Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 30 Μάι 2021
Πυρκαγιά / Τα δάση έχουν κι αυτά ανάγκη από προστασία
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Τη θλιβερή πραγματικότητα που κατέγραφε το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της φωτιάς στα Γεράνεια  Όρη, κάνοντας λόγο για 71.000 στρέμματα καμένης έκτασης και 52.000 στρέμματα δάσους, κατάφεραν να κάνουν απτή και να προκαλέσουν σύγκρυο οι εικόνες από τα drones που διέσχισαν την απόσταση που κάηκε από την ανατολική Κορινθία έως τα βάθη της δυτικής Αττικής.

 

Εκτάσεις στις οποίες θα μπορούσαν να χωρέσουν πόλεις ολόκληρες ήταν θαμμένες κάτω από ένα παχύ πέπλο στάχτης. Εκτάσεις που σκέπαζαν πυκνές πράσινες φυλλωσιές είχαν μείνει ολόγυμνες δημιουργώντας την εντύπωση τοπίου σε εμπόλεμη ζώνη.

Κάπου - κάπου, ανάμεσα στα εκατομμύρια νεκρά δέντρα, το μάτι μπορούσε να πιάσει και μία ακόμη πλευρά της καταστροφής. Εκείνη των σπιτιών που λαβώθηκαν από την πυρκαγιά και μπορούσαν ακόμη να οριοθετηθούν από τους όρθιους τοίχους τους και τις περιφράξεις στις αυλές.  Όπου υπήρχε ζωή εκδιώχθηκε από τις φλόγες.  Όπου υπήρχε ομορφιά έλιωσε ή αποσυντέθηκε.

Απ' το σύνολο της τραγικής πραγματικότητας, ωστόσο, τα κανάλια και τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης επέλεξαν άλλη μια φορά να μην δουν το δάσος, αλλά μόνο την περιουσία.  Άλλη μια φορά άνοιξαν κι έκλεισαν με τη χιλιομετρική απόσταση της φωτιάς από τις αυλές των σπιτιών στην περιοχή, την οποία σαφώς όφειλαν να συμπεριλάβουν στα ρεπορτάζ τους.  Όμως, όπως δεν όφειλαν, ακόμη μία φορά προσπέρασαν ως παράπλευρη απώλεια τα δέντρα που ήδη είχαν καεί.

Αυτή η προσέγγιση δεν είναι καινούργια. Αντίθετα συμπυκνώνει και αντιπροσωπεύει το σκεπτικό που υπάρχει εδώ και χρόνια πίσω από τον κεντρικό σχεδιασμό για την κατάσβεση των πυρκαγιών στην Ελλάδα.

Όπως μας λένε πεπειραμένοι ερευνητές και δασολόγοι, κύριο μέλημα των επίγειων δυνάμεων του Πυροσβεστικού Σώματος δεν αποδεικνύεται η κατάσβεση της φωτιάς εκεί που εντοπίζεται, αλλά η προστασία σπιτιών και οικισμών, που συνοδεύεται από την αβάσιμη προσδοκία να γίνει η αντίστοιχη δουλειά για το δάσος, σχεδόν αποκλειστικά, από τα εναέρια μέσα.

Πρόκειται για μια στρατηγική που αντιβαίνει πλήρως στον χαρακτήρα των εναέριων μέσων, τονίζει ο ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων Γιώργος Καρέτσος αναφέροντας ότι η πραγματική τους δυνατότητα είναι να μειώνουν την ένταση της φωτιάς για να πηγαίνουν στη συνέχεια εκεί τα πεζοπόρα τμήματα και να τη σβήνουν.

Το αποτέλεσμα είναι ν' αποτυγχάνει η Πυροσβεστική όχι μόνο ν' αποτρέψει την καταστροφή στο δάσος, αλλά ν' αποκρούσει και την πύρινη εισβολή στα σπίτια και ειδικότερα σ' εκείνα που βρίσκονται, κατά πρόσφατη παραδοχή του υφ. Πολιτικής Προστασίας Νίκου Χαρδαλιά, μακριά από τους οικισμούς.

Χωρίς τους φυσικούς του προστάτες

"Η ένταση της φωτιάς εξαρτάται από δυο πράγματα κυρίως. Από το τι έχει να κάψει και από την παροχή οξυγόνου για να το κάψει, δηλαδή τις ροές αέρα" σημειώνει ο Γ. Καρέτσος βάζοντας στο τραπέζι μία ακόμη διάσταση για την αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου.

Ένας λόγος που η καύσιμη ύλη είναι αυξημένη περισσότερο από το σύνηθες (νεκρά φύλλα, βελόνες, κλαδιά κ.ο.κ.) είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής τις τελευταίες δεκαετίες.

"Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι έχουν φύγει από τα δάση. Δεν έχουμε επαφή με το δάσος. Παλιότερα υπήρχαν οι ρητινοσυλλέκτες και μάζευαν το εύφλεκτο ρετσίνι. Μια άλλη δραστηριότητα που έχει περιοριστεί είναι η αγροτική. Βλέπεις να υπάρχουν εγκαταλελειμμένοι ελαιώνες που δεν είναι οργωμένοι και, αντί να φρενάρει εκεί, η φωτιά συνεχίζει με μεγαλύτερη σφοδρότητα επειδή κάτω υπάρχουν χόρτα".

Γυμνές οι Δασικές Υπηρεσίες

 

Το κενό αυτό θα φαινόταν λιγότερο ωστόσο αν οι Δασικές Υπηρεσίες διατηρούσαν το δυναμικό που υπήρχε παλιότερα και το ενίσχυαν. "Αυτή τη στιγμή υπάρχουν καμία εξηνταριά δασαρχεία σε όλη τη χώρα, όλα υποστελεχωμένα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στη Βυτίνα πριν από 30 χρόνια είχαν στο ενεργητικό τους 30 δασολόγους. Σήμερα δεν έχουν ούτε έναν!".

Αντίστοιχη εικόνα έχει και ο ερευνητής και ειδικός πυρκαγιολόγος Γαβριήλ Ξανθόπουλος τονίζοντας ότι το δασαρχείο Μεγάρων πήρε φέτος για να καθαρίσει τους δρόμους και να φτιάξει αντιπυρικές ζώνες μόλις 20.000 ευρώ, την ώρα που οι ενοικιάσεις μέσων πυρόσβεσης πολλαπλασιάζονται.

"Το 1999 ήμασταν από τους πρώτους που αποκτήσαμε το ελικόπτερο Ericsson. Το ακριβότερο και πιο αποδοτικό δασοπυροσβεστικό μέσο. Το 2007 είχαμε φτάσει στα 4 ελικόπτερα. Μετά πήγαμε στα 9 και τώρα νοικιάζουμε 10 συν ένα σωρό άλλα μέσα".

Δαπάνες χωρίς αντίκρισμα

Συνολικά τα έξοδα για την πολιτική προστασία από το 1998 έχουν υπερτριπλασιαστεί. Παρά τα περισσότερα μέσα κατάσβεσης, ωστόσο, οι καταστροφές είναι περισσότερες και μεγαλύτερες. "Το 2000 κάηκαν 1,6 εκατομμύρια στρέμματα. Το 2007 κάηκαν 2,7 εκατομμύρια. Το 2007 είχαμε ρεκόρ σε νεκρούς με 84 θύματα. Το 2018 είχαμε νέο αρνητικό ρεκόρ σε νεκρούς με 102 θύματα".

Είναι χαρακτηριστικό ότι, πριν αρχίσει να δίνεται αυτή η έμφαση στην καταστολή του φαινομένου αντί της πρόληψής του, "ο ετήσιος απολογισμός για τις καμένες εκτάσεις κυμαινόταν μεταξύ 200 και 400.000 στρεμμάτων".

Η επόμενη μέρα βρίσκει τα Γεράνεια αντιμέτωπα με τον κίνδυνο για εντονότερες πλημμύρες και με το μικροκλίμα της περιοχής αισθητά ζημιωμένο.

"Ξέρουμε ποιες είναι οι ωφέλειες ενός δάσους στην άμβλυνση των ακραίων θερμοκρασιών είτε είναι χαμηλές είτε υψηλές. Επιπλέον τα βουνά αυτά είναι ασβεστολιθικά κι αυτό σημαίνει ότι έχουν μεγάλη θερμοχωρητικότητα, απορροφώντας τις μεγάλες θερμοκρασίες την ημέρα και αποβάλλοντάς την το βράδυ, οπότε η αίσθηση της ξηρότητας είναι πιο έντονη. Μετά χάνεται ο υδρολογικός τους ρόλος, που είναι να βοηθούν τα νερά να διεισδύσουν στο έδαφος και να πλουτίσουν τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα, με αποτέλεσμα να καταλήγει όλο το νερό γρήγορα στη θάλασσα" σημειώνει ο Γ. Καρέτσος για τις συνέπειες.

Η αναδάσωση και τα πεύκα

Σε ό,τι αφορά την αναδάσωση τονίζει ότι αυτή είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις που έχουν υπάρξει πυρκαγιές στο ίδιο σημείο με συχνότητα μικρότερη των δέκα ετών, "καθώς τα δέντρα δεν έχουν προλάβει να ωριμάσουν για να παραγάγουν σπόρο".

Εκεί η παρέμβαση είναι αναγκαία, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται ο χαρακτήρας του εδάφους, που σε αρκετές περιπτώσεις φτάνει σε βάθος μόλις τα 30 εκατοστά, γεγονός που οφείλεται στις διαβρώσεις που έχουν επέλθει ανά τους αιώνες κι επιτρέπει να βλαστήσουν μόνο κωνοφόρα, όπως το πεύκο και το κυπαρίσσι.

"Το σημαντικό είναι να λάβουμε προληπτικά μέτρα, όχι ν' αλλάξουμε δέντρα. Αν βάλεις στην ίδια θέση μια βελανιδιά, θα ξεραθεί, δεν θα έχει με τι να τραφεί, χρειάζεται βάθος".
πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου