(Είναι αρκετό να κλείσεις τα μάτια σου και θα το δεις)
Τα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα –και ιδιαίτερα η «εξάρθρωση του Επαναστατικού Αγώνα»–, φέρνουν ξανά στην επικαιρότητα ζητήματα, θέματα και καταστάσεις που έχουν και στο παρελθόν γίνει αντικείμενο προβληματισμού, συζητήσεων και τοποθετήσεων εκ μέρους μας.
Αρκετά ζητήματα έχει γίνει προσπάθεια να τεθούν με την μέγιστη δυνατή σαφήνεια ως προς τις θέσεις και τις επιδιώξεις που χρειάζεται να έχουν οι αναρχικοί και οι αναρχικές ομάδες, για να μπορέσουν να συμβάλλουν στην προοπτική της καταστροφής του κράτους και των θεσμών, των μηχανισμών και των σχέσεων αλλοτρίωσης, εξουσίας κι εκμετάλλευσης.
Μέσα σ’ αυτά είναι πολλές οι φορές, όπου έχει επισημανθεί ο αρνητικός ρόλος της αριστερής ιδεολογίας (και πολιτικής πρακτικής) και η μεγάλη σημασία που έχει η προσπάθεια απεμπλοκής από αυτήν και τις κάθε είδους προεκτάσεις της, ώστε να μπορέσει να αναδειχθεί η αναρχική απελευθερωτική άποψη, θεώρηση και δράση, παραμερίζοντας τα εξουσιαστικά προσκόμματα και τις ψευδεπίγραφες συνθηματολογίες και προτάγματα.
Έχει τονιστεί –και αυτό θα συνεχίσει να γίνεται με επιμονή– πως οι τεχνικές που έχουν υιοθετηθεί από τα μαρξιστικά, αλλά κυρίως από τα λενινιστικά πρότυπα χειραγώγησης, μπορεί να εμφανίζουν πρόσκαιρα μια κάποιου είδους αποτελεσματικότητα, όμως αυτή η «επιτυχία του αγώνα» στερείται απελευθερωτικής ουσίας και ή μετατρέπεται σε ένα ακόμα εξουσιαστικό κατασκεύασμα ή, (επίσης συνηθισμένο), γίνεται βορά του κράτους και των μηχανισμών του, που δεν χάνει την ευκαιρία να επιχαίρει πραγματοποιώντας ρωμαϊκούς θριάμβους σε ένα στίβο μάχης, στον οποίο, όμως, στην ουσία δεν διακινδύνευσε ιδιαίτερα.
Έχει, ακόμη, ιδιαίτερη σημασία να θυμίσουμε πως η παρούσα περίοδος χαρακτηρίζεται από μια συνεχιζόμενη διαδικασία αποσυναρμολόγησης και ταυτόχρονης ενοποίησης της κυριαρχίας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και δύο δεκαετίες και έχει αντίκτυπο σε όλα τα επίπεδα που ελέγχει και έχει θέσει σε κίνηση το σύστημα που έχουν κατασκευάσει οι εξουσιαστές-εκμεταλλευτές. Μια πτυχή αυτής της διαδικασίας είναι και η αναφερόμενη ως αποϊδεολογικοποίηση.
Είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν αφορά και δεν επιδρά μόνο στην αριστερά.
Εκείνο, όμως, που θα πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής είναι κάποια στοιχεία αυτής της τάσης αποϊδεολογικοποίησης. Πρόκειται για:
α) μετατοπίσεις από κεντρικά κοινωνικά και συνολικά ζητήματα σε κάποια δευτερεύοντα τα οποία καθιερώνονται ως πρωτεύοντα,
β) διευκόλυνση μικροσυμφερόντων και
γ) κατασκευή υποκατάστατων που εκφράζονται με ιδεολογήματα.
Ας σημειωθεί, πως το δεύτερο σημείο συνδυάζεται με την επισήμανση που γίνεται στο πρώτο και οδηγεί στον παραμερισμό ζητημάτων ουσίας.
Η αποϊδεολογικοποίηση, όμως, δεν είναι μια κατακλυσμιαία πραγματικότητα. Αποτελεί μέρος μιας διαδικασίας επανασύστασης της ιδεολογίας της κυριαρχίας, που θα έρθει να συνταιριαστεί με τη «νέα εποχή». Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει ένα σύνολο από «νεοσυσκευασίες» ιδεολογημάτων, τα οποία είτε έχουν μορφή νεωτερισμών, είτε μετατοπίζουν βασικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε πραγματικότητας σε δευτερεύοντα.
Όλη αυτή η αποϊδεολογικοποίηση και ιδιαίτερα σ’ ό, τι αφορά την αριστερά, επιχειρείται να «περάσει» και να επιβληθεί σαν ένα είδος «χαρίσματος» στον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός, πως η αναρχία δεν είναι ιδεολογία και συνεπώς είναι αναμενόμενο να γίνει αντικείμενο επηρεασμού από τέτοιου τύπου ιδεολογήματα και καταστάσεις, που ενώ επιφανειακά εμφανίζονται σαν αντίθετα προς τις ιδεολογίες και εκδηλώνουν ένα γενικό αντισυστημικό λόγο, στην ουσία ανατρέπουν θεμελιακές αναρχικές, απελευθερωτικές αντιλήψεις, απόψεις, θεωρήσεις και πρακτικές. Κατά βάση αυτά τα ιδεολογήματα, όπως θα δούμε, εμπεριέχουν την εξουσιαστική θεωρία και πρακτική.
Οι πλέον δύσοσμες απεκκρίσεις προέρχονται από πλούσια εδέσματα
Είναι κοινή πλέον διαπίστωση, πως ένας κύκλος νέων κινητοποιήσεων άρχισε να αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο από τα πρώτα κιόλας χρόνια της τρίτης χιλιετίας.
Η κορύφωση της πρώτης φάσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκδηλώθηκε λίγο μετά την σύλληψη μελών της 17Ν και το τέλος της πορείας αυτής της οργάνωσης, με τις βίαιες συγκρούσεις τον Ιούνη του 2003 στη Θεσσαλονίκη. Συγκρούσεις που δεν αποτράπηκαν, παρά τις έντονες πιέσεις των εχθρικών προς την ακηδεμόνευτη κοινωνική σύγκρουση δυνάμεων και συνιστωσών της εξουσίας, αλλά και την διαρκή υπονόμευσή τους από τις «φίλιες» δυνάμεις, μέχρι και τη στιγμή της εκδήλωσής τους. Έμπρακτα και δυναμικά, διαψεύστηκαν οι προσδοκίες όλων αυτών, καθώς και οι διάφοροι «αναλυτές» που «προέβλεπαν» μια ξεψυχισμένη κινητοποίηση.
Οι συγκρούσεις του Ιούνη 2003 στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσαν ένα σαφές δείγμα μιας δυναμικής που στηριζόταν στις κοινωνικές δυνάμεις του ελλαδικού χώρου (η συμμετοχή αγωνιστών από άλλες χώρες ήταν περιορισμένη σε σχέση με άλλες κινητοποιήσεις που είχαν προηγηθεί στα πλαίσια της «αντι-παγκοσμιοποίησης»).
Αυτό το γεγονός είναι φανερό πως σήμανε συναγερμό σε εκείνες τις πολιτικές που κινούνται στη βάση των μικροσυμφερόντων και διάφορων εξουσιαστικών κατευθύνσεων.
Εκτός, όμως, από αυτούς, υπήρξαν και εκείνοι που αποτέλεσαν ένα διαρκές εμπόδιο για μια λειτουργική και άρα αποτελεσματική σύγκρουση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήρθαν στην συνέχεια σαν τιμητές των αδυναμιών, στων οποίων την ύπαρξη συντέλεσαν με πολλούς τρόπους, προβάλλοντας σαν αιτία όλων αυτών των καταστάσεων την «έλλειψη οργάνωσης».
Είναι γνωστό, πως η προπαγάνδα και η τεχνική της διαστρέβλωσης αποτελούν τα εργαλεία όσων απεργάζονται εξουσιαστικές λύσεις. Επιστρατεύτηκαν κάθε είδους μέσα. Ακόμα και μπροσούρες με αναληθή περιστατικά εκδόθηκαν προκειμένου να εμπεδωθεί αυτό που η προπαγάνδα προέβαλε: την «ανάγκη» οργάνωσης. Μιας οργάνωσης, όμως, που μέσα από ελευθεριακές επιφάσεις θα προετοίμαζε το έδαφος για τη συγκρότηση ενός κινήματος το οποίο, παρά τα ετερόκλητα συστατικά του, θα επιχειρούσε να ενσωματώσει, να εγκλωβίσει την κοινωνική δυναμική και εν συνεχεία να την κατευθύνει. Κι όπως κάθε κίνημα, θα ακολουθούσε τις δοκιμασμένες κομματικές λογικές που θα συγκαλύπτονταν από τις δήθεν ανοικτές διαδικασίες, όπου τα προαποφασισμένα θα επιβάλλονταν με όλους τους δυνατούς τρόπους απέναντι σ’ όσους τυχόν είχαν αντιρρήσεις.
Άλλωστε, η δύναμη του κόμματος αλλά και του κάθε κινήματος (που είναι η παραλλαγή του κομματισμού, αλλά προς το δημοκρατικότερο λόγω «ανοιγμάτων») δεν βασίζεται στα επιχειρήματα, τις εμπειρίες και στην ανάδειξη απελευθερωτικών διεργασιών, αλλά στην δύναμη της επιβαλλόμενης κομματικής πειθαρχίας ή της πλειοψηφικής επιβολής (των προαποφασισμένων) στις δήθεν ανοιχτές διαδικασίες, που παρουσιάζονται σαν πανάκεια σ’ όσους είτε καλόπιστα, είτε με ιδιοτέλεια, θελήσουν να συμπορευτούν για κάποιο διάστημα.
Όλος αυτός ο κόσμος που έδωσε ένα έντονο κοινωνικό παρόν φάνταζε σαν ένα πλούσιο έδαφος και υπέδαφος σε χρυσό, το οποίο θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν.
Στην ίδια λογική της «αξιοποίησης» κινήθηκαν και οι φορείς εκείνων των απόψεων που προσέβλεπαν σε μια «συνέχεια» της ένοπλης δράσης.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι αναμενόμενο, η συγκρότηση διάδοχων καταστάσεων, που συνδυάζεται με την οικειοποίηση μέρους από την κοινωνική δυναμική (πλούσια στην προκειμένη περίπτωση), να θελήσει ή έστω να προσπαθήσει να καταστρώσει και να προσδιορίσει ένα ιδεολογικό περίγραμμα και μια πολιτική κατεύθυνση.
Εδώ, όμως, τα πράγματα κινήθηκαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Οι συνθήκες διαχείρισης της ήττας της 17Ν από τη μια, τα στενά χρονικά περιθώρια σε σχέση με την αναπτυσσόμενη κοινωνική ένταση, οι περιορισμένες δυνατότητες, αλλά και η έλλειψη διάθεσης για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της πολύχρονης πορείας της οργάνωσης από την άλλη, που θα επέτρεπε τη συγκρότηση ενός ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου από την πλευρά που επιδίωκε το άνοιγμα μιας άλλης περιόδου ένοπλης δράσης, οδήγησε αναπόφευκτα στην υιοθέτηση ενός «πραγματισμού».
Αυτός («ο πραγματισμός»), ήταν μια «λύση» που αποδέσμευε από μια πολύπλοκη διαδικασία (όπως αυτή που θα μπορούσε να ακολουθηθεί με βάση τα ορθόδοξα μαρξιστικά-λενινιστικά μοντέλα) αλλά ξεμπέρδευε και από τους σκοπέλους της κριτικής και της αυτοκριτικής (σύμφωνα με τους όρους που συνηθίζουν να χρησιμοποιούνται) που θα συναντούσε. Στάθηκε εύκολο, αλλά και εν μέρει αρκετά αποτελεσματικό, σ’ αυτήν την πραγματικά δύσκολη περίσταση, η χρήση ορισμένων «σταθερών» (όπως π.χ. ένας αντικαπιταλισμός και μια διόγκωση της έννοιας επανάσταση) που μπορούν να συσπειρώσουν.
Άλλωστε, και κάποιες μικρές απόπειρες ανάλυσης και κριτικής που υπήρξαν σε σχέση με την πορεία και το τέλος της 17Ν, είτε έπεσαν στο κενό, είτε προσέκρουσαν στο χαλύβδινο τοίχος που στήθηκε προκειμένου να συγκαλυφθούν όσα θα έκαναν τους υποστηριχτές του ένοπλου αγώνα να στερηθούν πολλά από τα επιχειρήματα προσηλυτισμού.
Η «λύση» που επιλέχτηκε είχε σχέση με το γεγονός, πως ένα μέρος αυτού του κοινωνικού δυναμικού που είχε αναδειχτεί, παρά το ότι επηρεαζόταν εν μέρει από την «ένοπλη μαγεία», δεν ήταν διατεθειμένο να ακολουθήσει τις κατευθύνσεις που είχε χαράξει και στις οποίες είχε κινηθεί η ηττημένη και παραδομένη ιδεολογία και πολιτική πρακτική της 17Ν, μετά τις συλλήψεις μελών της.
Έπρεπε, λοιπόν, να εμφανιστεί κάτι το «καινούργιο».
Σ’ αυτή την περίπτωση, τέθηκε σε εφαρμογή η τεχνική της αποϊδεολογικοποίησης. Δεν γίνεται αναφορά σε ουσιαστικά ζητήματα, όπως θέσεις, απόψεις, ιδεολογία, πολιτική, πρακτική, αλλά σε διάφορα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η ικανότητα που έχει κάποιος να πυροβολεί με ευστοχία, αν έχουμε να κάνουμε με μετανοημένους ή αμετανόητους αγωνιστές και άλλα παρεμφερή. Η ηρωοποίηση είναι ένα μέσον, μια τεχνική, που χρησιμοποιείται κατά καιρούς για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος και την ένταξη στην προβαλλόμενη πλευρά, ανάλογα με την περίσταση.
Συνάμα καλλιεργήθηκε ένα «αίσθημα» εκθειασμού και προσδοκίας της κατασκευής ενός στρατού που θα αντιμετώπιζε τους μπάτσους. Κι αυτό υπήρξε ένα εύκολο και «πιασάρικο» προπαγανδιστικό μέσο.
Έτσι λανσαρίστηκαν διάφορα συνθηματολογικού περιεχομένου καλέσματα του είδους «ζητάμε ανθρώπους που να ξέρουν να πυροβολούν».
Στο προκείμενο, χαρακτηριστικό παράδειγμα, απουσιάζει παντελώς κάποια ιδεολογική ή πολιτική αντίληψη που θα μπορούσε να σχετιστεί με τα συνθήματα της πάλαι ποτέ ένοπλης αριστεράς. Εδώ υπάρχει ολοσχερής έλλειψη περιεχομένου ή τέλος πάντων υπονοούνται μυστικοπαθείς συνεννοήσεις με κλείσιμο του ματιού για κάτι που υποκρύπτεται και που μπορούν να καταλάβουν οι πρόθυμοι να μυηθούν.
Αυτό, λοιπόν, το σύνθημα έχει πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνο το εξουσιαστικό κάλεσμα που έλεγε: «Ζητούνται αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες προκειμένου να στελεχώσουν κενές θέσεις στο στρατό ξηράς». Το ίδιο ακριβώς μοτίβο, όπλα υπάρχουν, ελάτε να τα πάρετε (εδώ προσφέρεται και μισθός!). Μόνο που, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ένα κάλεσμα από το κράτος για την επάνδρωση ενός μηχανισμού του. Η εξουσιαστική λογική του συνθήματος-καλέσματος είναι κοινή και δεν υφίσταται κανενός είδους αλλοίωση, παρ’ ότι γίνεται από διαφορετικές πλευρές.
Προφανέστατα, ο μηχανιστικός-εξουσιαστικός τρόπος δεν αφορά μόνο την μέθοδο «στρατολόγησης», αλλά και τη διαδικασία με την οποία προωθείται η σύγκρουση με τον αντίπαλο. Το κατά πόσο αυτές είναι λογικές που επιζητούν να συμβάλουν σε απελευθερωτικές διεργασίες σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, μπορεί κάθε ένας να το καταλάβει.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική και ιδεολογική αντίληψη του «νέου αντάρτικου», μπορούμε να διαπιστώσουμε κατ’ αρχήν τη διαφοροποίησή του σε σχέση με την κοινωνία, προς την οποία η προσπάθεια αποκατάστασης «ψυχικού» συνδέσμου, όπως αυτού που είχε επιτύχει η 17Ν, απέχει παρασάγγας. Έτσι, υπάρχει μια κλίμακα που ξεκινά από την «αφ’ υψηλού» αντιμετώπιση του κοινωνικού χώρου μέχρι την συλλήβδην απαξίωσή του και την προσπάθεια ανάδειξης ενός αρρωστημένου εγωισμού.1
Σε σχέση με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης που επιχειρήθηκε από ένα κομμάτι, αυτό του Επαναστατικού Αγώνα, έχουμε αναφερθεί διεξοδικά στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.2
Σε πρακτικό επίπεδο, κυρίαρχη στόχευση του «νέου αντάρτικου» φαίνεται να είναι το «λύσιμο διαφορών» με τους μηχανισμούς του κράτους, αδιαφορώντας ακόμα και στην περίπτωση που μια εξέγερση έχει ήδη δώσει το παρόν, με εκτεταμένη, χρονικά και χωροταξικά, δράση και δυναμισμό.
Οι δράσεις, γενικά, χαρακτηρίζονται από τη λογική της «παραγωγικότητας» βίαιων ενεργειών. Όπως η αύξηση της όποιας παραγωγής δεν σημαίνει και ευμάρεια, έτσι η μεγάλη παραγωγή βίαιων πρακτικών δεν σημαίνει αναγκαστικά ανάπτυξη των απελευθερωτικών διεργασιών μέσα στον κοινωνικό χώρο.
Επανάσταση και αναρχία
Ένα σημαντικό ζήτημα που υπήρχε ανέκαθεν, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μια ιδιάζουσα έκταση είναι αυτό της επανάστασης και των επαναστατών. Σχετίζεται, μάλιστα, με μιαν άλλη παράμετρο, αυτή του ένοπλου αγώνα.
Σε σχέση, λοιπόν, με αυτό τον όρο, υπάρχει μια συλλογιστική σύμφωνα με την οποία επιχειρείται να ανατραπούν αδιαμφισβήτητα πράγματα. Στην παγκόσμια ιστορική πορεία των κοινωνικών αγώνων, η επανάσταση αποτελεί ένα μέσο για την ανατροπή μιας υπάρχουσας κατάστασης και την εγκαθίδρυση μιας άλλης.
Οποτεδήποτε και οπουδήποτε γίνεται αναφορά στον όρο, υπάρχει κι ένας προσδιορισμός: κοινωνική, πολιτιστική, μπολσεβίκικη, Οκτωβριανή, Γαλλική, Ισπανική κ.λπ.
Η σκέτη αναφορά στον όρο επανάσταση αποτελεί ένα νεωτερισμό. Ο νεωτερισμός αυτός προβάλλει μια απατηλή σχέση ανάμεσα στην αναρχία και την επανάσταση. Ο όρος επανάσταση κι επαναστάτης επιχειρείται να συγκαλύψει τα πάντα και φυσικά και τον όρο αναρχία και αναρχικός.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαδικασία αντιστροφής της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα, που είναι ο στόχος, «χάνεται» και το κυρίαρχο στοιχείο γίνεται η επανάσταση. Πρόκειται για την πολιτική τεχνική σύμφωνα με την οποία ένα σύνολο όρων και καταστάσεων εντάσσεται κάτω από την ομπρέλα της κινηματικής έννοιας, που φέρει την ονομασία «επανάσταση».
Όταν το μέσο γίνεται σκοπός, τότε ο σκοπός γίνεται το μέσο για να επιτευχθούν άλλοι σκοποί εκτός από αυτόν της αναρχίας. Έτσι, η αναρχία τίθεται στην υπηρεσία ενός κινήματος που έχει ως στόχο κάποια επανάσταση (χωρίς όνομα), η οποία προφανώς δεν θα είναι ούτε κοινωνική, ούτε αναρχική.
Υπάρχει, βέβαια, και η θεωρία του «επαναστατικού κινήματος», που θα περιλαμβάνει ένα ετερόκλητο, ιδεολογικά και πολιτικά, σύνολο, συμπεριλαμβανομένων και των αναρχικών, η οποία απαντάται και σε μια άλλη συνονθυλευματική θεωρία των «μαζικών δομών». Πρόκειται για θεωρίες που κατασκευάστηκαν για να ενισχύσουν τις μαρξιστικές και νεομαρξιστικές ιδεολογίες και πολιτικές πρακτικές της αυτονομίας και ουσιαστικά αποτελούν την συνολική άρνηση της αναρχίας.
Όμως, η νεωτερίστικη θέση για την επανάσταση πηγαίνει πολύ πιο μακριά. Όπως είχαμε γράψει σε προηγούμενο φύλλο της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ: «Κι αν ο Μάρξ με τον Ένγκελς έβαζαν ως προϋπόθεση για την κοινωνική απελευθέρωση την κατασκευή μιας πρωτοπορίας που θα «απελευθέρωνε» την εργατική τάξη, στην περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον των σκιαμαχούντων επαναστατών περιορίζεται στο τίποτα.
Το τίποτα, που εκφράζεται με αοριστολογίες του είδους «συνειδητή απόφαση να ορίσουμε εμείς τις συνθήκες που ζούμε» (Που; Μέσα στο πνιγηρό εξουσιαστικό περιβάλλον των προσκυνημένων;) και «η ελευθερία όπως προπαγανδίζεται στην επαναστατική διαλεκτική(sic!), είναι μια νέα συνειδητή μορφή ζωής» (όπως λέμε Επαναστατάνθρωπος κατά τον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο).
Ακόμα και ο όρος επανάσταση σε τέτοιες περιπτώσεις μοιάζει τελείως άσχετος, αφού η επανάσταση στην πιο γνωστή της εκδοχή είναι η ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος και η αντικατάσταση του με κάποιο άλλο. Εδώ, ούτε αυτό υπάρχει πουθενά διατυπωμένο. Εκτός και αν αποτελεί ένα από τα μεγάλα μυστικά που θα αποκαλυφτεί κάποτε στους «εκλεκτούς…».3
Είναι συνηθισμένο το να προβάλλονται κάποιες απόψεις που προέρχονται από τη πλευρά των υποστηρικτών της επανάστασης (χωρίς όνομα) για το πέρασμα από τη θεωρία στη δράση. Είναι ακριβώς αυτό που δεν χρειαζόμαστε ως αναρχικοί και ως αγωνιζόμενοι άνθρωποι. Επειδή, η θεωρία είναι ένα συνονθύλευμα πραγματικότητας, νοησιαρχίας και υποκειμενισμού, όπου η ατομική ανάδειξη και το συμφέρον συμπλέκονται σε μια ακατάστατη (και πάντως όχι αναρχική) «ενότητα».
Τέτοιες διαδικασίες συνιστούν μια πολύ κακή αρχή για ένα πολύ άσχημο τέλος που θα φέρει η εφαρμογή της στην πράξη. Οι αναρχικοί δεν έχουν κανενός είδους ανάγκη να ακολουθούν και να θέτουν σε πράξη μηχανιστικές λογικές και διαδικασίες. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αυτές έχουν ως υπόβαθρο την στάση –και το χειρότερο την συμπεριφορά– απελπισμένου ατόμου που προκειμένου να μην αυτοκτονήσει κάνει επίθεση απέναντι στις προτεταμένες λόγχες των εχθρών του.
Εκείνο, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι η αυτοκτονία, αλλά η δειλία και η μεταστροφή την τελευταία στιγμή. Εκεί, έρχεται η ώρα όπου το μίσος μετατρέπεται σε συναίσθημα αγάπης πρώτα για το άτομο κι έπειτα για τον μέχρι προ τινός «απέναντι». Οι λογικές του «πολέμου για τον πόλεμο», δεν προέρχονται από το αδιέξοδο στο οποίο υποτίθεται πως βρίσκονται όσοι θα τις αποδεχτούν, αλλά από την επίδραση αυτών των κυριολεκτικά αδιέξοδων θεωριών σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Χρειάζεται να επισημάνουμε ακόμη, ότι η βία είναι μια ανθρώπινη, συλλογική, κοινοτική και κοινωνική συνθήκη. Δεν χρειάζεται να την εκθειάζει κάποιος ή να την θεοποιεί και πολύ περισσότερο δεν προσφέρει σε τίποτε όταν προσπαθεί να την εξοβελίσει και να την υποτιμήσει.
Να, λοιπόν, ποια είναι η πραγματική διάσταση του κάθε ζητήματος που τίθεται.
Και είναι ακριβώς η στιγμή που η εμπειρία της κοινωνικής δράσης, της γνώσης και της δημιουργικότητας έρχεται να προβληθεί και να εφαρμοστεί με ανυπέρβλητο τρόπο.
Έχουν όλα αυτά κάποια σχέση με τα στερεότυπα και τις κατασκευές των τεχνικών της εξουσίας; Φυσικά και δεν έχουν.
Έχουν σχέση με την μαζική παραγωγή βίαιων ενεργειών; Μπορούν να ενταχθούν σε απελευθερωτικές κοινωνικές διεργασίες οι εγωκεντρικές και απαξιωτικές για τους καταπιεσμένους ανθρώπους απόψεις;
Υπάρχει μια κατάσταση που όσο δεν αντιμετωπίζεται τόσο κινδυνεύει να μετατρέψει μια μικρή αμυχή σε γάγγραινα.
Σε σχέση με αυτή την κατάσταση, είμαστε αναγκασμένοι από τα πράγματα να γίνουμε κουραστικοί, για μιαν ακόμη φορά, σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της καταστροφής. Επειδή, ανέκαθεν, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτήν την έννοια και την πρακτική της έκφραση, δεν εννοούμε μια δράση η οποία παράγει ερείπια κι αποκαΐδια. Αυτό είναι κάτι που θα το επιλέξουν οι εξεγερμένοι κι επαναστατημένοι άνθρωποι, τόσο ως προς το χρόνο, όσο και ως προς τον τρόπο ή την έκταση που θα πάρει αυτή η καταστροφή.
Άλλωστε, όλες οι εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, αυτό που έχουν να δείξουν, σε επίπεδο εικόνας ή θεάματος, είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας καταστροφής. Έχουν όμως να δείξουν και πολλά άλλα. Κι αυτά δεν γίνονται πάντα φανερά για λόγους σκοπιμοτήτων.
«Η καταστροφή είναι δημιουργία», έγραψε κάποτε ο Μπακούνιν. Που να φανταστεί, όμως, πως κάποιοι θα απογύμνωναν αυτή τη φράση και θα την έκαναν σημαία του ΤΙΠΟΤΑ! Επειδή, η φράση του Μπακούνιν εμπεριείχε την καταστροφή με προοπτική την δημιουργία. Ο αναρχικός που προχωρά σε «καταστροφικές» πρακτικές προσδιορίζει και αυτό στο οποίο προσβλέπει και επιθυμεί να δημιουργήσει. Πρόκειται για στάση που βρίσκεται σε αντίθεση με τη στάση αυτού ο οποίος κατακρίνει τα πάντα και καταστρέφει, αλλά δεν έχει προσδιορίσει πού προσβλέπει και δεν δείχνει κανενός είδους διάθεση να αναφερθεί σε κάτι το δημιουργικό. Ενεργεί διαχωρισμένα και εγωκεντρικά. Σε κάθε περίπτωση, το πλέον σίγουρο είναι πως ενδυναμώνει το υπάρχον εξουσιαστικό πλέγμα ή αντικαθιστά την υπάρχουσα εξουσία με μια άλλη.
Κοινωνική αλληλεγγύη και ένοπλος αγώνας
Η αλληλεγγύη δεν είναι μια τεχνική διαδικασία, ούτε μια υπόθεση που αφορά κάποιους, οι οποίοι γνωρίζονται μεταξύ τους ή είναι συγγενείς. Αυτό που συνηθίζεται να αναφέρεται ως αλληλεγγύη είναι μια πηγαία ανθρώπινη εκδήλωση, μια στάση ζωής προς τους υπόλοιπους ανθρώπους που καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Δεν αρκεί η ψυχική, συναισθηματική, φιλική, πολιτική ή ιδεολογική σχέση. Είναι απαραίτητο τα χαρακτηριστικά της να αγκαλιάζουν συνολικότερα ζητήματα και ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Και το τονίζουμε: όχι σε ένα τυπικό πεδίο. Επειδή σ’ αυτή τη συνθήκη, πρόκειται για τεχνική διεκπεραίωση που αφήνει τον κόσμο στα σκοτάδια και διατηρεί τις όποιες αλήθειες σε θεόκλειστα ερμάρια που έχουν το προνόμιο να τα ξεκλειδώσουν οι ειδικοί και ο εκάστοτε «περίγυρος».
Η αλληλεγγύη μετά από την «εξάρθρωση» της 17Ν ήρθε, από ένα διάστημα και μετά, να διαχειριστεί την ήττα μιας οργάνωσης ένοπλης δράσης ή του λεγόμενου αντάρτικου πόλεων και όλων των συμπαρομαρτούντων. Το ίδιο έρχεται να επαναληφθεί και στην τωρινή περίπτωση, στο βαθμό που θα γίνει αποδεκτή η συλλογική ευθύνη. Γιατί, δεν έχει σημασία αν όλοι οι συλληφθέντες ανήκουν ή όχι στον Επαναστατικό Αγώνα. Δεν έχει σημασία αν το κράτος χρησιμοποιήσει τεχνικές απόδοσης συλλογικής ευθύνης. Σημασία έχει ποιοι και με ποιους τρόπους (συνήθως έμμεσους) θα την αποδεχθούν και θα δράσουν με βάση αυτήν.
Οι αναρχικοί δεν έχουμε κανένα λόγο να διαχειριστούμε μια ήττα που, άλλωστε, η αποδοχή της παραπέμπει σε μια στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση, η οποία δεν μας αφορά. Όπως δεν αποδεχόμαστε να μας επιρρίπτουν συλλογική ευθύνη, άλλο τόσο δεν θα την επιφορτιστούμε, ούτε θα δεχτούμε την ταύτισή της με την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. Ούτε είναι δυνατόν να γίνονται αποδεκτές κινηματικού τύπου συνθηματολογίες που πλαγίως και εκ του πονηρού στήνουν ένα καθεστώς συλλογικής ευθύνης, με σκοπό να αξιοποιηθεί αργότερα για την διαχείριση μιας ήττας.
Απέναντι σ’ αυτή την τεχνική διαδικασία, ακόμα και όταν συμπεριλαμβάνει και εκδηλώνεται μέσα από συγκεντρώσεις, πορείες ή άλλου είδους πρακτικές, που, στην ουσία συνιστούν μια στατική κατάσταση, θεωρούμε πως η πραγματική αλληλεγγύη πηγαίνει και πολύ πιο πέρα.
Αναζητά τις αιτίες στο παρελθόν, ορθώνει ένα απελευθερωτικό λόγο στο παρόν και δηλώνει έμπρακτα τους τρόπους με τους οποίους θα ξεπεραστούν όλες αυτές οι καταστάσεις που προέκυψαν, ώστε να μην υπάρχουν δυσάρεστες επαναλήψεις στο μέλλον.
Ξεκαθαρίζει, μια και καλή, πως η αναρχική απελευθερωτική προοπτική δεν εντάσσεται σε κανενός είδους ένοπλο αγώνα, δεδομένου πως έχει προ πολλού γίνει κατανοητό ότι α) οι αναρχικοί δεν διεξάγουν ένοπλο αλλά αναρχικό αγώνα και β) ο αναρχικός αγώνας είναι και ένοπλος, αλλά ο ένοπλος αγώνας δεν είναι αναρχικός. Επειδή, πολύ απλά, στην αναρχική προοπτική χρησιμοποιείται και το ένοπλο στοιχείο, μέσα στα πλαίσια της πολύμορφης κοινωνικής και αναρχικής δράσης και διότι ο σκοπός (αναρχία) δεν μπορεί να γίνει συστατικό ενός μέσου, όπως είναι το ένοπλο στοιχείο.
Άλλωστε, η ιστορία των κοινωνικών αγώνων έχει αποδείξει πού ανήκουν οι διάφορες ένοπλες πρωτοπορίες και σε τί αποσκοπούν.
Η αναρχική θεώρηση των κοινωνικών δρώμενων, στην μακρόχρονη πορεία που έχει χαραχτεί, έχει να συμβάλλει στην ανάδειξη και ενδυνάμωση της κοινωνικής βίας και στην δυναμική έκφρασή της, πάντα μέσα στο πλαίσιο εναρμονισμού σκοπού και μέσων.
Αντίθετα, «η πολιτική βία, όντας εξουσιαστική, δρα ανταγωνιστικά και κατασταλτικά απέναντι στις αυθόρμητες μορφές και σχεδιασμούς που εκδηλώνονται ή τείνουν να εκδηλωθούν ξέχωρα από τις πολιτικές κινηματικές επιδιώξεις. Δεν θα διστάσει να σαμποτάρει τέτοιες προσπάθειες και κινήσεις με κάθε τρόπο. Η κοινωνική βία και η πολιτική έχουν σαφή και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά».4
Σε σχέση με την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα, διαπιστώνουμε πως ο λόγος που μέχρι τώρα συνοδεύει την εκφρασμένη αλληλεγγύη στους 6 συλληφθέντες, συνδέεται εν πολλοίς με τους πολιτικούς χειρισμούς των εξουσιαστών, όπως στην προκειμένη περίπτωση η εφαρμογή των νέων μέτρων (ΔΝΤ κλπ). Όμως αυτό δεν είναι ικανοποιητική εξήγηση. Ούτε μπορεί να γίνει πειστική η γενικολογία που προβάλλεται. Ούτε θα πεισθεί ο κόσμος που διαβάζει τα κείμενα που αναφέρουν πως η καταστολή αποφασίστηκε επειδή έπρεπε να περάσουν τα μέτρα της κυβέρνησης και άρα επιλέχθηκε η «τρομολαγνεία» προκειμένου να κτυπηθεί το πιο ζωντανό και δυναμικά αγωνιζόμενο κομμάτι.
Αυτές δεν είναι ερμηνείες και τοποθετήσεις που μπορούν να σταθούν. Γιατί, εκτός από τα όσα παρουσιάστηκαν ως ευρήματα από τις αρχές, υπάρχουν τα αίτια και οι αφορμές που δόθηκαν για να προχωρήσει το κράτος στις ενέργειες που οδήγησαν στις συλλήψεις και τις προφυλακίσεις.
Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε πως, ένα ακριβώς μήνα πριν το ξεκίνημα της εξάρθρωσης του Επαναστατικού Αγώνα, έπεσε νεκρός μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών στη Δάφνη ο Λάμπρος Φούντας. Και παρ’ ότι πέρασε ένας μήνας δεν υπήρξε καν μια γραπτή τοποθέτηση, ως προς τα πραγματικά, περιστατικά από τους ανθρώπους που βρίσκονταν μαζί του κατά τη συμπλοκή. Όταν οι άμεσα εμπλεκόμενοι δεν έχουν τοποθετηθεί δημόσια (κατά βάση σαν προσωπική μαρτυρία) πάνω στο γεγονός, τότε πως μπορεί να διαμαρτύρεται κάποιος για την εκδοχή που παρουσίασαν οι μπάτσοι;
Από την άλλη, υπάρχει η άποψη πως ο Λάμπρος δολοφονήθηκε. Ας το ξεκαθαρίσουμε κι αυτό. Όταν υπάρχει συμπλοκή δεν μπορούμε να μιλάμε για δολοφονία. Ενδέχεται να υπάρχει δολοφονία όταν έχει στηθεί παγίδα και για να συμβεί κάτι τέτοιο σημαίνει πως υπήρχε παρακολούθηση. Άρα όσα γράφτηκαν περί δολοφονίας ή είναι λόγια πολιτικής σκοπιμότητας ή υποστηρίζουν πως ο Λάμπρος και τα υπόλοιπα άτομα έπεσαν σε παγίδα μετά από παρακολούθηση. Δεν γίνεται να πετάγονται φράσεις στον αέρα και να μην επεξηγούνται. Αυτό δείχνει έλλειψη αυτοσεβασμού, τουλάχιστον.
Σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα, έρχεται στο μεσοδιάστημα και ο φόνος του δεκαπεντάχρονου Αφγανού, στα Πατήσια, από «τυφλή ενέργεια». Περίμενε το κράτος καλύτερη ευκαιρία από αυτήν; Συνεπώς τα πράγματα δεν είναι ξεκρέμαστα. Υπάρχουν συγκεκριμένες καταστάσεις τις οποίες εκμεταλλεύτηκε το κράτος.
Επομένως, οι κάθε είδους γενικολογίες έρχονται να συγκαλύψουν πράγματα και καταστάσεις, πληγές που έχουν κακοφορμίσει και που όσο προχωρεί η μόλυνση τόσο θα αποκόπτονται όργανα προκειμένου να μην προχωρήσει η γάγγραινα. Είναι όμως αυτό μια λύση; Είναι απελευθερωτική στάση η εγκατάλειψη στη ένοχη σιωπή που γίνεται συνενοχή;
Αλληλεγγύη δεν είναι η αποσιώπηση γεγονότων και καταστάσεων. Αλληλεγγύη είναι η ειλικρινής, ανοιχτή και ξεκάθαρη τοποθέτηση απέναντι σε ζητήματα και καταστάσεις οι οποίες, αν μη τι άλλο, καθυστερούν την ανάπτυξη λειτουργικών διεργασιών ανάμεσα στους αγωνιζόμενους ανθρώπους. Η αλληλεγγύη δεν αφορά τον στενό κύκλο των ανθρώπων που δέχονται την κρατική επίθεση. Αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να δράσει απελευθερωτικά ή βρίσκεται σε μια κατάσταση «ανοιχτής γραμμής» με τις κοινωνικές πρακτικές. Γι’ αυτό και δεν είναι ούτε θεμιτό, ούτε λειτουργικό να αγνοούνται σκόπιμα ή αθέλητα κάποια πολύ καθοριστικά δεδομένα τα οποία και πρέπει να κατατίθενται.
Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα με την σαφήνεια και την ανάλυση των πραγματικών δεδομένων που έχουν οδηγήσει σε ανεπιθύμητες καταστάσεις και πρακτικές. Ιδιαίτερα οι αναρχικοί δεν χρειάζεται να διστάζουν μπροστά στην πραγματική ανάγκη για σχέσεις ειλικρίνειας, ευθυκρισίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους αγωνιζόμενους ανθρώπους.
Αν η αλληλεγγύη μας προς διωκόμενους ανθρώπους είναι δεδομένη, το ίδιο επιτακτική και διαρκής είναι και η αλληλεγγύη προς τα υπόλοιπα αγωνιζόμενα κομμάτια. Κι αυτή εκδηλώνεται με τη σθεναρή στάση απέναντι σε ό,τι καταπατά θεμελιακές αναρχικές αλλά και απελευθερωτικές απόψεις και πρακτικές.
Η τοποθέτησή μας με ανοιχτό και ξεκάθαρο τρόπο απέναντι σε καίρια ζητήματα είναι μέρος της ουσιαστικής αλληλεγγύης. Αυτής, που ξεπερνά τις τυπικές και μηχανιστικές πρακτικές στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως και που εκφράζεται τόσο προς αυτούς που πλήττονται με άμεσο τρόπο από τη βία των μηχανισμών του κράτους την συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και γενικότερα, όσο και προς εκείνους που βρίσκονται στον κοινωνικό χώρο και δεν αποτελούν συστατικά κομμάτια των μηχανισμών καταπίεσης κι εκμετάλλευσης, αλλά είναι φύσει και εν δυνάμει ανταγωνιστικά προς αυτούς.
Όπως δεν μασήσαμε μέχρι τώρα τα λόγια μας και όπως δεν κρύψαμε τις απόψεις μας, το ίδιο θα συνεχίζουμε να κάνουμε. Συμβάλαμε και θα συνεχίσουμε να συμβάλουμε όσο γίνεται περισσότερο για να ξεκαθαρίσει ο δρόμος για την αναρχία. Γνωρίζουμε πως ποτέ δεν ήταν αυτό εύκολο, αφού οι απόψεις και οι δυνάμεις που έχουν να ωφεληθούν από την κατάσταση της θολούρας και του αποπροσανατολισμού από την αναρχία θα συνεχίσουν να παρεμβάλλουν και να προβάλλουν την μη προοπτική, τον πρακτικισμό και τα παχιά λόγια. Τα παχιά λόγια βρίσκουν λιβάδια να τραφούν όσο υπάρχουν άνθρωποι που εκστασιάζονται από την κενότητα.
Γι’ αυτό και θα υπενθυμίσουμε προς όσους προσπαθούν να σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους ή να σχηματίσουν ένα γελάκι αμηχανίας στο πρόσωπό τους, πως αν την ευθύνη για την διόγκωση και τον διασυρμό καταστάσεων και προσώπων την έχει μια μερίδα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, άλλο ένα μεγάλο μέρος ευθύνης βαραίνει όσους με την σιωπή, την φανερή και κραυγαλέα επιδοκιμασία ή την αδράνεια ενθάρρυναν, ενίσχυσαν ή ενισχύουν λογικές επαναστατισμού και αντικοινωνικού τσαμπουκά, που καλλιέργησαν και καλλιεργούν κινηματικές λογικές, οι οποίες συνιστούν την οργανωμένη δυσπιστία ενός μικρού κύκλου ατόμων απέναντι στους υπόλοιπους.
Υπάρχει, επίσης, μεγάλη ευθύνη για την ανάδειξη αριστερών ιδεολογημάτων και πρακτικών. Λογικές και πρακτικές οι οποίες «παραβλέπονται» και αποσιωπούνται στη βάση μιας επίπλαστης και ανούσιας ενότητας και αριθμητισμού. Ενός αριθμητισμού που ποτέ δεν θα οδηγήσει στην ενδυνάμωση των αναρχικών απόψεων και πρακτικών.
Η αριθμητική αύξηση των αναρχικών, για να είναι πραγματική και ουσιαστική, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας επίμονης και διαρκούς επεξεργασίας εμπειριών και αντικρατικής πρακτικής.
Από τη δική μας πλευρά έχουμε τοποθετηθεί προ πολλού σε σχέση με αυτά τα ζητήματα.
Η παρούσα κατάσταση μάς υποχρεώνει να επανέλθουμε, τονίζοντας πως είναι καιρός οι αναρχικοί να μείνουν με τους αναρχικούς, οι αυτόνομοι με τους αυτόνομους, οι αριστεροί με τους αριστερούς και οι αντιεξουσιαστές με τους αντιεξουσιαστές. Να τελειώνουμε με τον αχταρμά που μόνο επίπλαστες εικόνες κατασκευάζει, ενώ στην πράξη ενισχύει λογικές και πρακτικές που δεν έχουν σχέση με την αναρχία. Σε κάθε περίπτωση, παραμένουμε ένθερμοι υποστηρικτές της διατύπωσης που είχε κάνει εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα ο αδελφός Ερρίκο Μαλατέστα: «Καλύτερα χωρισμένοι παρά άσχημα ενωμένοι». Και θα προσθέταμε: όσο πιο ξεκάθαρος είναι ο λόγος του διαχωρισμού, τόσο καλύτερες είναι οι προοπτικές για μια ουσιαστική επανασύνθεση.
Υπάρχουν ζητήματα θεμελιακά και καθοριστικά για την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους και την αναρχική προοπτική. Σ’ αυτά, δεν τίθεται ζήτημα υποχωρήσεων. Κι ας μηρυκάζουν διάφορα σαπρόφυτα τα παραμύθια τους, ότι δήθεν η ανάδειξη της ουσιαστικής καθαρότητας των αναρχικών απόψεων και πρακτικών εμποδίζει την σύνδεση των αναρχικών με την κοινωνία και τους αγώνες της και ότι αυτό που μετράει είναι οι πρακτικές και οι πολιτικές τεχνικές που «συνδέουν».
Έχουμε ήδη αναφερθεί στις συνέπειες του πρακτικισμού5 και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Απλά θα θυμίζουμε πως η αναρχία δεν είναι κατασκεύασμα, όπως ο Μαρξισμός και η αριστερά που ζητούν να συνδεθούν και να επιβληθούν στην κοινωνία. Η αναρχία είναι εγγενής συνθήκη, άρρηκτα συνδεμένη με την ανθρωπινότητα και δεν χρειάζεται να επιζητά αυτό που ήδη υπάρχει, εφ’ όσον οι αναρχικοί είναι συστατικό αυτού που ονομάζεται κοινωνία.
Συνεπώς, αυτοί που ζητούν από τους αναρχικούς να αρνηθούν την ανάδειξη των απόψεων και πρακτικών που θα μπορέσουν να συμβάλλουν στην δημιουργία αναρχικών συνθηκών, προβάλλοντας ένα ανύπαρκτο έλλειμμα, στην ουσία τούς ζητούν να αυτοκαταργηθούν ως αναρχικοί και να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό δρόμο σκέψης, άποψης και δράσης. Αυτό που, εν μέρει, βλέπουμε να γίνεται και του οποίου τις αρνητικές επιδράσεις στην απελευθερωτική προοπτική της κοινωνίας, διαπιστώνουμε.
Η κρυψίνοια και ο δήθεν συνωμοτισμός, που στην πραγματικότητα είναι διάτρητος και ευάλωτος ανά πάσα στιγμή από τους κρατικούς μηχανισμούς, το μόνο που εξυπηρετεί είναι απλά να διαιωνίζει μια κατάσταση που συνεχώς αυξάνει τον αριθμό των φυλακισμένων ανθρώπων, που συρρικνώνει απόψεις και πρακτικές και μετατρέπει τον κοινωνικό πόλεμο σε αντιπαράθεση μιας ευάριθμης ομάδας με κρατικούς μηχανισμούς.
Αν η κοινωνική επανάσταση είναι ευθύνη, τότε η αναρχική επανάσταση είναι πολύ βαριά ευθύνη και εμείς δεν πρόκειται να την αποποιηθούμε.
Dixit et salvavi animam meam!
Συσπείρωση αναρχικών
Παραπομπές
1. Το κοινωνικόν ανιστόρητον και η εχθρότητα προς την κοινωνία, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ.66, Νοέμβριος 2007, http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=194%3A2010-07-28-22-13-56&catid=36&Itemid=50&lang=el
2. ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΟΥΝ, Διαδρομή Ελευθερίας, φ. 80, Φεβρουάριος 2009 http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=261&catid=20&Itemid=50&lang=el
3. Το κοινωνικόν ανιστόρητον και η εχθρότητα προς την κοινωνία, όπ.π.
4. Από τον πρόλογο στην Β΄ έκδοση των Ντοκουμέντων της ΟΡΓΙΣΜΕΝΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ, έκδοση Αναρχική Αρχειοθήκη).
5. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ.81 Μάρτιος 2009 http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=264&Itemid=60