Μέχρι το επίπεδο της πιθανής αντισυνταγματικότητας φτάνουν οι δεκάδες παρατηρήσεις ουσίας που διατύπωσαν στη δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις, οργανώσεις με εξειδίκευση στα ζητήματα ιδιωτικότητας και διαφάνειας όπως η Homo Digitalis και η Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς, μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και μεμονωμένοι πολίτες.
 
Έτσι μετά την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που βρήκε πολλά σημεία του νομοσχεδίου προβληματικά, έρχονται μια σειρά ακόμα από παρατηρήσεις που οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το νομοσχέδιο πρέπει να ξαναγραφτεί. Εξάλλου όπως επισημαίνεται στα σχόλια της διαβούλευσης, η συγγραφή του δεν έγινε κατόπιν συνεργασίας με την αρμόδια από το Σύνταγμα ΑΔΑΕ, ούτε με τους φορείς που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο.
 
Τί μένει έξω από τους λόγους «εθνικής ασφάλειας»;
 
Μεγάλο μέρος της κριτικής που ασκείται στο νομοσχέδιο έχει να κάνει με τον εξαιρετικά ευρύ ορισμό της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», στο άρθρο 3. Τα μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Παντελής Μποροδήμος, Μιχάλης Τσέφας, Ιωάννης Ασπρογέρακας και Έφη Κώστα αφού τονίζουν ότι το νομοσχέδιο «φιλοδοξεί να προσφέρει λύση, σε ένα πρόβλημα που δεν έχει καν περιγράψει», θέτουν ζήτημα συνταγματικότητας του ορισμού γράφοντας ότι «η ρύθμιση ελέγχεται από άποψη συνταγματικότητας, καθώς ανατρέπει τον εξαιρετικό της χαρακτήρα έναντι του κανόνα που θεσπίζεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος».
 
Δεδομένου ότι χιλιάδες μετανάστες συχνά να δοκιμάζονται στα σύνορα της χώρας, η Homo Digitalis εντοπίζει ως άστοχη την αναφορά στην «προστασία από ανθρωπιστική κρίση» ως έναν από τους λόγους εθνικής ασφάλειας και προτείνει σχετικές διορθώσεις. «Διαφορετικά, ευάλωτες κοινωνικά ομάδες οι οποίες θα βρίσκονται στο επίκεντρο της ανθρωπιστικής αυτής κρίσης, αλλά και δικηγόροι που υπερασπίζονται τα δικαιώματα υποκειμένων των ομάδων αυτών ή άλλοι εργαζόμενοι σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια, ενδέχεται κατά αυτόν τον τρόπο να αποτελέσουν αντικείμενο παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας», υπογραμμίζει η οργάνωση.
 
Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση ενός απλού πολίτη που προτείνει να προστεθεί μία παράγραφος στην οποία θα ορίζεται τί δεν μπορεί να θεωρείται απειλή για την εθνική ασφάλεια, με σαφείς αναφορές στην νόμιμη άσκηση πολιτικής ή συνδικαλιστικής δράσης καθώς και στην ελεύθερη έκφραση και διάδοση ιδεών και επιστημονικών απόψεων.
 
Επιτρέποντας τις μαζικές παρακολουθήσεις
 
Για το άρθρο 4 του νομοσχεδίου όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειες για την άρση απορρήτου προσώπων με επίκληση στην εθνική ασφάλεια, οι παραπάνω δικαστές τονίζουν σε αυτές - σε αντίθεση με ο,τι συμβαίνει στην άρση του απορρήτου για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων - δεν προβλέπεται η υποχρεωτική αναφορά του ονόματος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και η αιτιολογία επιβολής της.
 
«Η έλλειψη αυτή όχι μόνο δεν δικαιολογείται, αλλά αντίθετα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους είτε σφαλμάτων - λόγω των χιλιάδων αιτημάτων επισύνδεσης που αποδεικνύεται ότι έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια - είτε μεθοδεύσεων που αξιοποιούν την ανωνυμία και την ανάγκη για ταχύτητα», λένε τα παραπάνω μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η Homo Digitalis σημειώνει ότι η μη αναφορά του ονόματος έρχεται σε αντίθεση με όσα έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «επιτρέποντας σιωπηρά με αυτό τον τρόπο τις μαζικές παρακολουθήσεις υποκειμένων».
 
Για το ίδιο θέμα, μεμονωμένος πολίτης προτείνει στον σκοπό της άρσης του απορρήτου να πρέπει να συνάπτονται μία πλήρης δήλωση των γεγονότων και των περιστάσεων που επικαλείται ο αιτών για να δικαιολογήσει την πεποίθησή του ότι πρέπει να εκδοθεί εντολή, μία περιγραφή των εγκαταστάσεων από τις οποίες πρόκειται να υποκλαπεί η επικοινωνία ή του λογισμικού που θα χρησιμοποιηθεί καθώς και ειδική περιγραφή του είδους των επικοινωνιών που επιδιώκεται να υποκλαπούν.
 
Η γνωστοποίηση μετά από τρία χρόνια και οι πιθανές συνέπειες στις άστοχες παρακολουθήσεις
 
Πολλές και σοβαρές είναι οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν για την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου (4) στην οποία η κυβέρνηση προωθεί τη δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης στο άτομο μόνο μετά από δικό του αίτημα, μετά την πάροδο τριών ετών από το τέλος της παρακολούθησης και μόνο κατόπιν απόφασης τριμελούς οργάνου.
 
«Η αδυναμία γνωστοποίησης του θιγόμενου προσώπου προ της παρόδου τριετίας οδηγεί σε λειτουργική εξουδετέρωση των συνταγματικών του δικαιωμάτων», γράφει η Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς και προσθέτει ότι «είναι φανερό ότι ο όποιος δικαστικός/διοικητικός έλεγχος παρακολούθησης προσώπων για λόγους ασφαλείας [...] θα είναι εκ των πραγμάτων αναποτελεσματικός».
 
Μεμονωμένος πολίτης υπογραμμίζει πως «αν η ΕΥΠ λειτουργεί επαγγελματικά ο ενδιαφερόμενος δε θα αντιληφθεί ότι παρακολουθείται» κι άρα δεν θα καταθέσει ποτέ αίτημα ενημέρωσης. Συνεπώς ο πολίτης προτείνει ότι «η υπηρεσία, πρέπει να τον καλέσει σχεδόν αμέσως μετά το τερματισμό της παρακολουθήσεως (εκτός αν συντρέχει ακόμα λόγος εθνικής ασφάλειας) και να τον/την ενημερώσει πλήρως. Ο ίδιος μάλιστα αναρωτιέται αν, το άτομο που έχει παρακολουθηθεί χωρίς τελικά να κατηγορηθεί, θα μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη ή θα δικαιούται κάποια πάγια αποζημίωση. Ρωτά ακόμα αν η εκ του αποτελέσματος λανθασμένη παρακολούθηση θα λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση της ΕΥΠ και των αιτούντων υπαλλήλων.
 
Σχετικά με το τριμελές όργανο που θα λαμβάνει τις αποφάσεις γνωστοποίησης η Homo Digitalis τονίζει ότι «το εν λόγω όργανο αποτελείται από δύο άτομα που σχετίζονται άμεσα με την ΕΥΠ, τον διοικητή της ΕΥΠ και τον αρμόδιο εισαγγελέα της ΕΥΠ, οι οποίοι ήταν και αυτοί που επέβαλαν αρχικά την παρακολούθηση» και καθώς οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με πλειοψηφία, οι δύο αυτοί θα μπορούν να αγνοούν την άποψη του τρίτου μέλους, δηλαδή του Προέδρου της ΑΔΑΕ, με αποτέλεσμα ο Συνταγματικά κατοχυρωμένος εποπτικός ρόλος της ΑΔΑΕ να «κατακρημνίζεται».
 
Δικαστικοί καταγγέλλουν εκ πλαγίου αποστέρηση του δικαιώματος ενημέρωσης
 
Οι δικαστικοί λειτουργοί που σχολίασαν το νομοσχέδιο στέκονται μεταξύ άλλων στο παρακολουθούμενο άτομο θα γνωστοποιείται μόνο το γεγονός της άρσης του απορρήτου και η διάρκεια της άρσης και όχι η αιτία της παρακολούθησης ή το εύρος της έκθεσης του απορρήτου της επικοινωνίας του. Επιβαρυντικά σε αυτό σημειώνουν, θα λειτουργεί η πρόβλεψη του άρθρου 5 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων θα διαγράφεται αυτόματα μετά την πάροδο 6 μηνών από την παύση ισχύος της διάταξης.
 
«Ο σχεδιασμός αυτός χρήζει πλήρους απόσυρσης στο σύνολό του, καθώς εκ πλαγίου οδηγεί σε πλήρη αποστέρηση της δυνατότητας ενημέρωσης» του ατόμου που είχε παρακολουθηθεί, υπογραμμίζουν οι δικαστές και προτείνουν να εισαχθεί νέα διάταξη στην οποία «θα είναι υποχρεωτική η ενημέρωση του καθ’ ου η άρση, τόσο για την αιτία όσο και την έκταση της άρσης του απορρήτου που υπέστη, αμέσως μετά την παύση της ισχύος της διάταξης». Όσο για τον χρόνο καταστροφής του υλικού, υποστηρίζουν ότι «θα πρέπει να έπεται του χρόνου γνωστοποίησης στον καθ’ ου, ώστε να διασφαλίζεται η πραγματική του ενημέρωση».
 
Για τη διαγραφή του υλικού εντός εξαμήνου, η Homo Digitalis βρίσκει «άκρως προβληματική» την αναφορά σε δυνατότητα ταχύτερης διαγραφής του υλικού «εάν συντρέχει ειδικός λόγος» στην παρ. 2 του άρθρου 5. Για το άρθρο 8 όπου δεν προβλέπεται περιορισμός αναφορικά με τις παρατάσεις του μέτρου της παρακολούθησης όταν αυτή γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, η οργάνωση παρατηρεί ότι ο νόμος δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα το μέτρο να παρατείνεται επ’ αόριστον.
 
Γιατί ο κατάλογος των παράνομων λογισμικών ανάγει την ΕΥΠ σε νομοθέτη
 
Στο άρθρο 12 του νομοσχεδίου προβλέπεται πως κάθε έξι μήνες ο διοικητής της ΕΥΠ θα εκδίδει κατάλογο με τα κατασκοπευτικά λογισμικά που θα θεωρούνται παράνομα. Επ’ αυτού η Homo Digitalis τονίζει ότι »η περιγραφή των ιδιοτήτων του λογισμικού ή συσκευής αρκεί για την πληρότητα της αντικειμενικής υπόστασης, χωρίς την ανάγκη ύπαρξης καταλόγου», καθώς «με τον τρόπο αυτό θα καθίστανται ατιμώρητες οι πράξεις που αφορούν λογισμικά ή συσκευές εκτός καταλόγου». Η οργάνωση υποστηρίζει επίσης ότι η επιλογή της έκδοσης του καταλόγου από τον Διοικητή της ΕΥΠ δίνει στην Υπηρεσία «νομοθετική δυνατότητα» και άρα είναι εξόχως προβληματική.
 
Σαν γενικό σχόλιο επί του νομοσχεδίου, οι υπογράφοντες δικαστές και μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων γράφουν στη διαβούλευση: «Το αναρτηθέν στη διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς δεν είναι αποτέλεσμα ώριμου διαλόγου στους κόλπους της κοινωνίας και της νομικής επιστήμης, αλλά ακολουθεί μια κακή παράδοση αποσπασματικής και ευκαιριακής νομοθέτησης, ενόψει της συγκυρίας».
 
πηγη: https://tvxs.gr