Μέρος ‘Α
Η Γλώσσα, προφορική ή γραπτή, αποτελεί μια θεμελιώδη πτυχή στην ανθρώπινη ιστορία και πορεία. Αποτελεί ένα σύστημα ήχων και συμβόλων, όπου επιτελούνται οι λειτουργίες της επικοινωνίας, της καταγραφής, της έκφρασης συναισθημάτων, των σκέψεων μας και τόσα άλλα. Η Γλώσσα, στη προφορική της μορφή, είναι το λεκτικό σύστημα επικοινωνίας των ανθρώπων, ένας κώδικας μηνυμάτων, ο τελειότερος από όλους τους κώδικες συμβόλων και μηνυμάτων. Αυτή η τελειότητα έχει ζωντάνια χιλιάδων χρόνων που διαρκώς εξελίσσεται, ανανεώνεται αλλά ταυτόχρονα μπορεί να φθίνει και να σβήνει. Από τις επτά χιλιάδες, περίπου, γλώσσες που μιλιούνται διεθνώς, κάθε χρόνο «χάνονται» πολλές, με ορισμένους γλωσσολόγους να εκτιμούν ότι οι μισές γλώσσες θα χαθούν τα επόμενα 20-30 χρόνια. Η γλώσσα, λοιπόν, είναι μια μορφή επικοινωνίας που διακρίνεται από κάθε άλλη μορφή, χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η περίπλοκη δομή, η δημιουργικότητα αλλά και οι κανόνες της. Αποτελεί προϊόν της ομαδικής κοινωνικής ζωής των ανθρώπων από τις μικρές κοινότητες της υπαίθρου, για να καταλήξει να είναι σε πολλές περιπτώσεις θεσμοθετημένη από την κρατική εξουσία ως επίσημη και μοναδική. Το ζήτημα της γλωσσικής επικοινωνίας, τόσο σημαντικό για τον άνθρωπο, δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί για το κράτος βασικό στοιχείο ελέγχου.
Η γλωσσική διάσταση της εξουσίας συντελείται κυρίως µέσω του εξαναγκασμού ή της συναίνεσης υποτελών ομάδων, σύμφωνα µε τις επιταγές των κοινωνικά κυρίαρχων, όταν στα πλαίσια της εθνικής ομογενοποίησης πληθυσμών, γλώσσες «απαγορεύονται» ή σιωπηρά αποσύρονται από την λεκτική επικοινωνία των ανθρώπων. Κάπως έτσι και το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τις γλώσσες που μιλιούνταν από πολυπληθείς ομάδες, όπως τα κουτσοβλάχικα, τα σλάβικα, τα αρβανίτικα, τα τούρκικα κ.ά. Έτσι, οι αλλοτριωτικοί μηχανισμοί της γλώσσας την καθιστούν όργανο με το οποίο αναπαράγεται η εθνική ιδεολογία και κατανέμεται η ισχύς εντός της κοινωνίας. Και αυτό πραγματοποιείται από όλα τα κόμματα και όλες τις εξουσιαστικές ιδεολογίες εντός του έθνους-Κράτους. Είναι σαφής επιδίωξη του ελληνικού εθνικισμού η μέγιστη εθνική ομογενοποίηση, σύμφωνα με την οποία το Κράτος θα δομείται από μία γλώσσα, μία θρησκεία, μία εθνότητα, όπου η εθνική γλώσσα χρησιμεύει ως σύμβολο κατασκευής ενός εθνικού κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, οι οπαδοί της καθαρεύουσας και της δημοτικής, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, τροφοδοτούν τον ίδιο εθνικό ομογενοποιητικό λόγο. Η διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, ουσιαστικά ήταν μια σύγκρουση ενδοεξουσιαστικών τάσεων οι οποίες είχαν την ανάγκη να αναπτυχθεί μια γραπτή γλώσσα ως η ιδανική εθνική. Αφενός, οι αρχαϊστές υποστήριζαν τη μίμηση των αρχαίων γλωσσικών προτύπων, ως τον βέλτιστο τρόπο για την κατάδειξη της σχέσης των συγχρόνων με τους αρχαίους Έλληνες. Από την άλλη, οι οπαδοί της δημοτικής, θεωρούσαν ότι αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα με τη γραφή της ελληνικής όσο το δυνατόν εγγύτερα στην προφορική γλώσσα. Είχαν λοιπόν και οι δυο τάσεις κοινές στοχεύσεις και οράματα αλλά με διαφορετικές αφετηρίες. Σε αυτή τη διαδρομή και πορεία των συγκρούσεων, όπως θα δούμε και παρακάτω, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Αποδόθηκαν ταυτότητες και πρόσημα, προοδευτικά και οπισθοδρομικά αντίστοιχα, που όμως ισχυροποιούσαν μέσω της όξυνσης την εθνική γλωσσική κυριαρχία και ομογενοποίηση.
Να επισημάνουμε εδώ ότι τόσο η αρχαία ελληνική όσο και η δημώδης είχαν γραπτές αποτυπώσεις με το πέρασμα των αιώνων. Και αν για τα αρχαία ελληνικά είναι λογικό, το ίδιο συμπεραίνεται και για τη δημώδη η οποία δεν εμφανίζεται μόνο στο δημοτικό τραγούδι αλλά και σε κείμενα λογοτεχνίας. Ένα από τα επιχειρήματα των αρχαϊστών ήταν ότι η δημώδης δεν είχε γραπτή αποτύπωση, κάτι που δεν ισχύει. Αυτό που διαφοροποιεί τις δυο τάσεις είναι το εύρος χρήσης τους, δηλαδή το ποσοτικό. Η γλώσσα, λοιπόν, ως ένας «ζωντανός» οργανισμός αλληλεπιδρά με τους ομιλούντες· έτσι παράγονται τα «ελληνικά των εμπόρων», δηλαδή τα ελληνικά εκείνα που χρησιμοποιούσαν σε γραπτό και προφορικό λόγο οι ελληνόφωνοι έμποροι της Βαλκανικής αλλά και των λιμανιών της Μεσογείου, τα οποία συνδύαζαν λόγια και δημώδη στοιχεία με έντονες επιρροές κυρίως από τα ιταλικά του εμπορίου και των συναλλαγών. Από την άλλη, οι κτίστες της Ηπείρου, τα γνωστά μπουλούκια, κινούνταν στο ευρωπαϊκό κομμάτι των ελληνόφωνων περιοχών και συνέβαλαν στη διάδοση της προφορικής παράδοσης και των δημοτικών τραγουδιών. Ταυτόχρονα, οι αρχαιοελληνικές γλωσσικές ποικιλίες δεν αποτελούσαν κομμάτι της ζωντανής ομιλίας, με εξαίρεση τα αποφθέγματα, ενώ τα αρχαία ελληνικά αποκαλούνταν «ελληνική γλώσσα», και οι δημώδεις ποικιλίες γραίκικη, ρωμαίικη και απλή.
Το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα, που ξεκινά πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους και συνεχίζεται μέχρι και τις αρχές του 20ου αι., παρουσιάζει εξάρσεις με πιο πρόσφατη τη νομοθέτηση του μονοτονικού συστήματος το 1982. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι των δημοτικιστών ήταν ο Ρήγας Φερραίος, ο Δημήτριος Καταρτζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος και ο Ιωάννης Βηλαράς. Από την άλλη πλευρά, χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρχαϊστών αποτελούν οι Νεόφυτος Δούκας, Ευγένιος Βούλγαρης και Στέφανος Κομμητάς. Ο τελευταίος σημείωνε: Η αρχαία γλώσσα «μας σηκώνει τα δουλικά φρονήματα, μας κάμνει ευδαίμονας, μας διακρίνει είς έθνος». Ο Gunnar Hering σημειώνει σχετικά: «Τη διαφορά της νέας από την αρχαία ελληνική την απέδιδαν στην πνευματική παρακμή που είχε προκαλέσει η οθωμανική κατάκτηση, λόγος για τον οποίο απέρριπταν εντέλει τη δημώδη γλώσσα ως χυδαίο προϊόν δουλείας και ξενοκρατίας, ακατάλληλο για τη μετάδοση γνώσεων». (Gunnar Hering, Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα, ΠΕΚ, 2020). Οι παραπάνω απόψεις είχαν ως αφετηρία, ότι η γλώσσα αντιμετωπιζόταν ως εργαλείο απόκτησης παιδείας και ότι η μίμηση της αρχαίας γλώσσας αναβιώνει τα αρχαία διανοήματα και μαζί με αυτά και το αρχαίο πνεύμα, σε αντίθεση με τη δημώδη που καθηλώνει το πνεύμα του απλού λαού. Επιπλέον προέβαλαν την άποψη, ότι οι έλληνες ως έθνος διαφοροποιούνταν από τα υπόλοιπα έθνη, ακριβώς λόγω της γλώσσας και του πολιτισμού τους. Η γλώσσα αποτελεί, όπως είπαμε και παραπάνω, ένα βασικό συστατικό στοιχείο του έθνους, κυρίως στις περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε κράτος για να υποστηρίξει τη διαμόρφωση του έθνους.
Αυτή η στάση των αρχαϊστών, με τη στροφή προς την Αρχαιότητα, προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, παρ’ ότι τοποθετούνταν στο ίδιο μπλοκ χρήσης της αρχαΐζουσας. Αντίστοιχα και από την πλευρά των διαφωτιστών διαμορφώθηκαν διαμάχες για το ποια γλωσσική ποικιλία έπρεπε να αποτελέσει τη βάση της γραπτής γλώσσας και κυρίως της γλώσσας της εκπαίδευσης. Γενικά, οι υποστηρικτές της δημώδους υποστήριζαν, ότι η γλώσσα είναι ένα καθολικό μέσο επικοινωνίας και γι’ αυτό οφείλει να είναι κατανοητό σε όλους, ενώ οι αρχαϊστές αντιμετώπιζαν τη γλωσσική κατάκτηση ως εχέγγυο μόρφωσης. Εύκολα συμπεραίνεται ότι οι υποστηρικτές της δημώδους ανταποκρίνονταν καλύτερα στα πρακτικά συμφέροντα των εμπόρων, ενώ οι κλασικιστές υποστήριζαν πως μόνο με την αρχαία ελληνική μπορούσαν να μεταδοθούν γνώσεις με εννοιολογική ακρίβεια. Ανάμεσα στις δυο προαναφερόμενες τάσεις αναπτύσσεται ένας τρίτος πόλος, εκείνος του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος απέρριπτε τη καθιέρωση της αττικής διαλέκτου ως γραπτής γλώσσας προκρίνοντας τη δημώδη αλλά με έναν γλωσσικό καθαρισμό, καθαρεύουσα, και χρήση γλωσσικών κανόνων από τα αρχαία ελληνικά. Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσης».
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εισήγαγε το 1834 στα δημοτικά σχολεία το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, ενώ και οι επόμενες δεκαετίες θα στιγματιστούν από την γενικότερη διαδικασία εξαρχαϊσμού. Η επιστροφή στα αρχαία ελληνικά συσχετιζόταν με την ηθική και πολιτική πειθαρχία. Απέναντι στην γραπτή καθιέρωση, μέσω των κρατικών αποφάσεων, της χρήσης της καθαρεύουσας, συναντάμε την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου. Η τελευταία αυτή άποψη είχε μόλις αποκτήσει γλωσσολογικά θεμέλια με το έργο του Γιάννη Ψυχάρη (Δοκίμια της ιστορικής νεοελληνικής γραμματικής, 1884-1886) και σταδιακά εισερχόμαστε σε μια εποχή, όπου αρχές του 20ου αιώνα θα ενταθούν οι διεκδικήσεις των δημοτικιστών, αφού το ρεύμα αυτό αγκαλιάζεται από πληθώρα λόγιων, επιχειρηματιών, καθηγητών, δασκάλων κ.ά.. Ιδρύονται δημοτικιστικοί σύλλογοι, με σημαντικότερο τον Εκπαιδευτικό Όμιλο το 1910· σημαντικότερες φυσιογνωμίες αυτής της ομάδας ήταν ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Δημήτρης Γληνός. Αυτός ο λεγόμενος εκπαιδευτικός δημοτικισμός ήρθε σε σύγκρουση με το κράτος, κύκλους της πολιτικής εξουσίας, την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αλλά και εντός των δημοτικιστών υπήρξαν αγεφύρωτες διαφορές, τόσο με τον κύκλο Ψυχάρη όσο και με τους «σοσιαλιστές» του Εκπαιδευτικού Ομίλου. «Το ότι οι ‘‘σοσιαλιστές’’ δημοτικιστές δεν ήθελαν να περιορίσουν το δημοτικιστικό κίνημα στην εκπαίδευση και συνηγορούσαν υπέρ της καθιέρωσης της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας σε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό ήταν μάλλον ζήτημα τακτικής, καθώς αυτός ήταν εντέλει ο απώτερος στόχος όλων των δημοτικιστών. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ουσιαστικά διαλύθηκε γιατί οι ‘‘σοσιαλιστές’’ συνέδεσαν το γλωσσικό ζήτημα με τους πολιτικούς τους στόχους και την πάλη των τάξεων».(G. Hering, σελ. 99, ό.π.)
Ο Γ. Σκληρός στο βιβλίο του «Το κοινωνικόν μας ζήτημα», θα ασκήσει κριτική στο δημοτικιστικό κίνημα, λέγοντας ότι το γλωσσικό ζήτημα δεν θα λυνόταν αν δεν άλλαζαν και οι κοινωνικές συνθήκες. Το 1908 ιδρύεται το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Βόλου με πρωτοβουλία του δημοτικού συμβουλίου και ανατίθεται η διεύθυνση του στον Αλ. Δελμούζο. Εγγράφονται κορίτσια μαζί με τα αγόρια, διδάσκεται ξεχωριστά η δημοτική από την καθαρεύουσα και γενικά ακολουθούνται παιδαγωγικές μέθοδοι που ήταν σε εντελώς διαφορετική προσέγγιση από την επίσημη κρατική οδό. Τρία χρόνια μετά, το σχολείο έκλεισε, αφού δέχθηκε πολύμορφες επιθέσεις. Η εφημερίδα Κήρυξ του Δημοσθένη Κούρτοβικ, εκκλησιαστικοί κύκλοι, διάφοροι σύλλογοι, όπως οι Τρεις Ιεράρχαι με πρόεδρο τον τοκογλύφο Νικόλαο Παπαδήμο, εξωθούν το δημοτικό συμβούλιο σε απόφαση περί κλεισίματος του σχολείου. Η σύνδεση της γλώσσας µε την ιδεολογία βρίσκεται στο αποκορύφωμα της.
Πάντως, το ΚΚΕ δεν είχε ποτέ πρωτεύοντα ρόλο στο κίνημα υπέρ της δημοτικής παρ’ ότι πολλά μέλη του συμμετείχαν στο κίνημα της δημοτικής. Παράλληλα, τα πρώτα χρόνια ο Ριζοσπάστης και η Κομμουνιστική Επιθεώρηση εκδίδονταν στη καθαρεύουσα. Μέσα στο εργατικό κίνημα πολλοί ήταν αυτοί που έτρεφαν δυσπιστία απέναντι στους δημοτικιστές· στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ στο ΚΚΕ ουσιαστικά καθιερώνεται η χρήση της δημοτικής το 1927. Η φερόμενη σύνδεση του δημοτικισμού με τον κομμουνισμό και τον αθεϊσμό αποτελεί, ουσιαστικά, μια γενίκευση χωρίς αντίκρισμα. Το Μάρτιο του 1928, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας κάλεσε τους δημοτικιστές σε απολογία, όχι όμως μόνο τους αριστερούς, όπως τον Γληνό αλλά και τον Δελμούζο, ο οποίος είχε ήδη αποχωρήσει από τον Όμιλο γιατί δεν συμφωνούσε με τη σοσιαλιστική πορεία της πλειοψηφίας. Το 1933, διάφοροι σύλλογοι και σωματεία, όπως ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών, η Ομοσπονδία Επαγγελματιών και Βιοτεχνών, η Ένωσις Δημοσιογράφων, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών κ.ά., καταθέτουν υπόμνημα στη Βουλή με σκοπό να ληφθούν μέτρα ενάντια στον κομμουνισμό. Ζητούσαν την κατάργηση μεικτών σχολείων, την «ανάμειξιν διδασκάλων και διδασκαλισσών», καθώς η συνδιδασκαλία και από τα δύο φύλα «επεβλήθησαν δυστυχώς εν Ελλάδι συμφώνως προς το μπολσεβικικόν σύστημα». Ζητούσαν την κατάργηση της «μαλλιαρής γλώσσας», έτσι αναφερόταν υποτιμητικά η δημοτική γλώσσα από τους αντιπάλους της, στα δημοτικά σχολεία, ως γλώσσα των κομμουνιστών.
Όταν το 1933, το Λαϊκό Κόμμα ανέβηκε στην εξουσία μειώθηκαν οι διδακτικές ώρες στη δημοτική γλώσσα, ενώ στη δικτατορία του Μεταξά οι συνθήκες γύρω από το γλωσσικό αποδείχθηκαν ιδιόμορφες. Ο Μεταξάς ευνόησε τη δημοτική χωρίς να την καθιερώνει επίσημη γλώσσα του Κράτους και απέκτησε τη συμπάθεια πολλών δημοτικιστών. Η ιδεολογική φόρτιση που επικρατούσε δημιουργούσε ένα εκρηκτικό κλίμα. Ο Μεταξάς πρότεινε σε Δελμούζο και Τριανταφυλλίδη να τοποθετηθούν στο άκρως συντηρητικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με παράτυπη διαδικασία εκλογής. Και οι δυο αρνήθηκαν. Όμως ο Τριανταφυλλίδης δέχθηκε την πρόταση για τη σύνταξη της γραμματικής της δημοτικής που κυκλοφόρησε το 1941. Πρόκειται για το γνωστό μπλε βιβλίο που κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα στα βιβλιοπωλεία. Μετά το θάνατο του Μεταξά, η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παραπέμπει στο πειθαρχικό συμβούλιο τον καθηγητή Ι. Κακριδή, διότι σε δύο δημοσιεύσεις του παρέλειψε τα πνεύματα (πολυτονική γραφή) και απλοποίησε τους τόνους. Η υπόθεση έφθασε μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας, την περίφημη «Δίκη των τόνων», και ο Κακριδής αποπέμφθηκε από το Πανεπιστήμιο.
Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι η ιδεολογική γλωσσική ένταση με πολιτικές προεκτάσεις ενίσχυε τόσο την ομογενοποίηση της γλώσσας σε όλο τον πληθυσμό της ελληνικής επικράτειας όσο και την ενίσχυση ενός βασικού συνεκτικού συστατικού στοιχείου για την εθνογένεση που είναι η γλώσσα. Και αυτό έγινε, όπως παρατηρούμε, από όλες τις τάσεις και κόμματα του ελλαδικού χώρου. Στεγανά, επίσης, δεν υπήρχαν με τη μορφή που κάποιος ίσως φαντάζεται, ότι οι δεξιοί είναι υπέρ της καθαρεύουσας και οι αριστεροί υπέρ της δημοτικής.
Αναρχικός Πυρήνας ΧαλκίδαςΔημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.259, Μάιος 2025
από: https://anarchypress.wordpress.com