Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 08 Νοέ 2022
La Rinconada / Η ανθρώπινη κόλαση βρίσκεται στις Άνδεις
Κλίκ για μεγέθυνση

 

ΠΕΡΟΥ
 

Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε σε δύο λανθασμένες υποθέσεις. Η μία είναι ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλώ δε μάλλον μόνιμα, πάνω από τα 3.000-3.500 μ. υψόμετρο. Η άλλη είναι ότι δεν υπάρχει κόλαση, είναι μόνο ένα θεολογικό κατασκεύασμα ή κάτι που αντικρίζει κανείς στους πολύ ωραίους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος.

Στο νοτιοανατολικό Περού, κοντά στα σύνορα με την Κολομβία, καταρρίπτονται και οι δύο. Στα 5.100 μ. και κάτι ψιλά υψόμετρο -εξαρτάται σε ποια γειτονιά της στέκεσαι- η πόλη La Rinconada θα έκανε τον Μπος να σκίσει τους καμβάδες του. Η κόλαση εδώ είναι πάρα πολύ πραγματική και δεν την κατασκεύασε καμία θρησκεία, αλλά ο μόνος αληθινός θεός των ανθρώπων, το χρήμα.

Η Rinconada στην πραγματικότητα δεν είναι καν πόλη. Δεν έχει δρόμους, δεν έχει Αρχές, πολεοδομικό σχέδιο, υπηρεσίες, δεν έχει τρεχούμενο νερό, ηλεκτρισμό ή αποχέτευση, δεν έχει τίποτα. Έχει δεκάδες χιλιάδες «σπίτια», μονταρισμένα πρόχειρα από φύλλα αλουμινίου, χαντάκια στα οποία τρέχουν τα ανθρώπινα λύματα, βουνά από σκουπίδια, τρομακτική χημική μόλυνση, πάρα πολύ κρύο και περισσότερους από 40.000 κατοίκους.

ΠΕΡΟΥ

Τα «κίτρινα δάκρυα» πνίγουν το Περού

Μόλις 40 χλμ. από τη λίμνη Τιτικάκα, στους πρόποδες του μεγαλειώδους παγετώνα Αουχίτα, ή «Ωραίας κοιμωμένης», η βορειοδυτική πλαγιά του όρους Ανανέα θα μπορούσε να είναι ένα από τα ομορφότερα μέρη του πλανήτη. Και πιθανώς κάποτε ήταν. Όπως και πολλά άλλα σημεία του Περού, όμως είχε την ατυχία να βρεθεί εκεί χρυσός. Ο χρυσός, τα «κίτρινα δάκρυα» όπως τον αποκαλούσαν οι Μάγια, είναι διαχρονικά η κατάρα του Περού, αυτή που τράβηξε και τους Ισπανούς στη Λατινική Αμερική και τους ώθησε να διαλύσουν τους γηγενείς πληθυσμούς.

Το Περού είναι σήμερα η έκτη χώρα στον κόσμο σε εξόρυξη χρυσού. Στη χώρα υπάρχουν περίπου 250.000 άνθρωποι που απασχολούνται αυτόνομα στην εξόρυξη χρυσού, δεν εργάζονται, δηλαδή, για κάποια εταιρεία, αλλά προσπαθούν χωρίς στοιχειώδη ασφάλεια και αμοιβή να βρουν το εισιτήριο για την έξοδο από την ακραία φτώχεια. Στην περιοχή των Άνδεων το 15% των Περουβιανών είναι κάτι λιγότερο κι από φτωχό, δεν έχει καν τα στοιχειώδη, με συνέπεια 1 εκατ. άνθρωποι να εξαρτώνται από την ημιπαράνομη εξόρυξη, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτή. Και να γίνονται αντικείμενα ακραίας εκμετάλλευσης. Παράγουν περίπου 37 τόνους χρυσό ετησίως και απελευθερώνουν στο περιβάλλον 145 τόνους υδράργυρο, ο οποίος χρησιμοποιείται άκριτα στον διαχωρισμό του χρυσού από τα πετρώματα. Στο Περού η αυτόνομη εξόρυξη είναι ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντολογικά προβλήματα, γνωστό μεν, βολικό δε, και άρα όλοι κάνουν τα στραβά μάτια.

ΠΕΡΟΥ

Από τα ορυχεία, τα οποία ανοίγονται όπως-όπως με ερασιτεχνικά εκρηκτικά και στις εκρήξεις σκοτώνονται πολλοί από τους χρυσωρύχους, ξεκινά μια ατέλειωτη αλυσίδα παρανομίας, ένα τέλειο παρακράτος, πολύ πιο αποτελεσματικό από το επίσημο. Οι χρυσωρύχοι εργάζονται χωρίς μισθό, δικαιώματα και ασφάλιση. Υπό την επίβλεψη ένοπλων ομάδων, μαζεύουν τον χρυσό και τον παραδίδουν στις ομάδες αυτές που ανήκουν κατά κανόνα στο οργανωμένο έγκλημα. Ανά μερικές ημέρες δωρεάν εργασίας (ένα δεκαπενθήμερο ή έναν μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία) έχουν στη διάθεσή τους λίγες «ελεύθερες» ημέρες, στη διάρκεια των οποίων όσο χρυσό βρίσκουν μπορούν να τον κρατήσουν. Δεν είναι καθόλου παράξενο βέβαια ότι στις «ελεύθερες» ημέρες τους οι εργάτες οδηγούνται στα πιο στεγνά από χρυσό σημεία των ορυχείων. Και πάλι. Ό,τι κι αν βγάλουν είναι καλύτερο από το τίποτα. Η πορεία του χρυσού συνεχίζεται στα αυτοσχέδια εργαστήρια, στα οποία οι ίδιοι οι χρυσωρύχοι, με γυμνά χέρια πλένουν τον χρυσό με ένα μείγμα νερού και υδράργυρου για να τον ξεχωρίσουν από τα πετρώματα. Ο υδράργυρος απλώς κυλάει στις πλαγιές, περνώντας από πόλεις και χωριά, και καταλήγει στα ποτάμια και στις λίμνες, μολύνοντας τον υδροφόρο ορίζοντα και το νερό το οποίο πίνουν οι ντόπιοι πληθυσμοί. Η εκπληκτικής ομορφιάς λίμνη Τιτικάκα είναι από τις πιο μολυσμένες φυσικές δεξαμενές νερού στον κόσμο. Η χρήση υδράργυρου απαγορεύεται, αλλά κανείς δεν νοιάζεται και κανείς δεν κάνει κάτι γι’ αυτό. Ο χρυσός περνάει μετά στα παράνομα αγοραστήρια, τα οποία υπάρχουν παντού στο Περού και κυρίως κοντά στα ορυχεία.

Οι τιμές στις οποίες αγοράζουν τον χρυσό είναι στο 60%-70% της πραγματικής του αξίας στη διεθνή αγορά. Από εκεί ο χρυσός ως διά μαγείας εξαφανίζεται, έως ότου επανεμφανιστεί στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στο Άμστερνταμ πεντακάθαρος και ξεπλυμένος από κάθε παρανομία και όλο το συλλογικό έγκλημα που έχει μαζέψει πάνω του.

Ανθρωποι και σκουπίδια

Σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Rinconada. Αρχικά, ήταν ένας πολύ μικρός οικισμός χρυσωρύχων που είχαν μάθει ότι βρέθηκε χρυσός στις πλαγιές του Ανανέα και είχαν το κουράγιο ν’ ανέβουν ως εκεί αναζητώντας τον. Το 2001 η τιμή του χρυσού διεθνώς άρχισε να σκαρφαλώνει. Μέχρι το 2009 είχε αυξηθεί κατά 235%. Η Rinconada έγινε το Ελντοράντο των πάμφτωχων Περουβιανών. Μέσα σε μια δεκαετία περίπου 50.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στον οικισμό, που μεγάλωσε και γιγαντώθηκε, καταλαμβάνοντας μια τεράστια έκταση, στην οποία τα περισσότερα κτίσματα είναι αυτοσχέδιες καλύβες από αλουμίνιο, το μοναδικό υλικό που το μικρό βάρος του επιτρέπει τη μεταφορά του εδώ πάνω.

ΠΕΡΟΥ
 

Οι συνθήκες στις οποίες ζουν οι άνθρωποι αυτοί είναι απίστευτες και η λέξη απίστευτες δεν είναι μεταφορική εν προκειμένω. Είναι πρακτικά αδύνατο να επιζήσεις έτσι. Δεν υπάρχουν δρόμοι, ούτε καν ένας κεντρικός που να ενώνει την πόλη με τον έξω κόσμο· ακόμη κι αυτός είναι ένας επικίνδυνος χωματόδρομος. Καθώς το έδαφος είναι στο μεγαλύτερο μέρος του επικλινές, τα «σπίτια» χτίζονται το ένα πάνω στο άλλο, με διέξοδο σε κάποιο μονοπάτι γεμάτο λάσπη και ανθρώπινα περιττώματα. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό. Οι τυχεροί πίνουν από το λίγο εμφιαλωμένο που φτάνει ως εδώ. Οι περισσότεροι, από τις παρακείμενες λίμνες στις οποίες έχουν καταλήξει προηγουμένως ο υδράργυρος και τα ίδια τους τα λύματα. Ή από τον, επίσης μολυσμένο, παγετώνα. Δεν υπάρχει αποχέτευση. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούν κάποιες δημόσιες «τουαλέτες», τρύπες στο έδαφος, οι οποίες εκβάλλουν σε μικρά ή και μεγαλύτερα ρυάκια που κυλάνε ανάμεσα στα σπίτια. Δεν γίνεται περισυλλογή απορριμμάτων. Η Rinconada περιβάλλεται από βουνά σκουπιδιών, τα οποία μένουν εκεί μέχρι να πεταχτούν και άλλα από πάνω τους. Συχνά αυτά τα βουνά είναι και μέσα στην πόλη. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. Το ελάχιστο που φτάνει στην πόλη από γεννήτριες χρησιμοποιείται για τη φωταγώγηση δύο-τριών κεντρικών σημείων και για τις εργασίες των ορυχείων.

Και στα μικρά κλουβιά από αλουμίνιο που αποκαλούν σπίτια δεν υπάρχει θέρμανση. Το κλίμα στη Rinconada είναι αλπικό, με τη μέση ημερήσια θερμοκρασία να κυμαίνεται από 1,7 βαθμούς τον Ιούλιο έως 2,7 βαθμούς τον Ιανουάριο. Συχνά πέφτει στους -10 και χαμηλότερα. Στις χαμηλές θερμοκρασίες οφείλεται το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν αποδεκατιστεί από μολυσματικές ασθένειες.

ΠΕΡΟΥ

Επιπλέον, αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος άνθρωπος αρχίζει να αρρωσταίνει στα 3.000 μ. υψόμετρο, με πονοκεφάλους, ναυτίες και άλλα συμπτώματα που προκαλεί η έλλειψη οξυγόνου, το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται στα 5.000 μ. είναι ένα μικρό βιολογικό θαύμα, που οφείλεται στη σταδιακή τους προσαρμογή, αλλά κυρίως στα φύλλα κόκας που μασάνε όλη μέρα για να πάρει ο οργανισμός μια στοιχειώδη ώθηση. Παρ’ όλα αυτά, η υποξία είναι συχνό φαινόμενο, όπως και η δηλητηρίαση από υδράργυρο. Οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν κατεστραμμένους πνεύμονες, και αυτό είναι το καλό σενάριο.

Πλήρης ανομία

Μέχρι πρόσφατα στη Rinconada δεν υπήρχε καμία κρατική δομή, ούτε φυσικά και αστυνομική παρουσία. Μετά συνέβη το εξής: ο χρυσός στα ορυχεία, το πλουσιότερο μέρος των οποίων εκμεταλλεύεται πλέον η σχετικά νεοσύστατη εταιρεία Corporacion Minera Ananea S.A. (συχνά οι εταιρείες αυτές λειτουργούν ως βιτρίνα για εγκληματικές οργανώσεις), άρχισε να στερεύει. Ο χρυσός δεν είναι ατέλειωτος, αντιθέτως είναι πολύ σπάνιος, γι’ αυτό τον πληρώνουμε πανάκριβα.

Η Rinconada άρχισε να μετατρέπεται σε μια αυτοεκπληρούμενη, δυσοίωνη προφητεία. Οι χρυσωρύχοι είχαν φέρει τις οικογένειές τους, άλλοι άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί για να βγάλουν χρήματα, πέριξ της εξόρυξης είχαν στηθεί μια ολόκληρη πόλη και ένα σύστημα που έπρεπε να συντηρήσει τον εαυτό του. Όσο ο χρυσός λιγόστευε, τόσο αυξανόταν η εγκληματικότητα. Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη του πλανήτη.

Στις στοές των ορυχείων είναι πολύ πιθανό να πυροβοληθεί κάποιος για να του πάρουν τον χρυσό που έχει βρει, ληστείες γίνονται μέρα μεσημέρι στη μέση του δρόμου ή στα σπίτια, τα πορνεία είναι εκατοντάδες, στα μπαρ γίνεται εμπόριο ναρκωτικών, ο αλκοολισμός θερίζει στους άντρες και οι γυναίκες -που απαγορεύεται να μπουν στα ορυχεία επειδή «φέρνουν γρουσουζιά»- προσπαθούν να ζήσουν τις οικογένειες αναζητώντας ψήγματα χρυσού εκεί όπου οι άντρες έχουν πετάξει τα άχρηστα πετρώματα.

Η αστυνομία προσπαθεί να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της, αλλά δεν ανακατεύεται ποτέ όταν γίνεται κάποια φασαρία, ακόμη και αν σκοτωθεί κάποιος. Οι αστυνομικοί κοιμούνται μέσα στο τμήμα για να προστατεύουν ο ένας τον άλλο. Με την πόλη να έχει την υψηλότερη αναλογία δολοφονιών και πληθυσμού στη Γη, τα ορυχεία αναγκάστηκαν να μειώσουν τις βάρδιες σε δύο και να μένουν ανοιχτά μόνο την ημέρα. Οι χρυσωρύχοι δεν παίρνουν χρήματα και χρυσό μαζί τους στην πόλη. Τα θάβουν στο έδαφος κάπου μακριά. Οι περισσότεροι έχουν πέσει θύματα ληστείας πάνω από δέκα φορές, αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς που ζουν ακόμα.

Στα μπαρ -που προσφέρουν όλα κονσομασιόν- ένα ποτήρι μπίρα και η παρέα μιας γυναίκας για μια ώρα κοστίζουν 50 δολάρια και το σεξ λιγότερο από 10 δολάρια. Αυτό που λείπει στους άντρες εδώ είναι η συντροφιά. Συχνά γίνονται επεισόδια επειδή ένας πελάτης μίλησε με τη γυναίκα που είχε κοιτάξει ένας άλλος, κάποιες φορές βγαίνουν πιστόλια, ενίοτε κάποιος δεν βγαίνει ζωντανός. Τα όπλα είναι παράνομα, αλλά όλοι έχουν, δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Οι λιγοστοί Δυτικοί που έχουν ταξιδέψει στην πόλη, όλοι άντρες, έχουν μόνο ένα πράγμα να πουν: «Μην πάτε».

Πριν δύο χρόνια άνοιξε και ένα σχολείο. Έχει σαράντα μαθητές και μία δασκάλα, η οποία ήρθε εδώ όχι με κάποιο οικονομικό κίνητρο (η κυβέρνηση του Περού δεν πληρώνει εκτός έδρας), αλλά επειδή δεν έβρισκε δουλειά αλλού. Τα περισσότερα παιδιά δουλεύουν στη διαδικασία διαχωρισμού του χρυσού, εκτεθειμένα στον υδράργυρο, στο κρύο και στην εγκληματικότητα. Στην πόλη άνοιξε κι ένα στοιχειώδες κέντρο Υγείας, ενώ φτιάχτηκε και ένα μικρό ποδοσφαιρικό γήπεδο, μικρές ψευδαισθήσεις κανονικότητας σε ένα μέρος στο οποίο τίποτα δεν είναι κανονικό.

Με τον χρυσό να στερεύει, κάποιοι αποφάσισαν να φύγουν. Οι περισσότεροι, όμως, δεν έχουν πού αλλού να πάνε και παραμένουν εδώ. Τι περιμένουν; Την, όλο και πιο σπάνια πλέον, πιθανότητα να βρουν εκείνη τη φλέβα που θα τους κάνει πλούσιους. Ή τον θάνατο να τους προλάβει. Στα 5.100 μ. των Άνδεων έχει πολλούς τρόπους να το κάνει.

ΠΕΡΟΥ


πηγη: https://www.avgi.gr
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου