Κείμενο που παρουσιάστηκε στο συνέδριο Jesus Radicals UK τον Ιούνιο του 2006 διαθέσιμο από την ιστοσελίδα The Anarchist Library. Ο Alexandre Christoyannopoulos είναι λέκτορας πολιτικής και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την
Ο Χριστιανισμός, στην πραγματική του έννοια, βάζει τέλος στο κράτος. Αυτό ήταν αντιληπτό από την αρχή, και γι’ αυτό ο Χριστός σταυρώθηκε. – Leo Tolstoy
Ακόμη και για έναν χριστιανό αναρχικό, η ανάγνωση της Βίβλου από τον Leo Tolstoy είναι ασυνήθιστη. Όταν «προσηλυτίστηκε» στον χριστιανισμό κοντά στα 50α του γενέθλια, δεν ασπάστηκε τον ορθόδοξο χριστιανισμό της παραδοσιακής εκκλησίας. Για αυτόν, ο Ιησούς δεν ήταν ο «υιός του Θεού», ούτε έκανε υπερφυσικά θαύματα. Ο Tolstoy πίστευε πως αυτές οι υπερφυσικές ιστορίες της Βίβλου είχαν προστεθεί από την εκκλησία για να κρατήσουν τους «χριστιανούς» αρκετά κοιμισμένους ώστε να μην αμφισβητήσουν την αισχρή συμφωνία στην οποία είχε φτάσει η εκκλησία με το κράτος. Ήταν πεπεισμένος ότι η ειλικρινής και πλήρης εφαρμογή του χριστιανισμού θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε μια κοινωνία χωρίς κράτος και εκκλησία, και ότι όλοι όσοι υποστήριζαν το αντίθετο ήταν ύπουλοι υποκριτές.
Μεταστροφή στο χριστιανισμό
Ο Tolstoy γεννήθηκε σε μια πλούσια, αριστοκρατική οικογένεια το 1828. Στη δεκαετία του 1850, καθιερώθηκε σταδιακά ως σημαντικός μυθιστοριογράφος. Τα δύο πιο διάσημα έργα του, Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα, γράφτηκαν μεταξύ 1863 και 1869 και μεταξύ 1873 και 1877 αντίστοιχα.
Το 1869, όμως, η ζωή του Tolstoy άρχισε να αλλάζει. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού σε μια μακρινή ρωσική επαρχία, βίωσε μια οδυνηρή εμπειρία της ανθρώπινης θνητότητας. Στη μέση της νύχτας, τον κυρίευσε ένα αίσθημα ματαιότητας όλων των προσπαθειών, δεδομένου ότι ο θάνατος ήταν το μόνο τελικό αποτέλεσμα. Δεν ήταν ο θάνατος καθαυτός που τον τρομοκρατούσε, αλλά το γεγονός ότι η ζωή φαινόταν να μην έχει κανένα νόημα αν ο θάνατος ήταν βέβαιο πως θα ακολουθούσε.
Αυτή η εμπειρία τον στοίχειωσε ακόμη πιο έντονα τα επόμενα δέκα χρόνια. Όπως εξηγεί στο έργο του Ομολογία, αναζητούσε όλο και πιο έντονα το νόημα της ζωής στους μεγάλους στοχαστές της επιστήμης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας – αλλά. Πουθενά δεν μπορούσε να βρει κάτι που να δίνει νόημα και αξία στη ζωή. Σκέφτηκε ακόμη και την αυτοκτονία.
Τότε ήρθε η ανακάλυψη. Παρατήρησε ότι οι χωρικοί γύρω του – τους οποίους ως περήφανος αριστοκράτης μέχρι τότε αγνοούσε – φαινόταν να αντιμετωπίζουν το θάνατο με ηρεμία και γαλήνη. Αλλά γιατί; Τι ήταν αυτό που τους βοηθούσε να παραμένουν τόσο γαλήνιοι μπροστά στην προφανή ματαιότητα της ζωής; Ο Tolstoy συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχαν ήταν «πίστη». Αυτό του προκάλεσε το ενδιαφέρον, αλλά επίσης του έδωσε και ελπίδα. Έτσι, βυθίστηκε στη Βίβλο με ανανεωμένο ενθουσιασμό, με την ελπίδα ότι το νόημα της ζωής θα του αποκαλυφθεί επιτέλους – και αυτή τη φορά, έτσι έγινε.
Η Ομιλία στο Όρος
Αυτή η αποκάλυψη του ήρθε ξαφνικά, καθώς σκεφτόταν ένα συγκεκριμένο και διάσημο απόσπασμα από την Ομιλία του Ιησού στο Όρος. Αυτό το απόσπασμα, όπως λέει ο Tolstoy στο Τι Πιστεύω, του αποκάλυψε πλήρως όλο το νόημα της Βίβλου και, με αυτό, η υπαρξιακή του αγωνία επιτέλους καταλάγιασε. Αυτές οι πολύ σημαντικές λέξεις βρίσκονται στο Κατά Ματθαίο 5:38-42 και στην έκδοση του Βασιλιά Ιακώβου έχουν ως εξής:
«Έχετε ακούσει πως λέχθηκε: ‘Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’. Εγώ όμως σας λέω: Μην αντισταθείτε στον κακό· αλλά αν σε χτυπήσει κάποιος στο δεξί σου μάγουλο, γύρνα του και το άλλο. Και αν κάποιος σε μηνύσει και σου πάρει το χιτώνα, δώσε του και το μανδύα σου. Και αν σε αναγκάσει κάποιος να περπατήσεις ένα μίλι, περπάτα μαζί του δύο. Δώστε σε όποιον σας ζητάει, και από όποιον δανείζεται από σας, μην τον αποστρέφεστε».
Για τον Tolstoy, οι προεκτάσεις αυτών των οδηγιών ήταν επαναστατικές. Ο Ιησούς πρότεινε μια νέα, ριζοσπαστική και σοφότερη μέθοδο για να ανταποκρίνονται οι άνθρωποι σε οποιαδήποτε μορφή «κακού». Δηλαδή, να μην ανταποδίδουν τον εξαναγκασμό και την αδικία, αλλά να ανταποκρίνονται με αγάπη, συγχώρεση και γενναιοδωρία.
Ο Tolstoy σκέφτηκε τη συμβουλή του Ιησού και παρατήρησε ότι η ανθρωπότητα ήταν πάντα παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο ανταπόδοσης του κακού με το κακό και τη βία. Οι άνθρωποι προσπαθούν συνεχώς να αντισταθούν στο κακό με το κακό, να αντιμετωπίσουν με βία τα τραύματα της βίας, να κάνουν πόλεμο για να αποτρέψουν έναν άλλο πόλεμο. Αλλά τέτοιου είδους αντιδράσεις καταφέρνουν μόνο να διαδώσουν την πικρία, το θυμό και τη μνησικακία – και το μόνο που εγγυώνται είναι περισσότερο κακό και πόνο στο μέλλον.
Η μόνη λύση για αυτόν τον φαύλο κύκλο βίας, όπως συνειδητοποίησε ο Tolstoy, ήταν να αντιπαραθέσει τον ενάρετο κύκλο της αγάπης, όπως τόσο εύγλωττα τον περιέγραψε ο Ιησούς. Ο καταστροφικός κύκλος του κακού, του θυμού και της εκδίκησης μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με έναν υπομονετικό κύκλο αγάπης, συγχώρεσης και θυσίας. Το να γυρίζεις το άλλο μάγουλο σημαίνει περισσότερη ταλαιπωρία βραχυπρόθεσμα, αλλά η ελπίδα είναι ότι τελικά ο κακός θα μετανοήσει και θα αλλάξει συμπεριφορά. Όπως είναι η βία μεταδοτική, το ίδιο ισχύει και για την αγάπη.
Ωστόσο, όπως κατάλαβε ο Tolstoy, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την επιθυμία του να αναγκάσουμε τους άλλους να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ μέσων και σκοπών: η βία γεννά περισσότερη βία, και μόνο η αγάπη μπορεί τελικά να φέρει μια κοινωνία ενωμένη με την αγάπη, την ειρήνη και την αδελφοσύνη. Και η αγάπη μπορεί να διδαχθεί μόνο με το παράδειγμα. Αυτό απαιτεί θάρρος, γιατί ακόμα και όταν διώκεται άδικα, ο οπαδός του Χριστού πρέπει να αγαπάει υπομονετικά και να συγχωρεί – ακόμα και όταν το τελικό τίμημα είναι ο θάνατος (ή ο σταυρός!).
Αυτό, για τον Tolstoy, είναι η ουσία της διδασκαλίας του Ιησού προς την ανθρωπότητα. Είναι αυτό που δίδαξε ο Ιησούς καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου του, και είναι αυτό που έθεσε σε εφαρμογή με τη ζωή και το θάνατό του. Και η πιο εύγλωττη περίληψη αυτού του κανόνα της αγάπης και της μη αντίστασης είναι εκείνο το όμορφο απόσπασμα από την Ομιλία στο Όρος.
Κάποιοι φυσικά θα πουν πως αυτή η οπτική είναι ουτοπική και μη ρεαλιστική, αλλά πάνω σε αυτό το σημείο, στο Τι πιστεύω, ο Tolstoy έχει να πει τα εξής:
«Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η συνεχής τήρηση αυτού του κανόνα είναι δύσκολη και ότι δεν θα βρουν όλοι την ευτυχία τους υπακούοντας τον. Μπορεί να ειπωθεί ότι είναι ανόητο, όπως ισχυρίζονται οι άπιστοι, πως ο Ιησούς ήταν ένας οραματιστής, ένας ιδεαλιστής, που οι ανέφικτοι κανόνες του ακολουθήθηκαν μόνο λόγω της ηλιθιότητας των μαθητών του. Αλλά είναι αδύνατο να μην παραδεχτούμε ότι ο Ιησούς είπε πολύ καθαρά και κατηγορηματικά αυτό που ήθελε να πει: δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να αντιστέκονται στο κακό· και ότι, επομένως, όποιος δέχεται τη διδασκαλία του δεν μπορεί να αντισταθεί».
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Tolstoy, μόνο οι υποκριτές αρνούνται ότι η ουσία της διδασκαλίας του Ιησού ήταν η έκκληση για μη αντίσταση στο (ό,τι ορίζεται ως) κακό.
Μη χριστιανικοί θεσμοί
Αν όμως αυτή είναι η ουσία του χριστιανισμού, τότε για τον Tolstoy οι χριστιανοί πρέπει να επανεξετάσουν τη σχέση τους με το κράτος. Στην Ομιλία επί του Όρους, ο Ιησούς προέτρεψε στους οπαδούς του να μην ορκίζονται, να μην κρίνουν και να μην αντιστέκονται. Ωστόσο, το κράτος απαιτεί όρκους υποταγής, κρίνει τους πολίτες του και αντιστέκεται τόσο στους εγκληματίες στο εσωτερικό όσο και στους εχθρούς στο εξωτερικό. Επιπλέον, το κράτος χρησιμοποιεί βία για να επιβάλει τους νόμους του και διατηρεί τους πολίτες του σε μια μορφή οικονομικής σκλαβιάς. Έτσι, καταλήγει ο Tolstoy, το κράτος είναι ένας μη χριστιανικός θεσμός.
Επιπλέον, αν οι χριστιανοί ενεργούσαν πραγματικά όπως τους δίδαξε ο Ιησούς – αν ρύθμιζαν τις κοινωνικές τους συναναστροφές με αγάπη, συγχώρεση και φιλανθρωπία – τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη για κράτος. Οι άνθρωποι θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και θα μοιράζονταν πρόθυμα όλα τα βασικά αγαθά της ζωής. Η αρχή που θα ρύθμιζε την κοινωνία θα ήταν η αγάπη, όχι μια φανταστική «δικαιοσύνη» που επιβάλλεται από ένα βίαιο κράτος.
Για τον Tolstoy, επομένως, ο χριστιανισμός και το κράτος είναι ασύμβατα σχέδια για την κοινωνία. Δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα έντιμος χριστιανός και να αναγνωρίζει τη νομιμότητα του κράτους, τόσο επειδή το κράτος παραβιάζει άμεσα τη σαφή συμβουλή του Ιησού, όσο και επειδή, αν οι συστάσεις του Ιησού εφαρμόζονταν, το κράτος θα καθίστατο ούτως ή άλλως περιττό.
Γιατί όμως οι χριστιανοί καλούνται να είναι πιστοί στο κράτος; Για τον Tolstoy, η απάντηση είναι σαφής: από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, η επίσημη εκκλησία πρόδωσε τον χριστιανισμό, αγκαλιάζοντας υποκριτικά την κρατική εξουσία. Ο Tolstoy είναι έτσι εξίσου επικριτικός απέναντι στην εκκλησία όσο είναι και απέναντι στο κράτος. Κατηγορεί τις εκκλησιαστικές και κρατικές αρχές πως συνωμοτούν για να διατηρήσουν την εξουσία τους, διαιωνίζοντας ένα ύπουλο μείγμα παράλογων ψεμάτων και νομιμοποιημένης βίας, προκειμένου να κρατήσουν τους «χριστιανούς» υποταγμένους. Χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα εναντίον της εκκλησίας, επειδή θεωρεί ότι πρόδωσε τη διδασκαλία του Ιησού, επιλέγοντας να επικεντρωθεί σε τελετουργίες και δεισιδαιμονίες αντί στο κεντρικό μήνυμα που συνοψίζεται στην Ομιλία στο Όρος. Για τον αυτόν, η πρακτική τόσο της εκκλησίας όσο και του κράτους είναι αντίθετη με τη διδασκαλία του Ιησού και, ως εκ τούτου, και οι δύο είναι μη χριστιανικοί θεσμοί που είναι καταδικασμένοι να καταργηθούν σε μια αληθινά χριστιανική κοινωνία.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του, ο Tolstoy έγραψε ασταμάτητα δεκάδες βιβλία, άρθρα και φυλλάδια για τη θρησκεία και την πολιτική, με την ελπίδα πως θα βοηθούσε τους χριστιανούς αδελφούς του να συνειδητοποιήσουν την αληθινή ουσία του χριστιανισμού. Οι σφοδρές επικρίσεις του τόσο προς τις κρατικές όσο και προς τις εκκλησιαστικές αρχές οδηγούσαν συχνά στη λογοκρισία του, αλλά τα γραπτά του δημοσιεύτηκαν στο εξωτερικό και κυκλοφόρησαν τόσο στη Ρωσία όσο και αλλού. Οι συμπατριώτες του τον σεβόταν επειδή αντιστάθηκε στον Τσάρο, αλλά δέχονταν επίσης πολλές επιστολές (μεταξύ άλλων από τον Gandhi) και επισκέψεις από το εξωτερικό από ανθρώπους που τον ρωτούσαν για την πολιτική του ερμηνεία του χριστιανισμού. Έτσι, έγινε μια σημαντική διεθνής προσωπικότητα στην αλλαγή του αιώνα, αν και σήμερα τον θυμόμαστε κυρίως για τα μυθιστορήματα που έγραψε πριν «προσηλυτιστεί» στον χριστιανισμό.
Ένας ορθολογιστικός χριστιανισμός
Ταυτόχρονα, η αντίληψη του για τον χριστιανισμό δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Μπορεί να είχε δίκιο όταν έστρεψε την προσοχή σε μια παραμελημένη διάσταση της Βίβλου, αλλά η ερμηνεία του για τη μεταφυσική που κρύβεται πίσω από αυτήν παραμένει απαράδεκτη για πολλούς χριστιανούς σήμερα. Γιατί; Επειδή στην προσπάθειά του να εξαλείψει αυτό που θεωρούσε μια διαφθαρμένη εκδοχή των διδασκαλιών του Ιησού, ο Tolstoy επέβαλε μια πολύ ορθολογιστική προσέγγιση στον χριστιανισμό, η οποία καταργεί όλα τα μυστήρια, τα τελετουργικά και τις παραδόσεις.
Στην αναζήτησή του για το νόημα της ζωής, ο Tolstoy είχε ως μοναδικό φως το φως της λογικής του 19ου αιώνα. Αν τον κέρδισε το μήνυμα του Ιησού, ήταν επειδή έφτασε να πιστέψει πως ο Ιησούς ήταν απλώς ο πιο ορθολογικός αλλά ανθρώπινος δάσκαλος που περπάτησε ποτέ στη γη – όχι κάποιος εξωπραγματικός «υιός του Θεού» του οποίου το σώμα αναστήθηκε και πραγματικά επέστρεψε στον ουρανό. Ο Tolstoy πίστευε ότι τα παραδοσιακά μυστήρια, όπως η θεότητα του Ιησού, η παρθενία της Μαρίας, τα θαύματα και οι αναστάσεις, ήταν είτε εντελώς ανοησίες είτε μπορούσαν να εξηγηθούν με λογική.
Για τον ίδιο, η Βίβλος ήταν διάσπαρτη με εξωπραγματικές δεισιδαιμονίες που είχαν σκοπό να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από τις λογικές διδασκαλίες που κρύβονταν μέσα της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Tolstoy ξαναέγραψε το Ευαγγέλιο (μόνο μια περίληψη του οποίου έχει μεταφραστεί στα αγγλικά): αφαίρεσε όλα τα παράλογα πρόσθετα, τακτοποίησε τις αντικρουόμενες περιγραφές και αναδιατύπωσε τη ζωή του Ιησού με μια λογική χρονολογική αφήγηση. Σε αυτό το Ευαγγέλιο σύμφωνα με τον Tolstoy, δεν υπάρχουν υπερφυσικά θαύματα, το φως της λογικής κυριαρχεί και το κείμενο τελειώνει με τον θάνατο του Ιησού στο Σταυρό – δίχως μια εντυπωσιακή ανάσταση στην εκδοχή αυτή.
Ο Tolstoy συμπύκνωσε έτσι τη θρησκεία σε ηθική, και για αυτόν ο πιο εύγλωττος ηθικός κώδικας που διατυπώθηκε ποτέ από άνθρωπο ήταν η Ομιλία του Ιησού στο Όρος. Υποψιαζόταν ότι όλα τα θεολογικά μυστήρια και δόγματα είχαν προστεθεί από δόλιες κρατικές ή εκκλησιαστικές αρχές. Έτσι, προειδοποίησε ότι πρέπει να διαβάζουμε τόσο τη Βίβλο όσο και τις θεολογικές διακηρύξεις σχετικά με αυτήν με μεγάλη προσοχή, φιλτράροντας κάθε πρόταση μέσω της πολύτιμης δοκιμασίας της λογικής.
Ως εκ τούτου, δεν πίστευε ποτέ στη ζωή μετά το θάνατο. Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να περιγράψουμε, τι καταλάγιασε την προηγούμενη υπαρξιακή του ανησυχία, επειδή και ο ίδιος δεν το εξηγεί πολύ καλά. Ωστόσο, έχει να κάνει με την συνειδητοποίηση ότι υπάρχει κάτι άπειρο πέρα από το πεπερασμένο και ότι η «πίστη» σε αυτό παρέχει τη γνώση του νοήματος της ζωής. Τι είναι αυτό το «άπειρο», όμως, παραμένει ασαφές. Φαίνεται να σχετίζεται στενά τόσο με τη λογική όσο και με την αγάπη, αλλά αυτό παραμένει ασαφές στα γραπτά του.
Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι βρήκε κάποιο «νόημα της ζωής» στην ορθολογική του κατανόηση του χριστιανισμού. Τώρα μπορούσε να δει ένα σκοπό στη ζωή, που ήταν να προσπαθεί να ζει σύμφωνα με τα διδάγματα του Ιησού, να ανταποκρίνεται σε κάθε κακό ξεπερνώντας το με τη μεταδοτική δύναμη της αγάπης. Αυτό, πίστευε, θα ήταν ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος στις ανθρώπινες σχέσεις.
Η δική του εκδοχή του χριστιανισμού θα είναι δυσάρεστη για όσους πιστεύουν ειλικρινά ότι τα θεία μυστήρια μπορούν να αποκαλυφθούν μόνο μέσω υπομονετικής περισυλλογής και επιμελούς τελετουργίας. Και οι κριτικοί θα μπορούσαν να έχουν δίκιο να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην ακραία, σχεδόν φονταμενταλιστική ερμηνεία του χριστιανισμού από τον Tolstoy. Ωστόσο, η συμβολή του Tolstoy στον χριστιανικό αναρχισμό παραμένει πολύτιμη, καθώς στρέφει την προσοχή στις παραμελημένες πολιτικές συνέπειες της Ομιλίας στο Όρος, και για το θέμα αυτό έγραψε αναλυτικά και πολύ. Η ερμηνεία του για τον χριστιανισμό μπορεί να ήταν πράγματι ιδιόμορφη, αλλά το έργο του τον καθιστά σήμερα μια αξιοσημείωτη φωνή στη χριστιανική αναρχική βιβλιογραφία.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com