Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 07 Δεκ 2022
Τρέλα άκρως δημιουργική και νεανική
Κλίκ για μεγέθυνση















ΦΩΤ.: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ




05.12.2022, 22:31
 
 
Ενας νέος σκηνοθέτης, ο Γιάννης Νιάρρος, μια πρόταση πάνω στην ταινία του Οικονομίδη που διαλύει και πάλι κάθε ψευδαίσθηση για την αγία ελληνική, «λαϊκή οικογένεια». Ενα μεταμοντέρνο μιούζικαλ, παιγμένο και εκτελεσμένο άριστα, γεμάτο εκρήξεις και γέλιο και με τη χαρακτηριστική θρηνητική νότα στο τέλος.

Εντυπωσιακό, όπως και να το δει κανείς. Ενας νέος σκηνοθέτης στην πρώτη του σκηνοθεσία στη Στέγη, αφού πρώτα διακρίθηκε ο ίδιος σε παλιότερη παράσταση του Οικονομίδη, παραλαμβάνει την πλέον εμβληματική ταινία των αρχών του αιώνα και τη μεταφέρει για τη σκηνή σε μορφή μιούζικαλ. Θα μπορούσε να είναι από μόνο του παράτολμο εγχείρημα, όταν όμως μιλάμε για το «Σπιρτόκουτο», την ταινία που στηρίζεται σε γκρο πλαν και σε μια εκρηκτική απόδοση των ρόλων, η πρόταση φτάνει στα όρια της τρέλας. Μιας τρέλας όμως άκρως δημιουργικής και νεανικής, πληθωρικής όσο και συνεργατικής, από αυτές που ακούμε να συμβαίνουν στις σκηνές των άλλων χωρών. Και ζηλεύουμε.

Ο ενθουσιασμός όμως δεν είναι τόσο για την ίδια την ιδέα που βρίσκεται πίσω από το «Σπιρτόκουτο - The Musical», αλλά για την παράσταση που βρέθηκε μπροστά μας. Κι αυτό γιατί πίσω από την ανάλαφρη διάθεση της όλης πρότασης, που αγγίζει στιγμές στιγμές τη μουσική κωμωδία, βρίσκεται ένα ολόκληρο υπέδαφος από αναφορές διόλου τυχαίες ή ασήμαντες. Ας πούμε, η πρόταση δεν μεταφέρει μόνο την περιβόητη ταινία του Οικονομίδη, που ως γνωστόν εξερράγη στις αίθουσες πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια. Δεν την ντύνει μονάχα με μουσική και δεν εκσυγχρονίζει το λούμπεν στοιχείο της. Ανακαλύπτει ακόμη για λογαριασμό της τις πολλαπλές οφειλές της στη σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία. Γιατί το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη συνεχίζει στην πραγματικότητα την κριτική της ελληνικής οικογένειας σε όλη την καταπιεσμένη οργή της και την κανονικοποιημένη βία της, από τον Ποντίκα μέχρι τον Σκούρτη, τον Διαλεγμένο, την Αναγνωστάκη, τον Μανιώτη…

ΦΩΤ.: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Αυτό που προσθέτει ο Οικονομίδης στην ταινία του είναι ο ιδιωτικός «τόνος» της οικογενειακής βίας που συνήθως διαμοιράζεται από τους ακάλυπτους των πολυκατοικιών, τα ανοικτά παράθυρα των διαμερισμάτων μας. Κοιτάξτε και πάλι το σκηνικό της παράστασης από την Εύα Γουλάκου για να καταλάβετε με πόση διαίσθηση και γνώση έχουν τεθεί τα θεμέλιά της. Ενα κυκλικό διαμέρισμα διακοσμημένο με μικροαστικό γούστο περιστρέφεται επί σκηνής όταν πίσω του ένας ακάλυπτος, το ύστατο δραματουργικό απείκασμα της παλιάς αυλής, λειτουργεί σαν διέξοδος του ιδιωτικού προς τον δημόσιο βίο. Ο Νιάρρος, αντί να προσπαθήσει να στριμώξει το θέατρό του στα τετραγωνικά του σεναριακού καθιστικού του Οικονομίδη, αφήνει να ξεδιπλωθεί ενώπιόν μας με όλες του τις σκηνικές δυνατότητες σαν κέντρο της δημόσιας συζήτησης.

Το ένα περίβλημα ακολουθεί το άλλο. Το αρχικό σενάριο εντάσσεται στο θέατρο, που κι αυτό πάλι εγκιβωτίζεται στη ζωντανή μουσική, στα μέλη μιας ορχήστρας που κάθεται πίσω, ντυμένη επίσημα με τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Το μικροαστικό περιβάλλον του Κορυδαλλού περιτριγυρίζεται από τη δραματουργική αυλή αλλά και από το αστικό περίβλημα της Στέγης. Με αυτόν τον τρόπο το «Σπιρτόκουτο» φιλτράρεται από διπλό φίλτρο. Υπάρχουν πολλά πράγματα εδώ, όμως τίποτα δεν μειώνει τελικά τη χαρά του θεάτρου, την ενέργεια της σκηνής και, βέβαια, την πεποίθησή της, το γέλιο μαζί με την τσαχπινιά του θεατρίνου.

Η παράσταση -να το πούμε κι αυτό- είναι απολύτως ακατάλληλη για τα καθώς πρέπει αστικά αυτιά, καθώς το παρακάνει στη σκατολογία αλλά και στη μεταμοντέρνα διάθεσή της. Ως προς αυτά είναι πιθανόν ό,τι πιο ακραίο έχουμε συναντήσει ποτέ στο θέατρό μας - της Κιτσοπούλου συμπεριλαμβανομένης. Μα δεν μένει μόνο σε αυτά. Ολα τα φερτά υλικά στηρίζουν εδώ ένα οικοδόμημα που υψώνεται κατακόρυφα προς το τέλος, κυρίως στη σκηνή όπου ο πατριάρχης Δημήτρης εκ Κορυδαλλού θα μείνει μόνος, σαν σκιάχτρο νικημένο από τη δική του βία και τον πατριαρχικό του ρόλο.

Το «Σπιρτόκουτο» της Στέγης ξεκινάει λοιπόν από χαμηλά. Μα ψηλώνει μέχρι εκεί που μπορεί κάποιος να δει… Δεν είχα για παράδειγμα φανταστεί προσωπικά πως θα σκεφτόμουν ποτέ τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ με αφορμή ένα μιούζικαλ για κάποια φωνακλάδικη οικογένεια του Κορυδαλλού… ούτε και πως θα φανταζόμουν τον Ιψεν να εξέρχεται ενθουσιασμένος από την πλατεία, με όλους αυτούς τους «βρικόλακές» της να περιφέρονται σαν αποτελέσματα ενός σάπιου και πατριαρχικού γάμου.

Το πλέον περίεργο είναι ότι στο τέλος όλα μοιάζουν φρικτά κοινότοπα. Το λέμε «σπιρτόκουτο», μα στα αλήθεια πρόκειται για κάποιον φτηνό «αναπτήρα». Που ανάβει και σβήνει ξανά και ξανά, αφήνοντας πίσω του στάχτες από τις ζωές μας.

Το έχω δηλώσει σχετικά πρόσφατα. Το μιούζικαλ δεν αγαπάει το περίπου και τη μιζέρια, για σκοπό του βάζει πάντα να μας αφήνει άλαλους με την πληθωρικότητά του. Κι αν ακόμη πιστεύουμε ότι τέτοια πράγματα σπανίζουν στο δικό μας θέατρο, έχουμε πια το «Σπιρτόκουτο» της Στέγης για να μας βγάζει τη γλώσσα. Δυστυχώς δεν μπορώ να εισέλθω σε βάθος στη δουλειά του συνθέτη Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, όμως ως απλός θεατής μπορώ να πω ότι εισέπραξα μια σπουδαία εκ μέρους του μουσική εργασία, που τρέχει παράλληλα με τη δράση, σχολιάζοντας, σημειώνοντας, τονίζοντας, κάποτε μάλιστα αποτελώντας αυτοτελές όχημα της σάτιρας. Διατρέχει δε όλα τα μουσικά είδη, από σκυλάδικα, λάτιν και τραπ μέχρι ρετσιτατίβο και άριες. Σημειώνω χωριστά την πολυφωνική ψαλμωδία στο τέλος που έχει διδάξει ο συνθέτης, όταν ο μεθυσμένος Δημήτρης θα σταθεί στην ταράτσα μπροστά στους άλλους, αναποφάσιστος για το αν θα πέσει ή όχι. Εκεί, στη διαρκώς κλιμακούμενη δραματουργία της χορικής συνεκφώνησης, συναντήσαμε την πλήρη αίσθηση του «ολικού θεάτρου», ένα ψήλωμα απροσδόκητο ακόμα και για το ίδιο το μιούζικαλ.

ΦΩΤ.: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

Από τους ηθοποιούς πρώτος βέβαια έρχεται ο Γιάννης Αναστασάκης, που υποδύεται τον Δημήτρη, φανερώνοντας πτυχές του ρόλου που έμειναν κρυφές ακόμα και από την ταινία. Στο μιούζικαλ δεν περιμένει κανείς υψηλές ερμηνείες, η αλήθεια είναι όμως πως εδώ ο Αναστασάκης παραδίδει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, από την αρχική αλαζονεία μέχρι την τελική πτώση του.

Καταπληκτική η Αγορίτσα Οικονόμου σαν Μαρία αγριεμένη από τη βία γύρω και μέσα της. Τα δυο παιδιά της οικογένειας, ο Λουκάς του Γιώργου Κατσή και η Κική της Νάνσυς Σιδέρη, προδικάζουν ασφαλώς το μέλλον... Στον ρόλο του πρώτου ο νέος ηθοποιός δίνει ένα ρεσιτάλ κωμικής παρλάτας, με έναν σύγχρονο τράπερ και την αυτάρεσκη κενότητά του. Η Κική της Σιδέρη, από την άλλη, συνάδει απόλυτα με το περιβάλλον της, αποτελώντας μια περίπτωση γυναικείου μπούλινγκ που σπάνια συζητάμε.

Περνάμε έτσι στους λεγόμενους «δεύτερους» ρόλους της παράστασης, αν και είναι αυτοί που της δίνουν τη μουσική της δύναμη. Ο Βαγγέλης του Αποστόλη Ψυχράμη, ο Γιώργος του Μάριου Σαραντίδη, η περίφημη Μαργαρίτα της Δάφνης Δαυίδ και βέβαια η «καλή νεράιδα» Αντζελα της Ελένης Μπούκλη, από κοινού και χωριστά ο καθένας, σηκώνουν το βάρος της απόδοσης των λυρικών μερών, αλλά και το στοιχείο της αυτο-παρωδίας και του λούμπεν που έχει εισχωρήσει στο λιμπρέτο.

Είναι ασφαλώς ένα μεταμοντέρνο μιούζικαλ, μια πρόταση πάνω σε μια άλλη, που κι εκείνη, πριν από είκοσι χρόνια, ήθελε να διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση για την αγία ελληνική, «λαϊκή οικογένεια». Πάνω από όλα όμως, πρόκειται για ένα μιούζικαλ επιμελημένο, διδαγμένο, παιγμένο και εκτελεσμένο άριστα, γεμάτο εκρήξεις και γέλιο και με εκείνη τη χαρακτηριστική θρηνητική νότα στο τέλος που ζητούμε από μια καλλιτεχνική πρόταση. Η παράσταση σβήνει όπως και η ταινία, με ένα ερωτηματικό να πλανάται ακόμα στον ιδιωτικό κόσμο μας: «Γιατί ενώ γνωρίζουμε δεν μαθαίνουμε;...»
πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου