Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 02 Αύγ 2021
Megan M. Ruxton: Femina Sacra Πέρα Από Σύνορα. Ο Agamben στον 21ο Αιώνα
Κλίκ για μεγέθυνση









Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Theory & Event 20. Η Megan M. Ruxton είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Άιοβα.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

2 Αυγούστου, 2021

Στο φαινόμενο γνωστό ως GamerGate έχουν αποδοθεί πολλοί τίτλοι, που εκτείνονται από μια εξέγερση καταναλωτών ως ομάδα μίσους, μπορεί όμως να κατανοηθεί εν μέρει ως «μια απάντηση στην είσοδο του διαλόγου των βιντεοπαιχνιδιών στην κεντρική σκηνή», που έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ «βετεράνων» των βιντεοπαιχνιδιών και «νεοφερμένων», εντάσεις που έχουν περάσει από τον διαδικτυακό κόσμο στο πολιτικό κόσμο. Αυτή η ευρέως δημοσιοποιημένη συσσώρευση από tweets, αναρτήσεις σε φόρουμ και άλλες μορφές διαδικτυακές επικοινωνίας προσανατολισμένα προς την παρενόχληση γυναικών έχει προκαλέσει ακροάσεις στη Γερουσία σχετικά με την διαδικτυακή παρενόχληση, με την αντιπρόσωπο Katherine Clark να παροτρύνει τους συναδέλφους της να προσφέρουν πόρους για τα θύματα τέτοιων πράξεων, έτσι ώστε να βρουν δικαιοσύνη και ασφάλεια.

Οι «GamerGaters», όπως κατέληξε να αποκαλούνται, έχουν χρησιμοποιήσει τα ανώνυμα και ψευδο-ανώνυμα κανάλια του διαδικτύου για προκαλέσουν ψυχολογικό πόνο στις γυναίκες θύματα τους, με απειλές τόσο σωματικής όσο και σεξουαλικής βίας, καθώς και επιθέσεις στους χαρακτήρες τους ως μέθοδο να τις τιμωρήσουν, τους φίλους τους και στην οικογένεια τους, επειδή αμφισβήτησαν το κατεστημένο των παικτών βιντεοπαιχνιδιών.  Τα θύματα έχουν αναγκαστεί να αφήσουν τα σπίτια τους, να κόψουν κοινωνικούς δεσμούς, να αλλάξουν ή να εγκαταλείψουν τις καριέρες τους, και έτσι να χάσουν την αίσθηση του χώρου και του ανήκειν τους· η απειλή βίας έχει κάνει πολλές να απομακρυνθούν από το δημόσιο χώρο και έτσι από το πολιτικό πεδίο, ενώ άλλες έχουν επιδιώξει να σύρουν εκείνους που τις απείλησαν στο δημόσιο πεδίο ώστε καταστούν υπόλογοι για τις πράξεις τους. Ως σήμερα οι πολιτικοί και δημόσιοι θεσμοί του πραγματικού κόσμου σε γενικές γραμμές είναι ανίκανοι να προχωρήσουν στο να φέρουν την διαδικτυακή παρενόχληση μπροστά στο νόμο και στις δομές της κοινωνίας, αλλά οι συνέπειες στο πραγματικό κόσμο για τα θύματα του GamerGate έχουν σπρώξει το ζήτημα στο δημόσιο λόγο

Οι περιπτώσεις αυτών των διαδικτυακών γεγονότων περνούν στο δημόσιο πεδίο είναι πολυάριθμες. Το Μάρτιο του 2016 μια γυναίκα υπάλληλος της Nintendo απολύθηκε, φαινομενικά επειδή εργαζόταν και αλλού, αλλά λίγο καιρό αφού είχε προκαλέσει την οργή διαδικτυακών παικτών σχετικά με την λιγότερο σεξουαλικοποιημένη φύση ενός βιντεοπαιχνιδιού που είχε κυκλοφορήσει πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες· το φθινόπωρο του 2015, το SXSW, το μεγαλύτερο συνέδριο για ανεξάρτητη μουσική, ταινίες και νέες τεχνολογίες, ακύρωσε πάνελ σχετικά με την διαδικτυακή παρενόχληση εξαιτίας των ανησυχιών για την ασφάλεια.

Ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά ήρθε στις 14 Οκτωβρίου 2014, την ημέρα πριν η φεμινίστρια κριτικός Anita Sarkeesian, που ήταν προγραμματισμένο να δώσει μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, όταν ένα email από ένα άτομο που ισχυρίζονταν πως ήταν φοιτητής στάλθηκε στην διοίκηση του πανεπιστημίου. Ο «φοιτητής» έλεγε πως αν επιτρέπονταν στην Sarkeesian, θα προχωρούσε στην «πιο θανάσιμη επίθεση σε σχολείο την αμερικάνικη ιστορία», χρησιμοποιώντας ένα ημιαυτόματο, πιστόλια και μια συλλογή από αυτοσχέδιες βόμβες. Λέγοντας πως οι φεμινίστριες είχαν καταστρέψει τη ζωή του, υποσχέθηκε πως αν η Sarkeesian πραγματοποιούσε την προγραμματισμένη ομιλία της, θα έκανε επίθεση σαν την Σφαγή του Μόντρεαλ, μια αναφορά στην μαζική επίθεση κατά γυναικών φοιτητριών το 1989 στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ, όπου σκοτώθηκαν 14 γυναίκες.

Μπλόγκερ και ανοιχτή επικρίτρια του σεξισμού στα βιντεοπαιχνίδια, η Sarkeesian δημιούργησε την ιστοσελίδα Feminist Frequency, στο οποίο κριτικάρει την κουλτούρα των gamers – που κυριαρχείται παραδοσιακά από νεαρούς λευκούς άνδρες – και τραβά την προσοχή στα σεξιστικά και μισογυνικά κλισέ στα βιντεοπαιχνίδια. Η Sarkeesian, που έχει δεχτεί απειλές βασανισμού, θανάτου ή βιασμού ήδη αρκετές φορές ως τότε, επέλεξε να ακυρώσει την ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, όχι εξαιτίας των ίδιων των απειλών αλλά λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια εξαιτίας των νόμων για την καλυμμένη οπλοφορία στη Γιούτα. Ως άτομο που αμφισβητεί τα κυρίαρχα πρότυπα και πολιτισμικούς κανόνες της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών – μια κοινότητα  που μεγαλώνει ειδικά σε διαδικτυακές ομάδες που συνδέονται μέσω φόρουμ και σελίδων σχετικών με βιντεοπαιχνίδια – η Sarkeesian έκανε ξεκάθαρο πως δεν θα σιωπήσει. Αυτές οι απειλές προήλθαν από μια θορυβώδη ομάδα ανδρών gamers που συγκεντρώνονταν υπό το κίνημα του GamerGate, και ανέλαβαν να χρησιμοποιούν απειλές σωματικής και σεξουαλικής βίας για να κρατήσουν την Sarkeesian και τις άλλες γυναίκες από το να αμφισβητήσουν το ρόλο που έχουν παίξει παραδοσιακά οι γυναίκες στα βιντεοπαιχνίδια – αβοήθητο θύμα, σεξουαλικό αντικείμενο, ή και τα δυο – όπως και στη πραγματική ζωή με την θέση τους ως παικτριών οι ίδιες,

Οι γυναίκες έχουν βρεθεί την πλευρά που δέχεται την παρενόχληση και τον εξοστρακισμό αν δεν συμμορφωθούν με τις κανονιστικές αντιλήψεις ενός «πραγματικού» gamer: κάποιος που ασχολείται με βιντεοπαιχνίδια που κυρίως περιέχουν ανδρικούς χαρακτήρες, μια βίαιη υπόθεση και γυναίκες ως πειρασμούς ή έπαθλο· κάποιος που αποστρέφεται κάθε χαρακτηριστικό γνώρισμα της θηλυκότητας· και που υποστηρίζει τις καθιερωμένες δυναμικές που εμφανίζονται όταν παίζουν, μεταξύ τους η ενεργή παρενόχληση άλλων γυναικών. Σε βιντεοπαιχνίδια που επιτρέπουν στους παίχτες να επικοινωνούν με άλλους συνδεδεμένους στη διάρκεια του βιντεοπαιχνιδιού, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο οι παίκτες να απευθύνουν προσβολές ο ένας στον άλλο που περιλαμβάνουν χαρακτηρισμούς που είναι ρατσιστικοί, ομοφοβικοί, σεξιστικοί και γεμάτοι αισχρότητα, μια πρακτική που έχει ενσωματωθεί στην κουλτούρα που κάθε απόπειρα να αμφισβητηθεί αυτός ο τύπος συμπεριφοράς είναι μάλλον να καταλήξει στην ίδια γλώσσα με ανανεωμένη ζωντάνια, μεταξύ τους με απειλές σωματικής βίας, και όποιος δεν υπερασπίζεται αυτές τις νόρμες γίνεται ο επόμενος επιλεγμένος στόχος.

Με το τρόπο αυτό, οι γυναίκες παραδοσιακά συμπεριλαμβάνονται στην κοινότητα των gamers με το να αποκλείονται. Με την άρνηση της αναγνώρισης της νομιμοποίησης τους ως «αληθινών» gamers, οι άνδρες μέσα στους κύκλους των παικτών έχουν χρησιμοποιήσει την απειλή της βίας προς επικριτές – τόσο άνδρες όσο και γυναίκες – για να κρατήσουν την εξουσία τους ανέπαφη, έτσι ώστε κάθε αμφισβήτηση σε αυτά τα σεξιστικά πρότυπα και νόρμες αντιμετωπίζονται με απειλές όχι μόνο αποκλεισμού, αλλά αποκλεισμού επιβεβλημένου με τη βία. Αυτή η παράδοξη κατάσταση  προσφέρει μια εικόνα του πως η βιοεξουσία και η κατάσταση εξαίρεσης του Giorgio Agamben μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατανοηθεί πως κάτι φαινομενικά ακίνδυνο όπως τα βιντεοπαιχνίδια έχουν γίνει το αντικείμενο πολιτικών συζητήσεων, αλλά επίσης πως τέτοια ηχηρά εκφρασμένη οργή από άνδρες στην κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών μπορεί να κατανοηθεί μέσα από την έννοια του homo sacer – του ανθρώπου που μπορεί να σκοτωθεί αλλά όχι να θυσιαστεί – ως ζώντα μέσα στην κατάσταση εξαίρεση, μια κατάσταση που έχει εισχωρήσει στην σύγχρονη κοινωνία. Η αντίληψη του για την πολιτική έχει πλέον ξεπεράσει το έθνος-κράτος στις κοινότητες που υπάρχουν στο διαδίκτυο, και μπορεί να αναδιατυπωθεί σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση χρησιμοποιώντας τον όρο femina sacra– εκείνη που μπορεί να βιαστεί ή να σκοτωθεί αλλά όχι να θυσιαστεί – μέσα από την αρεντιανή κατανόηση του ιδιωτικού, δημόσιου και πολιτικού πεδίου.

Το Βιοπολιτικό και το Κοινωνικό

Για τον Giorgio Agamben, η νεωτερικότητα ήρθε με το όχημα της βιοπολιτικής, την πολιτικοποίηση της γυμνής ζωής, όταν η κλασική έννοια της ζωής απλή, φυσική ζωή, εδραιωμένη στις οργανικές, βιολογικές ανάγκες τόσο των ζώων όσο και των ανθρώπων και περιορισμένης στο ιδιωτικό πεδίο της κατοικίας – μπήκε στο δημόσιο πεδίο του βίου – την υψηλότερη πολιτική μορφή της ζωής εδραιωμένης στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Είναι πάνω σε αυτή την βιοπολιτική βάση που η αντίληψη του Agamben για την κυρίαρχη εξουσία γίνεται εφικτή. Ο κυρίαρχος υπάρχει ταυτόχρονα μέσα και πέρα από το κράτος δικαίου, επειδή έχει την ικανότητα και να δημιουργήσει και να αναστείλει το νόμο: «Εγώ, ο κυρίαρχος, που είμαι έξω από το νόμο, δηλώνω πως δεν υπάρχει τίποτα έξω από το νόμο». Είναι αυτό το σύστημα του νόμου πάνω στο οποίο στηρίζεται η κοινωνία, και μέσα από τη δημιουργία του νόμου του κυρίαρχου επίσης δημιουργείται η κατάσταση εξαίρεσης, με τους νομικούς κανόνες να δηλώνουν τι είναι έξω από το νόμο – τη συμπεριφορά που τοποθετεί κάποιον σε μια κατάσταση εξαίρεσης, αφού παρεκκλίνει από νομικές νόρμες.

Είναι αυτή η κατάσταση εξαίρεσης στην οποία που η χρήση του homo sacer μπορεί να ερμηνεύσει: ο homo sacer έχει αποκλίνει από τις νόρμες της νομικής τάξης, και έτσι έχει απογυμνωθεί από την ανθρωπότητα του, βίαια αποσπαστεί από το βίο και του έχει αποστερηθεί την νομιμοποίηση και αναγνώριση της ανθρωπιάς του που είναι έμφυτη. Καθώς πλέον δεν θεωρείται άνθρωπος, η πράξη του φόνου του δεν παραβιάζει πλέον τον ανθρώπινο νόμο, αλλά οι πράξεις του τον έχουν κάνει επίσης άχρηστο προς θυσία, με το να μην είναι πλέον άξιος των νόμων των θεών. Υπάρχει σε μια κατάσταση εξαίρεσης σαν ένα χώρο αναμονής, μη γνωρίζοντας αν θα σκοτωθεί ή όχι, μια απόφαση που μπορεί να ληφθεί μόνο από τον κυρίαρχο. Εκείνοι που ζουν υπό τον κυρίαρχο πρέπει να ζουν υπό το νόμο του, και με βάση τις πράξεις τους, μπορούν να μετατραπούν σε homo sacer – το φόβητρο είναι τέτοιος που διατηρεί την εξουσία του κυρίαρχου ακέραιη, καθώς μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή πως ένα άτομο έχει δράσει κατά του νόμου του, και έτσι οι υπήκοοι του πρέπει να υπακούν στο νόμο του ή να βρεθούν απογυμνωμένοι από την ανθρωπιά τους και με την ζωή τους σε άμεσο κίνδυνο. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο με την εμφάνιση της βιοπολιτικής τάξης, όπου ένα βιολογικό χαρακτηριστικό μπορεί να είναι αρκετό για να θεωρηθεί πράξη κατά του νόμου του κυρίαρχου – όπως στην περίπτωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου η εβραϊκή καταγωγή ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί ως homo sacer και να τοποθετηθεί στα στρατόπεδα. Εδώ ο κανονικός νόμος αναστέλλεται στην αντιμετώπιση του ανθρώπου-ως-ζώου, του οποίου τα πολιτικά δικαιώματα έχουν αφαιρεθεί και δεν του δίνονται πλέον τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που σχετίζονται με τον βίο.

Ο Agamben αναγνωρίζει τον homo sacer – ιερό άνθρωπο – ως την ενσάρκωση της γυμνής ζωής, και χαρακτηρίζει την αρχή της νεωτερικότητας ως το σημείο που η βιοπολιτική έγινε η βάση του καθορισμού της γυμνής ζωής, μια κατάσταση που υποστηρίζει ήταν εξέλιξη προερχόμενη από τις κλασικές πολιτικές έννοιες της ζωής και του βίου, οι ξεχωριστές σφαίρες των ρόλων του ανθρώπου. Από την ίδια τη βάση της εξήγησης της γυμνής ζωής του Agamben μπορούμε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε αυτή την έννοια για τις γυναίκες στη κοινωνία, ξεκινώντας με την κλασική αντίληψη της πολιτικής και συνεχίζοντας στη νεωτερικότητα. Ο Agamben μιλά για ζωή, το ιδιωτικό, βασικό χαρακτηριστικό της ζωής που είναι κοινή για όλα τα ζωντανά ζώα, και ιδιαίτερα είναι περιορισμένη στην κατοικία, αντίθετα από το βίο, την πολιτική ζωή που είναι το βασικό πεδίο που φιλοδοξούσε η ανθρωπότητα στην κλασική παράδοση της πολιτικής.  Ενώ η ελληνική παράδοση επέτρεπε στους άνδρες και τη ζωή και τον βίο ως όντα ικανά να δράσουν και πολιτικά και να ικανοποιήσουν τις βιολογικές και οικογενειακές τους ανάγκες, αυτοί που θεωρούνταν μη πολίτες – σκλάβοι και γυναίκες – απομονώθηκαν μέσα στο ιδιωτικό πεδίο της ζωής. Πέρα από το να είναι απλά εκεί που ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τις βασικές ανάγκες της ζωής, το σπίτι ήταν επίσης το μοναδικό πεδίο των γυναικών στην κλασική πολιτική παράδοση. Ο Agamben δεν ήταν φεμινιστής θεωρητικός, και δεν σκόπευε να θεωρητικοποιήσει πάνω στη θέση των γυναικών στην πολιτική· ωστόσο, δεν χρειάζεται να το κάνει, είναι έμφυτο στην ανάλυση του μέσα από τη χρήση της ζωής και του βίου. Η πολιτική παράδοση της ελληνικής πόλις κρατούσε τις γυναίκες περιορισμένες στο σπίτι, στο ιδιωτικό πεδίο όπου οι βασικές ανάγκες της ζωής ικανοποιούνταν ώστε οι άνδρες του σπιτιού να βγουν έξω στην πόλη και να επιτύχουν την πλήρη τους δυνατότητα ως πολιτικά όντα. Το σπίτι ήταν εκεί που άνηκε η ζωή, ενώ η πολιτική αρένα επέτρεπε την επίτευξη του βίου. Όπως αναλύθηκε από την Cristina Masters, η κλασική παράδοση αυτού που αποτελούσε το πολιτικό και το απολιτικό ήταν έμφυτα έμφυλη: «Τα σώματα των γυναικών μέσα σε αυτό το πλαίσιο ελαχιστοποιούνταν απόλυτα στις σεξουαλικοποιημένες αναπαραγωγικές  τους λειτουργίες, και ως αυτές που γεννούσαν παιδιά και ως φροντίστριες, η ενσάρκωση των γυναικών δημιουργήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να τεθεί το θηλυκό ως ανίκανο να υπερβεί τις βιολογικές ανάγκες της ζωής, και έτσι ανίκανο να συμμετέχει στην πολιτική.

Έτσι, ο διαχωρισμός που επέλεξε να βασιστεί ο Agamben ήδη είχε ορίσει τις γυναίκες ως μια ακτηγορία εξαίρεσης. Βασισμένη στην ελληνική πόλις, η Hanna Arendt εκφράζει μια παρόμοια αντίληψη των σφαιρών της ζωής, οριοθετώντας το διαχωρισμό ιδιωτικού έναντι δημόσιου, αλλά εκφράζει επίσης πως το φύλο όρισε τους ενοίκους αυτών των σφαιρών. Οι γυναίκες δεν είχαν την ευκαιρία να γίνουν πολιτικά ενεργές· αντίθετα ήταν η δουλειά τους να φροντίσουν τις ανάγκες του σπιτιού και των ανδρών μέσα τους, και να αναπαραχθούν για την συνέχιση αυτής της δυναμικής. Το σπίτι ήταν το αντικείμενο της χρήσης απολιτικής δύναμης, το είδος του εξαναγκασμού που δεν είναι υποκείμενη σε υψηλότερα επίπεδα πολιτικής εξουσίας μέσα στην πόλη, κάνοντας την βία και την δουλεία νομιμοποιημένες μορφές  διατήρησης στη θέση ντους αυτών των σχέσεων εξουσίας. Στο χώρο αυτό οι άνδρες ήταν οι κεφαλές του σπιτιού, εντελώς νόμιμα οι βασιλιάδες του κάστρου τους, με κυρίαρχη εξουσία πάνω στο υποκείμενα που κυβερνούσαν. Αυτή η αρρενωπή κυριαρχία του σπιτιού τοποθετεί τις γυναίκες ακόμη και πέρα από την κατάσταση της ζωής: αποκλεισμένες, απαξιωμένες, υποκείμενα σε βία πέρα από το νόμο, ενώ υπάγονται ακόμη σε αυτόν, οι γυναίκες ήταν αυτό που ο Agamben θα αποκαλούσε γυμνή ζωή. Το φύλο τους καθόριζε τον αποκλεισμό τους, οι παραγωγικοί και αναπαραγωγικοί τους μόχθοι ήταν απολιτικοί, και το ίδιο και η θέση τους ως εκείνες που μπορούσαν να κυριαρχηθούν και να υποταχθούν από άνδρες, τα σώματά τους να ελεγχθούν, να χρησιμοποιηθούν, να κακοποιηθούν με απόλυτη ασυλία, προωθούνταν και κωδικοποιήθηκε μέσα στο κλασικό πολιτικό πεδίο.

Η νεωτερικότητα όπως εννοιολογικοποιήθηκε από τον Agamben άρχισε από την τοποθέτηση της ζωής στη σύγχρονη εποχή στο κέντρο της πολιτικής, επιτομή του οποίου ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ναζιστικής Γερμανίας. Αυτό το στοιχείο νεωτερικότητας έδειξε στον Agamben πως η γυμνή ζωή έχει γίνει το βασικό αντικείμενο της πολιτικής, τώρα που η βιοπολιτική είναι η βάση πάνω στην οποία βασίζεται η πολιτική, ανεξάρτητα αν αυτό το πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από τον ολοκληρωτισμό ή την δημοκρατία. Αυτό αντίθετα που μοιάζει να ισχύει, ωστόσο, είναι πως η γυμνή ζωή πάντοτε ήταν κομμάτι του πολιτικού συστήματος, πάνω στο οποίο η πρόοδος της πολιτικής όπως κατανοείται σήμερα  έχει αναπτυχθεί, με τις γυναίκες να περιλαμβάνονται συνεχώς στο σύστημα μέσα από τον αποκλεισμό τους, και κρατούνται σε αυτή τη ζώνη απροσδιοριστίας μέσα από την βία που ασκείται πάνω στα σώματα και τις ζωές τους.

Η έννοια της βιοπολιτικής στον Agamben αλληλεπικαλύπτεται με την θλίψη της Arendt σχετικά με την εμφάνιση του κοινωνικού, στο οποίο τα ιδιωτικά ζητήματα έχουν εισβάλλει στον δημόσιο χώρο για να δημιουργήσουν μια αρένα που έχει εκτοπίσει το πολιτικό. Είναι μέσα στο κοινωνικό πεδίο που τα άτομα παύουν να είναι μοναδικά και αντίθετα συμμορφώνονται με κοινωνικά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, και στο οποίο η παραγωγή και κατανάλωση που κάποτε κρατούνταν για τα ιδιωτικά σπίτια έχει γίνει συλλογική δραστηριότητα. Για την Arendt, οι κοινότοπες λειτουργίες της καθημερινής εργασίας και δουλειάς έχει σφετεριστεί το πολιτικό δημόσιο και το αντικατέστησε  με την ιδέα των ανθρώπων ως «κοινωνικών ζώων». Τα κοινωνικά ζώα συμπεριφέρονται το ίδιο, και δέχονται πως τα ιδιωτικά ζητήματα της οικονομίας και της ανάγκες της δουλειάς και της εργασίας είναι δημόσιου ενδιαφέροντος, και κάνοντας το αυτό έχουν χάσει την ικανότητα να μιλούν και να δρουν από κοινού. Ενώ η ιδέα της Arendt ότι το κοινωνικό πεδίο είναι γεμάτο με κοινότοπη μετριότητα, η βιοπολιτική του Agamben παίρνει μια πολύ πιο μοχθηρή κατεύθυνση, έτσι ώστε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που είναι δύσκολα διακριτικά από εκείνα των ζώων, τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά που οδηγούν την βασική ύπαρξη, χρησιμοποιούνται τώρα ως μέσα ελέγχου. Η Arendt επιθυμεί να αποδομήσει το κοινωνικό, επιστρέφει σε μια οριοθέτηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, και προσφέρει ένα δημόσιο χώρο για δράση και σπουδαίες πράξεις, και ένα ιδιωτικό χώρο ασφαλή από την παρέμβαση άλλων. Με την αντίληψη του Agamben για τα βιοεξουσιαστικά θεμέλια της νεωτερικότητας, αυτή η αποδόμηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, επειδή εκείνοι που έχουν τον έλεγχο, οι κυρίαρχοι της εποχής μας, κωδικοποιούν και νομιμοποιούν αυτό που θεωρείται ως οι αποδεκτοί κανόνες συμπεριφοράς, και η ύπαρξη γυναικών τόσο στο δημόσιο όσο και στο ιδιωτικό ήταν εκ των προτέρων αιτία για αποκλεισμό και τον έλεγχο των σωμάτων και της θέσης τους στην κοινωνία.

Femina Sacra, Κυριαρχία, και η Πολιτικοποίηση των Πάντων

Μέσα από το φακό του πολέμου και της στρατιωτικοποίησης, η έννοια της femina sacra έχει αποσαφηνιστεί από την Ronit Lentin και την Christina Masters, προσφέροντας μια βαθύτερη κατανόηση της έμφυτης έμφυλης πραγματικότητας των γυναικών στην βιοπολιτική, όπου δεν είναι μόνο το φύλο τους το καθοριστικό γνώρισμα της υποταγής τους, αλλά είναι χρησιμοποιείται επίσης ως εργαλείο κυριαρχίας. Η Lentin αναφέρει πως «στο έλεος της κυρίαρχης εξουσίας, οι γυναίκες, λόγω της λειτουργίας τους ως οχήματος εθνοκάθαρσης, και της σεξουαλικής της ευαλλωτότητας, αναμφισβήτητα γίνεται femina sacra στο έλεος της κυρίαρχης δύναμης: εκείνη που μπορεί να σκοτωθεί, αλλά και να κυοφορήσει, αλλά που δεν μπορεί να θυσιαστεί λόγω της ακαθαρτότητας της». έτσι, οι γυναίκες μειώνονται στις αναπαραγωγικές τους χρήσεις, καθαρά σεξουαλικά αντικείμενα που μπορούν να βιαστούν ως εργαλείο επικυριαρχίας, οδηγώντας στην εθνοκάθαρση μέσα από την διάδοση των «ανώτερων» γονιδίων της κατακτητικής στρατιωτικής δύναμης. Οι Lentin και Masters το χρησιμοποιούν αυτό στο πλαίσιο της γενοκτονίας και του Αμερικάνικου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας, αλλά η Masters ειδικά δείχνει πως η femina sacra απλά προσφέρει ένα όνομα για την ήδη έμφυλη έννοια του homo sacer, με την επιπλέον βιοπολιτική διάσταση της σεξουαλικής βίας ως μέσω υποταγής. Η femina sacra ήταν πάντα μια πτυχή του πολιτικού, πριν από την εμφάνιση της νεωτερικότητας του Agamben, και έχει πάρει απλά νέες μορφές στην σύγχρονη πολιτική. Για να θυμίσει την θέση της Masters,  για να δείξει ανοιχτά το ρόλο των γυναικών στη πολιτική ως έμφυλη σχέση εξουσίας δεν είναι «για να πούμε αναγκαστικά πως οι γυναίκες είναι κάπως περισσότερο αποκλεισμένες, καταπιεσμένες και υποταγμένες από τους άνδρες, αλλά μάλλον για να δείξει πως η κυρίαρχη εξουσία λειτουργεί με ιδιαίτερους τρόπους πάνω στα σώματα και τις ζωές των γυναικών· είναι για την αποκάλυψη μιας ιδιαίτερης αρρενωπής και ρατσιστικής βιοπολιτικής που λειτουργεί με έντονα δραστικούς τρόπους πάνω στα σώματα των γυναικών».

Η βιοπολιτική θέση των γυναικών ως φυσική σε αυτό που αποκλείεται δείχνει πως η βιοπολιτική ήταν ήδη σε δράση ακόμη και στην παραδοσιακή πολιτική παράδοση, ενώ ο Agamben δείχνει μέσα από την ανάλυση του την εμφάνιση της νεωτερικότητας στο ότι ήταν μόντο όταν οι βιολογικές πτυχές τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την πολιτική εξουσία. Πριν από αυτό, η έμφυτη ευαλωτότητα των γυναικών σε ένα πατριαρχικό κυρίαρχο κράτος ήταν δεκτή ως μέρος της πολιτικής, μια αρένα όπου η κυριαρχία και η βία χρησιμοποιούνταν ως μέσο για να μείνουν αποκλεισμένες από την πολιτική οι γυναίκες ενώ ταυτόχρονα παρέμεναν δεσμευμένες στους νόμους της κοινωνίας. Αυτό που κατορθώνει η έννοια της βιοπολιτικής του Agamben είναι να δείξει πόσο πιο διαδεδομένη έχει γίνει η βιοπολιτική, και πόσο πιο μοχθηρή είναι στην πραγματικότητα σήμερα, εξαιτίας της διάδοσης της στον συχνά αυτορρυθμιζόμενο Δυτικό δημοκρατικό κόσμο. Ακόμη πιο απεχθής, η βιοπολιτική έχει επεκταθεί πέρα από το κρατοκεντρικό μοντέλο από το οποίο ο Agamben αντλεί τα συμπεράσματα του για τη σχέση μεταξύ του κυρίαρχου και του homo sacer, τα δυο είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά πάντα υπάρχει μέσα στο δεσμευτικό πολιτικό σύστημα τους έθνους-κράτους.

Δίχως να το κατανοεί – στην πράξη, σε μια περίοδο όπου δεν μπορούσε να το κατανοήσει – ο Agamben βάζει σε κίνηση την έννοια της κυριαρχίας πέρα από τα φυσικά όρια του κράτους. Ξεκινά εξηγώντας, «Η αρχή της ιθαγένειας και η αρχή της κυριαρχίας, που ήταν ξεχωριστές στο αρχαίο καθεστώς, τώρα είναι αμετάκλητα ενωμένες στο σώμα του ‘κυρίαρχου υποκειμένου’ έτσι ώστε η βάση του νέου έθνους-κράτους να μπορεί να δομηθεί». Με τη γέννηση του έθνους κράτους ήρθαν οι διακηρύξεις των δικαιωμάτων, δίνοντας στα άτομα ένα πέρασμα από τον «υπήκοο» στον «πολίτη», με τον νέο ρόλο για τα άτομα ως κυρίαρχα υποκείμενα – που τώρα το άτομο αποτελούσε μέρος του συστήματος λήψης αποφάσεων που καθόριζε τους κανόνες της κοινωνίας· η απόκλιση από αυτούς ήταν ο τρόπος για να μπεις στο πεδίο του homo sacer και της γυμνής ζωής, και τώρα κάθε μέλος του έθνους-κράτους ήταν μέρος της κωδικοποίησης των κανόνων και της τιμωρίας για την παραβίαση αυτών των νορμών.

Αυτό ήταν το πρώιμο έθνος-κράτος, στο οποίο οι κεφαλές του κράτους έχουν τώρα την στήριξη κάθε κυρίαρχου υποκειμένου για την δύναμη του νόμου, αντί για το θείο δικαίωμα για να διαθέτουν αποκλειστικό λόγο πάνω στη ζωή και το θάνατο των υποκειμένων που ζουν από κάτω του. Όπως κάθε άτομο τώρα είχε κυρίαρχο δικαίωμα πάνω στις ζωές των άλλων, έτσι ζούσαν στο φόβο του να αποκλειστούν από το πολιτικό σύστημα μέσα από τις αποφάσεις άλλων κυρίαρχων υποκειμένων. Με αυτή την αλλαγή από υπήκοο σε πολίτη, «Η ιδιότητα του πολίτη τώρα απλά αναγνωρίζει μια γενική υποταγή στην βασιλική εξουσία ή ένα καθορισμένο σύστημα νόμων, ούτε απλά ενσαρκώνει […] την νέα χειραφετική αρχή· η ιδιότητα του πολίτη είναι το όνομα της νέας κατάστασης της ζωής ως πηγή και βάση για την κυριαρχία, και έτσι κυριολεκτικά αναγνωρίζει… ‘τα μέλη του κυρίαρχου’». Η ιδέα της ζωής ως «προέλευσης και βάσης της κυριαρχίας» προσφέρει τη βάση για μια αντίληψη του homo sacer όπως και της femina sacra σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μεταμοντέρνος παγκοσμιοποιημένος κόσμος, όπου το έθνος-κράτος το ίδιο δεν είναι πια αναγκαίο για ένα κυρίαρχο άτομο. Αν η ίδια η ζωή, η απλή πράξη του να υπάρχεις στο κόσμο, είναι βάση για να παίρνεις αποφάσεις πάνω στις ζωές των άλλων – όπως και στο έλεος των άλλων στο κόσμο – αυτό σημαίνει πως η κυριαρχία δεν χρειάζεται να συνδεθεί όπως ήταν κάποτε στην εθνικιστική γερμανική ανάγκη για αίμα και γη κατά το 2ο ΠΠ· η κυριαρχία, ξεχωριστά από τον εθνικότητα, είναι πλέον μέρος της ανθρώπινης συνθήκης, με ένα τρόπο που η εθνικότητα δεν μπορεί λόγω της δυνατότητας του κράτους να την αφαιρέσει. Όπως δεν μπορούσε να υπάρξει η έννοια του φωτός δίχως το σκοτάδι, έτσι δεν μπορούσε και η έννοια της κυριαρχίας δίχως τη γυμνή ζωή, που και οι δυο έχουν τώρα αποδοθεί στο άτομο με την είσοδο τους στο κόσμο.

Καθώς η κυριαρχία μπορεί να επανακαθοριστεί στην σύγχρονη εποχή, η βιοπολιτική επίσης μετατοπίζει το νόημα της ως αποτέλεσμα του νέου πλαισίου στο οποίο εκτυλίσσεται. Ο Agamben άνοιξε την δυνατότητα για αυτές τις μετατοπίσεις, λέγοντας «Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της βιοπολιτικής (η οποία θα συνεχίσει να αυξάνεται στον αιώνα μας) είναι στην σταθερή της διαδρομή για τον επανακαθορισμό του ορίου στη ζωή που διακρίνει και διαχωρίζει αυτό που είναι μέσα από εκείνο που είναι έξω… Και όταν η φυσική ζωή ενσωματώνεται πλήρως στην πόλις – και αυτό έχει μέχρι στιγμής συμβεί – αυτά τα όρια περνούν, όπως θα δούμε, πέρα από τα σκοτεινά όρια που χωρίζουν τη ζωή από το θάνατο ώστε να αναγνωριστεί ένας νέος ζωντανός νεκρός άνθρωπος, ένας ιερός άνθρωπος». Με νέες ευκαιρίες για ένα νέο ιερό άνθρωπο – μια νέα ιερή γυναίκα – ανοίγοντας νέες ευακιρίες για κυριαρχία δίχως σύνορα, βλέπουμε την βιοπολιτική να προχωρούν σε πεδία που στην επιφάνεια φαίνονται καλοήθη, ακόμη και απολιτικά, και όμως έχουν την δυνατότητα να εμφανίσουν το ίδιο επίπεδο βίας που έχει εμφανιστεί στα πεδία του αποκλεισμού μέσω της συμπερίληψης που ο Agamben περιγράφει σε βάθος, που τελικά ενσαρκώνονταν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και αυτό το προέβλεψε ο Agamben στην ανάλυση του της περιγραφής της πολιτικοποίησης της ζωής του Karl Lowith, μια περιγραφή που βρίσκει εφαρμογή στα σημεία που αυτές οι σχέσεις εξουσίας εμφανίζονται σήμερα στο κόσμο: «Από την χειραφέτηση της τρίτης εξουσίας, την δημιουργία της αστικής δημοκρατίας και της μεταμόρφωσης της στη μαζική βιομηχανική δημοκρατία, η εξουδετέρωση των πολιτικά σημαντικών διαφορών και οι αναβολές μιας απόφασης για αυτές έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που έχει μετατραπεί στο αντίθετο της: μια απόλυτη πολιτικοποίηση των πάντων, ακόμη και φαινομενικά ουδέτερων πεδίων της ζωής».

Ο κοινός πολιτικός διάλογος, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, χαρακτηρίζεται από την πολιτικοποίηση των πάντων, μια προέκταση ενός πολωμένου πολιτικού κλίματος στο οποίο οι πολύ βασικές σκέψεις της σύγχρονης ζωής μετατρέπονται σε λόγω συζητήσεων όπου κάθε πλευρά χαρακτηρίζεται πως «ανήκει» στην μια ή στην άλλη ιδεολογία. Όταν βλέπουμε κάτι σχετικά κενό έμφυτου πολιτικού νοήματος όπως το πάθος για βιντεοπαιχνίδια να προκαλεί απειλές για βασανισμό, βιασμό και θάνατο, βλέπουμε πως

«Αν υπάρχει μια γραμμή σε κάθε σύγχρονο κράτος που ορίζει το σημείο που η απόφαση για ζωή γίνεται απόφαση για θάνατο, και η βιοπολιτική μετατρέπεται σε θανατοπολιτική, αυτή η γραμμή δεν εμφανίζεται πλέον ως σταθερό όριο που διαχωρίζει δυο διακριτές ζώνες. Αυτή η γραμμή είναι πλέον σε κίνηση και σταδιακά μετακινείται σε περιοχές πέρα από εκείνη της πολιτικής ζωής, περιοχές στις οποίες το κυρίαρχο μπαίνει σε μια πιο στενή συμβίωση όχι μόνο  με τον δικαστή αλλά και με το γιατρό, τον επιστήμονα, τον ειδικό και τον ιερέα».

Κάθε άλλο παρά δίχως σημασία σε αυτό το νέο πολιτικό χρόνο, η θέση του Agamben το ίδιο σημαντική σήμερα, αλλά με ένα τρόπο που θα θεωρούνταν πολύ πιο χθόνιος τρόπος. Η έμφυτη βιοπολιτική  στη αντίληψη του Agamben για το βίο και τη ζωή, όπως αφορά τις γυναίκες και την ύπαρξη της femina sacra έχει μετατοπιστεί πέρα από τα όρια του κράτους και της χρήσης του της βίας ως μέσου διατήρησης της εξουσίας, στο ανεξέλεγκτο πεδίο του διαδικτύου, όπου η ανωνυμία επιτρέπει την διαιώνιση της βίας από εκείνους που η κυριαρχία τους δεν γνωρίζει φυσικά όρια, και όπου οι κοινότητες μπορούν να εμφανιστούν και να εξαφανιστούν δίχως να ορίσουν φυσικό όριο.

Αρχικά γραμμένο το 1995, ο Agamben δεν θα μπορούσε να προβλέψει να δει την κατεύθυσνη που έχει πάρει η σημερινή πολιτική ζωή.. με την αύξηση στην παγκοσμιοποίηση, επιτρέποντας μεμονωμένες συνδέσεις πέρα από σύνορα δίχως να αφήσει κανείς σωματικά το σπίτι του. Ένα μοναδικό άτομο είναι ακόμη μέρος του έθνους κράτους στο οποίο μένει, αλλά τώρα μπορεί να κάνει την επιλογή να συνδεθεί με άλλους με τους οποίους δεν μοιράζεται την υπηκοότητα μέσα από ένα παγκόσμιο ιστό δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο. Ο κυβερνοχώρος είναι ένα τεράστιο, δίχως σύνορα πεδίο, δίχως επίσημους κανόνες ή έναν Λεβιάθαν να περιορίζει τοις κακές, βάρβαρες παρορμήσεις της ανθρωπότητας. Η ανωνυμία καλύπτει την απόλυτη αποκάλυψη ενός προσώπου και κρύβει την αλήθεια στο ερώτημα «Ποιος/α είσαι;» που αποκαλύπτεται μόνο σε μια πραγματικά δημόσια, πολιτική αρένα. Αλλά μέσα σε αυτό το άνομο τόπο, έχουν εμφανιστεί κοινότητες καθώς άτομα συρρέουν γύρω από μια κοινή ιδέα, ένα κοινό συμφέρον, κάποιο νήμα που τους ενώνει με ένα τρόπο που συνδέει τις ταυτότητες τους και δημιουργεί μια κοινότητα έξω από τα φυσικά  όρια που προηγούμενα περιβάλλανε ένα άτομο στο σύγχρονο κόσμο. Είμαστε τώρα σε μια εποχή στην οποία στην οποία το κοινό νόημα μπορεί να εξυπηρετηθεί δίχως να βγει κανείς από το σπίτι, καθώς το διαδίκτυο έχει επεκταθεί σε ένα περίπλοκο δίκτυο σχέσεων μεταξύ ανθρώπων που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, και που τώρα έχον επιλέξει να παρουσιάσουν όποια εικόνα του εαυτού τους επιθυμούν δίχως συνέπειες εξαιτίας της ανώνυμης φύσης αυτών των επικοινωνιών. Η Arendt πίστευε πως μια πραγματικά πολιτική πόλις θα εμφανίζονταν σε κάθε αρένα στην οποία «η δράση και ο λόγος δημιουργούν ένα χώρο μεταξύ των συμμετεχόντων ο οποίος μπορεί να βρει την κατάλληλη θέση του σε κάθε στιγμή και τόπο». Ωστόσο, ως ένας ανοιχτός χώρος για την συνάντηση των ανθρώπων, ο οποίος που απαιτεί την πλήρη αποκάλυψη του πραγματικού εαυτού κάποιου, αυτές οι κοινότητες δεν έχουν την ικανότητα να ανέβουν στα ύψη του πολιτικού, και αντίθετα ενσαρκώνουν το κοινωνικό με την τρομακτική πιθανότητα να ενσαρκώσουν επίσης το βιοπολιτικό.

Ο Agamben στον 21ο Αιώνα: Η Κουλτούρα των Gamers

Για να καταλάβουμε πως τα βιντεοπαιχνίδια έχουν γίνει το κέντρο μιας πολιτικά φορτισμένης μάχης που συνεχίζεται μέσα από την απειλή βίας εναντίον γυναικών, κάποιος πρέπει πρώτα να κατανοήσει τι έχει γίνει η κουλτούρα των gamers. Είναι συνήθως επικίνδυνο να προσπαθούμε να ορίσουμε κάτι τόσο ευρύ ως μια συγκεκριμένη «κουλτούρα», αλλά εννοιολογικοποιώντας την «κουλτούρα των gamers» είναι δυνατό να βασιστούμε στην προηγούμενη βιβλιογραφία  που την έχει ορίσει ως ποιος παίζει, πως παίζουν, και τι παίζουν, με ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του φύλου. Το που βρίσκονται τα έξω όρια της κουλτούρας των gamers είναι κάπως θολό και αφηρημένο, αλλά ο πυρήνας γύρω από τον οποίο έχει διαμορφωθεί είναι αρκετά ξεκάθαρος, και είναι από αυτό το κεντρικό σημείο όπου έχουν διαμορφωθεί η ταυτότητα, οι κανόνες και οι προσδοκίες του τι αποτελεί ένα παίχτη, και σε αυτό που συνομιλεί με τις έννοιες για τις οποίες αποτελεί βάση  η αντίληψη της πολιτικής του Agamben: μη κρατική κυρίαρχη βία ως το μέσο για την διατήρηση της εξουσίας σε μια ανδροκρατούμενη κοινότητα.

Η εμφάνιση των δημοφιλών βιντεοπαιχνιδιών δεν ήταν, στην επιφάνεια, μια αρένα για εξουσία, πόσο μάλλον βασισμένη στο φύλο. Εκείνοι που έπαιζαν  την πρώτη εκδοχή του Pong στις κονσόλες της ATARI έβλεπαν μόνο πίξελ στην οθόνη, και δεν υπήρχε κάποια ένδειξη πως το παιχνίδι προορίζονταν για κάποιο συγκεκριμένο δημογραφικό κοινό. Καθώς το ενδιαφέρον για τα βιντεοπαιχνίδια μεγάλωσε, τα ίδια τα παιχνίδια εξελίχθηκαν ώστε να προσελκύσουν αυτό που έμοιαζε  να είναι το ποιο ενθουσιώδες δημογραφικό κοινό: νεαροί άνδρες. Παιχνίδια όπως τα King’s Quest, Super Mario Bros και Mortal Kombat άρχισαν να εμφανίζουν τα κλισέ που βλέπουμε ακόμη και σήμερα στα παιχνίδια, με ανδρικούς χαρακτήρες να πολεμούν ώστε να προχωρήσουν σε επίπεδα αυξανόμενης δυσκολίας, που συναντούν μόνο γυναίκες που ταιριάζουν σε ένα από δυο στερεότυπα: είτε είναι αποκαλυπτικά ντυμένες και προσπάθησαν να αποτρέψουν τον ήρωα από το να προχωρήσει στο παιχνίδι, ή προσφέρονταν ως το έπαθλο για την επίτευξη ενός στόχου.

Καθώς τα βιντεοπαιχνίδια ωρίμασαν, το ίδιο και ο «παίχτης», τυπικά ένας νεαρός άνδρας που στερείται αθλητικής ικανότητας, ήταν κοινωνικά ντροπαλός, και που χαίρονταν με κάθε είδος διαφυγής, μεταξύ τους και τα βιντεοπαιχνίδια όπως και τα κόμικ και τα παιχνίδια ρόλων όπως τo Dungeon and Dragons. Το να είσαι παίχτης έγινε ταυτότητα, και η συνεύρεση με άλλους παίχτες ήταν μια ευκαιρία όχι μόνο αλληλεπίδρασης με άλλους που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, αλλά και μια ευκαιρία να δημιουργήσουν μια κοινότητα όπου οι όποιες αποκαλούμενες τάσεις «φυτού» (nerd) ήταν δεκτές ως ο κανόνας. Το βιντεοπαιχνίδι με άλλους επέτρεψε μια νέα δυναμική εξουσίας που αποδέχονταν την δημιουργικότητα, την φαντασία και την κριτική σκέψη ως γνωρίσματα πανίσχυρων gamers, και ατόμων που ήταν σε θέση να αισθανθούν μια ισότητα που έρχονταν με αυτή την ταυτότητα. Όσο ισχυρότερη η ταυτότητα του παίχτη, τόσο μεγαλύτερο το κίνητρο για την προστασία της. Ήταν μέσα σε αυτή τη κουλτούρα που άτομα που δεν μπορούσαν διαφορετικά να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές απαιτήσεις είχαν την ελευθερία  όχι μόνο να εκφραστούν αλλά και να αποφασίσουν τα ίδια τους κανόνες της κοινότητας και ποιος ταιριάζει και ποιος όχι. Η κουλτούρα των gamers ξεκίνησε ως τρόπος δημιουργίας μιας αίσθησης του ανήκειν, αλλά με αυτή ήρθε και η ανάγκη για τον αποκλεισμό άλλων ώστε να διατηρηθεί αυτό. Το βιντεοπαιχνίδι ήταν κομμάτι μιας ταυτότητας, μιας ταυτότητας που διαμορφώθηκε από το τρόπο που σχεδιάζονταν τα βιντεοπαιχνίδια, και τα βιντεοπαιχνίδια ήταν σχεδιασμένα για να εξυπηρετούν αυτή τη ταυτότητα – ένας κυκλικός βρόχος που βοήθησε να δημιουργηθούν οι ανδροκεντρικοί κανόνες της κουλτούρας των gamers.

Ο όρος «Ηγεμονία του Παιχνιδιού» (Hegemony of Play) επινοήθηκε από τον Fron για να περιγράψει το τρόπο που η βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών είχε δομήσει τον εαυτό της: «η ηγεμονική βιομηχανία βιντεοπαιχνιδιών έχει εμποτίσει τόσο τις ατομικές όσο και κοινωνικές εμπειρίες  των βιντεοπαιχνιδιών με αξίες και κανόνες που ενισχύουν τις τεχνολογικές, εμπορικές και πολιτισμικές επενδύσεις της βιομηχανίας σε ένα συγκεκριμένο ορισμό των βιντεοπαιχνιδιών και του τρόπου παιξίματος, δημιουργώντας ένα κυκλικό σύστημα προσφοράς και ζήτησης στο οποίο εναλλακτικά προϊόντα παιχνιδιού  περιθωριοποιούνται και απαξιώνονται». Αυτό προσδίδει μια αίσθηση δικαιώματος για εκείνους που αποτελούν  το δημογραφικό κοινό που στοχεύει η βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών να επικρίνει οποιονδήποτε απειλεί αυτή την ηγεμονία. Εκείνοι εντός στους κύκλους των βιντεοπαιχνιδιών ορίζουν όχι μόνο τις είναι «καλό» παιχνίδι, αλλά ποιος πραγματικά αξίζει το τίτλο του gamer, και το κάνουν αυτό με αυθαίρετο τρόπο – ποια βιντεοπαιχνίδια παίζονται, πόση γνώση έχει ένα άτομο πάνω σε ένα συγκεκριμένο βιντεοπαιχνίδι, και αν ή όχι οι προτιμήσεις τους ταιριάζουν με εκείνες της υπόλοιπης κοινότητας. Οι κανόνες του να είσαι gamer αποφασίστηκαν από εκείνους που ανέλαβαν την ταυτότητα και την υπερασπίστηκαν ανυποχώρητα. Με κάθε νέα αλλαγή στην εξέλιξη των βιντεοπαιχνιδιών, οι κανόνες άλλαξαν όσο έπρεπε. Η κοινότητα έχει γίνει κάτι περισσότερο από ένα χαλαρό δίκτυο φίλων των βιντεοπαιχνιδιών – είχε γίνει ένα κράτος το ίδιο δίχως σύνορα, με νόρμες, κανόνες, και άτομα που είχαν ορίσει τους εαυτούς τους ως κυρίαρχους σε αυτό το νέο βασίλειο· και όμως, με μια αίσθηση ανωνυμίας που απέτρεπε το χώρο από το να είναι πραγματικά δημόσιος με την αρεντιανή έννοια.

Καθώς η κοινότητα άρχισε να επεκτείνεται σε νέα δημογραφικά κοινά, οι νόρμες της θέσης των γυναικών έγιναν περισσότερο εδραιωμένες. Μέσα στα ίδια τα βιντεοπαιχνίδια, οι γυναίκες ανέλαβαν δύο ρόλους: του σεξουαλικού πειρασμού, χρησιμοποιώντας την σεξουαλικότητα της ως μέσο για την εκτροπή της αποστολής του βασικού χαρακτήρα· ή της δεσποσύνης σε κίνδυνο, αβοήθητες και σε ανάγκη σωτηρίας, με την υπόσχεση αφοσίωσης στον χαρακτήρα που τις απελευθέρωσε. Αυτά τα κλισέ είναι αυτό που η Masters θα χαρακτήριζε ως η πουτάνα ή η Παναγία, η μια χρησιμοποιεί το σεξ ως εργαλείο, η αγνότητα της άλλης την κάνει άξια σωτηρίας, και οι δυο καθορίζονται από το ρόλο τους ως σεξουαλικά αντικείμενα. Καθώς η Masters δείχνει στην εξέταση της femina sacra στον αμερικάνικο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, αυτή η διάκριση της πουτάνας-Παναγίας υπάρχει ως μέρος της πολιτικής σφαίρας, οι ρόλοι που αποδίδονται στις γυναίκες μέσα στο αποκλειστικό τους πεδίο ως ένας τρόπος να δικαιολογηθεί η δομή εξουσίας  που τις υποβιβάζει σε αυτό το πεδίο ως ένα τρόπο περίληψης τους στη διαφύλαξη της εξουσίας. Αυτή η διάκριση έχει απεικονιστεί σταθερά στα βιντεοπαιχνίδια, προσφέροντας μια υπερβολική προσωποποίηση  των γυναικών ως αντικείμενο ορισμένο από τη σεξουαλικότητα τους. για τους άνδρες  που έχουν οχυρωθεί στην κουλτούρα των βιντεοπαιχνιδιών – εκείνους στο πυρήνα της κοινότητας – αυτή η σταθερή παρουσίαση των γυναικών ως σεξουαλικά αντικείμενα έχει μεταφερθεί στις γυναίκες στη πραγματική ζωή, με την υπόθεση πως οι γυναίκες είναι ανάξια όντα που θα χρησιμοποιήσουν το φύλο τους ως εργαλείο να στερήσουν  τα δικαιώματα  και τις δυνάμεις των ανδρών, διαιωνίζοντας έτσι την άποψη πως η γυναίκα δεν μπορεί να είναι κανονικός gamer επειδή η ίδια η ύπαρξη είναι αντιθετική με την κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών. Αν μια γυναίκα επιθυμεί να είναι μέρος της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών, αναμένεται να υιοθετήσει τις νόρμες και τη γλώσσα των ανδρών που έχουν διαμορφώσει την κοινότητα, επειδή το να συμπεριφερθεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την καταδικάζει στο πεδίο του αποκλεισμού.

Η κουλτούρα των gamers και οι κοινότητες που προέκυψαν έχουν εξισώσει κάθε αμφισβήτηση ως προς την σεξουαλική απεικόνιση των γυναικών ως κλοπή των δικαιωμάτων και της θέσης των ανδρών του κόσμου των βιντεοπαιχνιδιών, τα οποία πηγάζουν από το να είσαι πραγματικός gamer, ένα κομμάτι της ταυτότητας τους τόσο απαραίτητο για την αυτοεκτίμηση τους που αλλαγή του σημαίνει την στέρηση του ίδιου του νοήματος της ζωής. Για να το εμποδίσουν αυτό από το να συμβεί, κάθε αντίθετη γυναικεία φωνή φιμώνεται μέσα από τον εξοστρακισμό, μια πρακτική που μπορεί να – και έχει – κλιμακωθεί σε βαθμό απειλών για σωματική ή σεξουαλική επίθεση. Η έννοια της femina sacra όπως περιγράφεται από την Lentin και την Masters στη διάρκεια στρατιωτικής κατάκτησης μπορεί να υιοθετηθεί σε αυτό το πλαίσιο λόγω της απειλής που παρουσιάζουν οι γυναίκες προς το στάτους κβο, στο βαθμό μετατρέπουν την ταυτότητα του gamer σε λόγω για βία.

Αυτό που ξεκίνησε ως μεμονωμένες ομάδες περιορισμένες σε μια φυσικά περιορισμένη γεωγραφική περιοχή έχει τώρα εξαπλωθεί παγκόσμια, με τους gamers να είναι σε θέση να συναντηθούν μέσω του κυβερνοχώρου. Αυτό έχει γίνει ιδιαίτερα διαδεδομένο με την εμφάνιση παιχνιδιών που μοιράζονται ένα κοινό server και επιτρέπουν στους παίχτες από όλο το κόσμο να μιλούν ο ένας με τον άλλο. Αυτό έχει γεννήσει διαδικτυακά φόρουμ και κοινότητες όπου οι παίχτες μπορούν να ανταλλάξουν συμβουλές, να βρουν άλλους να παίξουν μαζί, και να μιλήσουν για τα θετικά των παιχνιδιών που παίζουν. Αυτές οι κοινότητες υπάρχουν στον κυβερνοχώρο, με άτομα που συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις με φυσική παρουσία, επιτρέποντας υψηλό επίπεδο ανωνυμίας, σε συνδυασμό με την μη ύπαρξη τυπικών κανόνων ως προς τα σχόλια και την επιτρεπόμενη συμπεριφορά. Όπως με κάθε διαδικτυακή επικοινωνία, η ανωνυμία έχει διπλή κόψη: εκείνοι που συμμετέχουν σε αυτά τα διαδικτυακά φόρουμ εκφράζονται ελεύθερα με όποιον τρόπο επιλέξουν, αλλά επειδή αυτές οι εκφράσεις συμβαίνουν έξω από τους νόμους και τις νόρμες ενός οποιουδήποτε κράτους, ένα άτομο σπάνια είναι υπόλογο για ότι λένε, ιδιαίτερα όταν είναι ικανά να κρύψουν ακόμη περισσότερο την ταυτότητα τους με το να αποκρύψουν την διεύθυνση IP τους, μια ικανότητα που έχει γίνει πολύ εύκολη για να αποκτηθεί.

Καθώς η σπουδαιότητα των διαδικτυακών κοινοτήτων για gamers έχει μεγαλώσει, μέλη τους έχουν γίνει πολύ προστατευτικά με τον όρο «gamer», με άτομα που οι ίδιες οι ταυτότητες είναι συνδεδεμένες με τις ικανότητες τους στο παιχνίδι να επιτίθονται σε οποιονδήποτε δεν ικανοποιεί τα μέτρα και τα σταθμά των συστατικών που αποτελούν αυτή την ταυτότητα. Η εμφάνιση ενός κυριαρχικού επιπέδου λήψης αποφάσεων πάνω στο ποιος είναι δεκτός για ένταξη στην κοινότητα, σε συνδυασμό με την ανωνυμία και την σχετική ανομία του διαδικτύου έχει φέρει το κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών σε ένα επίπεδο που όχι μόνο η βιοπολιτική του Agamben έχει επεκταθεί πέρα από το έθνος-κράτος, το έχει κάνει με τέτοιο τρόπο που δημιουργεί ένα δίχως προηγούμενο επίπεδο επιθετικότητας και βίας μέσα σε μια κοινότητα που έχει δημιουργηθεί πάνω σε μια κοινή αγάπη για τα βιντεοπαιχνίδια. Πρόσφατα γεγονότα στην κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών έχουν δείξει την μοχθηρή φύση του πως η αντίληψη των γυναικών ως femina sacra μπορεί να υπάρξει στις πιο φαινομενικά καλοήθεις αρένες. Είναι στο σημείο αυτό που κάνει την εμφάνιση της η ιδέα των πολιτικών δυναμικών της βιοεξουσίας του Agamben, έχοντας εξελιχθεί από τα στρατόπεδα στα οποία ο λόγος του Φύρερ έγινε νόμος που έγινε πράξη, στον gamer, το κυρίαρχο άτομο μεταξύ κυρίαρχων ατόμων, βασίζοντας τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό σε κανόνες που ο ίδιος δημιούργησε ώστε να διατηρήσει την δική του θέση ως αυτό που είναι αποδεκτό.

GamerGate: Μια Αναπροσαρμογή του 21ου Αιώνα

Ξεκινώντας τον ύγουστο του 2014 ως μια μικρή έκρηξη δραστηριότητας στο Twitter και σε άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες σχετικά με την παρενόχληση μιας γυναίκας προγραμματίστριας βιντεοπαιχνιδιών, το GamerGate (#GamerGate) αυξήθηκε σε αφάνταστης κοινωνικής σπουδαιότητας, με την κάλυψη της διαδικτυακής σύγκρουσης να φτάνει μέχρι τους The New York Times, το περιοδικό Forbes, την Washington Post και ακόμη και στη τηλεοπτική σατυρική εκπομπή The Colbert Report. Όπως τονίστηκε από πολλά μέσα, όταν οι άνθρωποι οργανώνονται πίσω από ένα hashtag του Twitter, αυτό το hashtag καταλήγει να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς  ανθρώπους, αλλά τα δυο βασικά θέματα αυτού του συγκεκριμένου «κινήματος» ήταν η ηθική στην δημοσιογραφία των βιντεοπαιχνιδιών, και η πολύ πιο απεχθής αλυσίδα παρενόχλησης και κακοποίησης των γυναικών στο κόσμο των παιχνιδιών. Το GamerGate είναι πιο πρόσφατη εκδοχή μιας σειράς καταγγελιών πως η σχέση μεταξύ εκείνων που αναπτύσσουν παιχνίδια και εκείνων που τα παρουσιάζουν έχει γίνει υπερβολικά προσωπική, αλλά η ανάπτυξη αυτής της εκδοχής θέτει τον φερόμενο ως λόγος για τη σύγκρουση υπό αμφισβήτηση. Οι πολλοί και αφηρημένοι στόχοι που αποδίδονται στο GamerGate, όπως και η κλιμάκωση αυτής της κατάστασης  υπενθυμίζει την ανάλυση του Agamben για την χρήση της βιοπολιτικής στη Ναζιστική Γερμανία, όπου η δικαιολόγηση της απανθρωποίησης των Εβραίων βασίζονταν στους φυλετικούς νόμους που αναπτύχθηκαν με βάση πολιτικούς λόγους:

«είναι αδύνατο να αντιληφθούμε την ειδικότητα της εθνικοσοσιαλιστικής έννοιας της φυλής – και, μαζί της, την ιδιαίτερη ασάφεια και ασυνέχεια που την χαρακτηρίζει – αν κάποιος ξεχάσει πως το βιοπολιτικό σώμα που αποτελεί το νέο θεμελιώδες πολιτικό αντικείμενο δεν είναι ούτε quaestio facti (για παράδειγμα, την αναγνώριση ενός συγκεκριμένου βιολογικού σώματος) ούτε quaestio iuris (την αναγνώριση ενός συγκεκριμένου νομικού κανόνα προς εφαρμογή), αλλά αντίθετα το τόπο μιας κυρίαρχης πολιτικής απόφασης που δρα στον απόλυτο διαχωρισμό του γεγονότος και του νόμου»

Καθώς οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν δείξει, ο ισχυρισμός κάποιων GamerGaters πως ο σκοπός του κινήματος ήταν μια απαίτηση οι δημοσιογράφοι του χώρου των βιντεοπαιχνιδιών να ακολουθούν τους ίδιους ηθικούς κανόνες όπως οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι δείχνει μια παρανόηση των δημοσιογραφικών κανόνων – ιδιαίτερα όταν αφορά κάτι υποκειμενικό όσο η παρουσίαση ενός προϊόντος – και έχει επισκιαστεί από το θορυβώδη κεντρικό πυρήνα της ομάδας  του GamerGater που επιμένει πως οι γυναίκες που αμφισβητούν το στάτους κβο αξίζουν σωματική βία.

Το hashtag ξεκίνησε όταν μια πολύ ιδιωτική εμπειρία έγινε πολύ δημόσια – μια ανεξάρτητη προγραμματίστρια, η Zoe Quinn, τερμάτισε την σχέση της με τον προγραμματιστή Eron Gjoni, με την συνέχεια να περιλαμβάνει μια ανάρτηση σε blog στην οποία ο Gjoni ισχυρίζονταν πως η Quinn τον απάτησε, με μια από αυτές τις παράλληλες σχέσεις να γίνεται με έναν αρθρογράφο για την πολύ σημαντική ιστοσελίδα για το χώρο των βιντεοπαιχνιδιών, Kotaku, η υπόνοια ήταν πως το έκανε ώστε να αποσπάσει θετικές κριτικές για την δημιουργία της «Depression Quest». Οι έρευνες που ακολούθησαν από την πλευρά του Kotaku δεν εντόπισε ανάρμοστη συμπεριφορά είτε από την Quinn, είτε από τον αρθρογράφο, αλλά υπό το λάβαρο του GamerGate, αυτό δεν είχε σημασία. Οι προσωπικές πληροφορίες της Quinn, μεταξύ τους η διεύθυνση του σπιτιού της, οι κωδικοί προσωπικών λογαριασμών και τα τηλέφωνα εκείνης και της οικογένειας της, διέρρευσαν στο διαδίκτυο, οδηγώντας σε ένα καταιγισμό παρενόχλησης μεταξύ τους απειλές θανάτου και βιασμού που ανάγκασαν την Quinn να εγκαταλείψει το σπίτι της τον Αύγουστο, στο οποίο δεν έχει επιστρέψει ακόμη.

Ενώ πολλοί gamers συνεχίζουν να επιμένουν πως ο πραγματικός στόχος του GamerGate είναι να διορθώσει μια χαλασμένη δημοσιογραφική ηθική μέσα στην ειδησεογραφία των βιντεοπαιχνιδιών, αυτή η ιδιαίτερη περίπτωση παρενόχλησης το αμφισβητεί· η γυναίκα προγραμματίστρια, παρά ο ίδιος ο δημοσιογράφος, ήταν ο αποδέκτης των απειλών στο βαθμό που φοβόνταν για την υγεία και την ασφάλεια της. Η Quinn είναι κάθε άλλο παρά η πρώτη γυναίκα προγραμματίστρια που λαμβάνει μια τέτοια αντιμετώπιση. Η Brianna Wu, μια προγραμματίστρια που η δική της εμπειρία έκανε την αντιπρόσωπο Clark να φέρει το ζήτημα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είδε την διεύθυνση της να αναρτάται σε ένα φόρουμ και αναγκάστηκε να μετακομοίσει μετά από αρκετές ακραίες και λεπτομερείς απειλές. Η Sarkeesian επίσης ήταν αποδέκτης παρόμοιων απειλών για την συνεχή αμφισβήτηση των κλισέ και των ιστοριών που χρησιμοποιούνται στα βιντεοπαιχνίδια που θέτουν τους γυναικείους χαρακτήρες στη θέση του αβοήθητου θύματος ή του σεξουαλικού πειρασμού. Τα επιχειρήματα της  έχουν επικεντρωθεί στην μεταβολή του κοινού των βιντεοπαιχνιδιών, με την δημογραφία των γυναικών και των μειονοτήτων αυξάνεται σε ένα βαθμό πολύ πιο γρήγορο από το παραδοσιακό κοινό των βιντεοπαιχνιδιών – νεαρούς, λευκούς άνδρες – και έχει ζητήσει οι προγραμματιστές να δημιουργήσουν χαρακτήρες και ιστορίες που είναι πιο συμπεριληπτικές ως προς το μεταβαλλόμενο δημογραφικό κοινό. Σύμφωνα με πολλούς gamers – μεταξύ τους η Sarkeesian, και με άλλους από τον ηθοποιό και φανατικό gamer Wil Wheaton ως τον πρώην παίχτη του NFL Chris Kluwe – η γοητεία των βιντεοπαιχνιδιών είναι η ικανότητα να χάνεται κανείς σε ένα φανταστικό κόσμο μέσω ενός χαρακτήρα  με τον οποίο μπορούν να συνδεθούν τα άτομα. Με κυρίως λευκούς ανδρικούς χαρακτήρες, η Sarkeesian έχει αμφισβητήσει τις παραδοσιακές ιστορίες που το κάνουν δύσκολο αυτό για τις γυναίκες και τις μειονότητες.

Οι απειλές που έγιναν προς την Quinn, την Wu, την Sarkeesian, και άλλες δείχνουν πως μια μικρή αλλά ηχηρή ομάδα gamers που ως τώρα ήταν η ηγεμονική ομάδα στο κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών αισθάνεται πως η ηγεμονία της αρχίζει να φθίνει. Η κοινότητα που γνώριζε αλλάζει, τα μέλη που μέχρι τώρα ήταν υποβιβασμένα στα περιθώρια, ως τρόπου διατήρησης της εξουσίας αυτής της ομάδας άθικτης, αρχίζουν να αμφισβητούν αυτή τη θέση, και αντί να δεχτεί αυτή η ομάδα το μεταβαλλόμενο πεδίο επέλεξε να αντιδράσει με όλο και πιο βίαιους τρόπους. Η μονόπλευρη φύση της παρενόχλησης επίσης λέει πολλά για την πραγματική φύση του GamerGate – μια συστηματική  σταυροφορία εναντίον των γυναικών στη κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών παρά μια αποστολή για την δημοσιογραφική ηθική. Οι Wheaton και Kluwe, και οι δυο φανατικοί gamers, έχουν μιλήσει επανειλημμένα πάνω στο ζήτημα του GamerGate, καταδικάζοντας την αντιμετώπιση των γυναικών, και αποκαλύπτοντας την πραγματική φύση του ζητήματος – μια επίθεση εναντίον των γυναικών που αψηφούν το ρόλο τους ως femina sacra. Αν και έχουν δεχτεί μηνύματα μίσους μέσω κοινωνικών δικτύων, δεν έχουν αποκαλυφθεί οι ιδιωτικές πληροφορίες κανενός τους, και τα σχόλια σε μεγάλα βαθμό δεν έφτασαν στην υπόνοια βίας αν συνέχιζαν να μιλούν. Αντίστροφα, μια πολύ γνωστή γυναίκα ίνδαλμα του χώρου των βιντεοπαιχνιδιών, η Felicia Day, ανάρτησε στα κοινωνικά δίκτυα πως ήταν απογοητευμένη πως μια τόσο δυσάρεστη κατάσταση όπως το GamerGate την είχαν κάνει να ανησυχεί ως προς το να προσεγγίσει άλλους με τους οποίους αισθάνονταν πως ίσως μοιράζεται το πάθος για τα βιντεοπαιχνίδια – μια καλοήθης δήλωση που δεν υπερασπίζονταν άμεσα τους γυναικείους στόχους που τροφοδότησαν το κίνημα, και δεν κατηγόρησε άμεσα κανέναν: οι προσωπικές της πληροφορίες κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο μέσα σε λεπτά μόλις αφού ανάρτησε την θέση της.

Επιπλέον, οι απειλές εναντίον αυτών των γυναικών δεν ήταν μόνο για φυσική βία, που η ίδια συμφωνεί με την ιδέα του Agamben για τον τρόπο που ο homo sacer παραμένει ως η εξαίρεση· αυτό που το διακρίνει, και το οποίο συμπληρώνει η έννοια της femina sacra είναι η χρήση απειλών σεξουαλικής βίας. Καθώς ο πυρήνας των GamerGaters πιστεύουν πως οι γυναίκες είναι σεξουαλικό αντικείμενο, ο τρόπος τους να τις φιμώσουν και να τις γυρίσουν στην θέση συμπερίληψης τους μέσα από τον αποκλεισμό είναι να χρησιμοποιήσουν σεξουαλική βία, καθώς οι GamerGaters πιστεύουν πως αυτές οι γυναίκες  επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν το σεξ ως όπλο για να στερήσουν από τους άνδρες gamers την εξουσία τους.

Το γεγονός πως αυτό κέρδισε την προσοχή στα παραδοσιακά μέσα, και στη πράξη έχει γίνει κάτι όχι μόνο ζήτημα σχετικό με την εσωτερική πολιτική της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών, αλλά επίσης έγινε όχημα για πολιτικούς διαλόγους, δείχνει πως η βιοπολιτική έχει επεκταθεί στο βαθμό της πολιτικοποίησης των πάντων. Οι πολιτικοί ιδεολόγοι στα μέσα έχουν πάρει πλευρές, με τα συντηρητικά μέσα να παίρνουν την πλευρά του πυρήνα των GamerGaters, ισχυριζόμενοι πως περιθωριοποιούνται από φεμινιστές που οι ίδιες έχουν προκαλέσει τον πολιτικό θόρυβο που ακολούθησε, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να ειπωθεί πως αυτές οι γυναίκες κατασκεύασαν τις απειλές που ειπώθηκαν εναντίον τους, χαρακτηρίζοντας τες «ψευδείς συναγερμούς», μια φράση που προήλθε από την στρατιωτικό ψυχολογικό πόλεμο. Αντίστροφα, τα προοδευτικά μέσα έχουν γίνει οι υπερασπιστές των Sarkeesian, Wu, Quinn και άλλες που όχι μόνο έχουν απειληθεί, αλλά έχουν συνεχίσει να μιλούν για τις εμπειρίες τους στην προσπάθεια τους να πάνε πέρα από τα έμφυλοποιημένα όρια αποκλεισμού και να ανοίξουν την κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών σε οποιοδήποτε το επιθυμεί, και να ενθαρρύνει τους παραγωγούς να επεκτείνουν ώστε να προσελκύσουν ένα πιο ευρύ φάσμα καταναλωτών. Το GamerGate έχει γίνει μόνο ένα από τα πιο πρόσφατα ζητήματα να μετατοπίσουν μια καλοήθη, απολιτική δραστηριότητα όπως η απόλαυση των βοντεοπαιχνιδιών στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου, όπου οι ιδεολογίες επιλέγουν μια πλευρά γιατί συμφωνεί με ένα ευρύτερο πολιτικό στόχο. Αυτό που είναι πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι πόσο διαδεδομένο αυτό το επίπεδο παρενόχλησης των γυναικών έχει γίνει, και η είσοδος στη πολιτική ατζέντα έχει αποκαλύψει μόνο μια μοχθηρή πρακτική που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια εδώ και καιρό.

Στον 21ο αιώνα, η ιδέα της βιοπολιτικής εξουσίας Agamben εμφανίζεται ως μια ανησυχητική εξήγηση για αυτό που είδαμε ειδικά με το GamerGate, και την κουλτούρα των βιντεοπαιχνιδιών ειδικά. Η βιοπολιτική έχει επεκταθεί σε ένα πεδίο τοι οποίο έχει την δυνατότητα να ανοίξει οδούς για πολιτική συζήτηση αλλά και προσφέρει το πέπλο της ανωνυμίας για οποιονδήποτε επιδιώκει να χρησιμοποιήσει βία να το κάνει δίχως συνέπειες. Όταν το κράτος είναι υπεύθυνο για την βιοπολιτική, όπως με την περίπτωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, απαιτείται μια εξωτερική δύναμη για να σταματήσει τις θηριωδίες, αλλά ακόμη και όταν αυτό έγινε η βιοπολιτική βάση πάνω στην οποία στήθηκε το στρατόπεδο συνεχίζει να υπάρχει.  Τα στρατόπεδα έχουν επεκταθεί σε ένα πεδίο που είναι πέρα από το κράτος, κάνοντας την νεωτερικότητα του Agamben πολύ πιο τρομακτική, ιδιαίτερα για τις γυναίκες ως femina sacra.

Η φύση των κοινοτήτων των βιντεοπαιχνιδιών, που γεννιούνται και δημιουργούνται γύρω από ένα σύνολο κανόνων και απόψεων μέσα στην δίχως κανόνες αρένα του κυβερνοχώρου, επιτρέπει την συμπερίληψη-δια-αποκλεισμού που ιστορικά αποτελούσε εργαλείο εκείνων που επιδίωκαν να κερδίσουν και να διατηρήσουν την εξουσία, αλλά είναι επίσης αυτή η φύση που επιτρέπει στην femina sacra να απελευθερωθεί από αυτές τις απειλές προς την σωματική και σεξουαλική ασφάλεια. Ενώ η ανωνυμία συνεχίζει να προστατεύει αυτούς που αυτοαποκαλούνται GamerGaters, είναι η ίδια η φύση αυτών των διαδικτυακών κοινοτήτων που επιτρέπει στις γυναίκες να αμφισβητήσουν το στάτους κβο και επίσης να φέρουν τη μάχη σε ανοιχτούς, δημόσιους χώρους πέρα από το διαδίκτυο. Αν τα θύματα της παρενόχλησης είχαν απλά εξαφανιστεί από τις απειλές, αν είχαν ανακατευθύνει τις ζωές τους να υπάρχουν αποκλειστικά «εκτός σύνδεσης», είναι πιθανό πως το GamerGate να μην είχε υπάρξει. Το γεγονός πως υπήρχαν αντίθετες δυνάμεις που αντιστάθηκε σε εκείνους που συνεχίζουν να πολεμούν για τις αυτοανακυρηγμένες νόρμες της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών, κατάφερε παρόλο που ο μισογυνισμός και η παρενόχληση αποτελούν ακόμη στοιχείο της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών, κάποιοι κατόρθωσαν κάποιες να ξεφύγουν από τη ζώνη της αφάνειας. Η ανοιχτότητα της κοινότητας, ως μια που υπάρχει δίχως φυσικούς περιορισμούς, σημαίνει πως οι γυναίκες gamers δεν χρειάζεται να αποδεχτούν τις νόρμες που τους επιβάλλονται, δεν πρέπει να προσαρμόσουν το ρόλο τους ως πουτάνα ή Παναγία, και στον αποκλεισμό τους μπορούν να σπρώξουν αυτές τις πράξεις στο προσκήνιο, να φέρουν νέους παράγοντες, νέες απαιτήσεις για αλλαγή. Αυτή είναι η πολιτική πίεση προς το κοινωνικό και την βιοπολιτική όπως και προς εκείνους που θα την χρησιμοποιούσαν για εξουσία. Είναι τα θύματα της παρενόχλησης που ενσαρκώνουν την femina sacra, αλλά και η δίχως σύνορα φύση του διαδικτύου τους δίνουν τα μέσα να ξεφύγουν από αυτό. Τα θύματα έχουν τραβήξει την προσοχή  στις απειλές που δέχτηκαν, και άλλοι μέσα στην κοινότητα έχουν μιλήσει εναντίον όχι μόνο της παρενόχλησης των γυναικών, αλλά επίσης και για στοιχεία της κουλτούρας που προσπαθεί να τις υποβιβάσει στην ζώνη της αφάνειας. Για τον Agamben, ο homo sacer ήταν απομονωμένος στη γυμνή ζωή και αποκλεισμένος από τη δημόσια, πολιτική ζωή· για την femina sacra στο δίχως σύνορα πεδίο του διαδικτύου, η ψευδο-δημόσια σφαίρα που δεν μπορεί να είναι δημόσια λόγω της ανώνυμης φύσης της προσφέρει μια διέξοδο εξαιτίας της ανώνυμης φύσης της, προσφέρει ένα άνοιγμα για εκείνους που αντιμάχονται τις νόρμες της κοινότητας. Εκείνες που αποκλείονται μπορούν να ακούσουν τις φωνές τους στο πραγματικό κόσμο μέσα από πολιτικά, νομικά και ειδησεογραφικά μέσα, και έτσι να μεταφέρουν τους νόμους και τους κανόνες του φυσικού κόσμου στην σύγκρουση με τους κανόνες της κοινότητας των βιντεοπαιχνιδιών.

Η Arendt απέρριψε γρήγορα το κοινωνικό, λέγοντας πως το θόλωμα της γραμμής μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου δεν επέτρεπε την δράση, την υψηλότερη και πιο πολιτικής πτυχής της ανθρώπινης συνθήκης· το κοινωνικό πεδίο σήμαινε πως «οι πράξεις έχουν όλο και μικρότερη δυνατότητα να περιορίσουν την παλίρροια της συμπεριφοράς, και γεγονότα θα χάνουν όλο και περισσότερο την σημασία τους, δηλαδή, την ικανότητα τους να φωτίσουν τον ιστορικό χρόνο». Υποστήριξε την αποδόμηση του κοινωνικού, ώστε να προστατευτεί το δημόσιο πεδίο – ένας τόπος για πράξεις όπου μπορεί να δημιουργηθεί η ιστορία – όπως και το ιδιωτικό, να εξασφαλιστεί πως είναι ασφαλές από παρεμβάσεις και να υπάρχει ως καταφύγιο.  Ωστόσο, αντί να αποδομήσει το κοινωνικό, η σύγχρονη εποχή μπορεί να γίνει η αιτία αναπροσαρμογής του, με ένα τρόπο που επιτρέπει σε εκείνους που απειλούνται με αποκλεισμό-ως-συμπερίληψη να το χρησιμοποιήσουν με ένα τρόπο ώστε να αποκαλύψουν τις παραβιάσεις που ξετυλίγονται στην ζώνη της αφάνειας. Η Arendt υποστήριξε την ενίσχυση του δημόσιου και του ιδιωτικού για να διατήρηση την διακριτή φύση των δύο· ίσως θα πρέπει αντίθετα να ενισχύσουμε το δημόσιο, να ενισχύσουμε το ιδιωτικό, και να χρησιμοποιήσουμε το κοινωνικό πεδίο για να κάνουμε αυτό που επεδίωξε το δεύτερο κύμα του φεμινισμού: να κάνουμε το προσωπικό πολιτικό. «Το προσωπικό είναι πολιτικό», ήταν η πολεμική κραυγή των τελών της δεκαετίας του 1960 και των αρχών εκείνης του 1970 – δίχως να αποδίδεται σε μια αρχική πηγή – αλλά χρησιμοποιήθηκε ως σύνθημα για να δημιουργηθεί ενδιαφέρον γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών· για να κάνει την βία στο σπίτι, το χώρο εργασίας και μέσα σε θεσμούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας αντικείμενο που δεν ήταν ιδιωτικό θέμα, αλλά τέτοιο που πρέπει να υποβληθεί στο είδος της αρένας που υποστήριζε η Arendt. Το κοινωνικό θα είναι ένα μέρος όπου αυτά τα «ιδιωτικά’ θέματα θα είναι ανοιχτά σε ανάλυση, διερεύνηση και δράση. Αναπροσαρμόζοντας το κοινωνικό ως τόπο αμφισβήτησης καταστροφικών  νορμών και κανόνων αντί να τους δίνει χώρο να εδραιωθούν θα προσφέρει στα θύματα απειλών και βίας το χώρο για να επιβεβαιώσουν ξανά και να ανακτήσουν την δική τους αίσθηση τόπου και ύπαρξης, και να αντιμετωπίσουν την βιοπολιτική της νεωτερικότητας.

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου