Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 28 Ιούν 2021
Bruce Clark: Το Αϊβαλίκ και Τα Φαντάσματα Του
Κλίκ για μεγέθυνση

Δημοσιεύθηκε την 28 Ιουνίου, 2021

Απόσπασμα
από το βιβλίο Twice A Stranger: The Mass Expulsions that Forged Modern Greece and Turkey (Harvard University Press, 2006). Ο Bruce Clark είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας


Όσοι πιστεύουν σε μια παραδοσιακή Ελληνοφοβία-Τουρκοφοβία θα σάστιζαν με το θέαμα των Μυτιληνιών Ελλήνων να μοιράζουν αποχαιρετιστήρια γεύματα για τους γείτονές τους που έφευγαν, και αργότερα θα τους συνόδευαν στη προβλήτα, όπου χριστιανοί και μωαμεθανοί, που για μια ζωή όργωναν ο ένας δίπλα στον άλλο και ακόμη και έπαιζαν ένα παιχνίδι τάβλι στα καφενεία των χωριών, αγκαλιάζονταν και αποχαιρετίζονταν με δάκρυα. Έπειτα, καθισμένοι στις σωριασμένες αποσκευές τους, με τις οικογένειες τους τριγύρω – οι γυναίκες κλαίνε, τα παιδιά αγκαλιάζουν τα κατοικίδια τους, οι γκριζογένηδες μπαμπάδες με κάθε αξιοπρέπεια όπως πρέπε – οι Μυτιληνιοί Μουσουλμάνοι ξεκινούν για μια άγνωστη Τουρκία

National Geographic, 1922
 

Στην αρχή του Οκτώβρη του 1922, ένας νεαρός Τούρκος αξιωματικός που ονομάζονταν Kemaleddin πήγε στο λιμάνι μιας εγκαταλειμμένης παραθαλάσσιας πόλης του Αιγαίου και πρόσφερε έναν συναισθηματικό αποχαιρετισμό σε μια απελπισμένη Ελληνίδα. Όπως το έκανε, μουρμούρισε το όνομα μιας από τις αδερφές του που είχε σκοτωθεί πρόσφατα από τον ελληνικό στρατό στη πατρίδα του την Μπούρσα. Υποσχέθηκε στην Ελληνίδα, την Αγάπη, πως θα έκανε ότι μπορούσε για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του δεκαοχτάχρονου αδελφού της, του Ηλία, που ήταν ένας από τους 3000 Έλληνες άνδρες και έφηβους από τη πόλη που είχαν αιχμαλωτιστεί, για να χρησιμοποιηθούν σε καταναγκαστική εργασία. Αυτή η συνάντηση μεταξύ του Kemaleddin και της Αγάπης, που την αφηγήθηκε η ίδια πολλά χρόνια αργότερα, ήταν η κορύφωση μιας οδυνηρής ανθρώπινης ιστορίας, που ξεδιπλώθηκε μπροστά από τα μνημειώδη, και για πολλούς ανθρώπους, ανείπωτα επώδυνα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα εκείνο το φθινόπωρο στο δυτικό άκρο της Ανατολίας.

Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του Kemaleddin στην Αγάπη παραδόθηκε καθώς ετοιμάζονταν να ανέβει στο τελευταίο πλοίο που έφευγε από την πόλη του Αϊβαλίκ. Το σκάφος μετέφερε αυτό που είχε απομείνει από τον άμαχο πληθυσμό του λιμανιού, που μέχρι μόλις ένα πριν αριθμούσε σχεδόν 30000 και ήταν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την πόλη, εδραιώνοντας την σπουδαία επιτυχία του που ξεκίνησε τον Αύγουστο με την άτακτη φυγή του ελληνικού στρατού από μια ακινησία στο εσωτερικό όπου είχε παραμείνει για ένα μίζερο χρόνο αφού απέτυχε να καταλάβει την Άγκυρα, την έδρα των Τούρκων εθνικιστών, στις αρχές του φθινωπόρου του 1921. Ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, μια ελληνική δύναμη περισσότερων από 200000 είχε εκδιωχθεί από την Ανατολία. Κάποιοι οπισθοχώρησαν προς τα βόρεια προς τη θάλασσα του Μαρμαρά, λίγο πολύ ανέπαφες, αλλά η πλειονότητα έφυγε άτακτα, καίγοντας τούρκικες πόλεις καθώς προχωρούσαν.

Ως σήμερα, οι Τούρκοι διδάσκονται να κοιτούν αυτή τη περίοδο ως ιερή ιστορία, στην οποία το όνομα κάθε πεδίου μάχης, κάθε διοικητή απομνημονεύεται και λατρεύεται. Κάθε παιδί στη Τουρκία μαθαίνει πως ο Mustafa Kemal, αργότερα γνωστός ως Ataturk ή «πατέρας των Τούρκων», έμεινε ψύχραιμος στη διάρκεια των σκοτεινότερων ημερών της εκστρατείας, όταν η Άγκυρα ήταν μια μικρή, ασήμαντη, ευάλωτη πόλη όπου μετά βίας υπήρχε χώρος  για να περιθάλψουν τους τραυματισμένους  στρατιώτες που έφταναν συνεχώς από το κοντινό μέτωπο. Μαθαίνουν για τις συγκλονιστικές του διαταγές – «Η γραμμή άμυνας σας είναι ολόκληρη η χώρα!» – και για την αποφασιστικότητα με την οποία απέρριψε κάθε συμβιβασμό, που ενέπνευσε τους λιγόψυχους και με μαεστρία εξουδετέρωσε την προδοσία μέσα στο ίδιο του το στρατόπεδο. Οι δάσκαλοι διηγούνται την μαεστρία με την οποία ο Kemal αντιμετώπισε τους Βρετανούς που ουσιαστικά είχαν ακόμη τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, και σε βαθιά συνέργεια με μια διεφθαρμένη  Οθωμανική διοίκηση που κρέμονταν ακόμη σε μια φαντασίωση εξουσίας πάνω σε μια αυτοκρατορία που έσβηνε. Σχεδόν όλα σε αυτή την ιστορία είναι αλήθεια όσο γίνεται, αλλά μόνο ένα κομμάτι της αλήθειας.

Στις 9 Σεπτέμβρη 1922, το ιππικό του Kemal μπήκε στο πιο σημαντικό λιμάνι στο Αιγαίο και του έδωσε πίσω το τούρκικο όνομά του, Ιζμίρ. Για τα προηγούμενα τρία χρόνια ήταν το αρχηγείο του ελληνικού στρατού και γραφειοκρατίας, που το αποκαλούσαν με το αρχαίο όνομα της από την Καινή Διαθήκη, Σμύρνη. Ακόμη και στα τέλη Αυγούστου, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις εκδιώχνονταν από το οχυρό τους στην Ανατολία, το λιμάνι πάλλονταν ακόμη με κοσμοπολίτικη ζωή· καφέ, όπερες και εμπορικά γραφεία συνέχιζαν την τυπική τους λειτουργία. Μέσα σε τέσσερις μέρες μετά την άφιξη των νέων κατόχων, τρία τέταρτα της πόλης είχαν καεί ολοσχερώς και δεκάδες χιλιάδες  ανθρώπων είχαν απανθρακωθεί ή πνιγεί καθώς προσπαθούσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μάταια, να βρουν καταφύγιο στα βρετανικά, γαλλικά και αμερικάνικα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κοντά και έκαναν σχετικά λίγα για να αποτρέψουν την καταστροφή.

Το ερώτημα του πως ξεκίνησε η φωτιά – στον αρμένικο τομέα της πόλης, από όπου η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα – είναι ακόμη αμφιλεγόμενο. Η Minnie Mills, η πρύτανης του αμερικάνικου κολεγίου της πόλης, έδωσε μια περιγραφική εικόνα μετά, λέγοντας πως είδε Τούρκους στρατιώτες να ρίχνουν πετρέλαιο στα αρμένικα σπίτια και μετά να τους βάζουν φωτιά. Αυτό απορρίπτεται από τις περισσότερες τουρκικές ή φιλοτουρκικές μαρτυρίες, που επιμένουν πως καθώς ο ελληνικός στρατός αναμφίβολα έκανε εμπρησμούς σε πολλά άλλα μέρη, πρέπει προφανώς να έκανε το ίδιο και στο μεγάλο λιμάνι του Αιγαίου. Αυτή η διαμάχη, χρησιμοποιώντας αυτό που οι μελετητές του Ισλάμ θα αποκαλέσουν «επιχείρημα κατ’ αναλογία», είναι αδύναμο. Ο İsmet İnönü, ο διοικητής της τουρκικής εκστρατείας, είχε κάτι πιο αινιγματικό να πει στα απομνημονεύματα του. Αναφερόμενος τόσο στις φωτιές που οι Έλληνες έβαλαν πιο βαθιά στην ενδοχώρα, και στην πυρκαγιά στην Ιζμιρ, γράφει: «Κατώτεροι λένε πως εκτέλεσαν αυτές τις διαταγές· ανώτερες φιγούρες πως υπήρχε κατάρρευση πειθαρχίας». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, «όταν η χαρά πάλευε με το έλεος στα συναισθήματα μας» θα «θυμόταν τον Ataturk… να λέει πως μια μέρα μπορεί να βρεθούμε σύμμαχοι με τους Έλληνες». Αυτό όμως δεν σήμαινε σύμφωνα με τον İsmet, πως ο ηγέτης του αισθάνθηκε κάποια μετάνοια για την φωτιά στην Ιζμίρ: η απάντηση του ήταν το να πει απλά, «Αφήστε την να καεί, αφήστε την να καταρρεύσει».

Αυτό που είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, σε κάθε περίπτωση, είναι πως σε μεγάλο βαθμό, η ελληνική ζωή που άνθισε στην ακτή της Ανατολίας με την μία ή την άλλη μορφή για 3000 χρόνια, έφτασε στο τέλος της στο πρώτο μισό του Σεπτέμβρη του 1922. Η Ιζμίρ είχε πλημμυρίσει με Έλληνες εκείνη την εποχή: 200000 που ζούσα μέσα ή κοντά στη πόλη, ίσως ακόμη 150000 απεγνωσμένοι πρόσφυγες που είχαν συρρεύσει στη πόλη από πιο ανατολικά. Μεταξύ εκείνων που επιβίωσαν της φωτιάς, οι άνδρες που ήταν σε ηλικία εργασίας αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους, με δικαιολογία πως έπρεπε να δουλέψουν για να διορθώσουν την ζημιά που έσπειρε ο ελληνικός στρατός. Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι πήραν προθεσμία δυο εβδομάδων για να φύγουν. Πολλοί από εκείνους που αιχμαλωτίστηκαν οφείλουν τις ζωές τους στον Asa Jennings, ένα ντροπαλό μεθοδιστή ιερέα από την Αμερική που, δρώντας μόνο με την ορμή του και δίχως κάποια πραγματική εξουσία να το κάνει, έστειλε μια σειρά από μηνύματα στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει πλοία και απειλώντας να εκθέσει την απροθυμία τους να το κάνουν αν δεν το έκαναν.

Επειδή οι επικοινωνίες είχαν καταρρεύσει μέσα στο γενικό χάος, η βαρύτητα αυτών των γεγονότων συνειδητοποιήθηκε πολύ αργά για τον ελληνικό πληθυσμό του Αϊβαλίκ. Αυτή ήταν μια κοινότητα που αν και ήταν πολύ μικρότερη σε μέγεθος από τους Έλληνες της Σμύρνης, αρέσκονταν στο να βλέπουν τους εαυτούς τους ως ένα σχεδόν ισότιμο σε σπουδαιότητα θύλακα ελληνικής γνώσης και επιχειρηματικότητας. Αποκαλούσαν την πόλη τους Αϊβαλί, ή σε πιο επίσημα ελληνικά, Κυδωνίες· και τα δύο σημαίνουν «περιβόλι με κυδωνιές», μια υπενθύμιση της γόνιμης και όμορφης ενδοχώρας της πόλης. Την 1η Σεπτέμβρη, ο Έλληνας διοικητής της δυτικής Ανατολίας, Αριστείδης Στεργιάδης, έστειλε ένα μυστικό τηλεγράφημα στους υφισταμένους του σε όλη την περιοχή, λέγοντας τους να παύσουν πλήρως ολόκληρη την ελληνική αστυνομική δύναμη και γραφειοκρατία μπροστά στην τρομερή στρατιωτική καταστροφή που μόλις είχε συμβεί. Το μυστικό της επικείμενης φυγής, και οι λόγοι για αυτή, μοιάζουν να κρατήθηκαν με επιτυχία μυστικοί από τον κοινό ελληνικό πληθυσμό, για μερικές κρίσιμες μέρες. Στις αρχές Σεπτέμβρη, αφού παρατηρούσαν με όλο και μεγαλύτερη απελπισία καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι και μονάδες του ηττημένου ελληνικού στρατού να φεύγουν, το συμβούλιο της πόλης συνεδρίασε υπό την προεδρία του ντόπιου επισκόπου. Γρηγόριου Ωρολογά, και πήρε μια μοιραία αφελή απόφαση. Ο τοπικός πληθυσμός θα έμενε στη θέση του και θα περίμενε τον νικηφόρο τουρκικό στρατό. Ως δείγμα καλής πίστης, όλα τα τοπικά πλοία θα έμενα αγκυροβολημένα, και οι άνθρωποι θα αποτρέπονταν ενεργά από το να φύγουν. Η ελπίδα του συμβουλίου ήταν να προσπαθήσει και να αποκαταστήσει τις καλές σχέσεις με τις τουρκικές αρχές που η κοινότητα απολάμβανε, με εξαίρεση κάποιες δραματικές περιόδους, από το 1775 όταν της δόθηκαν γενναιόδωρα προνόμια από τις οθωμανικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να παραμείνει αποκλειστικά ελληνική και χριστιανική. Όπως όμως σύντομα έγινε φανερό, η εποχή της επιδέξια διαχειρισμένης συμβίωσης μεταξύ των Τούρκων επικυρίαρχων και των Ελλήνων πολιτών είχε τελειώσει.

Ο τουρκικός στρατός μπήκε στο λιμάνι στις 19 Σεπτεμβρίου. Καλωσορίστηκαν στα περίχωρα από τον επίσκοπο Γρηγόριο και άλλους επιφανείς πολίτες. Οι ντόπιοι φώναξαν υπάκουα «Yasasin!» (Τουρκικά για «Ζήτω!») καθώς το τουρκικό ιππικό περνούσε από τους δρόμους τους. οι κάτοικοι της πόλης ακόμα και βοήθησαν στο να οργανωθεί μια υποδοχή, με μουσική και χορό, για τους αξιωματικούς του στρατού του Kemal. Μέσα σε μερικές μέρες όμως, ένας πιο παγωμένος άνεμος φυσούσε στη πόλη. Το ιππικό αντικαταστάθηκε από πεζικό, και το διάταγμα έλεγε πως σ’ αυτό το μέρος, όπως και παντού αλλού στην δυτική Ανατολία, οι αρτιμελείς Έλληνες άνδρες θα συγκεντρώνονταν και θα στέλνονταν σε μονάδες εργασίας, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός θα απελαύνονταν στην Ελλάδα.

Αυτό ήταν που οδήγησε στην δραματική συνάντηση μεταξύ του υπολοχαγού Kemaleddin με την Ελληνίδα Αγάπη, ο αδερφός της Ηλίας ήταν μόλις αρκετά μεγάλος για να συμπεριληφθεί στην συγκέντρωση, αλλά έγινε απελπισμένα αποφασισμένη να τον πάρει πίσω. Στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εκκενώθηκε δια θαλάσσης, η Αγάπη αρνήθηκε να φύγει με την υπόλοιπη οικογένεια της. για πολλές μέρες περιφέρονταν απελπισμένη στους δρόμους, αναζητώντας έναν Τούρκο αξιωματικό που ίσως να άκουγε  τις ικεσίες της για την απελευθέρωση του αδερφού της. απελπισμένη και σχεδόν σε παραλήρημα με πυρετό έπεσε πάνω στον Kemaleddin, που την φρόντισε, και τελικά το πατέρα της, για πολλές μέρες και μπόρεσε να την φέρει μέχρι και το κτίριο που κρατούνταν ο αδερφός της, και όπου μπορούσε να ακούει τις φωνές του. Οι προσπάθειες όμως να εξασφαλίσει την απελευθέρωση του ήταν άκαρπες. Αφού περιέγραψε την δική του ιστορία, και την δική του απελπισία για το χαμό των τριών αδελφών του, ο Kemaleddin παρακάλεσε την Αγάπη και τον πατέρα της να σώσουν τις ζωές τους τουλάχιστον και να πάρουν το τελευταίο καράβι που έφευγε από τη πόλη.

Τα άλλα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Αϊβαλίκ την ίδια περίοδο είναι κυρίως ζοφερά, και στερούνται κάθε ίχνος ρομαντικής εξιλέωσης. Σε ένα πλοίο που θα μετέφερε Έλληνες πολίτες μακριά από το λιμάνι, ένα Έλληνας που κάπως είχε καταφέρει να μπει ανάμεσα στις γυναίκες και τα παιδιά ήταν αρκετά τρελός για να καταστρέψει το φέσι του, ένα είδος καλύμματος κεφαλής που οι Έλληνες φορούσαν μόνο για προσπαθήσουν να καλοπιάσουν τους αφέντες τους. μπροστά στα μάτια μερικών Τούρκων φρουρών  που βρίσκονταν στη προβλήτα. Τον τράβηξαν από το πλοίο και τον πυροβόλησαν. Ως αποτέλεσμα, οι έλεγχοι στους επιβάτες που αναχωρούσαν έγιναν πολλοί πιο αυστηροί. Πολλά αγόρια που προσπάθησαν να μεταμφιεστούν ή απλά να κρυφτούν ανάμεσα στα πλήθη πιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Ο Ηλίας, ο αδερφός της Αγάπης, επιβίωσε της δοκιμασίας, και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα, υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Βενέζης. Συνολικά όμως μόλις 23 από τους 3000 άνδρες από το Αίβαλί επέστρεψαν ζωντανοί. Ο Γρηγόριος και όλοι οι άλλοι κληρικοί της πόλης οδηγήθηκαν σε ένα απόμακρο μέρος της πόλης και εκτελέστηκαν· ο επίσκοπος λέγεται πως πέθανε από ανακοπή μετά από μια προσπάθεια να τον θάψουν ζωντανό. Ειρωνικά κάποιο από εκείνους που πέθαναν ήταν ψάλτες και νεωκόροι που φόρεσαν άμφια πιστεύοντας πως θα αντιμετωπίζονταν με μεγαλύτερο σεβασμό.

Στο κοντινό νησάκι που είναι γνωστό στους Έλληνες ως Μοσχονήσι και στους Τούρκους ως Κούντα, αρκετές εκατοντάδες πολίτες κάθε ηλικίας εκτελέστηκαν και μόνο κάποια από τα παιδιά που στάλθηκαν σε ορφανοτροφεία επιβίωσαν. Αυτή προφανώς ήταν μια πράξη εκδίκησης για την εκτέλεση πολλά χρόνια πριν ενός ντόπιου μουσουλμάνου δικαστή από κάποιους Έλληνες αντάρτες που προέρχονταν από το νησάκι.

Περισσότερο από ογδόντα χρόνια αργότερα, το Αϊβαλίκ και η Κούντα, που τώρα συνδέονται με μια γέφυρα και που και τα δύο είναι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί, στοιχειώνονται ακόμη από τα φαντάσματα εκείνης της εποχής και πολλά άλλα. Η εκκένωση του ελληνικού Αϊβαλί το 1922 είναι μόνο μια από τις ιστορίες εξορίας και εκμετάλλευσης που διαμόρφωσαν αυτό το μέρος. Οι περισσότεροι από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης κατάγονται από μουσουλμανικές οικογένειες που απελάθηκαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 1923-24. Η σημερινή κοινότητα αποτελείται φυσικά από πιστούς Τούρκους πολίτες, και στη τοπική πολιτική υπάρχει μια έντονη γεύση τουρκικού εθνικισμού. Αν υπάρχει όμως ένα μέρος που ο Οθωμανικός κόσμος του περασμένου αιώνα, στο πιο πολύβουο και ενεργητικό του, μπορεί να απεικονιστεί ζωντανά, είναι το κέντρο του Αϊβαλίκ. Μπορείς να δεις κάρα να διαβαίνουν λιθόστρωτους δρόμους, σπίτια χτισμένα με ηφαιστειακή πέτρα με ψηλά ταβάνια και όμορφους κήπους, και μια θορυβώδη υπαίθρια αγορά όπου χαλκωματάδες, ωρολογοποιοί και έμποροι ελιάς πουλάνε τα εμπορεύματα τους. και στα παραδοσιακά καφέ της Κούντα, η γλώσσα που μιλάνε οι συνταξιούχοι ψαράδες καθώς παίζουν τάβλι και ρουφούν καφέ, είναι μια ιδιαίτερη, παλιομοδίτικη μορφή ελληνικών, η διάλεκτος της Κρήτης. Καθώς οι γέροι άντρες κοιτούν προς τη θάλασσα, ο ορίζοντας μισογεμίζει από ένα μεγάλο νησί που τα χαμηλά του βουνά, απέραντοι ελαιώνες και δάση με πεύκα είναι σχεδόν καθρέφτης της ενδοχώρας του Αϊβαλίκ. Αυτό το νησί είναι η Μυτιλήνη, όπου κάμποσοι ντόπιοι έχουν γεννηθεί· αλλά που για μεγάλο μέρος του περασμένου αιώνα, η πολιτική έχει μετατρέψει αυτό το στενό κανάλι σε σχεδόν απροσπέλαστη διαχωριστική γραμμή.

Παρατηρώντας προσεκτικά το Αϊβαλίκ θα δεις μια παράξενη αποσύνδεση μεταξύ του αστικού περιβάλλοντος και των σημερινών κατοίκων του, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Τα δυο μεγαλύτερα τζαμιά στη παλιά πόλη ξεκάθαρα ξεκίνησαν τη ζωή τους ως μεγάλες, με κιονοστοιχίες εκκλησίες, μια δήλωση της αστικής ευημερίας του 19ου αιώνα καθώς και αφοσίωσης στο Θεό. Το φως του ήλιο πέφτει μέσα από σειρές από ιδιοφυώς τοποθετημένους φεγγίτες, όμως αυτά τα κτίρια στερούνται την τέλεια αντιστοιχία μεταξύ φωτός και χώρου που χαρακτηρίζει την ισλαμική αρχιτεκτονική. Στο νησάκι της Κούντα, η μεγαλύτερη κατασκευή είναι το κέλυφος ενός τεράστιου καθεδρικού, γνωστού ακόμη με το ελληνικό όνομα Ταξιάρχης, ή διοικητής. Όπως πολλά μέρη λατρείας σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, είναι αφιερωμένο στον Μιχαήλ, αρχηγού των αγγέλων. Οι τοίχοι έχουν ανοίξει από ένα σεισμό, και οι τοιχογραφίες σε μεγάλο βαθμό έχουν καταστραφεί. Η στοιχειωμένη κενότητα του θυμίζει τις ρωσικές εκκλησίες που άδειασαν από τους Μπολσεβίκους. Η ντόπια όμως μουσουλμάνα κυρία που λειτουργεί ως ανεπίσημος φύλακας της εκκλησίας είναι μια χαρούμενη ψυχή, ικανή να λούσει τον επισκέπτη με ένα ποταμό από παροιμίες, ποίηση και τραγούδια για σχεδόν μια ώρα δίχως να πάρει ανάσα, και όλα στη δική της κρητική διάλεκτο, που έμαθε από τους γονείς της.

Πίσω από το σαγηνευτικό προσωπείο του Αϊβαλίκ, υπάρχουν πολλές μισοκρυμμένες ιστορίες. Μια από αυτές είναι εκείνη των σημερινών κατοίκων της πόλης, η πλειονότητα των οποίων έχουν οικογενειακές ρίζες στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, προέρχονται από μουσουλμανικές κοινότητες που απελάθηκαν με τη βία στη Τουρκία υπό τη συνθήκη της Λοζάνης. Η πρώτη φουρνιά ήρθε από το γειτονικό νησί, τη Μυτιλήνη· ένα δεύτερο, μεγαλύτερο κύμα ήρθε νωρίς την επόμενη χρονιά από τη Κρήτη. Η βασική τους, ή συνήθως μοναδική τους γλώσσα ήταν η κρητική εκδοχή των ελληνικών. Αργότερα το 1924, υπήρξε ένα τελικό κύμα αφίξεων από μέρη όπως η Δράμα και οι Σέρρες στη βόρεια Ελλάδα.

Οι σύγχρονοι κάτοικοι του Αϊβαλίκ ενθαρρύνονται από τους επίσημους να θυμούνται και να αφηγούνται το μαρτύριο που υπέφεραν οι οικογένειες τους στα χέρια των χριστιανών γειτόνων τους στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων τους στην Ελλάδα. Οι ζωές τους σε αυτή τη χώρα είχαν γίνει τόσο επισφαλείς που δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσουν να ζουν εκεί· για αυτό η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν μια αναγκαία διαφυγή  από την συνεχή έκθεση στην ελληνική εθνικιστική οργή. Αυτή είναι η επίσημη ιστορία, και δεν είναι απόλυτα αβάσιμη. Όμως ένα άλλο επίπεδο αλήθειας, το οποίο οι άνθρωποι στο Αϊβαλίκ αναγνωρίζουν μάλλον πιο επιφυλακτικά, προσφέρεται από πολύ θερμότερες αναμνήσεις της ζωής στην Ελλάδα και ανάμεσα στους Έλληνες. Οι άνθρωποι σ’ αυτή τη πόλη φέρουν τα τουρκικά τους διαβατήρια με περηφάνεια, μερικοί όμως έχουν και την αίσθηση πως καλώς ή κακώς, ο ελληνικός κόσμος συνέβαλε στο να διαμορφωθούν, να τους κάνει αυτό που είναι.

Η ιστορία των τελευταίων ημερών του Αϊβαλίκ ως χριστιανική πόλη είχε φτάσει ήδη στο τέλος της πριν οι μουσουλμανικές οικογένειας που ζουν σήμερα στη πόλη αρχίσουν να φτάνουν. Υπάρχουν τουλάχιστον μερικοί άνθρωποι στη πόλη που αισθάνονται την ελληνικότητα του τόπου, και της ιστορίας των οικογενειών τους, αρκετά έντονα ώστε να λένε πως τα υλικά απομεινάρια εκείνης της εποχής πρέπει να διατηρηθούν από το να αμεληθούν ή να καταστραφούν ηθελημένα. Όπως κατανοούν αυτοί οι άνθρωποι, πουθενά σε αυτή τη περιοχή δεν μπορούν κατανοηθούν ή να εκτιμηθούν πλήρως έξω από ένα πλαίσιο διαρκώς μεταβαλλόμενης συμβίωσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.

Το Αϊβαλί απέχει περίπου δέκα ναυτικά μίλια από το πιο κοντινό τμήμα του νησιού της Μυτιλήνης. Για το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της περιοχής, το λιμάνι και το νησί είχαν σχηματίσει μια μοναδική πολιτισμική και οικονομική οντότητα. Τους τελευταίους δύο αιώνες, τόσο το λιμάνι όσο και το νησί, υπήρξαν σημαντικοί διεθνείς εξαγωγείς ελιών και των παραγώγων τους, από λάδι ως σαπούνι. Από το άλλο μέρος, τα σπίτια και τα κτήματα της «άλλης πλευράς» έμοιαζαν να καλούν σαγηνευτικά πέρα από τη στενή λωρίδα θάλασσας. Η Μυτιλήνη ως πρώην βάση του Οθωμανικού ναυτικού, είχε σημαντικό τουρκικό και μουσουλμανικό πληθυσμό, ενώ το Αϊβαλί ήταν αποκλειστικά ελληνικό και χριστιανικό. Η ύπαρξη του Αϊβαλιού διακόπηκε για περίπου μια δεκαετία το 1821 όταν κάποιοι από τους Έλληνες υπηκόους της αυτοκρατορίας επαναστάτησαν· και ολόκληρη η κοινότητα εκτοπίστηκε σε άλλη περιοχή της Ανατολίας σε αντίποινα. Από το 1830 όμως, το λιμάνι επιτράπηκε ξανά να ανθίσει ως προπύργιο της ελληνικής ευημερίας, εκπαίδευσης και υψηλής κουλτούρας. Στο τέλος του αιώνα, καθώς ο ο οθωμανικός κόσμος έμπαινε βαθύτερα στην παγκόσμια οικονομία, οι άνθρωποι του Αϊβαλιού (όπως πολλοί χριστιανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας) κέρδιζαν σημαντικά ως εξαγωγείς, εισαγωγείς και επιχειρηματίες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι εύποροι Οθωμανοί Έλληνες στο Αϊβαλί και την Μυτιλήνη τα πήγαιναν καλά υπό την κυβέρνηση του σουλτάνου και δεν επιθυμούσαν ιδιαίτερα να ενταχθούν στο ανεξάρτητο βασίλειο της Ελλάδας, που είχε ηττηθεί αποφασιστικά από τον οθωμανικό στρατό το 1897. Από το 1912 όμως και έπειτα, η περιοχή ταρακουνήθηκε από την ευρύτερη κρίση στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13, η Μυτιλήνη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, και η το κοντινό τμήμα της ηπειρωτικής χώρας είχε γεμίσει με Μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, που έδιωξαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες κατοίκους από την ενδοχώρα του Αϊβαλιού. Στην ίδια την πόλη, οι Έλληνες κάτοικες συγκεντρώθηκαν και διώχτηκαν  από τα σπίτια τους το 1917 – ως συνέπεια του πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον της Άγγλο-Γαλλό-Ρωσικής Αντάντ στην οποία η Ελλάδα είχε κληθεί να συμμετάσχει με το δόλωμα των «εδαφικών παραχωρήσεων» σε εκείνο το κομμάτι του κόσμου. Τότε το 1919, αφού τα ελληνικά στρατεύματα πήραν την εντολή να καταλάβουν την δυτική Ανατολία, ο θόρυβος της ελληνικής επιχειρηματικότητας επέστρεψε στο Αϊβαλί ξανά· για τρία χρόνια οι ελληνικές εκκλησίες της πόλης, τα σχολεία, οι αλιευτικοί στόλοι και οι αγροτικές αγορές απόλαυσαν ένα τελευταίο ξέσπασμα ζωής πριν την εξαφάνιση τους.

