Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 10 Απρ 2022
Τα νέα εργαλεία της πλανητικής βιοτρομοκρατίας
Κλίκ για μεγέθυνση








10.04.2022, 20:10
Σπύρος Μανουσέλης




Η απειλή ενός διαρκούς βιολογικού πολέμου ⫸ Από την πανδημία του κορονοϊού στην πολύ πρόσφατη γεωπολιτική κρίση των χημικών και βιολογικών όπλων στην Ουκρανία, ποιες επιστημονικές εξελίξεις διαμορφώνουν τη βιοπολιτική διαχείριση της πλανητικής ανασφάλειας; ● Αν τα «χημικά όπλα» είναι τοξικές ουσίες που, εξαιτίας των φυσικοχημικών ιδιοτήτων τους, μπορούν να επιφέρουν θάνατο, πρόσκαιρες ή μόνιμες σωματικές αλλοιώσεις και βλάβες στους ανθρώπους και στα ζώα, τότε τα σύγχρονα «βιολογικά όπλα» είναι τα πιο καταστροφικά επιτεύγματα της νέας ανθρώπινης βιοτεχνολογίας.

Η διεθνής κοινότητα αποτροπιασμένη από τη βλαπτική και ανθρωποκτόνο δύναμη των νέων χημικών και βιολογικών όπλων θα προχωρήσει σε μια σειρά διεθνείς Συμβάσεις και Πρωτόκολλα που απαγόρευαν ρητά την έρευνα, την παραγωγή και τη χρήση τέτοιων όπλων μαζικής εξόντωσης. Δυστυχώς, αυτές οι συμβάσεις καταστρατηγήθηκαν

Η λυσσαλέα πολεμική σύρραξη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μας αποκαλύπτει ότι, στις μέρες μας, ο χαρακτήρας των πολεμικών-στρατιωτικών αναμετρήσεων έχει αλλάξει: τόσο ο οπλικός ανταγωνισμός καθαυτός όσο και οι διάφορες γεωπολιτικές, οικονομικές, ενεργειακές, ανθρωπιστικές συνέπειές του εξαρτώνται από την τυφλή τεχνοεπιστημονική αναμέτρηση μεταξύ των αντιπάλων, η οποία, με τη σειρά της, ανατροφοδοτεί την πολεμοχαρή βιοπολιτική προπαγάνδα που τη δικαιολογεί.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συνεδρίασε τον προηγούμενο μήνα, έπειτα από αίτημα της Ρωσίας, για να συζητηθούν διεθνώς οι τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί της Μόσχας ότι, εδώ και πολλά χρόνια, οι ΗΠΑ χρηματοδοτούν στην Ουκρανία 30 εργαστήρια για την παραγωγή απαγορευμένων βιολογικών όπλων.

Η Ρωσία παρουσίασε τα στοιχεία που βρήκε, μετά την εισβολή της, γι’ αυτές τις μυστικές «βιολογικές στρατιωτικές δραστηριότητες» στα ουκρανικά εργαστήρια, τα οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, εργάζονταν για την έρευνα νέων μολυσματικών ιών και την παραγωγή επιθετικών βιολογικών όπλων. Προφανώς, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ουκρανία αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι αναπτύσσουν βιολογικά όπλα στο εσωτερικό της χώρας, όπως τους κατηγορεί η Μόσχα.

Παρά τις στείρες αντεγκλήσεις και τις προπαγανδιστικές αλληλοκατηγορίες των εκπροσώπων των ΗΠΑ και της Ρωσίας για τον πιθανό κίνδυνο χρήσης βιολογικών και χημικών όπλων στον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας κορυφώθηκαν με την αποκάλυψη του Reuters ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνέστησε στην Ουκρανία να καταστρέψει τους ιδιαίτερα μολυσματικούς παθογόνους παράγοντες που διατηρεί στα εργαστήρια της χώρας, ώστε να αποφευχθούν οι επιδημίες που θα προκαλούσε η ενδεχόμενη διαρροή τους!

Μολονότι, ο ΠΟΥ δεν αρνήθηκε επίσημα ότι εξέδωσε αυτή τη σύσταση, δεν διευκρίνισε ούτε το πότε ακριβώς το έκανε, ούτε και εάν εισακούστηκε από τις ουκρανικές αρχές. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το σκοτεινό διεθνές επεισόδιο μας αποκαλύπτει ότι τα χημικά και τα βιολογικά όπλα αποτελούν αναμφίβολα ένα «καυτό» και ιδιαίτερα επίμαχο γεωπολιτικό ζήτημα. Ενα σοβαρό διεθνές πρόβλημα τις περιπλοκές επιστημονικές και βιοπολιτικές πτυχές του οποίου θα εξετάσουμε στο σημερινό και το επόμενο άρθρο.

Παλιά και νέα βιολογικά όπλα

Η χρήση χημικών και βιολογικών όπλων στις ανθρώπινες πολεμικές συρράξεις έχει μια πολύ μακρά ιστορία. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι, κατά την αρχαιότητα, οι άνθρωποι δημιουργούσαν βέλη ή ακόντια εμποτισμένα με δηλητήριο ζώων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά τόσο κατά τον Τρωικό πόλεμο των Ελλήνων όσο και από Σκύθες και Ινδούς τοξότες κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επίσης, ήδη από το 300 π.Χ., οι Ελληνες μόλυναν με πτώματα άρρωστων ζώων τις πηγές και τα αποθέματα πόσιμου νερού των εχθρών τους, ενώ τέτοια απλοϊκά «βιολογικά» όπλα χρησιμοποιήθηκαν, κατόπιν, κατ’ επανάληψη από τους Ρωμαίους και τους Πέρσες.

Τι κρύβεται πίσω από τη διαμάχη για τα βιολογικά όπλα στην Ουκρανία;

Αιώνες μετά, κατά τον Μεσαίωνα, ο στρατός των Τατάρων εκσφενδόνιζε ανθρώπινα πτώματα μολυσμένα από βουβωνική πανώλη προς την κριμαϊκή πόλη που πολιορκούσαν το 1346 μ.Χ., με αποτέλεσμα να προκαλέσουν εσκεμμένα μια επιδημία «Μαύρου θανάτου», ενώ και ο πανίσχυρος βυζαντινός στρατός έκανε συστηματικά χρήση του περίφημου «υγρού πυρός», του πιο δολοφονικού χημικού όπλου της εποχής.

Πάντως, η πρώτη μαζική χρήση τεχνολογικά εξελιγμένων χημικών όπλων έγινε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς, οι οποίοι επινόησαν ειδικές μηχανές εκτόξευσης δηλητηριωδών χημικών αερίων (χλωρίου, θειομουστάρδας) εναντίον των απροετοίμαστων σε αυτό το νέο είδος όπλου γαλλικών στρατευμάτων. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καμία από τις εμπλεκόμενες χώρες δεν τόλμησε να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα μαζικής εξόντωσης στο πεδίο των μαχών, επειδή όλες είχαν παραγάγει και αποθηκεύσει χιλιάδες τόνους από αυτά και φοβόντουσαν για τα αντίποινα από τη χρήση τους.

Η διεθνής κοινότητα αποτροπιασμένη από την ιδιαίτερα βλαπτική ή και ανθρωποκτόνο δύναμη των νέων χημικών όπλων θα προχωρήσει, ήδη από το 1925, στην πρώτη διεθνή σύμβαση (το Πρωτόκολλο της Γενεύης των Ηνωμένων Εθνών), που απαγόρευε ρητά την ανάπτυξη, παραγωγή, αποθήκευση και τη χρήση τους σε μελλοντικούς πολέμους.

Μία διεθνής σύμβαση που, από τότε μέχρι σήμερα, καταστρατηγήθηκε συστηματικά από όλες τις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες: ενώ τα πρώτα χημικά όπλα υψηλής τεχνολογίας δοκιμάστηκαν στα πεδία των μαχών με ολέθριες συνέπειες, η στρατιωτική βιομηχανία των ισχυρότερων κρατών εξακολούθησε να αναπτύσσει όλο και πιο θανατηφόρα χημικά και βιολογικά όπλα μαζικής καταστροφής.

Πράγματι, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τόσο οι ΗΠΑ όσο και Σοβιετική Ενωση (και οι ισχυρότεροι σύμμαχοί τους), δεν περιορίστηκαν μόνο στη συσσώρευση των στρατηγικής σημασίας -αλλά πρακτικά ανεξέλεγκτων- ατομικών όπλων. Αντίθετα, αμφότερες επένδυσαν στην ανάπτυξη νέων στρατιωτικών προγραμμάτων έρευνας για τη δημιουργία όλο και πιο σατανικών χημικών και βιολογικών όπλων, τα οποία βασίζονται στη στοχευμένη και επιλεκτική απελευθέρωση εργαστηριακά τροποποιημένων μικροοργανισμών (βακτηρίων, παρασίτων και ιών) που, όταν μολύνουν τους ανθρώπους, παράγουν βλαπτικές τοξικές ουσίες και προκαλούν θανατηφόρες παθήσεις.

Ετσι, οδηγηθήκαμε στη νέα διεθνή Σύμβαση για την «Κατάργηση των Χημικών Οπλων» (Chemical Weapons Convention ή CWC), που ενώ υπεγράφη το 1993 τέθηκε σε ισχύ το 1997 και υπεύθυνος για την εφαρμογή της είναι ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων (OPCW), με έδρα τη Χάγη.

Μεταξύ χημικών και βιολογικών απειλών

Ωστόσο, πώς ακριβώς ορίζονται και σε τι διαφοροποιούνται τα χημικά από τα βιολογικά όπλα; Σύμφωνα με τον διεθνή Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων, ως «χημικά όπλα» ορίζονται όλες οι τοξικές ουσίες και οι πρόδρομοί τους που, εξ αιτίας των φυσικοχημικών ιδιοτήτων τους, μπορούν να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στις βασικές ζωικές διαδικασίες, που ενδέχεται να προκαλέσουν «θάνατο, πρόσκαιρες δυσλειτουργίες ή μόνιμες σωματικές αλλοιώσεις και βλάβες στους ανθρώπους και στα ζώα».

Επιπλέον, ως «χημικό όπλο» θεωρείται και κάθε συσκευή που χρησιμεύει για την παραγωγή, την εκτόξευση ή την απελευθέρωση αυτών των βλαπτικών χημικών ουσιών. Επομένως, σε αυτά τα όπλα περιλαμβάνονται οι βόμβες, οι οβίδες, οι νάρκες και ορισμένα είδη αρμάτων μάχης.

Υπάρχουν, ωστόσο, διαφορετικοί τύποι χημικών όπλων, που διαφοροποιούνται ανάλογα με τη δράση του χημικού παράγοντα στην οποία βασίζονται:

 Ασφυξιογόνοι παράγοντες, όπως τα αέρια φωσγένιο (Phosgene-CG), το χλώριο και διάφοροι καυστικοί παράγοντες που η εισπνοή τους προκαλεί ασφυξία.

 Καυστικοί ή κνιδογόνοι παράγοντες, όπως το αέριο της θειομουστάρδας και της νιτρομουστάρδας και η οξίμη φωσγενίου, που προκαλούν τρομερά εγκαύματα και μόνιμες σωματικές αλλοιώσεις.

 Αιματοξικοί χημικοί παράγοντες, όπως το υδροκυάνιο, το χλωροκυάνιο και η αρσίνη που αλλοιώνουν τη σύσταση και τη λειτουργία του αίματος.

 Νευροτοξικοί ή νευροπαραλυτικοί παράγοντες, όπως το σαρίν, το ταμπούν, και το σομάν που πλήττουν το νευρικό σύστημα προκαλώντας παράλυση ή επιληπτικές κρίσεις, λόγω των βιοχημικών αλλοιώσεων που επιφέρουν στις βασικές επικοινωνιακές λειτουργίες των νευρώνων του.

 Ψυχοτρόποι χημικοί παράγοντες, όπως το καινουκλιδινυλβενζύλιο (3-Quinuclidinyl Benzilate-BZ) και το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (το περίφημο LSD), ψυχοδραστικές χημικές ουσίες που επειδή να τροποποιούν τις φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες δημιουργούν πρόσκαιρες αλλά εντονότατες ψευδαισθητικές και αλλόκοσμες νοητικές εμπειρίες.

Ομως, η αποτρόπαιη καταστροφική δράση και η απάνθρωπη βαρβαρότητα από τη χρήση των παραπάνω χημικών όπλων σε έναν πόλεμο, φαίνεται μάλλον χονδροειδής ή και «απλοϊκή» συγκρινόμενη με την ανεξέλεγκτη καταστροφικότατα και την παρατεταμένη ανθρωποκτόνο δράση των πολύ πιο «έξυπνων» βιολογικών όπλων.

Προϊόντα της νέας βιοτεχνολογίας, αυτά τα «αόρατα» βιολογικά όπλα είναι το αποτέλεσμα της επανάστασης στη Γενετική Μηχανική που, από τα τέλη του εικοστού αιώνα, επέτρεψε την ταχύτατη και στοχευμένη εργαστηριακή τροποποίηση των γονιδίων, δηλαδή τον κατά βούληση ανασχεδιασμό του γενετικού υλικού (DNA και RNA) των ζωντανών οργανισμών από τους ανθρώπους. Μια πρωτοφανής τεχνοεπιστημονική επανάσταση, που άνοιξε τον δρόμο όχι μόνο για τη βαθύτερη κατανόηση, αλλά και για τη χειραγώγηση κάθε μορφής ζωής: από τους πιο απλούς μονοκύτταρους μικροοργανισμούς μέχρι τους ανθρώπους!

Ανάλογα με την προέλευση και τον τρόπο δράσης τους, τα σύγχρονα βιολογικά όπλα διακρίνονται σε τρεις τύπους:

 Παθογόνους οργανισμούς. Πρόκειται συνήθως για μικροοργανισμούς (βακτήρια και ιούς), κάλλιστα όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν και πιο περίπλοκοι πολυκύτταροι οργανισμοί. Οι μικροοργανισμοί που χρησιμοποιούνται ως επιθετικά βιολογικά όπλα ενδέχεται να είναι είτε φυσικοί είτε γενετικά τροποποιημένοι (εργαστηριακά).

 Φυσικές μολυσματικές ουσίες (BDBS), είναι οι βιολογικές τοξίνες (δηλητήρια) που παράγονται από το μεταβολισμό ορισμένων οργανισμών αλλά είναι εντελώς ακίνδυνες για τα ίδια, αποδεικνύονται ωστόσο ιδιαίτερα τοξικές ή και θανατηφόρες όταν εισέλθουν σε άλλους οργανισμούς.

 Συνθετικές μολυσματικές ουσίες (ADBMS) είναι τεχνητές βιοχημικές ουσίες που μολύνουν εξειδικευμένα κάποια κύτταρα και όργανα ανθρώπων (ή άλλων ζώων).

Παρά την υπογραφή από τις πε ρισσότερες χώρες, το 1972, της διεθνούς Συνθήκης της Γενεύης για τη ρητή απαγόρευση της έρευνας και της χρήσης βιολογικών όπλων, υπήρξαν αναρίθμητες καταγγελίες για την εφαρμογή τους σε πολεμικές διενέξεις και για την απανταχού συνέχιση μυστικών ερευνητικών προγραμμάτων για την τελειοποίησή τους. Πρόκειται, όπως είδαμε, για μία πάγια τακτική των ισχυρότερων οικονομικά και στρατιωτικά χωρών, που διευκολύνεται από την έλλειψη σαφών απαγορευτικών κανόνων και κυρώσεων, καθώς και από την απουσία ενός διεθνώς αναγνωρισμένου συστήματος πλανητικής επιτήρησης.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η «απανθρωποποίηση» της μετανεωτερικής πολιτικής προϋποθέτει και, ταυτοχρόνως, συνεπάγεται τη «βιολογικοποίηση» της ανθρώπινης κατάστασης: τα κέντρα βιοεξουσίας δεν θεωρούν πλέον τους ανθρώπους ως μοναδικές βιολογικές οντότητες ή, έστω, ως αναγκαίες οικονομικά ή κοινωνικά παραγωγικές «μονάδες», αλλά ως ένα αναλώσιμο βιολογικό «απόθεμα», το οποίο και διαχειρίζεται -κατά βούληση και ανάλογα με τις περιστάσεις- μέσω της βιοπολιτικής της ειρήνης ή του πολέμου. Ισως γι’ αυτό ο σύγχρονος πόλεμος τείνει να γίνει παντού... βιολογικός.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου