Μέρος ΄Β
Είδαμε ότι ο Μεταξάς ήταν υπέρ της δημοτικής και το ΚΚΕ ήταν ήξεις-αφίξεις. Δεν ισχυριζόμαστε, ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη και σαφής τάση εντός των ιδεολογικών μηχανισμών προς μια μορφή γλώσσας αλλά αυτό δεν ήταν απόλυτα δομημένο. Με αφορμή τη γλωσσική διαμάχη, η ιδεολογική φόρτιση ενίσχυε την εξουσία του ελέγχου και οι πολιτικές καταστολής τροφοδοτούσαν άπαντες με νέα μέλη και νέες δυνάμεις. Επειδή μερικοί κομμουνιστές, όπως ο Γληνός, τάσσονταν με σθένος και αποφασιστικότητα υπέρ της δημοτικής και η ταυτόχρονη εχθρική γενίκευση που εκτόξευαν οι αντίπαλοι τους περί σύνδεσης μπολσεβικισμού και δημοτικής, που αλλοτριώνει το έθνος, πολλοί πιστεύουν ότι το ΚΚΕ τασσόταν αναφανδόν υπέρ της δημοτικής. Πολιτική έκανε και τίποτα παραπάνω. Μερικοί επικαλούνται ότι στις περιοχές του ΕΑΜ, κατά τον Β΄ ΠΠ, ως γραπτή γλώσσα υιοθετήθηκε η κοινή δημοτική με απλοποιημένο τονικό σύστημα. Να θυμίσουμε, ότι ήδη τη «βρώμικη» δουλειά την είχε κάνει ο δικτάτορας Μεταξάς, λίγα χρόνια πριν…
Αναμφισβήτητα, οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν τους πόλους της γλωσσικής διαμάχης κατά τον 20ό αιώνα διέφεραν από τις αντίστοιχες του 18ου και του 19ου αιώνα, διότι οι δημοτικιστές, εσωτερικά διαφοροποιημένοι, αποτελούσαν ένα σύνολο που κινούταν, κυρίως, εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας αποτέλεσαν ένα σύνολο που υποστηρίχθηκε από κρατικούς φορείς εξουσίας (κυβέρνηση, πανεπιστήμιο, εκκλησία). «Αποτέλεσμα τούτου ήταν η βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας». (Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Το γλωσσικό Ζήτημα).
Μεταπολεμικά, το 1949 η Ακαδημία Αθηνών δεν προκηρύσσει την Έδρα Γλωσσολογίας για να αποφευχθεί ο «κίνδυνος» να εκλεγεί σε αυτή ο Μ. Τριανταφυλλίδης. Αυτό μας θυμίζει μια ακόμη σύγκρουση που εξελίχθηκε, πρόσφατα, το 2021 μεταξύ του Γ. Μπαμπινιώτη και του Χ. Χαραλαμπάκη με αφορμή την έκδοση του Χρηστικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας από την Ακαδημία Αθηνών. Ουσιαστικά αποτελεί την επίθεση του Γ. Μπαμπινιώτη απέναντι στον καθηγητή Γλωσσολογίας Χ. Χαραλαμπάκη με πολλά εμπαθή και αμετροεπή στοιχεία. Ο Μπαμπινιώτης, ο «εθνικός» γλωσσολόγος, με τις πάμπολλες θεσμικές ιδιότητες, ουσιαστικά συνεχίζει την μακρόχρονη ιστορία των «συντηρητικών» και «κανιβαλικών» προκατόχων του, όπως παραθέτει με αναλυτικά παραδείγματα ο G. Hering (ό.π. σελ. 132-139).
Η εξουσία και η αυθεντία, λοιπόν, έρχεται στη γλώσσα από τα έξω. Ο Pierre Bourdieu, σημειώνει σχετικά: «η γλωσσική ανταλλαγή, σχέση επικοινωνίας ανάμεσα σε έναν πομπό και σε έναν δέκτη βασισμένη στην κρυπτογράφηση και την αποκρυπτογράφηση είναι µία οικονομική ανταλλαγή», όπου η εξουσία, με όρους γλωσσικού κεφαλαίου, δρα πάνω στους μηχανισμούς διαμόρφωσης των γλωσσικών τιμών και θέτει σε εφαρμογή, προς όφελός της, νόμους διαμόρφωσης των τιμών για να αποσπά την ιδιαίτερη υπεραξία. Στη σύγχρονη εποχή οι κυριότερες μορφές γλωσσικής αλλοτρίωσης είναι η γλώσσα των μμε και των κοινωνικών δικτύων, της πολιτικής και της διαφήμισης. Γι’ αυτό, ο Χ. Χαραλαμπάκης σημειώνει σχετικά: «το σημαντικότερο ίσως πεδίο ανάπτυξης της κριτικής σκέψης είναι η γνώση των µηχανισμών λειτουργίας της γλώσσας και των αλλοτριωτικών μηχανισμών που την υπονομεύουν, και ιδιαίτερα η εκμάθηση των τρόπων και μέσων απενεργοποίησής τους, ούτως ώστε το άτομο να µη γίνεται βορά των συνεπειών της καταναλωτικής µανίας, της πολιτικής και εμπορικής διαφήμισης, της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας. Θα ήταν ευχής έργο αν μπορούσε ο κάθε πολίτης να εντοπίζει και να καταδικάζει τις γλωσσικές απάτες, τις κενολογίες και τις μωρολογίες της πληθωριστικής γλώσσας που έχει κατακλύσει τις σύγχρονες κοινωνίες».
Η γλώσσα της πολιτικής είναι σαφώς η γλώσσα της εξαπάτησης. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού αποκρύπτει την ουσία του δεύτερου, οι πολιτικοί λένε: «Πρέπει όλοι να κάνουμε θυσίες» και εννοούν: «Πρέπει όλοι να κάνετε θυσίες». Παράλληλα, δίνουν έμφαση στην ταυτότητα, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η γλώσσα. Η ταυτότητα προϋποθέτει ότι υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διαφορές. Ο ταυτοτικός λόγος είναι ένας λόγος που διαχωρίζει και αποτελεί μια απαραίτητη πρακτική για την κάθε εξουσία. Επιπλέον, όποιος είναι σε θέση να επηρεάζει τη γλώσσα των µελών μιας γλωσσικής κοινότητας, και το χειρότερο να τη «χειραγωγεί», αλλάζει τον τρόπο σκέψης τους, τους αλλοτριώνει. «Μέσω της γλώσσας παραποιείται η εικόνα του κόσμου, διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, διαμορφώνονται στάσεις και συμπεριφορές, επανενισχύονται ήδη υπάρχουσες προκαταλήψεις. Οι λέξεις δηλώνουν και συνυποδηλώνουν. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, συμπαρασύρονται από την ορμητική τους δύναμη και δεν κρίνουν µε νηφαλιότητα τις συνυποδηλώσεις, τις οποίες ταυτίζουν µε τις σημασίες. Το καθαρίζω σημαίνει ‘‘απαλλάσσω από τη βρομιά’’· επομένως, όταν ακούει κανείς «ότι «καθάρισαν το κέντρο της Αθήνας από τους λαθρομετανάστες», αποδέχεται σιωπηλά την αξιολόγηση του ομιλητή και δεν θέτει σε αμφισβήτηση τις υποκειμενικές του απόψεις. Η έκφραση επιχείρηση σκούπα παραπέμπει στα σκουπίδια, ο συνειρμός επομένως ‘‘άνθρωποι βρόμικοι, άχρηστοι, δεύτερης κατηγορίας’’ είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Η μεταφορική αυτή εικόνα απαξιώνει πλήρως τον άνθρωπο». (Χ. Χαραλαμπάκης, Η εξουσία της γλώσσας και η γλώσσα της εξουσίας, περιοδικό Γλωσσολογία).
Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν άπειρα στον καθημερινό λόγο και αποτελούν εκφράσεις και τσιτάτα που λέγονται και ακούγονται με μεγάλη συχνότητα. Ο μισαναπηρικός λόγος πολλές φορές εμφανίζεται με το «γλυκανάλατο» μανδύα του φιλανθρωπισμού, ενισχύοντας το ρατσισμό απέναντι σε αυτά τα άτομα. Αντί για την ορθή χρήση του όρου «Άτομα με αναπηρίες» γίνεται επίκληση τού «με ειδικές ανάγκες» ή του τραγικότερου «άτομα με ειδικές δεξιότητες»! Ένας λόγος αντιανθρώπινος που, ουσιαστικά, έχει διαφύγει ή υποτιμηθεί της προσοχής εκείνων που ενδιαφέρονται για την ορθότερη, και χωρίς διακρίσεις, χρήση της γλώσσας. Καθημερινά ακούμε διαφήμιση της Τράπεζας Πειραιώς για τα αρσενικά άρθρα…Τα άτομα με αναπηρίες αυτοαποκαλούνται έτσι διότι, είτε εκ γενετής είτε επίκτητα, η αναπηρία είναι κομμάτι της ζωής τους και της πραγματικότητας τους. Υποτιμητική χρήση εκφράσεων, όπως: «είσαι αυτιστικός/ψυχοπαθής/παραπληγικό» κ.ά. συναντώνται στη καθημερινή εκφορά της γλώσσας. Έχει μεγάλη σημασία να αναφέρουμε ότι εντός της αναπηρικής κοινότητας έγκειται στην προσωπική προτίμηση του εκάστοτε ανθρώπου αν θα χαρακτηριστεί ως «άτομο με αναπηρία/παραπληγία/στο φάσμα του αυτισμού» ως μια ανθρωποκεντρική χρήση της γλώσσας ή αν θα προβάλλει πρώτα την ιδιότητά του ως «ανάπηρο/παραπληγικό/τυφλό άτομο».
Επίσης, ο όρος μογγολισμός, επιστημονικά και ηθικά απαράδεκτος, αφού συνδέει τη μογγολική φυλή µε τη χαμηλή νοημοσύνη, αντικαταστάθηκε μόλις το 1961 από τον όρο «σύνδρομο Ντάουν». Αντίστοιχα εκφράσεις της μορφής: «Αυτά δεν γίνονται ούτε στην Ουγκάντα» είναι τουλάχιστον προσβλητικοί, όπως και οι σεξιστικοί όροι «γεροντοκόρη» ή «ζωντοχήρα». Σίγουρα αποτελεί υποκρισία εάν θεωρήσουμε ότι, μέσω της μετονομασίας και στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας, θα απαλειφθούν μονομιάς οι αρνητικές συνδηλώσεις και συνειρµοί. Πρώτον διότι αυτή η προσπάθεια είναι συνεχής και αδιάκοπη και, το κυριότερο, διότι η εξουσιαστική γλώσσα και η γλώσσα των διακρίσεων παύει να υπάρχει, ουσιαστικά, με την κατάργηση της πηγής που την παράγει. Δηλαδή της κάθε μορφής εξουσίας.
Όμως, η σχέση φύλου και γλώσσας είναι ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τη φεμινιστική γλωσσολογία ήδη από τη δεκαετία του ’70. Ο τρόπος με τον οποίο η πληροφορία του φύλου κωδικοποιείται στη γλώσσα, καθώς και οι πρακτικές των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα με την ταυτόχρονη κατασκευή του κυρίαρχου έμφυλου, αποτέλεσαν θέματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι γλωσσολόγοι. Η σχέση γλώσσας και φύλου τίθεται ως γλωσσολογικό ζήτημα στο πλαίσιο τόσο της φεμινιστικής γλωσσολογίας όσο και στο πλαίσιο των φεμινιστικών θεωριών της αποδόμησης. Οι δυο αυτές προσεγγίσεις έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους πέρα από τα κοινά στοιχεία και παραδοχές. H φεμινιστική γλωσσολογία, που καθορίστηκε από την εξωτερική δυναμική του γυναικείου κινήματος τη δεκαετία του 1970 και αποκάλυψε τον γλωσσικό σεξισμό, αντιλαμβάνεται το φύλο ως μια κατηγορία η οποία αντανακλάται στη γλώσσα. Την ίδια στιγμή, η συγκρότηση του φύλου μέσω της γλώσσας συνδέεται στενά ως θέση με τις φεμινιστικές θεωρίες της αποδόμησης, οι οποίες, ορμώμενες από τη θεώρηση της γλώσσας ως μέσου σύστασης του κοινωνικού πεδίου, ορίζουν το φύλο ως γλωσσική κατασκευή. Οι θεωρίες της αποδόμησης εμφανίζουν κυρίως τρεις προσεγγίσεις. Η Luce Irigaray υποστηρίζει ότι «το αρσενικό γραμματικό γένος είναι κυρίαρχο στη σύνταξη, γεγονός που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η υποκειμενικότητα στον λόγο». Η δεύτερη προσέγγιση από τη Monique Wittig υποστηρίζει ότι το βιολογικό φύλο αποτελεί μια πολιτική κατηγορία που νομιμοποιεί την ανδρική κυριαρχία και τη γυναικεία υποτέλεια μέσω της αναγωγής τους σε μια φυσική τάξη πραγμάτων.
Στη βάση αυτής της κατηγορίας θεμελιώνεται ο θεσμός της αναγκαστικής ετεροφυλοφιλίας και παράγεται ένα πλέγμα «κατάλληλων» και «ακατάλληλων» ταυτοτήτων όπου το «ανθρώπινο» ταυτίζεται με τον άνδρα και το «άλλο», το μη ανθρώπινο ή το «απεχθές» με τη γυναίκα. Θεωρεί τη γλώσσα κομμάτι του κοινωνικού εποικοδομήματος και τις λέξεις υλικά σημεία που συγκροτούν το υποκείμενο και αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Η Wittig προτείνει την εξάλειψη του γραμματικού γένους και τη συνολική τροποποίηση της γλώσσας σε γραμματικό και λεξιλογικό επίπεδο. Η τρίτη προσέγγιση αναπτύσσεται από την Judith Butler η οποία αναλύει τα συστατικά χαρακτηριστικά της κατηγορίας του φύλου στο πλαίσιο της κατασκευής μιας πολιτικής γενεαλογίας. Σύμφωνα με την Butler, η διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου, ή αλλιώς φυσικού και πολιτισμικού, είναι τεχνητή και λειτουργεί ως εργαλείο για τη θεμελίωση και τον καθορισμό των κοινωνικών σχέσεων. Συμφωνώντας με τη Wittig, θεωρεί τη γλώσσα πεδίο συγκρότησης και φυσικοποίησης των κατηγοριών του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και υποστηρίζει ότι η επαναλαμβανόμενη πρακτική της ονομασίας της βιολογικής διαφοράς είναι αυτή που παράγει τελικά το ίδιο το φαινόμενο της φυσικής διαφοράς. Τα γλωσσικά σημεία, δεν αναπαριστούν απλώς τα σώματα αλλά τα παράγουν.
Οι τρεις αυτές προσεγγίσεις εμφανίζουν τεράστιο ενδιαφέρον διότι ουσιαστικά θέτουν σημαντικότατα ερωτήματα και από οντολογικής άποψης. Οι φεμινίστριες φιλόσοφοι της αποδόμησης επεξεργάζονται τη σχέση γλώσσας και φύλου, εστιάζοντας κυρίως στη λειτουργία του γραμματικού γένους. Η Αγγελική Αλβανούδη, καθηγήτρια στο τομέα Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, σημειώνει θέτοντας τους προβληματισμούς της από γλωσσολογική και φεμινιστική σκοπιά: «Μπορεί η προσέγγιση του γραμματικού γένους στο πλαίσιο των φεμινιστικών θεωριών της αποδόμησης να θεωρηθεί συμβατή με την προσέγγιση του γραμματικού γένους στο πλαίσιο της φεμινιστικής γλωσσολογίας; Από τη μια πλευρά, οι φεμινίστριες φιλόσοφοι της αποδόμησης θεωρούν το γραμματικό γένος μέσο κατασκευής των θέσεων του υποκειμένου στην πατριαρχική συμβολική τάξη και παραγωγής ιεραρχικών διπολικών κατηγοριοποιήσεων (αρσενικό/άντρας vs θηλυκό/γυναίκα), θέση που είναι συμβατή με τη φεμινιστική γλωσσολογία, η οποία ανέδειξε την πολιτικοκοινωνική διάσταση του γραμματικού γένους και απέδειξε ότι το γραμματικό γένος που γενικά ορίζεται ως μια αυθαίρετη μορφολογική κατηγορία στην περίπτωση των ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο αποτελεί μια σημασιολογικά αιτιολογημένη κατηγορία η οποία παράγει ιεραρχικές αναπαραστάσεις του φύλου και σημαδεύει τις γυναίκες ως κατώτερες. Από την άλλη πλευρά, οι φεμινίστριες φιλόσοφοι της αποδόμησης αναλύουν το γραμματικό γένος με τρόπο που αποδεικνύεται αυθαίρετος και ανεπαρκής όταν εξετάζεται από γλωσσολογική σκοπιά. Συγκεκριμένα, οι αναφορές τους στο γραμματικό γένος είναι, καταρχήν, αποσπασματικές και δεν βασίζονται στη συστηματική επεξεργασία γλωσσικών δεδομένων αλλά σε τυχαία επιλογή μεμονωμένων γλωσσικών στοιχείων. Για παράδειγμα, η άποψη της Irigaray περί κυριαρχίας του αρσενικού γραμματικού γένους στη σύνταξη, κατηγοριοποίησης των έμψυχων όντων ως αρσενικών και των άψυχων ως θηλυκών και σημασιακής υποτίμησης των θηλυκών επαγγελματικών, καθώς και η πρόταση της Wittig για διάκριση γενικού/αρσενικού και θηλυκού γένους στερούνται επαρκούς γλωσσικής τεκμηρίωσης. Παρόμοιες απόψεις για την ψευδογενετική χρήση του αρσενικού και τις σημασιολογικές ασυμμετρίες λέξεων με αρσενικό και θηλυκό (γραμματικό) γένος διατυπώνονται στο πλαίσιο της φεμινιστικής γλωσσολογίας ως αποτελέσματα διεξοδικών ερευνών ήδη από τη δεκαετία του 1970. Είναι πιθανό οι Irigaray και Wittig να αντλούν στοιχεία από τη σχετική γλωσσολογική συζήτηση την οποία προϋποθέτουν σιωπηρά. Δεύτερον, οι αναφορές τους στο γραμματικό γένος βασίζονται σε αυθαίρετες γενικεύσεις. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός της Irigaray περί σημαδέματος των θετικών εννοιών από το αρσενικό γραμματικό γένος και των αρνητικών από το θηλυκό ή περί θετικής αξιολόγησης των λέξεων με αρσενικό γραμματικό γένος αντανακλά προσωπικές απόψεις και στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ενδιαφέρουσα υπόθεση για περαιτέρω έρευνα παρά ως τεκμηριωμένο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, η άποψη ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το αεροπλάνο αξιολογούνται πιο θετικάσε σχέση με τη γραφομηχανή και το αυτοκίνητο επειδή συνδέονται με έναν πιο πολυτελή τρόπο ζωής αφορά τα πρότυπα που ισχύουν στη γαλλική ή γενικά στην ανεπτυγμένη δυτική κοινωνία και όχι σε κάθε κοινωνία. Επίσης, αν δεχτούμε τον συλλογισμό της Irigaray ότι η λέξη ήλιος σημαδεύεται στη γαλλική γλώσσα από το αρσενικό γραμματικό γένος επειδή δηλώνει μια θετική έννοια, και ότι αυτό αντανακλά την συμβολική τάξη της πατριαρχίας, τότε ποιο επιχείρημα θα αντιτάσσαμε για την περίπτωση της ίδιας λέξης που στη γερμανική γλώσσα σημαδεύεται από το θηλυκό γραμματικό γένος (die Sonne); Ακόμη, η άποψη της Irigaray ότι η γη εκλαμβάνεται ως ανδρική ιδιοκτησία παρά το ότι σημαδεύεται από το θηλυκό γραμματικό γένος συνιστά αυθαίρετη εφαρμογή ενός μεταφορικού σχήματος στα γλωσσικά δεδομένα ερήμην αυτών. Τρίτον, η συζήτηση γύρω από το γραμματικό γένος διέπεται από ‘‘σκοτεινά’’ σημεία τα οποία χρήζουν περαιτέρω αποσαφήνισης. Για παράδειγμα, η άποψη της Irigaray ότι τα φυσικά φαινόμενα και η έννοια της αναγκαιότητας έχουν έμφυλο χαρακτήρα, επειδή το ουδέτερο ή απρόσωπο εκφράζεται με την ίδια αντωνυμία ή έκφραση όπως και το αρσενικό, ή η άποψη της Wittig ότι το γραμματικό γένος αποτελεί αρχέγονη οντολογική έννοια αποτελούν αυθαίρετες εικασίες και αφήνουν μετέωρα ερωτηματικά στον βαθμό που παραμένουν ασύνδετες με τα γλωσσικά δεδομένα αλλά και με την ίδια τη γλωσσολογική θεωρία, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπαινίσσονται διαδικασίες οντογένεσης της γλώσσας. Τέταρτον, οι φεμινίστριες φιλόσοφοι της αποδόμησης μέσα από την πρακτική τους (αποκλειστική ενασχόληση με το γραμματικό γένος, άποψη της Wittig για το γραμματικό γένος ως το μοναδικό λεξικό σύμβολο που αναφέρεται σε μια καταπιεσμένη ομάδα) ανάγουν το γραμματικό γένος σε κύριο και μοναδικό μηχανισμό αναπαραγωγής του σεξισμού. Έτσι, καταλήγουν σε μια σειρά από γλωσσολογικά ‘‘ατοπήματα’’, για παράδειγμα (α) αγνοούν την ποικιλία των γλωσσικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του φύλου και την αναπαραγωγή της ανδρικής κυριαρχίας, τα οποία δεν περιορίζονται μόνο στο γραμματικό γένος και στη μορφολογία, αλλά αφορούν το σύνολο του γλωσσικού συστήματος (φωνολογία, σύνταξη, σημασιολογία) και τη χρήση του (πραγματολογία)· (β) παράγουν διαγλωσσικές γενικεύσεις σχετικά με τη λειτουργία του γραμματικού γένους και παραβλέπουν το γεγονός ότι το γραμματικό γένος δεν αποτελεί καθολική κατηγορία, καθώς δεν εμφανίζεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και δεν πραγματώνεται με τον ίδιο τρόπο στις γλώσσες όπου εμφανίζεται. Με τον τρόπο αυτό καθιστούν τη γαλλική γλώσσα παραδειγματικό κανόνα και τείνουν να οδηγηθούν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι οι γλώσσες χωρίς γραμματικό γένος (π.χ. η τουρκική, η φιλανδική ή η ιαπωνική) αναπαράγουν τον σεξισμό λιγότερο ή και καθόλου. Ένα τέτοιο συμπέρασμα βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τις γλωσσολογικές έρευνες οι οποίες έχουν αποδείξει ότι το φύλο, ακόμη και όταν δεν γραμματικοποιείται, μεταδίδεται στην επικοινωνία μέσα από το ρητό και υπόρρητο σημάδεμα των γλωσσικών εκφράσεων ως προς το φύλο.
Τέλος, η άποψη της Wittig περί εξάλειψης του γραμματικού γένους και συνολικής τροποποίησης της γλώσσας αποτελεί μια ρυθμιστική θέση που αντιτίθεται στον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της γλώσσας αλλά και έρχεται σε αντίφαση με την δική της θέση περί συγκρότησης του καθολικού υποκειμένου μέσω της γλώσσας. Αν το ομιλούν άτομο συγκροτείται σε καθολικό υποκείμενο μέσω της εισαγωγής του στη γλώσσα, τότε γιατί είναι αναγκαία η ολοκληρωτική εξάλειψη του γραμματικού γένους; Σε αντίθεση με την πρόταση της Irigaray για υπονόμευση της συμβολικής τάξης της πατριαρχίας που δεν γειώνεται σε συγκεκριμένες γλωσσικές πρακτικές, οι πειραματισμοί που επιχειρεί η Wittig, όπως για παράδειγμα η χρήση απρόσωπων εκφράσεων ή η γενετική χρήση του θηλυκού γραμματικού γένους, καθώς και η πρόταση της Butler για την ανασημασιοδότηση των λέξεων συγγενεύουν περισσότερο με τις προτάσεις που επεξεργάστηκαν οι φεμινίστριες γλωσσολόγοι και μας φέρνουν πιο κοντά στη φεμινιστική γλωσσολογική συζήτηση για τη γλωσσική μεταρρύθμιση, χωρίς ωστόσο να αντανακλούν το εύρος και τη συνθετότητα αυτής της συζήτησης. Ο λόγος για την ανεπάρκεια αυτή οφείλεται στην αδυναμία των φεμινιστικών θεωριών της αποδόμησης να προσλάβουν τη διαλεκτική σχέση γλώσσας και κοινωνίας, η οποία καθόρισε σημαντικά τη φεμινιστική γλωσσολογική συζήτηση. Οι φεμινιστικές θεωρίες της αποδόμησης, ενοχοποιώντας τη γλώσσα και όχι το φύλο, καταλήγουν σε ένα είδος γλωσσοκεντρισμού ή γλωσσικού ντετερμινισμού ο οποίος ανάγει τη γλώσσα σε παντοδύναμο δράστη και αποκρύπτει την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνία». Και καταλήγει η Α. Αλβανούδη στη μελέτη της, για τη συμβολή των φεμινιστικών θεωριών αποδόμησης: «παρέχουν μια ενδιαφέρουσα θεώρηση της γλώσσας ως του “βασικού πολιτικού μύθου της κοινωνίας”, που κατασκευάζει τη θέση του υποκειμένου στη συμβολική τάξη μέσω κατηγοριοποιήσεων (αρσενικό/θηλυκό, άντρας/γυναίκα) και αναπαράγει την οικονομία της αναγκαστικής ετεροφυλοφιλίας.(…) Αυτή η αντίληψη για το γραμματικό γένος, αν και αποτελεί υπόθεση και όχι αποτέλεσμα έρευνας, σε συνδυασμό με τη θέση της φεμινιστικής γλωσσολογίας για το γραμματικό γένος τροφοδοτεί μια σειρά ερωτημάτων σε σχέση με τη γνωσιακή διάσταση αυτής της μορφολογικής κατηγορίας. Το γραμματικό γένος επηρεάζει την πρόσληψη του έμψυχου και άψυχου κόσμου; Ποιο είναι το γνωσιακό βάθος και ποια η ψυχολογική πραγματικότητα, η γνωσιακή και συναισθηματική αναπαράσταση αυτής της μορφολογικής κατηγορίας; Αποτελέσματα από έρευνες που κινούνται στον χώρο της ψυχογλωσσολογίας, της απόκτησης της γλώσσας και της γλωσσικής σχετικότητας φαίνεται να επιβεβαιώνουν την υπόθεση περί γνωσιακής διάστασης του γραμματικού γένους. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, το γραμματικό γένος αποτελεί φορέα αρσενικών και θηλυκών συνδηλώσεων και επιδρά σε μια σειρά νοητικών εργασιών που αφορούν τη μνήμη, την περιγραφή και την αξιολόγηση εικόνων καθώς και την πρόσληψη άψυχων αντικειμένων». (Α. Αλβανούδη, Η Σχέση Γλώσσας και Φύλου στις Φεμινιστικές Θεωρίες της Αποδόμησης: Η Περίπτωση του Γραμματικού Γένους).
Επιλέξαμε να παραθέσουμε σημαντικό μέρος της εργασίας της Α. Αλβανούδη, που αναφέρεται στη κριτική και στα ερωτήματα που τίθενται απέναντι στη χρήση του γραμματικού γένους, για την πληρέστερη και εννοιολογικά συγκροτημένη δομή της σκέψης της. Σίγουρα, το ζήτημα της χρήσης της γλώσσας συνολικά, και η περίπτωση του γένους ειδικά, εντάσσονται στη διαρκή έρευνα και αναζήτηση της ορθότερης χρήσης της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Σε αυτή την αναζήτηση και κριτική σκέψη δεν υπάρχει χώρος για θέσφατα, αφού όπως διαπιστώσαμε και παραπάνω οι αδυναμίες και οι ανεπάρκειες είναι σημαντικές. Και κυρίως, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε αναρχικές ομάδες και συλλογικότητες, όπου ο αγώνας ενάντια σε κάθε διάκριση και σε κάθε αδικία είναι αταλάντευτος, σταθερός και ξεκάθαρος εδώ και αιώνες.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.259, Μάιος 2025
από: https://anarchypress.wordpress.com