(Βαδίζοντας) εμπρός με μια ματιά προς τα πίσω
Δεν υπάρχει κανένα μέρος σαν το σπίτι στη γη των ιθαγενών
Ελευθερία (δια)φωτισμένη από τον Νέο Κόσμο
Είκοσι τέσσερις ώρες για αυτό που θέλουμε
Η Πρωτομαγιά τιμά τους αναρχικούς της εξέγερσης της πλατείας του Χέιμαρκετ του Σικάγο που εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού από την Πολιτεία του Ιλινόις το 1887, επειδή συμμετείχαν στον αγώνα για την οκτάωρη εργασία.
Δύο χρόνια πριν από την εκτέλεσή τους, οι αναρχικοί του Σικάγο είχαν τιμήσει μερικούς από τους κοινωνικούς επαναστάτες που μαρτύρησαν πριν από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Louis Riel (Λούι Ρίελ), ηγέτη του λαού Métis (Μετί).
Ο Riel εκτελέστηκε από το καναδικό κράτος το 1885 για προδοσία, παρά το γεγονός ότι ήταν τότε Αμερικανός πολίτης και είχε γεννηθεί στο μέρος που είναι τώρα το Γουίνιπεγκ δύο δεκαετίες πριν από την γέννηση της ίδιας της χώρας του Καναδά.
Μια εκδήλωση μνήμης στο Σικάγο τον Νοέμβριο του 1885 απέτισε «φόρο τιμής στους μάρτυρες ήρωες υπέρ της ανθρώπινης ελευθερίας, Julius Lieske (Γιούλιους Λίσκε) και Louis Riel», ανέφερε το αναρχικό περιοδικό του Albert Parson «The Alarm».
Οι μελλοντικοί μάρτυρες αναρχικοί August Spies (Αύγουστος Σπάις) και Parsons μίλησαν για την περίσταση, όπως και ο μελλοντικά συγκατηγορούμενος τους Samuel Fielden, ο οποίος συνέκρινε τον Riel με τον διαβόητο Αμερικανό ακτιβιστή για την κατάργηση της δουλείας John Brown (Τζον Μπράουν).
«Υπάρχει ανάγκη από τέτοιους επαναστάτες σήμερα», ισχυρίστηκε ο Fielden.
Το περιοδικό «The Alarm» παρέφρασε τον Parsons και άλλους ομιλητές λέγοντας ότι «Στη μοίρα αυτών των μαρτύρων θα μπορούσαμε όλοι να διαβάσουμε το δικό μας μέλλον στα χέρια εκείνων που εκμεταλλεύονται και υποδουλώνουν τους συνανθρώπους τους».
Εκ των υστέρων, αυτό αποδείχθηκε μια δυστυχώς ακριβής περίπτωση διορατικής σκέψης.
Δεν ήταν επίσης η πρώτη φορά που οι αναρχικοί του Σικάγο είχαν ασχοληθεί με τους αγώνες των ιθαγενών λαών ή με τον χαρακτήρα της αποικιοκρατίας. Οι σύντροφοι του Σικάγο είχαν άμεση σύνδεση με την εξέγερση των Μετί μέσω του ιδίου του Honoré Jaxon (Ονορέ Τζάκσον), γεννημένου σε ευρωκαναδική οικογένεια, ο οποίος είχε προσκληθεί από τους Μετί να συμμετάσχει στην αντίσταση με την ιδιότητα του γραμματέα. Αφού το έσκασε από ένα άσυλο φρενοβλαβών στον Καναδά, ο Τζάκσον τελικά έφτασε στο Σικάγο και εκεί εντάχθηκε στο εργατικό κίνημα.
Το περιοδικό «The Alarm» είχε ήδη δημοσιεύσει άρθρα για την αντίσταση όπως αυτή λάμβανε χώρα το 1885. Οι αναρχικοί του Σικάγο ήταν αναμφισβήτητα υπέρ της πλευράς των Μετί στον αγώνα.
«Αγωνίζονται να διατηρήσουν τα σπίτια τους, τα οποία επιδιώκουν να τους στερήσουν οι νόμοι και οι απάτες του σύγχρονου καπιταλισμού», θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει στο «The Alarm», «Είθε τα έμπιστα τουφέκια και η σταθερή τους στόχευση να κάνουν τους κλέφτες να φάνε τη σκόνη τους».
Ένα χρόνο πριν από αυτό, το «The Alarm» είχε ήδη καταστήσει σαφή τη θέση του σχετικά με την αυτονομία των ιθαγενών.
«Αφημένος στην ελεύθερη ύπαρξη του, αφημένος στην άσκηση της ελεύθερης βούλησης και της προσωπικής ελευθερίας – αναρχίας – ο κόκκινος άνθρωπος θα ήταν ζωντανός και θα ευημερούσε, ζώντας ειρηνικά και συντροφικά με τους Καυκάσιους αδελφούς του».
Παρά την μικρή αναφορά στο θέμα «Ινδιάνοι υπό εξαφάνιση», η στάση αυτών των μη ιθαγενών αναρχικών σχετικά με την αυτονομία των ιθαγενών ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ήταν σωστό οι ιθαγενείς λαοί να διατηρήσουν τη γη και την ελευθερία τους. Η εισβολή των αποίκων και μετάπειτα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ήταν μια μάστιγα, όχι μόνο για κάθε Αμερικανό εργάτη, αλλά και για τις ιθαγενείς κοινότητες και άτομα.
Βαδίζοντας εμπρός με μια ματιά προς τα πίσω
Η προσοχή, σε κάθε περίπτωση –καλή ή κακή–, στους ιθαγενείς λαούς και στον χαρακτήρα του αποικισμού δεν ήταν τομέας μόνο των αναρχικών του Σικάγο. Ο Ονορέ Τζάκσον, πριν φτάσει στο Σικάγο, είχε συναντήσει τον αναρχικό Τσαρλς Λι Τζέιμς στο Ο’ Κλερ του Ουισκόνσιν.
Στη συζήτησή τους, ο Τζέιμς βασίστηκε «στη στρατιωτική του ανάγνωση για μια αξιοσημείωτα διορατική συζήτηση σχετικά με τις τακτικές που, σε περίπτωση επανεκκίνησης του αγώνα των Μετί, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εποικοδομητικά από έναν λαό αδύναμο μεν σε αριθμό, αλλά που διαθέτει την ευκολία της μετακίνησης που αναπτύχθηκε από τη νομαδική ζωή», σύμφωνα με την αφήγηση του Τζάκσον.
Ο Τζέιμς, στην πραγματικότητα, ήταν αυτός που στη συνέχεια κανόνισε την επαφή του Τζάκσον με τον Άλμπερτ Πάρσονς στο Σικάγο.
Στο φυλλάδιό του του 1886 «Anarchy: A Tract for the Times», [Αναρχία: Ένα φυλλάδιο για τους Times], ο Τζέιμς έγραψε ότι «οι κυβερνήσεις δεν είναι ένας καθολικός θεσμός», προσθέτοντας ότι «πολλά πρωτόγονα έθνη υπάρχουν χωρίς αυτές».
«Ένα από αυτά είναι οι Εσκιμώοι», είπε ο Τζέιμς, «αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα».
Εκτός από τη χρήση ενός ακατάλληλου εξωνύμου για τους Ινουίτ, ο Τζέιμς ισχυρίστηκε επίσης ότι ήταν πιο έξυπνοι και πολιτισμένοι από άλλους ιθαγενείς λαούς που έχουν κυβερνήσεις.
Συνέχισε υποστηρίζοντας, μέσω γενίκευσης και αδικίας, ότι οι «άγριοι» είναι «πολύ πολεμοχαρείς, συχνά ζουν από ανθρώπινες σάρκες, μέσω δουλεμπορίου ή λεηλασίας», ότι οι ιθαγενείς βρίσκονται πιο πίσω στο χρονοδιάγραμμα της «προόδου του πολιτισμού».
Ωστόσο, ο Τζέιμς έτρεφε λίγες αυταπάτες για την ιστορία του αμερικανικού κράτους. Πρότεινε ότι ο αναγνώστης του θα έπρεπε να συνεχίσει διαβάζοντας βιβλία και άρθρα που καταδεικνύουν ότι «η κυβέρνησή μας, όπως και άλλες, προέκυψε από τον πόλεμο και την καταπίεση· ότι οργανώθηκε για να εκδιώξει τους Ινδιάνους, να υποδουλώσει τους νέγρους και να εμποδίσει άλλους να μοιραστούν τα λάφυρα· ότι για εκατό χρόνια η σημαία μας απολάμβανε την τιμή να είναι η μόνη που ενθάρρυνε την ανάπτυξη και την επέκταση της δουλείας· και ότι από τότε που αυτό το καταραμένο κακό καταργήθηκε (επειδή δεν ταίριαζε στους βόρειους καπιταλιστές τόσο καλά όσο η ενοικιαστική γεωργία ), η ίδια σημαία είναι κάτοχος της περήφανης εξαίρεσης ότι είναι η μόνη υπό την οποία αυξάνεται η γαιοκτησία».
Ένα από τα βιβλία που πρότεινε ο Τζέιμς ήταν το «Ένας αιώνας ατιμίας» της Έλεν Χαντ Τζάκσον του 1881, ένα βιβλίο που αργότερα θα παραθέσει και η αναρχική Έμιλι Τζ. Τέιλορ από το Σικάγο το 1901 σε ένα άρθρο για το αναρχικό περιοδικό «Discontent» [Δυσαρέσκεια], το οποίο είχε έδρα την [στμ. Αναρχική] Αποικία Χόουμ (Home Colony) στην πολιτεία της Ουάσινγκτον.
«Οι Ινδιάνοι ισχυρίζονταν πάντα ότι το ψεύδος, η απιστία και η ανεντιμότητα χαρακτηρίζουν όλες τις συναλλαγές της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών μαζί τους», έγραψε η Τέιλορ.
Ωστόσο, θεώρησε επίσης σκόπιμο να επαινέσει, στο ίδιο άρθρο, τον αποικιακό αξιωματούχο Τόμας Τζέφερσον και να αναφερθεί στους δικούς της ιδεολογικούς συγγενείς ως «αναρχικούς του Τζέφερσον».
Προφανώς, η Τέιλορ, παρά τις συμπάθειές της για τους αυτόχθονες πληθυσμούς και την προσοχή της στις αμερικανικές αποικιακές θηριωδίες, δεν γνώριζε ή δεν ανησυχούσε για την ρητή έκκληση του Τζέφερσον για δολοφονικές εκκαθαρίσεις των αυτόχθονων πληθυσμών, για να μην αναφέρουμε την σαφώς μη… αναρχική θέση του αρχηγού κράτους ή την παράδοξη φύση οποιουδήποτε λεγόμενου Τζέφερσονιανού αναρχισμού ή οποιουδήποτε αναρχικού πατριωτισμού υπέρ των αμερικανικών παραδόσεων.
Ωστόσο, η ανοησία της και η ανοησία του Τζέιμς σε αυτές τις περιπτώσεις αγγίζει μονάχα την επιφάνεια αυτής της άλλης πλευράς της αμερικανικής αναρχικής κριτικής για την αποικιοκρατία, δηλαδή την αμερικανική αναρχική περιφρόνηση προς τους αυτόχθονες πληθυσμούς, όπως επιδεικνύεται, για παράδειγμα, από άλλους συγγραφείς που σχετίζονται με την Αποικία Χόουμ (Home Colony).
Δεν υπάρχει κανένα μέρος σαν το σπίτι στην γη των ιθαγενών
Ο Jay Fox, ο οποίος ήταν μάρτυρας στη βομβιστική επίθεση στο Haymarket του Σικάγο πριν συμμετάσχει ενεργά στον αποικισμό, υπό την αιγίδα της Πολιτείας της Ουάσινγκτον, των εδαφών των λαών που μιλούσαν τη γλώσσα Lushootseed, έγραψε ένα άθλιο ρατσιστικό άρθρο με τίτλο «Πολιτισμένος ή άγριος;» («Civilized or Savage?») σε ένα τεύχος του 1914 του περιοδικού της Τακόμα «Why?» («Γιατί;»).
Το Κράτος ιδρύθηκε με βάση το «βάρβαρο, άγριο ένστικτο», ισχυρίστηκε ο Fox. «Ο πόλεμος είναι η απόλαυση του άγριου, συχνά το μόνο μέσο διαβίωσής του», συνέχισε, όπως μόνο ένας πραγματικός αδαής και σοβινιστής Αμερικανός θα μπορούσε να υποστηρίξει. Το γεγονός ότι ο Fox στη συνέχεια θα εγκατέλειπε τις αναρχικές αντιλήψεις για τον κρατικό σοσιαλισμό δεν αποτελεί παρηγοριά.
Σε ένα τεύχος του περιοδικού «Discontent» της Home Colony το 1900, ο Χένρι Άντις, αναρχικός από το Πόρτλαντ του Όρεγκον, ντρόπιασε τους σημερινούς ανίδεους χίπστερ της πόλης του σε ένα άρθρο με τίτλο «Αγριότητα και Αναρχία» (Savagery and Anarchy). Ανησυχώντας ότι οι μη αναρχικοί συνέδεαν την αναρχία με τους αναρχικούς που ήθελαν «να ζήσουν σαν τους Ινδιάνους» και «να επιστρέψουν στην αγριότητα», ο Άντις ήταν πολύ χαρούμενος που καθησύχασε τους αναγνώστες του ότι αυτό δεν ίσχυε στην πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ότι ορισμένοι αναρχικοί είχαν επισημάνει τη μεγαλύτερη ευτυχία και ελευθερία που βρίσκονταν μεταξύ των αυτόχθονων λαών, ο Άντις αντέτεινε ότι όποια και αν είναι η αλήθεια πίσω από αυτούς τους ισχυρισμούς, δεν γνώριζε κανέναν που «πραγματικά επιθυμεί να ακολουθήσει τον άγριο τρόπο ζωής ή να δει μια γενική επιστροφή στην αγριότητα». Η «πρόοδος» και ο «πολιτισμός» δεν οφείλονταν όλα στον κρατικό νόμο, έγραψε ο Άντις. Ισχυρίστηκε ότι «αντί για μια φυλή άγριων, θα είχαμε στην Αναρχία μια φυλή με λάτρεις της τέχνης και παραγωγούς τέχνης», σαν να μην είχαν οι ιθαγενείς τις δικές τους καλλιτεχνικές και πολιτιστικές πρακτικές. «Στην Αναρχία θα απολαύσουμε μεγαλύτερη ελευθερία, ή τουλάχιστον μεγαλύτερο ελεύθερο χρόνο, από ό,τι είναι δυνατό στην άγρια ζωή, επειδή η παραγωγή θα είναι πολύ μεγαλύτερη», πρόσθεσε ο Addis, αποτυγχάνοντας να δει ότι η μεγαλύτερη παραγωγή θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε μεγαλύτερο μόχθο, για να μην αναφέρουμε την καταστροφή της βιόσφαιρας.
Στο ίδιο τεύχος του «Discontent», η αναρχική M. Holmes από το Σικάγο Lizzie, η οποία κάποτε ήταν βοηθός συντάκτρια του Albert Parsons στο περιοδικό «The Alarm», έκανε έναν ψευδή ισχυρισμό, χειρότερο ακόμη και από αυτόν που έκανε ο Addis, όταν ισχυρίστηκε ότι «οι άγριοι δεν είχαν περισσότερη ιδέα για την ίση ελευθερία και την προσπάθεια να τη διατηρήσουν, από ό,τι οι σημερινοί λάτρεις της κυβέρνησης».
Αν και υπήρχαν αναρχικοί που συνδέονταν με την Home Colony, όπως ο James F. Morton Jr., ο οποίος μίλησε κατά του ρατσισμού γενικά, ή ο Andrew Klemenčič που έγραψε επιστολή απάντησης στην Home υποστηρίζοντας την αυτονομία των Χαβανέζων ιθαγενών (Kānaka Maoli), υπήρχαν και εκείνοι που εξέφραζαν αντι-ιθαγενή συναισθήματα, καθιστώντας ασυνεπή τη συνολική στάση της Home για τον ρατσισμό. Ίσως αυτό να μην προκαλεί μεγάλη έκπληξη, δεδομένης της ύπαρξης της Home ως «προϊόντος» αποικιοκρατίας και ως εταιρείας σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας της Ουάσινγκτον, με άτομα στην αποικία να ζουν με «ατομικιστική» και όχι «κομμουνιστική» μορφή, όπως διαφημιζόταν στις σελίδες των περιοδικών της Home.
Οι αναρχικοί άποικοι της Ουάσινγκτον φαινόταν να έχουν ελάχιστη έως καθόλου συνείδηση του ρόλου τους ως εισβολείς –και όχι ως απλοί κατασκευαστές σπιτιών–, και να μην έχουν καμία επίγνωση ότι ο αποικιακός καπιταλισμός δεν μπορεί να αποφευχθεί για πολύ, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί εξαρχής, πρόσωπο με πρόσωπο ως πραγματικός εχθρός.
Η Ελευθερία Φωτισμένη από τον Νέο Κόσμο
Οι αναρχικοί του Παλαιού Κόσμου, ακόμη και εκείνοι που ήρθαν να ζήσουν για ένα διάστημα στην Αμερική, επέδειξαν επίσης αντιφατικές σκέψεις για την αποικιοκρατία και τους αυτόχθονες λαούς, όπως και οι αμερικανικής καταγωγής ομόλογοί τους.
Ο Άγγλος πρωτο-αναρχικός William Godwin είχε γράψει το 1793, ότι «λίγο καλό μπορεί να αναμένεται από οποιοδήποτε είδος αναρχίας που θα έπρεπε να επιβιώσει, για παράδειγμα, μεταξύ των Αμερικανών άγριων».
Ο Γάλλος εξόριστος και πρωτο-αναρχικός Joseph Déjacque, μόλις έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε γράψει κατά της δουλείας και του αποικισμού στο περιοδικό του «Le Libertaire», αλλά μαζί του επέμειναν, όπως και με άλλους Αμερικανούς αναρχικούς, ένας ορισμένος σοβινισμός και μια ιδιαίτερη προοπτική της δυτικής προόδου, ακόμη και όταν επέκρινε τις αποικιακές πρακτικές και επαινούσε τους αυτόχθονες λαούς.
«Μια σοσιαλιστική εποχή» θα είχε κερδίσει τους ιθαγενείς υπέρ της «γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής· θα τους είχε φέρει, μέσω της έλξης της ελεύθερης και γόνιμης εργασίας, στην καθολική πανανθρώπινη αλληλεγγύη», ισχυρίστηκε ο Déjacque σε ένα άρθρο του 1860.
Την ίδια χρονιά ένας άλλος συγγραφέας, ονόματι F. Girard, έγραψε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Le Libertaire σχετικά με τη βιαιότητα του αποικιοκρατίας. Ο Girard σημείωσε, ότι «όπου κι αν εξαπλώθηκε ο πολιτισμός σε όλο τον κόσμο, ήταν πάντα με τον σταυρό ή τη Βίβλο στο ένα χέρι και με το σπαθί ή το τουφέκι στο άλλο, πατώντας στο αίμα και σκορπίζοντας πτώματα στον δρόμο από τον οποίο πέρασε».
Αυτό συνέβη επτά χρόνια πριν ο κρατιστής σοσιαλιστής Καρλ Μαρξ, στο magnum opus του, γράψει για τον αποικισμό και την πρωταρχική συσσώρευση, και πώς «το κεφάλαιο στάζει από την κορυφή ως τα νύχια, από κάθε πόρο, με αίμα και χώμα».
Ο αντίπαλος του Μαρξ, ο Ρώσος αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν, παρά τις δηλώσεις του προς υποστήριξη της αυτοδιάθεσης όλων των λαών, στα «Γράμματα για τον Πατριωτισμό» του 1869 αποκάλεσε τους ιθαγενείς λαούς της Αρκτικής «άθλιους» και αναρωτιώταν «τι θα μπορούσε να είναι πιο άθλιο και λιγότερο ανθρώπινο» από την ύπαρξη ενός ιθαγενούς της Αρκτικής.
Το γαλλόφωνο ελβετικό αναρχικό περιοδικό «Le Révolté» δημοσίευσε το 1884 ένα άρθρο με τίτλο «Nos Colonizations» [οι Αποικίες μας], στο οποίο υποστηρίχθηκε ότι «Κανένας λαός δεν έχει το δικαίωμα να καταπιέζει έναν άλλον· ας τακτοποιήσει ο καθένας το σπίτι του όπως κρίνει κατάλληλα».
Ωστόσο, το άρθρο ισχυρίστηκε επίσης λανθασμένα, ότι «ο εργάτης δεν έχει τίποτα να κερδίσει από αυτές τις λεγόμενες κατακτήσεις του πολιτισμού», επισκιάζοντας μερικά πολύ σημαντικά πράγματα όπου οι Ευρωπαίοι εργάτες είχαν στην πραγματικότητα να κερδίσουν από τον αποικισμό του Νέου Κόσμου, δηλαδή, φθηνότερη γη και μια νέα ζωή.
Την ίδια χρονιά, ο κρατιστής σοσιαλιστής Φρίντριχ Ένγκελς δημοσίευσε το βιβλίο του, το οποίο είχε επιρροές από την Αμερική και τους Αυτόχθονες, με τίτλο «Der Ursprung der Familie, des Privateigenthums und des Staats» [Η προέλευση της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κράτους], το οποίο δεν μεταφράστηκε στα αγγλικά παρά μόνο το 1902, με τίτλο «The Origin of the Familie, Private Property and the State» και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Charles H. Kerr & Company του Σικάγο.
Το 1886, η εξεγερμένη της Παρισινής Κομμούνας που έγινε αναρχική, η Λουίζ Μισέλ, δημοσίευσε τα «Απομνημονεύματα» της, στα οποία σχολίαζε την αναγκαστική εξορία της στο νησί Κανάκι [στμ. εννοεί τη Νέα Καληδονία, την οποία η αυτόχθονες ονομάζουν Κανάκι] και την υποστήριξή της στην αντίσταση των Αυτόχθονων, η οποια ξέσπασε κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί. «Λοιπόν, ναι, όσοι με κατηγόρησαν, την εποχή της εξέγερσης, ότι ευχόμουν [για τους Κανάκ] την κατάκτηση της ελευθερίας τους, είχαν δίκιο», παραδέχτηκε η Μισέλ. «Ας τερματίσουμε την ανωτερότητα που εκδηλώνεται μόνο με την καταστροφή!» Παρ’ όλα αυτά, η Μισέλ διατήρησε και προοδευτικές στάσεις, καθώς και απαισιοδοξία σχετικά με την ικανότητα των Κανάκ να νικήσουν τους Γάλλους και να διατηρήσουν τον πολιτισμό των Κανάκ χωρίς να τον αναμίξουν με αυτόν των Γάλλων. Δεν έλαβε υπ’ όψη, ότι οι ευρωπαϊκές της αντιλήψεις για τη βελτίωση θα μπορούσαν να είναι ο εχθρός του καλού και ότι οι ιθαγενείς λαοί θα μπορούσαν να είναι πιο επίμονοι από ό,τι είχε σκεφτεί.
Είκοσι τέσσερις ώρες για αυτό που θα κάνουμε
Σήμερα, η Πρωτομαγιά θεωρείται ότι έχει να κάνει αποκλειστικά με την αξιοπρέπεια της εργασίας, αλλά οι αναρχικοί του Σικάγο Χέιμαρκετ ήταν λίγο πιο διορατικοί από αυτό, αντιπαρατιθέμενοι στον αποικισμό και την εκμετάλλευση της γης, και όχι μόνο αντιπαρατιθέμενοι στην εργασία. Η οκτάωρη ημέρα ήταν ένα κομματάκι, και με τις δύο έννοιες της λέξης, τη θετική και την αρνητική, στο δρόμο για φωτεινότερες μέρες και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Ο αγώνας δεν ήταν απλώς να δουλεύουμε λιγότερο, αλλά τελικά να μην δουλεύουμε καθόλου. Ο στόχος δεν ήταν απλώς να καταλάβουμε τον χώρο δουλειάς, αλλά να ανακτήσουμε τη γη και την ελευθερία.
Ακόμα και ορισμένοι από τους σημερινούς αναρχικούς εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζουν τον αποικισμό και τους αγώνες των ιθαγενών λαών με ενδελεχή τρόπο. Είναι πολύ απασχολημένοι με το να μειώνουν την αναρχία σε μια απλή αισθητική, να βάζουν ένα κόκκινο και μαύρο «μπάλωμα» στη στολή ενός στρατιώτη ευρωπαϊκού κράτους και να το αποκαλούν αναρχικό πραγματισμό.
Αντίθετα, η Emily G. Taylor από το Σικάγο, ασκώντας κριτική στον αμερικανικό μιλιταρισμό, είχε κάποτε ρωτήσει, με αρχαϊκή πλέον γλώσσα, «Τι κάνει κάποιον τον πιο άγριο, η κουβέρτα ή η στολή;»
Ενώ είναι σωστό να γιορτάζουμε τις στιγμές που οι ιστορικοί αναρχικοί αντιμετώπισαν τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία, δεν είναι ποτέ αργά να παραδεχτούμε τα λάθη των προκατόχων μας (και των συγχρόνων μας), είτε αυτά αφορούν την αποικιοκρατία, είτε αφορούν οτιδήποτε άλλο, και η αντιμετώπισή τους είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε πραγματικά μπροστά.
Η Αμερικανίδα αναρχική Βολταιρίν ντε Κλερ, στον επιμνημόσυνο λόγο της στο Χέιμαρκετ το 1901 στο Σικάγο, παραδέχτηκε με θάρρος ότι κατά τη στιγμή των τραγικών γεγονότων, θεωρούσε τους αναρχικούς ένοχους και πίστευε ότι έπρεπε να απαγχονιστούν, αλλά με την πάροδο του χρόνου έμαθε από το λάθος της και αγκάλιασε τον αγώνα τους. Επανέλαβε αυτό το είδος ταπεινότητας σε ένα άρθρο του 1912 όπου περιέγραφε το έργο της στο Σικάγο, δίπλα στον παλιό επαναστάτη Ονορέ Tζάκσον, για να συγκεντρώσει υποστήριξη για τη Μεξικανική Επανάσταση και τους αναρχικούς πρωταγωνιστές της. Το αναρχικό κίνημα δεν έκανε αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση, κατά την εκτίμησή της.
«Εγώ που γράφω έχω φταίξει όσο και όλοι», αντίτεινε, «ας αποβάλω την ευθύνη μου προκαλώντας σας να αφυπνιστείτε τώρα».
Μπορούμε να μάθουμε πολλά από την ταπεινότητα συντρόφων όπως η ντε Κλερ και να προχωρήσουμε αναγνωρίζοντας και διορθώνοντας τα λάθη που έχουμε κάνει πίσω στο χρόνο.
Για την εκατονταετηρίδα της υπόθεσης Haymarket το 1986, ο κοινωνικός επαναστάτης του Σικάγο Franklin Rosemont, προς μεγάλη του τιμή, δημοσίευσε το απίστευτο και ανεκτίμητο «Haymarket Scrapbook», αναβιώνοντας τις συνδέσεις μεταξύ των αναρχικών του Σικάγο και των αγώνων των ιθαγενών και των μαύρων λαών, για μερικούς από τους οποίους υπάρχει αναφορά σε αυτό το άρθρο.
Δύο χρόνια νωρίτερα, ο σεβαστός ιστορικός του αναρχισμού Paul Avrich είχε δημοσιεύσει το magnum opus του, «Η τραγωδία του Haymarket», ένα ογκώδες και εμπνευσμένο κείμενο που είναι και ευανάγνωστο, και σχετικό.
Καθώς η κρατική καταστολή στην Αμερική κλιμακώνεται αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο των αυξημένων δολοφονικών επιθέσεων εναντίον των ιθαγενών της Παλαιστίνης, και καθώς η ίδια η σκέψη μετατρέπεται ξανά σε έγκλημα, όπως συνέβη εναντίον των αναρχικών του Haymarket του Σικάγο, το έργο της μετατροπής της ιστορίας σε ένα πρακτικό εργαλείο αφήνεται σε εμάς να το αξιοποιήσουμε συνεχίζοντας τον αγώνα.
Όχι να λέμε ότι αγωνιζόμαστε και στην πραγματικότητα να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, αλλά να τρέχουμε ορμητικά στη μάχη με όποιον τρόπο μας φαίνεται πιο στοχαστικός και πρακτικός, σε αλληλεγγύη με όλους τους καταπιεσμένους λαούς, με την επίγνωση ότι η ελευθερία των άλλων ανθρώπων είναι και η δική μας ελευθερία, ότι μια πληγή σε έναν άνθρωπο εξακολουθεί να είναι πληγή για όλους, ότι ίσως είμαστε ακόμα τρελοί μετά από τόσα χρόνια.
Πηγή: https://theanarchistlibrary.org/library/k-c-sinclair-may-day-and-colonialism
Σημείωση: Οι επισημάνσεις είναι δικές μας.
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.263, Οκτώβριος 2025
πηγη:https://anarchypress.wordpress.com


