Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 13 Νοέ 2021
Το θέατρο του παραλόγου
Κλίκ για μεγέθυνση







Κατερίνα Μπουγδάνη

Κατερίνα Μπουγδάνη

13.11.2021


Σήμερα θέλω να εκφράσω ένα προσωπικό παράπονο που προκύπτει κάθε σεζόν, όταν διαπιστώνω ότι τα έσοδά μου δεν ανταποκρίνονται στην επιθυμία μου για θεατρική μέθεξη. Κι αν θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας δεν είναι επειδή ως ένα σημείο η συνθήκη αυτή δυσκολεύει και την επαγγελματική ζωή και την αυτοεξέλιξή μου, αλλά γιατί με τσιγκλάνε, για ακόμα μία φορά, οι ταξικές της συνδηλώσεις.

Η Αθήνα ως πρωτεύουσα, αλλά και γενικότερα η χώρα, παρά τον οικονομικό μαρασμό και την κοινωνική παρακμή της τελευταίας δεκαετίας, διατηρεί έναν τεράστιο αριθμό σκηνών και παραστάσεων και αυτό, μαζί με την πληθώρα των εκδοτικών οίκων και την υπέροχη αισθητική πολλών εξ αυτών είναι ένα από τα λίγα, τελευταία μετερίζια όσων επιμένουν να εκφράζονται με γνώμονα τον πολιτισμό, επαγγελματίες και κοινό. Βέβαια, είναι ένα ζήτημα το τι θεωρεί ο καθένας «θέατρο» και αν όλα τα αντίστοιχα θεάματα εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Αλλά δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε τα γούστα του κοινού, αλλά το αν και πόσο υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε ρεπερτόριο, «λαϊκό» ή «ποιοτικό», «ελαφρύ» ή «βαρύ».

Για να είμαστε δίκαιοι, το θέατρο είναι ακριβό σπορ. Για να στηθεί μια παράσταση, πέρα από μεράκι, απαιτούνται και υψηλές δαπάνες, πληρωμένος χρόνος, πεπειραμένοι συντελεστές, εξοπλισμός, σκηνικά, κοστούμια… Μη μιλήσουμε για το υψηλότατο ρίσκο των θεατρικών επιχειρήσεων, πόσοι και πόσοι παραγωγοί και ηθοποιοί δεν μπήκαν μέσα επειδή γούσταραν να δίνουν στο κοινό ό, τι καλύτερο, αποφεύγοντας εύπεπτες προτάσεις και φτηνές εκτελέσεις. Αξίζουν σίγουρα τεράστιο σεβασμό όσοι έχουν επιλέξει να βιοπορίζονται αποκλειστικά μέσα από το θέατρο, χωρίς να πρέπει να υποτιμάμε όσους στρέφονται σε πιο προσοδοφόρες επιλογές.

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι οι ηθοποιοί πλήρωσαν την πανδημία ίσως ακριβότερα απ’ όλους. Βρεθήκαν κλεισμένοι στα σπίτια τους, χωρίς δουλειά, χωρίς εξτρά εισοδήματα και χωρίς καμία βοήθεια από την πολιτεία. Οι δύο τελευταίες σεζόν υπήρξαν αγωνιώδεις για τους επαγγελματίες της σκηνής και είναι απολύτως λογικό να προσπαθούν να βγάλουν τα σπασμένα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι ανατιμήσεις αντικατοπτρίζουν μια γενικότερη σχέση ανάμεσα στο θέατρο ως επιλογή και τις κατώτερες τάξεις.

Στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, το θέατρο δεν υπήρξε ποτέ μια δυνατή προτίμηση. Οι γονείς μου, όσο κι αν το επιθυμήσουν στον βαθμό που το επέτρεπε η θέση τους, δεν είχαν την πολυτέλεια να μας προσφέρουν πρόσβαση σε αυτόν τον κόσμο. Θυμάμαι πολλές φορές τη μαμά μου να μας προτείνει να δούμε «Θέατρο της Δευτέρας» ή όποια άλλη παράσταση έπαιζε στους τηλεοπτικούς δέκτες, καλή ή κακή, αλλά το φουαγιέ υπήρξε ένα άβατο που δύσκολα έσπαγε. Και διαπιστώνω ότι αυτή η συνθήκη, με δυσκολία αλλάζει ως τώρα, στην ενήλικη ζωή μου, με το θέατρο να παραμένει ένα θέαμα που απευθύνεται στη μεσαία τάξη, όχι στις λαϊκές μάζες.

Αυτό για εμένα αποτελεί ένα τεράστιο παράδοξο, γιατί, τουλάχιστον θεωρητικά, οι κατώτερες τάξεις, που είναι καταδικασμένες να ζουν στην αμάθεια είναι αυτές που έχουν περισσότερη ανάγκη τη θεατρική μέθεξη, γι’ αυτό και συχνά αποτελούν πρόκληση για πολλούς θεατρανθρώπους, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιου λόγου. Κι όμως, αυτός ο αποκλεισμός, με την αύξηση των χαμηλά αμειβόμενων, τους χιλιάδες πρεκάριους με χρόνια σπουδών και τόνους καλλιέργειας στην πλάτη, τους αποκλεισμένους νέους από την αγορά εργασίας και τις στρατιές ανέργων, γίνεται υπερτροφικός. Και άδικος. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να τον αγνοούμε.

Οι μεγάλες σκηνές έχουν κάνει το κουμάντο τους. Φροντίζουν να παρέχουν φτηνές επιλογές σε όσους δε μπορούν να ακολουθήσουν εισιτήρια των 25, 30 ευρώ και πάνω. Πολλές μικρές σκηνές, επαγγελματικές και ερασιτεχνικές, είναι εξαιρετικά προσιτές. Αλλά πολλές μεσαίες σκηνές, πολλοί θίασοι που οργανώνονται από μεγάλους δασκάλους που έχουν αποδείξει τις κοινωνικές τους ευαισθησίες, με την τιμολογιακή τους πολιτική αποκλείουν αυτό ακριβώς το κοινό που θεωρητικά θέλουν να κερδίσουν και να αποτραβήξουν από την εύπεπτη διασκέδαση και την ψηφιακή χαύνωση. Δεν μπορείς να ζητάς από έναν νέο ή έναν άνεργο 15 ευρώ για μια παράσταση και να πιστεύεις ότι μπορεί να ανταποκριθεί. Είναι παράλογο.

Θεωρώ ότι υπάρχουν λύσεις που μπορούν να ικανοποιήσουν και τις δύο πλευρές. Η παλιά, καλή και δοκιμασμένη λαϊκή απογευματινή -φτάνει να ξαναγίνει πραγματικά «λαϊκή» – ζώνες εισιτηρίων, μια μέρα το 15νθήμερο με πολύ χαμηλό εισιτήριο με εισοδηματικά κριτήρια. Και φυσικά να απαιτήσουμε όλοι μαζί, κοινό και θεατράνθρωποι, να μπει και η πολιτεία στον χορό, το Υπουργείο Πολιτισμού, ο ΟΑΕΔ, θεσμοί που στηρίζουν τον πολιτισμό. Με χαρά διάβασα σήμερα ότι το Εθνικό Θέατρο σε συνεργασία με την ΕΡΤ προχωρά σε μια σειρά ραδιοφωνικών παραστάσεων από το Δεύτερο Πρόγραμμα κι αυτό είναι μια λαμπρή πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ίσως αυτή η στιγμή, που θέατρο και κοινό έχουμε αμφότεροι ανάγκη ο ένας τον άλλον, να είναι η χρυσή ευκαιρία ώστε το θέατρο να ξαναγίνει λαϊκό θέαμα, με την απόλυτη και υγιή έννοια του όρου, ένα θέαμα που θα μπορεί να εκφράζει τον λαό, ενώ τον καθοδηγεί και τον ανυψώνει. Θα είναι ένας άθλος, είναι μεγάλο το τίμημα, αλλά αντίστοιχές είναι και οι τιμές που θα αποφέρει, γι’ αυτό και αξίζει τον κόπο.
Πηγή: www.rosa.gr
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου