Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 09 Απρ 2023
Ραχμάτ Ασλάμι / «Το χαμόγελό μου θα το κρατήσω για πάντα»
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Η ιστορία του Ραχμάτ Ασλάμι, διερμηνέα του Δήμου Αθηναίων, που έφτασε στην Ελλάδα πριν 20 χρόνια με μια φουσκωτή παιδική βάρκα, δέχτηκε pushback, υπέστη βασανιστήρια κι ακόμη και σήμερα παλεύει για να έχει πρόσβαση σε αυτονόητα δικαιώματα.

Το ταξίδι του μέχρι την Ελλάδα θυμίζει σε πολλά τις «Κολυμβήτριες» του Netflix. Μόνο που η δική του ζωή δεν ενσαρκώνεται στις συγκινητικές απλωτές των αδερφών Μαρντίνι καταμεσής του Αιγαίου Πελάγους, όσο στην αγωνία των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα στη βάρκα γιατί δεν γνώριζαν κολύμπι και φοβόνταν μην πέσουν μέσα στο νερό. Εκείνος έπεσε. Χρειάστηκε πρώτα μια κλοτσιά από τ’ άρβυλα ενός λιμενικού, που του προκάλεσε έναν πρωτόγνωρο και αφόρητο πόνο. Το σώμα του σπαρτάρισε στην επιφάνεια μιας θάλασσας που είχε μόνο σκοτάδι κάτω απ’ τις φτέρνες του και τα δευτερόλεπτα που πέρασαν με τον ίδιο να μάχεται είχαν τη γνωστή βραδύτητα που αποκτά ο χρόνος σε μια τόσο ειδική συνθήκη.

Δεν ήταν η μόνη φορά που πέρασε δύσκολα φεύγοντας από το Αφγανιστάν ο Ραχμάτ Ασλάμι. Λίγους μήνες μετά τον ερχομό του βρέθηκε στην Πάτρα. Από εκεί επιχείρησε πολλές φορές να περάσει στην Ιταλία, πιστεύοντας ότι στην Ελλάδα δεν είχε μέλλον μετά το χαρτί απέλασης που του επιδόθηκε. Επί τρεις μήνες κρυβόταν κάτω από τις νταλίκες και επιβιβαζόταν στο φέρι. Οι λιμενικοί, όμως, είχαν μάθει πια τις κρυψώνες των μεταναστών και κάθε φορά τους γύριζαν πίσω. Στη μία απ’ αυτές βασανίστηκε.

Ο βασανισμός

«Είναι πολύ στενάχωρη ιστορία. Δεν την έχω αναφέρει σε κανέναν. Μόνο ο κολλητός μου την ξέρει. Νομίζω, όμως, ότι ήρθε η ώρα. Μια μέρα, ήταν τέλη Γενάρη κι είχε παγωνιά, με πιάνουν κάτω απ’ τις νταλίκες οι λιμενικοί. Μου βάζουνε χειροπέδες και με πάνε στο λιμάνι, σε μια γωνία. Ήταν 11-12 η ώρα το βράδυ. Μου λένε, βγάλε τα ρούχα σου. Όταν μου το είπαν, το μυαλό μου πήγε στο χειρότερο. Γλίτωσες, είπα από μέσα μου, να σε βιάσουν στο Αφγανιστάν και θα σε βιάσουνε τελικά εδώ. Όταν μου ζήτησαν να βγάλω τα ρούχα μου, δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω στην πραγματικότητα. Όταν τους έλεγα όχι, με ξυλοκοπούσαν όσο μπορούσαν περισσότερο. Τελικά, έμεινα μόνο με το εσώρουχο. Τους λέω: “Σας παρακαλώ, είμαι μουσουλμάνος”. Πήραν μετά μια μάνικα. Κάνει πέρα ο ένας κι εμφανίζεται άλλος από πίσω που την κρατούσε. Ένας ακόμη ήταν στη βρύση και κάθε 20 με 30 δευτερόλεπτα έριχναν νερό με μεγάλη πίεση πάνω μου. Έφτασε να έχει τόση δύναμη το νερό, που κρατούσαν τη μάνικα δύο με τρία άτομα. Την πίεση απ’ το νερό την ένιωθα σαν να μου πέταγαν καρφιά σε όλο μου το σώμα. Ήταν η χειρότερη εμπειρία στη ζωή μου. Αυτό το κάνανε τουλάχιστον 10 φορές, μέχρι που έπεφτα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα».

Υπήρξε, όμως, και συνέχεια. «Αφού με άφησαν και μου είπαν να φορέσω τα ρούχα μου, με πήραν απ’ τα χέρια όπως ήμουν και με βουτούσαν στη θάλασσα. Αυτό, βέβαια, ήταν σίγουρα καλύτερο απ’ τη μάνικα…» Από τις νύχτες που το σώμα του είχε μουλιάσει μέσα στο κρύο, είτε βρισκόταν μεσοπέλαγα είτε αργότερα στο λιμάνι στην Πάτρα, όπου καταβρέχτηκε με μένος απ’ τους λιμενικούς, με μια του κίνηση ο Ραχμέτ μ’ επαναφέρει στο σήμερα, από το 2003 στο 2023. Βρισκόμαστε σ’ ένα καφέ του κέντρου της Αθήνας. Ενώ διηγείται τα περιστατικά, τεντώνει μπροστά το χέρι του με την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω. Κοιτάζει τα δάχτυλα και θυμάται όταν τον κλότσησε ο λιμενικός. «Μου είπε ν’ ανέβω στο πλοίο. Αλλά μόλις πήγα να πιάσω τα κάγκελα του σκάφους, με κλότσησε κι έπεσα μέσα στη θάλασσα».

Είκοσι χρόνια μετά η ζωή τον βρίσκει ενταγμένο στην ελληνική καθημερινότητα. Να μένει σ’ ένα διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους. Να δουλεύει για τον Δήμο Αθηναίων ως διερμηνέας σε πρόγραμμα που υλοποιείται σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία για τη βοήθεια προσφύγων που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες. Να περνάει καλά το βράδυ, πίνοντας τα ρακάκια του με τους πολλούς Έλληνες φίλους που έχει πια.

Για να φτάσει στο σήμερα πέρασε από πολλά ακόμη. Απ’ το Αφγανιστάν έφυγε σε ηλικία 11-12 ετών γιατί οι επιλογές που είχε ήταν δύο: «ή να σκοτωθώ ή να γίνω Ταλιμπάν». Διέσχισε το Πακιστάν μέσα στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, στο οποίο στριμώχτηκαν τουλάχιστον ακόμη επτά άτομα, και ανέπνεε από τρύπες που έκανε ο διακινητής. Πέρασε μια πενταετία στο Ιράν, δουλεύοντας πρώτα σε μαρμαράδικο και μετά ως ηλεκτροσυγκολλητής. Συνέχισε στην Τουρκία, όπου για να φτάσει σε ασφαλές σημείο χρειάστηκε να περπατήσει συνεχόμενα 56 ώρες. «Δεν μας άφησαν να καθίσουμε ούτε πέντε λεπτά. Όταν βγάλαμε τα παπούτσια μας, το πάτωμα είχε γεμίσει με αίμα». Για κάμποσες ημέρες έμενε σ’ έναν στάβλο και του έδιναν για να φάει ψωμί με τυρί μια φορά την ημέρα. Αφού έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και χωρίς να έχει άλλα λεφτά, κατέβηκε με λεωφορείο στο Αϊβαλί μαζί με άλλα τρία άτομα, τα οποία δεν γνώριζε, για να περάσουν στη Λέσβο. «Τότε τα πράγματα ήταν ακόμη πιο εφιαλτικά. Οι βάρκες δεν είχαν καν ένα μοτέρ. Ήμασταν με τα κουπιά. Εγώ δεν ήξερα καν κολύμπι. Έμαθα μετά από πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα θάλασσα στη ζωή μου. Εκεί που ήμασταν στο χωριό στο Αφγανιστάν δεν είχαμε νερό να πιούμε».

Επαναπροωθήσεις στη θάλασσα

 

Κανόνισαν να αγοράσουν μια βάρκα πλαστική «απ’ αυτές που παίζουν τα παιδιά στην παραλία. Κοιτάξαμε να χωράει τέσσερα άτομα, δηλαδή να είναι έστω το ένα πόδι μας μέσα. Τότε δεν υπήρχε ο διακινητής να σε περάσει. Αγόραζες κι ό,τι γίνει». Το Λιμενικό τούς σταμάτησε δύο φορές. Τη μία προσπάθησε να τους γυρίσει πίσω, προκαλώντας κύμα με το σκάφος για να γυρίσει τη βάρκα ανάποδα. Τη δεύτερη έδεσε τη βάρκα τους με σκοινί και τη γύρισε πάλι πίσω. Στο δεύτερο συμβάν χτύπησαν τον Ραχμάτ. Μία με τις αρβύλες, μία μ’ ένα μυτερό κοντάρι. «Οι δικοί μου είδαν το αίμα και νόμιζαν ότι σκοτώθηκα». Το σημάδι από εκείνο το χτύπημα φαίνεται ακόμη στην πλάτη του. Όταν έφτασαν πια στη Λέσβο, η εχθρική αντιμετώπιση συνεχίστηκε. Οι αστυνομικοί δεν τους έδωσαν ούτε ρούχα ούτε παπούτσια. Οι μετανάστες είχαν μείνει μόνο με τα εσώρουχα, φοβούμενοι ότι αν βραχούν τα ρούχα τους, θα πνίγονταν πιο εύκολα στην περίπτωση που ναυαγούσαν. Η σακούλα, όμως, μέσα στην οποία ήταν είχε χαθεί στη θάλασσα. Οι αστυνομικοί όχι μόνο δεν βοήθησαν, αλλά τους έδεσαν τα μάτια και τους μετέφεραν σε χώρο του στρατού μέσω σκοινιού που κρατούσε ο ένας πίσω από τον άλλο ενώ βάδιζαν ξυπόλητοι.

«Προσπαθώ να είμαι θετικός άνθρωπος» μου εξηγεί για τον λόγο που χαμογελά πηγαία κάθε τόσο και μαλακώνει τις διηγήσεις. «Ξέρεις, με βοήθησε αυτό. Το χαμόγελο ήταν κάτι που δεν το παρέδωσα ποτέ. Και θα το κρατήσω για πάντα. Αυτό μ’ έχει κρατήσει όρθιο».

Δεν της άρεσε, δεν τον άφησε να πετάξει

Στις 18 του περασμένου Δεκεμβρίου ο Ραχμάτ έκλεισε την πόρτα του σπιτιού του διαφορετικά. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος, γιατί είχε φτάσει η ημέρα που θα ταξίδευε στη Βιέννη για να συναντήσει εκεί τη μητέρα του και τον ένα του αδερφό ώστε να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα. «Όλα έδειχναν κανονικά, μέχρι που έφτασα στον τελευταίο έλεγχο πριν μπεις στο αεροπλάνο. Η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας (Ryanair) μού είπε ότι ήμουν εντάξει. Μια άλλη κοπέλα όμως που μιλούσε αγγλικά και δεν φορούσε στολή μού είπε “είσαι παράνομος, δεν μπορείς να φύγεις”».

Εκπληκτος ο Ραχμάτ βρισκόταν αντιμέτωπος ξανά, ύστερα από αρκετά χρόνια, με μια συμπεριφορά που δήλωνε ότι δεν ήταν επιθυμητός. Θέλησε να μάθει τον λόγο. Η γυναίκα όμως δεν αποκάλυψε την ταυτότητά της ούτε το γιατί δεν του επέτρεπε τόσο απόλυτα να προχωρήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί η πτήση και ο Ραχμάτ να καταλήξει στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου πήγε μαζί με τους αστυνομικούς που είχε καλέσει νωρίτερα για να επιλυθεί το ζήτημα. Οι ίδιοι πράγματι είχαν επιβεβαιώσει ότι ήταν νόμιμος, αλλά είχαν αρνηθεί να προχωρήσουν σε κάποια παραπάνω ενέργεια, όπως να μάθουν ποια ήταν η γυναίκα που απαγόρευε στον Ραχμάτ να ταξιδέψει, επικαλούμενοι οι δύο πρώτοι αστυνομικοί που είχαν φτάσει στο σημείο ότι δεν γνώριζαν αγγλικά. Τελικώς έγινε γνωστό αργότερα από την αστυνομία ότι επρόκειτο για συνάδελφό τους από την Αυστρία.

Σε επικοινωνία που είχε η ΑΥΓΗ της Κυριακής με τη Γραμματεία της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών, μας έγινε γνωστό ότι τον πρώτο λόγο σε αυτές τις περιπτώσεις τον έχει η αεροπορική εταιρεία και ο αστυνομικός της χώρας προορισμού έχει ρόλο γνωμοδοτικό. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., η παρουσία αστυνομικών από άλλες χώρες εντάσσεται στη συνεργασία των χωρών της Ε.Ε. για την ασφάλεια, οπότε αντίστοιχα στα ευρωπαϊκά αεροδρόμια υπάρχει παρουσία Ελλήνων αστυνομικών στις πύλες που οδηγούν στην Ελλάδα. Από την άλλη, παραμένει ζητούμενο πώς μπορεί να αποκλείεται το αυτονόητο δικαίωμα στο ταξίδι ακόμη και σε ανθρώπους που ζουν νόμιμα σε μία χώρα και να θεωρείται περιττή η οποιαδήποτε εξήγηση. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο Ραχμάτ ταξίδεψε την επόμενη μέρα κανονικά. Το πρόβλημα που συναντάται στα ταξίδια επιβεβαίωσε και ο Ρεζά Γκολαμί, πρόεδρος παλιότερα επί πολλά χρόνια της αφγανικής κοινότητας στην Ελλάδα. «Δυστυχώς, ισχύει. Συμβαίνει με το έτσι θέλω, πραγματικά. Όταν πετάω στη Γερμανία, βλέπω Γερμανούς αστυνομικούς εδώ στο Ελ. Βενιζέλος που λένε “εγώ ως Γερμανός δεν σου επιτρέπω να πετάξεις”. Απλά το λένε και τέλος. Δεν έχει σημασία αν είσαι νόμιμος, σου λένε δεν εμπιστεύομαι αυτό το έγγραφο, τελείωσε».
 

92 στα 100 στις εξετάσεις πολιτογράφησης
 

Σίγουρα ένα μέρος των δυσκολιών θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν οι Αφγανοί που ζουν επί χρόνια στην Ελλάδα μπορούσαν να πάρουν κανονικά την ιθαγένεια. Ο Ραχμάτ βρίσκεται στη χώρα από το 2003. Ασκεί το επάγγελμα του διερμηνέα από το 2008 και εργάζεται νόμιμα ακόμη περισσότερα χρόνια, γεγονός που του εξασφαλίζει να παίρνει άδεια διαμονής ανά πενταετία. Στις εξετάσεις που έδωσε για την πολιτογράφηση, παρά το γεγονός ότι δεν είχε καταφέρει να πάει σχολείο λόγω της εργασίας του, χάρη στην προσωπική του μελέτη έγραψε 92 στα 100. Όλα τα παράβολα που έχει χρειαστεί τα έχει καταβάλει. Μία 700 ευρώ, μία 500 και για κάθε νέο έγγραφο άλλα 30. Όλα όμως αυτά τα έγγραφα που χρειαζόταν, για τα οποία έπρεπε πολλές φορές να καταφύγει και στο εξωτερικό γιατί δεν υπήρχε αρχικά πρεσβεία της χώρας του στην Ελλάδα και σήμερα δεν είναι ενεργή, συνεχίζουν να μην είναι αρκετά και το κράτος να περιορίζεται απλά στο να λαμβάνει τα χρήματα. Τώρα του ζητάνε να πάει επικυρώσει το πιστοποιητικό γέννησης στην ελληνική πρεσβεία που βρίσκεται στο Ισλαμαμπάντ, την πρωτεύουσα του Πακιστάν όπου υπάγονται οι Αφγανοί. Η πρεσβεία, από την άλλη, δηλώνει κάθε τόσο πως είναι αναρμόδια, ενώ η επικοινωνία, όπως τονίζουν οι Αφγανοί, είναι σχεδόν ανέφικτη. «Ξέρω τουλάχιστον 100 περιπτώσεις ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το ίδιο ζήτημα» λέει ο Ρ. Γκολαμί. Και έτσι, οι Ραχμάτ του διπλανού μας γραφείου, του Δήμου Αθηναίων στην προκειμένη, κάθε τόσο αντιμετωπίζουν έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο αποκλεισμό. «Δεν είναι ότι ήθελα να δω την οικογένειά μου. Είναι ότι έχω δικαίωμα να βλέπω κι άλλες χώρες στον κόσμο χωρίς πρώτα να υποφέρω».

πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου