Δραματικά είναι τα στοιχεία για τους θανάτους στη χώρα στη διάρκεια της πανδημικής χρονιάς 2020, που αποτυπώνουν την «εγκατάλειψη» νόσων πέραν της Covid-19.

To success story της κυβέρνησης ανατρέπεται από τα ψυχρά δεδομένα που αφορούν την πλεονάζουσα θνησιμότητα, δηλαδή τους περισσότερους από τους αναμενόμενους θανάτους σε σχέση με περασμένα έτη. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς ότι οι επιπλέον θάνατοι εν καιρώ πανδημίας αφορούν τον ιό της πανδημίας -αυτός είναι ο κανόνας παγκοσμίως για τoν κορονοϊό- η χώρα μας ξεχωρίζει, αφού μετράει περισσότερες παράπλευρες απώλειες -θανάτους από άλλα νοσήματα- που οφείλονται ξεκάθαρα στην επιλογή της κυβέρνησης να θέσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε ένα ιδιότυπο lockdown για πάσα άλλη νόσο.

 

Τα στοιχεία φέρνει στο φως για πρώτη φορά η «Εφημερίδα των Συντακτών», προδημοσιεύοντας αποσπάσματα του βιβλίου «Πανδημία COVID-19 και οι σύγχρονες απειλές στη δημόσια υγεία», των Εκδόσεων Τόπος, που επιμελήθηκαν επιστημονικά οι Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας - Πολιτικής της Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ, και Αλέξης Μπένος, ομότιμος καθηγητής Υγιεινής – Κοινωνικής Ιατρικής στο ΑΠΘ.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, κατά την περίοδο 22 Φεβρουαρίου-31 Δεκεμβρίου 2020 καταγράφηκαν 8.405 θάνατοι περισσότεροι από τους αναμενόμενους βάσει του μέσου όρου των θανάτων της πενταετίας 2015-2019 - αύξηση 8,4% σε σχέση με τους αναμενόμενους βάσει των προ πανδημίας τάσεων. Σχεδόν οι μισοί (3.799 θάνατοι, το 45,2% των πλεοναζόντων θανάτων του 2020) δεν μπορεί να αποδοθούν στην COVID-19 ή σε αδιάγνωστους θανάτους από αυτήν, αφού το μεγαλύτερο μέρος τους έλαβε χώρα μεταξύ των πρώτων δύο επιδημικών κυμάτων, όταν τα επίπεδα διασποράς του SASR-CoV-2 στην κοινότητα ήταν ιδιαίτερα χαμηλά.

Το ποσοστό αυτό (45,2%), σύμφωνα με τους καθηγητές, είναι υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που κυμαίνεται στο 20%. «Τυπικά η πλεονάζουσα θνησιμότητα σε συνθήκες πανδημικής κρίσης μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά από παράγοντες, όπως η αύξηση των θανάτων από το υπεύθυνο για την πανδημία λοιμώδες νόσημα (εν προκειμένω την COVID-19), σε αδιάγνωστους θανάτους από το ίδιο νόσημα λόγω μη διαγνωστικής τους επιβεβαίωσης ή, τέλος, σε θανάτους από άλλα αίτια μη σχετιζόμενα άμεσα ή έμμεσα με την πανδημία. Στις περισσότερες χώρες όπου παρατηρήθηκε πλεονάζουσα θνησιμότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 (π.χ. ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία) το μεγαλύτερο μέρος της (72-80%) αποδίδεται σε επιβεβαιωμένους θανάτους από τη νόσο του νέου κορονοϊού, ενώ ένα σημαντικό μέρος της σε μη διαγνωστικά επιβεβαιωμένους θανάτους από την ίδια νόσο, ιδίως κατά τη διάρκεια του πρώτου επιδημικού κύματος, όταν η επάρκεια των διαγνωστικών τεστ ήταν σημαντικά περιορισμένη. Στη χώρα μας η παραπάνω γενική τάση μοιάζει να μην επιβεβαιώνεται».

 

Πρόκειται για μία από τις δύο βασικές αποτυχίες των πολιτικών διαχείρισης της επιδημίας COVID-19 στην Ελλάδα, υπογραμμίζουν οι καθηγητές. Η πρώτη, εξηγούν, «αφορά την αδυναμία ελέγχου ή έστω επιβράδυνσης της επιδημίας (με εξαίρεση το πρώτο επιδημικό κύμα) παρά την εφαρμογή έξι και πλέον μηνών πολιτικών κοινωνικής απομόνωσης (lockdown)». Αδυναμία που «σχετίζεται με την απροθυμία επένδυσης σε μόνιμες δομές δημόσιας υγείας και δομές επιδημιολογικής επιτήρησης, την προτεραιοποίηση της ικανοποίησης των αιτημάτων επιχειρηματικών κλάδων έναντι του κοινωνικού συμφέροντος, την επιλεκτική τύφλωση και αδιαφορία στην προστασία των δυνάμεων της εργασίας και την αντιεπιστημονική επένδυση στην ατομική έναντι της κοινωνικής και κρατικής ευθύνης».

 

Η δεύτερη αφορά τη «σημαντική αύξηση της μη COVID-19 θνησιμότητας στην Ελλάδα. Η πλεονάζουσα μη COVID-19 θνησιμότητα σχετίζεται με την πλημμελή φροντίδα των χρόνιων ασθενών κατά τη διάρκεια της επιδημίας λόγω της μετατροπής του ΕΣΥ –εξαιτίας των περιορισμένων υλικών και ανθρώπινων πόρων του– σε “μονοθεματικό” σύστημα φροντίδας υγείας».

«Από την αρχή της πανδημίας ο ΠΟΥ είχε προειδοποιήσει τα κράτη-μέλη για τον κίνδυνο μιας παράλληλης επιδημίας, της εκρηκτικής αύξησης των μη σχετιζόμενων με την COVID-19 ανικανοποίητων αναγκών υγείας», γράφουν οι Κονδύλης και Μπένος. «Στην Ελλάδα το ΕΣΥ, ανέτοιμο και υποστελεχωμένο, προϊόν της πολυετούς αποδιάρθρωσης και υποχρηματοδότησής του, απάντησε στην επιδημία με ένα παρατεταμένο, ιδιότυπο lockdown στους μη COVID-19 ασθενείς».

 
 

 

Αναλυτικότερα:

Στο πρώτο επιδημικό κύμα (11 Μαρτίου - τέλη Μαΐου, 2020) τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία και τα τακτικά χειρουργεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ ανέστειλαν τη λειτουργία τους, δεκάδες κλινικές και Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δημόσιων νοσοκομείων μετατράπηκαν σε κλινικές ή μονάδες αποκλειστικά για ασθενείς COVID-19, τα κέντρα υγείας περιόρισαν σημαντικά την κλινική τους δραστηριότητα λόγω έλλειψης μέτρων ατομικής προστασίας και κατάλληλων πρωτοκόλλων λειτουργίας, ενώ εργαζόμενοι του ΕΣΥ μετακινήθηκαν από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας σε νοσοκομειακές κλινικές COVID-19.

Στο δεύτερο και στο τρίτο επιδημικό κύμα (από τις 9 Οκτωβρίου 2020 και μετά) τα νοσοκομεία του ΕΣΥ ανέστειλαν αρχικά το 20%-80% των προγραμματισμένων χειρουργείων τους, ανάλογα με το επίπεδο επιδημικής επικινδυνότητας κάθε περιοχής, ενώ στην πορεία, εξαιτίας και της ραγδαίας εξέλιξης της επιδημίας, υιοθέτησαν ξανά το σύνολο των περιοριστικών μέτρων του πρώτου κύματος προς τους μη COVID-19 ασθενείς. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής κατά το πρώτο δεκάμηνο της επιδημίας COVID-19 στην Ελλάδα (Φεβρουάριος-Νοέμβριος 2020) ήταν ότι «χάθηκαν 3,9 εκατ. επισκέψεις στα επείγοντα, τα τακτικά και τα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ, πραγματοποιήθηκαν 253.000 λιγότερες νοσηλείες και 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις στα δημόσια νοσοκομεία σε σχέση με τις αναμενόμενες βάσει του μέσου όρου χρήσης των υπηρεσιών του ΕΣΥ κατά την τριετία 2017-2019, προ πανδημίας δηλαδή. Οι απώλειες αυτές στη χρήση των νοσοκομειακών υπηρεσιών δεν αντισταθμίστηκαν από ανάλογες αυξήσεις στη χρήση πρωτοβάθμιων υπηρεσιών του ΕΣΥ. Αντιθέτως, το πρώτο δεκάμηνο της επιδημίας στην Ελλάδα χάθηκαν 2,3 εκατ. επισκέψεις στα κέντρα υγείας του ΕΣΥ σε σχέση με τις αναμενόμενες βάσει των προ πανδημίας τάσεων».

Από την πλευρά του το υπουργείο Υγείας αλλά και αναλυτές, αναδεικνύουν οι συγγραφείς, ισχυρίζονται ότι η μείωση της χρήσης των υπηρεσιών υγείας του ΕΣΥ αντανακλά ώς έναν βαθμό τον φόβο των ασθενών, το μεγαλύτερό της όμως μέρος είναι προϊόν της υπερβάλλουσας, ψευδούς ζήτησης πριν από την επιδημία, υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, οι ασθενείς δεν επισκέπτονταν τις υπηρεσίες υγείας κατά τη διάρκεια της επιδημίας «επειδή δεν έπρεπε να τις επισκεφθούν, επειδή δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη ιατρικής συμβουλής ή κάλυψής της». Αλλά, «οι ισχυρισμοί αυτοί, πέρα από επιστημονικά ατεκμηρίωτοι, μοιάζουν κυριολεκτικά έωλοι καθώς η μείωση στη χρήση των υπηρεσιών του ΕΣΥ κατά την COVID-19 αφορά και υπηρεσίες των οποίων η ανάγκη είναι εξ ορισμού ανελαστική», εξηγούν.

Ενδεικτικά αναφέρονται στο πρώτο δεκάμηνο της επιδημίας, όταν οι ανελαστικές επισκέψεις στα τακτικά εξωτερικά και απογευματινά ιατρεία ογκολογικών και ψυχιατρικών νοσοκομείων του ΕΣΥ μειώθηκαν κατά 36,7% και 29,9% αντίστοιχα σε σχέση με την ανάλογη περίοδο της τριετίας 2017-2019. Στην ίδια κατεύθυνση δείχνουν και μία σειρά από μελέτες από μεμονωμένα νοσοκομεία του ΕΣΥ, που καταγράφουν «σημαντικότατες καθυστερήσεις ή μειώσεις στη χρήση κρίσιμων για τη ζωή των ασθενών υπηρεσιών υγείας, όπως χειρουργικές επεμβάσεις για καρκίνο του πνεύμονα, καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις και επισκέψεις στα τμήματα επειγόντων περιστατικών ασθενών με ύποπτη ή επιβεβαιωμένη αιμορραγία ή έμφραγμα του μυοκαρδίου».

Οι ανικανοποίητες ανάγκες υγείας, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στη συντριπτική μείωση χρήσης κρίσιμων υπηρεσιών υγείας του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της COVID-19 στην Ελλάδα, φαίνεται να έχουν αντανάκλαση και στην αύξηση της θνησιμότητας στη χώρα από αίτια μη άμεσα σχετιζόμενα με την πανδημία, συμπεραίνουν οι συγγραφείς.

Το μήνυμα Χωρίς αμφιβολία «η πανδημία COVID-19 σε διεθνές επίπεδο έφερε ξανά στο προσκήνιο το αίτημα για αποφασιστική επένδυση σε αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν συστήματα υγείας, τα οποία άλλωστε την ώρα της ανάγκης είναι τα μόνα που επιτέλεσαν, έστω και μερικώς, την κοινωνική τους αποστολή», επισημαίνουν και καταλήγουν: «Η επένδυση αυτή θα μπορούσε να είχε αναστρέψει ή έστω περιορίσει τις σημαντικότατες αποτυχίες στη διαχείριση της επιδημίας COVID-19 που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα». 
πηγη: https://tvxs.gr