Απόσπασμα από το βιβλίο The Origins of Totalitarianism (Schocken Books,1951) όπως προδημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση The Review of Politics 12.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την
Από τα δύο κύρια πολιτικά τεχνάσματα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, η φυλή ανακαλύφθηκε στη Νότια Αφρική και η γραφειοκρατία στην Αλγερία, την Αίγυπτο και την Ινδία· η πρώτη ήταν αρχικά η ελάχιστα συνειδητή αντίδραση σε φυλές για την ανθρωπιά των οποίων ο Ευρωπαίος άνθρωπος ντρεπόταν και φοβόταν, ενώ η δεύτερη ήταν συνέπεια εκείνης της διοίκησης με την οποία οι Ευρωπαίοι είχαν προσπαθήσει να κυβερνήσουν ξένους λαούς, τους οποίους ταυτόχρονα θεωρούσαν απελπιστικά κατώτερους τους και έχρηζαν της ιδιαίτερης προστασίας τους. Η φυλή, με άλλα λόγια, ήταν μια διαφυγή προς μια ανευθυνότητα όπου τίποτα ανθρώπινο δεν μπορούσε πλέον να υπάρξει και η γραφειοκρατία ήταν το αποτέλεσμα μιας ευθύνης που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φέρει για τον συνάνθρωπό του και κανένας λαός για έναν άλλο λαό.
Η υπερβολική αίσθηση ευθύνης των Βρετανών διοικητών της Ινδίας που διαδέχθηκαν τους «παραβάτες του νόμου» του Burke είχε την υλική της βάση στο γεγονός ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε στην πραγματικότητα αποκτηθεί σε μια «κρίση αβλεψίας». Εκείνοι, λοιπόν, που ήρθαν αντιμέτωποι με το τετελεσμένο γεγονός και το έργο της διατήρησης αυτού που είχε γίνει δικό τους από ατύχημα, έπρεπε να βρουν μια ερμηνεία που θα μπορούσε να μετατρέψει το ατύχημα σε ένα είδος ηθελημένης πράξης. Τέτοιου είδους ιστορικές αλλαγές των γεγονότων πραγματοποιούνται από την αρχαιότητα με θρύλους, και οι θρύλοι που ονειρεύτηκε η βρετανική διανόηση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του γραφειοκράτη και του μυστικού πράκτορα των βρετανικών υπηρεσιών.
Οι θρύλοι έπαιζαν πάντοτε ισχυρό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας. Ο άνθρωπος στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί το χάρισμα της αναίρεσης, ο οποίος είναι πάντοτε αδιαμαρτύρητος κληρονόμος των πράξεων άλλων ανθρώπων και ο οποίος κουβαλά πάντοτε το βάρος μιας ευθύνης που μοιάζει να είναι συνέπεια μιας ατελείωτης αλυσίδας γεγονότων και όχι συνειδητών πράξεων, απαιτεί μια εξήγηση και ερμηνεία του παρελθόντος στην οποία φαίνεται να κρύβεται το μυστηριώδες κλειδί για το μελλοντικό του πεπρωμένο. Οι θρύλοι αποτελούσαν τα πνευματικά θεμέλια κάθε αρχαίας πόλης, αυτοκρατορίας, λαού, υποσχόμενοι ασφαλή καθοδήγηση στους απεριόριστους χώρους του μέλλοντος. Χωρίς ποτέ να συνδέουν με αξιόπιστο τρόπο τα γεγονότα – τα υπαινίσσονται συνήθως – προσέφεραν μια αλήθεια πέρα από τις πραγματικότητες, μια ανάμνηση πέρα από τις αναμνήσεις.
Οι θρυλικές εξηγήσεις της ιστορίας χρησίμευαν πάντα ως καθυστερημένες διορθώσεις των δεδομένων και των πραγματικών γεγονότων, οι οποίες ήταν απαραίτητες ακριβώς επειδή η ίδια η ιστορία θα καθιστούσε τον άνθρωπο υπεύθυνο για πράξεις που δεν είχε κάνει και για συνέπειες που δεν είχε προβλέψει ποτέ. Η αλήθεια των αρχαίων θρύλων – αυτό που τους δίνει τη συναρπαστική τους επικαιρότητα πολλούς αιώνες αφότου οι πόλεις, οι αυτοκρατορίες και οι λαοί που υπηρετούσαν έχουν γίνει σκόνη – δεν ήταν παρά η μορφή με την οποία τα γεγονότα του παρελθόντος προσαρμόστηκαν στην ανθρώπινη κατάσταση γενικά και στις πολιτικές φιλοδοξίες ειδικότερα. Μόνο στο ειλικρινά επινοημένο παραμύθι για τα γεγονότα συναίνεσε ο άνθρωπος να αναλάβει την ευθύνη του γι’ αυτά και να θεωρήσει τα περασμένα γεγονότα ως παρελθόν του. Οι θρύλοι τον έκαναν κύριο αυτού που δεν είχε κάνει και ικανό να αντιμετωπίσει αυτό που δεν μπορούσε να αναιρέσει. Υπό αυτή την έννοια, οι θρύλοι δεν είναι μόνο από τις πρώτες αναμνήσεις της ανθρωπότητας, αλλά στην πραγματικότητα είναι η πραγματική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας.
Η άνθηση των ιστορικών και πολιτικών θρύλων έληξε μάλλον απότομα με τη γέννηση του Χριστιανισμού. Η ερμηνεία του για την ιστορία από τις ημέρες του Αδάμ έως τη Τελική Κρίση ως έναν ενιαίο δρόμο προς τη λύτρωση και τη σωτηρία προσέφερε την πιο ισχυρή και ολοκληρωμένη εξήγηση του ανθρώπινου πεπρωμένου. Δεν εμφανίστηκαν νέα είδη ιστορικών εξηγήσεων παρά μόνο όταν η πνευματική ενότητα των χριστιανικών λαών έδωσε τη θέση της στην πολυμορφία των εθνών, όταν ο δρόμος προς τη σωτηρία είχε γίνει ένα αβέβαιο άρθρο της ατομικής πίστης και όχι μια καθολική θεωρία εφαρμόσιμη σε όλα τα γεγονότα. Ο 19ος αιώνας μας πρόσφερε το περίεργο θέαμα της σχεδόν ταυτόχρονης γέννησης των πιο διαφορετικών και αντιφατικών ιδεολογιών, καθεμία από τις οποίες ισχυριζόταν ότι γνώριζε την κρυμμένη αλήθεια για τα κατά τα άλλα ακατανόητα γεγονότα. Οι θρύλοι, ωστόσο, δεν είναι ιδεολογίες· δεν αποσκοπούν σε καθολική εξήγηση, αλλά ασχολούνται πάντοτε με συγκεκριμένα γεγονότα. Μοιάζει μάλλον σημαντικό το γεγονός ότι η ανάπτυξη των εθνικών σωμάτων δεν συνοδεύτηκε πουθενά από έναν ιδρυτικό μύθο και ότι μια πρώτη μοναδική προσπάθεια στη σύγχρονη εποχή έγινε ακριβώς όταν η παρακμή του εθνικού σώματος είχε γίνει φανερή και ο ιμπεριαλισμός φαινόταν να παίρνει τη θέση του παλιομοδίτικου εθνικισμού.
Ο συγγραφέας του ιμπεριαλιστικού μύθου είναι ο Rudyard Kipling, το θέμα του είναι η Βρετανική Αυτοκρατορία, το αποτέλεσμά του ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας (εν τέλει η μόνη αληθινή μορφή χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής). Και ενώ ο θρύλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ανάγκασε ή εξαπάτησε στις υπηρεσίες του τους καλύτερους γιους της Αγγλίας. Γιατί οι θρύλοι προσελκύουν τους καλύτερους στην εποχή μας, όπως ακριβώς οι ιδεολογίες προσελκύουν τον μέσο όρο και οι ψιθυριστές ιστορίες για φρικιαστικές μυστικές δυνάμεις πίσω από τις σκηνές προσελκύουν τους χειρότερους. Αναμφίβολα, καμία πολιτική δομή δεν θα μπορούσε να θυμίζει περισσότερο θρυλικές ιστορίες και δικαιολογίες από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, από τη διολίσθηση του βρετανικού λαού από τη συνειδητή ίδρυση αποικιών σε όλο τον κόσμο στην κυριαρχία και την εξουσία επί ξένων λαών σε όλο τον κόσμο.
Ο ιδρυτικός μύθος, όπως τον αφηγείται ο Kipling, ξεκινά από τη θεμελιώδη πραγματικότητα των ανθρώπων των Βρετανικών Νήσων. Περιτριγυρισμένοι από τη θάλασσα, χρειάζονται και κερδίζουν τη βοήθεια των τριών στοιχείων του νερού, του ανέμου και του ήλιου μέσω της εφεύρεσης του πλοίου. Το πλοίο κατέστησε δυνατή την πάντα επικίνδυνη συμμαχία με τα στοιχεία και έκανε τον Άγγλο κυρίαρχο του κόσμου. «Θα κερδίσεις τον κόσμο», λέει ο Kipling, «χωρίς κανείς να νοιάζεται πώς το έκανες· θα κρατήσεις τον κόσμο χωρίς κανείς να ξέρει πώς το έκανες· και θα κουβαλήσεις τον κόσμο στις πλάτες σου χωρίς κανείς να δει πώς το έκανες. Αλλά ούτε εσύ ούτε οι γιοι σου θα πάρεις τίποτα από αυτή τη μικρή δουλειά εκτός από Τέσσερα Δώρα – ένα για τη Θάλασσα, ένα για τον Άνεμο, ένα για τον Ήλιο και ένα για το Καράβι που σε ταξιδεύει…. Γιατί, κερδίζοντας τον κόσμο, και κρατώντας τον κόσμο, και κουβαλώντας τον κόσμο στην πλάτη τους – στη στεριά, ή στη θάλασσα, ή στον αέρα – οι γιοι σου θα έχουν πάντα τα Τέσσερα Δώρα. Μυαλωμένοι και ήσυχοι και αυστηροί – καταραμένα αυστηροί – στη τιμωρία, θα είναι· και πάντα κατά πρόσωπο σε κάθε εχθρό – ώστε να είναι μια προστασία για όλους όσους περνούν στις θάλασσες για τους αγαθούς σκοπούς τους».
Αυτό που φέρνει το μικρό παραμύθι του «Πρώτου Ναύτη» τόσο κοντά στους αρχαίους ιδρυτικούς θρύλους είναι ότι παρουσιάζει τους Βρετανούς ως τον μόνο πολιτικά ώριμο λαό, που νοιάζεται για τον νόμο και βαρύνεται με την ευημερία του κόσμου, εν μέσω βαρβαρικών φυλών που ούτε νοιάζονται ούτε γνωρίζουν τι κρατάει τον κόσμο ενωμένο. Δυστυχώς, αυτή η παρουσίαση στερείται της έμφυτης αλήθειας των αρχαίων θρύλων· ο κόσμος νοιαζόταν και ήξερε και έβλεπε πώς το έκαναν και κανένα παραμύθι του κόσμου δεν θα μπορούσε να τον πείσει ότι δεν «έβγαζαν τίποτα από αυτή τη μικρή δουλειά». Ωστόσο, υπήρχε μια ορισμένη πραγματικότητα που στην ίδια την Αγγλία ανταποκρινόταν στον μύθο του Kipling και τον έκανε απόλυτα δυνατό, και αυτή ήταν η ύπαρξη αρετών όπως η ιπποσύνη, η ευγένεια, η γενναιότητα, έστω κι αν ήταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου σε μια πολιτική πραγματικότητα που κυβερνούσε ο Cecil Rhodess ή ο λόρδος Curzon.
Το γεγονός ότι το «βάρος του λευκού» είναι είτε υποκρισία είτε ρατσισμός δεν εμπόδισε μερικούς από τους καλύτερους Άγγλους να επωμιστούν το βάρος αυτό με σοβαρότητα και να γίνουν οι ίδιοι οι τραγικοί και δονκιχωτικοί ανόητοι του ιμπεριαλισμού. Τόσο πραγματική στην Αγγλία όσο και η παράδοση της υποκρισίας είναι μια άλλη λιγότερο προφανής παράδοση που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να την ονομάσει παράδοση των δρακοκτόνων που πήγαιναν με ενθουσιασμό σε μακρινές και περίεργες χώρες, σε παράξενους και αφελείς λαούς για να σκοτώσουν τους πολυάριθμους δράκους που τους βασάνιζαν επί αιώνες. Υπάρχει κάτι παραπάνω από ένας κόκκος αλήθειας στο άλλο παραμύθι του Kipling «Ο τάφος του προγόνου του», στο οποίο η οικογένεια Τσιν «υπηρετεί την Ινδία από γενιά σε γενιά, όπως τα δελφίνια ακολουθούν σε σειρά την ανοιχτή θάλασσα». Πυροβολούν το ελάφι που κλέβει τη σοδειά του φτωχού ανθρώπου, του διδάσκουν τα μυστήρια των καλύτερων γεωργικών μεθόδων, τον απαλλάσσουν από κάποιες από τις πιο βλαβερές δεισιδαιμονίες του και σκοτώνουν λιοντάρια και τίγρεις με μεγαλοπρεπή τρόπο. Η μόνη τους ανταμοιβή είναι πράγματι ένας «τάφος των προγόνων» και ένας οικογενειακός θρύλος, που πιστεύεται από ολόκληρη την ινδική φυλή, σύμφωνα με τον οποίο «ο σεβαστός πρόγονος … έχει μια δική του τίγρη – μια σελωμένη τίγρη που την ιππεύει σε όλη τη χώρα όποτε το επιθυμεί». Δυστυχώς, αυτή η ιππασία τριγύρω στην ύπαιθρο είναι «ένα σίγουρο σημάδι πολέμου ή λοιμού ή – ή κάτι τέτοιο», και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σημάδι εμβολιασμού. Έτσι, ο Τσιν ο Νεότερος, ένας όχι πολύ σημαντικός υφιστάμενος στην ιεραρχία των Στρατιωτικών Υπηρεσιών, αλλά παντοδύναμος όσον αφορά τη φυλή των Ινδών, πρέπει να πυροβολήσει το θηρίο του προγόνου του, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να εμβολιαστούν χωρίς να φοβούνται «πόλεμο ή λοιμό ή κάτι τέτοιο».
Όσον αφορά τη σύγχρονη ζωή, οι Τσιν, πράγματι, «είναι πιο τυχεροί από τους περισσότερους». Η τύχη τους είναι ότι γεννήθηκαν σε μια καριέρα που τους οδηγεί απαλά και φυσικά στην πραγματοποίηση των καλύτερων ονείρων της παιδικής ηλικίας. Όταν άλλα αγόρια πρέπει να ξεχάσουν τα «ευγενή όνειρα», τυχαίνει να είναι αρκετά μεγάλοι για να τα μετατρέψουν σε πράξη. Και όταν μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας συνταξιοδοτηθούν, το ατμόπλοιό τους θα διασταυρωθεί «με το μεταγωγικό που φεύγει και που μεταφέρει τον γιο του ανατολικά στο οικογενειακό καθήκον», ώστε η δύναμη της ύπαρξης του γέρο-Κύριου Τσιν ως διορισμένου από την κυβέρνηση και αμειβόμενου από τον στρατό δρακοκτόνου να μεταβιβασθεί στην επόμενη γενιά. Αναμφίβολα, η βρετανική κυβέρνηση τους πληρώνει για τις υπηρεσίες τους· ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές σε ποιανού την υπηρεσία τελικά προσγειώνονται. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υπηρετούν πραγματικά τη συγκεκριμένη ινδική φυλή, από γενιά σε γενιά, και είναι παρήγορο για όλους ότι τουλάχιστον η ίδια η φυλή είναι πεπεισμένη για αυτό. Το γεγονός ότι οι ανώτερες υπηρεσίες δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για τα παράξενα καθήκοντα και τις περιπέτειες του μικρού υπολοχαγού Τσιν, ότι δεν γνωρίζουν καν πως είναι μια επιτυχημένη μετενσάρκωση του παππού του, δίνει στην ονειρική διπλή του ύπαρξη μια αδιατάρακτη βάση στην πραγματικότητα. Είναι απλά στο σπίτι του σε δύο κόσμους, που τους χωρίζουν στεγανά τείχη από νερό – και κουτσομπολιά. Γεννημένος στην «καρδιά της θαμνόφυτης χώρας της τίγρης» και μορφωμένος ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους στην ειρηνική, ισορροπημένη, κακοσχηματισμένη Αγγλία, είναι έτοιμος να ζήσει μόνιμα με δύο λαούς και είναι ριζωμένος και καλά εξοικειωμένος με την παράδοση, τη γλώσσα, τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις και των δύο. Σε μια στιγμή μπορεί να μετατραπεί από υπάκουος υποτακτικός ενός στρατιώτη της Αυτού Μεγαλειότητας σε μια συναρπαστική και ευγενική φιγούρα στον κόσμο των ιθαγενών, ένας αγαπητός προστάτης των αδυνάτων, στο δρακοκτόνο των παλιών παραμυθιών.
Το θέμα είναι ότι αυτοί οι αλλόκοτοι δονκιχωτικοί προστάτες των αδυνάτων που έπαιζαν το ρόλο τους πίσω από τα παρασκήνια της επίσημης βρετανικής κυριαρχίας δεν ήταν τόσο το προϊόν της αφελούς φαντασίας ενός πρωτόγονου λαού, όσο των ονείρων που περιείχαν τα καλύτερα στοιχεία των ευρωπαϊκών και χριστιανικών παραδόσεων, ακόμη και όταν αυτές είχαν ήδη υποβαθμιστεί σε μάταια παιδικά ιδανικά. Δεν ήταν ούτε ο στρατιώτης της Αυτού Μεγαλειότητας ούτε οι ανώτεροι Βρετανοί αξιωματούχοι που μπορούσαν να διδάξουν στους ιθαγενείς κάτι από το μεγαλείο του δυτικού κόσμου. Μόνο εκείνοι που δεν είχαν ποτέ καταφέρει να ξεπεράσουν τα παιδικά τους ιδανικά και γι’ αυτό είχαν καταταγεί στις αποικιακές υπηρεσίες ήταν κατάλληλοι για αυτή τη δουλειά. Ο ιμπεριαλισμός γι’ αυτούς δεν ήταν παρά μια τυχαία ευκαιρία να ξεφύγουν από μια κοινωνία στην οποία έπρεπε να ξεχάσει κανείς τα νιάτα του αν ήθελε να μεγαλώσει. Η αγγλική κοινωνία χαιρόταν πάρα πολύ να τους βλέπει να αναχωρούν για μακρινές χώρες, γεγονός που επέτρεπε την ανοχή και ακόμη και την προώθηση των παιδικών ιδανικών στο δημόσιο σχολικό σύστημα· οι αποικιακές υπηρεσίες τους έπαιρναν μακριά από την Αγγλία και εμπόδιζαν, τρόπον τινά, τη μετατροπή των ιδανικών της παιδικής τους ηλικίας σε ώριμες ιδέες ανδρών. Παράξενοι και περίεργοι τόποι προσέλκυσαν την καλύτερη νεολαία της Αγγλίας από τα τέλη του 19ου αιώνα, στέρησαν την κοινωνία της από τα πιο τίμια και τα πιο επικίνδυνα στοιχεία και εγγυήθηκαν, εκτός από αυτές τις ευδαιμονίες, μια ορισμένη διατήρηση ή ίσως απολίθωση της παιδικής ευγένειας, η οποία διατήρησε και νηπιοποίησε τα δυτικά ηθικά πρότυπα.
Ο Λόρδος Cromer, γραμματέας του Αντιβασιλέα και οικονομικό μέλος στην προϊμπεριαλιστική κυβέρνηση της Ινδίας, ανήκε ακόμη στην κατηγορία των Βρετανών δρακοκτόνων. Με μοναδικό γνώμονα «το αίσθημα της θυσίας» για τους καθυστερημένους πληθυσμούς και «το αίσθημα του καθήκοντος» προς τη δόξα της Μεγάλης Βρετανίας που «γέννησε μια τάξη αξιωματούχων που έχουν και την επιθυμία και την ικανότητα να κυβερνήσουν», αρνήθηκε το 1894 τη θέση του Αντιβασιλέα και αρνήθηκε δέκα χρόνια αργότερα τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών. Αντί για τέτοιες τιμές, που θα ικανοποιούσαν έναν μικρότερο άνθρωπο, έγινε ο ελάχιστα προβεβλημένος και πανίσχυρος Βρετανός γενικός πρόξενος στην Αίγυπτο από το 1883 έως το 1907. Εκεί έγινε ο πρώτος ιμπεριαλιστής κυβερνήτης, σίγουρα «πρώτος μεταξύ εκείνων που με τις υπηρεσίες τους δόξασαν τη βρετανική φυλή»· ίσως ο τελευταίος που πέθανε με αδιατάρακτη υπερηφάνεια:
Ας είναι αυτά αρκετά για το γεύμα της Βρετανίας
Κανένα ευγενέστερο βραβείο δεν κερδήθηκε ποτέ,
Οι ευλογίες ενός λαού απελευθερωμένου
Η συνείδηση του ενός καθήκοντος που πραγματοποιήθηκε.
Ο Cromer πήγε στην Αίγυπτο επειδή συνειδητοποίησε ότι «ο Άγγλος που μοχθεί πολύ για να κρατήσει την αγαπημένη του Ινδία [πρέπει] να καρφώσει ένα σταθερό στήριγμα στις όχθες του Νείλου». Η Αίγυπτος ήταν γι’ αυτόν μόνο ένα μέσο για ένα σκοπό, μια αναγκαία επέκταση για χάρη της ασφάλειας της Ινδίας. Σχεδόν την ίδια στιγμή, συνέβη να πατήσει το πόδι του στην αφρικανική ήπειρο ένας άλλος Άγγλος, αν και στο άλλο άκρο της και για τους αντίθετους λόγους: Ο Cecil Rhodes πήγε στη Νότια Αφρική και έσωσε την αποικία του Ακρωτηρίου, αφού είχε χάσει πια κάθε σημασία για την «αγαπημένη Ινδία» του Άγγλου. Οι ιδέες του Rhodes για την επέκταση ήταν πολύ πιο προχωρημένες από εκείνες του πιο αξιοσέβαστου συναδέλφου του στον Βορρά· γι’ αυτόν η επέκταση δεν χρειαζόταν να δικαιολογείται από τόσο λογικά κίνητρα όπως η κατοχή αυτού που ήδη κατείχε κανείς. «Η επέκταση ήταν τα πάντα» και η Ινδία, η Νότια Αφρική και η Αίγυπτος ήταν εξίσου σημαντικές ή ασήμαντες ως σκαλοπάτια σε μια επέκταση που περιοριζόταν μόνο από το μέγεθος της γης. Υπήρχε ασφαλώς μια άβυσσος ανάμεσα στον χυδαίο μεγαλομανή και τον μορφωμένο άνθρωπο της θυσίας και του καθήκοντος· ωστόσο κατέληξαν σε περίπου πανομοιότυπα αποτελέσματα και ήταν εξίσου υπεύθυνοι για το «μεγάλο παιχνίδι» της μυστικότητας, το οποίο δεν ήταν λιγότερο παράλογο και λιγότερο επιζήμιο για την πολιτική από ό,τι ο φανταστικός κόσμος της φυλής.
Η πρωταρχική ομοιότητα μεταξύ της κυριαρχίας του Rhodes στη Νότια Αφρική και της κυριαρχίας του Cromer στην Αίγυπτο ήταν ότι και οι δύο θεωρούσαν τις χώρες αυτές όχι ως επιθυμητούς αυτοσκοπούς αλλά απλώς ως μέσα για κάποιο υποτιθέμενο ανώτερο σκοπό. Επομένως, ήταν παρόμοιοι στην αδιαφορία και την αποστασιοποίησή τους, στη γνήσια απαξία τους για τους υπηκόους τους, μια στάση που διέφερε τόσο από τη σκληρότητα και την αυθαιρεσία των ντόπιων τυράννων στην Ασία όσο και από την εκμεταλλευτική απροσεξία των κατακτητών και την παράλογη και άναρχη καταπίεση της μιας φυλής μέσω της άλλης. Από τη στιγμή που ο Cromer άρχισε να κυβερνά την Αίγυπτο για χάρη της Ινδίας, έχασε το ρόλο του προστάτη των «καθυστερημένων λαών» και δεν μπορούσε πλέον να πιστεύει ειλικρινά ότι «το προσωπικό συμφέρον των υποτελών φυλών είναι η κύρια βάση ολόκληρου του αυτοκρατορικού οικοδομήματος».
Η αποστασιοποίηση έγινε η νέα στάση όλων των μελών των βρετανικών υπηρεσιών· ήταν μια πιο επικίνδυνη μορφή διακυβέρνησης από τον δεσποτισμό και την αυθαιρεσία, επειδή δεν ανεχόταν ούτε καν αυτόν τον τελευταίο δεσμό μεταξύ του δεσπότη και των υπηκόων του που σχηματίζεται με τη δωροδοκία και τα δώρα. Η ίδια η ακεραιότητα της βρετανικής διοίκησης έκανε τη δεσποτική διακυβέρνηση πιο απάνθρωπη και απρόσιτη στους υπηκόους της απ’ ό,τι ήταν ποτέ οι Ασιάτες ηγεμόνες ή οι απερίσκεπτοι κατακτητές. Η ακεραιότητα και η αποστασιοποίηση ήταν σύμβολα ενός απόλυτου διαχωρισμού των συμφερόντων σε σημείο που δεν επιτρέπεται πλέον ούτε καν να συγκρούονται. Συγκριτικά, η εκμετάλλευση, η καταπίεση ή η διαφθορά μοιάζουν με εγγυήσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διότι εκμεταλλευτής και εκμεταλλευόμενος, καταπιεστής και καταπιεσμένος, διαφθορέας και διεφθαρμένος εξακολουθούν να ζουν στον ίδιο κόσμο, εξακολουθούν να μοιράζονται τους ίδιους στόχους, να μάχονται μεταξύ τους για την κατοχή των ίδιων πραγμάτων· και είναι αυτό το tertium comparationis που κατέστρεψε η αποστασιοποίηση. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι ο απόμακρος διαχειριστής ελάχιστα γνώριζε ότι είχε εφεύρει μια νέα μορφή διακυβέρνησης, αλλά στην πραγματικότητα πίστευε ότι η στάση του εξαρτιόταν από «τη βίαιη επαφή με έναν λαό που ζούσε σε ένα χαμηλότερο επίπεδο». Έτσι, αντί να πιστεύει στην ατομική του ανωτερότητα με κάποιο βαθμό ουσιαστικά ακίνδυνης ματαιοδοξίας, αισθανόταν ότι ανήκε σε «ένα έθνος που είχε φτάσει σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο πολιτισμού» και επομένως κατείχε τη θέση του εκ γενετής, ανεξάρτητα από τα προσωπικά του επιτεύγματα.
Η σταδιοδρομία του λόρδου Cromer είναι τόσο συναρπαστική επειδή περιλαμβάνει το ίδιο το σημείο μετακίνησης από τις παλαιότερες αποικιακές προς τις ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες. Η πρώτη του αντίδραση στα καθήκοντά του στην Αίγυπτο ήταν μια έντονη ανησυχία και προβληματισμός για μια κατάσταση πραγμάτων που δεν ήταν «προσάρτηση» αλλά μια «υβριδική μορφή διακυβέρνησης στην οποία δεν μπορεί να δοθεί όνομα και για την οποία δεν υπάρχει προηγούμενο». Το 1885, μετά από δύο χρόνια υπηρεσίας, εξακολουθούσε να τρέφει σοβαρές αμφιβολίες για ένα σύστημα στο οποίο ήταν ο κατ’ όνομα Βρετανός Γενικός Πρόξενος και ο πραγματικός κυβερνήτης της Αιγύπτου και έγραφε ότι ένας «εξαιρετικά ευαίσθητος μηχανισμός [του οποίου] η αποτελεσματική λειτουργία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κρίση και την ικανότητα λίγων ατόμων … μπορεί … να δικαιολογηθεί [μόνο] αν είμαστε σε θέση να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τη δυνατότητα εξόδου … Εάν η δυνατότητα αυτή γίνει τόσο μακρινή ώστε να μην έχει καμία πρακτική σημασία … θα ήταν καλύτερο για μας να συμφωνήσουμε … με τις άλλες Δυνάμεις να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση της χώρας, να εγγυηθούμε το χρέος της κ.λπ.». Χωρίς αμφιβολία, ο Cromer είχε δίκιο και είτε η κατοχή είτε η έξοδος θα εξομάλυνε τα πράγματα. Αυτή η «υβριδική μορφή διακυβέρνησης» χωρίς προηγούμενο έμελλε να γίνει χαρακτηριστικό όλων των ιμπεριαλιστικών εγχειρημάτων, με αποτέλεσμα λίγες δεκαετίες αργότερα όλοι να έχουν χάσει την πρώιμη ορθή κρίση του Cromer για τις δυνατές και αδύνατες μορφές διακυβέρνησης, όπως και τη πρόβλεψη του λόρδου Selbourn πως η φυλετική κοινωνία ως τρόπος ζωής ήταν πρωτοφανής. Τίποτα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καλύτερα το αρχικό στάδιο του ιμπεριαλισμού από τον συνδυασμό αυτών των δύο κρίσεων για τις συνθήκες στην Αφρική: ένας τρόπος ζωής χωρίς προηγούμενο στον Νότο, μια κυβέρνηση χωρίς προηγούμενο στον Βορρά.
Στα επόμενα χρόνια, ο Cromer συμφιλιώθηκε με την «υβριδική μορφή διακυβέρνησης»· στις επιστολές του άρχισε να τη δικαιολογεί και να εξηγεί τις ανάγκες της κυβέρνησης χωρίς όνομα και προηγούμενο. Στο τέλος της ζωής του, περιέγραψε (στο δοκίμιό του με τίτλο «Η κυβέρνηση των υποτελών φυλών») τις βασικές γραμμές αυτού που μπορεί κανείς κάλλιστα να αποκαλέσει θεωρία της γραφειοκρατίας.
Ο Cromer ξεκίνησε αναγνωρίζοντας ότι η «προσωπική επιρροή» χωρίς νομική ή γραπτή πολιτική συνθήκη θα μπορούσε να είναι αρκετή για την «επαρκώς αποτελεσματική εποπτεία των δημόσιων υποθέσεων» σε ξένες χώρες. Αυτή η μορφή άτυπης επιρροής ήταν προτιμότερη από μια σαφώς καθορισμένη πολιτική, επειδή μπορούσε να τροποποιηθεί σε μια στιγμή και δεν ενέπλεκε απαραίτητα την κυβέρνηση της χώρας σε περίπτωση δυσκολιών. Απαιτούσε ένα άριστα εκπαιδευμένο και αξιόπιστο προσωπικό, του οποίου η αφοσίωση και ο πατριωτισμός δεν συνδέονταν με προσωπικές φιλοδοξίες ή ματαιοδοξία και το οποίο θα έπρεπε ακόμη και να απαρνηθεί την ανθρώπινη φιλοδοξία να συνδεθεί το όνομά του με τα επιτεύγματά του. Το κύριο πάθος τους θα έπρεπε να είναι το πάθος για τη μυστικότητα («όσο λιγότερο μιλούν για τους Βρετανούς αξιωματούχους τόσο το καλύτερο»), για έναν ρόλο στο παρασκήνιο· η μεγαλύτερη περιφρόνησή τους θα ήταν ενάντια στη δημοσιότητα και στους ανθρώπους που την αγαπούν. Ο ίδιος ο Cromer διέθετε όλες αυτές τις ιδιότητες σε πολύ υψηλό βαθμό· η οργή του δεν είχε ποτέ προκληθεί πιο έντονα από ό,τι όταν «βγήκε από την κρυψώνα μου», όταν «η πραγματικότητα που πριν ήταν γνωστή μόνο σε λίγους πίσω από τις σκηνές [έγινε] φανερή σε όλο τον κόσμο». Η υπερηφάνειά του ήταν πράγματι «να παραμένει λίγο πολύ κρυμμένος [και] να κινεί τα νήματα». Σε αντάλλαγμα και προκειμένου να καταστεί το έργο του καθόλου δυνατό, ο γραφειοκράτης πρέπει να αισθάνεται ασφαλής από τον έλεγχο – δηλαδή από τον έπαινο, όπως και την επίπληξη – όλων των δημόσιων θεσμών είτε του Κοινοβουλίου, είτε του «Αγγλικού Υπουργείου», είτε του Τύπου. Κάθε ανάπτυξη δημοκρατίας ή ακόμη και η απλή λειτουργία των υφιστάμενων δημοκρατικών θεσμών δεν μπορεί παρά να αποτελεί κίνδυνο, διότι είναι αδύνατο να κυβερνηθεί «ένας λαός από έναν λαό – ο λαός της Ινδίας από τον λαό της Αγγλίας». Η γραφειοκρατία είναι πάντα μια κυβέρνηση ειδικών, μιας «έμπειρης μειοψηφίας» που πρέπει να αντιστέκεται όσο καλύτερα μπορεί στη συνεχή πίεση της «άπειρης πλειοψηφίας». Κάθε λαός είναι κατά βάση μια άπειρη πλειοψηφία και επομένως δεν μπορεί να του εμπιστευτεί κανείς ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα όπως η πολιτική και οι δημόσιες υποθέσεις. Οι γραφειοκράτες, επιπλέον, δεν πρέπει να έχουν καθόλου γενικές αντιλήψεις για τα πολιτικά ζητήματα· ο πατριωτισμός τους δεν πρέπει ποτέ να τους παρασύρει τόσο πολύ ώστε να πιστεύουν στην εγγενή καλοσύνη των πολιτικών αρχών στη χώρα τους· αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μόνο τη φτηνή «μιμητική» εφαρμογή τους «στη διακυβέρνηση καθυστερημένων πληθυσμών», κάτι που, σύμφωνα με τον Cromer, ήταν το κύριο ελάττωμα του γαλλικού συστήματος.
Κανείς ποτέ δεν θα ισχυριστεί ότι ο Cecil Rhodes υπέφερε από έλλειψη ματαιοδοξίας. Σύμφωνα με τον Jameson, περίμενε να τον θυμούνται για τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, παρ’ όλη την όρεξή του για αυτοδοξασμό, βρήκε την ίδια ιδέα της κυριαρχίας μέσω της μυστικότητας με τον υπερμετριοπαθή λόρδο Cromer. Λάτρης της σύνταξης διαθηκών, ο Rhodes επέμενε σε όλες τους (κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του δημόσιου βίου του) ότι τα χρήματά του θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση «μιας μυστικής εταιρείας … για να υλοποιήσει το σχέδιό του», η οποία θα ήταν «οργανωμένη όπως εκείνη του Loyola, με στήριγμα τον αθροισμένο πλούτο όσων η φιλοδοξία τους είναι η επιθυμία να κάνουν κάτι», έτσι ώστε τελικά να υπάρχουν «μεταξύ δύο και τριών χιλιάδων ανδρών στο άνθος της ηλικίας τους διασκορπισμένων σε όλο τον κόσμο, καθένας από τους οποίους θα είχε εντυπωμένο στο μυαλό του στην πιο ευαίσθητη περίοδο της ζωής του το όνειρο του Ιδρυτή, καθένας από τους οποίους, επιπλέον, θα είχε επιλεγεί ειδικά – με μαθηματική ακρίβεια – για τον σκοπό του Ιδρυτή». Πιο διορατικός από τον Cromer, ο Rhodes άνοιξε αμέσως την κοινωνία σε όλα τα μέλη της «βόρειας φυλής», ώστε το ζητούμενο να μην είναι τόσο η ανάπτυξη και η δόξα της Μεγάλης Βρετανίας – της κατάκτησης «ολόκληρης της αφρικανικής ηπείρου, των Αγίων Τόπων, της κοιλάδας του Ευφράτη, των νησιών της Κύπρου και της Κάντιας, ολόκληρης της Νότιας Αμερικής, των νησιών του Ειρηνικού … ολόκληρου το αρχιπελάγους της Μαλαισίας, των ακτών της Κίνας και της Ιαπωνίας [και] την τελική ανάκτηση των Ηνωμένων Πολιτειών» – όσο η επέκταση της «βόρειας φυλής», η οποία οργανωμένη σε μια μυστική κοινωνία θα εγκαθίδρυε μια γραφειοκρατική κυβέρνηση πάνω σε όλους τους λαούς της γης.
Αυτό που έκανε τον Rhodes να ξεπεράσει την έμφυτη τερατώδη ματαιοδοξία του και να αποκαλύψει τη γοητεία της μυστικότητας ήταν το ίδιο πράγμα που είχε κάνει τον Cromer να ξεπεράσει την έμφυτη αίσθηση του καθήκοντος: η ανακάλυψη μιας επέκτασης η οποία δεν καθοδηγούνταν από τη συγκεκριμένη όρεξη για μια συγκεκριμένη χώρα, αλλά την αντιλαμβανόταν ως μια ατέρμονη διαδικασία στην οποία κάθε χώρα θα χρησίμευε μόνο ως σκαλοπάτι για περαιτέρω επέκταση. Εν όψει μιας τέτοιας αντίληψης, η επιθυμία για δόξα δεν μπορεί πλέον να ικανοποιηθεί με τον ένδοξο θρίαμβο επί ενός συγκεκριμένου λαού για χάρη του δικού του λαού, ούτε η αίσθηση του καθήκοντος μπορεί να εκπληρωθεί μέσω της συνείδησης συγκεκριμένων υπηρεσιών και της εκπλήρωσης συγκεκριμένων καθηκόντων. Ανεξάρτητα από τις ατομικές ιδιότητες ή τα ελαττώματα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, μόλις εισέλθει στη δίνη μιας ατέρμονης διαδικασίας επέκτασης, κατά κάποιο τρόπο θα πάψει να είναι αυτό που ήταν και πλέον να υπακούει στους νόμους της διαδικασίας, θα ταυτιστεί με τις ανώνυμες δυνάμεις που πρέπει να υπηρετήσει προκειμένου να διατηρηθεί η όλη διαδικασία σε λειτουργία· θα θεωρήσει τον εαυτό του ως απλή λειτουργία και τελικά θα θεωρήσει μια τέτοια λειτουργικότητα, μια τέτοια ενσωμάτωση στη δυναμική τάση, το υψηλότερο δυνατό επίτευγμά του. Τότε, όπως ο Rhodes ήταν αρκετά τρελός για να αποκαλύψει, δεν μπορούσε πράγματι «να κάνει τίποτα λάθος, αυτό που έκανε έγινε σωστό. Ήταν καθήκον του να κάνει αυτό που ήθελε. Ένιωθε τον εαυτό του θεό – τίποτα λιγότερο». Αλλά ο λόρδος Cromer επισήμανε λογικά το ίδιο φαινόμενο του ανθρώπου που υποβαθμίζεται εκούσια σε απλό όργανο ή απλή λειτουργία, όταν αποκάλεσε τους γραφειοκράτες «όργανα ασύγκριτης αξίας για την εκτέλεση μιας πολιτικής ιμπεριαλισμού».
Είναι προφανές ότι αυτοί οι μυστικοί και ανώνυμοι πράκτορες της δύναμης της επέκτασης δεν αισθάνονταν καμία υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπινους νόμους. Ο μόνος «νόμος» που υπάκουαν ήταν ο «νόμος» της επέκτασης και η μόνη απόδειξη της «νομιμότητάς» τους ήταν η επιτυχία. Έπρεπε να είναι απολύτως πρόθυμοι να εξαφανιστούν στην πλήρη λήθη μόλις αποδειχθεί η αποτυχία, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν πλέον «όργανα ασύγκριτης αξίας». Όσο ήταν επιτυχημένοι, η αίσθηση ότι ενσάρκωναν μεγαλύτερες δυνάμεις από τον εαυτό τους, καθιστούσε σχετικά εύκολο να παραιτηθούν και ακόμη και να περιφρονήσουν το χειροκρότημα και τη δόξα. Ήταν τέρατα έπαρσης στην επιτυχία τους και ήταν τέρατα σεμνότητας στην αποτυχία τους.
Στη βάση της γραφειοκρατίας ως μορφής διακυβέρνησης και της εγγενούς αντικατάστασης του νόμου από προσωρινά και μεταβαλλόμενα διατάγματα, βρίσκεται αυτή η δεισιδαιμονία μιας πιθανής μαγικής ταύτισης του ανθρώπου με τις δυνάμεις της ιστορίας. Το ιδανικό ενός τέτοιου πολιτικού φορέα θα είναι πάντα ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τα παρασκήνια και κινεί τα νήματα της ιστορίας. Ο Cromer απέφευγε τελικά κάθε «γραπτή πράξη ή, πράγματι, οτιδήποτε χειροπιαστό» στις σχέσεις του με την Αίγυπτο, ακόμη και μια διακήρυξη προσάρτησης, προκειμένου να παραμείνει ελεύθερος να υπακούει μόνο στον νόμο της επέκτασης, χωρίς όποια υποχρέωση σε μια ανθρώπινη συνθήκη. Έτσι ο γραφειοκράτης αποφεύγει κάθε γενικό νόμο, αντιμετωπίζοντας κάθε κατάσταση ξεχωριστά με ένα διάταγμα, επειδή η εγγενής σταθερότητα ενός νόμου απειλεί να δημιουργήσει μια μόνιμη κοινότητα στην οποία κανείς δεν θα μπορούσε να είναι θεός, επειδή όλοι θα έπρεπε να υπακούν σε ένα νόμο.
Οι δύο κύριες μορφές αυτού του συστήματος, του οποίου η ίδια η ουσία είναι η άσκοπη διαδικασία, είναι ο γραφειοκράτης από τη μία πλευρά και ο μυστικός πράκτορας από την άλλη. Και οι δύο τύποι, όσο υπηρετούσαν μόνο τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, δεν αρνήθηκαν ποτέ εντελώς την καταγωγή τους από δρακοκτόνους και προστάτες των αδυνάτων και επομένως δεν οδήγησαν ποτέ τα γραφειοκρατικά καθεστώτα στα εγγενή άκρα τους. Ένας Βρετανός γραφειοκράτης σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το θάνατο του Cromer γνώριζε ότι οι «διοικητικές σφαγές» θα μπορούσαν να κρατήσουν την Ινδία εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας· αλλά γνώριζε επίσης πόσο ουτοπικό θα ήταν να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την υποστήριξη των μισητών «αγγλικών υπουργείων» για ένα κατά τα άλλα αρκετά ρεαλιστικό σχέδιο. Ο Λόρδος Curzon, Αντιβασιλέας της Ινδίας, δεν επέδειξε τίποτα από την ευγένεια του Cromer και ήταν αρκετά χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας κοινωνίας που έτεινε όλο και περισσότερο στο να αποδέχεται τα φυλετικά πρότυπα του όχλου, αν αυτά προσφέρονταν με τη μορφή μοντέρνου σνομπισμού. Αλλά ο σνομπισμός είναι ασύμβατος με τον φανατισμό και επομένως δεν είναι ποτέ πραγματικά αποτελεσματικός.
Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας. Και αυτοί, επίσης, έχουν επιφανή καταγωγή – αυτό που είναι ο φονιάς δράκων για τον γραφειοκράτη, είναι ο τυχοδιώκτης για τον μυστικό πράκτορα – και μπορούν, επίσης, να διεκδικήσουν δικαίως έναν ιδρυτικό θρύλο, τον θρύλο του Μεγάλου Παιχνιδιού, όπως τον αφηγείται ο Rudyard Kipling στο Κιμ.
Φυσικά κάθε τυχοδιώκτης ξέρει τι εννοεί ο Kipling όταν εξυμνεί τον Κιμ επειδή «αυτό που αγαπούσε ήταν το παιχνίδι για χάρη του ίδιου». Κάθε άνθρωπος που είναι ακόμη σε θέση να θαυμάζει «αυτόν τον μεγάλο και υπέροχο κόσμο» γνωρίζει ότι δεν αποτελεί επιχείρημα κατά του παιχνιδιού όταν «οι ιεραπόστολοι και οι γραμματείς των φιλανθρωπικών εταιρειών δεν μπορούσαν να δουν την ομορφιά του». Ακόμα λιγότερο, φαίνεται, έχουν δικαίωμα λόγου σε αυτό το επιχείρημα εκείνοι που θεωρούν ότι είναι «αμαρτία να φιλάς το στόμα μιας λευκής κοπέλας και αρετή να φιλάς το παπούτσι ενός μαύρου». Εφόσον η ίδια η ζωή πρέπει τελικά να ζει και να αγαπιέται για τον εαυτό της, η περιπέτεια και η αγάπη του παιχνιδιού για τον εαυτό της φαίνονται εύκολα να είναι ένα πιο έντονα ανθρώπινο σύμβολο της ζωής. Είναι αυτή η υποβόσκουσα παθιασμένη ανθρωπιά που κάνει τον Κιμ το μοναδικό μυθιστόρημα της ιμπεριαλιστικής εποχής στο οποίο μια γνήσια αδελφοσύνη συνδέει τις «ανώτερες και κατώτερες φυλές», στο οποίο ο Κιμ «ένας Σαχίμπ και γιος ενός Σαχίμπ» μπορεί δικαίως να μιλάει για «εμάς» όταν μιλάει για τους «αλυσοδεμένους», «όλοι σε ένα μολυβένιο σχοινί». Υπάρχει κάτι περισσότερο σε αυτό το «εμείς» – παράξενο στο στόμα ενός πιστού στον ιμπεριαλισμό – από την περιβάλλουσα ανωνυμία των ανθρώπων που είναι περήφανοι που δεν έχουν «κανένα όνομα, αλλά μόνο έναν αριθμό και ένα γράμμα», κάτι περισσότερο από την κοινή περηφάνια ότι έχουν «μια τιμή στο κεφάλι τους». Αυτό που τους κάνει συντρόφους είναι η κοινή εμπειρία του είναι – μέσω του κινδύνου, του φόβου, της συνεχούς έκπληξης, της παντελούς έλλειψης συνηθειών, της συνεχούς ετοιμότητας να αλλάξουν την ταυτότητά τους – σύμβολα της ίδιας της ζωής, σύμβολα για παράδειγμα των γεγονότων σε όλη την Ινδία, να μοιράζονται αμέσως τη ζωή όλων αυτών, καθώς «διατρέχει σαν σαΐτα όλη την Ινδία», και ως εκ τούτου να μην είναι πλέον «μόνοι, ένα άτομο, στη μέση όλων αυτών», παγιδευμένοι, κατά κάποιον τρόπο, από τους περιορισμούς της ατομικότητας ή της εθνικότητάς τους. Παίζοντας το Μεγάλο Παιχνίδι, ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται ότι ζει τη μόνη ζωή που αξίζει τον κόπο, επειδή έχει απογυμνωθεί από οτιδήποτε μπορεί ακόμη να θεωρηθεί στολίδι. Η ίδια η ζωή μοιάζει να έχει απομείνει, σε μια φανταστικά ενισχυμένη καθαρότητα, όταν ο άνθρωπος έχει αποκοπεί από όλους τους συνηθισμένους κοινωνικούς δεσμούς, την οικογένεια, την κανονική απασχόληση, έναν συγκεκριμένο στόχο, τις φιλοδοξίες και τη προφυλαγμένη θέση σε μια κοινότητα στην οποία ανήκει εκ γενετής. «Όταν όλοι είναι νεκροί, το Μεγάλο Παιχνίδι έχει τελειώσει. Όχι νωρίτερα.» Όταν κάποιος πεθάνει, η Ζωή τελειώνει, όχι πριν, όχι όταν κάποιος τυχαίνει να πετύχει ό,τι μπορεί να ήθελε. Το γεγονός ότι το παιχνίδι δεν έχει απώτερο σκοπό το κάνει να μοιάζει τόσο επικίνδυνα πολύ με την ίδια τη ζωή.
Η έλλειψη σκοπού είναι η ίδια η γοητεία της ύπαρξης του Κιμ. Ούτε για χάρη της Αγγλίας δέχτηκε τα παράξενα καθήκοντά του, ούτε για χάρη της Ινδίας, ούτε για οποιονδήποτε άλλο ανώτερο ή ποταπό σκοπό. Ιμπεριαλιστικά νοήματα όπως η επέκταση για την επέκταση ή η ισχύς για χάρη της ισχύος μπορεί να τον βόλευαν, αλλά δεν θα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα και σίγουρα δεν θα κατασκεύαζε τέτοιες φόρμουλες. Μπήκε στον ιδιότυπο μονοπάτι του «δικό τους δεν είναι να σκεφτούν γιατί, δικό τους είναι να κάνουν και να πεθάνουν» χωρίς καν να θέσει το πρώτο ερώτημα. Τον έβαζε σε πειρασμό μόνο το βασικό ατελείωτο του παιχνιδιού και η μυστικότητα καθαυτή. Και η μυστικότητα μοιάζει και πάλι με σύμβολο του βασικού μυστηρίου της ζωής.
Κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν λάθος των γεννημένων τυχοδιωκτών, δηλαδή εκείνων που από τη φύση τους συνήθιζαν να κατοικούν έξω από την κοινωνία και έξω από όλα τα πολιτικά σώματα, που βρήκαν στον ιμπεριαλισμό ένα πολιτικό παιχνίδι που ήταν εξ ορισμού ατελείωτο· δεν έπρεπε να γνωρίζουν ότι στην πολιτική ένα ατελείωτο παιχνίδι μπορεί να καταλήξει μόνο σε καταστροφή και ότι η πολιτική μυστικότητα δεν καταλήγει σχεδόν ποτέ σε κάτι ευγενέστερο από τη χυδαία διπροσωπία ενός κατασκόπου. Το αστείο σε βάρος αυτών των συμμετεχόντων στο Μεγάλο Παιχνίδι ήταν ότι οι εργοδότες τους ήξεραν τι ήθελαν και χρησιμοποιούσαν το πάθος για την ανωνυμίας τους για κοινή κατασκοπεία. Αλλά αυτός ο θρίαμβος των πεινασμένων για κέρδος επενδυτών ήταν προσωρινός και εξαπατήθηκαν δεόντως όταν λίγες δεκαετίες αργότερα συνάντησαν τους παίκτες του παιχνιδιού του ολοκληρωτισμού, ενός παιχνιδιού που παίζεται χωρίς απώτερα κίνητρα όπως το κέρδος και επομένως παίζεται με τέτοια δολοφονική αποτελεσματικότητα που καταβρόχθισε ακόμη και αυτούς που το χρηματοδότησαν.
Πριν συμβεί αυτό, ωστόσο, οι ιμπεριαλιστές είχαν καταστρέψει τον καλύτερο άνθρωπο που μετατράπηκε ποτέ από τυχοδιώκτης (με έντονο μείγμα δρακοκτόνου) σε μυστικό πράκτορα, τον Lawrence της Αραβίας. Ποτέ ξανά το πείραμα της μυστικής πολιτικής δεν έγινε πιο καθαρά από έναν πιο αξιοπρεπή άνθρωπο. Ο Lawrence πειραματίστηκε άφοβα πάνω στον εαυτό του, και στη συνέχεια επέστρεψε και πίστεψε ότι ανήκε στη «χαμένη γενιά». Πίστευε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι «οι γέροι βγήκαν ξανά και μας έκλεψαν τη νίκη μας», προκειμένου να «ξαναφτιάξουν [τον κόσμο] κατά την εικόνα του προηγούμενου κόσμου που γνώριζαν». Στην πραγματικότητα οι γέροι ήταν αρκετά αναποτελεσματικοί ακόμη και σε αυτό, και παρέδωσαν τη νίκη τους μαζί με τη δύναμή τους σε άλλους άνδρες της ίδιας «χαμένης γενιάς», οι οποίοι δεν ήταν ούτε μεγαλύτεροι ούτε και τόσο διαφορετικοί από τον Lawrence. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ο Lawrence εξακολουθούσε να προσκολλάται γερά σε μια ηθική, η οποία, ωστόσο, είχε ήδη χάσει κάθε αντικειμενικό θεμέλιο και αποτελούνταν μόνο από ένα είδος ιδιωτικής και αναγκαστικά δονκιχωτικής στάσης ιπποτισμού.
Ο Lawrence μπήκε στον πειρασμό να γίνει μυστικός πράκτορας στην Αραβία εξαιτίας της έντονης επιθυμίας του να εγκαταλείψει τον κόσμο της βαρετής αξιοπρέπειας, η συνέχεια του οποίου είχε απλώς καταστεί άνευ νοήματος, εξαιτίας της αηδίας του για τον κόσμο καθώς και για τον εαυτό του. Αυτό που τον έλκυε περισσότερο στον αραβικό πολιτισμό ήταν το «ευαγγέλιο της γυμνότητας … [το οποίο] περιλαμβάνει προφανώς και ένα είδος ηθικής γυμνότητας», το οποίο «έχει εξαγνιστεί απόλυτα από εγχώριους θεούς». Αυτό που προσπάθησε περισσότερο απ’ όλα μετά την επιστροφή του στον αγγλικό πολιτισμό ήταν να αποφύγει να ζήσει μια δική του ζωή, έτσι ώστε κατέληξε σε μια προφανώς ακατανόητη κατάταξη ως οπλίτης στον βρετανικό στρατό, ο οποίος προφανώς ήταν ο μόνος θεσμός στον οποίο η τιμή ενός ανθρώπου ταυτίζεται με την απώλεια της ατομικής του προσωπικότητας.
Όταν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έστειλε τον T. E. Lawrence στους Άραβες της Εγγύς Ανατολής με την αποστολή να τους ξεσηκώσει σε εξέγερση κατά των Τούρκων αφεντών τους και να τους κάνει να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών, βρέθηκε στο κέντρο του Μεγάλου Παιχνιδιού. Θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό του μόνο αν ξεσηκωνόταν ένα εθνικό κίνημα μεταξύ των αραβικών φυλών, ένα εθνικό κίνημα που τελικά θα εξυπηρετούσε τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Ο Lawrence έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν το αραβικό εθνικό κίνημα η πρωταρχική του έγνοια, και το έκανε τόσο καλά που έφτασε να το πιστεύει και ο ίδιος. Αλλά και πάλι, δεν ανήκε, ήταν τελικά ανίκανος «να σκεφτεί τη σκέψη τους» και να «υιοθετήσει τον χαρακτήρα τους». Προσποιούμενος τον Άραβα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χάσει τον «αγγλικό εαυτό του». Τον γοήτευε πιο έντονα η απόλυτη μυστικότητα της αυτοεξολόθρευσης από ό,τι οι προφανείς δικαιολογίες των καλοπροαίρετων ηγεμόνων πάνω στους καθυστερημένους λαούς που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο λόρδος Cromer. Μια γενιά μεγαλύτερος και θλιβερότερος από τον λόρδο Cromer, απόλαυσε με μεγάλη ευχαρίστηση έναν ρόλο που απαιτούσε την αναμόρφωση ολόκληρης της προσωπικότητάς του μέχρι να προσαρμοστεί στο Μεγάλο Παιχνίδι, μέχρι να γίνει η ενσάρκωση της δύναμης του αραβικού εθνικού κινήματος, μέχρι να χάσει κάθε φυσική ματαιοδοξία στη μυστηριώδη συμμαχία του με δυνάμεις αναγκαστικά μεγαλύτερες από τον ίδιο, όσο μεγάλος κι αν θα μπορούσε να είναι, μέχρι να αποκτήσει μια θανάσιμη «περιφρόνηση όχι για τους άλλους ανθρώπους αλλά για όλα όσα κάνουν», από δική τους πρωτοβουλία και όχι σε συμμαχία με τις δυνάμεις της ιστορίας.
Όταν, στο τέλος του πολέμου, ο Lawrence αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προσποιήσεις του μυστικού πράκτορα και έπρεπε με κάποιο τρόπο να ανακτήσει τον «αγγλικό εαυτό» του, «κοίταξε τη Δύση και τις συμβάσεις της με νέα μάτια: τα κατέστρεψαν όλα για μένα». Από το Μεγάλο Παιχνίδι της ανυπολόγιστης έκτασης, το οποίο καμία δημοσιότητα δεν είχε δοξάσει ή περιορίσει και το οποίο τον είχε εξυψώσει στα είκοσι του χρόνια πάνω από βασιλιάδες και πρωθυπουργούς επειδή «τους είχε φτιάξει ή είχε παίξει μαζί τους», ο Lawrence επέστρεψε στην πατρίδα του με μια εμμονική επιθυμία για ανωνυμία και τη βαθιά πεποίθηση ότι τίποτα από όσα θα μπορούσε ακόμα να κάνει στη ζωή του δεν θα τον ικανοποιούσε ποτέ. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαλε από την τέλεια γνώση του ότι ο ίδιος δεν ήταν μεγάλος, αλλά μόνο ο ρόλος που είχε αναλάβει με επιτυχία, ότι η μεγαλοσύνη του ήταν αποτέλεσμα του Παιχνιδιού και όχι δικό του προϊόν. Τώρα πια «δεν ήθελε να είναι μεγάλος πια» και αποφάσισε ότι δεν επρόκειτο «να ξαναγίνει αξιοσέβαστος» και έτσι πράγματι «θεραπεύτηκε … από κάθε επιθυμία να κάνει ποτέ κάτι για τον εαυτό του». Ήταν το φάντασμα μιας δύναμης, και έγινε φάντασμα ανάμεσα στους ζωντανούς όταν του αφαιρέθηκε η δύναμη, η λειτουργία. Αυτό που έψαχνε μανιωδώς ήταν ένας άλλος ρόλος για να παίξει. Αυτό ήταν αρχικά το «παιχνίδι» για το οποίο ο Shaw ρωτούσε, ευγενικά αλλά χωρίς κατανόηση, σαν να προερχόταν από άλλον αιώνα, μη καταλαβαίνοντας γιατί ένας άνθρωπος με ένα τόσο μεγάλο επίτευγμα δεν το παραδεχόταν. Μόνο ένας άλλος ρόλος, μια άλλη λειτουργία θα ήταν αρκετά ισχυρή για να αποτρέψει την ταύτιση του εαυτού του και του κόσμου με τις πράξεις του στην Αραβία και να δημιουργήσει έτσι μια νέα προσωπικότητα. Δεν ήθελε να γίνει ο «Lawrence της Αραβίας», επειδή κατά βάθος δεν ήθελε να βρει έναν νέο εαυτό αφού είχε χάσει τον παλιό του. Το μεγαλείο του ήταν ότι ήταν αρκετά παθιασμένος ώστε να αρνείται τους φτηνούς συμβιβασμούς και τους εύκολους δρόμους προς την πραγματικότητα και την αξιοπρέπεια, ότι δεν έχασε ποτέ τη συνείδησή του ότι ήταν μόνο μια λειτουργία και έπαιξε έναν ρόλο και επομένως «δεν πρέπει να επωφεληθεί με κανέναν τρόπο από όσα είχε κάνει στην Αραβία. Τις τιμές που είχε κερδίσει τις αρνήθηκε. Οι δουλειές που του προσφέρθηκαν λόγω της φήμης του έπρεπε να απορριφθούν, ούτε θα επέτρεπε στον εαυτό του να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του κερδίζοντας από τη συγγραφή ενός και μόνο πληρωμένου δημοσιογραφικού άρθρου υπό το όνομα Lawrence».
Η ιστορία του Τ. Ε. Lawrence σε όλη τη συγκινητική της πικρία και το μεγαλείο της δεν ήταν απλώς η ιστορία ενός πληρωμένου υπαλλήλου ή ενός μισθωμένου κατασκόπου, αλλά ακριβώς η ιστορία ενός πραγματικού πράκτορα ή λειτουργού, κάποιου που πραγματικά πίστευε ότι είχε μπει – ή είχε οδηγηθεί – στο ρεύμα της ιστορικής του αναγκαιότητας και είχε γίνει λειτουργός ή πράκτορας των μυστικών δυνάμεων που κυβερνούν τον κόσμο. «Είχα σπρώξει το καρότσι μου μέσα στο αιώνιο ρεύμα, και έτσι πήγαινε πιο γρήγορα από εκείνα που σπρώχνονται κατά πλάτος του ρεύματος ή ενάντια σ’ αυτό. Δεν πίστευα τελικά στο αραβικό κίνημα: αλλά το θεωρούσα απαραίτητο στον καιρό και στον τόπο του». Ακριβώς όπως ο Cromer είχε κυβερνήσει την Αίγυπτο για χάρη της Ινδίας ή ο Rhodes τη Νότια Αφρική για χάρη της περαιτέρω επέκτασης, ο Lawrence έδρασε για κάποιον απώτερο απρόβλεπτο σκοπό. Η μόνη ικανοποίηση που μπορούσε να πάρει από αυτό, ελλείψει της ήρεμης συνείδησης κάποιου περιορισμένου επιτεύγματος, προερχόταν από την αίσθηση της ίδιας της λειτουργίας, από το ότι αγκαλιάστηκε και οδηγήθηκε από κάποιο μεγάλο κίνημα. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο και σε απόγνωση, προσπαθούσε να βρει κάποιο υποκατάστατο για αυτό το είδος «αυτοϊκανοποίησης» και «την έβρισκε μόνο από την απόλυτη ταχύτητα σε μια μοτοσικλέτα». Αν και ο Lawrence δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τον φανατισμό μιας ιδεολογίας της κίνησης, πιθανώς επειδή ήταν πολύ καλά μορφωμένος για τις δεισιδαιμονίες της εποχής του, είχε ήδη βιώσει αυτή τη γοητεία, που βασίζεται στην απόγνωση κάθε πιθανής ανθρώπινης ευθύνης, την οποία ασκεί το αιώνιο ρεύμα και η αιώνια κίνησή του. Πνίγηκε μέσα σ’ αυτό και δεν του έμεινε τίποτε άλλο παρά κάποια ανεξήγητη αξιοπρέπεια και μια περηφάνια ότι «έσπρωξε στη σωστή κατεύθυνση». «Ακόμα προβληματίζομαι για το πόσο μετράει το άτομο : πολύ, φαντάζομαι, αν σπρώχνει στη σωστή κατεύθυνση». Αυτό, λοιπόν, είναι το τέλος της πραγματικής υπερηφάνειας του δυτικού ανθρώπου που δεν κάνει πια «ένα πράγμα για τον εαυτό του ούτε ένα πράγμα τόσο καθαρό ώστε να είναι δικό του», το να δίνει νόμους στον κόσμο, δεν μετράει πια ως αυτοσκοπός, αλλά έχει μια ευκαιρία μόνο σε συμμαχία με τις μυστικές δυνάμεις της ιστορίας και της αναγκαιότητας, των οποίων δεν αποτελεί παρά μόνο μια λειτουργία.
Όταν ο ευρωπαϊκός όχλος ανακάλυψε τι «ωραία αρετή» θα ήταν ένα λευκό δέρμα στην Αφρική, όταν ο Άγγλος κατακτητής στην Ινδία έγινε ένας κυβερνήτης που δεν πίστευε καν στην καθολική ισχύ του δικού του νόμου, αλλά στην έμφυτη ικανότητά του να κυβερνά και να κυριαρχεί, όταν οι δρακοκτόνοι μετατράπηκαν είτε σε «λευκούς άνδρες» «ανώτερων γενιών» είτε σε γραφειοκράτες και κατασκόπους, παίζοντας το Μεγάλο Παιχνίδι των ατελείωτων απώτερων σκοπιμοτήτων σε αέναη κίνηση· όταν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (ιδίως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) άρχισαν να προσελκύουν τους καλύτερους γιους της Αγγλίας που προτιμούσαν να υπηρετούν μυστηριώδεις δυνάμεις σε όλο τον κόσμο πριν υπηρετήσουν το κοινό καλό της πατρίδας τους, το σκηνικό φαινόταν να έχει στηθεί για όλες τις πιθανές φρικαλεότητες. Μπροστά στη μύτη του καθενός βρίσκονταν πολλά από τα στοιχεία που συγκεντρωμένα μαζί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ολοκληρωτική κυβέρνηση στη βάση του ρατσισμού. Οι «διοικητικές σφαγές» προτάθηκαν από Ινδούς γραφειοκράτες, ενώ Αφρικανοί αξιωματούχοι δήλωναν ότι «καμία ηθική άποψη, όπως το δικαίωμα του ανθρώπου, δεν θα επιτραπεί να σταθεί εμπόδιο» στην κυριαρχία των λευκών. Το ευτυχές γεγονός είναι ότι παρόλο που η ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Αγγλίας βυθίστηκε σε κάποιο επίπεδο χυδαιότητας, η σκληρότητα έπαιξε μικρότερο ρόλο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων από ποτέ άλλοτε και ένα ελάχιστο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διασφαλιζόταν πάντα. Είναι αυτή η μετριοπάθεια εν μέσω της απλής ανοησίας που άνοιξε το δρόμο για αυτό που ο Τσόρτσιλ αποκάλεσε «τη διάλυση της αυτοκρατορίας της Αυτού Μεγαλειότητας» και που τελικά μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι η μετατροπή του αγγλικού έθνους σε μια Κοινοπολιτεία αγγλικών λαών.