Η πρόσφατη δολοφονία της 55χρονης Γεωργιανής στη Θεσσαλονίκη ήρθε να προστεθεί στο “εφιαλτικό γαϊτανάκι” των γυναικοκτονιών των τελευταίων μηνών ως το ένατο σχετικό περιστατικό από τις αρχές του χρόνου.

Πέρα όμως από την στατιστική, οι διαστάσεις του φαινομένου καταδεικνύουν και τις πραγματικές διαστάσεις ενός προβλήματος που “αγγίζει” τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, των κρατικών θεσμών αλλά και της διαχείρισης του ζητήματος από τα ΜΜΕ.

«Οι γυναικοκτονίες βρίσκονται στο προσκήνιο μέσα όμως από τα μάτια της πατριαρχίας -κατά κύριο λόγο-  και δεύτερον με μια λογική επικοινωνιακή, ως “ένα ενδιαφέρον θέαμα”» σημειώνει χαρακτηριστικά μιλώντας στο tvxs η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ιφιγένεια Καμτσίδου, κάνοντας μάλιστα λόγο για “νέα κανονικότητα” σε ότι αφορά το φαινόμενο.

Η πατριαρχική αντίληψη για τις σχέσεις άνδρα-γυναίκας και τα ΜΜΕ

«Επι της ουσίας, ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται οι γυναικοκτονίες ευνοεί την πατριαρχική πρόσληψη των σχέσεων άνδρα-γυναίκα» συνεχίζει και προσθέτει: «Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι οι γυναίκες με κάποιο τρόπο “προκάλεσαν” την πραγματικά βίαιη αντίδραση του συζύγου ή του συντρόφου. Επιπλέον, η θυματοποίηση των γυναικών αποδίδεται στο γεγονός ότι “δεν κατανόησαν τα συναισθήματα του συζύγου”, ότι “παραμέλησαν τις επιθυμίες του”, ότι βρέθηκαν σε αδυναμία να καταλάβουν την “οργή” του για κάποιες συμπεριφορές τους. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζονται σα να “προκάλεσαν” τον θάνατό τους. Υπάρχει λοιπόν αυτό το υπόστρωμα σε όλες σχεδόν τις παρουσιάσεις των γυναικοκτονιών και που τείνει να δικαιολογήσει την αντίδραση των ανδρών».

«Αυτή η πρόσληψη της γυναικοκτονίας αναπαράγει την αντίληψη ότι η γυναίκα είναι αντικείμενο της επιθυμίας και της εξουσίας του άνδρα. Όταν η γυναίκα δεν σέβεται την επιθυμία, δε σέβεται το θυμό του άνδρα, όταν δεν προσαρμόζεται στους στόχους ή και τις αγωνίες του, τότε είναι η ίδια που προκαλεί ένα είδος τιμωρίας, μια τιμωρία που μπορεί να φτάσει ακόμη και μέχρι την αφαίρεση της ζωής της» επισημάνει η κυρία Καμτσίδου.

«Στο εσωτερικό της πατριαρχικής δομής η γυναίκα είναι αντικείμενο της εξουσίας του άνδρα. Τι σημαίνει επί της ουσίας κάτι τέτοιο; Τι σημαίνει εξουσιαζόμενος; Σημαίνει πως στην πραγματικότητα είσαι υποχρεωμένος να συμμορφώνεσαι με τους κανόνες που θέτει αυτός που έχει την εξουσία, να εξυπηρετείς τις ανάγκες του, να επιδιώκεις την εκπλήρωση των στόχων του. Αν παραβιάσεις όμως αυτούς τους κανόνες, υπάρχει μια τιμωρία” εξηγεί συνεχίζοντας.

Παράλληλα, η κυρία Καμτσίδου σημειώνει ότι «μια δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η παρουσίαση από τα κυρίαρχα τουλάχιστον ΜΜΕ που αναφέρεται στο τραγικό γεγονός, προσπαθεί να απευθυνθεί στα συναισθήματα των τηλεθεατών, αφήνοντας όμως στην άκρη τα αίτια της γυναικοκτονίας. Δεν έχουμε καμία αναφορά στις κοινωνικές δομές και σχέσεις που προκαλούν την έμφυλη βία -και η οποία με τη σειρά της φτάνει στη γυναικοκτονία-, ενώ επίσης είναι εξαιρετικά περιορισμένη (αν όχι ανύπαρκτη) η αναφορά στις μεθόδους και στις δομές πρόληψης του φαινομένου».

Οι τομές των τελευταίων δεκαετιών και τα “βήματα προς τα πίσω” σήμερα

Κάνοντας μια αναδρομή στα βήματα που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και στη σημερινή κατάσταση σημειώνει: «Από τη δεκαετία του 1980 το ελληνικό κράτος είχε κάνει μια συστηματική προσπάθεια καταπολέμησης των ανισοτήτων, ιδρύοντας ειδική δομή στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχήματος, την Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων. Τώρα η Γενική Γραμματεία Ισότητας των δύο Φύλων καταργήθηκε και ιδρύθηκε μια νέα Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας. Ποιο μήνυμα ήταν το μήνυμα που πέρασε λοιπόν στην ελληνική κοινωνία; Ότι στις μέρες μας μετά τις δύο μεγάλες κρίσης -την οικονομική και την πανδημική- η θέση της γυναίκας είναι να γυρίσει στο σπίτι, να γίνει τροφός της οικογένειας, να γεννήσει παιδιά -γιατί αυτό και το ιδεολογικό υπόβαθρο που στήριξε την μετατροπή της γραμματείας-, να φροντίζει τους ηλικιωμένους, η γίνει η “μητέρα του Έθνους”».

«Θα ήθελα να υπενθυμίσω πως η γυναικοκτονία δεν είναι κάτι καινούργιο. Ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ευρώπη, ούτε παγκοσμίως» υπογραμμίζει συνεχίζοντας η κυρία Καμτσίδου, σημειώντας ωστόσο ότι «τις τελευταίες δεκαετίες -στη χώρα μας μετά την μεταπολίτευση- είχαν υπάρξει σημαντικές αλλαγές. Αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, να θυμίσω την μεγάλη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου το 1983 όταν καταργήθηκε ο κανόνας που έλεγε πως “ο άνδρας είναι η κεφαλή της οικογένειας” και δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο ισοτιμίας των συζύγων. Υπήρχαν αλλαγές στην κοινωνία, υπήρχαν αλλαγές στη δημόσια διοίκηση. Ένα παράδειγμα ήταν η υιοθέτηση κανόνων που επέβαλλαν τη λήψη θετικών μέτρων για τη συγκρότηση διοικητικών οργάνων. Όλα αυτά έχουν αλλάξει κάπως τον τρόπο πρόσληψης των σχέσεων των δύο φύλων ακόμη και στο δημόσιο δίκαιο αλλά και στις δημόσιες δραστηριότητες. Η γυναίκα διεκδίκησε και κατέκτησε τη δυνατότητα να συμμετέχει με όρους ισοτιμίας. Η όλη αυτή προσπάθεια χειραφέτησης είχε δώσει αποτελέσματα τόσο προς όφελος της γυναίκας όσο και προς όφελος του άνδρα, ο οποίος απαλλασσόταν από το βάρος του να εμφανίζεται ως ο “υπεύθυνος” και ο “καθοδηγητής όλων των κοινωνικών σχέσεων”. Αυτή τη στιγμή όμως γίνονται βήματα προς τα πίσω κατά τη γνώμη μου».  

Σε ό,τι έχει να κάνει με τα απαραίτητα βήματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου αναφέρει: «Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γίνουν αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, όπως η επανίδρυση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Δεύτερον, ενίσχυση των δομών πρόληψης της ενδοοικογενειακής βίας, γιατί η γυναικοκτονία είναι μια ακραία μορφή τέτοιου είδους βίας  -η πιο δραματική πτυχή της. Χρειάζονται δομές υποστήριξης των θυμάτων, καθώς και λειτουργία του μηχανισμού που προβλέφθηκε με την κύρωση της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και αφορά ακριβώς την καταπολέμηση της έμφυλης βίας».

«Σε επίπεδο ΜΜΕ θα πρέπει να αλλάξει ο διάλογος, να αναζητηθούν τα αίτια και να συζητηθούν οι μέθοδοι αντιμετώπισης, με τη συμμετοχή στον διάλογο επιστημόνων από όλες τις ειδικότητες. Η καταπολέμηση της έμφυλης βίας δεν είναι απλό ζήτημα και δεν είναι μόνο θέμα νόμων, για να συμμετέχουν μόνο νομικοί. Χρειάζονται και κοινωνιολόγοι, ψυχίατροι-ψυχολόγοι, οι οποίοι θα θέσουν τους όρους για την αντιμετώπιση του φαινομένου στις σύγχρονες συνθήκες» καταλήγει η κυρία Καμτσίδου.  

πηγη: https://tvxs.gr