Εδώ και δεκαετίες, εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία της πόλης σημαίνει επίδειξη αστυνομοκρατίας, κλειστοί δρόμοι, ασφυκτικά γεμάτα αστικά λεωφορεία, επιπλέον κίνηση, κάλπικες υποσχέσεις και μία ατελείωτη σιχαμάρα. Σε πρακτικό επίπεδο, η Θεσσαλονίκη όντως ανεβάζει την οικονομική της δραστηριότητα για κάποιες μέρες: Κερδίζει κάποιους επισκέπτες, δουλεύουν τα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά της εστίασης και οι επαγγελματίες ενημερώνονται για τα θέματα που αφορούν τον κλάδο τους. Επίσης σε πρακτικό επίπεδο, αναγκάζεσαι να ξυπνήσεις από τον ήχο που κάνει το ελικόπτερο της ΕΛ.ΑΣ. Όπως καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη, ακόμα και στην εποχή της εξοικονόμησης ενέργειας και λίγους μήνες πριν από «τον πιο δύσκολο χειμώνα μετά το 1942», αυτές οι δαπάνες δεν γίνεται να κοπούν.

Καθώς μεγαλώνω, τα εγκαίνια της ΔΕΘ μου μοιάζουν με κάτι σαν το ετήσιο μνημόσυνο της πόλης. Διοργανώνεται με μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα και κάθε επισημότητα, γίνεται μια δημόσια κουβέντα και όταν τελειώσει, η πόλη επιστρέφει στη μίζερη ρουτίνα της. Να συμφωνήσω ότι τα μεγάλα ζητήματα όπως το οικονομικό απασχολούν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη: Την ώρα που εξακολουθούν να υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, την ώρα που αυξάνονται συνεχώς οι εργαζόμενοι που αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, δηλαδή να πληρώσουν το ενοίκιο και τους λογαριασμούς του ρεύματος και του αερίου, την ώρα που τα βασικά είδη διατροφής ακριβαίνουν κάθε δεκαπενθήμερο, την ώρα που το κοντινό μέλλον φαντάζει πιο αβέβαιο από ποτέ, δεν έχει νόημα να διαχωρίζεις τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Όλοι ζοριζόμαστε και όλοι ετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα. Αυτό το μνημόσυνο της ΔΕΘ όμως έχει αρχίσει να κουράζει.

Ο εκάστοτε πρωθυπουργός έρχεται στην έκθεση, μαζί με χιλιάδες μπάτσους κάθε χρώματος να τον φυλάνε και τους αγαπημένους του ολιγάρχες να τον αποθεώνουν, για να μιλήσει για τα έργα που θα αλλάξουν την εικόνα της πόλης, τις νέες υποδομές, τις αναπτυξιακές προοπτικές της Θεσσαλονίκης και την οικονομική άνθηση που όλο είναι στο δρόμο και κάποτε θα έρθει. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός θα πιει και ένα ούζο σε κάποιο μαγαζί της πόλης, που όλως τυχαίως θα έχει γεμίσει με δημοσιογράφους, κομματόσκυλα και ασφαλίτες πολλές ώρες πριν, για να δείξει το ανθρώπινο πρόσωπό του. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός θα ρωτήσει τα παιδάκια που βλέπει μπροστά του «τί ομάδα είσαι;» και για το φινάλε θα κρατήσει το καλύτερο. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός πρέπει να πει οπωσδήποτε και κάτι για το μετρό της Θεσσαλονίκης. Ποιο μετρό; Αυτό που σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της σύμβασης που υπογράφτηκε στις 7 Απριλίου του 2006, θα ήταν έτοιμο τον Οκτώβριο του 2012 (μιλάω για τη βασική γραμμή του μετρό μήκους μόλις 9,6 χλμ. με 13 σταθμούς και όχι κάποιο διαστημικό σταθμό).

Αυτό που το 2012 μας είπαν ότι επειδή οι αρχικές μελέτες ήταν πρόχειρες, προέκυψαν κάποιες καθυστερήσεις και το μετρό θα γίνει το 2016. Αυτό που τους τελευταίους μήνες του 2016, οι “αρμόδιοι” υποσχέθηκαν ότι θα παραδοθεί το 2020. Αυτό που το 2020 είπαν ότι τελικά θα είναι έτοιμο το Δεκέμβρη του 2023. Κανένας δεν θα πει κάτι για τα μικρομεσαία μαγαζιά που χτυπήθηκαν από τα έργα, τις αγορές που εξαφανίστηκαν μετατρέποντας εμπορικούς δρόμους σε ερημικές περιοχές και τις λαμαρίνες που “έπνιξαν” την πόλη σαν παράπλευρες απώλειες ενός απίστευτου εμπαιγμού. Κανένας δεν θα πει ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζει να ζει στο μεσαίωνα: Γεμίζει το κέντρο της με παρκαρισμένα αυτοκίνητα – όταν σε όλο τον πλανήτη Γη, εδώ και δεκαετίες, το κέντρο κάθε πόλης πεζοδρομείται ή γίνεται όλο και πιο δυσπρόσιτο για αμάξια. Κανένας δεν θα πει ότι εν έτη 2022, δεν συνδέεται κάποιο επίγειο ή υπόγειο τρένο με το αεροδρόμιο της πόλης. Μιλάμε για πράγματα πρωτοφανή που υπάρχουν σε κάθε σοβαρή πόλη που σέβεται τον εαυτό της και όσοι ταξιδεύουν τα θεωρούν αυτονόητα.

Για να μιλήσω και για τη ρίζα του προβλήματος: Κανένας δεν θα πει για τις διαχρονικές ευθύνες του ελληνικού κράτους που μετέτρεψε συνειδητά μία πανέμορφη, κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική πόλη σε ένα βλάχικο ελληνικό κεφαλοχώρι. Οι αρχές του ελληνικού κράτους φρόντισαν να θάψουν, αντί να αναδείξουν, την ιστορία της Θεσσαλονίκης, τη Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο, τους Σεφαραδίτες Εβραίους, τους Αρμένιους, τους Σλάβους και την καθημερινή ζύμωση ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες που έδινε χρώμα στη Θεσσαλονίκη. Έστρεψαν το βλέμμα της πόλης προς την Ελλάδα ενώ αυτό έπρεπε να είναι μονίμως στραμμένο προς τα Βαλκάνια. Κανένας δεν θα πει για το πώς μετατράπηκε αυτό το σταυροδρόμι ανθρώπων και πολιτισμών σε μία συντηρητική πόλη που παραμένει δέσμια μιας δεξιοχωριάτικης Ανθιμοψωμιαδικοπαπαγεωργοπουλίστικης αντίληψης της δεκαετίας του 1960. Όσο για τα τοπικά μέσα ενημέρωσης της πόλης; Είναι αυτά που παρακαλάνε για οικονομικά ψίχουλα και συνεχίζουν με συνέπεια να καλλιεργούν και να αναδεικνύουν το ίδιο ξεπερασμένο μοντέλο.

Τους πολιτικούς της πόλης που εδώ και 40 χρόνια ξέρουν ότι αν θέλουν να εκλεγούν, αρκεί να βάλουν ζελέ στο μαλλί, να φορέσουν ένα μπλε σακάκι και να πούνε κάτι αόριστο για το χριστιανισμό και το Βουκεφάλα. Και όταν έρθουν τα ζόρια και τελειώσουν τα λεφτά, ξαναβάζουν τη χιλιοπαιγμένη κασέτα του αδικημένου και πατάνε το play. Ξεχνάνε ότι και αυτά ευθύνονται για τον παραμερισμό της πόλης και συνεχίζουν να σπέρνουν αυτή τη συγκλονιστική απάθεια των Θεσσαλονικιών που στερεί οποιαδήποτε προοπτική για το μέλλον.
Posted by | 10 Σεπ, 2022



πηγη:https://www.alerta.gr