Όλοι γνωρίζουμε, λίγο πολύ, την ερωτική ιστορία ενός από τα πιο τραγικά ζευγάρια του ελληνικού ειδυλλιακού δράματος: του Τάσου και της Γκόλφως. Όμορφη σαν τα κρύα τα νερά η φτωχή Γκόλφω, πέφτει στον έρωτα του πλούσιου τσιφλικά Κίτσου, που μήτε να τον δει θέλει, μήτε να τον απαντήσει. Είναι δοσμένη ψυχή τε και σώματι στον –επίσης φτωχό, πλην τίμιο- Τάσο.
Ο δε Τάσος (όπου το τίμιος τίθεται υπό κρίση), ενώ είναι αρραβωνιασμένος με τη, Γκόλφω, ενδίδει στα προξενιά και στα λεφτά της ξαδέλφης του Κίτσου, Σταυρούλας. Κι εκεί αρχίζει το πολυπροβλημένο βουκολικό δράμα του πρωταγωνιστικού ζεύγους: κατάρες που εναλλάσσονται με ευχές, γέλια που διαδέχονται κλάματα, κρυφτό στα βουνά και στις ραχούλες, συγκλονιστικές εξομολογήσεις και φαρμακώματα. Το έργο που συνέθεσε ο συγγραφέας Σπυρίδων Περεσιάδης το 1893, παίχτηκε στο θέατρο από τα ονομαζόμενα μπουλούκια με μεγάλη απήχηση στο κοινό. Δεν είναι ευρέως γνωστό βέβαια ότι ο Περεσιάδης έγραψε όλα του τα έργα –μεταξύ αυτών και τη Γκόλφω-, ενώ είχε τυφλωθεί, από σοβαρά ατυχήματα που είχε στην παιδική του ηλικία (!).
Σημαντικό επίσης ότι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έργου στη μεγάλη οθόνη, για την Ελλάδα αποτελεί και την πρώτη (βουβής, βεβαίως) ταινία μεγάλου μήκους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν την άνοιξη του 1914 όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας στις εξοχές του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας (!), στους πρόποδες του Χελμού και στον Πύργο Βασιλίσσης.
Οι ενδυμασίες παραδοσιακές και οι ηθοποιοί που συμμετείχαν ανέρχονταν στον διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό των εκατό και προέρχονταν από τα –γνωστά, τότε- μπουλούκια που έπαιζαν το έργο σε αυτοσχέδια θέατρα της ελληνικής περιφέρειας. Λέγεται ότι η διασκευή του έργου και η προσαρμογή του για τον κινηματογράφο έγινε από άνθρωπο που ήρθε στην Ελλάδα από την Ευρώπη ειδικά για το σκοπό αυτό. Θρυλείται επίσης ότι προβλήθηκε –πριν προβληθεί στην Ελλάδα- και στο Παρίσι –ίσως γι’ αυτό και οι υπότιτλοι εκτός από την ελληνική γλώσσα, ήταν γραμμένοι και στη γαλλική!
Φαίνεται πως ενώ είχε ανακοινωθεί η προβολή της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους το καλοκαίρι του 1914, τα σχέδια άλλαξαν και η ταινία προβλήθηκε πρώτα στην Αίγυπτο το ίδιο καλοκαίρι, με διθυραμβικές κριτικές από τον Τύπο της εποχής για το νέο ξεκίνημα. Στην Ελλάδα τελικά προβλήθηκε αρχικώς στις 20 Ιανουαρίου 1915 για ένα και μόνο θεατή: το βασιλιά Κωνσταντίνο σε ιδιωτική προβολή στα ανάκτορα! Όπως έγραψε η εφημερίδα Σκριπ την επομένη, εις την Α. Μεγαλειότητα ήρεσε πολύ και μάλιστα εξέφρασε την επιθυμίαν Του, όπως κινηματογραφηθώσι και άλλα έργα.
Το επόμενο βράδυ πραγματοποιήθηκε ειδική προβολή την οποία παρακολούθησαν καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, παρόντων του πρίγκιπα Νικολάου, του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του ιδίου του συγγραφέα Σπυρίδωνα Περεσιάδη, ο μόνος όστις δεν ηδύνατο να ίδη το επί της κινηματογραφικής ταινίας εκτελούμενο ποιητικόν του έργον καθότι τυφλός (εφημερίδα Σκριπ, 25/1/1915). Παράλληλα με την Γκόλφω προβλήθηκαν και άλλες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους – κάτι σαν επίκαιρα – με τα μικρά παιδιά τη βασιλικής οικογένειας να διασκεδάζουν σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, τα εγκαίνια έκθεσης του ζωγράφου Σκοτ από το βασιλιά και την περιήγηση επισήμων στο θωρηκτό Λήμνος.
Η επίσημη πρεμιέρα έγινε… σαν σήμερα, στις 22 Ιανουαρίου 1915 στον κινηματογράφο Πάνθεον της οδού Πανεπιστημίου στην Ομόνοια και συνεχίστηκε η προβολή της για επτά βράδια. Ακολούθησε η προβολή της Γκόλφως στον Πειραιά, στην Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο. Παρόλο που το αθηναϊκό κοινό αλλά και ο Τύπος το αγκάλιασαν σαν ένα ελπιδοφόρο πολλά υποσχόμενο εγχείρημα που θα μπορούσε να αναδείξει τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό, η ταινία καταποντίστηκε οικονομικά, αφού ο σκηνοθέτης και παραγωγός της λέγεται ότι είχε ξοδέψει το -αστρονομικό για την εποχή- ποσό των 100.000 δραχμών. Μετά από αυτό, ο ίδιος δεν συνέχισε την καριέρα του στον κινηματογράφο, αν και έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πρωτοπόρους του εν Ελλάδι.
Οσο για την ταινία ως αρχειακό υλικό; Δυστυχώς, κατά δήλωσή του, καταστράφηκε στα Νοεμβριανά του 1916, στις συρράξεις μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών δυνάμεων.
Παρόλο που η ταινία δεν έτυχε ευρύτερης ανταπόκρισης, άνοιξε το δρόμο για το γύρισμα κι άλλων παρόμοιων κινηματογραφικών ταινιών, κατά τη δεκαετία ’50 -΄60 που ονομάστηκαν ταινίες φουστανέλας ελέω των ενδυματολογικών χαρακτηριστικών, τη βουκολική ζωή, τα ήθη και τα έθιμα της υπαίθρου.
Ακολούθησε, βεβαίως, και μια… δεύτερη Γκόλφω, που έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαρτίου 1955, έκοψε 115.285 εισιτήρια και βγήκε στην 3η θέση σε 14 ταινίες. Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν το 1954 στο χωριό Ζαχλωρού Καλαβρύτων. Η νέα έκδοση της ταινίας ήταν τελείως διαφορετική μορφή εξαιτίας της ηχητικής μορφής της που υπήρξε καθοριστική για την αποδοχή και απήχησή της στο κοινό.
Στη σκηνοθεσία ήταν ο Ορέστης Λάσκος και, μεταξύ άλλων, έπαιξαν οι Αντιγόνη Βαλάκου, Μίμης Φωτόπουλος, Γιώργος Γληνός, Νίκος Καζής, Κώστας Χατζηχρήστος, Θόδωρος Μορίδης, Κυβέλη Θεοχάρη.