Η παρακάτω συνέντευξη του Δημήτρη Χατζηπέμου[1] στον Peter Constantine[2] δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Hopscotch Translation και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιάννη Γρηγορίου.
«Όταν πεθαίνει μια γλωσσική κοινότητα, ο κόσμος χάνει το σύνολο των ιδεών που χαρακτηρίζουν μοναδικά αυτόν τον πολιτισμό και τον πλούτο των εννοιών οι οποίες μπορούν να εκφραστούν μόνο στη συγκεκριμένη γλώσσα. Οι ιστορίες που ένωναν για αμέτρητες γενιές τα μέλη μιας κοινότητας δεν θα διεγείρουν ποτέ ξανά την καρδιά και το πνεύμα.»
Από τη δήλωση προγραμματικών αρχών του The Language Conservancy Project
Σήμερα στην Ελλάδα οι μη ελληνικές γλώσσες, όπως τα αρβανίτικα, τα γκαγκαβούζικα, τα πομάκικα και τα βλάχικα, κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Πρόκειται για προφορικές γλώσσες χωρίς σύστημα γραφής. Αν και είναι ευρωπαϊκές γλώσσες, παραδόξως δεν έχουν ερευνηθεί και καταγραφεί στον βαθμό που θα έπρεπε.
Στη συζήτηση που ακολουθεί, συνομιλώ με έναν νεαρής ηλικίας Ελληνοβέλγο μεταφραστή, τον Δημήτρη Χατζηπέμου, για τη μεταφραστική δουλειά του στα αρβανίτικα, μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από τους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους του χωριού από το οποίο κατάγεται, του Τυχερού Έβρου. Από όσο γνωρίζω, ο Δημήτρης και εγώ είμαστε οι μόνοι μεταφραστές των αρβανίτικων, αν και οι διάλεκτοί μας διαφέρουν αρκετά, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κάποιες φορές είναι αμοιβαία ακατάληπτες, μιας και περισσότερα από οχτακόσια χιλιόμετρα χωρίζουν το χωριό του Δημήτρη από τις αρβανίτικες κοινότητες του Γαργηττού και της Κορινθίας με τις οποίες έχω βαθείς δεσμούς. Η κοινότητα του Δημήτρη κουβαλά μια τραγική ιστορία, μιας και τα μέλη της έπεσαν θύματα εθνοκάθαρσης κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Ολόκληρη η κοινότητα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα χωριά της –Ιμπρίκτεπε και Σουλτάνκιοϊ– στις όχθες του ποταμού Έβρου.
Την ώρα που σε όλο τον κόσμο γλώσσες πεθαίνουν με αυξανόμενο και ανησυχητικό ρυθμό, απειλώντας τη γλωσσική βιοποικιλότητα του πλανήτη μας, τόσο μεταφραστές/τριες, γλωσσολόγοι και εθνογράφοι όσο και οι τελευταίοι ομιλητές/τριες των ετοιμοθάνατων γλωσσών σπεύδουν να καταγράψουν και να μεταφράσουν προφορικά κείμενα και αφηγήσεις πριν αυτά χαθούν για πάντα. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ξεχωριστό στη μεταφραστική δουλειά του Δημήτρη είναι ότι δεν μεταφράζει μόνο από τα αρβανίτικα στα ελληνικά, όπως θα περιμέναμε, αλλά μεταφράζει και διάφορα κείμενα στα αρβανίτικα. Πρόκειται σαφώς για ένα απρόσμενο εγχείρημα, από τη στιγμή μάλιστα που ακόμα και οι μεγάλοι σε ηλικία συγχωριανοί του δεν μιλούν πια άπταιστα τη γλώσσα. Όπως όμως επισημαίνει ο ίδιος, η δημιουργία κειμένων σε μια γλώσσα που ως τώρα τα στερείται είναι ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια επανασύνδεσης μιας κοινότητας με τη γλώσσα της.
***
Peter Constantine: Είσαι ο μόνος που μεταφράζει από και προς τα αρβανίτικα, μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από τα μεγάλα σε ηλικία μέλη της κοινότητάς σου. Απ’ ό,τι φαντάζομαι, οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους, όπως σε πολλά από τα αρβανίτικα χωριά σε όλη την Ελλάδα, δεν μιλούν άπταιστα τη γλώσσα. Εσείς μιλούσατε αρβανίτικα στο σπίτι όταν ήσουν παιδί;
Δημήτρης Χατζηπέμου: Στο σπίτι μιλούσαμε ελληνικά και γαλλικά, στο σχολείο φλαμανδικά. Αν και έχω γερούς δεσμούς με το χωριό καταγωγής μου, το Τυχερό, μεγάλωσα στο Βέλγιο. Άκουσα πρώτη φορά να μιλάνε για τα αρβανίτικα όταν ήμουν οχτώ χρονών. Καθόμασταν γύρω από ένα τραπέζι στο ελληνικό εστιατόριο του πατέρα μου στις Βρυξέλλες με τον νονό μου, ο οποίος κατάγεται από το ίδιο χωριό, και εκείνος παρατήρησε ότι εγώ μεγάλωνα μιλώντας τρεις γλώσσες –ελληνικά, γαλλικά, φλαμανδικά– σημειώνοντας ότι η οικογένειά μας ήταν πάντοτε πολύγλωσση. Άρχισαν με τον πατέρα μου να μετρούν τις γλώσσες που μιλούσαν και στο τέλος, σαν δεύτερη σκέψη, ο νονός μου είπε: «Ξεχάσαμε τ’ αρβανίτικα». Τότε και οι δύο ξέσπασαν σε γέλια.
PC: Ξέχασαν να αναφέρουν την προγονική τους γλώσσα;
ΔΧ: Για να πούμε την αλήθεια, την ανέφεραν στο τέλος, ας το δούμε θετικά αυτό. Οι γηγενείς γλώσσες στη βόρεια Ελλάδα, όπως τα αρβανίτικα, τα γκαγκαβούζικα και οι τοπικές σλάβικες γλώσσες, δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ. Είναι εκπληκτικό πόσοι εικοσάχρονοι και τριαντάχρονοι Έλληνες και Ελληνίδες δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν αυτόχθονες γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα και δεν είναι ούτε διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας ούτε προέρχονται από εκείνη. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο ότι ο πατέρας και ο νονός μου δεν θεωρούσαν τα αρβανίτικα μια γλώσσα ισότιμη με τις υπόλοιπες.
PC: Κάποιοι στα χωριά μας στην Κόρινθο λένε ότι τα αρβανίτικα δεν είναι καν γλώσσα, αλλά ένα συνονθύλευμα από αρχαίες, μη ελληνικές λέξεις. Όμως, οι ίδιοι άνθρωποι συχνά ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μια αρχαία γλώσσα, ομηρική, ή ακόμα και πελασγική, και επομένως αρχαιότερη των ελληνικών. Αποκαλείται, επίσης, «γλώσσα των πουλιών», ίσως επειδή είναι μελωδική και εφήμερη –εφήμερη με την έννοια ότι πρόκειται για προφορική γλώσσα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, είναι μια γλώσσα περιθωριοποιημένη και λοιδορημένη.
ΔΧ: Τα αρβανίτικα γενικά υποτιμούνται, θεωρούνται συχνά κράμα διάφορων γλωσσών: μεσαιωνικών αλβανικών, ελληνικών, τουρκικών και λίγων σλαβικών. Από την άλλη όμως οι άνθρωποι στα χωριά ισχυρίζονται ότι πρόκειται για την πρώτη γλώσσα στον κόσμο, ότι οι πρώτες λέξεις που αντάλλαξαν ο Θεός και ο Αδάμ ήταν στα αρβανίτικα! Αν και συνήθως το λένε χαμογελώντας, μερικές φορές αναρωτιέμαι αν σοβαρολογούν ή όχι. Όταν λοιπόν ρώτησα τον πατέρα μου τι είναι τα αρβανίτικα, το μόνο που είπε ήταν: «Τα μιλούσαμε στο χωριό». Όταν ο πατέρας και ο νονός μου ανέφεραν για πρώτη φορά τα αρβανίτικα εκείνη τη μέρα στο εστιατόριό μας, άρχισαν να τα μιλάνε λίγο διστακτικά, σαν να μη θυμούνταν πια καλά τη γλώσσα ύστερα από τόσα χρόνια. Τότε ήταν που ξεκίνησα την πρώτη μεταφραστική μου εργασία, ένας εκκολαπτόμενος μεταφραστής οχτώ ετών, άρπαξα ένα φύλλο απ’ το μπλοκ-δελτίο παραγγελιών και άρχισα να το μουντζουρώνω με λέξεις και φράσεις, να τις μεταφράζω στα ελληνικά και τα φλαμανδικά.
PC: Έφτιαξες τη δική σου Στήλη της Ροζέτας.
ΔΧ: [γέλια] Μια πολύ ταπεινή Στήλη της Ροζέτας, όμως θα μπορούσες να το πεις και έτσι, μιας και τα αρβανίτικα είναι μια προφορική γλώσσα που δεν έχει καθόλου ή σχεδόν καθόλου καταγραφεί. Ωστόσο, αυτή η πρώτη μεταφραστική προσπάθεια ήταν εξαιρετικά σημαντική για μένα, σαν ένα σημείο καμπής. Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα, είχα τις κεραίες μου στραμμένες στη γλώσσα –έπιανα κομμάτια της όταν οι συγχωριανοί μου στο Τυχερό χρησιμοποιούσαν λέξεις και φράσεις στα αρβανίτικα. Ήταν μια γλώσσα πανταχού παρούσα, αρκεί να είχες τ’ αυτιά σου ανοιχτά.
PC: Μετά από εκείνες τις πρώτες λέξεις που έμαθες παιδί και τις πρώτες προσπάθειές σου να μεταφράσεις από τα αρβανίτικα, πώς έφτασες να μελετάς τη γλώσσα; Συνέχισες να μαθαίνεις αρβανίτικα και ως έφηβος;
ΔΧ: Έπρεπε να ξεκινήσω τις σπουδές μου στη γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης για να αποκτήσω τα εργαλεία και τη γνώση που χρειάζονταν ώστε να είμαι σε θέση να διεξάγω μια κανονική γλωσσολογική έρευνα. Κατόπιν, άρχισα ν’ αναζητώ ομιλητές/τριες των αρβανίτικων, άρχισα ν’ αναζητώ τρόπους να καταγράψω αυτή τη μη καταγεγραμμένη γλώσσα και έτσι κατέληξα να μεταφράζω από και προς τα αρβανίτικα.
PC: Πάντα πίστευα πως είναι σκανδαλώδες ότι πρακτικά δεν υπάρχει καμία καταγραφή των αρβανίτικων, ότι δεν υπάρχουν καθόλου εργαλεία εκμάθησης της γλώσσας. Δύο Γερμανοί γλωσσολόγοι έκαναν σημαντική δουλειά πεδίου τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όμως η δουλειά τους δεν είναι διαθέσιμη σ’ εμάς. Αναφέρομαι κυρίως στην περίπτωση του Jürgen Sasse, ο οποίος δούλευε πάνω σε μια τετράτομη γραμματική και καταγραφή των αρβανίτικων πριν πεθάνει. Υπάρχει, επίσης, ο Έλληνας γλωσσολόγος και εθνογράφος Τίτος Γιοχάλας.
ΔΧ: Είναι όντως σκανδαλώδες ότι δεν υπάρχουν εργαλεία εκμάθησης, γραμματικές και λεξικά. Ο Τίτος Γιοχάλας έκανε επιτόπιες και γλωσσολογικές έρευνες σχεδόν σε όλες τις αρβανίτικες κοινότητες της Ελλάδας. Εκτός των άλλων, έγραψε μια μονογραφία για τους Αρβανίτες του Έβρου, εκεί όπου βρίσκεται και το δικό μου χωριό. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον και εκτενές γλωσσάρι, πρόκειται για τη μοναδική σοβαρή έρευνα πάνω στη γλώσσα μας. Προσπάθησα ν’ ακολουθήσω το παράδειγμά του και τις μεθόδους του όταν ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στα αρβανίτικα.
PC: Αναφέρεσαι στη μεταφραστική σου δουλειά;
ΔΧ: Λίγο πριν ξεκινήσω να μεταφράζω, θα έλεγα. Απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν γραπτές πηγές των αρβανίτικων, έπρεπε να δημιουργήσω εγώ ο ίδιος κάποιες. Έτσι, λοιπόν, άρχισα να καταγράφω τραγούδια, προφορικές παραδόσεις, ιστορίες και πάει λέγοντας. Ηχογράφησα ανθρώπους να μιλούν και να τραγουδούν, ύστερα μετέγραψα τα πάντα, προκειμένου να έχω υλικό να αναλύσω και να επεξεργαστώ.
PC: Ποια ήταν τα πρώτα βήματά σου στη μετάφραση;
ΔΧ: Ξεκίνησα με μικρά βήματα, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα. Στην αρχή, το μεγαλύτερο μέρος της μεταφραστικής μου δουλειάς αφορούσε την εκμάθηση και, κατά κάποιον τρόπο, τη διαιώνιση της γλώσσας, τη δημιουργία κειμένων, κάτι εξαιρετικά αναγκαίο.
PC: Ο μεταφραστής ως συντηρητής της γλώσσας.
ΔΧ: Ακριβώς. Ξεκίνησα συγκεντρώνοντας τα τραγούδια, τις ιστορίες, τα ρητά και τις παροιμίες που μπορούσα να βρω και τα μετέφρασα στα ελληνικά. Στην πραγματικότητα, αυτό με βοήθησε να μάθω τη γλώσσα. Μετά άρχισα να κάνω το αντίστροφο. Η πρώτη μου μετάφραση στα αρβανίτικα ήταν ένα σύντομο σλόγκαν, μεγάλης όμως σημασίας για μένα. Συνεργάστηκα με ντόπιους καλλιτέχνες –με επικεφαλής μια χαρισματική κοπέλα ονόματι Βίκυ– οι οποίοι ήθελαν να γράψουν με χρώματα το «Lieben und Arbeiten» του Sigmund Φρόιντ σ’ έναν τοίχο κοντά στην πλατεία του χωριού. «Να αγαπάς και να εργάζεσαι», η συνταγή του Φρόιντ για μια ευτυχισμένη ζωή.
PC: Πόσο ενδιαφέρον! Θα μείνω έκπληκτος αν το δω γραμμένο σε κάποιον τοίχο των αρβανίτικων χωριών της Κορινθίας. Δεν νομίζω να ξέρουν ποιος είναι ο Φρόιντ…
ΔΧ: Σ’ ένα άρθρο μιας ελληνικής εφημερίδας του 1879 η κοινότητά μας περιγραφόταν ως «όασις εν ερήμω» όσον αφορά την παιδεία, μιας και «εις τα λοιπά χωρία» επικρατούσε «ζόφος και αμάθεια». Νομίζω πως είχαμε πάντα ένα καλό σύστημα βασικής εκπαίδευσης και θα περιέγραφα τους συγχωριανούς μου ως πνευματώδεις, οξύνοες και φιλογράμματους. Είμαστε όμως μια γεωργική κοινωνία, οπότε φαντάζομαι πως οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Φρόιντ… Πιστεύω, όμως, ότι κάποιοι απ’ τη νέα γενιά τον έχουν τουλάχιστον ακουστά.
PC: Ποιο ήταν το αντικείμενο αυτού του πρώτου μεταφραστικού σου εγχειρήματος;
ΔX: Σκοπός των εν λόγω καλλιτεχνών ήταν να γράψουν ρητά με θετικό μήνυμα στα αρβανίτικα. Εσκεμμένα έγραψαν τα ρητά αυτά σε εγκαταλειμμένους δημόσιους τοίχους: παραμελημένους, ξεφλουδισμένους, ετοιμόρροπους τοίχους, άσχημους τοίχους. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το συγκεκριμένο μεταφραστικό εγχείρημα είχε και μια ακτιβιστική διάσταση. Τα αρβανίτικα έχουν αποκηρυχθεί και κυνηγηθεί με πολλούς τρόπους όχι μόνο από την Ελλάδα ως έθνος αλλά και από τους ανθρώπους που τα μιλούσαν. Αν ζωγραφίζαμε πάνω σε τοίχους σλόγκαν στα αρβανίτικα, σαν γκραφίτι, και κάποιοι ή οι τοπικές αρχές ήθελαν να τα σβήσουν, θα έπρεπε να ασβεστώσουν τους άσχημους, εγκαταλειμμένους τοίχους. Αν μη τι άλλο, το μεταφραστικό μας εγχείρημα θα συνέβαλε σ’ ένα πιο καθαρό χωριό! Ωστόσο, η ανταπόκριση στο εγχείρημά μας ήταν τόσο θετική που ο δήμαρχος μάς ζήτησε να κάνουμε ακόμα δύο γκραφίτι, ένα στην κεντρική πλατεία και ένα στον συναυλιακό χώρο του χωριού δίπλα στο ανοικτό αμφιθέατρο. Με άλλα λόγια, σε δύο σημαντικούς δημόσιους χώρους.
PC: Άρα ο Φρόιντ ήταν το πρώτο μεταφραστικό σου εγχείρημα.
ΔΧ: Ναι, αλλά η μετάφραση αυτών των τριών λέξεων αποδείχτηκε τελικά πιο δύσκολη απ’ ό,τι περίμενα. Απ’ την αρχή συνάντησα κάποια βασικά γλωσσολογικά εμπόδια. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, συναντήσαμε, μιας και οι μεταφράσεις ήταν πάντοτε ομαδική δουλειά. Χρειάστηκε να χτυπήσω πόρτες και να ρωτήσω τους μεγαλύτερους σε ηλικία συγχωριανούς μου για τη μία ή την άλλη λέξη, για τη μία ή την άλλη γραμματική δομή. Η πρόκληση για την εν λόγω μετάφραση ήταν ότι ούτε στα αρβανίτικα ούτε στα νέα ελληνικά τα απαρέμφατα λειτουργούν με τον τρόπο που λειτουργούν στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Έτσι, λοιπόν, μεταφράσαμε τη γερμανική φράση χρησιμοποιώντας την ελληνική υποτακτική, τe ντούαςς δε τe πουνόνjeςς, «να αγαπάς και να εργάζεσαι».
PC: Έχουν ενδιαφέρον οι λεξιλογικές διαφορές μεταξύ των διαλέκτων μας. Τe πουνόνjeςς σε μας σημαίνει «να οργώνεις τη γη».
ΔΧ: Σε μας δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ του να εργάζεσαι γενικά και του να δουλεύεις στα χωράφια, νομίζω ότι σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια ψευδόφιλη λέξη μεταξύ των δύο διαλέκτων. Η μετάφραση των σλόγκαν μετατράπηκε σ’ ένα μικρό, αλλά σημαντικό εγχείρημα και προκάλεσε πολλές συζητήσεις, καθιστώντας τη γλώσσα λίγο πιο ορατή. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID μεταφράσαμε επίσης τα σλόγκαν μμπάjνι μεjντάν, δηλαδή «Κρατάτε αποστάσεις» και βέρνι μάσκeν, δηλαδή «Φορέστε μάσκα» για τις σχετικές αφίσες. Οι κάτοικοι του χωριού ήρθαν αντιμέτωποι με την προγονική μας γλώσσα και, μέσω αυτών των μικρών μεταφράσεων, η γλώσσα έγινε θέμα συζήτησης. Στην πρώτη προσπάθεια μετάφρασης του ρητού του Φρόιντ, το τe ντούαςς, «να αγαπάς», εξελίχτηκε σε φλέγον ζήτημα, καθώς σημαίνει επίσης «να θέλεις». Οι συγχωριανοί μου προβληματίστηκαν από το γεγονός ότι στη γλώσσα μας δεν φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ της επιθυμίας και της αγάπης.
PC: Έτσι, λοιπόν, στα αρβανίτικα ο Φρόιντ θα μπορούσε να είχε πει «Να θέλεις και να οργώνεις τη γη». Στη δική μας πελοποννησιακή διάλεκτο θα χρησιμοποιούσαμε την αρβανίτικη εκδοχή της ελληνικής λέξης «αγάπη». Θα λέγαμε τe αγαπίσεςς για το «να αγαπάς». Στις μεταφράσεις σου προσπάθησες να αποφύγεις λέξεις με ελληνική ρίζα ή δεν χρησιμοποιείτε την παραλλαγή της λέξης «αγάπη» στη δική σας διάλεκτο;
ΔΧ: Η μεταφραστική πολιτική που ακολούθησα δεν αποκλείει καμία από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στην κοινότητά μας. Ούτε επιχειρώ να δημιουργήσω μια καθαρή, εξιδανικευμένη γλώσσα. Απλά δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «αγάπη» στη διάλεκτό μας. Πιστεύω ότι σε μια μετάφραση, ιδιαίτερα στις μεταφράσεις που γίνονται προς μια γλώσσα που είναι υπό εξαφάνιση, είναι ζωτικής σημασίας να μένουμε πιστοί στην αλήθεια, στη γλώσσα, στον τρόπο που μιλιέται, και να μην έχουμε τη δική μας ατζέντα, όπως η εκκαθάριση της γλώσσας από λέξεις που δεν έχουν αρβανίτικη ρίζα.
PC: Πολύ σωστή επισήμανση. Υπάρχουν κάποιες υπό εξαφάνιση γλωσσικές κοινότητες που όντως πασχίζουν να επιτύχουν μια τέτοια εκκαθάριση, αφαιρώντας λέξεις που δεν είναι γέννημα-θρέμμα της γλώσσας τους. Σαν να αφαιρούσαμε απ’ τα αγγλικά όλες τις μη αγγλοσαξονικές λέξεις, για παράδειγμα.
ΔΧ: Θα πρέπει επίσης να είμαστε σίγουροι ότι οι μεταφράσεις μας αντιπροσωπεύουν τη διάλεκτό μας όπως μιλιούνταν από ολόκληρη την κοινότητα: όταν αναλύω μια συγκεκριμένη λέξη ή όταν αποφασίζω να τη χρησιμοποιήσω σε μια μετάφραση, συχνά απευθύνομαι στα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της κοινότητάς μας για να διπλο- και τριπλοτσεκάρω ότι είναι οι σωστές. Αν βασιστείς σε έναν μόνο ομιλητή ως πηγή ή ως συμμεταφραστή, μπορεί να πέσεις στην παγίδα να εστιάσεις σε μία ιδιόλεκτο. Κι αν η μετάφρασή σου δεν είναι κατανοητή απ’ την πλειοψηφία των γηγενών ομιλητών, τότε ποιο το νόημα;
PC: Υπήρξαν κάποιοι απ’ το χωριό που αμφισβήτησαν τις επιλογές που έκανες στη μετάφραση των σλόγκαν;
ΔΧ: Στις αφίσες για τον COVID κάποιοι απ’ το χωριό είχαν αντιρρήσεις για τη λέξη μεjντάν. Θεώρησαν ότι ήταν πολύ τούρκικη, προσθέτοντας ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κάποια γνήσια αρβανίτικη λέξη.
PC: Είναι η τούρκικη λέξη mejdan που σημαίνει «πλατεία»; Χρησιμοποιείται για να δηλώσει απόσταση;
ΔΧ: Η αρβανίτικη και η τούρκικη λέξη συνδέονται ετυμολογικά, όμως εμείς χρησιμοποιούμε το μεjντάν για να περιγράψουμε έναν ανοιχτό χώρο, την άπλα. Τα παλιά χρόνια, δεν υπήρχε ανάγκη για ουσιαστικά όπως η «απόσταση», μάλλον θα λέγαμε απλά «μείνετε μακριά ο ένας απ’ τον άλλον». Αρχικά, σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω την αλβανική λέξη distancë, αλλά, επειδή ετυμολογικά προέρχεται από τα λατινικά, δεν μου φάνηκε βιώσιμη. Μιας και δεν είναι κατανοητή στους κατοίκους του χωριού με μητρική γλώσσα τα αρβανίτικα, κρατήσαμε το μεjντάν. Η λέξη μεjντάν ήταν οικεία στους περισσότερους και με αυτή διατηρήσαμε την ξύλινη γραφειοκρατική γλώσσα η οποία ταίριαζε σε μια αφίσα με οδηγίες από το επίσημο κράτος.
PC: Ανέφερες ότι σκέφτηκες να χρησιμοποιήσεις στη μετάφρασή σου την αλβανική λέξη distancë. Για ποιο λόγο θα επέλεγες μια αλβανική λέξη; Επειδή τα αλβανικά είναι η πιο κοντινή στα αρβανίτικα τυποποιημένη γλώσσα μιας και έχουν κοινό πρόγονο;
ΔΧ: Ακριβώς. Στη βιβλιοθήκη του Ελληνικού Κοινοβουλίου μπορείς να βρεις παλιές εφημερίδες οι οποίες μας αναφέρουν ως «αλβανόφωνους» ή ακόμη και «Ελληνοαλβανούς». Η διάλεκτος των αρβανίτικων που μιλώ εγώ είναι αρκετά κοντά στις διαλέκτους των αλβανικών που μιλιούνται σήμερα στη νοτιοανατολική Αλβανία, μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον μέχρι ενός σημείου. Μερικές φορές, όταν δεν βρίσκουμε μια λέξη, βγάζει νόημα ν’ ανοίξουμε ένα αλβανικό λεξικό και, στη συνέχεια, να διπλοτσεκάρουμε με τους γηραιότερους αν η αλβανική λέξη ξυπνά μνήμες και αν, τελικά, υπάρχει αντίστοιχή της στη διάλεκτό μας ή όχι.
PC: Στις διαλέκτους των αρβανίτικων στην Αττική και την Πελοπόννησο υπάρχουν λέξεις για την «απόσταση», όπως η αλαργεσίρe. Θα σκεφτόσουν να δανειστείς λέξεις από άλλες διαλέκτους των αρβανίτικων σε περίπτωση που οι κάτοικοι του Τυχερού δεν μπορούν να θυμηθούν κάποιες λέξεις;
ΔΧ: Ο δανεισμός λέξεων από άλλες διαλέκτους των αρβανίτικων θα μπορούσε να είναι μια λύση. Θα μπορούσαμε έτσι να κάνουμε κάποια βήματα προς την τυποποίηση της γλώσσας. Όμως πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να γίνει από εμάς ως κοινότητα, μέσω κάποιας επιτροπής ή ιδρύματος, και όχι μόνο από εμένα. Προσωπικά, πιστεύω ότι το ουσιαστικό «απόσταση» καθεαυτό ίσως να μην υπήρχε ποτέ στο λεξιλόγιό μας. Υπάρχουν ακόμα αρκετοί άνθρωποι που μιλάνε καλά τη γλώσσα και έτσι μπόρεσα να το διασταυρώσω. Γενικά, όταν ρωτώ τους ανθρώπους αυτούς για κάποιες αφηρημένες έννοιες, συχνά συνειδητοποιώ ότι το θέμα δεν είναι μια λέξη που γνώριζαν και την έχουν πια ξεχάσει. Πρόκειται για ουσιαστικές διαφορές στον τρόπο που σκέφτονται, στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα γενικότερα. Και σ’ εμάς το λαργκ, η ρίζα της λέξης αλαργεσίρe, σημαίνει μακριά. Όμως ο κόσμος μέσα στον οποίο εξελίχθηκαν τα αρβανίτικα ήταν διαφορετικός απ’ τον δικό μας κόσμο σήμερα, είχαν άλλη κοσμοθεωρία τότε. Μερικές φορές κάποιες έννοιες γίνονται αντιληπτές μ’ έναν διαφορετικό τρόπο.
PC: Σε μια προηγούμενη συνομιλία μας μου ανέφερες ότι η διάλεκτός σας δεν έχει λέξη για το «δέντρο», όμως υπάρχουν εκατοντάδες λέξεις για τα διάφορα είδη δέντρων. Στη δική μας πελοποννησιακή διάλεκτο παρατήρησα ότι υπάρχουν άπειρες λέξεις για τα διάφορα είδη κατσίκας, ανάλογα με το χρώμα τους, την ηλικία τους, το σχήμα των κεράτων τους. Για κάθε εκατοστό αργαλειού, για κάθε εκατοστό φούρνου υπάρχει και μία λέξη!
ΔΧ: Εκείνοι οι άνθρωποι δούλευαν όλη μέρα με τα ζώα, τα έβγαζαν για βοσκή στην πεδιάδα, άρα υπήρχε λόγος που είχαν τόσες λέξεις για το φυσικό τους περιβάλλον, λέξεις πιο ακριβείς από αυτές που έχουμε εμείς σήμερα. Η γιαγιά του πατέρα μου δεν μίλαγε σχεδόν καθόλου ελληνικά και ήταν ένας πολύ εκφραστικός άνθρωπος. Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι η γλώσσα μας δεν είναι τόσο πλούσια ώστε όσες και όσοι την μιλούν να μπορούν να εκφραστούν πλήρως. Είναι κάτι που δυσφημεί τους πρόγονούς μας. Γνώριζαν πράγματα που δεν γνωρίζουμε εμείς σήμερα. Σήμερα έχουμε λέξεις όπως «διαδίκτυο», «συστήματα συναγερμού», «μπαταρία». Αυτά δεν υπήρχαν στα χωριά μας εκατό χρόνια πριν. Η κοινοτική και η καθημερινή ζωή ήταν διαφορετικές απ’ ό,τι σήμερα, άρα η γλώσσα των ανθρώπων ήταν προσαρμοσμένη στις συνθήκες ζωής και τις ανάγκες τους στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
PC: Ήρθες στις μεταφράσεις σου αντιμέτωπος με το πρόβλημα της μετάφρασης σύγχρονων λέξεων και εννοιών;
ΔΧ: Βέβαια. Για παράδειγμα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει στα αρβανίτικα λέξη για τη «συγχώρεση».
PC: Απίστευτο! Θα έλεγες ότι η «συγχώρεση» είναι σύγχρονη λέξη;
ΔΧ: Για εμάς είναι μια μοντέρνα λέξη, ή ας πούμε μια μοντέρνα έννοια, καθώς δεν έχουμε δική μας λέξη. Χρησιμοποιούμε την ελληνική λέξη όταν θέλουμε να πούμε «συγνώμη». Σίγουρα πάντως το να ζητάς συγχώρεση δεν ήταν κάτι σύνηθες στο παρελθόν, όταν οι κάτοικοι του χωριού ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μονόγλωσσοι στα αρβανίτικα.
PC: Στις δικές μας διαλέκτους στην Αττική και την Πελοπόννησο έχουμε αρκετές λέξεις για τη «συγχώρεση». Μιας και οι κοινότητές μας είναι πολύ θρησκευόμενες, τις ακούς διαρκώς. Για παράδειγμα, δεν αναφέρουμε ποτέ το όνομα ενός εκλιπόντος χωρίς τη φράση ντελίερε τε ιέτε, δηλαδή «ας τον συγχωρήσει ο Θεός».
ΔΧ: Πολύ ενδιαφέρον! Το έχουμε κι εμείς: ι νντύερι για έναν άντρα και ε νντύερα για μια γυναίκα, το οποίο κυριολεκτικά σημαίνει «συγχωρεμένος/η». Λέμε, ακόμα, ντίε Ζοτ, «Θεός σχωρέστον». Ωστόσο, φαίνεται ότι κανείς στο Τυχερό ή στα γύρω αρβανίτικα χωριά δεν γνωρίζει κάποια λέξη με την οποία μπορείς να ζητήσεις από κάποιον «συγχώρεση». Έχετε κάποιον τρόπο να ζητήσετε «συγνώμη» στην πελοποννησιακή διάλεκτο;
PC: Ναι, έχουμε, λέμε ντελίε μe, που κυριολεκτικά σημαίνει «συγχώρεσέ με».
ΔΧ: Ενδιαφέρον. Ρώτησα όλους τους μεγάλους σε ηλικία συγχωριανούς μου, αλλά τίποτα. Νομίζω ότι απλά χρησιμοποιούν την ελληνική λέξη.
PC: Κι εμείς χρησιμοποιούμε ελληνικές λέξεις και φράσεις, αναλόγως την περίσταση.
ΔΧ: Θυμάμαι να λέω στον παππού μου: «Φαντάσου ότι περπατάς στο παζάρι και πέφτεις πάνω σε κάποιον που κουβαλά παραμάσχαλα δυο πεπόνια…» Ανοίγω παρένθεση για να πω ότι το πεπόνι Τυχερού –το λεγόμενο «χρυσή κεφαλή»– είναι πεντανόστιμο και αναμφίβολα το καλύτερο στην Ελλάδα. Είπα λοιπόν στον παππού μου: «Τα πεπόνια πέφτουν κάτω. Τι θα ’λεγες στον άνθρωπο;» «Τίποτα», μου απάντησε, «δεν θα ’λεγα τίποτα. Πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλον και τα πεπόνια ’σκασαν κάτω. Τι να κάνουμε τώρα; Δεν έχει νόημα να πεις συγνώμη. Άμα θέλει, θα πιαστούμε στα χέρια.»
PC: Ό,τι έγινε ήταν γραφτό, επομένως δεν υπάρχει λόγος να ζητήσει συγνώμη.
ΔΧ: Δεν ξέρω, ίσως ήταν γραφτό ή απλά επικρατεί ο φόβος της σύγκρουσης, άρα ας συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Εκτός αυτού, προβληματίστηκα και με τη λέξη για τη «ζωή», η οποία δεν υπάρχει στη διάλεκτό μας. Όταν δολοφονήθηκε στο Ιράν η 22χρονη Μάχσα Αμίνι, αφού πρώτα είχε συλληφθεί επειδή δεν φόραγε μαντίλα, οι καλλιτέχνες ήθελαν να γράψουν στον τοίχο «Η ζωή είναι γυναίκα» με πράσινα και κόκκινα χρώματα. Η αλβανική λέξη για τη «ζωή» είναι jeta, όμως δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε στη διάλεκτό μας. Έτσι, εγκαταλείψαμε την ιδέα και δεν ολοκληρώσαμε ποτέ το εν λόγω εγχείρημα. Είναι κρίμα που δεν τα καταφέραμε, όμως για να μεταφράσουμε τέτοιου είδους λέξεις πρέπει πρώτα να υπάρχει συνεννόηση.
PC: Έχει ενδιαφέρον που ανέφερες τη λέξη jeta. Είναι μια απ’ τις παλιότερες λέξεις που έχουμε για τη «ζωή», την συναντάμε ακόμα σε τραγούδια και ιστορίες, όμως πλέον χρησιμοποιούμε την ελληνική λέξη, την οποία έχουμε αποδεχτεί στο λεξιλόγιό μας.
ΔΧ: Απ’ τη στιγμή που τα αρβανίτικα δεν είναι τυποποιημένη γλώσσα, κάθε αρβανίτικη κοινότητα έχει αναπτύξει το δικό της λεξιλόγιο σύμφωνα με τις ανάγκες και την ιστορία της.
PC: Να προσθέσουμε σε αυτό ότι εδώ και αιώνες τις κοινότητές μας χωρίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και βουνά.
ΔΧ: Οι κάτοικοι του χωριού μου γνωρίζουν φυσικά την ελληνική λέξη «ζωή». Έχουμε πολλές ελληνικές λέξεις στο λεξιλόγιό μας, αλλά τη συγκεκριμένη δεν συνηθίζουμε να την χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε αρβανίτικα.
PC: Όμως έχεις μεταφράσει στα αρβανίτικα και πιο μακροσκελή κείμενα.
ΔΧ: Το πιο σύνθετο μεταφραστικό εγχείρημα που ανέλαβα ήταν η μετάφραση έξι στίχων της Αγίας Γραφής τους οποίους οι συγχωριανοί μου ήθελαν να ψάλλουν το Πάσχα πριν από κάποια χρόνια. Ως γνωστόν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα, κατά τον λεγόμενο «Εσπερινό της αγάπης», συνηθίζεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου (κατά Ιωάννη 20:19-25) σε διάφορες γλώσσες, προκειμένου να αναδειχθεί η παγκόσμια και οικουμενική διάσταση της Ανάστασης. Ένα από τα βιβλία που χρησιμοποιούν στη λειτουργία οι ψάλτες περιέχει τους εν λόγω στίχους σε αρκετές γλώσσες, για να επιλέξει η ενορία σε ποιες γλώσσες θέλει να διαβαστούν.
PC: Το Ευαγγέλιο του «Εσπερινού της αγάπης» δεν είχε διαβαστεί ποτέ στα αρβανίτικα στο χωριό σου;
ΔΧ: Στις Φέρες, μια αρβανίτικη κωμόπολη στην επαρχία μας, υπάρχει ένας θεολόγος ονόματι Ναθαναήλ Καψίδης ο οποίος βρήκε σε ένα εκκλησιαστικό βιβλίο τη μετάφραση του εν λόγω κειμένου στα αλβανικά και την χρησιμοποίησε ως βοήθημα προκειμένου να μεταφράσει το κείμενο απ’ τα ελληνικά στα αρβανίτικα. Τον βοήθησαν η μητέρα και η θεία του και η μετάφρασή του διαβάστηκε σε εκκλησίες της περιοχής.
PC: Έχω δει μεταφράσεις εκκλησιαστικών ύμνων στα αρβανίτικα από τον 19ο αιώνα. Παρόλο που έγιναν από ανθρώπους των περιοχών μας, είναι πολύ δύσκολο να τις διαβάσει κανείς σήμερα, ακόμα και οι γηραιότεροι που μιλούν καλά αρβανίτικα. Και αυτό επειδή οι μεταφραστές έφτιαξαν δικές τους λέξεις προκειμένου να αποδώσουν βιβλικές έννοιες για τις οποίες δεν υπήρχαν λέξεις στα αρβανίτικα.
ΔΧ: Ακριβώς. Είναι μια πραγματική πρόκληση. Η μετάφραση του Ναθαναήλ Καψίδη ηχούσε λίγο παράξενα στ’ αυτιά μας, μας δυσκόλευε λίγο. Βρήκα τη μετάφρασή του και την χρησιμοποίησα ως προσχέδιο, ως αφετηρία, προκειμένου να κάνω τη δική μου με τη βοήθεια του πατέρα μου και των γηραιότερων συγχωριανών μου. Προσπάθησα να φέρω τη μετάφρασή του πιο κοντά στη διάλεκτό μας, καθώς ο Καψίδης είχε επηρεαστεί αρκετά απ’ την αλβανική, την οποία είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει το κείμενο κατανοητό σ’ εμάς.
PC: Επομένως, θα έλεγες ότι το εγχείρημά σου ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια ενδογλωσσική μετάφραση, αφού μετέφρασες από μια σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη απ’ τα αλβανικά μορφή των αρβανίτικων σε μια άλλη;
ΔΧ: Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα ενδογλωσσικό μεταφραστικό εγχείρημα, αν και κανείς μας δεν το αντιλήφθηκε ως τέτοιο, ίσως επειδή γνωρίζουμε πολύ καλά το ελληνικό πρωτότυπο, το οποίο είχαμε πάντα κατά νου όσο μεταφράζαμε. Ήταν, όμως, όντως μια ενδογλωσσική μετάφραση, διότι ξεκίνησα προσαρμόζοντας κάποιες λέξεις και φράσεις της μετάφρασης του Καψίδη, η οποία θα πρέπει να πούμε ότι είναι μια πολύ καλή μετάφραση. Το βασικό πρόβλημα που είχαμε ήταν το ανοίκειο σ’ εμάς αλβανικό στοιχείο. Κολλήσαμε στον στίχο 23, ο οποίος φαινόταν αδύνατο να μεταφραστεί: «Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες˙ σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι». Αντιμετωπίσαμε και πάλι το ίδιο εμπόδιο: δεν έχουμε λέξη για τη «συγχώρεση».
PC: Ποια λέξη χρησιμοποίησε ο Καψίδης;
ΔΧ: Χρησιμοποίησε τις αλβανικές λέξεις fal και falur, απ’ το αλβανικό ρήμα fal, δηλαδή «να συγχωρείς», οι οποίες είναι όμως άγνωστες στο χωριό μας, όπως και στο δικό του χωριό. Αφού έκανα μια πρώτη επεξεργασία, συναντήθηκα μαζί του στις Φέρες. Μου είπε ότι πάντα ήθελε να ξαναδουλέψει και να διορθώσει τη μετάφρασή του, έτσι ώστε να υπάρχει στη γλώσσα μας ένα αυθεντικό κείμενο που να καταλαβαίνουν οι συγχωριανοί μας.
PC: Οπότε ο Καψίδης συμμετείχε στη μεταφραστική ομάδα για το συγκεκριμένο πρότζεκτ.
ΔΧ: Ναι, έτσι έγινε. Βρήκαμε δύο ανθρώπους που μιλούσαν καλά τη γλώσσα και καθίσαμε οι τέσσερίς μας γύρω από ένα τραπέζι. Πήρα ένα στιλό και, σε συνεργασία με τον Καψίδη, προτείναμε μεταφράσεις. Ύστερα ελέγχαμε αν οι δύο φυσικοί ομιλητές τις καταλάβαιναν και συμφωνούσαν να τις χρησιμοποιήσουμε.
PC: Πώς ξεπεράσατε το πρόβλημα με τη λέξη «συγχώρεση»;
ΔΧ: Σκεφτήκαμε τρεις εναλλακτικές. Πρώτα είπαμε να χρησιμοποιήσουμε την ελληνική λέξη και να την προσαρμόσουμε στην αρβανίτικη γραμματική, όμως η λέξη που προέκυψε (συγχωρίς) ακουγόταν αφύσικα ελληνική και έτσι γρήγορα την απορρίψαμε. Πρότεινα μια δεύτερη εκδοχή, η οποία βασιζόταν στη λέξη που ανέφερα προηγουμένως, αυτή που χρησιμοποιούμε για τους εκλιπόντες, ι νντύερι, «συγχωρεμένος». Επιχείρησα να επινοήσω μια καινούρια λέξη, δημιουργώντας ένα ρήμα από ένα επίθετο. Όμως οι φυσικοί ομιλητές σχεδόν σοκαρίστηκαν, μιας και το ι νντύερι χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για νεκρούς, άρα αυτό που σκέφτηκα ήταν, υπό μια έννοια, βλάσφημο.
PC: Και η τρίτη εναλλακτική;
ΔΧ: Στα νέα ελληνικά, στη δημοτική, ο συγκεκριμένος στίχος έχει αποδοθεί «Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες». Όταν, όμως, διαβάσαμε ξανά τον στίχο από το πρωτότυπο κείμενο, διαπιστώσαμε ότι ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τη λέξη «ἀφίημι», που σημαίνει «αφήνω» ή «αφήνω να φύγει».
PC: Πολύ ενδιαφέρον! Η κλασική Βίβλος του Βασιλιά Ιακώβου στα αγγλικά επίσης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «forgive». Ο στίχος είναι: «Whose soever sins ye remit, they are remitted unto them».
ΔΧ: Εκπληκτικό! Έτσι λοιπόν βρήκαμε τη λύση όταν είδαμε ποια ελληνική λέξη χρησιμοποιείται στη Βίβλο. Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη λε, «αφήνω» δηλαδή, η οποία είναι πλήρως κατανοητή απ’ τους συγχωριανούς μας. Ανακουφισμένοι, οι τέσσερίς μας δώσαμε τα χέρια και το κείμενο τυπώθηκε και διανεμήθηκε στις εκκλησίες όλων των αρβανίτικων χωριών στον νότιο Έβρο.
PC: Στη δική μου μεταφραστική δουλειά πάντα προβληματιζόμουν για το ποιο αλφάβητο να χρησιμοποιήσω, από τη στιγμή που τα αρβανίτικα δεν έχουν σύστημα γραφής. Οι συγχωριανοί μου επιμένουν να χρησιμοποιούν το ελληνικό, το οποίο, δυστυχώς, δεν μπορεί να αποδώσει όλους τους ήχους των αρβανίτικων. Εσύ τι έκανες;
ΔΧ: Οι δικοί μου συγχωριανοί θα σου πουν ότι υπάρχει ένας απλός λόγος που δεν έχουμε αλφάβητο. Μια φορά κι έναν καιρό, ενώ μαινόταν ένας σφοδρός πόλεμος, ένας Αρβανίτης παπάς φοβήθηκε ότι η κοινότητά μας θα χάσει το αλφάβητό της και έτσι το έγραψε βιαστικά πάνω σ’ ένα φύλλο λάχανου προκειμένου να το διαφυλάξει για τις επόμενες γενιές. Για κακή μας τύχη, όμως, μια βουβάλα έφαγε το λάχανο. Αν αφήσουμε στην άκρη τους μύθους, είναι γεγονός ότι όποτε οι Αρβανίτες προσπαθούν να γράψουν κάτι στα αρβανίτικα, χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Κάποιοι χρησιμοποιούν αποστρόφους για τα άτονα φωνήεντα, άλλοι τα παραλείπουν εντελώς.
PC: Δυστυχώς αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές δεν μπορούμε να διαβάσουμε όσα έχουν γράψει άλλοι ομιλητές της γλώσσας. Έχω δει ολόκληρες λέξεις γραμμένες χωρίς φωνήεντα, μόνο με σύμφωνα και αποστρόφους.
ΔΧ: Από τη στιγμή που δεν υπάρχει τυποποιημένος τρόπος γραφής, αντιμετώπισα σημαντικά προβλήματα και καθυστερήσεις όταν έκανα τις μεταφράσεις, καθώς προσπάθησα να βρω λύσεις που θα ήταν τόσο αποδεκτές όσο και κατανοητές. Κατέληξα σε δύο εκδοχές για τα πάντα: μία σε ελαφρώς παραλλαγμένη ελληνική γραφή για δημόσια κατανάλωση και μία σε λατινικό αλφάβητο με επιπλέον τόνους για προσωπική χρήση.
PC: Αν και η χρήση ενός τροποποιημένου λατινικού αλφάβητου βγάζει περισσότερο νόημα, και έχει υιοθετηθεί από τους γλωσσολόγους, οι συγχωριανοί μας δεν θα αποδεχτούν ποτέ αυτή τη γραφή. Έχουν προσκολληθεί στο ελληνικό αλφάβητο, γιατί αυτό συμβολίζει και επιβεβαιώνει για εκείνους ότι τα αρβανίτικα αποτελούν γηγενή γλώσσα της Ελλάδας.
ΔΧ: Είναι αλήθεια. Όμως, αν το συγκεκριμένο αλφάβητο είναι αυτό που θέλουν οι άνθρωποι, οι φυσικοί ομιλητές, τότε θα πρέπει να το σεβαστούμε.
Τη μετάφραση του Γιάννη Γρηγορίου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
24 Ιουλίου, 2023
πηγη:https://marginalia.gr