Την ταχεία ανάπτυξη και συσσώρευση ενός σώματος κινητού μάγματος στον κρατήρα του ενεργού υποθαλάσσιου ηφαιστείου του Κολούμπου της Σαντορίνης, εντόπισε νέα γεωλογική έρευνα, με τη χρήση τεχνολογίας που παράγει εικόνες υψηλής ανάλυσης ιδιοτήτων σεισμικών κυμάτων, προειδοποιώντας για τη δυνατότητα να υπάρξει έκρηξη, η οποία θα επισκίαζε ακόμη και εκείνη του ηφαιστείου της Τόνγκα στον Ειρηνικό Ωκεανό, μερικούς μήνες πριν. Το μάγμα αυτό παρέμενε μη ανιχνεύσιμο μέχρι πρόσφατα στην καρδιά της Μεσογείου.
Το Κολούμπο εξερράγη για πρώτη φορά πριν από περίπου τετρακόσια χρόνια, το 1650 μ.Χ., σκοτώνοντας 70 ανθρώπους στη Σαντορίνη. Αυτή η έκρηξη, που δεν πρέπει να συγχέεται με την καταστροφική ηφαιστειακή έκρηξη της Θήρας (Σαντορίνη) που συνέβη γύρω στο 1600 π.Χ., προκλήθηκε από την ανάπτυξη δεξαμενών μάγματος κάτω από την επιφάνεια του Κολούμπο, αναφέρει η επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Geochemistry, Geophysics, Geosystems. Τώρα οι ερευνητές λένε ότι το μάγμα στον κρατήρα του υποθαλάσσιου ηφαιστείου τείνει να αποκτήσει παρόμοιο όγκο. Η είναι η πρώτη που χρησιμοποίησε την τεχνολογία της σεισμικής απεικόνισης αντιστροφής πλήρους κυματομορφής για να αναζητήσει αλλαγές στη μαγματική δραστηριότητα κάτω από την επιφάνεια των υποθαλάσσιων ηφαιστείων κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου, όπου βρίσκεται το Κολούμπο.
Τα χαρακτηριστικά του μαγματικού συστήματος στο Κολούμπο υποδηλώνουν μια εξαιρετικά ισχυρή έκρηξη, παρόμοια αλλά μικρότερου μεγέθους από την πρόσφατη έκρηξη του Hunga Tonga-Hunga Ha'apai στο μέλλον, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης. Αν και ο κίνδυνος δεν φαίνεται να είναι επικείμενος, μια έκρηξη στο ηφαίστειο Κολούμπο θα μπορούσε να είναι πιο καταστροφική από την έκρηξη της Τόνγκα λόγω της γειτνίασής του με το πληθυσμιακό κέντρο της Σαντορίνης, που βρίσκεται μόλις 7 χιλιόμετρα (4 μίλια) από το ηφαίστειο.
Το Κολούμπο βρίσκεται σε ένα σχετικά ρηχό μέρος της Μεσογείου Θάλασσας σε βάθος περίπου 500 μέτρων (1600 πόδια), το οποίο σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις είναι πιθανό να ενισχύσει την εκρηκτικότητά του. Ένα τσουνάμι και μια στήλη έκρηξης ύψους δεκάδων χιλιομέτρων με μεγάλες ποσότητες τέφρας προβλέπεται να συμβούν όταν εκραγεί το Κολούμπο.
Σύμφωνα με τη μελέτη, μια σημαντικά μειωμένη ταχύτητα των σεισμικών κυμάτων που ταξιδεύουν κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας υποδηλώνει την παρουσία ενός κινητού θαλάμου μάγματος κάτω από το Κολούμπο. Τα χαρακτηριστικά των ανωμαλιών των κυμάτων χρησιμοποιήθηκαν για να αποκτηθεί μία καλύτερη εικόνα για τους πιθανούς κινδύνους που μπορεί να παρουσιάζει ο θάλαμος μάγματος. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντάκτες της έρευνας ζητούν από τις αρμόδιες εγχώριες και διεθνείς αρχές να χρηματοδοτήσουν τη δημιουργία μόνιμων σταθμών παρακολούθησης της ηφαιστειακής δραστηριότητας, κάνοντας χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Σύμφωνα με τον Kajetan Chrapkiewicz, γεωφυσικό στο Imperial College του Λονδίνου και επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης, τα υπάρχοντα δεδομένα για τα υποθαλάσσια ηφαίστεια στην περιοχή ήταν αραιά και θολά, αλλά η πυκνή σειρά σεισμικών ενδείξεων και η αναστροφή πλήρους κυματομορφής τους επέτρεψε να την απόκτηση πολύ καλύτερων εικόνων από πριν. Το μάγμα που απεικονίζεται στις εικόνες από το Κολούμπο αυξάνεται σε μέγεθος κατά 4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως από την έκρηξη του 1650. Ο συνολικός όγκος τήγματος που έχει συσσωρευτεί στον κρατήρα του μάγματος κάτω από το Κολούμπο είναι 1,4 κυβικά χιλιόμετρα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Σύμφωνα με τον Chrapkiewicz, εάν ο σημερινός ρυθμός ανάπτυξης του κρατήρα μάγματος συνεχιστεί, κάποια στιγμή στα επόμενα 150 χρόνια το Kolumbo θα μπορούσε να φτάσει τα 2 κυβικά χιλιόμετρα όγκου τήγματος που εκτιμήθηκε ότι θα οδηγούσαν σε μια έκρηξη παρόμοια με του 1650. «Αν και οι όγκοι του ηφαιστειακού τήγματος μπορούν να εκτιμηθούν, δεν υπάρχει τρόπος να πούμε με βεβαιότητα πότε θα εκραγεί το Κολούμπο στη συνέχεια», προειδοποίησε ο επιστήμονας.
Ο Jens Karstens, γεωφυσικός στο GEOMAR Helmholtz Center for Ocean Research Kiel, υπογράμμισε τη σημασία των πρόσφατων ευρημάτων: «Με μελέτες όπως αυτή, μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το πώς λειτουργούν οι ηφαιστειακές δομές, τι να περιμένουμε και πού να το περιμένουμε και μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να σχεδιάσουμε συστήματα παρακολούθησης για υποβρύχια ηφαίστεια».
Η μελέτη συμβάλλει σημαντικά στην αυξανόμενη βάση δεδομένων που υπάρχουν για το Κολούμπο -του πιο ενεργού υποθαλάσσιου ηφαιστείου στη Μεσόγειο- και στους κινδύνους που εγκυμονεί.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η τεχνολογία αναστροφής πλήρους κυματομορφής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό παρόμοιων δεξαμενών μάγματος που κρύβονται κάτω από άλλα ενεργά υποθαλάσσια ηφαίστεια, αλλά μπορεί να είναι μια χωρικά περιοριστική και χρονοβόρα διαδικασία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές, όπως π.χ. γεωτρήσεις ηφαιστειακών ιζημάτων και σεισμογραφική παρακολούθηση, για να δημιουργηθεί μια καλύτερη ιδέα για το τι πραγματικά συμβαίνει κάτω από τα υποθαλάσσια ηφαίστεια.
πηγη: https://www.efsyn.gr