Ποιος θερίζει τους καρπούς του αγώνα των Μαύρων Πάνθηρων του Ισραήλ;
Μισό αιώνα μετά την πρόκληση ενός πολιτικού σεισμού
που προήλθε από τους φτωχούς δρόμους της Ιερουσαλήμ,
το Mizrahi (Μιζραχί) ριζοσπαστικό κίνημα έχει σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί.
Ένα νέο βιβλίο προσπαθεί να αποσαφηνίσει την επίμαχη κληρονομιά τους.
«Οι Μαύροι Πάνθηρες του Ισραήλ: Οι Ριζοσπάστες που Γκρέμισαν τον Μύθο της ίδρυσης ενός Έθνους», του Asaf Elia–Shalev, εκδ. University of California Press, 2024.
Τον Ιανουάριο του 1971, ένα σύντομο ρεπορτάζ εμφανίστηκε στο πίσω μέρος της φιλο-αριστερής ισραηλινής εφημερίδας Al Hamishmar. Οι συντάκτες προφανώς δεν θεωρούσαν πολύ σημαντική την ιστορία, αλλά η δημοσίευσή της προκάλεσε αμέσως αίσθηση. Ο τίτλος, μια φράση από ένα από τα θέματα του άρθρου, προμήνυε την εμφάνιση ενός επαναστατικού νέου κινήματος που ξεπηδούσε από τη γειτονιά Musrara (Μουσράρα) της Ιερουσαλήμ και που θα πυροδοτούσε έναν πολιτικό σεισμό στους δρόμους του Ισραήλ –έναν σεισμό του οποίου οι μετασεισμοί μπορούν ακόμα να γίνουν αισθητοί σήμερα. «Θέλουμε να οργανωθούμε ενάντια στην κυβέρνηση και το κατεστημένο των Ασκενάζι», έγραφε. «Θα γίνουμε οι Μαύροι Πάνθηρες του Κράτους του Ισραήλ».
Το όνομα που υιοθετήθηκε ήταν εσκεμμένα προκλητικό. Τα ισραηλινά ΜΜΕ είχαν συχνά δυσφημίσει το αρχικό Κόμμα των Μαύρων Πάνθηρων στις Ηνωμένες Πολιτείες –μια οργάνωση Μαύρων μαχητών που είχε ιδρυθεί περίπου πέντε χρόνια νωρίτερα στο Όκλαντ της Καλιφόρνια– ως αντισημιτικό επειδή κατήγγειλε το Ισραήλ ως ιμπεριαλιστικό κράτος και εξέφρασε την αλληλεγγύη στο Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Κίνημα. Αλλά η ταύτιση των Ισραηλινών Πάνθηρων με τους Αμερικανούς ομολόγους τους ξεπέρασε τον απλό δανεισμό του ονόματός τους: στον αγώνα των Μαύρων ενάντια στο ρατσισμό, τη φτώχεια και την αστυνομική βία, οι νέοι της Ιερουσαλήμ είδαν τη δική τους εμπειρία να αντανακλάται σε αυτούς.
Με τους σημερινούς όρους, οι Ισραηλινοί Πάνθηρες δεν ήταν στην πραγματικότητα Μαύροι. Ήταν οι γιοι και οι κόρες της εβραϊκής εξόδου από τον αραβικό κόσμο, γνωστοί στις μέρες μας ως Εβραίοι Mizrahi (πληθυντικός: Mizrahim), αλλά πιο συχνά αναφέρονται εκείνη την εποχή ως Sephardim (Σεφαραδίτες). Αυτοί οι Εβραίοι έφτασαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες σε ένα νεοσύστατο ισραηλινό κράτος στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Σύντομα, όμως, βρέθηκαν να στοχοποιούνται ρατσιστικά, όπως συνέβαινε στους Μαύρους, από μια ηγεμονική τάξη εβραίων Ασκενάζι. Καθώς οι ρίζες των Μιζραχίμ βρίσκονταν στην Ευρώπη, το όραμα για ένα εβραϊκό κράτος δεν τους ενδιέφερε και πολύ πριν το Ολοκαύτωμα να εξαλείψει τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων Εβραίων.
Οι ιδρυτές των Ασκενάζι του Ισραήλ –συμπεριλαμβανομένου του Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, του πρώτου πρωθυπουργού– υποδέχθηκαν τους αφηχθέντες Μιζραχίμ με άφθονη ρατσιστική περιφρόνηση. Οι αρχές τους ράντισαν με φυτοφάρμακο, τους εγκατέστησαν σε απομακρυσμένους καταυλισμούς στην έρημο ή τους στρίμωξαν σε σπίτια εξόριστων Παλαιστινίων προσφύγων (όπως αυτά στη Musrara), τους προλεταριοποίησαν και τους διοχέτευσαν σε χαμηλά αμοιβόμενη εργασία• κατέστειλαν τον πολιτισμό τους, χώρισαν χιλιάδες από αυτούς από τα παιδιά τους και ανάγκασαν δεκάδες χιλιάδες να υποβληθούν σε μη ασφαλή ακτινοθεραπεία που οδήγησε σε σοβαρές επιπλοκές της υγείας τους. Όλο αυτό το διάστημα, σιγόβραζε μια εξέγερση.
Όταν μια ομάδα εξαθλιωμένων νεαρών Μιζραχί ανακοίνωσε την ίδρυση του κινήματός τους και κήρυξε εξέγερση ενάντια στο σύστημα, τοπικοί και διεθνείς ρεπόρτερ συνέρρεαν για να τους πάρουν συνέντευξη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι Πάνθηρες μέτρησαν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, στις τάξεις τους και ηγήθηκαν μιας σειράς κλιμακούμενων διαμαρτυριών και άμεσων ενεργειών που αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν αδύνατο για τις ισραηλινές αρχές να τους αγνοήσουν. Απαίτησαν από το κράτος να διοχετεύσει τους πόρους του προς την αντιμετώπιση των έντονων κοινωνικών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν την κοινότητα των Μιζραχίμ, κλείνοντας την αυλαία του υποτιθέμενου σοσιαλιστικού ήθους του Ισραήλ.
Οι αρχές, ωστόσο, αρνήθηκαν ότι υπήρχαν τέτοια προβλήματα και αντ’ αυτού προσπάθησαν να καταστείλουν τον αγώνα των Πανθήρων. Η αστυνομία κατέστειλε βίαια τις διαδηλώσεις και διείσδυσε στην οργάνωση με έναν χαφιέ που τους έδινε πληροφορίες για χρόνια –και ο οποίος σχεδόν κατά λάθος θα είχε εκλεγεί αρχηγός της ομάδας, πριν τους πείσει να επιλέξουν κάποιον άλλον.
Η Γκόλντα Μέιρ, η πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, έβλεπε τους Πάνθηρες κυρίως ως ζήτημα δημοσίων σχέσεων, φοβούμενη ότι οι δραστηριότητές τους θα μπορούσαν να δώσουν στο Ισραήλ και στον Σιωνισμό ένα κακό όνομα στο εξωτερικό και να αποθαρρύνουν τους Εβραίους της διασποράς από τη μετανάστευση. «Θέλω να βγάλω από τα κεφάλια σας ότι φέρατε μια επανάσταση στη χώρα», είπε σε μια ομάδα ηγετών των Πανθήρων με τους οποίους συμφώνησε να συναντηθεί τον Απρίλιο του 1971, αφού είχαν ξεκινήσει απεργία πείνας μπροστά στο Δυτικό Τείχος. Απηχώντας την περιβόητη άρνησή της για την ύπαρξη του παλαιστινιακού λαού, επέμεινε: «Δεν υπάρχει θέμα Ασκεναζίμ και Σεφαραντίμ εδώ».
Ένα μήνα αργότερα, οι Πάνθηρες κινητοποίησαν χιλιάδες σε μια διαδήλωση στο κέντρο της Ιερουσαλήμ, η οποία έληξε με διαδηλωτές να πετάνε γυάλινα μπουκάλια, τούβλα, πέτρες, ακόμη και βόμβες μολότοφ κατά της αστυνομίας. Έμεινε στην ιστορία ως «Η Νύχτα των Πανθήρων», ήταν η μεγαλύτερη εμφύλια αναταραχή που θα αντιμετώπιζαν οι ισραηλινές αρχές μέχρι τη μαζική εξέγερση παλαιστίνιων πολιτών του κράτους του Ισραήλ πέντε χρόνια αργότερα, η οποία τιμάται κάθε χρόνο από τότε ως η Ημέρα της Παλαιστινιακής Γης.
Μια επίμαχη κληρονομιά
Παρά τη θορυβώδη είσοδό τους στην ισραηλινή ιστορία, μισό αιώνα μετά, οι Πάνθηρες και η εξέγερσή τους έχουν –ίσως ηθελημένα– ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό. Η μνήμη τους διατηρείται πρωτίστως ζωντανή μόνο από μερικούς επιζώντες Πάνθηρες, μια χούφτα αφοσιωμένων αρχειονόμων και ιστορικών, τους αριστερούς Μιζραχί στο Ισραήλ και στο εξωτερικό, καθώς και από τμήματα της ευρύτερης ισραηλινής ριζοσπαστικής αριστεράς. Αλλά το πόσο διαχρονικά είναι τα προτάγματά των Πανθήρων [στμ. ακόμη και σημέρα], υποστηρίζει ο Ισραηλινοαμερικανός δημοσιογράφος Asaf Elia-Shalev σε ένα προσεγμένο νέο βιβλίο, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.
«Με συνεπήρε», γράφει ο Elia-Shalev στον πρόλογο, «από το πώς μια ομάδα παιδιών με ποινικό μητρώο και ένα προκλητικό όνομα βοήθησε να ανακατευθύνει την πορεία της εθνικής συζήτησης και ανάγκασε το Ισραήλ να αντιμετωπίσει ζητήματα που είχε αρνηθεί ότι υπάρχουν. Αυτό που μάθαινα σιγά-σιγά για τους Πάνθηρες φαινόταν ότι είχε βαθιά επίδραση, και στην ξεχασμένη τους ιστορία, είδα τις ρίζες της χώρας που έχει γίνει το Ισραήλ».
Το βιβλίο «Israel’s Black Panthers: The Radicals Who Punctured a Nation’s Founding Myth» είναι το πρώτο βιβλίο στην αγγλική γλώσσα που ασχολείται αποκλειστικά και περιεκτικά με αυτό το ταραχώδες κεφάλαιο της ιστορίας. Γεννήθηκε μετά από μια συνάντηση που είχε ο συγγραφέας πριν από περίπου μια δεκαετία με ένα από τα κεντρικά πρόσωπα των Πανθήρων, τον Ρουβέν Άμπεργκελ.
«Πήγα σε μια περιοδεία στη Musrara με οδηγό τον Reuven, και ενθουσιάστηκα από αυτόν τον τύπο», θυμάται ο Elia-Shalev σε μια συνέντευξη στο +972. «Ήταν περίπου 70 ετών εκείνη την εποχή, και είχε αυτή τη ζέση και την αίσθηση του επείγοντος, και μιλούσε τόσο συναρπαστικά για τη ζωή του. Μόλις είχα διαβάσει την αυτοβιογραφία του Malcolm X και ο Reuven ακουγόταν σαν αυτόν από πολλές απόψεις. Έλεγε τόσο δυνατά πράγματα. Σκέφτηκα, λοιπόν, πώς και κανείς δεν έχει ακούσει αυτή την ιστορία;»
Τα επόμενα χρόνια, ο Elia-Shalev θα ηχογράφησε περίπου 50 ώρες συνεντεύξεων με τον Ρουβέν Άμπεργκελ, οι οποίες τελικά αποτέλεσαν το θεμέλιο του βιβλίου. Ο Άμπεργκελ δεν μιλά αγγλικά και είπε στον Elia-Shalev –ο οποίος είναι ο ίδιος εγγονός εβραίων Mizrahim που μετανάστευσαν στο Ισραήλ από το Ιράκ– ότι το να διηγηθεί την ιστορία του σε έναν Αμερικανό δημοσιογράφο στα εβραϊκά ένιωθε πως ήταν σαν «να βγάζει λαθραία ένα γράμμα από τη φυλακή».
Αν και ο συγγραφέας θα συνέχιζε να παίρνει συνέντευξη από δεκάδες ακόμη Πάνθηρες, οι αναμνήσεις του Άμπεργκελ ήταν κρίσιμες επειδή ήταν το μόνο από τα ηγετικά στελέχη της ομάδας που δεν είχε ακόμη πεθάνει ή δεν είχε χάσει τις πλήρεις ικανότητές του. «Η Saadia Marciano πέθανε πολύ πριν ξεκινήσω», είπε ο Elia-Shalev. «Ο Charlie Biton, όταν έφτασα κοντά του, ήταν πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε να καθίσει για συνεντεύξεις μαζί μου για πολύ ώρα, και το ίδιο και ο Kochavi Shemesh» –από τότε και οι δύο έχουν πεθάνει.
Ο Elia-Shalev παραδέχεται ότι, δεδομένων των ιδεολογικών και προσωπικών ρωγμών που ταλαιπώρησαν αργότερα τους Πάνθηρες, η έμφαση στην άποψη του Reuven κινδυνεύει να ευνοήσει μια συγκεκριμένη οπτική στα γεγονότα. Αλλά το μετρίασε σαρώνοντας αρχεία, παλιά άρθρα ειδήσεων και ένα προηγουμένως διαβαθμισμένο αρχείο πληροφοριών της ισραηλινής αστυνομίας για να βρει ό,τι μπορούσε για τις δραστηριότητες των Πανθήρων, τον τρόπο που τους αντιμετώπιζαν και τις προσπάθειες των αρχών να τους καταστείλουν.
«Υπάρχουν μάχες για την κληρονομιά των Πανθήρων», εξήγησε ο Elia–Shalev. «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να είμαι πιστός στα γεγονότα, αλλά περιορίζομαι, επίσης, από τα διαθέσιμα υλικά και τους ανθρώπους που ζουν ακόμα. Ο Ρουβέν είναι κάποιος που πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, πολύ μετά τους Πάνθηρες, συμμετέχοντας ουσιαστικά σε κάθε αγώνα κοινωνικής δικαιοσύνης στο Ισραήλ. Και αυτό, του έδωσε σίγουρα μεγάλη αξιοπιστία για να μιλήσει για τους Πάνθηρες, [στμ. ενώ] άλλοι έχουν πεθάνει ή δεν συνέχισαν να συμμετέχουν στον αγώνα».
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, ο Άμπεργκελ συμμετείχε τακτικά στις διαδηλώσεις κατά της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ, στις διαδηλώσεις για το κόστος ζωής στη χώρα και κατά των κυβερνητικών σχεδίων για απέλαση αιτούντων άσυλο. Αλλά αναλογίζεται τι απέγινε η εξέγερση των Πανθήρων με μια κάποια θλίψη, λέγοντας στον Elia-Shalev: «Σε κάθε επανάσταση, οι ονειροπόλοι σπέρνουν τους σπόρους, οι θαρραλέοι την προχωρούν και τα καθάρματα θερίζουν τους καρπούς του αγώνα».
Εξέγερση για να ανήκεις κάπου
Οι Πάνθηρες δεν ήταν οι πρώτοι Μιζραχίμ που αμφισβήτησαν τον ρατσισμό και τις διακρίσεις που αντιμετώπισαν στο Ισραήλ. Αρχικά, η αντίσταση πήρε τη μορφή των νεοαφιχθέντων που παροτρύνουν φίλους και συγγενείς εκτός Ισραήλ να αψηφήσουν τους Σιωνιστές απεσταλμένους, οι οποίοι τους ενθάρρυναν να μεταναστεύσουν [στμ. προς το Ισραήλ]. Μερικές από τις επιστολές τους δεν έφτασαν ποτέ στους προβλεπόμενους παραλήπτες, επειδή το Γραφείο Λογοκρισίας της ισραηλινής κυβέρνησης τις κατέσχεσε, θεωρώντας τις ως κίνδυνο εθνικής ασφάλειας.
Στα μέσα του 1949, οι Μιζραχίμ είχαν ήδη αρχίσει να διαδηλώνουν μπροστά στα κυβερνητικά κτίρια σε όλη τη χώρα για να απαιτήσουν καλύτερες κατοικίες, θέσεις εργασίας και προμήθειες τροφίμων. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1950 στους ma’abarot (καταυλισμοί με σκηνές για νεοαφιχθέντες μετανάστες) και στις πόλεις που αναπτύχθηκαν για να αντικαταστήσουν τους εν λόγω καταυλισμούς, τις οποίες η αστυνομία κατέστειλε αμέσως.
Το 1959, ένας αστυνομικός πυροβόλησε έναν κάτοικο Μιζραχί της γειτονιάς Wadi Salib της Χάιφα –όπου το κράτος είχε εγκαταστήσει πολυάριθμους Μιζραχίμ σε παλαιστινιακά σπίτια που κατασχέθηκαν μετά τη Νάκμπα– οδηγώντας εκατοντάδες εξαγριωμένους ανθρώπους να πλημμυρίσουν τους δρόμους. Υπό την ηγεσία της Union of North African Immigrants (Ένωσης Μεταναστών της Βόρειας Αφρικής), οι διαδηλωτές ζήτησαν την εξάλειψη των ma’abarot και των αστικών παραγκουπόλεων και απαίτησαν ποιοτική εκπαίδευση για όλους τους πολίτες.
Οι αρχές κατέστειλαν τελικά την εξέγερση, η οποία είχε εξαπλωθεί αυθόρμητα και σε άλλες περιοχές που διέμεναν Μιζραχίμ. Μια κυβερνητική επιτροπή έρευνας για τα γεγονότα επέμεινε ότι οι Μιζραχίμ στο Ισραήλ δεν αντιμετωπίζουν διακρίσεις με βάση την εθνικότητά τους.
Πάνω από μια δεκαετία αργότερα, ωστόσο, ακόμη και με το ποσοστό τους μεταξύ του εβραϊκού πληθυσμού του Ισραήλ να είναι περίπου ίσο, τα κοινωνικοοικονομικά χάσματα μεταξύ Μιζραχίμ και Ασκεναζίμ παρέμειναν έντονα. Αυτό ήταν ίσως πιο εμφανές στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου η πλειονότητα των εφήβων Mizrahi δεν πήγαιναν σχολείο, ενώ οι Ashkenazim αποτελούσαν περίπου το 99% των φοιτητών πανεπιστημίου.
Αυτό που διέκρινε τους Πάνθηρες σε σχέση με αυτούς που προηγήθηκαν, ωστόσο, ήταν ο υπέρμετρος βαθμός που αντιμετώπιζε το ισραηλινό κατεστημένο αυτήν την οργάνωση ως απειλή. Αρχικά, σαν να ήθελαν επίτηδες να τονίσουν αυτόν τον κίνδυνο, η αστυνομία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους Πάνθηρες ότι έχουν συμπράξει με τους αντισιωνιστές της Matzpen –μιας μαρξιστικής ομάδας αποτελούμενης σε μεγάλο βαθμό από άτομα της μεσαίας τάξης των Ασκεναζίμ– για την οποία τα ισραηλινά μέσα είχαν ξοδέψει μεγάλο μέρος της περασμένης δεκαετίας δαιμονοποιώντας την.
«Υπήρχε αυτή η ρατσιστική αντιμετώπιση που έλεγε ότι αυτοί οι νεαροί Μιζραχί δεν θα μπορούσαν για κανένα λόγο να οργανωθούν από μόνοι τους, και πως σίγουρα θα πρέπει να είναι μαριονέτες άλλων», είπε ο Έλια-Σάλεφ στο +972. Παρά το γεγονός, ότι η Matzpen πρόσεφερε κάποια υποστήριξη στους Πάνθηρες –όπως τυπώνοντας φυλλάδια και μπλουζάκια για τις διαμαρτυρίες τους και ενισχύοντας τον αγώνα τους στο ημερολόγιο της Matzpen– οι Πάνθηρες ήταν επιφυλακτικοί στο να αφήσουν πολύ χώρο για εξωτερική επιρροή στις δραστηριότητές τους. Σε μια συνάντηση όπου ακτιβιστές Ασκενάζι θεωρήθηκε ότι ξεπέρασαν τα όρια, ο Elia-Shalev εξήγησε: «Ο Ρουβέν και τα αδέρφια του, τούς έβγαλαν κυριολεκτικά σηκωτούς έξω».
Η σχέση των Πανθήρων με τον Σιωνισμό, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ λιγότερο σαφής. Σε όλο το βιβλίο, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει μια συνεχή ένταση μεταξύ της αποκήρυξης του ισραηλινού καθεστώτος από τους Πάνθηρες και της προφανούς επιθυμίας τους να γίνουν αποδεκτοί σε αυτό ως ισότιμοι εταίροι. Από δράση σε δράση, και ίσως από ακτιβιστή σε ακτιβιστή, η ομάδα φαίνεται να ταλαντευόταν ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις.
Από τη μια πλευρά, η υποστήριξη των Πανθήρων στην ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους τούς έθεσε σε απόλυτη αντίθεση με όλους, εκτός από την πιο μικροσκοπική μειοψηφία των Ισραηλινών Εβραίων εκείνη την εποχή. Σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, εκπρόσωποι των Πανθήρων παραβίασαν τον ισραηλινό νόμο, συναντώντας ή προσπαθώντας να συναντηθούν με τον Γιάσερ Αραφάτ και άλλες προσωπικότητες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία εκείνη την εποχή ήταν αφοσιωμένη στον ένοπλο αγώνα για την επιδίωξη της απελευθέρωσης.
Επιπλέον, στις διαδηλώσεις, οι Πάνθηρες φώναζαν συχνά «Λιγότερα για τα Φάντομ» –το όνομα των μαχητικών αεροσκαφών που πούλησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ισραήλ– «και περισσότερα για τους Πάνθηρες». Και για να διαμαρτυρηθούν για την υποκριτική υποστήριξη του κράτους του Ισραήλ για την απελευθέρωση του Σοβιετικού Εβραϊσμού, ενώ οι Μιζραχίμ υπέφεραν βυθισμένοι στη φτώχεια στο Ισραήλ, προσπάθησαν να διαταράξουν το Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο του 1972.
Αλλά η επίπληξη των Πανθήρων για τις βασικές σιωνιστικές αρχές έφτασε μόνο έως εκεί. Τα φυλλάδια για την πρώτη τους επίσημη διαδήλωση τελείωναν με την φράση: «Θα διαδηλώσουμε για το δικαίωμά μας να είμαστε όπως όλοι οι άλλοι πολίτες σε αυτήν τη χώρα». Ένα άλλο συλλαλητήριο ολοκληρώθηκε με το τραγούδι του Hatikvah [Χατικβά, η ελπίδα], του εθνικού ύμνου του Ισραήλ. Και στη συνάντησή τους με την Γκόλντα Μέιρ, ο Άμπεργκελ –ο οποίος μόνον αργότερα έγινε φανερά αντισιωνιστής– διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό ότι οι Πάνθηρες είναι «αφοσιωμένοι στη χώρα μας και πατριώτες, και την αγαπάμε».
Για τον Elia-Shalev, αυτή η αμφιθυμία είναι μια από τις κύριες διαφορές μεταξύ των Ισραηλινών Πανθήρων και των ομολόγων τους στις ΗΠΑ. «Οι Αμερικανοί Μαύροι Πάνθηρες ήταν πραγματικοί ιδεολόγοι, πραγματικοί επαναστάτες, που ήθελαν να ενωθούν με τους καταπιεσμένους ανθρώπους του κόσμου και να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων», είπε. «Οι ισραηλινοί Πάνθηρες δεν βρίσκονταν ακριβώς σε αυτό το σημείο. Κατά την άποψή μου, μίλησαν για ένα μεγάλο παιχνίδι, χρησιμοποίησαν φράσεις όπως ‘‘με κάθε απαραίτητο μέσο’’ και απείλησαν να ανατρέψουν το κράτος, αλλά νομίζω ότι τελικά ήθελαν να ανήκουν σε αυτό. Έβλεπαν τον αγώνα των Παλαιστινίων ως νόμιμο και όρισαν τους Μιζραχίμ ως μια πιθανή γέφυρα προς τον αραβικό κόσμο», συνέχισε. «Αλλά βασικά, θεώρησαν ότι ήταν λάθος πως το εβραϊκό κράτος θα περιθωριοποιούσε περισσότερο από το ήμισυ του εβραϊκού πληθυσμού του. Πληγώθηκαν που τους στερήθηκε η ευκαιρία να ανήκουν στην κοινωνία και το κράτος και ήταν πρόθυμοι να απειλήσουν τουλάχιστον ότι θα το ανατρέψουν για να πάρουν θέση στο τραπέζι. Ό,τι κι αν είναι ή ήταν ο Σιωνισμός, δεν υπηρετούσε τους Μιζραχίμ, και έτσι οι Πάνθηρες εκδηλώθηκαν εναντία στους ανθρώπους που τον εκπροσωπούσαν».
Ο δρόμος προς στην εξουσία
Τον Μάρτιο του 1972, οι Πάνθηρες πραγματοποίησαν μια ενέργεια για την οποία τους θυμούνται περισσότερο –η επιχείρηση Γάλα [«Operation Milk»]–, έκλεψαν μπουκάλια γάλακτος από τα κατώφλια μιας από τις πιο πλούσιες γειτονιές της Ιερουσαλήμ και τα παρέδωσαν στους φτωχούς, για τους οποίους το φρέσκο γάλα ήταν εξαιρετικά απρόσιτο. Η υποστήριξη στους Πάνθηρες αυξανόταν. Μια έρευνα στα μέσα του 1971 την όρισε σε περίπου 40% μεταξύ των Εβραίων Ισραηλινών. Και είχε απτό αντίκτυπο: ο κρατικός προϋπολογισμός για το 1972 – ο οποίος αναδρομικά ονομάστηκε «Ο προϋπολογισμός των Πανθήρων»– είδε σημαντική χρηματοδότηση να εκτρέπεται από τις αμυντικές δαπάνες προς τη στέγαση, την πρόνοια και την εκπαίδευση.
Η οργάνωση κέρδιζε εξέχουσα θέση και στο εξωτερικό. Τον Σεπτέμβριο του 1971, οι New York Times δημοσίευσαν ένα εξώφυλλο για αυτούς. Οι αριστεροί ριζοσπάστες από την Ευρώπη προσπάθησαν να τους συναντήσουν και οι ηγέτες των Πανθήρων δέχτηκαν προσκλήσεις για να παρακολουθήσουν πολιτικές συνόδους κορυφής σε όλο τον κόσμο.
Σύντομα, και παρά τις αρκετά σκληρές εσωτερικές διαμάχες, οι Πάνθηρες προσπάθησαν να μεταφράσουν την αυξανόμενη δημοτικότητά τους σε πολιτική εξουσία. Ένα σημαντικό ποσοστό για το κίνημα στο ψηφοδέλτιο για το Histadrut –το οιονεί κυβερνητικό εθνικό εργατικό συνδικάτο του Ισραήλ, στο οποίο κυριαρχούσε το Εργατικό Κόμμα– τον Σεπτέμβριο του 1973 δημιούργησε ελπίδες ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν μια μεγάλη αναταραχή στις επερχόμενες εκλογές στην Κνεσέτ, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τα τέλη Οκτωβρίου. Έκαναν εκστρατεία σε ένα πρόγραμμα που ζητούσε καθολική ασφάλιση υγείας, αυξημένη υποστήριξη πρόνοιας και απελευθέρωση όλων των κρατουμένων.
Όμως, τρεις εβδομάδες πριν από τις κάλπες, στις 6 Οκτωβρίου, η Συρία και η Αίγυπτος εξαπέλυσαν μια επίθεση που έπιασε το Ισραήλ εντελώς απροσδόκητο, σηματοδοτώντας την έναρξη του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Οι εκλογές αναβλήθηκαν και μέχρι τελικά να πραγματοποιηθούν στις 31 Δεκεμβρίου –αφού το κράτος είχε θάψει περισσότερους από 2.500 στρατιώτες– η προσοχή του κόσμου κατευθύνθηκε ακριβώς σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Η δυναμική των Πανθήρων, που είχε συσσωρευτεί περίπου στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών, είχε σβήσει τελείως και δεν κατάφεραν να υπερβούν το ελάχιστο όριο ψήφου που απαιτείται για την είσοδο στην Κνεσέτ.
Τα επόμενα χρόνια, οι Πάνθηρες θα προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν και να συνέλθουν από την εκλογική τους ήττα. Όμως η διάθεση στο εσωτερικό της χώρας είχε αλλάξει δραματικά, και υπήρχε πια ελάχιστο ενδιαφέρον για «κοινωνικά» θέματα. Όταν ήρθαν οι επόμενες εκλογές, περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, μια σειρά από διασπάσεις σηματοδότησε ότι οι Πάνθηρες εκπροσωπούνταν σε τέσσερις διαφορετικές λίστες/ψηφοδέλτια. Δύο από τα στελέχη της ηγεσίας μπήκαν στην Κνεσέτ –ο Charlie Biton, με το αραβο-εβραϊκό κόμμα Hadash και η Saadia Marciano, με το Αριστερό Στρατόπεδο του Ισραήλ (Sheli)– όπου συνέχισαν να προωθούν την υπόθεση των Πανθήρων στους διαδρόμους της εξουσίας.
Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής βάσης των Πανθήρων δεν ψήφισε κανένα από αυτά τα αριστερά κόμματα. Αντίθετα, σε αυτό που θυμόμαστε ως Βallot Rebellion [«Εξέγερση των ψηφοδελτίων»] του 1977, επέλεξαν μαζικά το δεξιό κόμμα Likud του Menachem Begin, ενός λαϊκιστή Ασκενάζι που φλέρταρε τούς, δυσαρεστημένους από τις δεκαετίες ηγεμονίας των Εργατικών, Mizrahim, ενώ επιτέθηκε στην κυβέρνηση της Μέιρ για τις αποτυχίες της στον τομέα της ασφάλειας. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, είναι τo κόμμα Λικούντ [στμ. Εθνικό Φιλελεύθερο Κίνημα] –και ο τελικός διάδοχος του Μπέγκιν ως ηγέτης του κόμματος, Μπενιαμίν Νετανιάχου– που κυριαρχεί στην ισραηλινή πολιτική, εν μέρει χάρη σε μια πιστή βάση από τις τάξεις των Μιζραχίμ.
«Αν θέλουμε να καταλάβουμε πώς ο Νετανιάχου διατηρεί την εξουσία και από πού προέρχεται η συμμαχία μεταξύ ενός μεγάλου τμήματος του κοινού των Μιζραχί και του κόμματος Λικούντ, οι Πάνθηρες μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς φτάσαμε εκεί –ακόμα κι αν η αιτία είναι λίγο περίπλοκη». Ο Elia-Shalev εξηγεί. «Οι Πάνθηρες έφεραν στην επιφάνεια, όχι μόνο τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι Μιζραχίμ, αλλά και την αδικία που βίωναν, και είπαν στους ανθρώπους ποιον να κατηγορήσουν: την ισραηλινή κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσε το Εργατικό Κόμμα. Επιτιθέμενοι στην παλιά τάξη πραγμάτων ξανά και ξανά, έδωσαν την ελευθερία στους ανθρώπους να επαναστατήσουν και να αναζητήσουν μια οδό προς την εξουσία και την ιδιοκτησία», συνέχισε. «Η βάση των Μιζραχί σε γενικές γραμμές δεν ακολούθησε τους Πάνθηρες αφότου εξαπέλυσαν αυτή την εξέγερση. Το άτομο που μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την ενέργεια ήταν ο Μπέγκιν (Menachem Begin), ο οποίος είπε στους Mizrahim: ‘‘Σας προσφέρω μια θέση στην κεντρική σκηνή. Είστε οι πραγματικοί Εβραίοι, οι πραγματικοί πολεμιστές αυτής της χώρας. Ελάτε, ελάτε μαζί μου.’’ Αυτό ήταν πολύ ελκυστικό και λειτούργησε».
Άλυτα παράπονα
Με την ευρεία συναίνεση των Μιζραχί στην ηγεμονία του Λικούντ, το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ Μιζραχίμ και Ασκεναζίμ που χαρακτήριζε την εποχή της διακυβέρνησης των Εργατικών έχει σίγουρα περιοριστεί τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, ακόμη και αν παραμένει δύσκολο να βρεθούν τα συγκεκριμένα δεδομένα. Ο πολιτισμός των Mizrahi ανθεί σήμερα στο Ισραήλ και οι αρχές έχουν λάβει συγκεκριμένα βήματα προς την αναγνώριση ορισμένων αδικιών του παρελθόντος.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες ανισότητες. Αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ, οι Μιζραχίμ απαγορεύεται ουσιαστικά να έχουν πρόσβαση ή να ζήσουν σε ορισμένα μέρη της χώρας, λόγω ρατσιστικών νόμων και πρακτικών που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη σιωνιστική αριστερά. Υποεκπροσωπούνται σε τομείς όπως τα μέσα ενημέρωσης, η ακαδημαϊκή κοινότητα, ο νομικός τομέας και η πολιτική. Ποτέ δεν υπήρξε πρωθυπουργός Μιζραχί και μόνο λίγοι Μιζραχίμ διορίστηκαν στα πιο πολυπόθητα κυβερνητικά υπουργεία.
Ο στρατός, επίσης, αντανακλά τη διαρκή εθνο-ταξική διαίρεση του Ισραήλ, με τους Ασκεναζίμ να επιλέγονται συνήθως για θέσεις διοίκησης και μονάδες πληροφοριών. Οι Μιζραχίμ, από την άλλη πλευρά, είναι πιο πιθανό να είναι η τροφή των κανονιών για τις μονάδες μάχης –παρ’ όλο που έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να επιβεβαιώνουν τη δύναμή τους από τα κάτω. Ακόμη και μετά από επίπονους νομικούς αγώνες για τα δικαιώματα στέγασης, οι Μιζραχίμ συνεχίζουν να εκδιώκονται από τα ίδια τα σπίτια, στα οποία τους εγκατέστησαν σε τρεις γενιές νωρίτερα. Τα «κάθαρματα που θέρισαν τους καρπούς του αγώνα», όπως το έθεσε ο Άμπεργκελ, δεν κατάφεραν να επιφέρουν τις βαθιές αλλαγές που οραματίστηκαν οι Πάνθηρες.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, πολλοί Μιζραχίμ είχαν ήδη απογοητευτεί από την αδυναμία του Λικούντ να μετατρέψει τη ρητορική του σε υλική δράση και βρήκαν μια στέγη στα νέα θρησκευτικά κόμματα των Μιζραχί: πρώτα στο Tami, το οποίο κέρδισε τρεις έδρες στην Κνεσέτ στις εκλογές του 1981 και μετά στο Shas, το οποίο μεγάλωσε μετά το 1984, για να γίνει μια σημαντική δύναμη στην πολιτική του Ισραήλ. Αντί να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησαν οι Πάνθηρες, ωστόσο, το Shas το χαρακτήρισαν οι επικριτές απλώς ως «τον υπεργολάβο του κράτους για υπηρεσίες πρόνοιας στους απόρους». Πιο πρόσφατα, όλο και περισσότεροι Μιζραχίμ έχουν βρει μια στέγη στη ριζοσπαστική δεξιά, με τον Υπουργό Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ, Ιταμάρ Μπεν-Γκβίρ, ο οποίος ο ίδιος προέρχεται από τους Μιζραχί, να τα καταφέρνει εκεί που απέτυχε το είδωλό του, ο Μέιρ Καχάνε.
Τίποτα από αυτά δεν εμπόδισε το Λικούντ και τον Νετανιάχου από το να συνεχίσουν να παρουσιάζονται ως σωτήρες των Μιζραχίμ και ως πρωταθλητές των καταπιεσμένων μαζών –ακόμη και επικαλούμενοι τη μνήμη των Πανθήρων για να το πετύχουν. «Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις τη νοσταλγία για τους Πάνθηρες στα δεξιά του Ισραήλ», παρατήρησε ο Elia-Shalev. «Δεν θα δεις ποτέ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να νοσταλγεί το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων του Όκλαντ. Αλλά το Λικούντ αξιοποίησε πολύ αποτελεσματικά τα παράπονα των Μιζραχί και αποκρύπτουν το γεγονός ότι οι Πάνθηρες ήταν μια σαφώς αριστερή ομάδα, με ένα πολύ ριζοσπαστικό πρόγραμμα που απαιτούσε μια σοσιαλιστική οικονομία και την αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους».
Ωστόσο, ο Elia-Shalev δεν είναι πεπεισμένος ότι ο δεσμός μεταξύ των Mizrahim και της δεξιάς είναι άρρηκτος, ειδικά στον απόηχο της 7ης Οκτωβρίου και των απεγνωσμένων προσπαθειών του Νετανιάχου να προσκολληθεί στην εξουσία, καθώς η δημόσια υποστήριξή του μειώνεται. «Νομίζω ότι το Ισραήλ διέρχεται μια ιδεολογική αλλαγή αυτήν τη στιγμή –παρόμοια με τη μετατόπιση που ακολούθησε τον πόλεμο του 1973, που τελικά οδήγησε στην πτώση των Εργατικών και στην άνοδο του Λικούντ», είπε.
«Μπορεί να μην συμβεί αύριο. Θα μπορούσε να πάρει μερικά χρόνια, όπως έγινε μετά το 1973. Αλλά νομίζω ότι θα δούμε την πτώση του Λικούντ και την άνοδο κάτι άλλου», συνέχισε ο Elia-Shalev. Και η κληρονομιά των Πανθήρων υποδηλώνει, εάν ο ισραηλινός πολιτικός χάρτης επανασχεδιαστεί, ότι ένα εναλλακτικό πολιτικό όραμα για τους Mizrahi μπορεί να είναι ακόμα δυνατό.
Στμ. Οι επισημάνσεις είναι δικές μας
Πηγή: https://www.972mag.com/israeli-black-panthers-book-mizrahim/
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.251, Σεπτέμβριος 2024