, η οποία άσκησε με τον πιο ενδελεχή τρόπο κριτική στην αυτοκρατορία και το έθνος-κράτος, αλλά ταυτόχρονα ήταν αναπόσπαστο μέρος των διεργασιών εκσυγχρονισμού και παγκοσμιοποίησης, που σάρωσαν τον πλανήτη πριν το 1914. Σε ένα γενικότερο εγχείρημα, το οποίο επανεξετάζει το παρόν άρθρο, καλύπτω επιμέρους πεδία μελέτης που βοηθούν να τοποθετήσει κανείς τον αναρχισμό σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, κάποια από τα οποία δημοσίευσα παλιότερα στην καριέρα μου, ενώ άλλα περιμένουν τη δημοσίευσή τους:
– Οι έννοιες της «πρωτόγονης» κοινωνίας στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα και οι απαρχές του -ισμού, του αναρχισμού
– Η κοινωνική ιστορία της αναρχικής ιδεολογίας
– Η διάδοση και η υποδοχή του αναρχισμού
– Εργατικά κινήματα, αναρχισμός και συνδικαλισμός
– Διεθνισμός, εθνικισμός και αναρχισμός
– Ο Παγκόσμιος Νότος και ο αναρχισμός
– Αγροτικός ριζοσπαστισμός και αναρχισμός
– Η διανόηση, οι καλλιτέχνες, οι μποέμικες αστικές συνοικίες και ο αναρχισμός
– Η κοινωνική και πολιτιστική ιστορία της αναρχικής τρομοκρατίας
– Η αυτομόρφωση και ο αναρχισμός
– Φεμινισμός, αντιφεμινισμός και αναρχισμός
– Οι κοινωνικές καταβολές του κομμουνισμού: οι αναρχικές ρίζες
– Ο ισπανικός εξαιρετισμός
– Ο αναρχισμός μετά το 1945: οι μορφωμένες μεσαίες τάξεις, τα νέα κοινωνικά κινήματα και οι μορφές της αντικουλτούρας
Μελλοντικός μου στόχος είναι να συνθέσω τα δημοσιευμένα και τα μελλοντικά έργα σε μια συνοπτική μονογραφία, η δομή της οποίας προεικονίζεται στο παρόν άρθρο. Ως οπαδός της προσέγγισης της καρακάξας (ΣτΜ: magpie approach, η χρήση ή δανεισμός διαφορετικών εργαλείων που ταιριάζουν σε κάθε περίπτωση), χρησιμοποιώ το μεθοδολογικό εργαλείο που είναι καταλληλότερο για το εκάστοτε έργο· υπό αυτή την έννοια, το εγχείρημα εμπνέεται από τον ελευθεριακό πραγματισμό, δεν υπάρχει κυρίαρχη θεωρία, αν και υπάρχει μια χρονολογική και οριστικά οριοθετημένη αφήγηση. Κάθε υποκατηγορία απαιτεί ένα διαφορετικό είδος μεθοδολογίας που αντλείται από τις κοινωνικές επιστήμες, την ιστορία ή τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Για παράδειγμα, η πλαισιοτική προσέγγιση του Quentin Skinners, η γλωσσολογική ανάλυση του λόγου, η «εννοιολογική ιστορία» του Reinhart Kosellecks ή η «ιστορία των λέξεων» του Thomas Dixons μπορεί να είναι κατάλληλες για τη διερεύνηση της κατασκευής του -ισμού, του αναρχισμού. Τα ανθηρά πεδία των σπουδών του εθνικισμού ή της διασποράς ή πτυχών της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας είναι χρήσιμα για τη μελέτη του θέματος του εθνικισμού, του διεθνισμού και του αναρχισμού. Στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ιστορίας των Κοινωνικών Επιστημών, που πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα το 2008, αρκετά πάνελ ήταν αφιερωμένα στην προσέγγιση της ιστορίας του αναρχισμού με τον ίδιο περίπου τρόπο που προτείνεται εδώ. Έτσι, οι συμμετέχοντες στο πάνελ χρησιμοποίησαν τη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων, τις κοινωνιολογικές θεωρίες της συλλογικής βίας και καταστολής, τη φουκωική κοινωνική θεωρία, τις θεωρίες του γεωγραφικού χώρου, και τη θεωρία των δικτύων.
Πριν όμως ασχοληθούμε με αυτές τις προσεγγίσεις, είναι χρήσιμο να συζητήσουμε για την ιστορική περιοδολόγηση.
Κλασικός αναρχισμός: Ορισμός και Περιοδολόγηση
Η περιοδολόγηση του αναρχισμού είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Έτσι, στις τυπικές αναφορές, η αναρχική σκέψη και τα κοινωνικά ή πολιτικά κινήματα αναρχικού τύπου εντοπίζονται ποικιλοτρόπως στην κλασική Ελλάδα, την αρχαία Κίνα, τη μεσαιωνική Ευρώπη, την Αγγλία του Εμφυλίου Πολέμου και το επαναστατικό Παρίσι. Από την άλλη πλευρά, μια άλλη ομάδα ιστορικών των ιδεών και πολιτικών φιλοσόφων υποστηρίζει πως ο αναρχισμός, ως αυτοσυνείδητη ιδεολογία, είναι προϊόν της ευρωπαϊκής πολιτικής και σκέψης του 19ου αιώνα. Ο George Crowder προσδιορίζει ως βασικά χαρακτηριστικά της αναρχικής πολιτικής σκέψης τον αντικρατικό της χαρακτήρα, την τελειομανία της και τον επιστημονισμό της. Είναι μια ιδεολογία που διαμορφώθηκε στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και στις δυναμικές της επανάστασης και της παλινόρθωσης που κυριάρχησε στη γαλλική πολιτική σκηνή μέχρι το 1871. Διαμορφώθηκε επίσης από την αναδυόμενη παγκόσμια οικονομία και τη συνδυασμένη και άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Ο αναρχισμός είναι η αθροιστική αναδιατύπωση του Rousseau, του Comte και του Hegel μέσα από τη ματιά του Godwin, του Proudhon, του Bakunin και του Kropotkin. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα ο κλασικός αναρχικός κανόνας και οι συναφείς πρακτικές του ενσωματώθηκαν σε ένα αυτοσυνείδητα αναρχικό κίνημα με παραλλαγές του κεντρικού θέματος του (Ατομικισμός, Κολεκτιβισμός, Κομμουνισμός και Συνδικαλισμός). Μπορεί κανείς να τοποθετήσει επίσης τον αναρχισμό εξωτερικά σε ένα συνεχές μεταξύ του φιλελευθερισμού και του κρατικού σοσιαλισμού. Με τη σειρά τους, οι μορφές του αναρχισμού τοποθετούνται εσωτερικά με βάση διαφορετικές θέσεις για την οικονομία και τον τρόπο οργάνωσης.
Όμως όλες οι μορφές του αναρχισμού είχαν την κοινή επιδίωξη για ένα μέλλον χωρίς κράτος, την δέσμευση στην αυτονομία του ατόμου και την αναζήτηση της εθελοντικής συναίνεσης: οι αναρχικοί μπορεί να είναι παιδιά του Rousseau στην τελειομανία τους και στην έμφαση τους πάνω στην εκπαίδευση για να διδάξουν στους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με ελευθεριακό τρόπο, αλλά τουλάχιστον θεωρητικά οι αναρχικοί δεν μας αναγκάζουν να είμαστε ελεύθεροι. Αναμφίβολα στα πραγματικά κοινωνικά κινήματα (εκτός από εκείνα που αποτελούνταν από πασιφιστές), οι αναρχικοί συμπεριφέρονταν περισσότερο σαν ελευθεριακοί σοσιαλιστές, καθώς η βία, ακόμη και η χειρουργική βία που υποστήριζε ο Errico Malatesta, για παράδειγμα, περιλάμβανε τον εξαναγκασμό ή/και τον φόνο. Έτσι, οι αναρχικοί που δραστηριοποιήθηκαν στα κοινωνικά κινήματα στην κλασική περίοδο ήταν στη θεωρία φιλοσοφικοί αναρχικοί, αλλά στην πράξη ελευθεριακοί σοσιαλιστές: κάτι που μάλιστα αναγνώρισε ο ίδιος ο Malatesta σε αρκετές περιπτώσεις αλλά και άξιοι αντίπαλοι, όπως ο Louis Post, ένας Αμερικανός αξιωματούχος που συμμετείχε στην απελευθέρωση φυλακισμένων αναρχικών στον απόηχο του Αμερικανικού Κόκκινου Τρόμου του 1919. Ως αφηρημένη ιδεολογία, ο αναρχισμός μπορεί να έχει ως θέση τον φιλελευθερισμό και ως αντίθεση τον σοσιαλισμό, περιμένοντας μια ικανοποιητική σύνθεση. Ωστόσο, ως εφαρμοσμένη ιδεολογία, είναι η περιφρονημένη, κακοποιημένη και αγνοημένη πιστή αντιπολίτευση του σοσιαλισμού, που κρατά ένα άγρυπνο και ακαταπόνητο μάτι για την εμφάνιση νέων μορφών ιεραρχίας, συγκεντρωτισμού και μονοπωλίων εξουσίας, ιδιοκτησίας ή άλλων άυλων πλεονεκτημάτων μέσα στην ίδια την Αριστερά και σε κάθε μετεπαναστατική κυβέρνηση.
Ο κλασικός αναρχισμός δεν ήταν πλέον βιώσιμος ή ελκυστικός μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και τον 2ο ΠΠ, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου ή του κράτους πρόνοιας και της κοινωνίας των μαζικών καταναλωτών. Εδώ ο φοιτητής, ο φοιτητής που εγκατέλειψε τη σχολή του και ο καθηγητής πανεπιστημίου αντικατέστησαν τον αναρχικό αγρότη, τον αναρχικό τεχνίτη και τον νομαδικό ημιειδικευμένο αναρχικό εργάτη. Το αναρχικό κίνημα μετατράπηκε από ένα κίνημα που απαρτιζόταν δυσανάλογα από αυτομορφωμένους σε ένα κίνημα που απαρτιζόταν από εκείνους που διέθεταν σημαντικό κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Ο βιομηχανικός ή αγροτικός αναρχισμός αντικαταστάθηκε από τον μεταϋλιστικό, οικολογικό ή μεταμοντέρνο αναρχισμό. Η εξύμνηση της επιστήμης αντικαταστάθηκε από μια καχύποπτη ή απορριπτική στάση απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία. Ο αναρχισμός δεν ήταν πλέον ένα επαναστατικό πρόταγμα αλλά μια σειρά από προκλητικές μεταρρυθμιστικές πράξεις – είτε με πρακτική κλίση (όπως στο παράδειγμα του έργου του Colin Ward) είτε ως μέρος των φοιτητικών και νέων κοινωνικών κινημάτων από τη δεκαετία του 1960 και μετά, και πιο πρόσφατα από τη δεκαετία του 1980 και μετά δράσεις είτε συμβολικές, είτε αντάρτικου των πράσινων αναρχικών και των ακτιβιστών κατά της παγκοσμιοποίησης, είτε στις διανοητικές συζητήσεις των μεταμοντέρνων αναρχικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Για τους μεταμοντέρνους αναρχικούς, η προοδευτική τελεολογική αφήγηση αγνοήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, περιέργως, οι ίδιοι υποστηρικτές της μεταμοντέρνας κατανόησης του αναρχισμού έδειξαν εκπληκτικό σεβασμό για το παρελθόν, υποστηρίζοντας συνδέσεις με την κλασική αναρχική κληρονομιά (με τον Stirner και τον Bakunin), ενώ άλλοι αναρχικοί από τη δεκαετία του 1950 και μετά είχαν εμπνευστεί από τον αναρχοφεμινισμό του κλασικού αναρχισμού, τις προεκτάσεις του στην οικολογία, με πιο αξιοσημείωτο το έργο του Murray Bookchin, και τις απόπειρες δημιουργίας αστικών και αγροτικών κοινοτικών πειραμάτων.
Χρησιμοποιώντας την προσέγγιση του Crowder, μπορεί κανείς να δημιουργήσει ένα ιδανικό μοντέλο του κλασικού αναρχισμού. Έτσι, ο αντικρατισμός, η τελειομανία και ο επιστημονισμός αποτελούν χρήσιμους ιδεολογικούς διαχωριστικούς παράγοντες, αν και θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει, όπως κάνει η Ruth Kinna, τις ακριβείς δόσεις αυτών των τριών συστατικών στο αναρχικό μίγμα και τη τοποθέτηση στο ίδιο καζάνι τόσο των γνωστών όσο και των πιο άγνωστων προσώπων του «κλασικού αναρχισμού». Ο αναλυτικός φιλόσοφος Paul McLaughlin προτείνει πως η ουσία του κλασικού αναρχισμού βρίσκεται στον σκεπτικισμό του απέναντι στην εξουσία. Όμως ο Samuel Clark σημειώνει πως οι κλασικοί αναρχικοί δεν ήταν ριζοσπάστες σκεπτικιστές απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και πως επεδίωκαν μια ηθικά δικαιολογημένη μορφή εξουσίας.
Οι κλασικοί αναρχικοί δεν πρέπει να συγχέονται με τους λεγόμενους ουτοπικούς σοσιαλιστές του πρώτου τρίτου του 19ου αιώνα. Ως επί το πλείστο οι κλασικοί αναρχικοί μοιράζονταν με τον Marx μια κριτική άποψη για τις σοσιαλιστικές ή κοινοτιστικές ουτοπίες. Η ουτοπία του Kropotkin βασιζόταν στην συμμετοχή στον καθημερινό κόσμο των αγρών, των εργοστασίων και των εργαστηρίων, σε συνδυασμό με μια νηφάλια εκτίμηση της επαγωγικής-παραγωγικής επιστημονικής μεθόδου και όχι της μαρξιστικής χεγκελιανής διαλεκτικής, την οποία θεωρούσε ουτοπική με την υποτιμητική έννοια της λέξης. Η αναρχοκομμουνιστική πολιτική του, η οποία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε γίνει η κυρίαρχη αναρχική τάση, θεμελιωνόταν σε μικρές πράξεις ελευθεριακής αμοιβαιότητας που λάμβαναν χώρα στην κοινωνία των πολιτών, υπογραμμίζοντας την πεποίθησή του πως η επανάσταση ήταν δυνατή επειδή οι θεσμοί της σημερινής, καθημερινής ζωής έκρυβαν τους σπόρους ενός αναρχικού μέλλοντος. Έτσι, ο Kropotkin συνδύαζε τον ρεφορμιστικό σκεπτικισμό του Edward Bernstein, την προσοχή του εμπειρικού επιστήμονα και τον ζήλο του επαναστάτη.
Αλλά όποια μορφή μελλοντικής κοινωνικής ρύθμισης κι αν ωθούσε τη φαντασία των αναρχικών, κανένας αναρχικός δεν μπορούσε να αρνηθεί την ανάγκη να καταργηθεί το κράτος. Με αυτό ως δεδομένο, η έννοια του αναρχισμού ως μιας ιδεολογίας χωρίς πλαίσιο και διαχρονικής διάστασης δημιουργεί προβλήματα αν κάποιος θέλει να υιοθετήσει την προσέγγιση ενός οικογενειακού δέντρου για τη μελέτη της προέλευσης, της εξέλιξης και της διάδοσης ενός αυτοσυνείδητου δόγματος που ονομάζεται «αναρχισμός». Είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς αντικρατιστής αν δεν υπάρχει το σύγχρονο κρατικό μοντέλο και η έννοια του είναι ξένη προς την επικρατούσα κουλτούρα. Το σύγχρονο κράτος ως η πιο αποτελεσματική και συμπαγής μηχανή εξουσίας που επινόησε η ανθρωπότητα ήταν προϊόν της φεουδαρχικής Ευρώπης. Πρόσφατες έρευνες έχουν υποστηρίξει πως τα αρχαία αρχικά κράτη (των Μινώων, των Σουμέριων, των Αιγυπτίων, της κοιλάδας του Ινδού και του Κίτρινου ποταμού, της Μεσοαμερικής και του Περού) τα διαδέχθηκε σε γενικές γραμμές μια ποικιλία μορφών διακυβέρνησης· και έτσι για χιλιάδες χρόνια, μόλις το αρχικό κράτος παρακμάσει, η αυτοκρατορία χωρίς έναν κεντρικό σύγχρονο εθνικό κρατικό πυρήνα, οι συντεχνίες, οι κοινότητες των πόλεων-κρατών, οι θρησκευτικές αδελφότητες, οι υπερπόντιες εμπορικές εταιρείες και η οικουμενική θρησκευτική οργάνωση αποτελούσαν τις περισσότερες μορφές διακυβέρνησης στην Ευρασία και σε τεράστιες περιοχές της Αφρικής και της Αμερικής πριν από την πρώιμη σύγχρονη περίοδο της Ευρώπης.
Αν στραφούμε στις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες, όταν ο Harold Barclay, ο Pierre Clastres ή ο David Graeber συζητούν για ακρατικές κοινωνίες ή για «ανθρώπους χωρίς κυβέρνηση», αυτοί οι ανθρωπολόγοι παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν τοποθετούν αυτές τις κοινωνίες σε μια κλίμακα από τον εξαναγκασμό έως τη συναίνεση, όχι σε μια κλίμακα που μετρά τον βαθμό στον οποίο έχουν προσεγγίσει μια «ακρατική κοινωνία» – ανούσιο στα συγκεκριμένα πλαίσια, αν και πρόσφατα ο Samuel Clark μας έδωσε τροφή για σκέψη μέσα από μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική συζήτηση για την σύγκριση των κανόνων και των μεθόδων που διέπουν την «ακρατική» κοινωνία των Σουδανών Νουέρ με εκείνη των Ισπανών αναρχικών.
Για να το επαναλάβω: ο κλασικός αναρχισμός ήταν μια κριτική του σύγχρονου κράτους, μια κριτική του πιο αποτελεσματικού συμπλέγματος εξουσίας που έχουν κατασκευάσει ποτέ τα ανθρώπινα όντα. Οι παρακαταθήκες του κλασικού αναρχισμού μπορεί να έχουν επηρεάσει τις μεταμοντέρνες θεωρίες της άτυπης μικροεξουσίας, και τέτοιες ιδέες μπορούν πράγματι να επιστρέψουν στην πηγή τους από τους κοινωνικούς ιστορικούς του κλασικού αναρχισμού για να αναλύσουν την πολιτική οικονομία του, τις μορφές κοινωνικοποίησης του, τους ρόλους του φύλου και της σεξουαλικότητας, και τις κρυφές άτυπες δομές εξουσίας του ίδιου του κινήματος, αλλά μια εστιασμένη ανάλυση του κλασικού αναρχισμού μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο πρέπει να επιμείνει στον αντικρατισμό ως έναν από τα βασικά χαρακτηριστικά του, ακόμη και αν οι κλασικοί αναρχικοί δεν αγνοούσαν άλλες μορφές ιεραρχίας και εξουσίας (τη δουλεία, την πατριαρχική οικογένεια, την Εκκλησία, μεταξύ άλλων).
Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορική ανθρωπολογική εργασία ανατρέχει στο πώς το κράτος έφτασε να βλέπει τον εαυτό του ως κράτος και να ενεργεί ως κράτος, καθώς και στη διαδικασία με την οποία στη συνέχεια γιγάντωσε εξιδανίκευσε παρακείμενες ζώνες στις οποίες η κρατική μορφή ήταν ατελής ή ανύπαρκτη. Ο James Scott έχει αναλύσει την καταστροφική αλληλεπίδραση του εξελιγμένου σύγχρονου κράτους και της αγροτικής ενδοχώρας του, από τη Σοβιετική Ένωση έως τη Βραζιλία – μια ανάλυση στην οποία το παρόν άρθρο επιστρέφει όταν αναλύει συγκριτικές μελέτες του αγροτικού αναρχισμού. Η πιο πρόσφατη αναρχική ιστορία του επικεντρώνεται στη Ζόμια, μια περιοχή ορεινών περιοχών που εκτείνεται από τη σύγχρονη βορειοανατολική Ινδία ως τη Νοτιοανατολική Ασία και τη νότια Κίνα, στην οποία ο Scott αναφέρει στο πώς μια σειρά ομάδων (ή εξελισσόμενων εθνοτήτων) έφυγαν από τις ελεγχόμενες από το κράτος κοιλάδες και παρέμειναν έξω από την εμβέλεια της εξουσίας των υποδομών του εκσυγχρονιστικού κράτους μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Με παρόμοιο τρόπο, ο Peter Linebaugh και ο Marcus Rediker περιγράφουν με συναρπαστικές λεπτομέρειες τις πειρατικές «αναρχικές» συνομοσπονδίες της Ισπανικής Ακτογραμμής στη Καραϊβική του 18ου αιώνα, ενώ άλλοι έχουν αναφέρει την ιστορία των δημοκρατιών των φυγάδων σκλάβων (ΣτΜ: Maroons) στην Καραϊβική και τη Βραζιλία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ιδεολογία του αναρχισμού δεν είναι παρούσα (αν και σχεδόν είναι στις πειρατικές συνομοσπονδίες)· μάλλον, πρόκειται για μελέτες της μεταβατικής ζώνης, όπου ένα πλήρως ανεπτυγμένο παγκόσμιο σύστημα εθνικών κρατών και η παγκόσμια αγορά αλλάζουν γρήγορα τους κανόνες του «παιχνιδιού της κυριαρχίας», και από αυτή την άποψη οι μελέτες αυτές αποτελούν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση «συμβιβασμού». Όταν αναλύω τις κοινωνικές και γεωπολιτικές βάσεις για τον αυτοσυνειδητό ιδεολογικό αναρχισμό των μεξικανικών ή ουκρανικών αγροτικών κινημάτων των αρχών του 20ου αιώνα, οι παραλληλισμοί με τα θέματα του κέντρου και της περιφέρειας, της παγκόσμιας αγοράς και της κρατικής εξουσίας είναι πολύ χαρακτηριστικοί.
Ας στραφούμε στα δύο άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα σύμφωνα με τον Crowder, την τελειομανία και τον επιστημονισμό. Αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα με αυτό που έχει ονομαστεί «Εγχείρημα του Διαφωτισμού». Είναι δυνατόν να συνδέσουμε τις μη καταναγκαστικές φιλοσοφίες, ιδεολογίες και κινήματα του προαναρχισμού με αυτά τα γνωρίσματα; Είναι ο κλασικός αναρχισμός ένα ωραίο μεσσιανικό απομεινάρι μιας παλαιότερης εποχής, όπως υποστήριξαν ο Gerald Brenan ή ο Eric Hobsbawm στις περιγραφές τους για τον ισπανικό αναρχισμό; Έχει η επίκληση της ιδεολογίας του αναρχισμού κάποια αξία είτε στην απεικόνιση του Norman Cohn για τα μεσαιωνικά χριστιανικά κινήματα στην Ευρώπη είτε στην πρωτότυπη και συναρπαστική, πράγματι, περιγραφή της Patricia Crones για τους μουσουλμάνους «αναρχικούς» στοχαστές του 9ου αιώνα στη Βασόρα;
Ο αναρχισμός ως -ισμός δεν είναι μόνο ορθολογικός, όπως υποστηρίζει ο Turcato· είναι ορθολογιστικός. Είναι αδύνατος χωρίς την εκλαΐκευση της επιστημονικής μεθόδου και του Διαφωτισμού. Οι μετααναρχικοί έχουν δίκιο όταν εντοπίζουν το κύριο ρεύμα του κλασικού αναρχισμού στην επιστημονική και θετικιστική του μεταφήγηση (αν και ίσως να κάνουν λάθος στο να απορρίπτουν αυτή την κληρονομιά και να χλευάζουν τον αναρχικό θετικισμό στην πράξη). Οι κλασικοί αναρχικοί ήταν πρόγονοι της νεωτερικότητας. Ήταν κυριολεκτικά το alter ego του Max Weber, ίσως σαγηνευτικά και ενοχλητικά μέλη της οικογένειας του, αλλά σίγουρα μοιράζονταν τον ίδιο γενετικό κώδικα. Έτσι, οι Ισπανοί αναρχικοί δεν ήταν πρωτόγονοι επαναστάτες, όπως είπε ο Eric Hobsbawm· ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της σοσιαλιστικής διανοητικής συζήτησης του τέλους του 19ου αιώνα. Ο Hobsbawm αφηγείται ένα εξελικτικό παραμύθι, μια ψεύτικη γενεαλογία, για να αποδείξει την αποτελεσματικότητα και τη νεωτερικότητα της ποικιλίας του μαρξισμού που προτιμά ο ίδιος.
Θα πρέπει να προσέξουμε ωστόσο να μην είμαστε ζηλωτές φύλακες των ορίων μεταξύ του θρησκευτικού και του κοσμικού κόσμου. Η αντίληψη πως ο Διαφωτισμός και τα πνευματικά του τέκνα αποκόπηκαν από τη θρησκεία με μια μαχητική εκκοσμίκευση έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό καταρριφθεί. Και η σχέση μεταξύ θρησκείας και σύγχρονης επιστήμης είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι υποθέταμε. Έτσι, ο «πρόδρομος του αναρχισμού», ο William Godwin, ήταν ένας αποκλίνοντας χριστιανός, ένας μαγκλετονιανός αναρχικός, και μάλιστα ένας παράξενος συνταγματικός φιλελεύθερος. Ο Proudhon, εκτός από βαθιά αντισημίτης και αντιφεμινιστής, ήταν θρησκευόμενος σοσιαλιστής, ένας άθεος πρώην καθολικός. Ο Bakunin, πανσλαβιστής, ριζοσπάστης δημοκράτης και λαϊκιστής, ο αντίπαλος του Θεού, ήταν επίσης «θρησκευόμενος» Μασόνος. Από αυτή την άποψη, η θρησκευτική-κοσμική διεπαφή του κλασικού αναρχισμού θα μπορούσε να διασαφηνιστεί από την μελέτη του έργου του Jonathan Israel για τον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό, το έργο του Gregory Claey για τον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον κοσμοπολιτισμό, ή τη ανάλυση του Maurizio Isabella για τη «Φιλελεύθερη Διεθνή» των μετά-ναπολεόντειων εξόριστων, των οποίων οι τρόποι λειτουργίας, που οι ευαισθησίες και οι αλληλεπιδράσεις τους με τις κοινότητες υποδοχής καθιέρωσαν το μοντέλο για τις μελλοντικές κοινότητες εθνικιστικών, αναρχικών και συνδικαλιστικών διασπορών κατά τον 19ο αιώνα και των αρχών του 20ου.
Έχοντας αφήσει να εννοηθεί πως το όριο μεταξύ του προαναρχισμού και του κλασικού αναρχισμού είναι διαπερατό δεν πρέπει να μας κάνει να υιοθετήσουμε τη σύγχρονη έννοια της πολιτικής θρησκείας για την κατανόηση του κλασικού αναρχισμού. Ο Cohn το προέβλεψε, και η καταλληλότητά της στο μεσαιωνικό πλαίσιο μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά σίγουρα η μεταφορά της σε μεταγενέστερες εποχές είναι ένα παράδειγμα του είδους της ακαδημαϊκής κακοπιστίας και πνευματικής οκνηρίας, που ο Noam Chomsky κατεδάφισε στην γνωστή μελέτη του για τους Νέους Μανδαρίνους. Πράγματι, σε αντίθεση με το επιχείρημα του Norman Cohn, η τελευταία λεπτομερής μελέτη της κοινωνικής εξέγερσης στη μεσαιωνική Ευρώπη (περίπου 1200-1425) δείχνει πως αν και τα θρησκευτικά ζητήματα μπορεί να ήταν σημαντικά στην πρώιμη σύγχρονη περίοδο, αυτά δεν ήταν τόσο διαδεδομένα κατά τη μεσαιωνική εποχή, όταν τα επαναστατικά κινήματα υποκινούνταν από μια κοσμική «επιθυμία για ελευθερία» με έντονες αντικληρικές πινελιές. Ούτε και παρακινούνταν οι κλασικοί αναρχικοί από μια «θρησκευτική» πίστη στη φυσική καλοσύνη των ανθρώπων ή από μια λαχτάρα για επιστροφή σε ένα χρυσό εδεμικό πρωτόγονο παρελθόν, όπως δείχνει αρκετά πειστικά μια πρόσφατη ανάλυση του παραστρατημένου καλβινιστή Godwin και του επιστημονικού Kropotkin.
Κύκλοι του Κλασικού Αναρχισμού και οι Μορφές του Αναρχισμού
Ως διακριτή ιδεολογία και σύνολο κοινωνικών πρακτικών, ο αναρχισμός είναι προϊόν της εποχής της Πρώτης Διεθνούς (1864-1876) και της Παρισινής Κομμούνας (1871). Οι σαφώς καθορισμένες μαρξιστικές και αναρχικές ιδεολογίες πρακτικά δεν είναι εμφανείς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870 και ακόμη και τη δεκαετία του 1880. Η πολιτική σκέψη του Proudhon, του Bakunin και του Kropotkin απέκτησε υπόσταση όταν υιοθετήθηκε από τα κοινωνικά κινήματα, με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι Γερμανοί και άλλοι σοσιαλδημοκράτες βρήκαν τον μαρξιστικό ή τον ενγκελσιανό «επιστημονικό σοσιαλισμό» συμβατό με τα αναπτυσσόμενα πολιτικά τους κόμματα μετά το 1880. Με τρόπο παράλληλο προς τη διάδοση, την υποδοχή και την οικειοποίηση του μαρξισμού, ορισμένα κοινωνικά κινήματα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία είχαν μια προδιάθεση για την αναρχική και όχι τη μαρξιστική ιδεολογία, επειδή καντονιστικές ή κοινοτικές μορφές ριζοσπαστισμού προηγήθηκαν του αναρχισμού στην πράξη. Έτσι η εξέλιξη των αναρχο-κολεκτιβιστικών και αναρχο-κομμουνιστικών δογμάτων άνθισε μέσα σε αυτές τις μοναδικά δεκτικές υποκουλτούρες.
Αλλά ακόμη και μέσα σε ένα λιγότερο δεκτικό περιβάλλον όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο ηθικός αναρχισμός της ύστερης βικτωριανής Βρετανίας ήταν στενά και σε ορισμένες περιπτώσεις άμεσα συνδεδεμένος με την πολύ ευρύτερη παράδοση του ηθικού σοσιαλισμού. Ο αναρχισμός ως «βολονταρισμός» (όρος που ήταν τότε στη μόδα) μπορούσε να γίνει δεκτός από τη στιγμή που η βία έβγαινε από την εξίσωση. (Οι πεποιθήσεις του William Morris – οι οποίες κυμαινόταν μεταξύ ενός ελευθεριακού σοσιαλισμού που ήταν κατά βάση αναρχισμός και μιας σφοδρής επίθεσης στον «αναρχισμό» ως συνώνυμο της τρομοκρατίας – δείχνουν τη σύγχυσή του αλλά και τη συγγένεια του αναρχισμού με ρεύματα του βρετανικού σοσιαλισμού και του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού). Παρομοίως, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ριζοσπαστισμός της περιόδου της Χρυσής Εποχής μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο δεν ήταν τόσο διαφορετικός από τοπικά αναπτυγμένο αναρχισμό· για να παραφράσουμε μάλιστα τον Αμερικανό αναρχικό Benjamin Tucker, οι αναρχικοί ήταν απλώς μη φοβισμένοι Τζεφερσονιανοί δημοκράτες. Από την άποψη αυτή, ο όρος «αναρχικός» είναι λιγότερο ουσιαστικός από τους όρους «κολεκτιβιστής», «φεντεραλιστής», «διεθνιστής» (ως μέλος της Πρώτης Διεθνούς) ή «κομμουνιστής». Αντίθετα, ο όρος «ελευθεριακός» έγινε δημοφιλής στην αλλαγή του αιώνα για να υποδηλώσει μια ευρύτερη υποκουλτούρα και έναν ευρύτερο τρόπο ζωής, που περιλάμβανε τόσο τις καλλιτεχνικές «μποέμικες» (Γκρίνγουιτς Βίλατζ, Σβάμπινγκ, Μονμάρτη, Φιτζρόβια, μεταξύ άλλων) όσο και τις αναρχικές αντικουλτούρες των ελεύθερων σχολείων, των ελεύθερων σεξουαλικών σχέσεων, του αντιμιλιταρισμού, των κομμούνων και των συνεταιρισμών. Μετά την αλλαγή του αιώνα, ο συνδικαλισμός προσέδωσε στον αναρχισμό τη θεσμική κάλυψη και τη ζωτικότητα για να παραμείνει μέρος μιας ευρείας ριζοσπαστικής αντιπολιτευτικής δύναμης απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον 1ο ΠΠ και την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, ή μέχρι το 1939 στην περίπτωση της Ισπανίας.
Αυτή η πρώτη προσέγγιση των κύκλων του κλασικού αναρχισμού καταδεικνύει τις πρωτεϊκές του ιδιότητες. Ο αναρχισμός επιβίωσε μέσω της μεταμόρφωσης και της δημιουργικής εφαρμογής, αλλά διαφέρει τόσο πολύ αυτό από τις παράλληλες ιστορίες της εξάπλωσης και διάδοσης του μαρξισμού και του σοσιαλισμού; Όπως πρότεινε ο Irving Horowitz τη δεκαετία του 1960, μια ανάλυση του πλαισίου και της κατάστασης – που λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες – είναι η πιο γόνιμη προσέγγιση για τη μελέτη της καταγωγής και της μετάλλαξης των υπο-ισμών εντός του αναρχισμού (ατομικισμός, κολεκτιβισμός, κομμουνισμός, συνδικαλισμός) κατά την κλασική του περίοδο. Ή, όπως προτείνει ο Benjamin Franks, θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει την προσέγγιση του Michael Freedens για τη μελέτη των ιδεολογιών, σύμφωνα με την οποία κάθε ιδεολογία έχει κεντρικές, παρακείμενες και περιφερειακές έννοιες, και έτσι ο ορισμός του Crowder θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως κεντρική μονάδα ανάλυσης, προσφέροντας τόσο συνοχή στον κλασικό αναρχισμό, όσο και επιτρέποντας στις σχολές σκέψεις που τον απαρτίζουν την ελευθερία να ακολουθούν παραλλαγές αυτών των κεντρικών χαρακτηριστικών.
Η Διάδοση και η Πρόσληψη του Αναρχισμού από τη Δεκαετία του 1880 έως το 1914: Εισαγωγή
Είναι αξιοσημείωτο πως οι ιστορικοί ξέχασαν πως η συχνή γνωστική ασυμφωνία είναι η προεπιλεγμένη θέση του μυαλού των ανθρώπων. Είμαστε σε θέση να έχουμε στο μυαλό μας ταυτόχρονα δύο αντιφατικές κοσμοθεωρίες· αυτό ισχύει ξεκάθαρα όταν κάποιος ερευνά το κοινωνικό σύμπαν του αναρχισμού πριν το 1914. Οι ακτιβιστές ήταν σε θέση, για παράδειγμα, να δηλώνουν τον ατομικιστικό και αντιοργανωτικό αναρχισμό ως τελικό τους στόχο, ενώ ταυτόχρονα ήταν τα πιο πιστά μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η κοινωνική οργάνωση, έλεγαν, επέτρεπε την άνθηση της ατομικής προσωπικότητας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο αυστηρός ορισμός του κλασικού αναρχισμού από τους Schmidt και van der Walts ως αναρχισμού της ταξικής πάλης δεν είναι ικανοποιητικός. Τους οδηγεί να ισχυριστούν πως ο Godwin, ο Stirner, ο Proudhon και ο Tucker μπορεί να ήταν ελευθεριακοί ή μουτουαλιστές αλλά όχι αναρχικοί, επειδή είτε δεν ήταν απόλυτα αντικαπιταλιστές είτε, όπως στην περίπτωση του Stirner, εχθρικός προς κάθε μορφή σοσιαλισμού. Φυσικά, μπορεί να γίνει μια έγκυρη συζήτηση για το πότε ο αναρχισμός έγινε ένα αυτοσυνείδητο κοινωνικό κίνημα, πότε η αναδυόμενη ιδεολογία εκφράστηκε σε ένα μαζικό κίνημα αναρχικών. Παρόλο που ο Proudhon χρησιμοποίησε τον αναρχισμό με τη σύγχρονη έννοια, οι οπαδοί του ήταν μουτουαλιστές και είναι μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1860 εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα κοινωνικό κίνημα που ονομάζεται «αναρχισμός», συνοδευόμενο, όπως είδαμε, από πολλές παραλλαγές του. Όμως οι Schmidt και van der Walt έχουν παραβλέψει τον τρόπο με τον οποίο οι αγωνιστές και οι θεωρητικοί ακόμη και μέσα στον «ταξικό αναρχισμό» έπλεξαν στην ιδεολογία τους διαφορετικές πνευματικές κληρονομιές (από τον μουτουαλισμό μέχρι τον ατομικισμό). Η προσέγγισή τους είναι επίσης δισδιάστατη λόγω της απόρριψης της παγκόσμιας πολιτιστικής διανόησης, η οποία αγνοείται σε μεγάλο βαθμό επειδή θεωρούνται απλά «life-style αναρχικοί». Τα όρια όμως μεταξύ του αναρχισμού της ταξικής πάλης και αυτού του life-style αναρχισμού του τρόπου ζωής ή του φιλοσοφικού αναρχισμού δεν είναι εύκολο να οριστούν δίχως να διαστρεβλωθεί και να φτωχύνει η κοινωνική ιστορία του κλασικού αναρχισμού, όπως ελπίζω πως θα δείξει αυτό το άρθρο.
Η αξιολόγηση της επίδρασης αυτών των ρευμάτων του αναρχισμού στις πολιτικές κουλτούρες γίνεται ακόμη πιο δύσκολη λόγω της μη θεσμικότητας της αναρχικής οργάνωσης. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάζει κανείς τις κατάλληλες πηγές: τις υποκουλτούρες των κλαμπ, των καφέ και των παμπ, ορισμένες αγροτικές περιοχές ή αστικές συνοικίες, τη διασπορά παρά την πατρίδα. Αξίζει επίσης να έχουμε υπόψη πως δεν ήταν απαραίτητο να είναι κανείς εγγεγραμμένο μέλος μιας αναρχικής ομάδας για να δεχτεί επιρροή της· στην Ιταλία, για παράδειγμα, ήταν απολύτως δυνατό να ψηφίζει κανείς σοσιαλιστικά αλλά να τρέφει μεγάλη συμπάθεια προς τον αναρχισμό και τους αναρχικούς αγωνιστές. Καθώς οι κομματικά σχολεία και τα φυλλάδια του σοσιαλιστικού κόμματος έγιναν πιο εμφανή στα χρόνια πριν από το 1914, τα όρια μπορεί να έγιναν πιο σταθερά, αλλά οι αναρχικές και ελευθεριακές αιρέσεις διαχέονταν μέσα από τα κομματικά στεγανά, είτε μέσω της επίδρασης αξιόλογων ατόμων, είτε μέσω του δυναμικού πεδίου του συνδικαλισμού, είτε μέσω μακροχρόνιων θεσμών και συμβόλων της αναρχικής αντικουλτούρας (η Παρισινή Κομμούνα, πτυχές της ιστορίας και της πρακτικής της Πρωτομαγιάς και αναρχικά τραγούδια, για παράδειγμα).
Το αναρχικό κίνημα εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Διεθνούς, και μετά το 1889, μια Δεύτερη Διεθνής αποτελούμενη από κοινοβουλευτικούς σοσιαλιστές αρχικά περιθωριοποίησε τους αναρχικούς στις αρχές της δεκαετίας του 1890 και τελικά τους απέβαλε το 1896. Αυτό όμως που παραμένει ελάχιστα μελετημένο είναι το «τρίγωνο των Βερμούδων» της αναρχικής ιστορίας, όταν υβριδικές οργανώσεις επαναστατικών σοσιαλιστών και κολεκτιβιστών είχαν σημαντική παρουσία στη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1890 (οι Γερμανοί Jungen και τοπικιστές, οι Γάλλοι οπαδοί του Allemane ή του Brousse, το Partito operaio italiano και οι Αμερικανοί υποστηρικτές της Ιδέας του Σικάγου). Τα κινήματα αυτά ήταν επιφυλακτικά απέναντι στον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό, επικριτικά απέναντι στη διανοητική ηγεσία και υποστηρικτικά προς τον τοπικισμό και σε μορφές επαναστατικού δημοτικιστικού σοσιαλισμού. Μεγάλο μέρος της προϊστορίας του συνδικαλισμού εντοπίζεται εδώ, αλλά ακόμα δεν διαθέτουμε μια συνθετική επισκόπηση αυτής της περιόδου· αντίθετα θεωρείται ως ένα διάλειμμα μεταξύ της εποχής της Πρώτης και της Δεύτερης Διεθνούς.
Ένας άλλος κύκλος του κλασικού αναρχισμού μπορεί να εντοπιστεί στην ανάπτυξη και εξέλιξη της πρακτικής της τρομοκρατίας και των δολοφονιών. Μπορούμε να εντοπίσουμε δύο διακριτά σύνολα δράσης – στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και τη δεκαετία του 1890, με περιπτώσεις να φτάνουν ως τις αρχές του 20ου αιώνα – στη Βαρκελώνη, το Παρίσι, το Μπουένος Άιρες και τη Ρωσία. Εντός της Ισπανίας, ο Julian Casanova έχει καταγράψει τη διαλεκτική μεταξύ των μορφών μαζικής βίας και τρομοκρατίας και των ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων σε μια περίοδο ογδόντα ετών (από το 1860 έως το 1940). Έτσι, η βία στο ισπανικό κίνημα μπορεί να εντοπιστεί σε μυστικές και αποκεντρωμένες μορφές τρομοκρατίας (δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις), αγροτικές εξεγέρσεις και μαζική οργάνωση σε αγροτικές ή αστικές περιοχές, και κατά περίπτωση, σε πλήρως επαναστατικές στιγμές (1909,1917,1933-1934 και 1936).
Οι μέθοδοι της τρομοκρατίας επιτέλους αντιμετωπίζονται με σοβαρή ιστορική ανάλυση· έχει ξεκινήσει η διάδοση μιας κρυφής βιβλιογραφίας και «πρακτικών εγχειριδίων». Η Ruth Kinna έχει δημοσιεύσει μια τεράστια συλλογή βιβλιογραφίας τρομοκρατικών φυλλαδίων. Η δουλειά του Martin Millers με την ευρύτερη πλαισιωμένη περιγραφή της τρομοκρατίας και του Richard Jensens με την αριστοτεχνική επισκόπηση των αναρχικών δολοφονιών είναι αναντικατάστατη, και ο Steven Marks έχει καταγράψει την εξάπλωση της «ρωσικής μεθόδου» σε άλλα κινήματα. Η εξέλιξη των εννοιών, η προπαγάνδα της πράξης (από τις επιδεικτικές αγροτικές ή αστικές πράξεις μέχρι τις βομβιστικές επιθέσεις και τις δολοφονίες), οι ομάδες συγγένειας και οι εξεγερτικές τοπικές μορφές αγώνα («συγκρούσεις») έχουν ιχνηλατηθεί. Ομοίως, έχει μελετηθεί η αμοιβαία ανταλλαγή αναρχικών μεθόδων βίας μεταξύ των Φενιανών, των Ναρόντνικ και των εθνικιστών της Βεγγάλης. Από αυτή την άποψη, η μελέτη των δικτύων της διασποράς και των προσφύγων έχει γίνει πολύ της μόδας λόγω των προσπαθειών σύγκρισης και αντιπαραβολής των σύγχρονων παγκόσμιων ισλαμιστικών δικτύων με εκείνα του κλασικού αναρχισμού, και ως εκ τούτου οι αναρχικές σπουδές λαμβάνουν υποστήριξη από τις πιο απίθανες πηγές. Ιστορικές αναλογίες παρουσιάζονται στους πολιτικούς επιστήμονες, με αποτέλεσμα συγκρίσεις μεταξύ Ιταλών αναρχικών στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1890 και Αλγερινών ισλαμιστών στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1990, ή συγκρίσεις των διαφορετικών παγκόσμιων κυμάτων τρομοκρατίας από το αναρχικό κύμα ως το ισλαμιστικό κύμα. Η βομβιστική επίθεση στη Wall Street από έναν Ιταλό αναρχικό στις 16 Σεπτεμβρίου 1920 – η οποία ήταν η πιο αιματηρή τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, και που έγινε μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από το Σημείο Μηδέν της 11/9 – είναι το θέμα της πρόσφατης μονογραφίας της Beverly Gage, ενός εξαιρετικά τεκμηριωμένου βιβλίου που περιγράφει λεπτομερώς πώς οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου κατέρρεαν λόγω ανικανότητας και τεράστιας ξενοφοβίας. Τελικά ο βομβιστής, ο Mario Buda, πέθανε στο κρεβάτι του δεκαετίες αργότερα. Ο Buda έχει αναγνωριστεί ως ο «εφευρέτης» του παγιδευμένου με εκρηκτικά αυτοκινήτου, αν και η βόμβα του τοποθετήθηκε σε ένα κάρο με άλογο.
Με εξαίρεση τη Ρωσία, η αναρχική τρομοκρατία στοίχισε ελάχιστα σε ζωές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολύ λιγότερες από την τρομοκρατία των εθνικιστών για παράδειγμα, ωστόσο τράβηξε τη λαϊκή και λογοτεχνική φαντασία με τον πιο δραματικό τρόπο, και για μεγάλο μέρος του κοινού, ο τρομοκράτης που έριχνε βόμβες έγινε η εικόνα του αναρχικού. Έτσι, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τη μεγεθυντική επίδραση της ανόδου του μαζικής κυκλοφορίας τύπου, την αναζήτηση του εντυπωσιασμού και του μποέμικου εξωτισμού στη σύγχρονη ζωή και τις θεαματικές σημασίες που δόθηκαν στις αναρχικές βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες που συμβαίνουν υπό το βλέμμα του σύγχρονου αναγνώστη αστικών εφημερίδων. Δίχως αμφιβολία, το Παρίσι της δεκαετίας του 1890 θα αποτελούσε μια εξαιρετική περίπτωση μελέτης. Διαθέτουμε όμως ένα πολύ διασκεδαστικό, καλά τεκμηριωμένο και λαϊκότατα γραμμένο βιβλίο του Alex Butterworth, ο οποίος μας παρέχει ένα πορτρέτο με πένα αυτού του σκοτεινού κόσμου δημοσιογράφων, κατασκόπων της αστυνομίας, της διεθνούς πολιτικής εξουσίας και των εξόριστων αναρχικών πριν από το 1914.
Η Παρισινή Κομμούνα (1871) και ο 1ος ΠΠ (1914-1918) είναι σημαντικά ορόσημα στην ιστορία του κλασικού αναρχισμού, και στις παραδοσιακές αναφορές για την ανθεκτικότητα του αναρχισμού, με την Ισπανία να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στον ισπανικό αναρχισμό απαιτεί ένα ξεχωριστό άρθρο. Σε κάθε περίπτωση, ο λαϊκός εθνικισμός, το παρεμβατικό κοινωνικό κράτος και η άνοδος του μπολσεβικισμού, μοιάζουν να πήραν τον αέρα από τα πανιά του καραβιού που ονομάζονταν Αναρχία, αλλά φαίνεται να αποφεύγουν την Ισπανία. Είναι σίγουρα γεγονός πως η επόμενη γενιά αναρχικών και συνδικαλιστών στη Νότια Ευρώπη (εξαιρουμένης της Ισπανίας) είδε πολλούς από αυτούς που στρατολογήθηκαν να μετακινούνται στον διεθνή κομμουνισμό. (Ένας λόγος που η CNT-FAI [Confederación Nacional del Trabajo-Federación Anarquista Ibèrica] αντιμετώπισε έναν διαφορετικό αστερισμό δυνάμεων είναι πως ο ισπανικός κομμουνισμός είχε διαρραγεί από την εμφάνιση του POUM [Partido Obrero Unificación Marxista]). Ούτε θα πρέπει να ξεχνάμε τη μοναδική αλληλεπίδραση του καταλανικού εθνικισμού, των διανοουμένων και των συνδικαλιστών ακτιβιστών στη Βαρκελώνη όταν ασχολούμαστε με την ισπανική περίπτωση, όπως μας δείχνει ο Angel Smith.
Ωστόσο, όποιος μελετά τα απομνημονεύματα ή τις εφημερίδες των διεθνών αναρχικών κινημάτων θα αντιληφθεί μια μορφολογική (gestalt) μετατόπιση από τη δεκαετία του 1920 ως τη δεκαετία του 1940. Παρ’ όλα αυτά, το αθροιστικό αποτέλεσμα των τοπικών και εθνικών μελετών του συνδικαλισμού και του αναρχισμού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου παρουσιάζει μια πιο διαφοροποιημένη εικόνα. Η αλληλεπίδραση των αναρχικών και συνδικαλιστικών δικτύων κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά τον πόλεμο με τις νεότερες αλλά συγγενικές οργανώσεις των εργατικών κινημάτων (Shop Stewards Movement) και των κομμουνιστών των συμβουλίων έχει επισημανθεί στη βιβλιογραφία· η αιχμή της αναρχικής δραστηριότητας διήρκεσε περίπου από το 1917 έως το 1924. Επιπλέον, οι νεόκοποι μπολσεβίκοι είχαν να δώσουν μια μάχη: οι αναρχικοί και οι ελευθεριακοί συνδικαλιστές διατήρησαν ισχυρότερη παρουσία στην τοπική πολιτική κουλτούρα της Γαλλίας και ακόμη και της Γερμανίας πολύ πιο αργότερα μέσα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 απ’ ό,τι πιστεύονταν προηγουμένως. Παρ’ όλα αυτά, μια νεότερη γενιά, η οποία θα μπορούσε να είχε στραφεί προς τον αναρχισμό ή τον συνδικαλισμό ως κινήματα πιο ριζοσπαστικά από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή τα συνδικάτα, προσελκύστηκε από τους κομμουνιστές, και έτσι οι πραγματικοί πιστοί άρχισαν να προβληματίζονται πιο έντονα για τα ζητήματα της ελευθερίας και του ρόλου του ατόμου υπό το φως της ανάπτυξης του φασισμού και του κομμουνισμού την περίοδο του μεσοπολέμου. Αναρωτήθηκαν: τι ήταν στον πυρήνα της αναρχικής πίστης; Και πρόλαβαν την πολεμική που σχετιζόταν με τους απογοητευμένους πρώην κομμουνιστές της δεκαετίας του 1950.
Έχω ήδη αναφερθεί στον κύκλο του ελευθεριακού αντιπολιτισμικού αναρχισμού, στον οποίο θα επανέλθω με μεγάλη λεπτομέρεια υπό την επικεφαλίδα Διανόηση, Μποέμ, και Αναρχικοί. Αλλά πριν από αυτό πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τον συνδικαλισμό και τον αναρχισμό.
Διάδοση πριν από το 1914: Εργατικά Κινήματα, Αναρχισμός και Συνδικαλισμός
Τα διεθνοποιημένα μοτίβα του κεφαλαίου και της εργασίας βρίσκονταν στη βάση της μαζικής υποστήριξης της Πρώτης Διεθνούς, ιδιαίτερα της προσήλωσης των Άγγλων, Βέλγων και Γάλλων συνδικαλιστών. Ένα κύμα παγκοσμιοποίησης, που έφτασε στο αποκορύφωμά του πριν από τη δική μας εποχή, σημειώθηκε την περίοδο 1880-1914. Μεμονωμένοι αναρχικοί που χρησιμοποίησαν τα δικά τους δίκτυα (για παράδειγμα, ο Errico Malatesta ή ο Emile Pouget στο Λονδίνο κατά τη δεκαετία του 1890) και πολιτικοί πρόσφυγες από τις γενικές επαναστατικές οργανώσεις της περιόδου του «Τριγώνου των Βερμούδων» ήταν οι πρωτοπόροι που διαμόρφωσαν τις ιδεολογίες και τους τρόπους δράσης, που έγιναν γνωστά ως συνδικαλισμός στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι αναρχικοί διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στον γενικό διεθνιστικό συνδικαλισμό, στον οποίο ο αντιμιλιταρισμός και ο βιομηχανικός συνδικαλισμός διαδόθηκαν από ένα νέο κινητό προλεταριάτο εργατών, εργαζομένων στις μεταφορές και ορισμένων ειδικευμένων τεχνιτών, κυρίως Ιταλών, Ισπανών, Ρώσων, Σκανδιναβών, Βρετανών, Ιρλανδών και Εβραίων διαφόρων εθνικοτήτων που μιλούσαν γίντις. Αποτελούσαν μέρος της τεράστιας μετανάστευσης εργατικού δυναμικού μεταξύ της Ευρώπης, της Αμερικής και των λεγόμενων Λευκών Επικρατειών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό έφθασε στο αποκορύφωμα του όταν ακριβώς μια σειρά διεθνών απεργιών ξέσπασε στην παγκόσμια οικονομία, συγκεντρωμένες περίπου την περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 έως το 1914 και ήταν συνδεδεμένη με ανοιχτές εξεγέρσεις όπως η «Τραγική Εβδομάδα» της Βαρκελώνης το 1909 και η «Κόκκινη Εβδομάδα» της κεντρικής Ιταλίας το 1914.
Τα τρία πιο σχετικά πεδία μελέτης είναι οι πολιτικές κουλτούρες που διαμορφώθηκαν από επαγγελματικές ομάδες (ανθρακωρύχοι, ακτήμονες εργάτες, ναυτικοί, ξυλοκόποι, ράφτες, ως παραδείγματα), προάστια ή συνοικίες πόλεων (Βαρκελώνη, Τορίνο, Μπουένος Άιρες, Τάμπα, Πάτερσον, μεταξύ άλλων) και κοινότητες της διασποράς (Ιταλοί, Εβραίοι και άλλοι). Μεγαλύτεροι νοητικοί χάρτες είναι απαραίτητη. Οι σχετικές μελέτες των Benedict Anderson, José Moya, Davide Turcato ή Richard Jensen μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα για να μας δώσουν μια ευρύτερη εικόνα της ακτινοβολίας των απεργιακών κυμάτων και να καταδείξουν πώς ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός ενεργοποιήθηκαν από αυτούς τους κοσμοπολίτες οργανωτές, διανοούμενους και εργάτες.
Διανόηση, Μποέμ και Αναρχισμός
Πρέπει να ξεκινήσει κανείς με την ιστορία της σχέσης των αυτομορφωμένων και των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων μέσα στον αναρχισμό. Νωρίτερα στην καριέρα μου, το εξέτασα αυτό στο πλαίσιο του σοσιαλισμού πριν από το 1914, αλλά χρειαζόμαστε μια παρόμοια προσπάθεια για τον αναρχισμό. Από τότε που ο Max Nettlau ισχυρίστηκε πως ήταν έτσι, πολλοί ιστορικοί έχουν υποστηρίξει πως ο κλασικός αναρχισμός είχε μεγαλύτερο ποσοστό αυτομορφωμένων ακτιβιστών από τον σοσιαλισμό της Δεύτερης Διεθνούς και μάλιστα πως οι αναρχικοί ήταν πρόθυμοι να αποκηρύξουν την υπεροχή των αστών ηγετών στα σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα και των πρώην προλετάριων καριεριστών στα σοσιαλιστικά συνδικάτα. Και παρόλο που κάποιες τοπικές μελέτες περιπτώσεων φαίνεται να αποδεικνύουν την άποψη των αναρχικών, θα ήταν χρήσιμο να έχουμε μια συνολική συγκέντρωση των στατιστικών στοιχείων, τα οποία θα μπορούσε κανείς να συγκεντρώσει από το ευρύ φάσμα εθνικών και τοπικών μελετών και βιογραφικών λεξικών που είναι πλέον διαθέσιμα. Σε συνδυασμό με αυτό θα μπορούσε να υπάρξει ένας άτλαντας της παγκόσμιας αναρχικής κουλτούρας – τραγούδια, μόδες και τελετουργίες – γιατί πολλά από αυτά αποτελούσαν το πεδίο της αναρχικής αυτομόρφωσης. Με παρόμοιο τρόπο, οι αναρχικοί στο κίνημα του Μοντέρνου Σχολείου και στους στιρνερικούς κύκλους των αρχών του αιώνα παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες μελέτες περίπτωσης της σχέσης των αυτομορφωμένων και των τυπικά εκπαιδευμένων. Η ευαίσθητη μελέτη του Paul Avrich για το κίνημα του Μοντέρνου Σχολείου είναι αξεπέραστη, αλλά θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει ένα πεδίο παραπέρα και να εξετάσει, για παράδειγμα, τη σχέση μεταξύ των οπαδών της εργατικής και της μεσαίας τάξης του τοπικού αναρχικά προσανατολισμένου φουτουρισμού στην Ιταλία πριν από τον 1ο ΠΠ.
Αλλά ακόμη και αν ο αριθμός τους μπορεί να ήταν περιορισμένος, οι διανοούμενοι και οι επαγγελματίες ήταν σημαντικοί στο αναρχικό κίνημα. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να το προσεγγίσει κανείς αυτό: η σχέση του αναρχισμού με τις αναδυόμενες κοινωνικές επιστήμες, σαφώς ως «πρόβλημα» προς επίλυση (Cesare Lombroso και όλα αυτά)· αλλά υπήρχε επίσης μια αναρχική εγκληματολογία που προωθήθηκε από τον Pietro Gori, η οποία απλώς ανέτρεπε τις πρώτες προϋποθέσεις του έργου του Lombroso, αλλά παρέμενε προσκολλημένη στις θετικιστικές παραδοχές και νοοτροπίες. Σε μια ενδιαφέρουσα συγκριτική μελέτη, ο Richard Bach Jensen εξηγεί πώς, μετά το 1900, το πιο φιλελεύθερο καθεστώς του Giolitti στην Ιταλία τράβηξε μια γραμμή υπό τη πίεση του τρομοκρατικού πανικού της δεκαετίας του 1890 χρησιμοποιώντας τις θεωρίες του Lombroso για να ιατρικοποιήσει τους αναρχικούς κατηγορούμενους: οι απόπειρες πολιτικών δολοφονιών είχαν ως αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να κηρύσσονται παράφρονες και να οδηγούνται σε άσυλα αντί να γίνονται πολιτικοί μάρτυρες, ενώ στην Ισπανία η αυστηρή εφαρμογή του νόμου οδήγησε σε έναν κύκλο δολοφονιών, εκτελέσεων και επιθέσεων εκδίκησης.
Ο αναρχισμός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους αστούς κοινωνιολόγους (Max Weber και Robert Michels). Αν ο αντικαπιταλιστής αντίπαλος μονομάχος του Weber ήταν ο Karl Marx, ο Weber χρησιμοποίησε τους αναρχικούς ως αντίπαλο δέος για τη διαμόρφωση της πολιτικής κοινωνιολογίας του. Οι αναρχικοί ήταν πρόδρομοι των θεωρητικών των ελίτ, και στα γραπτά του Bakunin ρίχνει κανείς μια ματιά σε μια πρώιμη εκδοχή των θεωριών του κοινωνικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και σε μια προφητική συζήτηση για μια «Νέα Τάξη» αποτελούμενη από Κόκκινους Απαρατσίκους (ΣτΜ: επαγγελματίες γραφειοκράτες του Κομμουνιστικού Κόμματος) και αυταρχικούς τεχνοκράτες επιστήμονες.
Ο αναρχισμός και η σύγχρονη γεωγραφία αξίζουν πολύ μεγαλύτερη μελέτη. Ο Elisée Reclus ήταν πρωτοπόρος γεωγράφος που συνδύασε μια οικουμενική βιοτική προσέγγιση με μια αναρχική κριτική της χωρικής εξουσίας και πρόσφατα προσέλκυσε το ανανεωμένο ενδιαφέρον ριζοσπαστών μεταμοντέρνων κοινωνιολόγων. Ο Kropotkin υπήρξε πρωτοπόρος στην ιδέα των κηπουπόλεων· οι πολλαπλές επιρροές του στον αναρχισμό και στον αναρχικά εμπνευσμένο αστικό σχεδιασμό και θεωρία που επηρεάστηκαν έχουν καταγραφεί από τον Steven Marks στη μελέτη του για την παγκόσμια επιρροή της ρωσικής κουλτούρας κατά τον 19ο και 20ο αιώνα.
Αυτό μας οδηγεί στο καλά μελετημένο πεδίο των μποέμ. Στις καλύτερες μελέτες η αλληλεπίδραση του αυτοδίδακτου και του τυπικά εκπαιδευμένου καλλιτέχνη βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας. Έτσι, η πολιτική οικονομία (τα καμπαρέ, για παράδειγμα) μιας συνοικίας (όπως η Μονμάρτη) διαπλέκεται με τη ζωή και τους τρόπους δράσης του καλλιτέχνη και τη σχέση μεταξύ του «τολμηρού» έργου του/της και της ανάγκης για μια αγορά τέχνης σε ολόκληρη την πόλη (όπως το Παρίσι), στην οποία αστοί κριτικοί όπως ο Felix Fénéon λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ της αστικής κοινωνίας και της παράνομης αναρχικής δραστηριότητας, καθώς και ως κριτές και προστάτες νέων σχολών τέχνης και αγορών τέχνης· η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί στο Γκρινγουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα. Το εκπληκτικό βιβλίο του Alan Antliff για τον μοντερνισμό και τον αναρχισμό είναι ένας θρίαμβος της ιστορίας της διανόησης και της τέχνης και αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα μιας ακμάζουσας βιβλιογραφίας στην ιστορία της τέχνης που εξετάζει πώς ο αναρχισμός λειτούργησε ως μούσα για τους Μετα-Ιμπρεσιονιστές, τους Φουτουριστές, τους Ντανταϊστές και ορισμένους Υπερρεαλιστές. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ χρειάζονται παγκόσμιοι χάρτες. Με τον ίδιο τρόπο που οι αναρχικοί χρησίμευσαν ως αγγελιοφόροι της συνδικαλιστικής ιδεολογίας και του φάσματος της κοινωνικής της δράσης, οι περιπλανόμενοι καλλιτέχνες και οι αυτοδίδακτοι ακτιβιστές διαχύθηκαν στη διεθνή μποέμ σκηνή. Η πολιτική οικονομία του «επαγγελματία» αναρχικού δημοσιογράφου ή του ομιλητή πλήρους απασχόλησης συνδέεται άμεσα με αυτό το περιβάλλον. Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία είχαν κεντρική θέση στη ζωή τους, και τόσο οι διάσημοι (ανάμεσά τους η Emma Goldman και ο Carlo Tresca) όσο και οι λιγότερο γνωστοί σύντροφοι αποτελούσαν μέρος των αλληλένδετων προπολεμικών κόσμων της παγκόσμιας μποέμ σκηνής και του διεθνούς συνδικαλισμού.
Ο Αναρχισμός και ο Παγκόσμιος Νότος
Η σχέση του αναρχισμού με τον αποικιακό και μετα-αποικιακό κόσμο είναι τόσο πολύπλοκη και πολυεπίπεδη όσο και η ίδια η έννοια του Παγκόσμιου Νότου. Τα πρόσφατα έργα των Schmidt και van der Walt και η επικείμενη συλλογική επισκόπηση του αναρχισμού της ταξικής πάλης, του εργατικού ριζοσπαστισμού και του συνδικαλισμού στον αποικιακό και μετα-αποικιακό κόσμο αποτελούν μοναδικά σημαντικές συνεισφορές στο πεδίο. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η εξάπλωση του συνδικαλισμού στις αρχές του 20ου αιώνα ακολούθησε τα κυκλώματα του διεθνούς κεφαλαίου και της αυτοκρατορίας. Υπάρχει πλέον ένας σημαντικός αριθμός μελετών για τις διασπορικές κοινότητες των αναρχικών που βρίσκονταν στις αυτοκρατορικές πόλεις-αποστολές (όπως η Μασσαλία, η Τύνιδα, η Αλεξάνδρεια, το Χονγκ Κονγκ και το Τόκιο) και τις ακμάζουσες αναρχικές και συνδικαλιστικές κοινότητες μεταξύ των μεταναστών στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Κούβα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.
Μια άλλη παράλληλη βιβλιογραφία αφορά τη συζήτηση σχετικά με την υποδοχή του αναρχισμού ως -ισμού. Ορισμένοι ιστορικοί της Ιαπωνίας και της Κίνας υποστηρίζουν πως οι ριζοσπάστες στις χώρες αυτές προσελκύστηκαν από τον αναρχισμό ως -ισμού λόγω των εγχώριων και θρησκευτικών ιδιωμάτων και παραδόσεων που τους προδιέθεταν σε αυτόν (νέο-κομφουκιανισμός και ταοϊσμός, μεταξύ άλλων). Άλλοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει πως ο αναρχισμός ήταν ελκυστικός για τους ριζοσπάστες λόγω της ξένης νεωτερικότητάς του, ακριβώς επειδή ήταν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή ιδεολογία, η οποία διευκόλυνε την κινητοποίηση των μαζών ενάντια στις τοπικές ελίτ και τους «ξένους διαβόλους». Αλλά αυτό το επιχείρημα μπορεί να ενταχθεί στην ευρύτερη συζήτηση για την αλληλεπίδραση της δυτικής επιστήμης και ιδεολογίας με ποικιλίες των προηγουμένως ηγεμονικά κωδικοποιημένων μορφών γνώσης.
Η πιο σημαντική πρόσφατη συμβολή σε αυτή τη συζήτηση είναι η μελέτη του Sho Konishi για την περίοδο διαμονής του Ρώσου Lev Mechnikov στην Ιαπωνία του ανοίγματος στη Δύση (Meiji Restoration). Ο Mechnikov ανέπτυξε μια έννοια της αμοιβαίας βοήθειας που συνδέεται με την απομυθοποίηση του κοινωνικού δαρβινισμού, η οποία αποτέλεσε αργότερα τη βάση του αναρχοκομμουνισμού του Kropotkin. Ο Konishi υποστηρίζει πως ο Mechnikov ερμήνευσε το ιαπωνικό kaikoku όχι ως το άνοιγμα του έθνους στη Δύση, αλλά ως μια εσωτερική ιαπωνική πρακτική θεμελιωμένη στην αλληλοβοήθεια και την ισότητα, η οποία αποτελούσε έναν εναλλακτικό δρόμο προς τη νεωτερικότητα που δεν βασιζόταν εξ ολοκλήρου στη δυτική γνώση. Αυτό το εκπληκτικό άρθρο προτείνει την αντιστροφή του βρόχου ανατροφοδότησης: Ο αναρχισμός του Kropotkin στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μια έννοια αμοιβαίας βοήθειας που αναπτύχθηκε αρχικά από την ριζοσπαστική ερμηνεία του ιαπωνικού πολιτισμού και της ιαπωνικής σκέψης από έναν Ρώσο συνάδελφό του. Από την άλλη πλευρά, ο Steven Marks μας υπενθυμίζει πώς οι Ιάπωνες αναρχικοί στις αρχές του εικοστού αιώνα ενσωμάτωσαν με ευκολία τον Tolstoy στις δικές τους εκδοχές του αναρχισμού, επειδή η σκέψη του ήταν συμβατή με μια ζεν βουδιστική οπτική. Με τη σειρά τους, οι Ιάπωνες Κροποτκινικοί αναρχοκομμουνιστές άσκησαν κριτική στο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του ιαπωνικού κράτους αναπτύσσοντας την ανατρεπτική όψη της ίδιας δυτικής κουλτούρας που οι κρατικές ελίτ ήταν τόσο πρόθυμες να εισάγουν στην Ιαπωνία.
Με παρόμοιο τρόπο στην Ινδία, ο αναρχισμός του Gandhi χρησιμοποίησε τον Tolstoy, τον Thoreau και τους Αμερικανούς Υπερβατικούς για να δημιουργήσει μια μορφή ριζωμένου κοσμοπολιτισμού που συμφιλίωνε το οικουμενικό με την ιδιαιτερότητα της ζωής του ινδικού χωριού. Όπως καταδεικνύει ο Mustapha Kamal Pasha, η πολιτική της μη βίας του Gandhi συγχώνευε τον χριστιανισμό του Tolstoy με την ahiṃsā, μια έννοια που προσέδιδε θετικές συνδηλώσεις στη μη βία και διαμόρφωσε την έννοια της καλής συμπεριφοράς, μια πειθαρχημένη πρακτική για την εκτέλεση του καθήκοντος κάποιου, η οποία ήταν ένας τρόπος συμπεριφοράς που ο Gandhi θεωρούσε πως απουσίαζε από τον κυρίαρχο δυτικό πολιτισμό.
Οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου μας παρέχουν μια άλλη μελέτη περίπτωσης. Εδώ η πολύγλωσση και κοσμοπολίτικη Οθωμανική Αυτοκρατορία λειτούργησε ως το σκηνικό στο οποίο το Ισλάμ, οι μειονοτικές θρησκείες και οι σύγχρονοι -ισμοί βιώνουν ένα σύνθετο μοτίβο αλληλεπίδρασης. Στην Αλεξάνδρεια, μια κοινότητα Ευρωπαίων αναρχικών ζούσε κοντά στο αιγυπτιακό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο συνδύαζε τις ιδέες του Mazzini με την αναβίωση του Ισλάμ. Ο Ιταλός Errico Malatesta συγκέντρωσε μια ομάδα πρώην εθελοντών Γαριβαλδηδων για να πολεμήσουν στο πλευρό του Urabi και των Αιγυπτίων εξεγερμένων του εναντίον των Βρετανών το 1882, αλλά συνειδητοποίησε πως ο Αιγύπτιος fellah (αγρότης) είχε ελάχιστα κοινά με τους αναρχικούς στις ευρωπαϊκές συνοικίες της Αλεξάνδρειας. Ο εκσυγχρονισμός της Αιγύπτου με την διάδοση της χρηματηστηριακής καλλιέργειας βαμβακιού, των εργοστασίων και την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ υποκίνησε την έξοδο από την ύπαιθρο προς τις αιγυπτιακές πόλεις, ακόμη και όταν οι ευκαιρίες απασχόλησης προσέλκυαν τεχνίτες, εργάτες, καταστηματάρχες και τις μορφωμένες μεσαίες τάξεις από την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ιβηρική χερσόνησο, καθώς και από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Και εδώ, επίσης, η παγκοσμιοποίηση οδήγησε στην ανάπτυξη θυλάκων αναρχικής και πρωτο-συνδικαλιστικής δραστηριότητας, η οποία έχει παραμεληθεί στην ιστοριογραφία των απαρχών του τοπικού και του παναραβικού εθνικισμού, που με τελεολογικό τρόπο έχει αγνοήσει αυτά τα επεισόδια κοσμοπολίτικων και διεθνιστικών ρευμάτων ριζοσπαστισμού που συγκρούονται με τις εθνικιστικές, παναραβικές ή ισλαμιστικές ιστορικές αφηγήσεις.
Έτσι, έχουμε το πρωτοποριακό έργο του Anthony Gorman για το Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Γνωρίζουμε όμως τώρα πια πολύ περισσότερα μετά τη δημοσίευση του εκπληκτικού συγκριτικού απολογισμού του Ilham Khuri-Makdisi για τρεις κομβικές πόλεις (Βηρυτό, Κάιρο και Αλεξάνδρεια), μια μελέτη των ποικιλιών του κοσμικού ριζοσπαστισμού στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την περίοδο 1860-1914, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η αναρχική ορθολογική κουλτούρα και ιδιαίτερα ο Ισπανός αναρχικός εκπαιδευτικός Francisco Ferrer. Δείχνει πώς οι Ιταλοί, Έλληνες ή Ανατολικοευρωπαίοι Εβραίοι ριζοσπάστες τεχνίτες και διανοούμενοι αλληλοεπιδρούσαν με τους ντόπιους αντιιμπεριαλιστές και κοινωνικούς ριζοσπάστες. Ενώ οι χριστιανικές μειονότητες έτειναν να βρίσκονται πιο κοντά σε αυτούς τους κοσμικούς και αναρχικούς ριζοσπάστες, η συνδικαλιστική αλληλεγγύη ωστόσο που εδραιώθηκε από τον αγώνα κατά των επιχειρηματιών καπιταλιστών, διέλυσε ορισμένα από τα σεχταριστικά όρια μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων και ξεπέρασε άλλα διανοητικά όρια που χώριζαν τους κατοίκους των ευρωπαϊκών συνοικιών από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Αν υπήρχε ένας «αναρχικός Λεβάντες», σίγουρα υπήρχε και ένας «αναρχικός Ειρηνικός», όπως μας έχει δείξει ο Benedict Anderson. Η βιογραφία του Anderson για τον José Rizal, τον μαρτυρικό Φιλιππινέζο επαναστάτη και μυθιστοριογράφο, καταγράφει τις στενές επαφές του με Ισπανούς και άλλους Ευρωπαίους αναρχικούς στη δεκαετία του 1890 και τον τρόπο με τον οποίο συνδύαζε την ταγκαλόγκ, την ισπανική και άλλες ευρωπαϊκές κουλτούρες με τον φιλιππινέζικο εθνικισμό. Ο Anderson μας παρουσιάζει μια σειρά από χαρτογραφίες του αναρχισμού και του ριζοσπαστικού εθνικισμού που εκτείνονται από την Ανατολική Ασία έως τη Μεσόγειο και συνδέονται μεταξύ τους με τη λογική και την υλικοτεχνική υποδομή του ισπανικού και άλλων ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών.
Ο Rizal και ο Κινέζος αναρχικός μυθιστοριογράφος Ba Jin (το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του οποίου γράφει τα πρώτα γράμματα των ονομάτων του Bakunin και του Kropotkin) είναι αρχετυπικοί οριακοί διανοούμενοι, των οποίων οι ζωές αποτελούν μελέτες υβριδικότητας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό ο αναρχισμός ήταν απλώς άλλη μια ευρωκεντρική ή οριενταλιστική ιδεολογία στην οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, οι πρώτες προϋποθέσεις της κυρίαρχης παγκόσμιας φυλετικής ιεραρχίας αναπαράγονταν από τους ίδιους τους Ευρωπαίους συντρόφους; Έτσι, θέματα από τη μεταποικιακή λογοτεχνία μπορούν να εφαρμοστούν γόνιμα στη μελέτη του αναρχισμού στον Παγκόσμιο Νότο.
Μια άλλη προσέγγιση για τη μελέτη του Παγκόσμιου Νότου χρησιμοποιεί συγκριτικές μελέτες του αγροτικού ριζοσπαστισμού. Η πιο χρήσιμη μελέτη περίπτωσης θα μπορούσε να είναι τα αγροτικά κινήματα στην Ισπανία, το Μεξικό, την Κορέα-Μαντζουρία και την Ουκρανία, όπου έχει γίνει εκτεταμένη πρωτογενής έρευνα. Εδώ η εικόνα του Παγκόσμιου Νότου διαγράφεται στο διώνυμο, την περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια, οπότε ίσως ταξιδεύουμε από τον Edward Said στον Barrington Moore και τον Immanuel Wallerstein· δηλαδή, ταξιδεύουμε από τη μετα-αποικιοκρατία στη συγκριτική αγροτική κοινωνιολογία και την παγκόσμια πολιτική οικονομία. Σε αυτές τις τέσσερις περιπτώσεις, η αγροτική κοινωνία της υπαίθρου βρίσκεται σε ένα αμφισβητούμενο σύνορο, στο οποίο οι επιπτώσεις της στενότερης ενσωμάτωσης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, αν και μέρος της καθημερινής ζωής, ταυτόχρονα απωθούνται με την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών αυτάρκειας από τη κοινότητα. Οι παλαιότεροι δεσμοί πατρικών υποχρεώσεων κατέρρεαν, αλλά οι νεότερες, ισχυρότερες μορφές κρατικής διακυβέρνησης παρεμποδίζονταν ή υπονομεύονταν από τις συνέπειες του εμφυλίου και/ή του διεθνούς πολέμου.
Τα δομικά αίτια, ωστόσο, δεν εξηγούν γιατί τα ριζοσπαστικά αγροτικά κινήματα στρέφονται προς τον αναρχισμό· τα αγροτικά κινήματα έχουν επιλέξει εθνικιστικές, θρησκευτικές ή σοσιαλιστικές εναλλακτικές λύσεις σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Επομένως, για να εξηγηθεί η εμφάνιση ανοιχτά αναρχικών κινημάτων, η δράση είναι μια βασική μεταβλητή, αλλά όχι μόνο η δράση με τη μορφή αναρχικής ηγεσίας στην κεφαλή ενός συγκεκριμένου κινήματος, αλλά μάλλον ένα ενσωματωμένο στρώμα αναρχικών ακτιβιστών στην ύπαιθρο που παροτρύνει τους λιγότερο πολιτικοποιημένους γείτονές τους σε περιόδους αγωνίας και αναστάτωσης. Η ακριβής σχέση που έχουν οι ηγέτες και τα στελέχη μεταξύ τους, η συνολική σχέση μεταξύ πόλης και υπαίθρου και οι αστικοί και αγροτικοί πολιτισμικοί κώδικες του ριζοσπαστισμού ποικίλλουν σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις. Πριν από πολλά χρόνια η Temma Kaplan έδειξε πώς οι αναρχικοί αγρότες της Ανδαλουσίας συνδέονταν στενά με τους τεχνίτες και τους διανοούμενους στις κοντινές πόλεις, πώς οι διασπαστικές σχέσεις της αγοράς ήταν σημαντικές για τη διαμόρφωση των κοσμοθεωριών των μικροκαλλιεργητών που κυριαρχούνταν από τα εμπορικά μονοπώλια, έτσι ώστε αρχικά ο μπακουνινιστικός κολεκτιβισμός (και όχι ο απόλυτος αναρχοκομμουνισμός) συνταίριαξε όμορφα με αυτούς τους αναρχικούς της υπαίθρου.
Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής εποχής στο Μεξικό (1910-1920), οι οπαδοί του Emiliano Zapata στα νότια της χώρας ζούσαν σε ένταση με τους συνδικαλιστικά προσανατολισμένους αναρχικούς στην Πόλη του Μεξικού που είχαν ταχθεί με την επαναστατική κεντρική κυβέρνηση, και έτσι τα αναρχικά εργατικά τάγματα των πόλεων πολεμούσαν τους αγρότες ριζοσπάστες του νότου. Τα αγροτικά αναρχικά κινήματα του Μεξικού αποτελούνταν από έναν συνασπισμό ινδιάνικων κοινοτήτων, μικροκτηματιών και εκτοπισμένων αγροτών, τα αιτήματα των οποίων δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τους αναρχικούς εργάτες των πόλεων. Οι τελευταίοι είχαν οριοθετήσει τον πολιτικό τους χώρο μέσα στην εθνική πρωτεύουσα, στην οποία η επαναστατική κυβέρνηση της Πόλης του Μεξικού τους παρείχε μια δομή πολιτικών ευκαιριών. Και έτσι οι αναρχικοί εργάτες των πόλεων φοβήθηκαν από τις φήμες για λεηλασίες σε άλλες πόλεις, οι οποίες είχαν ακολουθήσει τον θρίαμβο κάποιων αγροτικών στρατών σε άλλα τμήματα του Μεξικού.
Οι αναρχικοί της Ουκρανίας αποτελούσαν μια παραλλαγή του αγροτικού «πράσινου ριζοσπαστισμού της Ρωσίας του Εμφυλίου Πολέμου (1918-1921), που εντοπίζεται εντονότερα στην κάτω κοιλάδα του Βόλγα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Ουκρανία είχε μετατραπεί σε ένα σημαντικό παγκόσμιο σιτοβολώνα και το σκληρό νόμισμα που κέρδιζε το ουκρανικό εμπόριο σιτηρών βοήθησε στη χρηματοδότηση της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Έτσι, τα ουκρανικά εδάφη δεν ήταν αδιάφορα για τη μοίρα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή για τους ρυθμούς της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Αλλά μετά από χρόνια παγκόσμιου και εμφυλίου πολέμου, την κατάρρευση του κεντρικού κράτους και την εξαφάνιση των μεγαλύτερων γαιοκτημόνων, οι Ουκρανοί αναρχικοί (όπως και οι Πράσινοι) κέρδισαν υποστήριξη ενός ταλαιπωρημένου πληθυσμού στηρίζοντας τη χρήση του mir (της τοπικής κοινότητας) ως οχήματος για την απελευθέρωση από τη διεθνή αγορά, από τους ξένους, εθνικιστικούς και Λευκούς στρατούς και εξίσου από τον μπολσεβίκικο Κόκκινο Στρατό, του οποίου οι αναγκαστικές επιτάξεις σιτηρών ήταν επίφοβες και απεχθείς. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, σε αντίθεση με το Μεξικό, ο αναρχικός και τοπικός ήρωας Nestor Makhno ήταν ο αγωγός της αστικής πολιτικής κουλτούρας, η οποία φιλτράρεται μέσω ενός κύκλου αστικών αναρχικών συμβούλων, έτσι ώστε η απόσταση μεταξύ υπαίθρου και ριζοσπαστικής πόλης να είναι λιγότερο εμφανής σε σχέση με το Μεξικό. Παρόλο που ο Κόκκινος Στρατός, που είχε τη βάση του στην πόλη, ήταν απεχθής, ήταν επίσης σύμμαχος ενάντια στους Λευκούς. Με τη σειρά του, οι αποφασιστικές νίκες του Makhno επί των Λευκών έσωσαν δύο φορές την μπολσεβίκικη Μόσχα από την κατάκτηση από τους αντεπαναστάτες.
Στην περίπτωση της Μαντζουρίας-Κορέας, ο «Κορεάτης Makhno», Kim Chua-chin, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση της κρατικής τάξης στη Μαντζουρία την περίοδο πριν από την εισβολή των αυτοκρατορικών ιαπωνικών δυνάμεων το 1931. Ο μεγάλος κορεατικός πληθυσμός που βρισκόταν στα σύνορα Μαντζουρίας- Κορέας, το αντι-ιαπωνικό αίσθημα, ο παν-κορεατισμός και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός επηρεασμένος από τον αναρχοκομμουνισμό επέτρεψαν στο στρατό του να καταλάβει προσωρινά μεγάλες εκτάσεις μεταξύ 1929 και 1931.
Το να δοθεί στον Παγκόσμιο Νότο η θέση που του αναλογεί στην ιστορία του κλασικού αναρχισμού θα φέρει επανάσταση στην κατανόηση της γεωγραφικής μορφολογίας του και, πράγματι, θα εμβαθύνει τις γνώσεις μας για την προέλευση βασικών πτυχών της ίδιας της ιδεολογίας του. Έτσι, η Ισπανία δεν μοιάζει τόσο εξαιρετική αν δούμε ολόκληρη την υδρόγειο και όχι μόνο το βόρειο μισό της. Η μεγαλύτερη «αναρχική» πόλη στον κόσμο το 1910 δεν ήταν η Βαρκελώνη αλλά το Μπουένος Άιρες· μια σειρά από πόλεις του Παγκόσμιου Νότου διέθεταν αξιοσημείωτες αναρχικές και συνδικαλιστικές πολιτικές υποκουλτούρες (Καντόνα, Αβάνα, Λίμα, Μοντεβιδέο, Ρίο ντε Τζανέιρο, Σάο Πάολο, Σαγκάη και Τόκιο)· τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα κυριαρχούμενα από αναρχικούς συνδικάτα στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, το Περού και το Μεξικό ήταν αναλογικά πιο σημαντικά στο σύνολο των εργατικών κινημάτων των χωρών τους από ό,τι η διάσημη ξαδέλφη τους, η ισπανική CNT. Γενικότερα, μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ της σοσιαλιστικής Δεύτερης Διεθνούς και των παγκόσμιων αναρχικών και συνδικαλιστικών κινημάτων πριν από το 1914 ήταν η εξής: ενώ οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές είχαν μαζική βάση στον Παγκόσμιο Νότο, οι σοσιαλιστές της Δεύτερης Διεθνούς δεν είχαν και μάλιστα αγνοούσαν επιδεικτικά μεγάλες εκτάσεις του άτυπα εποικισμένου και αποικιοκρατούμενου κόσμου.
Συμπέρασμα
Στο άρθρο αυτό εστίασα στα ζητήματα του ορισμού του αναρχισμού, της περιοδολόγησής του και της γεωγραφικής του διάδοσης. Υιοθέτησα έναν περιοριστικό ορισμό του αναρχισμού, δίνοντας έτσι έμφαση στον -ισμό του αναρχισμού. Δεν χρησιμοποίησα τον αναρχισμό για να υποδηλώσω μια γενική ελευθεριακή τάση ή ευαισθησία σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες για όλες τις ιστορικές εποχές. Υιοθέτησα έναν ορισμό του αναρχισμού που προωθείται από έναν ιστορικό της πολιτικής σκέψης, αλλά αντιλαμβάνομαι πως ένας τέτοιος ορισμός πρέπει πάντα να είναι πιο διαφοροποιημένος όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με τα ακανόνιστα όρια της κοινωνικής ιστορίας.
Αρκετά θέματα αυτής της επισκόπησης απαιτούν περαιτέρω μελέτη. Έτσι, τα όρια μεταξύ προ-αναρχισμού και κλασικού αναρχισμού χρειάζονται περισσότερη έρευνα, ιδίως η σχέση μεταξύ των κληρονομιών της θρησκείας σε πρώην πιστούς που είχαν στραφεί στον αναρχισμό. Πώς επηρέασαν η σκέψη και οι νοητικές συνήθειες της αποκαλυμμένης θρησκείας τη διαμόρφωση του ίδιου του κλασικού αναρχισμού; Μια καλή αρχή είναι η μελέτη του Michael Löwy για τον ακριβή ρόλο του χιλιασμού και του αναρχισμού στα αγροτικά κινήματα κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Γι’ αυτόν η χιλιαστική παράδοση μετασχηματίζεται στα σύγχρονα αναρχικά κινήματα από ορθολογιστές, εγγράμματους και μεθοδικούς κοινωνικούς φορείς, στους οποίους η πίστη μεταφράζεται σε κοσμικό πάθος. Χρειαζόμαστε επίσης πολύ περισσότερη έρευνα για τις απαρχές του σύγχρονου αντικρατισμού, δηλαδή για τις σχέσεις μεταξύ των παραδόσεων των αποκεντρωμένων μορφών διακυβέρνησης και της εθιμικής αυτοδιοίκησης και νομολογίας, οι οποίες προηγήθηκαν της παρουσίας του σύγχρονου κράτους.
Τέλος, υπάρχει η διάδοση του αναρχισμού στον Παγκόσμιο Νότο. Η αλληλεπίδραση των ευρωπαϊκών ιδεολογιών (συμπεριλαμβανομένου του αναρχισμού) με τις ντόπιες παραδόσεις έχει δώσει αφορμή για μια συναρπαστική νέα βιβλιογραφία που πηγάζει τις μετααποικιακές σπουδές. Στηρίζεται επίσης στη διεθνιστική και διασπορική στροφή στην περιφερειακή και παγκόσμια ιστορία. Από αυτή την άποψη, η μελέτη της διάδοσης και της πρόσληψης του αναρχισμού και του συγγενικού του δόγματος του συνδικαλισμού αξίζει την προσοχή ενός ευρύτερου φάσματος ιστορικών και κοινωνιολόγων της ιστορίας.
Υπάρχει όμως και η χρησιμότητα μιας αναρχικής μεθόδου ή ευαισθησίας στη συγγραφή της ίδιας της παγκόσμιας ή της ευρωπαϊκής ιστορίας. Έτσι, για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του Kropotkin για τις κομμούνες και τις συντεχνίες της μεσαιωνικής Ευρώπης προηγείται μιας πρόσφατης πρωτοποριακής περιγραφής των κοινωνικών εξεγέρσεων στη μεσαιωνική Ευρώπη. Απηχώντας τον Kropotkin χωρίς να αναγνωρίζει την επιρροή του, ο Samuel Cohn Jr. υποστηρίζει πως, μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, η ανάπτυξη των συντεχνιακών κοινοτήτων και των αγροτικών πολιτοφυλακών και η συνακόλουθη μείωση των φόρων άμβλυνε την αλαζονεία των μεγιστάνων και περιόρισε τα καθεστώτα που βασίζονται στον πόλεμο, τη βία και τη λεηλασία, μετατοπίζοντας έτσι την ισορροπία της εξουσίας από τις ελίτ των πολέμαρχων σε πιο ειρηνικές και δημοκρατικές ομάδες εξουσίας. Οι αποκεντρωμένες και ειρηνικές όμως αυτές μορφές αυτοκυριαρχίας ακολουθήθηκαν από μια αντίδραση κατά την οποία η επακόλουθη ανάπτυξη του πρώιμου νεωτερικού κράτους αναμόρφωσε μια πιο αποτελεσματική εκδοχή της προηγούμενης κυριαρχίας των πολέμαρχων και γνώρισαν την αναβίωση των ιεραρχικών και αυταρχικών μεθόδων και της υποβάθμισης ή της εξάλειψης των εξουσιών των κοινοτήτων, των πόλεων-κρατών και άλλων κοινών ζωνών κυριαρχίας. Έτσι, για να θυμηθούμε τον James Scott, μια αναρχική μέθοδος θα βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς τα σύνολα πολιτικής εξουσίας μαθαίνουν να μοιάζουν και να ενεργούν σαν κράτη και πώς ελεύθερες ζώνες όπως η Ζόμια απορροφούνται σταδιακά από γειτονικά κράτη.
Αλλά θα ήταν επίσης δυνατό να οραματιστεί κανείς μια ιστορία της νεωτερικότητας που θα δίνει έμφαση σε μια διαλεκτική κίνηση μεταξύ του μετα-βεστφαλιανού κράτους και των κυμάτων παγκόσμιας κοσμοπολίτικης διαμαρτυρίας που εκδηλώνεται μέσω της περιοδικής συλλογικής κατάρρευσης του διεθνούς οικοσυστήματος τέτοιων κυρίαρχων σωμάτων. Έτσι, από τον 18ο αιώνα, η παγκόσμια ιστορία έχει καταγράψει κύματα πολιτικών ή βιομηχανικών αναταραχών, λαϊκού αντιμιλιταρισμού ή πολεμικής κόπωσης και οξύτατων αλληλοσυνδεόμενων εμφύλιων πολέμων που αιφνιδίασαν τις δήθεν πανοπτικές προγνωστικές ικανότητες των πρώιμων νεωτερικών, καπιταλιστικών ή κομμουνιστικών Κρατών (1789-1793,1820-21,1830,1848,1871: η εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και των επακόλουθων της· 1905-1914: η εξέγερση των Συνδικαλιστών και η πρώτη Ρωσική Επανάσταση· 1917-1924: Παγκόσμιος Πόλεμος και επανάσταση· 1944-1947: η Αντίσταση και ο Παγκόσμιος Πόλεμος- 1968: φοιτητικές, πολιτικές και εργατικές εξεγέρσεις· ακόμη 1989-1991: η πτώση του κομμουνισμού). Αλλά και εδώ, η ίδια απάντηση της αντίδρασης που εντόπισε ο Cohn στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη είναι εμφανής στη διεθνή κοινωνία, με τις προκλήσεις προς την κρατική μορφή και το ίδιο το διεθνές κρατικό σύστημα να ακολουθούνται από καινοτομία και ενίσχυση της κρατικής εξουσίας επί του αμφισβητούμενου γεωγραφικού χώρου και του ίδιου του ανθρώπινου σώματος. Δύο πρόσφατα παραδείγματα αρκούν.
Στην πρωτοποριακή μελέτη του Jeremi Suri για την προέλευση της εξομάλυνσης μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ στην εποχή του Nixon, υποστηρίζει πως οι μεγάλες δυνάμεις αντέδρασαν στην έκρηξη της λαϊκής δημόσιας διαμαρτυρίας (Ανατολή και Δύση) αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία, διαχωρίζοντας την πολιτική από την παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, επαναβεβαιώνοντας την ισχύ του κράτους και τερματίζοντας τις μεγάλες αναταραχές της δεκαετίας του 1960. Μέχρι τον 21ο αιώνα, ως απάντηση στην ασταμάτητη μεταναστευτική ροή εξαναγκασμένων και οικονομικών μεταναστών, τα έθνη-κράτη του Παγκόσμιου Βορρά, και όλο και περισσότερο και άλλα, είναι πιο πιθανό να προσαρμόσουν τα «σύνορά» τους γύρω από την αδιάκοπη και αυθόρμητη ροή των ανθρώπων παρά να δεσμεύονται από συνοριακούς σταθμούς ή γραμμές που χαράσσονται στην άμμο ή σε χάρτες.
Μια συγκριτική παγκόσμια κοινωνική ιστορία του αναρχισμού μας βοηθά να ορίσουμε τις παραμέτρους του αναρχισμού ως ιδεολογίας, αλλά θα μπορούσε επίσης να εξυπηρετήσει τις ιστορίες της εμφάνισης και της ανάπτυξης του κράτους. Η αναρχική φαντασία εμπνέει προσεγγίσεις που υπερβαίνουν τους περιορισμούς τόσο των μαρξιστικών όσο και των ρεαλιστικών περιγραφών της παγκόσμιας και διεθνούς ιστορίας, επειδή αναδεικνύει το ρόλο των ακούσιων αποτελεσμάτων των κινημάτων των καταπιεσμένων, όπως οι φοιτητές ή οι μετανάστες, για τον καθορισμό του ρυθμού των μεγάλων ιστορικών αλλαγών. Αυτή η αναρχική προσέγγιση του μεθοδολογικού ατομικισμού αντισταθμίζει την κυκλική λειτουργιστική συλλογιστική που βρίσκει κανείς πολύ συχνά σε μελέτες που υπερτονίζουν τις αναλύσεις των άκαμπτων κοινωνικών τάξεων και των ανταγωνιστικών κρατικών ελίτ ή εξαρτώνται υπερβολικά από την ντετερμινιστική πολιτική οικονομία και γεωπολιτική.
Πολλά από όσα συζητήθηκαν σε αυτό το άρθρο μοιράζονται τις πρώτες προϋποθέσεις της υπερεθνικής στροφής στην παγκόσμια ιστορία και του υποσυνόλου της, της υπερεθνικής εργατικής ιστορίας· και για να ολοκληρωθεί ένας κύκλος αμοιβαίων επιρροών, η μελέτη του αναρχικού και εργατικού κοσμοπολιτισμού κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης πριν από το 1914 αποτέλεσε έμπνευση για τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους που προσπαθούν να κατανοήσουν τη νέα τάξη της εργατικής μαχητικότητας στον εκβιομηχανισμένο Παγκόσμιο Νότο, η οποία προέκυψε από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Με τη σειρά τους, τα μοντέλα που προέρχονται από τη μελέτη της πολιτισμικής διασποράς υπήρξαν χρήσιμα για τους ιστορικούς του κλασικού αναρχισμού. Ο José Moya υπόσχεται μια μελέτη των μεταναστευτικών προτύπων των Ιταλών, Ισπανών και Ρώσων Εβραίων αναρχικών που πηγαινοέρχονταν διασχίζοντας τον Ατλαντικό, έναν «Αναρχικό Ατλαντικό» άμεσα εμπνευσμένο από τον «Μαύρο Ατλαντικό» του Paul Gilroy. Έτσι, η κοινωνική ιστορία του αναρχισμού προσφέρει πολλά στα αναπτυσσόμενα πεδία των υπερεθνικών και παγκόσμιων ιστοριών, και με τη σειρά τους τα πεδία αυτά θα εμπλουτίσουν την ιστοριογραφία του αναρχισμού.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com