Στο σημερινό Αϊβαλίκ, δεν υπάρχουν πολλοί με λεπτομερή γνώση εκείνης της περιόδου. Αν ένας ντόπιος θελήσει να μιλήσει για την ιστορία, είναι πιο πιθανό να μιλήσει για την ιστορία της Κρήτης, και πως ήταν να είσαι μουσουλμάνος εκεί. Μεταξύ των Μουσουλμάνων Κρητικών, οι αναμνήσεις που καλλιεργούν πιο έντονα είναι σχεδόν καθρέφτης εκείνων που αγαπούν οι Ορθόδοξοι Έλληνες. Οι στιγμές που η επίσημη ελληνική ιστορία γιορτάζει, εκείνοι θρηνούν – και το αντίστροφο. Στη συλλογική τους μνήμη, η γέννηση του ελληνικού εθνικισμού είναι μια τραγωδία που εκτυλίσσεται.

Πως αντιστοιχεί αυτό με ότι πραγματικά συνέβη στη Κρήτη; Από την μια, ο 19ος αιώνας είδε τρομερή αιματοχυσία μεταξύ των Μουσουλμάνων Κρητικών και των Χριστιανών γειτόνων τους, ακόμη και για τα δεδομένα των οθωμανικών Βαλκανίων. Η υπόθεση πως «η ζωή είχε γίνει ανυπόφορη» είναι εύκολο να υποστηριχθεί, ειδικά σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές όπου τα αγροκτήματα και τα σπίτια που ανήκαν σε Μουσουλμάνους καίγονταν συστηματικά καθώς οι Έλληνες Χριστιανοί κέρδιζαν το πάνω χέρι. Πέρα από τις σεχταριστικές διαμάχες, η κουλτούρα  των κρητικών βουνών ήταν πάντοτε εκείνη του έντονου ανταγωνισμού μεταξύ βαριά οπλισμένων, εκτεταμένων οικογενειών, που συνεχώς έκλεβε ο ένας τα κοπάδια του άλλου και έπαιρναν εκδίκηση για αρχαία κακά. Η αντιπαλότητα μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων έγινε η πιο αιματηρή τοπική διαμάχη ανάμεσα τους αν και δεν ήταν η μόνη.

Από την άλλη, οι Κρητικοί Μουσουλμάνοι συνέχισαν να μοιάζουν με τους Χριστιανούς γείτονες τους (και συχνά συγγενών τους) – στην ομιλία τους, τα ήθη και το δέσιμο με το τόπο – με ένα τρόπο που ήταν ασυνήθιστος μεταξύ των Οθωμανικών Μουσουλμανικών κοινοτήτων στην περιοχή της σημερινής Ελλάδας.

Πως είχαν εμφανιστεί οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης; Αυτό το ερώτημα είναι ιδεολογικά φορτισμένο, και εντελώς διαφορετικές απαντήσεις θα δοθούν από την ελληνική εθνικιστική και την τουρκική εθνικιστική εκδοχή της ιστορίας. Είναι ξεκάθαρο ωστόσο, πως σχεδόν αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση του προηγουμένως ενετικού νησιού το 1669, δεκάδες χιλιάδες νησιώτες – κάποιες φορές μεμονωμένα άτομα, αλλά συχνότερα ολόκληρα χωριά – στρέφονταν από το χριστιανισμό στο ισλάμ. Ένα προφανές κίνητρο ήταν η αποφυγή της βαριάς φορολογίας που απαιτούνταν να πληρώσουν οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου. Με κάθε νέο προσηλυτισμό, η ένταση Χριστιανών-Μουσουλμάνων αυξάνονταν: οι οθωμανικές αρχές  περίμεναν να πάρουν ένα συγκεκριμένο ποσό εισοδήματος από το νησί, και καθώς η δεξαμενή φορολογούμενων μειωνόταν, έτσι και το βάρος που επιβάλλονταν σε κάθε εναπομείναντα χριστιανό αυξάνονταν. Ενώ όμως οι Χριστιανοί παρέμειναν η πλειοψηφία στις αγροτικές περιοχές, η όποια αστική ζωή υπήρχε στο νησί κυριαρχούνταν σύντομα από Μουσουλμάνους. Αυτό δημιούργησε μια κατάσταση, όχι πολύ διαφορετική από εκείνη στη Βοσνία πριν την πρόσφατη σύγκρουση.

Ακόμη και όταν τα οικονομικά συμφέροντα των δύο κοινοτήτων απέκλιναν, οι τρόποι και η κουλτούρα τους δεν το έκαναν. Το 1821, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η προσωρινή ηγεσία της Ελλάδας έστειλε ένα αποκαλυπτικό μήνυμα στους Μουσουλμάνους της Κρήτης, παροτρύνοντάς τους να βάλλουν την «Ελληνικότητα» τους μπροστά από τη θρησκεία τους.

«Γιατί τα σπίτια σας είναι πλάι στα δικά μας, και φοράτε τα ίδια ρούχα με εμάς, και έχετε το ίδιο θάρρος, και την ίδια περπατησιά, και την ίδια λαλιά… Για αυτό σας ζητάμε να ενωθείτε με το σκοπό μας, γιατί βαθιά μέσα σας δεν είστε Ανατολίτες, ή Άραβες, είστε αντίθετα πραγματικοί Κρητικοί και έχετε ελληνικό αίμα και πρέπει να συμμορφωθείτε με αυτό…»

Στην πράξη μόνο Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Κρήτης ( και αρχικά πολύ λίγοι από αυτούς) που συμμετείχαν στον επαναστατικό σκοπό· αλλά το υπόλοιπο της δεκαετίας, και πρακτικά για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα ήταν λουσμένος στο αίμα, καθώς η εξέγερση προκάλεσε αντίποινα – και το νησί, εν μέρη χάρη στην διεθνή διπλωματία, απέκτησε προοδευτικά μεγαλύτερο βαθμό της αυτονομίας.

Σε όλο αυτή τη πάλη, οι δεσμοί μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων δεν κόπηκαν ποτέ απόλυτα. Ο Robert Pashley, ένας Άγγλος που έγραψε μια καταγραφή της Κρήτης το 1834, ανέφερε πως, πριν την επανάσταση, τουλάχιστον, ήταν συνηθισμένο για τους Μουσουλμάνους να γίνονται νονοί των παιδιών των Χριστιανών φίλων του. Τέτοιες σχέσεις διευκολύνονταν, αναφέρει ο Pashley, από το γεγονός πως παρά τους περιορισμούς του ισλάμ, «ένας Κρητικός Μωαμεθανός πίνει το κρασί του το ίδιο φανερά όπως κάθε Χριστιανός». Ως τη δεκαετία του 1880, όταν η Κρήτη κέρδισε ένα μεγάλο βαθμό αυτοκυβέρνησης μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι πολιτικές φράξιες του νησιού υπέρβαιναν τις σεχταριστικές διαιρέσεις με ένα παράξενο τρόπο. Το ένα στρατόπεδο συγκέντρωνε ισχυρούς Χριστιανούς με λιγότερο σημαντικούς Μουσουλμάνους· ένα άλλο συγκέντρωνε την Μουσουλμανική ελίτ με τους Χριστιανούς μέτριας αλλά ανερχόμενης θέσης.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν πάντοτε οι επικριτές του ελληνικού εθνικισμού, δεν μπορεί να διαψευστεί το Μουσουλμανικό τμήμα του πληθυσμού του νησιού μειώθηκε απότομα καθώς η πολιτική θέση των Χριστιανών βελτιώνονταν. Στις παραμονές της επανάστασης του 1821, ο πληθυσμός ήταν μοιρασμένος μεταξύ των δυο θρησκειών, περίπου από 100000. Ως το 1880, υπήρχαν 206000 Χριστιανοί και 72000 Μουσουλμάνοι· το 1900 ο χριστιανικός πληθυσμός είχε ανέβη απότομα στις 270000 ενώ ο αριθμός των Μουσουλμάνων είχε πέσει στους 33500. Χιλιάδες Μουσουλμάνοι μετανάστευσαν στην Ιστανμπούλ ή στην Ανατολία  στα δυο χρόνια μετά το 1898 όταν ο πρίγκηπας Γεώργιος από την Ελλάδα ανακηρύχθηκε σε κυβερνήτη, και στην πράξη εδραίωσε το Χριστιανικό έλεγχο πάνω στις υποθέσεις του νησιού, αν και παρέμεινε τυπικά υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Οι διαβεβαιώσεις του πρίγκηπα πως οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν έμοιαζε να μην πείθει κανένα. Με τα ευφημιστικά λόγια ενός κορυφαίου Έλληνα ιστορικού της Κρήτης: «Πολλοί από εκείνους που αποφάσισαν να φύγουν ήταν εκείνοι που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές. Τα κρητικά χωριά έτσι απαλλάχθηκαν από την τουρκική παρουσία, και οι χωρικοί διαπίστωσαν πως η γη τους αυξήθηκε». Με άλλα λόγια, σε ένα κόσμο σχεδόν συνεχούς ανταγωνισμού για γη και κοπάδια, οι Κρητικοί αγρότες εκμεταλλεύτηκαν τις πολιτικές συνθήκες για να διώξουν τους Μουσουλμάνους γείτονες τους από τη περιοχή και να οικειοποιηθούν τα λάφυρα.

Στις αναπτυσσόμενες πόλεις της Κρήτης, οι Μουσουλμάνοι κρατήθηκαν καλύτερα. Έχασαν το κυρίαρχο ρόλο τους στην αστική ζωή, αλλά εκείνοι που απολάμβαναν κάποια επιτυχία ως έμποροι ή επαγγελματίες συνέχισαν να ζουν άνετα. Ως το 1922, μετά από μια δεκαετία ελληνοτουρκικού πολέμου σε άλλα μέρη, οι σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων  της Κρήτης παρέμειναν τεταμένες αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχε ανοιχτή βία. Εκείνοι οι Μουσουλμάνοι που έμειναν, περιλάμβαναν εκείνους που ήταν πιο βαθιά συνδεδεμένοι με τη Κρήτη, και που συνέχισαν να πιστεύουν πως παρά οτιδήποτε μπορεί να είναι δυνατό να συνεχίσουν να συνυπάρχουν με τους Χριστιανούς γείτονες του. Ακόμη και μετά την κατάληψη της Ιζμίρ από τους Τούρκους και την άφιξη στο κρητικό λιμάνι του Ηρακλείου 13000 Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολία, δεν ήταν καθόλου εμφανές πως οι Μουσουλμάνοι της πόλης θα διώχνονταν για να «κάνουν χώρο» για τους νεόφερτους.

Ο Παντελής Πρεβελάκης, ένας Κρητικός λογοτέχνης που ήταν μάρτυρας της Μουσουλμανικής εξόδου στην ηλικία των δεκατεσσάρων, είπε πως τα νέα της ανταλλαγής πληθυσμών ήρθαν σαν σοκ και στις δυο κοινότητες του νησιού. Ήταν «σαν ένα ζευγάρι που το διαζύγιο του ανακοινώνεται ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισε να θάψει το τσεκούρι»/ τουλάχιστον 1000 Κρητικοί Μουσουλμάνοι ρώτησαν αν μπορούσαν να κάνουν μια τελευταίας στιγμής επάνοδο στο Χριστιανισμό, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών αρνήθηκε αυτό το ερώτημα. Με τα ζωντανά λόγια του λογοτέχνη:

«Από το ένα άκρο του νησιού ως το άλλο, ακούγονταν οι αναστεναγμοί των Τούρκων που ετοιμάζονταν να φύγουν, ανακατεύονταν με εκείνους των προσφύγων που μόλις είχαν ξεριζωθεί· και κάποιος αναρωτήθηκε τι κέρδος μπορούσε να υπάρχει σε αυτή την αγωνία για τα τέρατα που δεν υπολογίζουν τον ανθρώπινο πόνο»

Στη διάρκεια των τελευταίων ωρών και ημερών στο νησί τους, οι Μουσουλμάνοι που έφευγαν άρχισαν να βγάζουν τις πόρτες και τα παντζούρια απλό τα σπίτια τους. Υπήρχαν διαπληκτισμοί μεταξύ τους και των Χριστιανών προσφύγων από την Ανατολία που περίμεναν για να μπουν. Καθώς τα ατμόπλοια που μετέφεραν τις Μουσουλμανικές οικογένειες  επιτέλους απέπλευσαν, άφησαν μια τεράστια κραυγή πόνου που ήταν «άγρια και γεμάτη ικεσία, πικρή και τρομακτική, και μεταφέρθηκε κατά μεγάλα κύματα στην ακτή».

Σε σύγκριση με τις άθλιες συνθήκες με τις οποίες πολλοί Χριστιανοί της Ανατολίας έφυγαν από τη πατρίδα τους, τα ταξίδια προς το Αϊβαλίκ δεν ήταν αφόρητα δύσκολο. Οι νεοφερμένοι χαιρετίστηκαν στην άφιξη τους με τον βροντερό ήχο παραδοσιακών τυμπάνων ή νταουλιών· τα τουρκικά χωριά κοντά στο λιμάνι χαιρέτιζαν την άφιξη των ομόθρησκων που όπως και εκείνοι, είχαν υποφέρει στα χέρια των Ελλήνων Χριστιανών. Αυτή ήταν η επίσημη υποδοχή τους· όμως όπως οι Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στα στέρεα σπίτια των πρώην Χριστιανών κατοίκων της πόλης, συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο που τους ξεχώριζαν από τους άλλους Τούρκους πολίτες.

Στην Ελλάδα, οι εξαθλιωμένοι Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί που έφτασαν από την Ανατολία μετά το 1922 χλευάζονταν ως τουρκόσποροι σε πολλές περιοχές όπου βρέθηκαν στο έλεος των ντόπιων κατοίκων. Στην Τουρκία, η αντίστοιχη προσβολή για τους Έλληνες Μουσουλμάνους που μόλις έφτασαν στη χώρα ήταν Yari gavur (μισοάπιστοι). Το απλό γεγονός πως είχαν ζήσει στο ελληνικό κράτος έκανε την πίστη τους στο ισλάμ ύποπτη. Το ίδιο και το γεγονός πως δεν είχαν μοιραστεί το μαρτύριο του Ελληνοτουρκικού πολέμου στην Ανατολία. Σε μερικά μέρη της Τουρκίας, οι «ανταλλαγμένοι» Μουσουλμάνοι που έφτασαν από την Ελλάδα βρέθηκαν να ζουν σε προκατασκευασμένες καλύβες.

Στο Αϊβαλίκ, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Τουλάχιστον δεν υπήρχε έλλειψη καταλυμάτων· τα παλιά ελληνικά σπίτια ήταν ευρύχωρα, καλοχτισμένα και άφθονα. Αλλά για πολλές όμως νέες αφίξεις, ιδιαίτερα για εκείνους που δεν είχαν καταφέρει να φέρουν χρήματα μαζί τους, τα πρώτα χρόνια στην Τουρκία ήταν μια περίοδος εξουθενωτικής ανέχειας, με ελάχιστη απασχόληση και ελάχιστες ευκαιρίες να πουλήσουν  ότι μπορούσαν να παράξουν ή να φτιάξουν. Για μεγάλες περιόδους, οι σχέσεις μεταξύ τους φυσικούς εμπορικούς εταίρους τους, τους Χριστιανούς Έλληνες που ζούσαν πέρα από τη θάλασσα, ήταν πολύ τεταμένες για να επιτρέψουν πολύ νόμιμο εμπόριο· οι κάτοικοι αντίθετα έκαναν λαθρεμπόριο. Μόνο μετά το 1960 κάποιες οικογένειες στο Αϊβαλίκ άρχισαν να ευημερούν από το ψάρεμα και τη πώληση της ψαριάς τους παράνομα σε Έλληνες και Ιταλούς.

Όταν οι σημερινοί κάτοικοι του Αϊβαλικ, ή οι άμεσοι πρόγονοι τους άρχισαν να φτάνουν το φθινόπωρο του 1923, βρήκαν μια πόλη φάντασμα. Τα πέτρινα μέγαρα γεμάτα με σκοτεινά, βαριά έπιπλα ήταν σκονισμένα αλλά ανέγγιχτα, και σε κάποιες περιπτώσεις παρέμειναν ίχνη μισοφαγωμένων γευμάτων. Ήταν ακριβώς ένα χρόνο από την εκκένωση του Χριστιανικού πληθυσμού της πόλης, και δείγματα της άνετης και εκλεπτυσμένης ζωής που κάποτε απολάμβαναν εκεί ήταν ακόμα παντού. Αυτό όμως δεν το έκανε ευκολότερο για τους νεοφερμένους να εγκατασταθούν.

Αυτό είναι έτσι, το υπόβαθρο της σημερινής, παράδοξης κατάστασης του Αϊβαλίκ. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι ζουν σε ελληνικά σπίτια, και όπου (για εντελώς διαφορετικούς λόγους) κάποιοι ακόμη μιλούν ελληνική ή τουρκικά με ελληνική προφορά. Αλλά δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Όπως και αν εκφράζουν τους εαυτούς τους, είναι Τούρκοι πολίτες, και κυματίζουν την τουρκική σημαία με μεγαλύτερο ενθουσιασμό από πολλούς άλλους. Ρωτήστε σχεδόν οποιονδήποτε από αυτούς για  την οικογενειακή τους ιστορία , και το πρώτο πράγμα που θα σου πουν είναι πως ήταν τυχεροί να ξεφύγουν από την ελληνική βία στο παραπέντε. Δεν υπήρχε ελπίδα, επιμένουν, για τους Μουσουλμάνους στην Ελλάδα, όποια γλώσσα και αν μιλούσαν και όποιες και αν ήταν οι δικές τους επιθυμίες. Η ανταλλαγή, όσο επώδυνη και αν ήταν την εποχή, ήταν αναγκαίο κακό. Πρέπει να είναι ευγνώμονες στον Mustafa Kemal Ataturk, τον ιδρυτή της δημοκρατίας τους, γιατί τους κάλεσε στην ασφάλεια της τουρκικής πατρίδας.

Αυτό ήταν που παροτρύνονταν να πιστεύουν, και αντικατοπτρίζει τουλάχιστον σε ένα βαθμό τα πραγματικά τους συναισθήματα. Πίεσε το όμως λίγο περισσότερο, και γίνεται ξεξκάθαρο πως για τους Μουσουλμάνους του Αϊβαλί – και ειδικά για τους Κρητικούς – η Ελλάδα και η ελληνικότητα δεν είναι απλά ένας φονικό κίνδυνος από τα οποία μόλις και διέφυγαν. Η ελληνική γλώσσα, με την εκφραστική της κρητική εκδοχή, τα ρούχα, η κουζίνα και τα έθιμα τα οποία μοιράζονταν με τους Χριστιανούς Κρητικούς γείτονες τους· όλα αυτά είναι ανεξίτηλο κομμάτι της ιστορίας τους. δεν υποτίθεται πως πρέπει να αισθάνονται νοσταλγία για την πατρίδα τους, ή για τους Χριστιανούς κατοίκους της, και όμως το κάνουν.

Πέρα από τη γλώσσα, η κρητική κοινότητα έχει ακόμη χαρακτηριστικά που ακόμη τους ενώνει με τους πρώην νησιώτες πατριώτες τους και τους διακρίνουν από τους άλλους πολίτες της Τουρκίας. Οι γυναίκες είναι πιο έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, και πιο πιθανό να δουλεύουν ή να έχουν μικρές επιχειρήσεις· η μαγειρική τους βασίζεται σε ένα ευρύτερο φάσμα λαχανικών και φυτών· επίσης, κάπως ειρωνικά, τα τραγούδια τους και η μουσική είναι λιγότερο ανατολίτικα από εκείνα που είναι τώρα μόδα στη Κρήτη. Κάποιοι από τους Αϊβαλιώτες Κρητικούς μπορούν να απαγγείλουν ποιήματα, τραγούδια και επιγράμματα για ώρες. Και όλοι τους, μέχρι και την Τρίτη ή τέταρτη γενιά, ξέρουν τουλάχιστον ένα: Κρήτη μου όμορφο νησί, το φιόρι του Λεβάντι.

Ο Ali Onay, ένας μικροκαμωμένος, καμαρωτός και λαλίστατος ογδοντάρης, ήταν στις αρχές του 2004 ο μεγάλος πρεσβύτερος της κρητικής κοινότητας στη Κούντα. Στην κρητική του γενναιοδωρία, προσωποποιεί κάποιες από αυτές τις αντιφάσεις. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος Μουσουλμάνος  έμπορος από το κρητικό λιμάνι του Ρεθύμνου· η οικογένεια του ήταν μια πιστοί, επιφανείς Οθωμανοί υπήκοοι η μόνη γλώσσα των οποίων ήταν ελληνικά. Έχει το δικό του τρόπο για να το δικαιολογήσει αυτό: η μητρική του γλώσσα δεν είναι ελληνικά αλλά Κρητικά (η κρητική διάλεκτος). Στην εκδοχή της ιστορία που αυτός και η κοινότητα του έχουν καλλιεργήσει, η κατάκτηση της Κρήτης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1669 ήταν «απελευθέρωση» επειδή έφερε ένα πιο καλοήθες καθεστώς, και για τους Μουσουλμάνους και για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, από ότι υπήρχε υπό τους προηγούμενους Ενετούς αφέντες. Όσο για τα κρητικά, λέει πως άρχισαν να χρησιμοποιούνται στους πρώτους Οθωμανικούς χρόνους για πρακτικούς λόγους. Η Κρήτη ήταν ένα μέρος που διοικούνταν από Οθωμανούς Μουσουλμάνους – που μπορεί να ήταν Άραβες, Σλάβοι ή Αλβανοί, όπως και Τούρκοι – που συχνά έπαιρναν Ελληνίδες Χριστιανές γυναίκες. Τα κρητικά έγιναν μια χρήσιμη lingua franca. Οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Κρήτης δεν ήταν Τούρκοι (επειδή η έννοια δεν υπήρχε ακόμη) ή Έλληνες· ήταν Οθωμανοί που μιλούσαν κρητικά.

Καθώς ο Ali Onay εξιστορεί την ιστορία της οικογένειας του, είναι εναλλάξ πειραχτικός, θριαμβευτικός, συναισθηματικός και δακρυσμένος. «Κανένας στην οικογένεια μας δεν έφερε περισσότερα χρήματα από το Ρέθυμνο από εμάς», χαμογελά, περιγράφοντας πως ο πατέρας του γέμισε τα πόδια του μπρούτζινου κρεβατιού με χρυσά νομίσματα, και έβαλε όλα τα στολίδια, κεντητά και αρχεία σε ξύλινα μπαούλα, όμορφα φτιαγμένα από αρωματικό ξύλο κυπαρισσιού. «Θα κρατήσω εκείνα τα μπαούλα για την υπόλοιπη ζωή μου επειδή μου θυμίζουν την Κρήτη», δηλώνει, «ακόμη και αν την μέρα που θα πεθάνω τα παιδιά μου θα φωνάξουν το παλιατζή και θα πουν, έλα να ξεφορτωθείς αυτά τα παλιοπράματα». Οι λέξεις του για την Κρήτη – ένα μείγμα από τρυφερές αναμνήσεις και καυστικά σχόλια για τον ελληνικό εθνικισμό – συμπληρώνονται με ένα οδυνηρό τρόπο από τα περιεχόμενα του σπιτιού του, που καταλαμβάνει τους δύο πάνω ορόφους ενός πέτρινου σπιτιού δίπλα στην κεντρική πλατεία της Κούντα. Όχι μόνο ξύλινα μπαούλα, αλλά ταπετσαρίες, κεντήματα, ένα ξεθωριασμένο μεταξένιο νυχτικό, μερικά προσεχτικά καδραρισμένα έγγραφα, κιτρινισμένες φωτογραφίες ανδρών με ψηλές μαύρες μπότες και παχιά μουστάκια και ένας παλιός χάρτης του νησιού· όλα αυτά τα πράγματα γιορτάζουν και θρηνούν την εμπειρία της ζωής  στη Κρήτη. Ανάμεσα στα πιο πολύτιμα κειμήλια του είναι ογδόντα σελίδες ρομαντικής ποίησης, αντιγραμμένες από μια μητρική προ-προγιαγιά. Είναι σε Οθωμανικό αλφάβητο, βασισμένο στα αραβικά γράμματα, αλλά η γλώσσα είναι ελληνικά.

Ως παιδί, ο Ali Onay, είχε συνείδηση πως οι γονείς του είχαν στενούς φίλους ανάμεσα στους Χριστιανούς Κρητικούς του Ρεθύμνου, αλλά η οικογένεια ήταν επίσης ανήσυχη για τις πολιτικές προθέσεις της χριστιανικής κοινότητας. Ο Ali λέει πως τουλάχιστον μια δεκαετία πριν από την ανταλλαγή, ο επιχειρηματίας πατέρας του είχε δει ξεκάθαρα προς τα που έδειχνε η πυξίδα. Είχε κλείσει τις περισσότερες επιχειρήσεις του και μετέτρεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε μετρητά. «Ο πατέρας μου καταλάβαινε απόλυτα πως δεν υπήρχε ελπίδα για τους Μουσουλμάνους στη Κρήτη υπό ελληνική διακυβέρνηση, και είχε απόλυτο δίκιο».

Ο Ali Onay επιμένει πως το τελειωτικό χτύπημα στην συνύπαρξη Ελλήνων- τούρκων στην περιοχή ήρθε το Μάιο του 1919, όταν ο ελληνικός στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της Σμύρνης και σταδιακά κατέλαβε μεγαλύτερες εκτάσεις της Ανατολίας. Για να στηρίξει το επιχείρημα του, ο ηλικιωμένος άνδρας θυμάται τον τρόμο των γονιών του όταν, ενώ ζούσαν ακόμη στο Ρέθυμνο, άκουσαν ιστορίες για τις θηριωδίες των ελληνικών στρατευμάτων στην Τουρκία. Ένας από τους γείτονες των γονιών τους, ένας Ελληνορθόδοξος κρεοπώλης, είχε ένα γιο που πολεμούσε με το στρατό στο μέτωπο της Ανατολίας. Το παιδί επέστρεψε πληγωμένο, με τρομερές ιστορίες του πως οι άλλοι στρατιώτες χτυπούσαν και ταπείνωναν τις Τουρκάλες γυναίκες. Οι γονείς του αγοριού σοκαρίστηκαν, και το ίδιο και οι γονείς του Ali Onay. Αυτές οι ιστορίες από το πεδίο της μάχης είχαν επιβεβαιώσει το προαίσθημα των γονιών του πως σύντομα θα ήταν αδύνατο για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους να συνυπάρξουν οπουδήποτε στη περιοχή. «Αυτό ήταν στενάχωρο γιατί Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι είχαν ζήσει μαζί αρμονικά για τετρακόσια χρόνια», επιμένει ο Onay. Ακολουθώντας την τυπική τουρκική ορολογία διακρίνει μεταξύ των Ρουμ – τους Οθωμανούς υπηκόους της ελληνορθόδοξης πίστης – και το ελληνικό κράτος, το Γιουνανιστάν. Όταν το Γιουνανιστάν έστειλε το στρατό του να εισβάλει στη Τουρκία (το 1919) δεν ήταν προκαθορισμένο ότι οι ντόπιοι Ρουμ σε μέρη όπως το Αϊβαλί θα βοηθούσαν τον στρατό κατοχής· αλλά το έκαναν, και έτσι έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. «Δυστυχώς οι Ρουμ ξέχασαν την παράδοση της φιλίας Χριστιανών-μουσουλμάνων μετά το 1919. Πριν να έρθει ο ελληνικός στρατός στην Ανατολία, οι Ρουμ δεν ήταν εθνικιστές, ήταν Χριτιανοί που ήταν πιστοί Οθωμανοί. Όταν όμως ο ελληνικός στρατός ήρθε και έκανε τρομερά πράγματα στην μουσουλμανική κοινότητα, και οι Ρουμ συνεργάστηκαν μαζί τους, όλα τελείωσαν. Αν μόνο αυτά τα τρομερά πράγματα δεν είχαν συμβεί, οι Ρουμ θα ζούσαν ακόμη εδώ σήμερα». Αυτή είναι η νοσταλγική απάντηση του Ali Onay στα φαντάσματα του επισκόπου Γρηγορίου και όλων των άλλων ντόπιων Ελλήνων που πέθαναν το 1922.

Είχε δίκιο ο πατέρας του, όταν για να συμπεράνει πως δεν υπήρχε μέλλον για τους Μουσουλμάνους στη κρήτη ή οπουδήποτε στην Ελλάδα;. στη πράξη, ο Ali Onay πιστεύει, πως η οικογένεια του έπρεπε να φύγει ακόμη νωρίτερα· έπρεπε να ακούσουν τις συμβουλές ξαδέρφων που είχαν ήδη αφήσει την Κρήτη για την Ιζμίρ ή για άλλα μέρη της Ανατολίας πολύ πριν την ανταλλαγή. Αλλά για έναν άνθρωπο που επιμένει πως είχε δίκιο να εγκαταλείψει την Κρήτη, παραμένει πολύ δεμένος με εκείνο το μέρος.

Ο Ahmet Yorulmaz, ο πιο επιφανής συγγραφέας της πόλης, δίνει επίσημη έκφραση σε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί η ιδεολογία της Κρητοτουρκικής κοινότητας. Καθισμένος σε ένα καφέ στο λιμάνι, ντυμένος με το μπερέ και το μαντήλι ενός διανοούμενου της Μεσογείου, κρατιέται παθιασμένα στην ιστορία του λιμανιού, και επίσης της πατρογονικής του γης, της Κρήτης. Είναι αναλυτικός, εύγλωττος αλλά και σέβεται την επίσημη τουρκική γραμμή. «Είμαι πασιφιστής, ανθρωπιστής, θέλω οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι από την επιθετικότητα και το μιλιταρισμό», επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, ενώ προσέχει να προσθέσει πως κατά την άποψη του, ο καλύτερος τρόπος για εγγυημένα καλές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι ένας ψηλός και καλά ορισμένος φράχτης, με λίγα λόγια διαχωρισμός. Είναι επιφυλακτικός γύρω από τις πιθανότητες για βαθιά επανένταξη, ή συμφιλίωση, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. «Ακόμη πιστεύουν πως είμαστε βάρβαροι – δεν άκουσες τον Αρχιεπίσκοπο της Αθήνας να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη;». και δεν πιστεύει πως η Τουρκία θα γίνει ποτέ δεκτή στην Ευρώπη. «Απλά δεν μας θέλουν, και κάποια μέρα θα είναι αρκετά τίμιοι για να το παραδεχτούν αυτό. Έτσι η Τουρκία πρέπει απλά να στραφεί στις δυνάμεις της, να εμπορευτεί με όποιον θέλει να εμπορευτεί με δίκαιους όρους, διαφορετικά να βασιστεί απόλυτα στον εαυτό της».

Στο πιο γνωστό του βιβλίο Savaşın Çocukları (Τα Παιδιά του Πολέμου) ο Yorulmaz περιγράφει τη ζωή των Μουσουλμάνων στην Κρήτη πριν την ανταλλαγή. Όπως απαιτείται και από την ιδεολογία και από τη συλλογική μνήμη, η ουσία είναι πως η διακοινοτική βία είχε κάνει τη ζωή τόσο τρομερή που η φυγή σε μια νέα χώρα ήταν μια ελκυστική επιλογή. Ο Yorulmaz όμως, που γεννήθηκε στο Αϊβαλίκ από Κρητικούς γονείς το 1932, επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον ένα μοντέλο ευτυχισμένης συνύπαρξης Χριστιανών-Μουσουλμάνων: ο Μουσουλμάνος ήρωας φροντίζεται από ένα ηλικιωμένο ζυγάρι Χριστιανών, σα να ήταν γιος τους. Αυτό όμως, τρόπος του λέγειν, ήταν η παλιά καλή εποχή. Μόλις το μίσος ρίζωσε και οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών άρχισαν να χειροτερεύουν, ο διαχωρισμός ήταν η μόνη λύση. Ότι άλλο και να σκέφτονται για τους αρχιτέκτονες της ανταλλαγής πληθυσμών – τον Mustafa Kemal Ataturk και τον Ελευθέριο Βενιζέλο – οι Έλληνες και οι Τούρκοι έπρεπε να ευγνωμονούν τους δυο ηγέτες που τους χώρισαν και τους έσωσαν τον ένα από την οργή του άλλου.

«Είναι κατανοητό αν ένας Έλληνας μισεί τον Mustafa Kemal που πέταξε τους Έλληνες έξω από την Ανατολία, ή ένα Τούρκο που μισεί το Βενιζέλο επειδή εισέβαλε στην Ανατολία… αλλά πραγματικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες και στους δυο άντρες επειδή έσωσαν τους Έλληνες από τους Τούρκους, και τους Τούρκους από τους Έλληνες».

Αυτές είναι οι απόψεις του Yorulmaz, του ιδεολόγου· αλλά έχει μια γενετική μνήμη που του μιλά με διαφορετικό τρόπο. Κάποτε προσκλήθηκε στα Χανιά, το κρητικό λιμάνι που ζούσαν οι γονείς του, για να μιλήσει σε ένα συνέδριο που οργανώθηκε από το δήμο. Και καθώς η ομάδα περπατούσε κατά μήκος του λιμανιού, πέρα από τα παλιά ενετικά τείχη, «Άφησα τους άλλους να προχωρήσουν, και έσπασα και έκλαψα, επειδή το μέρος ήταν ακριβώς όπως το φαντάστηκα με τα μάτια του νου μου». Όμως παραμένει ασυγκίνητος για το ελληνικό αίμα που χύθηκε στο Αϊβαλί στο πρόσφατο παρελθόν: «Ήταν δικό τους φταίξιμο, ο ελληνικός στρατός δε έπρεπε να εισβάλλει…».

Αυτό είναι το κεντρικό στήριγμα στην τουρκική εθνικιστική σκέψη, που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τα «τρομερά πράγματα» που υπέφεραν οι Έλληνες της Ανατολίας, ειδικά σε μέρη όπως το Αϊβαλίκ. Επειδή οι Ρουμ είχαν συνεργαστεί με τους εισβολής που ήρθαν από την Αθήνα, είχαν χάσει το συλλογικό τους δικαίωμα να ζουν στην Ανατολία· έπρεπε να είναι ευγνώμονες που οι περισσότεροι κατάφεραν να φύγουν ζωντανοί. Αυτή η σκληρή οπτική είναι καθρέπτης της ελληνικής εθνικιστικής ματιάς που χρησιμοποιούν από παλιά την λέξη «αλύτρωτη» για να αναφερθούν στους εθνικά Έλληνες που ζούσαν έξω από το ελληνικό κράτος αλλά που ίσως κάποτε ενσωματωθούν – σαν το να ζουν υπό την εξουσία του δικού τους έθνους είναι η μόνη ανθρώπινη λύτρωση που αξίζει να έχεις. Όπως βλέπει τα πράγματα ο Yorulmaz, κάθε άλλο από το να «λυτρώσει» τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Ανατολίας, ο εισβολέας ελληνικός στρατός σφράγισε την μοίρα της κοινότητας επειδή εξόργισε τους Τούρκους και τους πείσμωσε για να διώξουν όλους τους Χριστιανούς – στρατιώτες και πολίτες – από τη γη τους. έχει ένα δίκιο, αλλά το αξίωμα αυτό – «Ότι έγινε ήταν φταίξιμο των Ρουμ» – εξυπηρετεί επίσης ένα ψυχολογικό σκοπό· αποτρέπει τους ανθρώπους από το να στοχαστούν τη μοίρα των Ρουμ ως ανθρώπινα όντα.

Μια διαφορετική εκδοχή της Ελληνοτουρκικής ιστορίας λέγεται από την πρώτη ομάδα νεοφερμένων που έφτασαν τον Οκτώβρη του 1923. Ήταν μουσουλμάνοι από τη Μυτιλήνη , φέρνοντας το δικό τους μίγμα αναμνήσεων της ζωής ανάμεσα στους Έλληνες. Πριν το 1912, το νησί τους ήταν ένα πλούσιο προπύργιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποτελούνταν από τρία τέταρτα Έλληνες Χριστιανούς και το υπόλοιπο Μουσουλμάνοι που η πρώτη τους γλώσσα ήταν τα τουρκικά. Ανάμεσα στις επιφανέστερες οικογένειες του νησιού ήταν Οθωμανοί Χριστιανοί που είχαν πλουτίσει υπό τη ν προστασία του σουλτάνου· και εκλεπτυσμένοι Μουσουλμάνοι κτηματίες που τα πήγαιναν αρκετά καλά με τους χριστιανούς γείτονες τους. Εκεί που ο οθωμανικός τρόπος διακυβέρνησης της Κρήτης ήταν συχνά χοντροκομμένος και βίαιος – τσακίζοντας την καλλιτεχνική ζωή που είχε ανθίσει υπό τους Ενετούς – η Μυτιλήνη στους ύστερους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν παράδειγμα πολιτισμού και διαθρησκευτικής συμβίωσης, τουλάχιστον μεταξύ των πλουσίων. Πολλοί από τους φτωχότερους κατοίκους του νησιού – Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι – είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολία στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε αναζήτηση μεγαλύτερων οικονομικών ευκαιριών. Αλλά με τα δεδομένα της περιοχής και της εποχής, η ύστερη οθωμανική Μυτιλήνη ήταν πολιτισμένο μέρος.

Αυτός ο καλά τακτοποιημένος κόσμος διαταράχτηκε μετά την κατάληψη του νησιού από το ελληνικό ναυτικό στη διάρκεια του Βαλκανικού πολέμου του 1912. Πριν οι τακτικές ελληνικές δυνάμεις πάρουν τον έλεγχο της Μυτιλήνης, άτακτοι Έλληνες μαχητές – στα τουρκικά çeteler – επιτράπηκαν σε κάποιες περιοχές και βγήκαν εκτός ελέγχου· σκοτώνοντας, κλέβοντας και εκφοβίζοντας την Μουσουλμανική Τουρκική κοινότητα. Αυτό συμφωνεί με ένα καλά γνωστό μοτίβο στο τρόπο διεξαγωγής πολέμου στα Βαλκάνια και στην Ανατολία που επαναλήφθηκε τόσο πρόσφατα όσο στη Βοσνία και την κροατία της δεκαετίας του 1990: πολιτικοί και στρατιωτικοί έστελναν άτακτους τυχοδιώκτες να «μαλακώσουν» μια περιοχή τρομοκρατώντας ή διώχνοντας το πληθυσμό της – ενώ επίσημα αρνούνταν κάθε ευθύνη για τις «υπερβολές» που αυτές οι υποτιθέμενα ανεξέλεγκτες ομάδες  είχαν διαπράξει. Ευτυχώς η παράδοση συνύπαρξης Χριστιανών-Μουσουλμάνων ήταν καλά θεμελιωμένη, και αυτό έδρασε τουλάχιστον περιστασιακά ως περιοριστικός παράγοντας για τους Έλληνες çeteler.

Ο φύλακας της συλλογικής μνήμης των Μυτιληναίων Τούρκων είναι ο Ferhat Eris, γεννημένος στο νησί το 1911, και από τον Οκτώβριο του 1923 κάτοικος του Αϊβαλίκ. Μεγάλωσε στο εύπορο χωριό του Σκαλοχωρίου κοντά στο βόρειο άκρο του νησιού, όπου ένας μιναρές στέκεται ακόμη ως μνημείο για τους Μουσουλμάνους κατοίκους. Στις αρχές της ένατης δεκαετίας της ζωής του, απαριθμεί ένα ασυνείδητο μίγμα από καλές και κακές αναμνήσεις. Ο φόβος των άτακτων σκίαζε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, θυμάται, αλλά εν μέρει επειδή η συμπεριφορά τους ήταν τόσο απρόβλεπτη και αλλοπρόσαλλη. «Οι Έλληνες çeteler σκότωσαν ένα ζευγάρι στο χωριό μας αλλά σε γενικές γραμμές τους κράτησαν μακριά οι ντόπιοι Έλληνες Χριστιανοί που επέμειναν να προστατεύουν τους γείτονές τους». Ακόμη και με τους ληστές, λέει, ποτέ δεν ήξερες τι θα κάνουν.

«Η μητέρα μου και η αδερφή της τρομοκρατήθηκαν όταν έπεσαν σε μια ομάδα Ελλήνων άτακτων. Έδειξαν το μωρό που κουβαλούσε η μητέρα μου – τον αδερφό μου – και ρώτησαν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Η μητέρα μου ήταν πολύ τρομαγμένη για να πει ψέματα- έτσι είπε την αλήθεια. Αλλά το μόνο που έκανε ο αρχηγός των ληστών ήταν να δώσει στη μητέρα μου μερικά κάστανα και να της πει να τα ανακατέψει με το γάλα της για να γίνει το μωρό δυνατό».

Η οικογένεια του Ferhat Eris ήταν σχετικά εύποροι αγροκτηνοτρόφοι. Όπως πολλοί από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς γείτονες του, ο πατέρας του Ferhat είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου είχε αποταμιεύσει χρήματα και ανέπτυξε τους ορίζοντες του. Επιστρέφοντας στο νησί, επέμενε οι γιοί του να βελτιώσουν τις ικανότητες τους στη γλώσσα πηγαίνοντας σε τουρκικό σχολείο το πρωί και σε ελληνικό το απόγευμα. Οι διακοινοτικές σχέσεις ήταν καλές: «Ζούσαμε σαν αδέρφια με τους Έλληνες, κάναμε δουλειές μαζί και δεν κάναμε ποτέ τίποτα για να κακοκαρδίσουμε ο ένας τον άλλο – τουλάχιστον μέχρι να αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη το 1919». Ακόμη και όταν οι ελληνοτουρκικές εντάσεις άρχισαν να αυξάνουν απότομα, εξαιτίας των γεγονότων στην κοντινή ηπειρωτική χώρα, υπήρχε φιλία που παρέμενε δυνατή πέρα από τη διαίρεση.

Αν συνειδητά ή ασυνείδητα, ο Eris αναμιγνύει τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις του της συνύπαρξης με ιστορίες που δείχνουν το αναπόφευκτο του διαχωρισμού.

«Ένας από τους γείτονες στη Μυτιλήνη, ένας πολύ καλός, χαρούμενος άνθρωπος που τον έλεγαν Ismail Hocaoğlu, μιλούσε με τρυφερότητα για ένα στενό του Έλληνα φίλο· ο ένας ήταν έτοιμος να προστατέψει τον άλλο και να τον βοηθήσει να δραπετεύσει σε περίπτωση που ξεσπούσαν προβλήματα. Μια μέρα όμως, στην παραμονή της ανταλλαγής ο Έλληνας πήρε τον Ismail στο κάστρο της Μυτιλήνης και έδειξε μια ομάδα Ελλήνων μαχητών, οπλισμένων μέχρι τα δόντια. ‘Θα πρέπει να ευχαριστήσεις τους ηγέτες της Τουρκίας που συμφώνησαν στην ανταλλαγή πληθυσμών, επειδή διαφορετικά αυτοί οι αντάρτες θα έρχονταν για εσάς., προειδοποίησε ο Έλληνας το φίλο του»

Ο Ferhat Eris θυμάται ζωηρά το τελευταίο ταξίδι του κατά μήκος του καναλιού στις 15 Οκτωβρίου 1923. «Ο Έλληνας κυβερνήτης του νησιού μας είπε, στους Τούρκους της Μυτιλήνης, πως έπρεπε να μαζέψουμε  τα υπάρχοντα μας και να φύγουμε. Οι Έλληνες στο χωριό μας έκλαιγαν όταν φύγαμε· δουλέυμε καλά μαζί τους, δεν μας έκαναν κακό». Ο πατέρας του Ferhat κατάφερε να πάρει 300 πρόβατα πέρα στο κανάλι· ένας Έλληνας αξιωματικός αρχικά προσπάθησε να εμποδίσει την μεταφορά των ζώων, αλλά ένας Αμερικάνος παρατηρητής επέμβηκε και επέμενε πως κάθε κινητή περιουσιά, που περιλάμβανε οικόσιτα ζώα ακόμη και κατοικίδια, μπορούσε να μεταφερθεί από τους ανταλλαγμένους.

Δυο εβδομάδες ακριβώς μετά από την άφιξη τους, ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία από τους νικητές του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και η οικογένεια του Eris, μαζί με ακόμη 10000 Μουσουλμάνους από τη Μυτιλήνη έγιναν πολίτες αυτού του νέου κράτους. Ο Ferhat απέκτησε τριάντα απογόνους· στο τοίχο του σαλονιού του, καλυμμένο με όμορφα κεντήματα σε ελληνικό ύφος, υπάρχει μια φωτογραφία ενός από τους γιούς του με τη στολή του ως αξιωματικού της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Ο πάτερ φαμίλιας όμως δεν επέστρεψε  στο νησί της γέννησης του για ακόμη εβδομήντα οχτώ χρόνια, αν και παραμένει ορατό από το διαμέρισμα του στο λιμάνι του Αϊβαλίκ. Όταν τελικά πήγε πίσω, μπόρεσε να βρει μερικούς ηλικιωμένους που θυμόνταν ακόμη την οικογένεια του. Αναγνώρισε αμέσως το παλιό του σπίτι, και έπεισε τους ντόπιους για το ότι έλεγε αλήθεια δείχνοντας την αντλία που είχε τοποθετήσει η μητέρα του, για το συνεχές όφελος ολόκληρου του χωριού.

Ακόμη και αν έφεραν μαζί τους κινητά υπάρχοντα, με τη μορφή νομισμάτων, κοσμημάτων ή ζώων, οι Μουσουλμάνοι του Αϊβαλίκ είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να κατρακυλά στη διάρκεια των πρώτων χρόνων τους στην Τουρκία. Ο πατέρας του Ali Onay ξεκίνησε φτιάχνοντας μια επιχείρηση σαπωνοποιίας, και χρησιμοποίησε μια βάρκα για να πουλά το προϊόν του κατά μήκος της ακτής· έπειτα αγόρασε μια απλή πρέσα ελιών. Αλλά για κάποιους από τους Μουσουλμάνους που ήρθαν από τη Κρήτη δίχως καθόλου περιουσία, δεν υπήρχε επιλογή από το να κάνουν ουρά στο συσσίτιο που δημιούργησε ο πατέρας του Ali.

Μέχρι σήμερα, η πολιτική της πόλης του Αϊβαλίκ επηρεάζεται έντονα από τις συγκρουόμενες αναμνήσεις των πραγμάτων που έγιναν στην Ελλάδα αμέσως πριν την ανταλλαγή. Ο Ahmet Tufekci, ο πολιτικός που κυριαρχούσε στην τοπική πολιτική για μεγάλο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, είναι ένας ένθερμος Τούρκος πατριώτης του οποίου τα συναισθήματα επηρεάζονται από κάποιες σκληρές οικογενειακές εμπειρίες. Λίγο πριν την ανταλλαγή, το χωριό του στη Μυτιλήνη γνώρισε μια από τις χειρότερες καταστροφές στο νησί από Έλληνες άτακτους. Κάπου είκοσι Μουσουλμάνοι συγκεντρώθηκαν σε ένα καφενείο και εκτελέστηκαν. Ο πατέρας του Ahmet Tufekci τραυματίστηκε άσχημα αλλά ήταν αρκετά τυχερός για να επιβιώσει.

Αυτές οι σκοτεινές αναμνήσεις μοιάζουν να διαμορφώνουν την ματιά των ντόπιων πολιτικών. Όταν ήταν δήμαρχος αντιστάθηκε στις προτάσεις για αναστήλωση των χριστιανικών εκκλησιών του Αϊβαλίκ, πολλές τις οποίες είναι αχρησιμοποίητες και σε κίνδυνο κατάρρευσης – αν και υπάρχουν ομάδες συντήρησης και Τούρκοι επιχειρηματίες που με χαρά θα χρηματοδοτούσαν μια τέτοια προσπάθεια. Ο Tufekci, παλιομοδίτης λαϊκιστής, επέμενε πως, ακόμη και τώρα, «η ατμόσφαιρα δεν είναι κατάλληλη» για την αναστήλωση των χριστιανικών εκκλησιών – και πως σε κάθε περίπτωση, η πόλη έχει πιο επιτακτικές οικοδομικές ανάγκες όπως σχολεία και κλινικές. Ένας από τους αντιπάλους του στην δημοτική πολιτική σκηνή είναι ένας γλυκομίλητος και ευγενικός αρχιτέκτονας, ο Mujdat Soylu, που επίσης η οικογένεια του ήρθε από τη Μυτιλήνη σε κάπως καλύτερες συνθήκες. Ο Soylu προσπάθησε να αμβλύνει το ζήτημα λέγοντας πως οι εκκλησίες, αναστηλωμένες ως μουσεία, θα ήταν σημαντικές τουριστικές ατραξιόν και πηγή εισοδήματος. Στο τέλος όμως, το ζήτημα δεν μπορεί να απεμπλακεί από την πολιτική ή την ιστορία. Οι αναστηλωμένες εκκλησίες θα θύμιζαν σε κάθε επισκέπτη, και σε κάθε κάτοικο, τα πολλαπλά επίπεδα πόνου που κρύβονται κάτω από την πρόσοψη. Όχι μόνο ο πόνος των Μουσουλμάνων που ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους στην Ελλάδα, αλλά και το πόνο των Χριστιανών που έχτισαν αυτό το λιμάνι αλλά που πλέον δεν έχουν θέση εδώ. Η θλιμμένη διαπίστωση του Soylu είναι πως ογδόντα χρόνια μετά, «είναι ακόμη νωρίς για τους ανθρώπους να θυμηθούν τι έγινε».

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου