«Τώρα απέμεινες ένα ολοστρόγγυλο μηδέν χωρίς αριθμό.
Τώρα ακόμα κι εγώ είμαι καλύτερος από σένα.
Είμαι τουλάχιστον τρελός – εσύ δεν είσαι τίποτα.»
Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ

Και ξάφνου ο απόλυτος άρχων (Μητσοτάκης) εμφανίζεται εκτεθειμένος σαν την κυνηγημένη σουπιά, που εκτοξεύει ανεπιτυχώς μελάνι για να αποκρύψει τις κινήσεις της, οι κομματικοί αυλοκόλακες απολογούνται μουδιασμένοι ή σιωπούν και οι κάθε λογής σφουγγοκωλάριοι των ΜΜΕ όψιμα ανακαλύπτουν, ότι «πραγματικά υπάρχουν μείζονα ερωτήματα» για την υπόθεση των Τεμπών, ότι πράγματι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία της συγκάλυψης, που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση.
Ο μέχρι πρότινος παντοδύναμος και αναντικατάστατος Μητσοτάκης ομολογεί την «πλάνην» του, αλλά αρνείται ότι έκανε λάθος. Πεπλανημένος, αλλά αλάθητος, δεν ομολογεί τα συνειδητά ψεύδη του, αλλά την πίστη του σε κάτι ψευδές, την βεβαιότητα που του εμφύσησαν «τρίτοι» σε κάτι μη αληθινό. Διεκδικεί το αλάθητο, για να κατοχυρώσει τις αγαθές του προθέσεις, στην πραγματικότητα έντρομος στο ενδεχόμενο να του καταλογισθεί η παραμικρή ευθύνη. Όπως ανέφερε ο Θοδωρής Παπαγγελής, πατέρας 18χρονης φοιτήτριας που έχασε την ζωή της στα Τέμπη, «η συγκάλυψη γίνεται με όλη την κυβερνητική μεγαλοπρέπεια. Σαν να μην υπήρξε δυστύχημα, σαν να μην υπήρξαν οι συμβάσεις του κράτους, όπως η 717, σαν να μην υπήρξε φωτιά, σαν να μην υπήρξε μπάζωμα, σαν να μην υπήρξε αλλοίωση των ηχητικών ντοκουμέντων. Έχει φροντίσει η εξουσία με τα παρακλάδια της».
Πεπλανημένος, λοιπόν, ο πρωθυπουργός, αλλά μέχρι εκεί και μη παρέκει.
Το φταίξιμο δεν είναι δικό του, αλλά εκείνων, οι οποίοι του παρείχαν ψευδείς πληροφορίες, ψευδείς διαβεβαιώσεις, τις οποίες στην συνέχεια με βεβαιότητα αναπαρήγαγε, μ’ άλλα λόγια δηλώνει ανίδεος, άσχετος αλλά όχι συνένοχος.
Φθηνό το σόφισμα, φθηνή και η εκ νέου προσπάθεια αποπροσανατολισμού. Στραπατσαρισμένος, όχι πολιτικά, όπως ισχυρίζεται η θλιβερή αντιπολίτευση σε όποια εκδοχή της, αλλά ουσιαστικά: είναι αποδεδειγμένα ψεύτης, γιατί αυτή είναι μια από τις όψεις κάθε εξουσιαστή. Ισχυρίζεται, ότι δεν γνώριζε την αλήθεια, ότι δεν παραποίησε σκόπιμα τα γεγονότα, ότι δεν είχε λόγο να το πράξει. Και τότε, γιατί οι διαδηλωτές τον θεωρούν αναξιόπιστο, γιατί η περιβόητη κοινή γνώμη δεν τρώει κουτόχορτο, δεν αποδέχεται τόσο καιρό το «βεβαιωμένο» γεγονός ως αλήθεια και το χαρακτηρίζει κατασκευή;
Τι πήγε στραβά;
Διατάχθηκαν ακόμη και τα γεγονότα να υπακούσουν.
