Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 25 Αύγ 2022
ΗΠΑ: Η ατολμία των Δημοκρατικών και μια μικρή, προεκλογική διαγραφή χρεών
Κλίκ για μεγέθυνση







 
 

του Ανδρέα Κοσιάρη

Την Τετάρτη 24 Αυγούστου, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε την πολυαναμενόμενη απόφασή της για την κρίση φοιτητικού χρέους που μαστίζει εκατομμύρια Αμερικανών. Αν και ο ακριβής τρόπος μένει ακόμα να αποσαφηνιστεί, ανακοινώθηκε η διαγραφή φοιτητικού χρέους έως 10.000 δολάρια, για εισοδήματα έως 125.000 δολαρίων ετησίως. Πρόκειται για μια χρήσιμη βοήθεια σε πολλούς, όμως όπως πολλές από τις αποφάσεις των Δημοκρατικών σε περιόδους κρίσης, δεν λύνει το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας και της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ούτε λύνει ουσιαστικά το πρόβλημα το φοιτητικού χρέους. Είναι μια μεσοβέζικη μη-λύση, ένα μπάλωμα με το βλέμμα στραμμένο στις ενδιάμεσες εκλογές του φθινοπώρου, μια αναβολή αντιμετώπισης ενός προβλήματος που η αμερικανική οικονομία και κοινωνία θα ξαναβρεί σύντομα μπροστά της.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει συχνά κατηγορηθεί ως άτολμη στην υιοθέτηση αποφάσεων που θα εκπληρώνουν προεκλογικές της δεσμεύσεις. Για παράδειγμα, ο γηραιός πρόεδρος έκανε πίσω στην αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια και ακόμα «εξετάζει τις επιλογές του» για μια σειρά ζητημάτων, από την αμνήστευση μικροεγκλημάτων όπως η απλή κατοχή μαριχουάνας (που στέλνει ανθρώπους για χρόνια στη φυλακή) έως τη διασφάλιση δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα ψήφου ή το δικαίωμα στην άμβλωση. Το ίδιο σκηνικό εκτυλίσσεται επί ενάμιση χρόνο και για τη διαγραφή του φοιτητικού χρέους, με τους πάντες να απορούν αν θα την πραγματοποιήσει, πώς και σε τι μέγεθος.

Ακόμα και αυτή η μικρή βοήθεια που εν τέλει ανακοινώθηκε θα είναι αρκετή για να ανακουφίσει πολλούς Αμερικανούς. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η ίδια η κυβέρνηση, περίπου 43 εκατομμύρια δανειολήπτες θα επωφεληθούν από αυτή τη διαγραφή ενώ περίπου 20 εκατομμύρια θα δουν να διαγράφεται πλήρως το χρέος τους. Επίσης, σύμφωνα με εκτιμήσεις που δημοσίευσε το υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ, το 90% της βοήθειας θα διοχετευτεί σε ανθρώπους με εισόδημα κάτω των 75.000 δολαρίων. Οι αριθμοί είναι σημαντικοί, αναμφίβολα.

Όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για συνθηκολόγηση με την αντίδραση. Όλο αυτό το διάστημα, η ρητορική από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αλλά και τη δεξιότερη πτέρυγα των Δημοκρατικών ακουμπούσε σε δύο επιχειρήματα. Αφενός πως μια ολική διαγραφή του φοιτητικού χρέους (που ξεπερνά το 1,6 τρισ. δολάρια) θα ωφελούσε και ανθρώπους με υψηλά εισοδήματα — όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό το επιχείρημα από τα χείλη των υπερασπιστών των υψηλών εισοδημάτων. Κι αφετέρου πως οποιαδήποτε διαγραφή χρέους θα ήταν άδικη για όσους είτε δεν πήγαν ποτέ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είτε ξεπλήρωσαν πλήρως τα δάνεια που πήραν για αυτόν τον σκοπό, διότι οι φόροι τους θα χρηματοδοτήσουν την ανακούφιση των άλλων.

Το πρώτο επιχείρημα, η κυβέρνηση δείχνει να το αποδέχεται πλήρως, υιοθετώντας χαμηλά εισοδηματικά κριτήρια και περιορίζοντας το ποσό ανακούφισης στα 10.000 δολάρια. Αποδέχεται έτσι όμως και όλη την πλαισίωση του προβλήματος από την ιδεολογική δεξιά: ότι καλώς η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επί πληρωμή, ότι καλώς είναι ακριβή και πως αυτό που χρειάζεται είναι μια μικρή βοήθεια στα χαμηλά εισοδήματα που έκαναν το λάθος να χρεωθούν για να την αποκτήσουν.

Ο αρθρογράφος Μπεν Μπέρτζις στο Jacobin, συγκρίνει την ιδέα αυτή με την ιδέα να έπρεπε κανείς να δανειστεί για να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο, ή για να χρηματοδοτήσει το σβήσιμο μιας φωτιάς από την πυροσβεστική. Η επιλογή Μπάιντεν δείχνει να αποδέχεται πλήρως το ιδεολόγημα πως η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι για όλους — ένα θεμελιώδες ιδεολόγημα της νεοφιλελεύθερης ταξικής δεξιάς, που έχει εκφράσει και στα δικά μας επανειλημμένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Όμως και βασικά στοιχεία ανισότητας δεν μπαίνουν καν στο ζύγι στο ανακοινωθέν σχέδιο διαγραφής χρέους. Οι μαύροι Αμερικανοί χρωστούν κατά μέσο όρο 52.000 δολάρια φοιτητικού χρέους, σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο των λευκών. Επίσης δυσκολεύονται περισσότερο από όλους στην αποπληρωμή του, για ποικίλες αιτίες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το γεγονός πως παραδοσιακά οι τράπεζες προσφέρουν χειρότερους όρους στις μειονότητες. Τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, σχεδόν οι μισοί μαύροι Αμερικανοί χρωστούν 12,5% περισσότερα χρήματα σε φοιτητικά δάνεια από το ποσό που δανείστηκαν. Τα 10.000 δολάρια είναι σταγόνα στον ωκεανό για κάποιον που χρωστά πάνω από 50.000 δολάρια και δυσκολεύεται να αποπληρώνει τις δόσεις του. Εξ ου και πολλές από τις προτάσεις «αριστερότερα» του Μπάιντεν μιλούσαν για ποσά έως 50.000 δολάρια.

Το δεύτερο επιχείρημα όσων εναντιώνονται στη διαγραφή φοιτητικού χρέους είναι επίσης ίδιον της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, της οπτικής της ανυπαρξίας της έννοιας κοινωνία, της επιμονής στην ύπαρξη μονάχα του ατόμου και των δικών του ατομικών συμφερόντων. «Γιατί οι φόροι μου να στηρίζουν κάτι στο οποίο δεν συμμετέχω», είναι ουσιαστικά το ερώτημα, που όμως καταρρίπτεται πάρα πολύ εύκολα με σειρά επιχειρημάτων, από το ότι το μέτρο μπορεί να χρηματοδοτηθεί από φορολογία στα υψηλά εισοδήματα και κέρδη, μέχρι την απλούστατη ιδέα ότι ζούμε σε μία κοινωνία όπου είναι προς όφελος όλων μας να αλληλοβοηθούμαστε.

Άλλωστε, μια σεισάχθεια για ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν αποκλείει την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών διόρθωσης αδικιών για άλλα κομμάτια της — αν, φυσικά η κυβέρνηση Μπάιντεν τολμούσε να τα εφαρμόσει. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αναμορφώσει το σύστημα ασφάλισης και υγείας στις ΗΠΑ, και να διαγράψει τα δυσβάσταχτα ιατρικά χρέη που έχουν καταστρέψει εκατομμύρια ζωές Αμερικανών. Ή να εφαρμόσει αναδιανομή γης, σε μια χώρα που χτίστηκε πάνω στους μικρούς αγρότες και κτηνοτρόφους, αλλά όπου πλέον η συγκέντρωση γης στα χέρια μεγάλων επιχειρήσεων τη φέρνει να ομοιάζει σε φεουδαρχία.

Το να έρθει όμως αντιμέτωπη η κυβέρνηση Μπάιντεν με αυτή τη ρητορική στο ζήτημα των φοιτητικών χρεών, θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να την αντιμετωπίσει και σε αυτά τα άλλα ζητήματα δυσβάσταχτου καπιταλισμού — κι αυτό δε γίνεται, δεν πρόκειται για ριζοσπάστες, αλλά για ανθρώπους που επιθυμούν τη διατήρηση ενός άδικου στάτους κβο, με τις λιγότερες δυνατές τριβές και όσο γίνεται λιγότερη προσπάθεια. Άλλωστε το νεοφιλελεύθερο αυτό επιχείρημα το έχει χρησιμοποιήσει πρόσφατα και η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής, Νάνσι Πελόσι.

Ο χρόνος, λοιπόν, της ανακοίνωσης του μέτρου και ο τρόπος που θα εφαρμοστεί, είναι ένα χαρακτηριστικό προεκλογικό τέχνασμα από τους Δημοκρατικούς. Όπως και στην περίπτωση των αμβλώσεων, όπου επί δεκαετίες είχαν τη δυνατότητα να εντάξουν στη νομοθεσία ρητά το δικαίωμα, αλλά δεν το έπραξαν για να κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους ψηφοφόρους. Έτσι και τώρα, πριν από μία ενδιάμεση εκλογική διαμάχη στην οποία προβλέπεται να κινδυνέψουν να χάσουν τις πλειοψηφίες στους δύο βουλευτικούς Οίκους, κάνουν κάτι μικρό και χρήσιμο σε μικροπρόθεσμο επίπεδο, με μοναδικό σκοπό να τραβήξουν την προσοχή των ψηφοφόρων. «Κοιτάξτε, κάναμε κάτι», προς τη μία πλευρά, αλλά και ταυτόχρονα «κοιτάξτε, κάναμε το λιγότερο δυνατό», προς την άλλη.

Είναι αμφίβολο αν το τέχνασμα αυτό θα πετύχει. Όπως και το «ψηφίστε μας για να μη χάσετε το δικαίωμα άμβλωσης/ψήφου/κ.ο.κ.», υπάρχει ένα όριο μέχρι το οποίο οι προοδευτικοί ψηφοφόροι ανέχονται να μην κάνεις τίποτα με την υπόσχεση των μετεκλογικών λύσεων. Και οι συντηρητικοί, όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο το άτομο και κακώς βοηθάς άλλους στην κοινωνία, έχουν πάντα να ψηφίσουν την πολιτική που συμφωνεί απόλυτα μαζί τους σε αυτό.

Είναι επίσης αμφίβολο αν το μέτρο εν τέλει θα εφαρμοστεί. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να παγιδευτεί στα δικαστήρια, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν επέλεξε να μην μπει στην πονοκέφαλη διαδικασία να το περάσει από τους βουλευτές και τους γερουσιαστές, χρησιμοποιώντας έναν παλιότερο νόμο για τη διαγραφή χρεών σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και με πρόσχημα τα βάρη της πανδημίας.

πηγη: https://info-war.gr

 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου