Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 03 Δεκ 2023
Η Ακροδεξιά δεν είναι πια «απειλή», είναι η νέα πραγματικότητα
Κλίκ για μεγέθυνση














 
Μία μία οι ευρωπαϊκές χώρες βιώνουν την ψυχρολουσία ενός δυσθεώρητα υψηλού ποσοστού της εκάστοτε Ακροδεξιάς στις εκλογές, γεγονός που δεν είναι πια... σύμπτωση ή κακή συγκυρία, αλλά μαζικό, ευρύ, πανευρωπαϊκό φαινόμενο ● Οι επερχόμενες ευρωεκλογές αναμένεται να πιστοποιήσουν τη στροφή προς την ξενοφοβία και τον λαϊκισμό ● Ευτυχώς, υπάρχουν και λίγες εξαιρέσεις.

«Το 2000, όταν το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία έλαβε μέρος στον κυβερνητικό συνασπισμό, άλλες ευρωπαϊκές χώρες καταδίκασαν εκείνη την ενέργεια και η Ε.Ε. επέβαλε διπλωματικές κυρώσεις. Το 2023, είναι πια συνηθισμένο κάποιες ευρωπαϊκές χώρες να κυβερνώνται από ακροδεξιά κόμματα, συχνά σε συνεργασία με τα κεντροδεξιά».

Ο Stijn van Kessel, αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Queen Mary, έγραψε πριν από λίγες μέρες μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση στην Guardian στην οποία προσπαθούσε να αναλύσει τα αίτια της πρόσφατης νίκης του ακροδεξιού Χέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία. Μια πρωτιά «σοκ» που καμία δημοσκόπηση δεν είχε προβλέψει, σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από ένα πολύ ήπιο έως πλαδαρό πολιτικό κλίμα.

Ή μήπως όχι τόσο «σοκ» πια; Μετά τον μεγάλο πανευρωπαϊκό κλυδωνισμό που προκάλεσε η Αυστρία το 2000, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες η Ακροδεξιά κυβερνά ή συγκυβερνά χωρίς σχεδόν να κουνιέται φύλλο σε επίπεδο ηγεσίας της Ε.Ε. Με εξαίρεση ίσως την Ουγγαρία του ακραίου εθνικιστή Βίκτορ Ορμπαν, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία για αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες, η εγκαθίδρυση στην Ιταλία μιας κυβέρνησης μετα-φασιστών, ξενόφοβων εθνικιστών και πιο παραδοσιακών δεξιών δεν προκάλεσε τελικά τις αναταράξεις που περίμεναν αρκετοί. Στη Σουηδία, το πάλαι ποτέ λίκνο της σοσιαλδημοκρατίας, οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη και στηρίζουν τον δεξιό κυβερνητικό συνασπισμό, χωρίς όμως να μετέχουν κανονικά σε αυτόν. Στη γειτονική Φινλανδία, το εθνικιστικό Κόμμα των Φινλανδών συμμετέχει στη νέα τετρακομματική (υπερ)συντηρητική κυβέρνηση.

Στην Ελλάδα δεν έχουμε -ακόμα- τέτοια ανίερα κυβερνητικά σχήματα. Στις φετινές βουλευτικές εκλογές όμως ξαναζήσαμε κατά κάποιο τρόπο σε μικρογραφία το σοκ του 2012 με την είσοδο στη Βουλή της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, καθώς είδαμε να εκλέγουν βουλευτές όχι μόνο ένα, όπως ίσχυε τα τελευταία χρόνια, αλλά τρία ακροδεξιά κόμματα. Δημοσκοπικά, στο ερώτημα «ποιο κόμμα θα ψηφίζατε αν γίνονταν σήμερα εκλογές;» η άκρα Δεξιά με τις κατά τόπους εκδοχές της έρχεται πρώτη στην Ιταλία, ύστερα από έναν χρόνο στην κυβέρνηση, στη Γαλλία και στην Αυστρία. Στη Γερμανία, το AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), αφού φέτος πέτυχε τις πρώτες του νίκες σε τοπικό επίπεδο, δείχνει να σταθεροποιείται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Η συνολική εικόνα με ορίζοντα τις ευρωεκλογές δεν είναι ενθαρρυντική. Οπως έδειξε πολύ πρόσφατη έρευνα της Prorata που προέκυψε από την επεξεργασία των δημοσκοπήσεων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., αν οι ευρωεκλογές διεξάγονταν σήμερα, το σύνολο των ευρωσκεπτικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων (ECR & ID) -τα οποία, ωστόσο, δεν συγκροτούν κοινή ομάδα- θα αναδεικνυόταν δεύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο με 175 έδρες, εκτοπίζοντας την ομάδα των Σοσιαλιστών (143). Παρόμοια είναι τα ευρήματα και άλλης έρευνας από τον ευρωπαϊκό ιστότοπο Euractiv η οποία επίσης φέρνει αυτά τα κόμματα στη δεύτερη θέση.

Φυσικά, δεν είναι όλα μαύρα. Οι Ισπανοί διέψευσαν τα προγνωστικά που έβλεπαν συγκυβέρνηση ανάμεσα στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) και το ακροδεξιό Vox. Aν και πρώτο το ΡΡ, δεν κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση με το Vox, το οποίο έχασε σχεδόν τις μισές του έδρες σε σχέση με το 2019. Πριν από λίγες μέρες, ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας με τον αριστερό συνασπισμό Sumar. Στην Πολωνία, το εθνικιστικό Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη, η διακυβέρνηση του οποίου συνοδεύτηκε από μεγάλο πισωγύρισμα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και την ελευθερία του λόγου και μια διαρκή σύγκρουση με την Ε.Ε., αν και ήρθε πάλι πρώτο δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση.

Την κατάσταση με την άκρα Δεξιά, όπως διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα. Για τα πιθανά αίτια της ανόδου της θα μπορούσαμε να γράψουμε τόμους ολόκληρους: για την οικονομική ανασφάλεια, τη φτωχοποίηση, την αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, την κακοδιαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, τον σταδιακό εναγκαλισμό της Αριστεράς σε όλες της τις εκφάνσεις με τον νεοφιλελευθερισμό και το θόλωμα των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών ή την προσπάθεια των συστημικών, κεντροδεξιών κυρίως, κομμάτων να αποσπάσουν ψήφους από την άκρα Δεξιά παίζοντας το παιχνίδι της.

Σε αυτό το τελευταίο δίνει έμφαση στην ανάλυσή του στην Guardian o Stijn van Kessel. Κατηγορεί το κεντροδεξιό VVD, το μέχρι πρότινος κυβερνών κόμμα στην Ολλανδία του πρώην πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, ότι νομιμοποίησε την ατζέντα του Βίλντερς αναδεικνύοντας το μεταναστευτικό σε κεντρικό θέμα της προεκλογικής του καμπάνιας. Και καταλήγει: «Οι έρευνες δείχνουν ότι όταν τα συστημικά κόμματα προσπαθούν να ανταγωνιστούν τα ακροδεξιά μετακινούμενα πιο κοντά στις δικές τους θέσεις, αυτή που συνήθως ωφελείται είναι η άκρα Δεξιά».

Κορίνα Βασιλοπούλου

Ο Βίλντερς «εξαργύρωσε» τα προβλήματα της Ολλανδίας

Του Γιώργου Τσιάρα

Ολα τα 'χε η Ευρώπη μας, ο Χέερτ Βίλντερς τής έλειπε! Κάποιοι τον λένε «Ολλανδό Τραμπ», αλλά ο 60χρονος Βίλντερς είναι πολύ πιο παλιός στο κουρμπέτι της «γραβατωμένης», ξενοφοβικής Ακροδεξιάς από τον συγκριτικά... χτεσινό Αμερικανό μεγιστάνα. Για την ακρίβεια, ο βετεράνος Βίλντερς θα σπάσει φέτος το ρεκόρ του «μακροβιότερου» Ολλανδού βουλευτή – πρώτα από τις τάξεις της «κανονικής» δεξιάς παράταξης, του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), με το οποίο πρωτοεκλέχτηκε το μακρινό 1998, και στη συνέχεια με το δικό του καθαρά ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, το PVV.

AP Photo/Peter Dejong

Είκοσι πέντε χρόνια συνεχούς θητείας, στο πέρασμα των οποίων ο Βίλντερς κατάφερε, όπως φαίνεται, να τελειοποιήσει το μείγμα ρατσισμού, λαϊκισμού και ισλαμοφοβίας, που αποτελούν τα βασικά συστατικά της εμπρηστικής ρητορικής του. Kαι να σοκάρει την Ευρώπη βγαίνοντας πρώτος στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, με 37 έδρες σε σύνολο 150. Ηρθε άραγε η ώρα να γίνει πρωθυπουργός; Δύσκολο – χρειάζεται τη στήριξη και άλλων δυνάμεων.

Στην καλύτερη γι' αυτόν περίπτωση, θα σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, ή, αν προτιμάτε, «ειδικού σκοπού», με την επιλεκτική κοινοβουλευτική στήριξη ολόκληρου ή μέρους του VVD, αλλά και βουλευτών από άλλα λαϊκίστικα κόμματα, όπως το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC), που υπόσχεται «σταυροφορία» κατά της κρατικής διαφθοράς, και το Κόμμα Αγροτών-Πολιτών (BBB), που γεννήθηκε μέσα από τις μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις ενάντια στην αυταρχική κυβέρνηση Ρούτε.

Αλλά πόσο μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο ετερόκλητο σχήμα; Σίγουρα αυτό θα εξαρτηθεί πρωτίστως σε μεγάλο βαθμό από την ευελιξία και τις... κωλοτούμπες του ίδιου του Βίλντερς. Βασικά, ο Βίλντερς νίκησε γιατί κατάφερε να «εξαργυρώσει» στην κάλπη τα οικονομικά προβλήματα και τις αγωνίες του μέσου Ολλανδού πολίτη, αλλά και να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στο απρόσωπο, εκδικητικό κράτος και στην παραδομένη στους λομπίστες και τη γραφειοκρατία Ευρωπαϊκή Ενωση. Ακούγεται τρελό, αλλά εκλέχτηκε υποσχόμενος στους ψηφοφόρους δημοψήφισμα για έξοδο από την Ε.Ε. και επιστροφή στο... φιορίνι, αλλά και μείωση του ΦΠΑ και του ορίου συνταξιοδότησης και επέκταση των παροχών για τους συνταξιούχους.

Υποσχέθηκε ακόμη να μειώσει τους μισθούς υπουργών, βουλευτών και ευρωβουλευτών και να ψαλιδίσει τα κονδύλια για τη χλιδάτη διαβίωση της βασιλικής οικογένειας. Τι απ' όλα αυτά τα μαξιμαλιστικά θα κάνει πράξη, αν γίνει πρωθυπουργός ή έστω κυρίαρχος εταίρος σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό; Ελάχιστα –αυτή άλλωστε είναι η συνταγή με την οποία παραμένει πρωθυπουργός της Ιταλίας η ομοϊδεάτισσά του Τζόρτζια Μελόνι και με την οποία προετοιμάζεται πυρετωδώς για το Μέγαρο Ελιζέ η Μαρίν Λεπέν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο Βίλντερς και οι όμοιοί του δεν είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι.

Η Εναλλακτική για τη Γερμανία «ξεπλένει» τον Χίτλερ και δυναμώνει

Της Βίκυς Καπετανοπούλου

«Η Γερμανία αντιμετωπίζει σήμερα μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις για τη δημοκρατία της μετά το ναζιστικό καθεστώς», έγραφε τις προάλλες το Politico, σχολιάζοντας τη ζοφερή ενδυνάμωση της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), με αιχμή του δόρατος πλέον όχι μόνο το προσφυγικό/μεταναστευτικό αλλά και τη διογκούμενη λαϊκή δυσφορία για τους χειρισμούς, τις παλινωδίες και την εσωτερική φαγωμάρα της τρικομματικής κυβέρνησης Σολτς.

«Εύλογα, δεδομένης της ιστορίας της, η άνοδος της Ακροδεξιάς στη Γερμανία είναι αυτή που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία» στην Ευρώπη, επισήμαινε ο ενημερωτικός ιστότοπος, θυμίζοντας τη μετάλλαξη του AfD, από αντιευρωπαϊκό κόμμα όταν ιδρύθηκε πριν από μία δεκαετία, σε ξενοφοβικό, αντιδραστικό και «εξτρεμιστικό», όπως χαρακτηρίζονται επίσημα από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος (BfV) -την εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών της Γερμανίας- σύσσωμη η Νεολαία του κόμματος, καθώς και τα «ριζοσπαστικοποιημένα» παραρτήματά του στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας-Ανχαλτ.

Monika Skolimowska/dpa via AP

Απροκάλυπτη είναι άλλωστε η φιλοναζιστική στάση κορυφαίων στελεχών του, που έφτασαν σε σημείο να δηλώνουν ωμά ότι το Τρίτο Ράιχ ήταν «μια κουτσουλιά σε περισσότερα από χίλια χρόνια πετυχημένης γερμανικής Ιστορίας». Η ρητορική αυτή δεν δείχνει να ξενίζει σημαντική μερίδα ψηφοφόρων, ιδίως στην ανατολική Γερμανία που εξακολουθεί να μαστίζεται από βαθιές οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες σε σχέση με την εύπορη δυτική.

Εδώ και μήνες, η αντιδημοφιλία της συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και (νεο)Φιλελεύθερων Δημοκρατών έχει εκτοξεύσει δημοσκοπικά το AfD στη δεύτερη θέση σε ομοσπονδιακό επίπεδο μετά τη δεξιά Χριστιανική Ενωση (Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές), με ποσοστό που κυμαίνεται σταθερά γύρω στο 21% - σαφώς μεγαλύτερο από εκείνα των τριών κυβερνητικών κομμάτων.

Τα επαναλαμβανόμενα ευρήματα στα γκάλοπ έχουν αρχίσει μοιραία να μεταφράζονται σε εκλογικές επιτυχίες, όχι μόνο σε δήμους και περιφέρειες στα ανατολικά της χώρας, αλλά και σε πλούσια κρατίδια σαν την κεντροδυτική Εσση (όπου βρίσκεται η οικονομική πρωτεύουσα της Γερμανίας, η Φρανκφούρτη) και τη νοτιοανατολική Βαυαρία. Στην Εσση απέσπασε πρόσφατα τη δεύτερη θέση, αφήνοντας τρίτους και καταϊδρωμένος τους Σοσιαλδημοκράτες με επικεφαλής μάλιστα την ομοσπονδιακή υπουργό Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, ενώ στη Βαυαρία ήρθε τρίτο με αυξημένο όμως ποσοστό.

Το 2024 προβλέπεται να κατακτήσει και επίσημα τρία προπύργιά του στην ανατολική Γερμανία, στις εκλογές που θα διεξαχθούν στα κρατίδια της Σαξονίας, της Θουριγγίας και του Βρανδεμβούργου. Οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν πρώτο, με ποσοστό που ξεπερνά το 30%. Ως αντίπαλο δέος πάντως ενδέχεται να αναδυθεί το νέο αριστερό πλην ξενοφοβικό κόμμα που ετοιμάζεται να ιδρύσει η Σάρα Βάγκενκνεχτ, μετά την πρόσφατη διάσπαση της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke). Προς το παρόν τουλάχιστον, στη Γερμανία με το ναζιστικό παρελθόν τα συστημικά κόμματα εξακολουθούν να απορρίπτουν και να θεωρούν ταμπού οποιαδήποτε συνεργασία με το AfD. Για πόσο ακόμα κανείς δεν ξέρει, ειδικά μετά από σχετικές υπόνοιες της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών.

Ποιος (δεν) φοβάται τη Μαρίν Λεπέν

ΠΑΡΙΣΙ
Του Μανώλη Σπινθουράκη

Η Μαρίν Λεπέν δεν θέλει πια να τη φοβάται κανείς και το δείχνει. Η κοινοβουλευτική συμπεριφορά του κόμματος της Εθνικής Συσπείρωσης κινείται μεταξύ μετριοπάθειας και καθωσπρεπισμού, ενώ όποιος της θυμίζει πως κληρονόμησε από τον πατέρα της Ζαν-Μαρί Λεπέν ένα κόμμα με φιλοναζιστικές ρίζες και αναφορές, απειλείται με μηνύσεις και εξορκισμούς.

AP Photo/Thibault Camus

Ενα κόμμα που, ωστόσο, διαρκώς μεγαλώνει: Πριν από 40 χρόνια, υπό το όνομα Εθνικό Μέτωπο, ήταν στο 10%, πριν από 20 χρόνια στο 20%, ενώ στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, του 2022, ξεπέρασε το 40%. Εχει λοιπόν κάθε λόγο να ευελπιστεί η Μαρίν Λεπέν ότι ο επόμενος γύρος των προεδρικών εκλογών θα είναι ο δικός της, και προς τον σκοπό αυτό ακολουθεί τη στρατηγική του καθησυχασμού των πάντων.

Δεν τάσσεται πλέον, όπως λέει, υπέρ της αποχώρησης της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά υπέρ της κατοχύρωσης των εθνικών κυριαρχιών εντός της Ε.Ε. Δεν έχει αντι-οικολογικές αντιλήψεις, αλλά θεωρεί υπερβολικές τις δαπάνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δεν συμπαθεί, λέει, τους αντισημίτες τύπου Μελανσόν, αλλά θέλει να διώξει όλους τους ξένους από τη Γαλλία. Και πάει λέγοντας. Στόχος της είναι στις ευρωεκλογές του 2024, όχι μόνο να έλθει πρώτο το κόμμα της, όπως άλλωστε βεβαιώνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά και να εκλέξει τόσους βουλευτές ώστε να αρχίσει να ελέγχει πρόσωπα και καταστάσεις στην Ευρώπη.

Με τη βοήθεια, βεβαίως, των ομοϊδεατών της από τα περίπου είκοσι κράτη-μέλη της Ε.Ε. που έχουν ακροδεξιά κόμματα, ορισμένα εκ των οποίων μοιράζονται και κυβερνητικά πόστα.

Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζει στην παρούσα φάση η Μαρίν Λεπέν είναι ενδοοικογενειακό και προέρχεται από την ανιψιά της, Μαριόν Μαρεσάλ Λεπέν, η οποία θα κατέλθει στις ευρωεκλογές ως επικεφαλής της λίστας του άλλου ακροδεξιού κόμματος της Γαλλίας, της Ανακατάκτησης, της οποίας ηγείται ο άλλοτε δημοσιογράφος Ερίκ Ζεμούρ. Ενός κόμματος που πλασάρεται ως αυθεντικά ακροδεξιό και που θεωρεί το κόμμα της Μαρίν Λεπέν απλά λαϊκιστικό.

Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το κόμμα αυτό να συγκεντρώνει περί το 7% των ψηφοφόρων, πολλοί εκ των οποίων στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές ψήφισαν τη Λεπέν. Συν τοις άλλος, η Μαριόν Μαρεσάλ έχει άριστες σχέσεις με την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, της οποίας οι σχέσεις με τη Λεπέν είναι μάλλον ψυχρές. Γεγονός που δεν είναι παράδοξο αφού οι εθνικιστές συνήθως μισούν όλους τους άλλους, αλλά πολύ συχνά περισσότερο μισούνται μεταξύ τους.

Ποιος θα ηγηθεί της «Χρυσής Αυγής με τις γραβάτες»;

Του Γιάννη Αλμπάνη*

Στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου ο ακροδεξιός χώρος πέτυχε την υψηλότερη επίδοσή του στον μισό αιώνα της Μεταπολίτευσης, με συνολικό ποσοστό 12,82% και τρία κόμματα να περνούν το κατώφλι του Κοινοβουλίου. Η μεγάλη έρευνα «Ακτινογραφία της Ακροδεξιάς» που διεξήγαγε τον Οκτώβριο η aboutpeople για λογαριασμό του Eteron - Ινστιτούτο για την Ερευνα και την Κοινωνική Αλλαγή πιστοποίησε εκ νέου το βάθος και την εμβέλεια της ελληνικής Ακροδεξιάς. Η «Ακτινογραφία της Ακροδεξιάς» αποτελείται από μια πανελλαδική ποσοτική έρευνα σε 3.058 άτομα, καθώς και από μια ποιοτική έρευνα (focusgroup) σε ψηφοφόρους των τριών κομμάτων.

Συνοπτικά, τα συμπεράσματά της είναι τα εξής:

1. Η Ακροδεξιά αποτελεί έναν ισχυρό χώρο, του οποίου η εμβέλεια είναι ευρύτερη από τα εκλογικά ποσοστά του Ιουνίου. Η έρευνα κατέγραψε έναν σκληρό πυρήνα ακροδεξιών αντιλήψεων της τάξης του 10% κι έναν δεύτερο κύκλο επιρροής που φτάνει το 20%. Στο μεταναστευτικό η απήχηση σκληρών ακροδεξιών/ρατσιστικών απόψεων υπερβαίνει το 20%.

2. Ο ακροδεξιός χώρος συμμερίζεται λίγο-πολύ κοινές αντιλήψεις. Κατά ένα σημαντικό μέρος αυτές αποτελούν συνέχεια της ακροδεξιάς παράδοσης: εξιδανίκευση του ένδοξου παρελθόντος του έθνους, φιλοδικτατορικές τάσεις, εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες, απόρριψη των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Κατά ένα άλλο μέρος όμως, οι αντιλήψεις των ακροδεξιών ψηφοφόρων διαφοροποιούνται σε σχέση με το παρελθόν, αφού εκφράζουν σοβαρή δυσπιστία για τη Δύση.

3. Στις αντιλήψεις για την Ε.Ε., την πολιτική της Δύσης και την παγκοσμιοποίηση σημειώνονται οι πιο σοβαρές διαφορές μεταξύ Ακροδεξιάς και Ν.Δ. Από την άλλη, συγκλίσεις καταγράφονται στο μεταναστευτικό και στην εξωτερική πολιτική. Πάντως, η γενική εντύπωση που αποκομίζει κάποιος από την έρευνα είναι ότι πρόκειται πλέον για σαφώς διακριτούς χώρους. Η «γαλάζια πολυκατοικία» δεν υπάρχει σήμερα.

4. Αν και έχουν παρόμοιες απόψεις, δεν υφίσταται αίσθηση κοινότητας μεταξύ των ψηφοφόρων των τριών ακροδεξιών κομμάτων. Δηλαδή, οι ψηφοφόροι του κάθε κόμματος δεν εκφράζουν ιδιαίτερη συμπάθεια για τα άλλα δύο. Εχουμε να κάνουμε με έναν χώρο στον οποίο παρατηρούνται ταυτόχρονα ιδεολογικές συγκλίσεις και οργανωτικός κατακερματισμός.

5. Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης επέφερε την απαξίωσή της ακόμα και στο κοινό της Ακροδεξιάς. Ωστόσο, ένα 19,5% υποστηρίζει ότι θα ήταν κοινωνικά χρήσιμη η Χρυσή Αυγή αν δεν πραγματοποιούσε εγκληματικές ενέργειες. Οσο λοιπόν πρέπει να επισημαίνουμε τη σημασία που έχει η δικαστική απόφαση για την απαξίωση του ναζιστικού μορφώματος, άλλο τόσο πρέπει να κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για την απήχηση που εξακολουθεί να έχει η ιδεολογία του μίσους.

Εν όψει των ευρωεκλογών

Η έρευνα του Eteron επιβεβαιώνει ότι η εκλογική επιτυχία της Ακροδεξιάς δεν ήταν συγκυριακή. Δείχνει επίσης ότι ο ακροδεξιός χώρος έχει τη δυνατότητα να καταγράψει μεγαλύτερο ποσοστό στις ευρωεκλογές, ειδικά αν είναι διευρυμένο το τμήμα των συντηρητικών ψηφοφόρων που θα θελήσουν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για την κυβέρνηση.

Ωστόσο, τα υφιστάμενα ακροδεξιά κόμματα με τους σημερινούς ηγέτες τους δεν μπορούν να ενοποιήσουν τον χώρο. Για να προκληθεί μια μείζων αλλαγή στην άκρα Δεξιά, χρειάζεται κάποιο καινούργιο πρόσωπο να ηγηθεί μιας «Χρυσής Αυγής με γραβάτες», δηλαδή ενός ακροδεξιού, αντιδημοκρατικού και ρατσιστικού κόμματος, το οποίο όμως δεν θα εκτίθεται με ενέργειες που μπορούν να το φέρουν αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Για ένα τέτοιο κόμμα υπάρχει κοινό και είναι μεγάλο.

*Συντονιστής project του Ινστιτούτου Eteron

Η Ακροδεξιά «καταπίνει» το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Της Μαρίας Ψαρά

Ακόμα και δεύτερη δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κινδυνεύει να γίνει η πολιτική ομάδα της Aκροδεξιάς, μετά τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου. Και παρόλο που τα διαφορετικά αυτά πολιτικά μορφώματα από τις διάφορες χώρες δεν έχουν καταφέρει να ενωθούν σε μια κοινή πολιτική ομάδα, παρά τις προσπάθειές τους, η γενικότερη άνοδός τους μπορεί να τους... ανοίξει την όρεξη για ανίερες συνεργασίες και να καταφέρουν να συνεταιριστούν προκειμένου να «χτυπήσουν» τις προοδευτικές δυνάμεις.

Ανήσυχοι είναι και οι Σοσιαλιστές που παραδοσιακά μαζί με το ΕΛΚ αποτελούν τις βασικές δυνάμεις της Ε.Ε. Στην «τσίτα» είναι και οι Φιλελεύθεροι, που με την άνοδο Μακρόν ήλπιζαν να κατοχυρώσουν μια δυναμική που θα τους έκανε ρυθμιστικό παράγοντα. Προβληματισμένες είναι οι αριστερές δυνάμεις που βλέπουν ότι η ευρωπαϊκή ατζέντα πάει όλο και πιο δεξιά.

Η επικράτηση του Χέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία ήταν το πιο πρόσφατο καμπανάκι στη γηραιά ήπειρο, που ήδη βιώνει την ακροδεξιά στροφή της. Δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν ή η πιο πρόσφατη μετα-φασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι.

Είναι και ότι στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν καραδοκεί, ενώ στη Γερμανία το ακροδεξιό AfD καταγράφεται σταθερά πια δεύτερο στις δημοσκοπήσεις. Και στην Αυστρία το ακροδεξιό κόμμα προαλείφεται για την επιστροφή στην εξουσία. Επίσης, στη Φινλανδία και στη Σουηδία η Ακροδεξιά ανεβαίνει για τα καλά.

Αλλεπάλληλα καμπανάκια κινδύνου ηχούν στις Βρυξέλλες από τα διάφορα εκλογικά αποτελέσματα που πιστοποιούν τη στροφή της Γηραιάς Ηπείρου προς τα ακροδεξιά και η ευρωομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών απειλεί να εδραιωθεί ως δεύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο! | AP PHOTO

«Φωτεινό» παράδειγμα η Ισπανία όπου οι Σοσιαλιστές πραγματοποίησαν τελικά κυβέρνηση με την υποστήριξη των προοδευτικών δυνάμεων και των αυτονομιστών της Καταλονίας - με το δεξιό κόμμα όμως να αυξάνει τα ποσοστά του. Επίσης η Πολωνία, όπου το εθνικιστικό λαϊκιστικό Νόμος και Δικαιοσύνη έχασε την εκλογική κούρσα υπέρ του φιλελεύθερου, δεξιού πάντως, Ντόναλντ Τουσκ.

Οι μετρήσεις λένε είναι ότι οι δεξιόστροφες πολιτικές των Βρυξελλών αποτελούν τον καλύτερο σπόνσορα της Ακροδεξιάς. Η πολυδιαφημισμένη πράσινη μετάβαση, όπου το… μάρμαρο φαίνεται να πληρώνουν οι φτωχότεροι, ή η αδυναμία δίκαιης διαχείρισης για το μεταναστευτικό «πληγώνουν» ανεπανόρθωτα τις δημοκρατικές επιλογές των Ευρωπαίων.

Ο Μάνφρεντ Βέμπερ του ΕΛΚ το έχει καταλάβει. Πριν από λίγες μέρες ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος προειδοποίησε ότι η Ε.Ε. πρέπει να χειριστεί τη μετανάστευση εάν θέλει να αποφύγει μια ακροδεξιά έκρηξη σε ολόκληρη την ήπειρο. Είχε προηγηθεί η απόπειρά του να προσεταιριστεί τους αγρότες της Ευρώπης, διαδίδοντας fake news για τον νόμο περί αποκατάστασης της Φύσης της Ε.Ε.

Το ΕΛΚ έχει επισήμως ήδη ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία. Στους στόχους του συμπεριλαμβάνονται οι… κατηγορίες σε βάρος όσων προοδευτικών δυνάμεων βρίσκονται στο τιμόνι ευρωπαϊκών χωρών.

Μια αλλιώτικη φωνή επιδιώκουν να αρθρώσουν οι Σοσιαλιστές, που δηλώνουν πως στις ευρωεκλογές «θα ξεκαθαρίσουμε ότι η πολιτική μας οικογένεια έχει τις απαντήσεις για τις πιεστικές ανάγκες των ανθρώπων, κυρίως για την κρίση στέγασης και το κόστος ζωής».

Και η Ευρωπαϊκή Αριστερά, που τα μηνύματά της μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ, αγωνίζεται να ξεπεράσει τα συνθήματα και να δώσει βιώσιμες λύσεις στην πράξη.

Τζόρτζια Μελόνι και Ματέο Σαλβίνι: μια «συμμαχία εχθρών»

ΡΩΜΗ
Του Θεόδωρου Ανδρεάδη-Συγγελλάκη

Δεκατέσσερις μήνες μετά την εκλογική νίκη της Τζόρτζια Μελόνι και των συμμάχων της, στην Ιταλία πολλοί αναλυτές προσπαθούν να προχωρήσουν σε μια αποτίμηση της όλης κατάστασης. Την περίοδο αυτή, η σαρανταεξάχρονη Ιταλίδα πρωθυπουργός απέφυγε επιμελώς οποιαδήποτε αναφορά στον Μπενίτο Μουσολίνι και στη φασιστική δικτατορία. Δεν καταδίκασε ευθέως τον φασισμό, αλλά περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι τάσσεται ενάντια σε κάθε μορφή δικτατορίας.

Σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι στο πεδίο της δημόσιας οικονομίας και των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες (όπως και στο Ουκρανικό), η κυβερνητική συμμαχία της Λέγκας, της Φόρτσα Ιτάλια και των Αδελφών της Ιταλίας δεν άλλαξε, ουσιαστικά, τη γραμμή που είχε υιοθετήσει ο «τεχνοκράτης κοινής αποδοχής» Μάριο Ντράγκι.

Οι πιο ακραίες προσεγγίσεις και διαθέσεις φάνηκαν στο μεταναστευτικό και στο θέμα των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων. Ως γνωστόν, η Ρώμη υπέγραψε συμφωνία με τα Τίρανα, για «εξαγωγή παράτυπων μεταναστών» σε δύο κλειστά κέντρα που θα δημιουργηθούν μέχρι την άνοιξη στη Βόρεια Αλβανία. Παράλληλα, η συνεργασία με τις ΜΚΟ που διασώζουν μετανάστες και πρόσφυγες στην κεντρική Μεσόγειο μειώθηκε στο ελάχιστο, ενώ η κυβέρνηση Μελόνι ανακοίνωσε και τη δημιουργία κλειστών κέντρων για προσωρινή κράτηση μεταναστών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας.

Παρά ταύτα, ο αριθμός των αφίξεων «απελπισμένων της θάλασσας» στον ιταλικό Νότο, αντί να μειωθεί, σε σχέση με πέρυσι, αυξήθηκε αισθητά. Οσο για ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και τρανσέξουαλ, η κυβέρνηση εναντιώνεται στη σεξουαλική αγωγή στα σχολεία, αρχίζοντας από τα Δημοτικά, και κήρυξε ανοιχτό πόλεμο στις παρένθετες μητέρες και στην ισότιμη αναγνώριση των παιδιών ομόφυλων ζευγαριών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Μελόνι στήριξε ανοιχτά τους ακροδεξιούς του Vox στην Ισπανία, αλλά χωρίς να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ συνεχίζει να διατηρεί άριστες σχέσεις με τον Ούγγρο Βίκτορ Ορμπαν. Σε επίσκεψή της στη Βουδαπέστη, υπογράμμισε ότι «δίνει μάχη μαζί με τον Ορμπαν για να υπερασπίσει τον Θεό και την οικογένεια».

Ματέο Σαλβίνι και Τζόρτζια Μελόνι | AP PHOTO

Υπάρχει, βέβαια, και το κεφάλαιο Ματέο Σαλβίνι. Ο γραμματέας της Λέγκας και υπουργός Μεταφορών της Ιταλίας δίνει μια άλλη μάχη: εκείνη που κύριο στόχο έχει τη διατήρηση της κομματικής του εξουσίας. Διότι ενώ το κόμμα της Μελόνι βρίσκεται κοντά στο 30% της πρόθεσης ψήφου, η Λέγκα δεν καταφέρνει να αγγίξει το 10% και προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να εξασφαλίσει μια κάποια προβολή.

Αν η κατάσταση δεν αλλάξει μέχρι τις ευρωεκλογές, ο Σαλβίνι κινδυνεύει να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη θέση του και για τον λόγο αυτό ανεβάζει, διαρκώς, τους τόνους. Οπως θα γίνει αυτό το Σαββατοκύριακο στη Φλωρεντία, με τη μάζωξη των κομμάτων της ευρωομάδας Ταυτότητα και Δημοκρατία. Η Γαλλίδα συνοδοιπόρος Μαρίν Λεπέν θα συνδεθεί μέσω βιντεοκλήσης. Ομως, ο νικητής των ολλανδικών εκλογών Χέερτ Βίλντερς, που μέχρι πρότινος είχε σύνθημα «ούτε ένα ευρώ στην Ιταλία», ματαίωσε προχθές την προγραμματισμένη εμφάνιση και ομιλία του επικαλούμενος τις διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη χώρα του.

Ο Σαλβίνι δηλώνει ότι «μετά τις ευρωεκλογές, πρέπει να συμμαχήσουν όλοι οι δεξιοί, για να μην ξανακυβερνήσουν την Ευρώπη οι σοσιαλιστές». Ξέρει, όμως, ότι είναι έως και αδύνατον και ελπίζει να κερδίσει, τουλάχιστον, λίγο έδαφος έναντι της Μελόνι, σε μια «αντιπαράθεση εσωτερικής κατανάλωσης». Οσο για τα κινήματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς, κατηγορούν τον προοδευτικό δήμο της Φλωρεντίας και την περιφέρεια της Τοσκάνης, που πρώτα επέτρεψαν την αυριανή μάζωξη και τώρα, μόνο, εκφράζουν την αντίθεσή τους. Εχουν προγραμματιστεί αντιφασιστικές πορείες και πρωτοβουλίες σε όλη την «πρωτεύουσα της Αναγέννησης» με σύνθημα «είστε ανεπιθύμητοι».

Η Αυστρία σε επικίνδυνο μονοπάτι

Το εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις ενόψει των βουλευτικών εκλογών τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 2024

ΒΙΕΝΝΗ
Του Δημήτρη Δημητρακούδη

Χρονιά εκλογών το 2024 στην Αυστρία, καθώς, πέρα από εκείνες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο, έπονται οι βουλευτικές τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο, με το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων της αντιπολίτευσης, που προηγείται σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις καταγράφοντας ένα πρωτοφανές ποσοστό ξεκάθαρα στο 30%, να ξεκινά ήδη μια εντατική προεκλογική εκστρατεία με «Περιοδεία για την Πατρίδα», η οποία επικεντρώνεται «στην πατρίδα μας με τον πλούσιο πολιτισμό, τις παραδόσεις και τα έθιμά της» και η οποία συνοδεύεται από οξύτατη κριτική στα πάντα, λεκτικές κραυγές, προκαλώντας ενθουσιασμό του ακροατηρίου - ήδη υπαρκτών αλλά και αυριανών ψηφοφόρων.

«Σε καιρούς κρίσης, το άρρητο γίνεται ξανά ειπωμένο και το κόμμα αυτό, συνειδητοποιώντας ότι ωφελείται από αυτήν και μπορεί να προσεγγίσει καλύτερα την ομάδα-στόχο του με συναισθήματα, ακρότητες και πόλωση, χρησιμοποιεί ξανά τα λόγια των δεξιών εξτρεμιστών, όπως "αλλαγή πληθυσμού", με αποτέλεσμα να συναντά λιγότερη αντίσταση σήμερα από ό,τι πριν από μερικά χρόνια», επισημαίνουν αναλυτές στη Βιέννη.

Οπως οι ίδιοι τονίζουν, βασικά, οι κρίσεις είναι το ιδανικό έδαφος για τους ακροδεξιούς -τους κατ' ευφημισμό «δεξιούς λαϊκιστές»-, το 2015 η μετανάστευση ήταν στο επίκεντρο, αυτή τη στιγμή υπάρχει κοινωνικοοικονομική απαισιοδοξία και έλλειψη εμπιστοσύνης στα κυβερνώντα κόμματα και στην πολιτική γενικότερα, ενώ παράγοντας για το γιατί το Κόμμα των Ελευθέρων είναι τόσο ισχυρό είναι επίσης η στάση των άλλων κομμάτων, όπως στα θέματα της πανδημίας του κορονοϊού, του ρωσικού επιθετικού πολέμου στην Ουκρανία, της ακρίβειας και του υψηλού πληθωρισμού.

Ο Χέρμπερτ Κικλ, αρχηγός του ακροδεξιού Κόμματος των Ελευθέρων | AP PHOTO

Ο αρχηγός του Κόμματος των Ελευθέρων, Χέρμπερτ Κικλ, ο οποίος ηγείται των σκληροπυρηνικών του και προαλείφεται για «λαϊκός καγκελάριος», καταφέρεται κατά της «ανεξέλεγκτης μετανάστευσης», του «οικοκομμουνισμού της κλιματικής πολιτικής», της «πολιτικής των φύλων», του «οικονομικού πολέμου εναντίον της Ρωσίας», αλλά και κατά της «προβληματικής πολιτικής για τον κορονοϊό».

Με ένα σαφές «όχι» στο εάν θα έδινε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Χέρμπερτ Κικλ, ακόμη και εάν το κόμμα του ήταν πρώτο στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, είχε απαντήσει ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Αυστρίας Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν, πριν από την ορκωμοσία του, τον περασμένο Ιανουάριο, για μια δεύτερη εξαετή θητεία στο ύπατο αξίωμα της χώρας του, ακριβώς έξι χρόνια από την ανάληψη, για πρώτη φορά, των προεδρικών καθηκόντων του, στις 26 Ιανουαρίου του 2017, μετά τη νίκη του κατά τον τρίτο γύρο των προεδρικών εκλογών, έναν μήνα νωρίτερα.

Εκείνη η νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν θεωρήθηκε πως «έσωσε την τιμή» της Αυστρίας, από το να ήταν διαφορετικά η πρώτη χώρα της Ευρώπης με ακροδεξιό πρόεδρο, μετά και την «πρωτιά» της όταν τον Φεβρουάριο του 2000, ως αρχηγός του τρίτου κόμματος στις εκλογές, του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, ο Βόλφγκανγκ Σιούσελ αναλάμβανε καγκελάριος και έκανε του «σαλονιού» το Κόμμα των Ελευθέρων, σχηματίζοντας με τον διαβόητο αρχηγό του, τον Γεργκ Χάιντερ, την πρώτη δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση στην Ευρώπη, που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006.

Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, συγκαλυμμένα ή ανοιχτά, ακροδεξιοί και νεοφασίστες ανεβοκατεβαίνουν στους κυβερνητικούς θώκους σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης, πράγμα που θεωρείται ήδη κάτι το φυσιολογικό στις ημέρες μας, σε αντίθεση με την τότε Ευρωπαϊκή Ενωση που είχε επιβάλει το 2000 -έστω προσωρινές- κυρώσεις στη Βιέννη για την ακροδεξιά στροφή της.
www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου