Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κάμπος: Cambridge Papers in Modern Greek 4. Ο Θανάσης Σφήκας είναι καθηγητής διεθνούς και ελληνικής ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Ι Εισαγωγή

Η έρευνα σε ένα θέμα με τίτλο «Η Ελλάδα και ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος» μπορεί να φτάσει πολύ πιο μακριά από τις μερικές εκατοντάδες Έλληνες εθελοντές που εντάχθηκαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία. Μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει μια σύγκριση των ιδεολογιών του Francisco Franco και του Ιωάννη Μεταξά. Ήταν οι δύο στρατηγοί φασίστες; Ποιες ήταν οι διαφορές και οι ομοιότητες μεταξύ των ιδεολογιών που εκπροσωπούσαν; Και ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στο Nuevo Estado του Franco, στο Nuovo Estado του Salazar και στο Νέον Κράτος του Μεταξά – το ελληνικό ισοδύναμο των ισπανικών και πορτογαλικών όρων ; Αυτά είναι πραγματικά συναρπαστικά ερωτήματα, τα οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορούν να απαντηθούν καλύτερα αφού πρώτα γίνει κάποια πιο πεζή προεργασία.

Αυτή η προεργασία πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση της ελληνικής στάσης απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, με βάση την αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεολογίας, εξωτερικής πολιτικής και οικονομικής αναγκαιότητας. Το αρχικό κίνητρο για την προσέγγιση αυτή δόθηκε από την εντύπωση ότι ενώ έχει δοθεί τεράστια προσοχή στη μελέτη της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Ισπανική Δημοκρατία και τους Ισπανούς Εθνικιστές, μέχρι στιγμής δεν έχει δοθεί καμία προσοχή στον αντίκτυπο των ισπανικών εξελίξεων στη διπλωματία και τις ανησυχίες για την ασφάλεια των μικρότερων κρατών. Αυτό είναι κατανοητό λόγω του κυρίαρχου ρόλου που διαδραμάτισαν η Γερμανία, η Ιταλία, η Σοβιετική Ένωση, η Βρετανία και η Γαλλία στην Ισπανία το 1936-1939. Ωστόσο, ως μακράν το σημαντικότερο ζήτημα της ευρωπαϊκής διπλωματίας στο δεύτερο μέρος της δεκαετίας του 1930, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος είχε σημαντικό αντίκτυπο σε ολόκληρη την ήπειρο. Η Ανατολική Μεσόγειος δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς οι ευρύτερες στρατηγικές ανησυχίες ώθησαν τα μικρά κράτη της περιοχής να παρακολουθούν με αγωνία τις ισπανικές εξελίξεις και τον βαθμό στον οποίο αυτές επηρεάζονταν από την ξένη παρέμβαση ή μη παρέμβαση. Η Ελλάδα επηρεάστηκε ιδιαίτερα, όχι μόνο λόγω των σημαντικών παραλληλισμών στην ιστορική εξέλιξη των δύο χωρών κατά την περίοδο μεταξύ του 1860 περίπου και των μέσων της δεκαετίας του 1930, αλλά και λόγω των λεπτών και πολύπλοκων σχέσεων της με τρεις από τους εξωτερικούς παράγοντες του ισπανικού εμφυλίου πολέμου – τη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γερμανία.

Υπό αυτό το πρίσμα, και ως εισαγωγή, η μελέτη της ελληνικής στάσης απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο προσφέρει μια εικόνα των «παράλληλων ζωών» της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας του 1924-1935 και της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας του 1931-1936. Ο εντοπισμός τέτοιων κοινών χαρακτηριστικών που μπορεί να υπάρχουν στην ιστορική εξέλιξη της Ισπανίας και της Ελλάδας ανοίγει το δρόμο για μια συγκριτική προσέγγιση όσων αποτέλεσαν, για τις δυο χώρες, τις καθοριστικές φάσεις της σύγχρονης εμπειρίας τους: Και οι δύο προκλήθηκαν από την κατάρρευση της πολιτικής νομιμότητας και από αυτό που ο Raymond Carr περιέγραψε – αναφερόμενος στην Ισπανία, αλλά οι ιστορικοί της Ελλάδας θα αναγνωρίσουν την ευρύτερη απήχηση της διατύπωσής του – ως «μια τεράστια και επικίνδυνη διαδικασία μαζικής πολιτικοποίησης», η οποία στα μάτια των «αξιοσέβαστων τάξεων» σήμαινε «την ξαφνική είσοδο ακαλλιέργητων βαρβάρων σε περιοχές εξουσίας που μέχρι πρότινος κατοικούσαν οι ανώτεροί τους». Στην Ισπανία η «εισβολή» πραγματοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Δεύτερης Δημοκρατίας· στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930 υπήρχε μόνο η προοπτική μιας τέτοιας «εισβολής», η οποία δεν έγινε παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με αιχμή του δόρατος το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο υπό κομμουνιστική ηγεσία υπό την κατοχή του Άξονα.

Σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο, αν ένα από τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας είναι η εσωστρέφεια και ο ελληνοκεντρισμός της, δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε το σχόλιο του Γ.Β. Λεονταρίτη πως η μελέτη της ιστορίας άλλων λαών είναι υψίστης σημασίας όχι για να μεταφυτεύσουμε κάποια μοντέρνα νέα μεθοδολογία, αλλά για να έχουμε πάντα επίγνωση των κινδύνων ενός ιστορικού και ιστοριογραφικού εθνοκεντρισμού, ο οποίος εμποδίζει τη συνειδητοποίηση της ιδιότυπης λειτουργίας του χώρου και του χρόνου, συσκοτίζει τη θέαση της ανθρώπινης συλλογικής μνήμης και τελικά οδηγεί σε μια εγωκεντρική και «ψευδαισθητική» αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης γενικότερα και της «θέσης μας σε ένα παγκόσμιο σύστημα» ειδικότερα.

Με αυτή την προειδοποίηση κατά νου, και έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η ιστορία της Ελλάδας του Μεταξά μετριέται συνήθως είτε με όρους αγγλοελληνικών σχέσεων είτε με όρους μιας αγωνιώδους συζήτησης για το αν ο στρατηγός ήταν φασίστας, οι έρευνες για την εξωτερική πολιτική και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας του Μεταξά μπορούν να εμπλουτιστούν με την εστίαση στην ελληνική στάση απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Αυτό όχι μόνο θα λάβει υπόψη του τον ιδεολογικό αντίκτυπο του γεγονότος, που ήταν αναμενόμενος, αλλά θα αποκαλύψει επίσης κάποιους ενδιαφέροντες περιορισμούς, φόβους και ευκαιρίες που παρουσίαζε η ισπανική στάση για την Ελλάδα.

Στο άρθρο αυτό θα συζητηθεί αρχικά συνοπτικά γιατί η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία και η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία έζησαν «παράλληλους βίους». Δεύτερον, θα ασχοληθεί με τις ελληνικές αντιδράσεις στο ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, εστιάζοντας στον ιδεολογικό αντίκτυπο και την αξιοποίησή του από το καθεστώς Μεταξά. Τέλος, εισάγοντας στη συζήτηση τις ανησυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 1930, θα συζητηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεολογίας, εξωτερικής πολιτικής και οικονομικής αναγκαιότητας με αναφορά στο εμπόριο όπλων της Ελλάδας στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στο ρόλο της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και στην ελληνική διπλωματική στάση απέναντι στις διεθνείς διαστάσεις και επιπτώσεις της σύγκρουσης.

ΙΙ Παράλληλες ζωές

Η άποψη ότι, τουλάχιστον κατά κάποιον τρόπο, η Ισπανία και η Ελλάδα έζησαν «παράλληλες ζωές» από τη δεκαετία του 1860 περίπου και μετά προκύπτει από τη σύγκριση των ιστορικών χρονολογιών τους. Η οικονομική ανάπτυξη και στις δύο χώρες, έστω και αν διέφερε ως προς την προέλευση, τον ρυθμό και την έκταση, απελευθέρωσε παρόμοιες εντάσεις· οι φιλελεύθερες επαναστάσεις στη δεκαετία του 1860 οδήγησαν σε συνταγματικές μοναρχίες µε ελπίδες για γνήσια φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα· η διάψευση αυτών των ελπίδων οδήγησε στην πολιτική της στασιμότητας και στις εκκλήσεις για ουσιαστικές αλλαγές· μεγάλες εθνικές ταπεινώσεις στις εξωτερικές υποθέσεις – το 1897 και το 1922 για την Ελλάδα, το 1898 και το 1921 για την Ισπανία – κλόνισαν τα θεμέλια της παλαιάς τάξης και ενίσχυσαν τα αιτήματα για εθνική αναγέννηση. Στην αρχή το τίμημα πλήρωσαν οι μοναρχίες, αλλά τελικά η δημοκρατία ήταν το μεγάλο θύμα. Στη δεκαετία του 1930 και οι δύο δημοκρατίες αντιμετώπισαν μεγάλες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις στις οποίες οι «αξιοσέβαστες τάξεις» απάντησαν με επίθεση στη δημοκρατία. Η ένταση της κρίσης διέφερε στις δύο χώρες, αν και υποστηρίζεται ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν πιθανός στην Ελλάδα ακόμη και τη δεκαετία του 1930. Αυτό μπορεί κάλλιστα να ίσχυε, αλλά η αντίδραση των «ευυπόληπτων τάξεων» ήταν ανάλογη της πρόκλησης. Στην Ισπανία ερμήνευσαν όλη τη ρεπουμπλικανική εμπειρία από το 1931 ως εισβολή ακαλλιέργητων βαρβάρων στα μέγαρα της εξουσίας, από όπου προσπάθησαν να τους εκδιώξουν με τη ισχύ των όπλων. Στην Ελλάδα, και μόνο η προοπτική ότι οι βάρβαροι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν μια παρόμοια εισβολή ώθησε τις «αξιοσέβαστες τάξεις» να καταργήσουν τη δημοκρατία. Όταν η εισβολή πραγματοποιήθηκε πράγματι τη δεκαετία του 1940, κατέφυγαν και αυτοί στη βία.

Όλα αυτά δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως μια υπερβολική προσπάθεια να βρεθούν παραλληλισμοί. Ο καθηγητής Edward Malefakis έχει επισημάνει ότι αυτό που διέκρινε τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία από τις περίπου σύγχρονες Δημοκρατίες στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και ακόμη και τη Γερμανία της Βαϊμάρης ήταν ότι, τουλάχιστον κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, έδειξε ότι ο λόγος ύπαρξής της δεν ήταν απλώς να αλλάξει επιφανειακά κάποιες πολιτικές μορφές, αλλά να εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την πραγματική εθνική αναγέννηση – κάτι που η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία απέτυχε να κάνει. Ωστόσο, πίσω από τις ανακατατάξεις που χαρακτηρίζουν την ιστορική εξέλιξη και των δύο χωρών βρισκόταν η προτεραιότητα του πολιτικού φιλελευθερισμού έναντι της εκβιομηχάνισης. Ο Raymond Carr παρατήρησε ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας εξηγείται από την επιβολή προηγμένων φιλελεύθερων θεσμών σε μια οικονομικά καθυστερημένη και συντηρητική κοινωνία – κάτι που θυμίζει το σχόλιο του Νίκου Σβορώνου για την Ελλάδα: μια αγροτική χώρα, με χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, η οποία παρουσίαζε πολιτικές δομές παρόμοιες με εκείνες των μοντέρνων και προηγμένων χωρών της Δύσης.

Δεδομένου ότι μια συγκριτική ιστορία των δύο χωρών πριν από τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1936 θα αποτελούσε ένα συναρπαστικό αλλά πολύ μεγαλύτερο θέμα, αρκεί να επισημάνουμε εδώ ότι αν οι δύο Δημοκρατίες μοιράζονταν μια δυσκολία στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αυτή ήταν η ανάδειξη των μη προνομιούχων στο προσκήνιο της πολιτικής. Αν και η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί στην Ισπανία και μόλις είχε αρχίσει στην Ελλάδα, η πρώτη ειδοποίησε τη δεύτερη. Αυτό υπέδειξε ο Έλληνας φιλελεύθερος στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1936 σημείωσε αναφορικά με τα αίτια της δικτατορίας Μεταξά, η οποία είχε εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα μόλις δύο εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία: «Ο φόβος του κομμουνισμού από τις αστικές τάξεις και τα γεγονότα της Ισπανίας έκαναν πολλούς να προτιμήσουν να χάσουν τις ελευθερίες τους παρά τα χρήματά τους».

ΙΙΙ Ο ιδεολογικός αντίκτυπος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα

Το σχόλιο του Μαζαράκη αναφέρεται ευθέως στον ιδεολογικό αντίκτυπο που είχε στην Ελλάδα η εξελισσόμενη ισπανική στάση. Το ιστορικά έντονο ενδιαφέρον που είχαν επιδείξει οι Έλληνες για τις ισπανικές υποθέσεις εντάθηκε μετά τον Απρίλιο του 1931, όταν ο φιλελεύθερος-δημοκρατικός Τύπος στην Αθήνα χαιρέτισε την έλευση της Δεύτερης Δημοκρατίας στην Ισπανία ως απόδειξη της χρεοκοπίας του θεσμού της μοναρχίας και των αρετών των δημοκρατικών δημοκρατιών. Αντίθετα, το 1935 οι Καρλιστές, το κλασικό δεξιό καθολικό κόμμα στην Ισπανία, υποστήριζαν ότι η μοναρχία ήταν η τάση σε όλη την Ευρώπη εκείνη την εποχή. Όταν τους ζητήθηκε απόδειξη, έδειξαν την Ελλάδα, όπου τον Νοέμβριο του 1935 είχε καταργηθεί η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία και ο Γεώργιος Β’ είχε επανέλθει στον θρόνο. Από τον Ιούλιο του 1936 και μετά, ο ελληνικός Τύπος ξεκίνησε μια καθημερινή και εκτενή κάλυψη του εμφυλίου πολέμου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος. Η λογοκρισία υπό τη δικτατορία του Μεταξά σήμαινε ότι όλες οι ελληνικές εφημερίδες κάλυπταν τη σύγκρουση με φιλοεθνικιστική προκατάληψη, με εξαίρεση τη φιλελεύθερη εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, στην οποία, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή της προς τον Μεταξά, επιτρεπόταν να παρουσιάζει μια πιο αντικειμενική εικόνα δημοσιεύοντας ρεπορτάζ από πηγές της Ισπανικής Δημοκρατίας.

Οι ιδεολόγοι του καθεστώτος Μεταξά, και περιστασιακά ο ίδιος ο αφέντης τους, αναφέρονταν στην ισπανική σύγκρουση για να δικαιολογήσουν τη δική τους δράση στην Ελλάδα στις 4 Αυγούστου 1936. Σε ένα ραδιοφωνικό διάγγελμα έξι ημέρες μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ο Μεταξάς είπε στον ελληνικό λαό: «Κανείς από εσάς, εκτός από τους γνωστούς δημαγωγούς και τους διαταραγμένους ανατρεπτικούς, δεν θέλει να δει τον τόπο μας να έχει την τύχη της άτυχης Ισπανίας». Ο δικτάτορας επανήλθε στο θέμα σε ομιλία του στις 2 Οκτωβρίου 1936, όταν έκανε ένα πιο άμεσο συσχετισμό μεταξύ των ισπανικών και των ελληνικών εξελίξεων. Αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατούσε την παραμονή της 4ης Αυγούστου 1936, είπε ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια πολύ πραγματική κομμουνιστική απειλή από τους ντόπιους πράκτορες του διεθνούς κομμουνισμού:

«Στο γενικότερο σχέδιο ανατροπής του κομμουνισμού, η Ελλάδα ήταν μέρος του μεγαλύτερου παιχνιδιού και θα έπρεπε να θυσιαστεί, όταν θα ερχόταν η ώρα, για χάρη της γενικής καταστροφής. Και ο χρόνος που είχε αποφασιστεί για την Ελλάδα ήταν η 5η Αυγούστου. Ενεργήσαμε εγκαίρως, την προηγούμενη ημέρα. Δεν έχετε καμία αμφιβολία για τον κίνδυνο που διατρέξατε. […] Είδατε όλο το παιχνίδι να παίζεται μπροστά σας. Γίνετε μάρτυρες της Ισπανίας, ενός έθνους ιστορικού, θαρραλέου και υπερήφανου, για να αναλογιστείτε τη μοίρα που περίμενε τη φτωχή Ελλάδα».

Υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα και η Ισπανία ήταν μέρη του μεγαλύτερου παιχνιδιού της κομμουνιστικής ανατροπής, ο Μεταξάς αναφερόταν σε ένα δημοσίευμα που είχε δημοσιευτεί στην κορυφαία βασιλική εφημερίδα Καθημερινή στις 23 Σεπτεμβρίου 1936. Το ρεπορτάζ αυτό περιελάμβανε εκτενείς λεπτομέρειες από ένα έγγραφο που φέρεται να είχε περιέλθει στην κατοχή της ελληνικής κυβέρνησης από το εξωτερικό. Οι τίτλοι συνοψίζονταν στα εξής:

«Το πλήρες σχέδιο της Τρίτης Διεθνούς για την παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση αποκαλύπτεται. Από το εξωτερικό ετοιμαζόταν μια κοινή μοίρα για την Ελλάδα και την Ισπανία. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης [τον Μάιο του 1936, όταν μια διαδήλωση καπνεργατών είχε καταλήξει στον θάνατο δώδεκα απεργούς] ήταν το προοίμιο της επανάστασης».

Στον πυρήνα της κομμουνιστικής συνωμοσίας βρισκόταν ο σχηματισμός των Λαϊκών Μετώπων, που είχε φέρει πρώτα την Ισπανία στο κατώφλι μιας κομμουνιστικής επανάστασης· η Γαλλία θα ερχόταν δεύτερη και η Ελλάδα τρίτη. Ο δρόμος για την κομμουνιστική κατάληψη στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει στις αρχές του 1936, όταν οι δεκαπέντε κομμουνιστές βουλευτές στην ισόρροπη Βουλή ψήφισαν τον αρχηγό του Φιλελεύθερου Κόμματος στην προεδρία της Βουλής, προσφέροντας έτσι στους Φιλελεύθερους την απαιτούμενη πλειοψηφία για το σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτή ήταν η αρχή του Ελληνικού Λαϊκού Μετώπου, το οποίο σύντομα θα οδηγούσε τη χώρα στην ισπανική άβυσσο, αν δεν υπήρχε η ενέργεια του Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936.

Ο ίδιος ο Μεταξάς δεν φαίνεται να έκανε άλλες αναφορές στην Ισπανία, έχοντας προφανώς αφήσει το έργο αυτό στους ιδεολόγους του καθεστώτος του. Η πιο δυσάρεστη προσπάθεια να αναδείξει τη σημασία του ισπανικού εμφυλίου πολέμου για τον ελληνικό λαό ήταν ένα άρθρο του δημοσιογράφου Αχιλλέα Κύρου, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1938 στο Νέον Κράτος, το μηνιαίο ανεπίσημο περιοδικό του καθεστώτος. Ο Κύρου υποστήριζε ότι το καλοκαίρι του 1936 η Ισπανία και η Ελλάδα είχαν διατρέξει τον ίδιο κίνδυνο – ένα σχέδιο «μπολσεβικοποίησης», το οποίο καθοδηγούσε ο διεθνής κομμουνισμός και το «Ανώτατο Ισραηλιτικό Συμβούλιο». Το ηθικό δίδαγμα για τους Έλληνες ήρθε με την επίθεση σε όσους φιλελεύθερους πολιτικούς είχαν ρεπουμπλικανικές συμπάθειες:

«Αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα εκείνης της τύφλωσης που πλήττει ορισμένους βουλευτές και δημοκράτες σε σχέση με τον κομμουνισμό και που τους κάνει να μη διστάζουν να δεχτούν το ακόμα ματωμένο χέρι αυτών των σφαγέων, δήθεν για να προστατεύσουν τις κοινοβουλευτικές πεποιθήσεις. Είναι ακριβώς αυτή η ασθένεια που έκανε τον κοινοβουλευτισμό και τον φιλελευθερισμό να εξελιχθούν σε προδρόμους [του] και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον κομμουνισμό και αποτέλεσε μία από τις κύριες αιτίες της χρεοκοπίας του κοινοβουλευτισμού. Ωστόσο, αυτή η τύφλωση δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να αλλάξει τη μεγάλη σημασία του ισπανικού αγώνα που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στον τελικό θρίαμβο του πολιτισμού».

Τον Μάιο του 1939 αυτό συμπληρώθηκε με έναν προσωπικό πανηγυρικό προς το Μεταξά από τον Έλληνα πρέσβη στην Ισπανία, τον ναύαρχο ε.α. Περικλή Ι. Αργυρόπουλο:

«Αν οι αριστεροί Έλληνες διανοούμενοι ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν από κοντά την ισπανική τραγωδία και τα αποτελέσματά της, θα έστελναν ευχαριστίες στον Θεό της Ελλάδας, που Σας έδωσε, κύριε Πρόεδρε, την ηθική δύναμη να σώσετε την πατρίδα μας από την καταστροφή του κομμουνισμού».

Αν και πρόκειται για έντονες και διογκωμένες προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν τα γεγονότα στην Ισπανία ως μέσο δικαιολόγησης της δικτατορίας του Μεταξά, δεν συνθέτουν μια διαρκή και συστηματική προσπάθεια να αξιοποιηθεί για εγχώριους λόγους όλη η προπαγανδιστική αξία της ισπανικής σύγκρουσης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Μεταξάς και ο Franco μοιράζονταν ένα κοινό αντικομμουνισμό, αντικοινοβουλευτισμό, κοινωνικό συντηρητισμό και μη επιθετικό εθνικισμό, είναι δύσκολο να εξηγηθεί μια τέτοια επιφυλακτικότητα. Ίσως, όσο χρήσιμη και αν ήταν η ισπανική σύγκρουση για τον Μεταξά και τους απολογητές του, οποιαδήποτε διαρκής και συστηματική αναφορά σε αυτήν θα μπορούσε να μπλέξει την Ελλάδα άσκοπα στις διεθνείς διαστάσεις της σύγκρουσης· ή, ίσως πιο πιθανό, οι ανεπίσημες δραστηριότητες της Ελλάδας στην Ισπανία, όπως θα συζητηθεί αργότερα, ήταν ασυμβίβαστες με μια ηθικολογική στάση· ή είχε να κάνει με την ικανοποίηση του Μεταξά να αντλεί ομοιότητες μεταξύ του καθεστώτος του και της πιο ειρηνικής Πορτογαλίας υπό τον Salazar παρά με την εμπόλεμη Ισπανία του Franco. Παρ’ όλα αυτά, από τις λίγες δημόσιες δηλώσεις σχετικά με τη Σταυροφορία του Franco, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι το καθεστώς Μεταξά συντάσονταν με τον Ισπανικό Εθνικιστικό σκοπό. Η φειδωλή εκδήλωση αυτής της συμπάθειας οφειλόταν στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ιδεολογίας, από τη μια, και της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής αναγκαιότητας, από την άλλη.

IV Εξωτερική πολιτική

Οι δύο κύριες ανησυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη δεκαετία του 1930 ήταν η αναθεωρητική Βουλγαρία, η οποία στόχευε στην εξασφάλιση ενός θερμού λιμανιού στο Αιγαίο, και ο ιταλικός σχεδιασμός για μια νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Μεσόγειο. Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις παρέμειναν τεταμένες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, καθώς η έλλειψη συγκεκριμένου επεκτατικού σχεδίου του Mussolini σε συνδυασμό με τις ρητά επεκτατικές προθέσεις και την πολεμοχαρή ρητορική του δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα ερμηνείας για τους Έλληνες διπλωμάτες. Μετά τον βομβαρδισμό και τη σύντομη απόβαση της Ιταλίας στην Κέρκυρα το 1923, οι ελληνοϊταλικές σχέσεις φάνηκε να βελτιώνονται μετά το 1928, όταν υπογράφηκε διμερής συνθήκη φιλίας. Ωστόσο, για τον Mussolini οι συνθήκες ήταν απλά κομμάτια χαρτιού, περιστασιακά χρήσιμες ως προσωρινές σκοπιμότητες, αλλά χωρίς δεσμευτική αξία, αν ο Ντούτσε θεωρούσε ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Χαρακτηριστική της τραμπούκικης συμπεριφοράς του ήταν η ταπείνωση που προκάλεσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο κατά τη διάρκεια ενός επίσημου δείπνου: ο Ντούτσε δεν του απηύθυνε ούτε μια λέξη καθ’ όλη τη διάρκεια, προτιμώντας αντ’ αυτού να συνομιλεί εκτενώς με τους σερβιτόρους.

Τον Απρίλιο του 1936, προς το τέλος της αιθιοπικής κρίσης, η οποία δημιουργούσε την προοπτική μιας αγγλοϊταλικής σύγκρουσης στο Μεσόγειο, ο θορυβημένος Έλληνας πρέσβης στο Παρίσι, Νικόλαος Πολίτης, τηλεγράφησε στην Αθήνα ότι το προσωπικό της εκεί ιταλικής πρεσβείας καυχιόταν ανοιχτά πως

«Η φασιστική Ιταλία όχι μόνο κέρδισε την Αιθιοπία. Με την επιμονή και τη δύναμή της έχει επικρατήσει και της Αγγλίας και από τώρα και στο εξής η επικείμενη μάχη μαζί της θα συνεχιστεί με σημαντικές ελπίδες επιτυχίας, μέχρι την τελική κυριαρχία της Ιταλίας στη Μεσόγειο».

Ενόψει αυτής της διπλής απειλής από τη Βουλγαρία και την Ιταλία, ο Μεταξάς ήθελε η Ελλάδα να είναι ικανή να αντιμετωπίσει μόνη της τη Βουλγαρία, ενώ σε περίπτωση γενικής σύγκρουσης θα έπρεπε να εξασφαλίσει την υποδοχή της στους μεγάλους συνασπισμούς. Κατά συνέπεια, η κυβέρνησή του κατασκεύασε εκτεταμένες οχυρώσεις στην Ανατολική Μακεδονία και ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα επανεξοπλισμού. Ο Μεταξάς κατανοούσε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν την υποστήριξη της βρετανικής θαλάσσιας ισχύος για να αντιμετωπίσει την ιταλική απειλή, γι’ αυτό και ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει τη βρετανική γραμμή στην εξωτερική του πολιτική. Όσον αφορά τα γεγονότα στην Ισπανία, μπορεί να ένιωθε κάποια συμπάθεια για τον Franco, αλλά δεδομένης της έκτασης της ιταλικής επέμβασης στην Ισπανία και της αυξανόμενης πιθανότητας να νικήσουν οι Ισπανοί εθνικιστές, η προοπτική να περιέλθει η Δυτική Μεσόγειος υπό ιταλική επιρροή ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Οι φόβοι αυτοί ήταν απολύτως δικαιολογημένοι, διότι η επέμβαση του Mussolini στην Ισπανία ήταν το πραγματικό σημείο καμπής στην εξωτερική του πολιτική. Από το 1922 μέχρι το τέλος του πολέμου της Αιθιοπίας τον Μάιο του 1936, πράγματι «έτρεχε τριγύρω και δαγκώνε τους πάντες» – όπως είχε πει γι’ αυτόν ο Νοτιοαφρικανός ηγέτης Jan Smuts ήδη από το 1923, ωστόσο μέχρι τον Ιούλιο του 1936 ήταν αρκετά προσεκτικός ώστε να μη διακόψει όλους τους δεσμούς με την κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο – τη Βρετανία. Η βοήθειά του προς τον Franco σηματοδοτούσε μια ρήξη με αυτό το μέχρι τότε συνεπές στοιχείο της εξωτερικής του πολιτικής, η οποία αποσκοπούσε κυρίως στην επέκταση της ιταλικής επιρροής στη Δυτική Μεσόγειο μέσω μιας γρήγορης νίκης των Ισπανών εθνικιστών, όπως περίμενε ο Mussolini. Η παράταση του εμφυλίου πολέμου επρόκειτο να αποδειχθεί σκληρή δοκιμασία για όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς απειλούσε να πυροδοτήσει έναν πόλεμο που θα καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου. Αυτή η προοπτική καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την επίσημη στάση της Ελλάδας απέναντι στα γεγονότα της Ισπανίας.

V Οικονομική αναγκαιότητα

Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αξιολόγηση της ελληνικής στάσης απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 1930, η οποία απαιτούσε εξαγωγικές δραστηριότητες για την εξασφάλιση του απελπιστικά αναγκαίου σκληρού νομίσματος. Τη δεκαετία του 1920 η ελληνική οικονομία επιβαρύνθηκε από τις προσπάθειες απορρόφησης και ενσωμάτωσης των 1.300.000 προσφύγων που κατέφυγαν στη χώρα μετά την ήττα από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία το 1922. Οι προσπάθειες απέδωσαν καρπούς το 1927, όταν το νόμισμα σταθεροποιήθηκε και η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται και πάλι. Η ανάπτυξη σταμάτησε το 1932 ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Τα μέσα με τα οποία η ελληνική φιλελεύθερη κυβέρνηση του 1928-1932 επεδίωξε την οικονομική ανάπτυξη εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από μια φιλελεύθερη διεθνή οικονομική τάξη που θα επέτρεπε την εισροή ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της εγχώριας ανάπτυξης, καθώς και από ένα υψηλό εξαγωγικό εμπόριο που θα εξασφάλιζε το συνάλλαγμα που χρειαζόταν για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας. Αυτές ακριβώς οι δύο οικονομικές στρατηγικές επηρεάστηκαν αρνητικά από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η ύφεση του 1929-1932 σήμανε για την Ελλάδα δραστική μείωση της εισροής ξένων κεφαλαίων, καθώς η διεθνής κίνηση κεφαλαίων περιορίστηκε σημαντικά, καθώς και απότομη μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές· ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, η Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη, καθώς το 70-80% των εσόδων της από τις εξαγωγές προερχόταν από τα ημιπολυτελή εμπορεύματα του καπνού και της σταφίδας.

Μετά την έξοδο της Ελλάδας από τον κανόνα χρυσού τον Απρίλιο του 1932, το απόθεμα χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο τον Σεπτέμβριο του 1931 ανερχόταν σε 28847934 δολάρια, μειώθηκε σε 11231877 δολάρια στις 15 Απριλίου 1932 και σε 2336000 δολάρια στο τέλος του μήνα· τα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία το 1932 ανέρχονταν σε 1359 εκατομμύρια δραχμές, μειώθηκαν σε 49 εκατομμύρια το 1935. Σε κάθε περίπτωση, την επομένη της αποχώρησης της Ελλάδας από τον κανόνα χρυσού, η Τράπεζα της Ελλάδος βρέθηκε χωρίς συναλλαγματικά αποθέματα. Ο Εμμανουήλ Τσουδερός, Διοικητής της Τράπεζας, επέβαλε στην κυβέρνηση την επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησης των αποθεμάτων μέσω της αναζωογόνησης του εξαγωγικού εμπορίου. Επιπλέον, τον Μάιο του 1932 η Ελλάδα κήρυξε μονομερές μορατόριουμ σε όλες τις πληρωμές τόκων και κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υπολόγιζε το συνολικό εξωτερικό χρέος της χώρας σε 514000.000 δολάρια, υποστήριξε ότι αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του γεγονότος ότι το 80% των συνολικών εσόδων της Ελλάδας από τις εξαγωγές και το 40% του κρατικού προϋπολογισμού δαπανούνταν για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού της χρέους. Όπως παρατήρησε ο Sir Sydney Waterlow, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, μία από τις κύριες συνέπειες της αθέτησης του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ήταν ότι «στο εξής η ανάπτυξη θα έπρεπε να χρηματοδοτείται από τους δικούς της πόρους». Η κατάρρευση του εξωτερικού εμπορίου θα ανάγκαζε τις ελληνικές κυβερνήσεις να στραφούν προς την οδό της αυταρκείας και την απελπισμένη αναζήτηση για την ανασυγκρότηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ήταν μια ιδανική ευκαιρία την οποία οι Έλληνες άρπαξαν αμέσως.

VI Το εμπόριο όπλων της Ελλάδας με την Ισπανία

Ήταν κυρίως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ορισμένες από τις ιδιαιτερότητες της σύγκρουσης, μαζί με έναν έμμεσο φόβο για την Ιταλία, που οδήγησαν την κυβέρνηση Μεταξά να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις χρηματικές δυνατότητες του ισπανικού εμφυλίου πολέμου: το ελληνικό κράτος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προμήθεια πολεμικού υλικού στην Ισπανική Δημοκρατία, όπως και ο ελληνικός εμπορικός στόλος στη μεταφορά των εφοδίων αυτών. Όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες της σύγκρουσης, το εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε στις δύο πλευρές σήμαινε ότι, ενώ οι εθνικιστές προμηθεύονταν διαρκώς από τη Γερμανία και την Ιταλία, οι δημοκρατικοί αντιμετώπιζαν σημαντικές δυσκολίες. Δεδομένου ότι η σοβιετική βοήθεια δεν ήταν ισότιμη με εκείνη που παρείχαν στον Franco ο Hitler και ο Mussolini, η Δημοκρατία κατέφυγε στην ιδιωτική διεθνή αγορά όπλων προκειμένου να αγοράσει και να περάσει λαθραία πολεμικά εφόδια στο έδαφός της. Σε αυτό το σημείο η Ελλάδα, μέσω του εμπορικού της στόλου και της Εταιρίας Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, αποδείχθηκε χρήσιμη και ακριβή.

Στο πρόσωπο του Προδρόμου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, ιδιοκτήτη της Ελληνικής Εταιρίας Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, η βιομηχανικά καθυστερημένη Ελλάδα της δεκαετίας του 1930 διέθετε τον σημαντικότερο έμπορο όπλων στην Ανατολική Μεσόγειο, έναν βασικό παράγοντα του διεθνούς εμπορίου όπλων και μια προσωπικότητα καθοριστικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η αμοιβαιότητα των συμφερόντων μεταξύ Μεταξά και Μποδοσάκη είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση όχι μόνο του μεγέθους των δραστηριοτήτων του τελευταίου στην Ισπανία, αλλά και της συνενοχής του ελληνικού κράτους, χωρίς το οποίο η Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου θα ήταν αδύνατο να στείλει στην Ισπανία τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού. Στο πρόσωπο του Μεταξά ο Μποδοσάκης βρήκε έναν πρόθυμο υποστηρικτή της Εταιρείας Σκόνης και Φυσιγγίων του, η οποία μέχρι το 1939 είχε λάβει από την Τράπεζα της Ελλάδος δάνεια συνολικού ύψους 1172519000 δραχμών ή το 23,45% των συνολικών δανείων που είχε χορηγήσει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην ελληνική βιομηχανία· η χημική βιομηχανία, που ήταν δεύτερη στη λίστα, έλαβε μόνο το 8,48% των συνολικών πιστώσεων. Από την άλλη, στο πρόσωπο του Μποδοσάκη ο Μεταξάς βρήκε τα μέσα για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στους εξοπλισμούς και έναν διεθνούς φήμης έμπορο όπλων που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ελλάδας.

Η Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου άρχισε να προμηθεύει την ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση αμέσως μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών. Δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από όπλα από ό,τι οι Εθνικιστές, και δεδομένου ότι είχαν στην κατοχή τους τους πόρους της Τράπεζας της Ισπανίας, ο Μποδοσάκης μυρίστηκε γρήγορα το κέρδος. Η πρώτη παραγγελία για 5000000 φυσίγγια ήρθε από τη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1936 – ακριβώς τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση εξέδιδε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε την εξαγωγή όπλων στην Ισπανία. Ο Μεταξάς αντιλήφθηκε ότι το συναλλαγματικό όφελος από τέτοιες συμφωνίες θα ήταν τεράστιο, καθώς οι Ισπανοί πλήρωναν τη συνολική αξία των προμηθειών του Μποδοσάκη άμεσα και σε σκληρό νόμισμα, ενώ οι εισαγόμενες από τη Γερμανία πρώτες ύλες και μηχανήματα του Μποδοσάκη πληρώνονταν κατά 50% σε σκληρό νόμισμα και κατά 50% μέσω εκκαθάρισης. Το κέρδος ήταν μεγάλο και γρήγορο και γι’ αυτό ο Μεταξάς προσέφερε αμέσως στον Μποδοσάκη κάθε απαραίτητη βοήθεια.

Η οικονομική σημασία του ισπανικού εμφυλίου πολέμου για την Ελλάδα και τον Μποδοσάκη δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Η Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου επεκτάθηκε μαζικά: το 1936 απασχολούσε 600 εργάτες, το 1937 10000 και το 1939 12000· και το 1938 είχε γίνει μια από τις κορυφαίες εταιρείες στις διεθνείς επιχειρήσεις εμπορίας όπλων, είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη και θεωρούνταν από τους Αμερικανούς ως η μεγαλύτερη και πιο μοντέρνα βιομηχανία πυρομαχικών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Τότε οι δραστηριότητες του Μποδοσάκη συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των εξαντλημένων αποθεμάτων σκληρού νομίσματος της Ελλάδας. Καθώς η Ισπανία βυθίστηκε σε έναν παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο, η ζήτηση για πολεμικά εφόδια αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που ενώ το εργοστάσιο του Μποδοσάκη εργαζόταν για την πρώτη παραγγελία, έφτασε μια δεύτερη για 20000000 φυσίγγια. Το 1937, όταν έφθασαν κι άλλες παραγγελίες, το εργοστάσιο έφθασε σε ημερήσιο ρυθμό παραγωγής 1000000 φυσιγγίων, και ακόμη και αυτός σύντομα αυξήθηκε σε 2.000.000. Για να συμβαδίσει, ο Μποδοσάκης αγόραζε ακόμη και έτοιμους κάλυκες φυσιγγίων, τους έφερνε διακινούμενους στο εργοστάσιό του στην Αθήνα, τους γέμιζε με μπαρούτι και τους έστελνε αμέσως στην Ισπανία. Για να το κάνει αυτό, σύμφωνα με τον βιογράφο του, χρειαζόταν

«άμεση βοήθεια από το κράτος [την οποία] εξασφάλισε χωρίς καθυστέρηση. Έχοντας την επίσημη διαβεβαίωση της κυβέρνησης [του Μεταξά] ότι τα αγοραζόμενα υλικά ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού, κατάφερε αμέσως να συνάψει συμφωνίες με γερμανικές, αυστριακές και σουηδικές βιομηχανίες για την αγορά φυσιγγίων, σφαιρών και μπαρουτιού σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Έτσι […] κατάφερε να στείλει στην Ισπανία απίστευτες ποσότητες».

Η ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση ικανοποιήθηκε τόσο πολύ που του ζήτησε ακόμη και την προμήθεια πρώτων υλών, ώστε οι ίδιοι οι δημοκρατικοί να μπορούν να παράγουν πυρομαχικά στα δικά τους εργοστάσια. Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε από φόβο μήπως οι Ισπανοί ακυρώσουν τότε εντελώς τις παραγγελίες τους για έτοιμα φυσίγγια. Αλλά για να τους ευχαριστήσει, προσφέρθηκε να ενεργήσει ως αντιπρόσωπός τους για την αγορά τυφεκίων και πυροβόλων από άλλες χώρες, παραγγέλνοντάς τα δήθεν για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού· έπεισε μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει στους Ισπανούς παρωχημένο πολεμικό υλικό από τις αποθήκες του ελληνικού στρατού και να χρησιμοποιήσει το κέρδος για να αγοράσει σύγχρονα εφόδια για τον ίδιο τον ελληνικό στρατό. Το μέγεθος της συνενοχής της κυβέρνησης Μεταξά στις συναλλαγές του Μποδοσάκη με την Ισπανική Δημοκρατία το είδε ο Στέφανος Παπαγιάννης, ένας κατώτερος αξιωματικός του Πυροβολικού που υπηρετούσε τότε στο Τμήμα Προμηθειών Πολεμικού Υλικού του Υπουργείου Πολέμου στην Αθήνα. Ο Μποδοσάκης «ήταν καθημερινός επισκέπτης. […] Μόλις άνοιγαν οι πύλες του υπουργείου, [αυτός] ήταν από τους πρώτους που έμπαιναν μέσα». Οι φήμες στο υπουργείο ήταν διάχυτες ότι από τον Ισπανικό Εμφύλιο «έβγαλε πολλά χρήματα, γιατί εκμεταλλεύτηκε τη μεγάλη και επείγουσα ανάγκη των Ισπανών».

Ο Μποδοσάκης διεξήγαγε το επάγγελμά του με επιμελή τρόπο. Παρόλο που δεν ήταν υπεύθυνος για την αποστολή και τη μεταφορά των φορτίων, φρόντιζε προσωπικά να διασφαλίζει ότι οι προμήθειές του έφταναν στον προορισμό τους με ασφάλεια, διότι διαφορετικά οι Ισπανοί θα μπορούσαν να χάσουν την εμπιστοσύνη τους και να σταματήσουν να κάνουν τις παραγγελίες τους στην Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου. Φορτία πολεμικού υλικού που παρήγαγε ή αγόρασε ο ίδιος για τους Δημοκρατικούς φορτώθηκαν σε ελληνικά πλοία στο λιμάνι του Πειραιά και προορίζονταν, στα χαρτιά, για το Μεξικό – μια χώρα της οποίας τα προξενεία ευχαρίστως προμήθευαν πλαστά έγγραφα. Μόλις τα πλοία παραλάμβαναν τα φορτία τους στον Πειραιά, έριχναν άγκυρα σε κάποιο απομακρυσμένο νησί του Αιγαίου, όπου άλλαξαν τα ονόματα και τα έγγραφά τους και στη συνέχεια έπλεαν μέσω των ιταλικών στενών της Μεσσήνης. Οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και ο Franco γνώριζαν για τα φορτία αυτά και διαμαρτυρήθηκαν έντονα στην Αθήνα· ο Μεταξάς συνήθιζε να απαντά ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν αβάσιμες τόσο επειδή τα πλοία αυτά δεν είχαν φορτώσει τα φορτία τους σε ελληνικά λιμάνια όσο και επειδή ο προορισμός τους ήταν το Μεξικό.

Η συντριπτική πλειοψηφία του πολεμικού υλικού που έστειλε ο Μποδοσάκης στην Ισπανία προοριζόταν για τη Δημοκρατία. Ωστόσο, κατά καιρούς προμήθευε και τους εθνικιστές πουλώντας τους πληροφορίες για τα δρομολόγια των ελληνικών πλοίων που μετέφεραν όπλα για τη Δημοκρατία. Ήταν γνωστό ότι ορισμένα ελληνικά πλοία που μετέφεραν όπλα για τη Δημοκρατία, ενώ βρίσκονταν καθ’ οδόν, ειδοποίησαν τις δυνάμεις του Franco και τα φορτία τους κατασχέθηκαν από τους εθνικιστές, ενώ τον Οκτώβριο του 1937 η ελληνική κυβέρνηση έλαβε 600.000 λίρες από τον Franco. Σε ορισμένες περιπτώσεις Ισπανοί Δημοκρατικοί και Εθνικιστές πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον με πυρομαχικά που κατασκευάζονταν στο ίδιο εργοστάσιο· και οι Δημοκρατικοί, ιδιαίτερα, πρέπει να σκοτώνονταν από σφαίρες που είχαν ήδη πληρώσει.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1937 όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις γνώριζαν για το μεγάλης κλίμακας λαθρεμπόριο όπλων της Ελλάδας. Τον Ιούλιο ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα διαμαρτυρήθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ότι ένα ελληνικό πλοίο είχε μόλις παραλάβει ένα φορτίο 270 τόνων πολεμικού υλικού από τις στρατιωτικές αποθήκες της Θεσσαλονίκης. Οι προμήθειες αυτές μεταφέρθηκαν στο λιμάνι με στρατιωτικά φορτηγά και φορτώθηκαν στο πλοίο από Έλληνες στρατιώτες. Στη συνέχεια, το πλοίο απέπλευσε για τον Πειραιά, όπου παρέλαβε άλλους 370 τόνους πολεμικού υλικού από την Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου. Ο πρέσβης ισχυρίστηκε ότι οι προμήθειες από τη Θεσσαλονίκη αγοράστηκαν από την Εταιρεία και ότι και τα δύο φορτία προορίζονταν για τους Δημοκρατικούς. Μέχρι τον Αύγουστο το Υπουργείο Εξωτερικών είχε μάθει ότι η Εταιρεία «πρόσφατα εργάζεται συνεχώς πάνω σε παραγγελίες πυρομαχικών για την Ισπανική κυβέρνηση». Ο «κύριος πράκτορας» σε αυτές τις συναλλαγές ήταν ο George Rosenberg, γιος του πρώην Σοβιετικού πρεσβευτή στη Μαδρίτη, Marcel Rosenberg. Ο George Rosenberg, «πράκτορας της ισπανικής κυβέρνησης», «επισκεπτόταν συνεχώς την Ελλάδα» για να έρθει «σε επαφή με κάποιον Μποδοσάκη».

Τα εσωτερικά αρχεία της διοίκησης Μεταξά επιβεβαιώνουν την ουσία αυτών των κατηγοριών. Τον Σεπτέμβριο του 1937 το Υπο-Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών ότι ο Εβραίος Alberto Levi, Ισπανός υπήκοος που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, είχε πρόσφατα επιβιβαστεί σε πλοίο που μετέφερε πολεμικά εφόδια· το πλοίο κατασχέθηκε από τους Ισπανούς εθνικιστές και ο Levi καταδικάστηκε σε θάνατο ως λαθρέμπορος. Με αδιάφορο τρόπο οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας έβαλαν σε χαρτί πως ο Levi λειτουργούσε ως μεσάζων μεταξύ του ελληνικού κράτους και της ισπανικής δημοκρατικής κυβέρνησης για την αγορά πολεμικού υλικού.

Ενώ η Ελλάδα αρνιόταν όλες τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων, μέχρι το τέλος του 1937 οι συναλλαγές του Μποδοσάκη με τους Ρεπουμπλικάνους ήταν τόσο εκτεταμένες που προκειμένου να κάνει τις απαραίτητες διευθετήσεις, ταξίδευε στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Τον Νοέμβριο του 1937 πήγε ακόμη και στη Βαρκελώνη για να συναντήσει τον Δημοκρατικό Υπουργό Πολέμου. Μετά από διήμερες διαπραγματεύσεις επέστρεψε στην Ελλάδα με μια σύμβαση για την προμήθεια πυρομαχικών στους Ρεπουμπλικάνους αξίας 2100000 λιρών.  Τον ίδιο μήνα ένας διπλωμάτης της βρετανικής πρεσβείας επισκέφθηκε την Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου και τη βρήκε σε διαδικασία «σημαντικής επέκτασης», με νέα μηχανήματα «να εγκαθίστανται σε κάθε διαθέσιμο χώρο». Η επέκταση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι το εργοστάσιο «δούλευε με 24ωρο πρόγραμμα εδώ και αρκετό καιρό κυρίως για να εφοδιάσει τις παραγγελίες που είχε λάβει από την Ισπανία». Ο ίδιος ο Μποδοσάκης καυχιόταν στον Βρετανό επισκέπτη του ότι πράγματι «το εργοστάσιό του δούλευε όλο το 24ωρο για παραγγελίες από την Ισπανία». Παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία για το ύψος του κέρδους που αποκόμισε η Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου το 1936 από τις εμπορικές συναλλαγές της με την Ισπανία, μια πρόσφατη ανάλυση που βασίζεται στη συμφωνία που υπογράφηκε στη Βαρκελώνη το Νοέμβριο του 1937 υποδηλώνει ότι μόνο για το έτος 1937 η συνολική αξία των εξαγωγών της προς τη δημοκρατική κυβέρνηση ανήλθε σε 1,2 δισεκατομμύρια δραχμές. Το ποσό αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς αναφέρεται αποκλειστικά στην αξία του εμπορίου του με τη Δημοκρατία και όχι σε εκείνη του εμπορίου του με τους εθνικιστές. Χωρίς αμφιβολία, οι δραστηριότητες αυτές σήμαιναν ότι μόνο η εξαγωγή καπνού ξεπερνούσε τα πυρομαχικά ως πηγή κυβερνητικών εσόδων. Στην ετήσια έκθεσή του για το 1937 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα σημείωνε ότι οι εξαγωγές όπλων και πυρομαχικών από την Ελλάδα είχαν αυξηθεί «αλματωδώς και αποδείχθηκαν γόνιμη πηγή συναλλάγματος», καθώς οι Έλληνες είχαν «απόλυτη επιτυχία» στην «κύρια ενασχόλησή τους»: «να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα πουλώντας πολεμικό υλικό και στις δύο πλευρές και κυρίως στους δημοκρατικούς». Η συνεργασία του Μεταξά επέτρεψε στον Μποδοσάκη να τους προμηθεύει ακόμη και με βαριά όπλα, παραγγέλνοντάς τα από τρίτη χώρα, συνήθως τη Γερμανία, και διαβεβαιώνοντας ότι προορισμός τους ήταν ο ελληνικός στρατός. Τα απαραίτητα έγγραφα για τέτοιες μεγάλες αγορές όπλων υπογράφονταν από μέλη της ελληνικής κυβέρνησης και, μερικές φορές, ακόμη και από τον ίδιο τον Μεταξά.

Το επικερδές εμπόριο συνεχίστηκε αμείωτο μέχρι τα τέλη του 1938. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντοκουμέντα σχετικά με τη συμβολή της Ελλάδας στο εμπόριο όπλων στην Ισπανία είναι τα πρακτικά μιας συνάντησης μεταξύ ενός αξιωματούχου του ελληνικού Υπο-υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας και του Maximo José Kahn Nussbaum, του αρχηγού της ρεπουμπλικανικής διπλωματικής αποστολής στην Αθήνα. Τον Ιανουάριο του 1939 ο Kahn Nussbaum ζήτησε να έρθει σε επαφή με το Υπο-Υπουργείο «μέσω του Αλέξανδρου Δάβαρη, ο οποίος εκτελεί τις αποστολές πυρομαχικών στην Κόκκινη Ισπανία». Ο Kahn Nussbaum ζητούσε την επανάληψη «της προμήθειας στρατιωτικού υλικού από την Ελλάδα, η οποία είχε ήδη πραγματοποιηθεί μέσω της Τσεχοσλοβακίας και η οποία τον τελευταίο μήνα είχε ανασταλεί λόγω των στρατιωτικών επιχειρήσεων που συνεχίζονται ακόμη». Ο Έλληνας αξιωματούχος του είπε να συζητήσει το θέμα με τον αρμόδιο Έλληνα υπουργό και εδώ τελειώνει η ιστορία στα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Ο ακριβοθώρητος Αλέξανδρος Δάβαρης ήταν εκείνη την εποχή συνιδιοκτήτης ενός πλοίου μαζί με τον Μποδοσάκη· και ο Μποδοσάκης, σύμφωνα με έναν Αμερικανό δημοσιογράφο που το 1940 ερεύνησε τις δραστηριότητές του στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ήταν «σιωπηρός συνεταίρος [… σε] μια ελληνική εταιρεία ατμόπλοιων που ασχολούνταν αποκλειστικά με τη διακίνηση όπλων με την Ισπανία». Ο Δάβαρης, λοιπόν, πρέπει να ήταν βασικό πρόσωπο στο λαθρεμπόριο ελληνικών όπλων προς την Ισπανία και στενός συνεργάτης του Μποδοσάκη.

VII Ο ρόλος της ελληνικής ναυτιλίας

Όσον αφορά την ελληνική ναυτιλία, ιστορικά οι ρίζες της εντοπίζονται στη λειτουργία του εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Σε αυτές τις δύο θάλασσες γινόταν μεγάλο μέρος της διακίνησης όπλων προς την Ισπανία, και λόγω της δεσπόζουσας θέσης του σε αυτές τις περιοχές, ο ελληνικός εμπορικός στόλος ήταν εξ αρχής πιθανό να διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στη μεταφορά προμηθειών προς την Ισπανία. Επιπλέον, καθώς η εμπορική ναυτιλία ήταν ο σημαντικότερος εισπρακτικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας, τον Απρίλιο του 1936 ο Μεταξάς είχε δεσμευτεί να εργαστεί για τα συμφέροντά της. Έτσι, ο ρόλος που έπαιζε η ελληνική ναυτιλία στην Ισπανία ήταν σχεδόν εξίσου σημαντικός με εκείνον της Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου. Το πρώτο στοιχείο που αφορούσε τη μεταφορά πολεμικού υλικού από ελληνικά πλοία προέκυψε στα τέλη Οκτωβρίου 1936, όταν η Σοβιετική Ένωση άρχισε να βοηθά τη Δημοκρατία. Στις 26 Οκτωβρίου 1936 το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε τον Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο ότι, σύμφωνα με τις γερμανικές πληροφορίες, τέσσερα ελληνικά πλοία είχαν μόλις εκφορτώσει στο Αλικάντε σοβιετικά πολεμικά εφόδια για τη Δημοκρατία. Παράλληλα, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πληροφορήθηκε ότι «άτομα [που είχαν] επαφές με τη σοβιετική κυβέρνηση [είχαν] ως στόχο τη ναύλωση ελληνικών πλοίων για τη μεταφορά πολεμικών εφοδίων στο Αλικάντε και τη Βαρκελώνη».

Οι φάκελοι του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών περιέχουν ποικίλες πληροφορίες σχετικά με την πολύπλοκη επιχείρηση με την οποία τα ελληνικά εμπορικά πλοία προμήθευαν τη Δημοκρατία. Από το λιμάνι αναχώρησης έπαιρναν πιστοποιητικά που τους επέτρεπαν να πλεύσουν στο γαλλικό λιμάνι Σετ, όπου παρέμεναν μέχρι να λάβουν κωδικοποιημένα μηνύματα από κάποια μικρά γαλλικά αλιευτικά σκάφη που, με το πρόσχημα της αλιείας, έπλεαν στα ισπανικά ύδατα· η πραγματική αποστολή αυτών των γαλλικών αλιευτικών σκαφών ήταν να ειδοποιούν τα φορτηγά πλοία στο Σετ κάθε φορά που δεν υπήρχε ισπανικό εθνικιστικό πλοίο στην περιοχή και ο απόπλους ήταν ασφαλής· μόλις έπαιρναν το «όλα-καθαρά», τα πλοία έπλεαν από το Σετ στη Βαρκελώνη, όπου ξεφόρτωναν τα φορτία τους. Από τη Βαρκελώνη κάθε πλοίο συνοδευόταν από ένα πολεμικό πλοίο των Ρεπουμπλικανών μέχρι να εγκαταλείψει τα ισπανικά χωρικά ύδατα. Η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε ότι τέτοιες δραστηριότητες απέφεραν «τεράστια κέρδη» στην ελληνική εμπορική ναυτιλία, καθώς η αξία του φορτίου ενός και μόνο ταξιδιού ήταν σχεδόν όσο η αξία του ίδιου του πλοίου. Ενώ τον Οκτώβριο του 1936, όταν η σοβιετική βοήθεια άρχισε να ρέει προς τη Δημοκρατία, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σοβιετικά και ισπανικά πλοία, το 1937 χρειάζονταν περισσότερα πλοία, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται ευρέως ξένα πλοία, ιδίως ελληνικά. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ανέλαβαν τους συνοδευτικούς κινδύνους, διότι τα ναύλα, τα οποία πριν από τον εμφύλιο πόλεμο ανέρχονταν σε τρία ή τέσσερα σελίνια ανά τόνο, το 1937 είχαν ανέλθει σε τριάντα ή και σαράντα. Επίσης, το 1937 η κυριαρχία του Στενού του Γιβραλτάρ από τον Franco σήμαινε ότι η μόνη οδός για τις προμήθειες της Δημοκρατίας από τη Σοβιετική Ένωση ήταν μέσω των Δαρδανελίων· η ικανότητα της Δημοκρατίας να αμυνθεί εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από αυτό το δρομολόγιο. Τους προηγούμενους μήνες η οδός είχε χρησιμοποιηθεί εκτενώς, γι’ αυτό και ο Franco και ο Mussolini αποφάσισαν να περιπολούν στα Δαρδανέλια και να τορπιλίζουν ισπανικά και σοβιετικά πλοία και να τρομοκρατούν πλοία άλλων εθνών. Τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης φάνηκαν τον Δεκέμβριο του 1937, όταν ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα ανέφερε ότι τις τελευταίες εβδομάδες σχεδόν κανένα ισπανικό ή σοβιετικό πλοίο δεν είχε αποπλεύσει προς την Ισπανία με προμήθειες. Ενώ περίπου δεκαπέντε ισπανικά πλοία ήταν ακινητοποιημένα στην Οδησσό, «τα πλοία που μετέφεραν φορτία στην κόκκινη Ισπανία [ήταν] κυρίως υπό αγγλική ή ελληνική σημαία».

Οι δραστηριότητες του ελληνικού εμπορικού στόλου προκάλεσαν την οργή του Franco, η οποία από τον Μάιο του 1938 εκδηλώθηκε με την «ανελέητη» δίωξη των ελληνικών πλοίων από το Ναυτικό του. Ο Αργυρόπουλος, ο Έλληνας πράκτορας στο αρχηγείο του Franco, κατέθετε διαδοχικές αναφορές για την «οργή» και την «αγανάκτηση του Generalisimo κατά της Ελλάδας [για] τον εφοδιασμό των κόκκινων». Για να το καταδείξει, έστειλε μάλιστα στον Μεταξά μια φωτογραφία που του προμήθευσε το υπουργείο Εσωτερικών του Franco. Η φωτογραφία έδειχνε τέσσερα πτώματα, προφανώς Ισπανούς εθνικιστές που σκοτώθηκαν από σφαίρες ελληνικής κατασκευής, και στο πίσω μέρος της ήταν γραμμένο στα γαλλικά το εξής μήνυμα:

«Στην κεντρική πλατεία της Σαλαμάνκα υπάρχει [μια] πλάκα από χυτοσίδηρο για να αποκαλύψει σε κάποια μελλοντική ημερομηνία την ανοιχτή συνεργασία μεταξύ του λεγόμενου προέδρου του Συμβουλίου, του Μεταξά, και των συνεργατών του, Διάκου, Μποδοσάκη κ.λπ.».

Μια άλλη ποινή που υπέστησαν τα ελληνικά πλοία ήταν η κατακόρυφη αύξηση των ασφαλίστρων, καθώς θεωρούνταν πολύ πιο πιθανό να δεχθούν επιθέσεις από τους εθνικιστές. Αυτό οδήγησε πολλούς εμπόρους να αποφεύγουν τη ναύλωση ελληνικών πλοίων.

Καθώς όμως η δράση του Μποδοσάκη και του Μεταξά δεν έπαυε, η οργή κατά της Ελλάδας και η επιβολή εκδίκησης στα εμπορικά της πλοία αυξήθηκε το φθινόπωρο του 1938. Ο Franco ήταν ανένδοτος ότι οι προμήθειες προς τη Δημοκρατία από τη Γαλλία και την Ελλάδα παρατείναν τον πόλεμο, επομένως όσο τα ελληνικά πλοία και η Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου συνέχιζαν το εμπόριό τους, οι εθνικιστές θα έπαιρναν εκδίκηση από τα ελληνικά πλοία. Ο Αργυρόπουλος, ο οποίος την ίδια στιγμή είχε το άχαρο έργο του να διαμαρτυρηθεί στους Εθνικιστές για τις διώξεις των ελληνικών πλοίων, έγραψε στον Μεταξά:

«η ρίζα του προβλήματος είναι η δραστηριότητα της Εταιρίας Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου. Δεν είναι στο χέρι μου να κρίνω αν τα οφέλη σε σκληρό νόμισμα είναι μεγαλύτερα από τις ζημιές στην [εμπορική] ναυτιλία [… Αλλά] δεν είναι δίκαιο να αρνηθούμε οποιαδήποτε συζήτηση, ενώ εμείς υποστηρίζουμε ότι είμαστε οι άδικα μεταχειρισμένοι [αδικούμενοι], αλλά στην πραγματικότητα είμαστε εμείς αυτοί που μεταχειρίζονται άδικα τους άλλους [αδικούντες]».

Οι σχέσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Ισπανών εθνικιστών βελτιώθηκαν μόνο μετά τον Φεβρουάριο του 1939, ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών εξελίξεων στην Ισπανία. Μέχρι τότε ήταν ξεκάθαρο ότι η Δημοκρατία είχε χάσει τον πόλεμο και ήδη προς το τέλος του 1938, βλέποντας ότι οι παραγγελίες από τους Ρεπουμπλικάνους μειώνονταν, ο Μποδοσάκης έστρεφε την προσοχή του στον πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας με σκοπό τον εφοδιασμό των Κινέζων.

VIII Η ελληνική διπλωματία και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος

Τέλος, μένει να εξεταστεί μια τελευταία πτυχή της ελληνικής στάσης απέναντι στον Ισπανικό Εμφύλιο: αν η ελληνική διπλωματία ήταν σε θέση να συσχετίσει την εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στη Δυτική Μεσόγειο με την πολιτική τους στο ανατολικό της μισό. Πράγματι, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αποτέλεσε βασικό επεισόδιο στην ολίσθηση της Ευρώπης στον πόλεμο τον Σεπτέμβριο του 1939, καθώς η στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη ούτε στους πιθανούς φίλους ούτε φόβο στους πιθανούς εχθρούς· το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αποδυνάμωσε τις δύο δυτικές δυνάμεις στα μάτια φίλων και εχθρών, ενώ ενίσχυσε την Ιταλία και τη Γερμανία. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρίση της Αιθιοπίας είχε αναγάγει τη Μεσόγειο σε πιθανό πεδίο μάχης μεταξύ της Βρετανίας και της Ιταλίας, η σύνδεση μεταξύ των δύο μισών της περιοχής, ιδίως κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ήταν εμφανής, καθώς οι περισσότερες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου αντιλαμβάνονταν την Ιταλία ως απειλή για την εθνική τους ασφάλεια και τη Γερμανία ως τον οικονομικό επικυρίαρχο της Βαλκανικής Χερσονήσου και στηρίζονταν στη Βρετανία και τη Γαλλία για την ασφάλειά τους.

Με το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου η ελληνική διπλωματία αναπόφευκτα επικεντρώθηκε στην ιταλική επέμβαση. Ενώ ο Μεταξάς φαίνεται να απέφυγε κάθε σχολιασμό του θέματος, οι απόψεις των Ελλήνων διπλωματών αποτελούν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα λόγω του εφησυχασμού και της αδυναμίας τους να ερμηνεύσουν τα κίνητρα της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής. Ήδη από τον Αύγουστο του 1936 ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Ρώμη ήταν βέβαιος ότι η Ιταλία επιθυμούσε να εκτονώσει τις όποιες διεθνείς επιπλοκές προκύπταν από την Ισπανία, ώστε το φασιστικό καθεστώς να μπορέσει να στρέψει την προσοχή του σε πιο ζωτικά ζητήματα. Τον Νοέμβριο του 1936 ο Έλληνας επιτετραμμένος στο Παρίσι τηλεγράφησε στην Αθήνα ότι αυτό που πραγματικά ενδιέφερε την Ευρώπη σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο ήταν να διαπιστωθεί αν η Σοβιετική Ένωση θα πετύχαινε να δημιουργήσει ένα κομμουνιστικό κράτος στη Δυτική Μεσόγειο ή αν η γερμανική και η ιταλική πολιτική θα απέτρεπαν μια «περιπέτεια που θα έθετε σε κίνδυνο τον πολιτισμό της Δύσης».

Ο Χαράλαμπος Σιμόπουλος, ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο, αρκέστηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Βρεττανών. Τον Οκτώβριο του 1936, σχολιάζοντας την ιταλική απειλή στη Μεσόγειο, διαβεβαίωνε την Αθήνα ότι η βρετανική κοινή γνώμη δεν είχε άγρυπνες νύχτες μετά τις δηλώσεις του Mussolini για τα εξοπλιστικά προγράμματα της Ιταλίας, επειδή ο Ντούτσε υπερβάλλει «για εσωτερικούς λόγους». Μπερδεμένος για τις διεθνείς προεκτάσεις της ισπανικής σύγκρουσης, ο Σιμόπουλος υποστήριξε μάλιστα ότι «η Ελλάδα ενδιαφέρεται ελάχιστα, αν ενδιαφέρεται καθόλου, για όλη αυτή την ισπανική υπόθεση»· την ίδια στιγμή αναγνώριζε την «κρίσιμη σημασία της Ισπανίας για την ευρωπαϊκή ειρήνη» και προέτρεπε τον Μεταξά να «συνδράμει το έργο των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα εκείνο της Βρετανίας». Ο Έλληνας πρέσβης το έδειξε αυτό παραδειγματικά κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής Μη Επέμβασης στο Λονδίνο. Συζητώντας για την παραβίαση της πολιτικής της μη επέμβασης από την Ιταλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία, ο Σιμόπουλος, όπως και τα περισσότερα άλλα μέλη, «συγκλονίστηκε βαθύτατα από τα θρασύτατα ψεύδη» των Ιταλών και Γερμανών εκπροσώπων. Αλλά, σύμφωνα με τον σοβιετικό συνάδελφό τους,

«Στις συνεδριάσεις παρέμειναν όλοι πεισματικά σιωπηλοί, έχοντας τα μάτια τους στραμμένα στο πράσινο πανί του τραπεζιού, […] όλοι πετρωμένοι από το φόβο των ‘Μεγάλων Δυνάμεων’».

Πολύ πιο κοντά στην κατανόηση κάποιων από τις συνέπειες των ιταλικών ενεργειών στην Ισπανία ήρθε ο Νικόλαος Πολίτης, ο Έλληνας πρέσβης στο Παρίσι, ο οποίος τον Μάρτιο του 1937 προειδοποίησε τον Μεταξά για τους κινδύνους που προκύπταν από τον παραλογισμό της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής:

«Ό,τι αποκλείεται από την ψυχρή λογική, επιβάλλεται ενίοτε από ένα αναπτυσσόμενο πάθος που μπορεί να φθάσει στην πλήρη τύφλωση. Τα πιο τολμηρά, τα πιο τρελά, τα πιο μη ρεαλιστικά σχέδια, που υποδαυλίζονται σε μια περίοδο ενθουσιασμού, γίνονται επίσης [το] αντικείμενο [μιας] ψύχωσης ικανής να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση του δυνατού και του εφικτού. Η εμμονή να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο μπορεί δυστυχώς να οδηγήσει τους κυβερνήτες της Ιταλίας σε μια τέτοια ψευδαίσθηση».

Η εκτίμηση αυτή μπορεί να αντιπαρατεθεί με εκείνη του Έλληνα πρέσβη στη Ρώμη, ο οποίος τον Ιούλιο του 1937 υποστήριζε πως η Ιταλία αποτελούσε αναμφίβολα ένα στοιχείο σταθερότητας σε σχέση με το ισχυρό σλαβικό μπλοκ στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, ενώ η Βρετανία παρέμενε η μόνη δύναμη ικανή να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Ελλάδας σε περίπτωση «σοβαρών επιπλοκών» που θα προκύπταν από μια αγγλοϊταλική σύγκρουση στη Μεσόγειο.

Ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα των δυσκολιών που δημιουργούσε στους Έλληνες η διγλωσσία της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής ήρθε τον Νοέμβριο του 1937, όταν ο Γεώργιος Β’ συναντήθηκε με τον Τσιάνο στη Ρώμη. Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών εντυπωσίασε τον Έλληνα βασιλιά όταν τον διαβεβαίωσε: «Καθώς δεν υπάρχει τίποτα που να χωρίζει την Ιταλία και την Ελλάδα, υπολογίζω στην ελληνική φιλία». Στη συνέχεια ο Ciano σημείωσε στο ημερολόγιό του:

«Σε κάθε περίπτωση, η γραμμή προέλασης που χάραξε το πεπρωμένο είναι η Θεσσαλονίκη για τους Σέρβους, τα Τίρανα και η Κέρκυρα για εμάς. Οι Έλληνες το γνωρίζουν αυτό και είναι φοβισμένοι. Δεν νομίζω ότι τα καλά μου λόγια κατάφεραν να σβήσουν την ιδέα από το μυαλό [του βασιλιά]. Είναι, άλλωστε, μια ιδέα για την υλοποίηση της οποίας εργάζομαι εδώ και αρκετό καιρό».

IX Συμπεράσματα

Επιχειρώντας να συνοψίσουμε την ελληνική στάση απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, είναι απαραίτητο να επανέλθουμε στις έννοιες της ιδεολογίας, της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής αναγκαιότητας. Η ιδεολογία του αντικομμουνισμού, του κοινωνικού συντηρητισμού και του αντικοινοβουλευτισμού σήμαινε ότι το καθεστώς Μεταξά είχε κάθε λόγο να συνταχθεί με τους εθνικιστές. Ωστόσο, όταν επρόκειτο για οποιαδήποτε μορφή πρακτικής υποστήριξης, η ιδεολογική συμπάθεια δεν ήταν αρκετή για να αναγκάσει την Ελλάδα να παραμείνει σιωπηλή ή να χρησιμοποιήσει τα όποια περιουσιακά στοιχεία διέθετε για να βοηθήσει τον Franco, διότι οι πραγματικότητες της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομικής αναγκαιότητας την ανάγκασαν να υιοθετήσει μια στάση αντίθετη από αυτή που θα μπορούσε να υποδείξει η ιδεολογική συμπάθεια. Η ιταλική παρέμβαση στην Ισπανία, μαζί με τα ιταλικά σχέδια για τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, μείωσαν τον όποιο ενθουσιασμό που θα μπορούσε να αισθανθεί το καθεστώς Μεταξά για την προοπτική της εθνικιστικής νίκης. Αν και ποτέ δεν διατυπώθηκε, και ίσως ούτε καν εκτιμήθηκε πλήρως, ο ελληνικός φόβος αναφερόταν πάντα: σε περίπτωση νίκης του Franco η Ιταλία θα αύξανε την επιρροή της στη Δυτική Μεσόγειο και θα μπορούσε ευκολότερα να επιχειρήσει να αμφισβητήσει τη Βρετανία για τον έλεγχο της Ανατολής. Από πλευράς εξωτερικής πολιτικής, λοιπόν, η ιταλική επέμβαση στην Ισπανία και η ιταλική απειλή σε όλη τη Μεσόγειο οδήγησαν την Ελλάδα σε μια επιφυλακτική στάση και ακύρωσαν κάθε ενεργή συμπάθεια προς τον Franco.

Επιπλέον, οποιαδήποτε έκφραση ενεργητικής συμπάθειας προς τον Franco έγινε ακόμη πιο απίθανη επειδή οι οικονομικές ευκαιρίες που παρουσίαζε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και η ανάγκη της Ελλάδας για σκληρό νόμισμα συνδυάστηκαν για να μετατρέψουν τη σύγκρουση σε χρυσωρυχείο, το οποίο το κράτος Μεταξά εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Η Ελλάδα διέθετε τα μέσα για να υποχρεώσει τους Ισπανούς: έναν πρώτης τάξεως εμπορικό στόλο με μακρά ιστορία επιτυχημένης δραστηριότητας στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο – την κύρια οδό ανεφοδιασμού της Δημοκρατίας – και την Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου του Μποδοσάκη.

Δεδομένου του κρυφού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων του Μεταξά, του Μποδοσάκη και των Ελλήνων εφοπλιστών, είναι δύσκολο να βρεθούν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα κέρδη. Τον Ιούνιο του 1939 ο Αργυρόπουλος ανέφερε ότι συνολικά είκοσι έξι πλοία είχαν κατασχεθεί από το ναυτικό του Franco κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Περισσότερα πρέπει να είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία τα ταξίδια τους προς τα δημοκρατικά λιμάνια. Συνολικά, τα διαθέσιμα στοιχεία από ποικίλες πηγές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι από οικονομική άποψη ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος αποδείχτηκε μποναμάς για την Ελλάδα της δεκαετίας του 1930, η οποία λιμοκτονούσε για σκληρό συνάλλαγμα. Οι γνώστες του χώρου έσπευσαν να το παραδεχτούν· τον Ιανουάριο του 1941 ο ναυτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο έγραφε ότι μεταξύ 1914 και 1939 η ελληνική εμπορική ναυτιλία «είχε μεγάλα κέρδη μόνο σε περιπτώσεις κρίσεων, όπως στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στον πόλεμο της Κίνας κ.λπ.».

Το 1936 η αύξηση των εισαγωγών σιτηρών της Ελλάδας και οι δαπάνες που απαιτούνταν για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δημόσιου χρέους οδήγησαν σε μεγάλη εκροή σκληρού συναλλάγματος. Το 1937 τα δραστικά μέτρα που έλαβε ο Μεταξάς οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση, με τα αποθέματα σκληρού συναλλάγματος να αυξάνονται από 355 εκατομμύρια δραχμές το 1936 σε 887 εκατομμύρια δραχμές το 1937, 690 εκατομμύρια το 1938 και 712 εκατομμύρια το 1939. Το 1978 σε επίσημο δημοσίευμα της Τράπεζας της Ελλάδος παραδεχόταν ότι «στην αύξηση των εισπράξεων σε σκληρό νόμισμα […] σημαντικό ρόλο είχε παίξει τότε και ένα έκτακτο πολιτικό γεγονός στο εξωτερικό, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία». Ο βιογράφος του Μποδοσάκη συμφωνούσε, αν και με πιο πατριωτικούς όρους:

«Η εθνική μας οικονομία ωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις ισπανικές παραγγελίες. Πολλές από τις ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού καλύπτονταν από το συνάλλαγμα που εισάγονταν. Με άλλα λόγια, δεν επρόκειτο μόνο για το εμπόριο του Μποδοσάκη, αλλά για μια εθνική κινητοποίηση ευρύτατου χαρακτήρα με τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο στις πολυάριθμες ανάγκες ολόκληρης [της Ελλάδας]. [Ανάγκες] τις οποίες ο αναιμικός κρατικός μας προϋπολογισμός μπορούσε να καλύψει με μεγάλη, πολύ μεγάλη δυσκολία».

Αν υπήρχε ένα ελάττωμα στην ελληνική στάση απέναντι στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, αυτό ήταν η αδυναμία κατανόησης ορισμένων από τις διεθνείς επιπτώσεις του. Σε αυτό το θέμα το προβάδισμα το παρείχε η μία μεγάλη δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ελλάδα· αν η Βρετανία επέλεγε τον κατευνασμό, η μικρή, ευάλωτη, εξαρτημένη και ανασφαλής Ελλάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει. Αυτή δεν είναι μια στάση που ένας ρεαλιστής θα μπορούσε ενδεχομένως να επικρίνει. Αλλά όταν επρόκειτο για την ιταλική εξωτερική πολιτική, ο εφησυχασμός και η ευπιστία εμπόδιζαν τους περισσότερους Έλληνες διπλωμάτες να εκτιμήσουν ότι η ιταλική επιθετικότητα, είτε στη Δυτική είτε στην Ανατολική Μεσόγειο, προερχόταν από το απρόβλεπτο του παράγοντα της, καθώς και από τους δεσμούς μεταξύ της εξωτερικής πολιτικής και της ιδεολογίας του φασισμού. Την ευπιστία και τον εφησυχασμό των περισσότερων Ελλήνων διπλωματών συνόψισε ο Γιώργος Σεφέρης τον Ιούνιο του 1940:

«εκείνοι που βρίσκονται στη κορυφή των πραγμάτων αρκούνται στο ότι ο Ντούτσε, κηρύσσοντας τον πόλεμο, είπε ότι δεν θα μας βλάψει αν δεν του δώσουμε αφορμή. Για εκείνη τη νύχτα, και ποιος ξέρει για πόσες ακόμα εβδομάδες, αυτά τα λόγια είναι το ευαγγέλιο και το φυλαχτό τους. Όχι ότι δεν έχουν τη νοημοσύνη να καταλάβουν πόσο κούφιες είναι αυτές οι υποσχέσεις, αλλά νομίζετε ότι έχουν (το έχουν) την αίσθηση – ένα είδος δεισιδαιμονίας – ότι η σωτηρία εξαρτάται από την πίστη που φαίνεται να τους δίνουν. […] Απάτες οι οποίες μένουν στη μόδα μέχρι η λεπίδα να φτάσει στον αυχένα».

Η κριτική φαίνεται εύστοχη αν θυμηθεί κανείς ότι από τον Νοέμβριο του 1937 ο Ντούτσε και ο γαμπρός του εργάζονταν προς την κατεύθυνση της Κέρκυρας για τους ίδιους και της Θεσσαλονίκης για τους Σέρβους· ότι ακριβώς την ίδια εποχή ο Ντούτσε είχε πει στον Ciano: «Όταν τελειώσει η Ισπανία, θα σκεφτώ κάτι άλλο. Ο χαρακτήρας του ιταλικού λαού πρέπει να διαμορφωθεί με τις μάχες»· και, τέλος, ότι γι’ αυτούς ο συντομότερος δρόμος προς την Ελλάδα περνούσε από την Αλβανία.
Δημοσιεύθηκε την


από:https://geniusloci2017.wordpress.com