Τον λύγισε τελικά ο κορονοϊός τον μεγάλο Χιλιανό συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα. Πέθανε στα 71 του χρόνια στο Κεντρικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο των Αστούριας, στο Οβιέδο της Ισπανίας, την πόλη που είχε διαλέξει ως τελευταία στάση και «πατρίδα» του στη μεγάλη περιπετειώδη φυγή και εξορία του από τη Χιλή του Πινοτσέτ.
Ο συγγραφέας είχε εισαχθεί στις 27 Φεβρουαρίου, θετικός στον κορονοϊό, ύστερα από σύντομο ταξίδι του στην Πορτογαλία. Παρά τις σκληρές προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού, δεν τα κατάφερε. Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή από ανακοίνωση του εκδοτικού του οίκου Tusquets Editores.
Ο Σεπούλβεδα, με παγκόσμια φήμη, αγαπημένος και στην Ελλάδα (κυκλοφορούν πολλά βιβλία του από την Opera σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη), ήταν πρότυπο συγγραφέα-ακτιβιστή, που δεν μπόρεσε στιγμή να ξεχάσει τις ιδέες και τους αγώνες της νιότης του, ακόμα κι όταν έγραψε με σαρκασμό και χιούμορ για τις απογοητεύσεις των αγωνιστών της Αριστεράς. «Το να λες ιστορίες είναι ένας τρόπος αντίστασης», έλεγε. Τα βιβλία του ήταν σχεδόν όλα μια διεκδίκηση δικαιοσύνης για τα θύματα του Πινοτσέτ.
Οπως ένα από τα τελευταία του, το «Τέλος της Ιστορίας» (Opera, 2017), όπου το μυθιστορηματικά άλτερ έγκο του, ο παλιός Χιλιανός επαναστάτης Χουάν Μπελμόντε, αν και αποσυρμένος πια, ξαναρίχνεται στη μάχη για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με παλιούς βασανιστές της χούντας της Χιλής. Το είχε αφιερώσει σε όλους εκείνους «που έζησαν την κόλαση της βίλας Γκριμάλντι», περιβόητου κρατητηρίου της χούντας του Πινοτσέτ. Ενας από αυτούς ήταν και η σύντροφος της ζωής του, η ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες, που επίσης ασθενεί από κορονοϊό.
Γεννήθηκε το 1949 στη Χιλή. Σύμφωνα με δικές του διηγήσεις, ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του ήταν Ανδαλουσιανός αναρχικός που είχε εγκαταλείψει την Ισπανία για τη Χιλή. Και από τη μεριά της μητέρας του, ένας Ινδιάνος Μαπούτσε. Στα δώδεκα χρόνια του οργανώθηκε στην Κομμουνιστική Νεολαία. Η τύχη το θέλησε να βρεθεί πολύ κοντά στον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε, μέλος της προσωπικής του φρουράς.
Μετά τον θάνατο του Αλιέντε (1973) και την εγκαθίδρυση μιας από τις πιο στυγνές δικτατορίες που γνώρισαν ποτέ η Λατινική Αμερική και η ανθρωπότητα, ο Σεπούλβεδα συνελήφθη, κλείστηκε στη φυλακή και δύο χρόνια αργότερα καταδικάστηκε από στρατοδικείο για «προδοσία, ανατρεπτική συνωμοσία και συμμετοχή σε ένοπλες ομάδες» σε 28 χρόνια κάθειρξη. Είχε γλιτώσει τη θανατική ποινή.
Το 1977, χάρη σε προσπάθειες της Διεθνούς Αμνηστίας, απελευθερώθηκε και η ποινή του μετατράπηκε σε οχτώ χρόνια εξορία στη Σουηδία. Ο Σεπούλβεδα, όμως, ταξίδεψε απ’ άκρο σ’ άκρο της Λατινικής Αμερικής, Ισημερινό, Περού, Κολομβία, Νικαράγουα (πολέμησε στο πλευρό των Σαντινίστας, στη Διεθνή Ταξιαρχία Σιμόν Μπολιβάρ, και μετά τη νίκη τους δούλεψε ως δημοσιογράφος), έζησε έναν χρόνο με Ινδιάνους, στο πλαίσιο ενός προγράμματος της UNESCO.
Κατέληξε, όμως, στην Ευρώπη. Από το 1982 μέχρι το τέλος της ζωής του. Πρώτα Αμβούργο και στη συνέχεια Ισπανία. Δουλεύει ως δημοσιογράφος, παίρνει μέρος επί χρόνια στην Greenpeace, συντονίζοντας τολμηρές και σημαντικές πρωτοβουλίες της πάνω στα καράβια της. Ταξιδεύει συχνά στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Και γράφει. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ενας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (1989), μεταφράστηκε σε τριάντα πέντε γλώσσες (και στα ελληνικά), του χάρισε φήμη και αναγνώριση και δεν έχασε ποτέ την αίγλη του - μεταφέρθηκε το 2001 στη μεγάλη οθόνη με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους.
Στις ιστορίες του, που είχαν απαραίτητα αριστερό και οικολογικό στίγμα, ήταν πάντα με την πλευρά των χαμένων. Πέρα από τη δικτατορία της πατρίδας του, που δεν έπαψε ποτέ να τον στοιχειώνει, ο Σεπούλβεδα, με μέσο συνήθως τη συναρπαστική φόρμα του θρίλερ, είχε ευρύτερες λογοτεχνικές αγωνίες.
Πίστευε ότι είχε χρέος να αγωνίζεται «εναντίον της άρνησης των αξιών εκείνων που κάνουν τη ζωή μας ανθρώπινη και είναι η αδελφότητα, η αλληλεγγύη και η αίσθηση της δικαιοσύνης». Ενώ στην «Τρέλα του Πινοτσέτ» (Opera), καταφέρεται εναντίον της απάτης της παγκοσμιοποίησης, «που δεν κάνει τους ανθρώπους να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, που δεν μας επιτρέπει να γνωριστούμε, να συμφωνήσουμε και να καταλάβει ο ένας τον άλλο».
Η δημοκρατική Χιλή μάταια προσπάθησε να τον ξανακερδίσει. Αρνιόταν κάθε θέση που του πρόσφεραν. Στην αρχή, μορφωτικού ακολούθου στην πρεσβεία του Βερολίνου. Μετά, μέλους της κυβέρνησης ή αντιπροσώπου της χώρας στην UNESCO. Αρνιόταν πάντα, ευγενικά, αλλά στέλνοντας ένα μήνυμα: «Είναι τιμή για μένα. Με έναν όρο: την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων».
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία του, με πιο πρόσφατα, άρα διαθέσιμα, τα «Ιστορία μιας λευκής φάλαινας», «Το τέλος της Ιστορίας», «Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό», «Ο μουγκός Ουζμπέκος», «Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ», «Τελευταία νέα από τον Νότο» και άλλα.
πηγη:https://www.efsyn.gr