Αυτά, όμως, δεν υπάκουσαν, αρνήθηκαν με πείσμα, αλλά και η κοινωνία αρνήθηκε και αυτή παραδόξως να «μεταβολίσει» το κρατικό αφήγημα. Όπως γράφαμε παλαιότερα, «Είναι αδιαμφισβήτητο πως η προπαγάνδα έχει αντικαταστήσει την σημασία των λέξεων, των εννοιών και των γεγονότων και η πολιτική σκοπιμότητα έχει αντικαταστήσει την ουσία. Η σύγχυση και η προχειρότητα επικρατούν σε όλα τα πεδία. Η παραποίηση απόψεων και γεγονότων, είναι ένα σύνηθες μέσον για την επικράτηση κάποιας γραμμής κομματικού χαρακτήρα, που έχει την επίφαση της άποψης ή της αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Ένα διαρκές παιχνίδι λέξεων, φράσεων και επιτηδευμένων διατυπώσεων έτσι ώστε να συγκαλύπτεται (ή να επιχειρείται η συγκάλυψη) το επιδιωκόμενο, η πραγματική πρόθεση. Λέξεις βουτηγμένες σε ένα κακότεχνο καμουφλάζ, στημένες καταστάσεις και ένα σωρό διαπλεκομένων μεταξύ τους γεγονότων και απόψεων». (Διαδρομή Ελευθερίας, Ψεύδος και Αλήθεια, φ. 162, Ιούλιος-Αύγουστος 2016)
Τι πήγε, λοιπόν, στραβά; Πως απέτυχαν οι τεχνικοί της εξουσίας, όλοι αυτοί οι δεξιοτέχνες της επικοινωνίας και της προπαγάνδας; Όλα έμοιαζαν να βαίνουν καλώς, μ’ έναν διαρκώς ανέφελο «ουρανό» να εξασφαλίζει την «σταθερότητα» και την παντοδυναμία στους τωρινούς διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων. Όσοι αμφισβήτησαν το κρατικό αφήγημα για τα Τέμπη χαρακτηρίστηκαν συνωμοσιολόγοι, κατασκευαστές «σκοτεινών θεωριών», όσοι χαρακτήρισαν «έγκλημα» τον θάνατο των 57 επιβατών στην πλειονότητα τους νέων ανθρώπων, χαρακτηρίστηκαν βέβηλοι ή ανορθολογιστές.
Στις 11 Απριλίου 2024, ο ίδιος ο Μητσοτάκης δήλωνε με στόμφο σε συνέντευξή του στον Antenna, «Θα σας πω ένα λάθος το οποίο έγινε: Δεν απαντήσαμε με πειστικότητα στις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας από την αρχή. Το αφήσαμε. Και ρίζωσαν όλα αυτά: Το μπάζωμα, τα εκρηκτικά, το ξυλόλιο. Όλα αυτά τα οποία αναπαράγονται σήμερα, […] Λοιπόν, βεβαίως εκεί πραγματικά κάνω κι εγώ τη δική μου αυτοκριτική και λέω: έπρεπε να είχαμε απαντήσει με μεγαλύτερη πειστικότητα, διότι προφανώς δεν πείσαμε τον κόσμο ότι όλα αυτά είναι τερατουργίες».
Στην ίδια γραμμή και ο υπουργός «δικαιοσύνης» Φλωρίδης, ο οποίος κατορθώνει κάθε φορά να ξεπερνάει σε αθλιότητα τον ίδιο του τον εαυτό, όταν από το βήμα της βουλής, στις 27 Μαρτίου 2024, προχωρούσε σε ύβρεις, λέγοντας ότι «όποιος λέει για μπαζώματα είναι για τα μπάζα».
Σπεύδουν, βέβαια, οι γνωστές δημοσιογραφικές θεραπαινίδες της εξουσίας να βάλουν πλάτη, κινδυνολογώντας για τις συνέπειες μιας πολιτικής «κρίσης», που εξυφαίνεται (από σκοτεινά κέντρα της «ανωμαλίας» προφανώς…) και την έκταση, που ενδεχομένως θα πάρει εξαιτίας της κοινωνικής «δυσπιστίας» που καταγράφεται.
Γνωστός κονδυλοφόρος της Καθημερινής αναρωτήθηκε προ ημερών δήθεν ανήσυχος: «Προχθές δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας διαδήλωσαν διεκδικώντας δικαίωση για τα θύματα των Τεμπών. Διαδήλωσαν την ανασφάλειά τους, που προκαλείται από τη δυσπιστία τους απέναντι στο κράτος του οποίου είναι πολίτες. Είμαστε στο μεταίχμιο; Στο σημείο αυτό όπου η δυσπιστία μπορεί να μετατραπεί σε απέχθεια ή και σε εχθρότητα, κοινώς σε αναρχία;» (28-1-2015, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Πόσο απέχει η δυσπιστία από την αναρχία;). Το θλιβερό του παραλήρημα θα ήταν ανάξιο λόγου σε άλλη περίπτωση, όχι όμως και στην προκειμένη περίπτωση.
Την ίδια στιγμή που ο συγκεκριμένος δημοσιογραφίσκος επιμένει να συγκαλύπτει το περιβόητο «μπάζωμα», ισχυριζόμενος ότι «μάλλον για άγνοια και ασχετοσύνη πρόκειται», δημοσιεύματα αναφέρονται σε καταθέσεις αστυνομικών, που δηλώνουν ότι δέχθηκαν πιέσεις για να προχωρήσουν στο «μπάζωμα», τόσο από τον τότε υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, αρμόδιο για θέματα κρατικής αρωγής και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές Χρήστο Τριαντόπουλο, όσο και από τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών Γιάννη Ξιφαρά και τον τότε περιφερειάρχη Θεσσαλίας, Κώστας Αγοραστό.
Μ’ άλλα λόγια, δεν ιδρώνει το αυτί τους, αντίθετα, σύμφωνα και με την εισήγηση του Μητσοτάκη στο υπουργικό συμβούλιο, σε λίγο όλα θα αποτελούν μια γλυκόπικρη ανάμνηση: «Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε κυματισμούς, θα τους ξεπεράσουμε όμως και πάλι έχοντας οδηγό την αλήθεια και τη δράση». Προφανώς έχει σαν ευαγγέλιο την καντιανή προσέγγιση του κράτους, σύμφωνα με την οποία η ισότητα, που υποτίθεται αφορά τους υπηκόους ενός κράτους, είναι καθολική και χωρίς εξαιρέσεις, εκτός από τον ηγέτη του κράτους, ο οποίος δεν οφείλει να υπόκειται στους εξαναγκασμούς από κάποιο νόμο, ή από τους υπηκόους, για οποιοδήποτε ζήτημα, καθώς σ’ αυτή την περίπτωση υποτάσσεται σε έναν ανώτερο κυρίαρχο.
Μ’ άλλα λόγια, πιστεύει ότι δεν μπορεί να περιορίζεται η εξουσία του ανώτερου προσώπου από κανένα άλλο πρόσωπο, γιατί, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα αμφισβητούνταν η ανωτερότητα του ηγέτη επί των υπηκόων και επί του νόμου. Προφανώς και δεν υποστηρίζουμε, με την παρατήρηση αυτή, είτε την διάκριση των εξουσιών είτε την γνωστή δημοκρατική ρητορεία που διεκδικεί την υπαγωγή και των κυβερνώντων στην δικαστική «κρίση».
Η ουσία της κρατικής επιβολής δεν βρίσκεται στους όρους με τους οποίους επιβάλλεται ή όπως λέγεται στην ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων έναντι των «αυθαιρεσιών» των «κακών» ή «διεφθαρμένων» ή «ανεπαρκών» εξουσιαστών. Τέτοιες αυταπάτες οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ενδυνάμωση του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης μέσω του εξωραϊσμού του. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι το πολιτικό πεδίο είναι εξουσιαστικό πεδίο. Η πολιτική αντιπαράθεση είναι αντιπαράθεση των τεχνικών της εξουσίας, η οποία είναι και η μόνη που αποθεώνεται ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Τι σημασία άλλωστε έχει αν ο Μητσοτάκης υποχρεώσει σε παραίτηση τον πρώην υπουργό μεταφορών Κώστα Καραμανλή ή απομακρύνει τον υφυπουργό Τριαντόπουλο ή αν προχωρήσει σε «ευρύ» ανασχηματισμό; Καμία απολύτως. Στη γνωστή αυτή διαδικασία, όπως πάντα, πολιτικά πρόσωπα θα «θυσιαστούν», κάποιοι θα «τιμωρηθούν» εικονικά, κάποιοι θα παροπλιστούν είτε ευκαιριακά είτε μονιμότερα.
Όσο για την δικαιοσύνη, όπως πάντα θα αποδειχθεί τόσο «τυφλή» όσο χρειάζεται για να επιταχύνει όταν χρειάζεται ή για να επιβραδύνει, άλλοτε, το «ανεξάρτητο» έργο της, μ’ άλλα λόγια παλιές ιδέες, σκουριασμένα τεχνάσματα.
Οι εκατοντάδες άνθρωποι που διαδήλωσαν την 26 Γενάρη κινήθηκαν σε μεγάλο βαθμό έξω και ενάντια στα κόμματα και την πολιτική, γι’ αυτό και η κοινωνική δυναμική που εξέφρασαν δεν φθείρεται, αλλά αντίθετα είναι ανεξέλεγκτη και ως εκ τούτου, για την ώρα, είναι δύσκολο να αφομοιωθεί στα γνωστά αντιπολιτευτικά καλούπια.
Η αριστερά, κοινωνικά απαξιωμένη και με εξαντλημένες τις αφομοιωτικές της δυνατότητες, πνέει τα λοίσθια, δεν είναι σε θέση να κινητοποιήσει ούτε τα λιγοστά της μέλη και τους βαριεστημένους οπαδούς της, πόσο μάλλον να κηδεμονέψει το ποτάμι αυτού του κόσμου που πλημμύρισε 110 πόλεις του ελλαδικού χώρου. Επομένως, μόνο γέλωτα προκαλούν οι αριστερές μεγαλοστομίες περί «λαϊκών μετώπων», τα οποία μάλιστα απαιτούν μια «ισχυρή αριστερά», μεγαλοστομίες οι οποίες και μόνον που ακούγονται ρίχνουν τα δημοσκοπικά ποσοστά των εμπνευστών τους, δεδομένου και του μεγέθους της κοινωνικής ανυποληψίας που απολαμβάνουν.
Όπως έχουμε υποστηρίξει, η «επιστροφή στην κανονικότητα» τέθηκε ως κοινός τόπος για το πολιτικό σύστημα, είτε προωθείται ως ένα εγχείρημα αντι-αριστερής κατεύθυνσης είτε ως αντι-δεξιό πολιτικό εγχείρημα, με την ανασυγκρότηση της «προοδευτικής παράταξης». Μόνο που το «όραμα» της «επιστροφής στην κανονικότητα» έχει ξεθωριάσει, δεν πείθει, όπως δεν πείθουν, πλέον, λογικές του τύπου «το ποτήρι είναι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο» ή «βεβαιότητες» περί μιας γενικής αντίθεσης και αντιπάθειας του κοινωνικού χώρου σε εκ νέου «περιπέτειες και αστάθεια» με δεδομένη την εξάλειψη των πολιτικών παθών και εμπέδωση της αξίας της «σταθερότητας» σε μια απρόβλεπτη παγκόσμια σκηνή.
Και ο λόγος είναι απλός.
Η πλήρης και καθολική κοινωνική απάθεια και παράλυση ως μια κατάσταση, που εκπορεύεται είτε από μια καταλυτική συνθήκη προπαγάνδας, είτε από τον φόβο είτε από την πλήρη ταύτιση με το καθεστώς που την επιβάλλει, είναι αδύνατον να έχει διάρκεια, αλλά ακόμη και τότε η δυναμική της δεν ενισχύεται, αλλά σταδιακά εξαντλείται. Από την άλλη πλευρά, είναι σίγουρο, ότι οι μέχρι πρότινος ισχνές έως ανύπαρκτες διαθέσεις να επιδειχθεί αντιπολιτευτικό έργο απέναντι στην κυβέρνηση θα δώσουν την θέση τους σε μια «ενεργητικότερη» προσπάθεια ώστε να αποκομισθούν ορισμένα πολιτικά οφέλη.
Δίχως αμφιβολία, επιχειρηματικά, εκδοτικά και άλλα συμφέροντα εξουσιαστικών μερίδων θα εντείνουν τους σχεδιασμούς τους με στόχο να «κοντύνουν» τον Μητσοτάκη προσωπικά και να αμφισβητήσουν με μεγαλύτερη ένταση το αφήγημα της πολιτικής παντοδυναμίας του. Τι είχες Γιάννη μου τι είχα πάντα, θα πει κάποιος, καθώς ουδέποτε η ύπαρξη ενός ισχυρού κέντρου εξουσίας αναιρούσε την ύπαρξη μικρότερων, παράλληλων ή συμπληρωματικών, αλλά το ίδιο σημαντικών. Όπως πάντα, όταν σημαντικές συμφωνίες χαλούν, όταν η διευθέτηση του «προβλήματος» καθυστερεί, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών οξύνεται, εάν και εφόσον οι ενδιάμεσοι αργούν ή αδυνατούν να μεσολαβήσουν αποτελεσματικά.
Όπως εξηγούσε το 2008 ο Παπαχελάς, «Στο σύστημα αυτό υπήρχε μια ισορροπία τρόμου και μια ιδιότυπη ομερτά. Όταν το σύστημα ξέφευγε, υπήρχαν πάντοτε οι «Kορλεόνε» του παρασκηνίου, οι οποίοι κάθιζαν όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα τραπέζι και τους εξηγούσαν κυνικά ότι ένας καβγάς διαρκείας θα τους τίναζε όλους στον αέρα. Η λογική είναι απλή: «είμαστε όλοι τόσο εκβιάσιμοι και ευάλωτοι που καλύτερα μην τραβήξει κανείς πιστόλι». Δεν είχαμε καμία αμφιβολία περί τούτου. Όπως γράφαμε τότε, είναι «φίλοι» ανέκαθεν όσο τα φίδια, έτοιμοι να δώσουν ο ένας τον άλλον με την πρώτη ευκαιρία, «μόνο που οι καινούργιοι στο σινάφι δεν έχουν ρέγουλα και έχουν εκλείψει κάποιοι βασικοί και κάποτε αποδεκτοί ρυθμιστές (Καραπαναγιώτης, Τεγόπουλος, Βλάχου, Βουδούρης, Φυντανίδης)».
Θα το επαναλάβουμε.
Η αντικατάσταση ενός εξουσιαστή από κάποιον άλλον, η εναλλαγή στους εξουσιαστικούς θώκους δεν προσφέρει στους καταπιεζόμενους και εκμεταλλευόμενους διέξοδο, ενώ η πολιτική εναλλαγή αναδεικνύει, αργά ή γρήγορα, τις προφανείς αλληλεξαρτήσεις και αλληλοκαλύψεις του πολιτικού προσωπικού, των κομμάτων, γεγονός που δεν αναιρείται από τους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις που εκδηλώνονται με διάφορες αφορμές. Άλλωστε η κομματική προέλευση έχει προ πολλού καταστεί άνευ σημασίας για τον κοινωνικό χώρο, με τις κομματικές ταυτίσεις σχεδόν να εξαντλούνται, ειδικά όσον αφορά την δέσμευση σε αυτές, όπως είχε καταγραφεί παραδοσιακά.
Όπως έλεγε και ο βασιλιάς Ληρ απευθυνόμενος στον τυφλό Γκλόστερ, «δεν χρειάζεται μάτια για να βλέπει κανείς πώς τρέχει ο κόσμος, βλέπε με τα αυτιά σου», προτρέποντας να «δει» με άλλο τρόπο την εικόνα της εξουσίας. «Δες εκείνον τον δικαστή πως κατσαδιάζει εκείνον τον κλέφτη. Άκου τώρα στ’ αφτί· άλλαξε τους τις θέσεις και, κάτω χέρι – πάνω χέρι, ποιος είναι ο δικαστής, ποιος είναι ο κλέφτης; Έχεις δει μαντρόσκυλο να γαβγίζει ζητιάνο»;
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.256, Φεβρουάριος 2025
από: https://anarchypress.wordpress.com