Ο Ιωάννης Καλβίνος, Jean Calvin, πραγματικό όνομα Jehan Cauvin, (10 Ιουλίου 1509 – 27 Μαΐου 1564) γεννήθηκε στο Νουαγιόν της Πικαρδίας στη Γαλλία. Ο πατέρας του τού έδωσε επιμελημένη μόρφωση σε Πανεπιστήμια στο Παρίσι και την Ορλεάνη. Όταν ο πατέρας του άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε ο Καλβίνος να σπουδάσει θεολογία, τον έστειλε για σπουδές στη νομική. Όταν ο πατέρας του πέθανε, εκείνος επέστρεψε στη θεολογία.
Το 1531 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα δείξει καμία εχθρότητα ή διαφωνία προς τον Παπισμό. Αλλά το επόμενο έτος συνέβη μια μεγάλη εσωτερική μεταστροφή. Κατά τον ίδιο: “ο Θεός με μια ξαφνική μετατροπή δάμασε το νου μου και τον έφερε σε μια πιο διδάξιμη κατάσταση, που ήταν πιο αυστηρή σε τέτοια θέματα απ’ όσο μπορεί να αναμενόταν στην πρωτύτερη ζωή μου”. Η αποκάλυψη αυτή σηματοδότησε τη ρήξη του με την Καθολική Εκκλησία. Συμμετείχε στο κίνημα της Μεταρρύθμισης, που αποτέλεσε απαρχή του Προτεσταντισμού. Το 1536 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του κριτικού δογματικού έργου του Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας, που συνέχισε να επεκτείνει και να ανανεώνει για την υπόλοιπη ζωή του. Οι διδασκαλίες που παρέδωσε στο έργο αυτό, καθώς και αυτές στην Académie Publica, που ίδρυσε στη Γενεύη το 1559 και αργότερα έγινε το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, είναι γνωστές με τον όρο Καλβινισμός. Ο Καλβίνος πέθανε το 1564.
Ο Καλβίνος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1509 στη πόλη Νοyons, της Πικαρδίας, της Γαλλίας. Η οικογένειά του ήταν σχετικά καλής οικονομικής κατάστασης, ο πατέρας του ήταν εκκλησιαστικός αξιωματούχος και έχαιρε της εκτίμησης των ευγενών της περιοχής. Τη μόρφωση και την ανατροφή του νεαρού Ιωάννη ανέλαβε κάποια ευγενική οικογένεια της περιοχής, όπως συνηθιζόταν τότε για τα αγόρια που τα θεωρούσαν ελπιδοφόρες περιπτώσεις.
Αργότερα πήγε να σπουδάσει στο Κολλέγιο της La Marche, πρώτα και μετά στo Κολλέγιο του Mont Aigu ύστερα, στο Παρίσι. Ο πατέρας του τον προόριζε να σπουδάσει Θεολογία και να γίνει ιερέας αλλά στη πορεία άλλαξε γνώμη -και αυτός και ο γιος του- συνειδητοποιώντας ότι η σπουδή των Νομικών από τη μια, οδηγούσε στο δρόμο της υπόληψης και του χρήματος, και της κοινωνικής ανόδου αλλά και η γνωριμία τους με τη μεταρρυθμισμένη θρησκεία από την άλλη, τον έκανε να ματαιώσει τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες που επρόκειτο να προσφέρει στη Καθολική εκκλησία.Ετσι πήγε να σπουδάσει νομικά στη Ορλεάνη και το 1532 εξέδωσε το πρώτο του σύγγραμμα: σχολιασμός στο έργο του Κικέρωνα De Clementia (=περί πραότητας). Εκείνο τον καιρό επίσης πρωτοπαρουσίασε και τις ενοχλήσεις στο στομάχι του, που αργότερα –προκαλώντας του αρκετές ασθένειες – θα ήταν και η αιτία του θανάτου του. μετά το πέρας των σπουδών του στην Ορλεάνη, θέλησε να παρακολουθήσει και τα μαθήματα που έδινε στην Ακαδημία της Μπουρζ, εκείνο τον καιρό ο Andrew Alciat, ο πιο φημισμένος δικηγόρος της εποχής του. εκεί συνήψε φιλία και με τον Melchior Wolmar, που με τη παρότρυνση του έκανε τον Καλβίνο να σπουδάσει και την ελληνική γλώσσα. Ταυτόχρονα συνέχιζε τη μελέτη των ιερών κειμένων αλλά και κήρυττε πότε-πότε στη Linier, ένα χωριό, δίπλα στη Μπουρζ.
Το 1533 ερχόμενος σε επαφή με το δόγμα του Λούθηρου δοκιμάζει ξαφνικά, όπως ονομάζει, την «πνευματική αναγέννηση» «…ο Θεός δάμασε την καρδιά μου και την οδήγησε σε υποταγή. Είχε γίνει πιο σκληρή απέναντι σε τέτοια θέματα απ’ όσο μπορούσε κανείς να περιμένει από ένα νέο άνθρωπο», γράφει. Η φιλία του με τον Νικολά Κοπ, πρύτανη του Βασιλικού Κολλεγίου στο Παρίσι, και η βοήθεια που του πρόσφερε στη συγγραφή του λόγου με έντονα ουμανιστικό και λουθηρανικό πνεύμα, του δημιούργησε προβλήματα και όταν ο φίλος του κατηγορήθηκε για αιρετικός επειδή συμμετείχε στο κίνημα για την αναμόρφωση της Καθολικής εκκλησίας, η κατάσταση έγινε δύσκολη και για τον Καλβίνο. Ο Κοπ έφυγε για τις Βρυξέλες και ο Καλβίνος για την Βασιλεία. Εκεί το 1536 πρωτο-δημοσιεύει στα λατινικά το έργο του Διδαχές της χριστιανικής θρησκείας (Christianae Relogionis Institutio). Φεύγοντας από τη Βασιλεία με σκοπό να επιστρέψει στο Παρίσι σταματάει στη Γενεύη. Τελικά, εγκαταστάθηκε εκεί ύστερα από παράκληση του φίλου του, Γουίλιαμ Φάρελ., ενός τοπικού προτεστάντη ιερέα, που του είπε “πως η κατάρα του Θεού θα έπεφτε πάνω του, αν δεν έμενε στη Γενεύη να βοηθήσει στο έργο του Θεού που γινόταν εκεί”.
Στη Γενεύη θα μείνει 2 χρόνια περίπου, μέχρι το 1538, και τελικά ύστερα από διαφωνίες που δημιουργήθηκαν εκεί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο –το κονσιστόριο-, σχετικά με την επανεισαγωγή της ποινής του αφορισμού σαν πειθαρχικό μέτρο που πρότειναν αυτός και ο Φαρέλ, και το τελετουργικό της Θείας Ευχαριστίας – εγκατέλειψε τη πόλη. Τον Αύγουστο του 1540 θα παντρευτεί τη χήρα κάποιου αναβαπτιστή, την Idelllete de Bure, που είχε ήδη 2 παιδιά από το προηγούμενο γάμο της, μια γυναίκα που οι βιογράφοι του θεωρούν ιδανική για αυτόν, διαλεγμένη με τις ίδιες αυστηρές ασκητικές προδιαγραφές όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή του. είναι σεμνή, δεν είναι γκρινιάρα και ιδιότροπη, είναι οικονόμα και υπομονετική και πάντα παρούσα στα προβλήματα της υγείας του. ‘’πιστή συνεργάτιδα της διακονίας του’’, ‘’και τη καλύτερη συντροφιά της ζωής μου’’ την περιγράφει ο ίδιος στην αλληλογραφία του. 9 χρόνια θα περάσουν μαζί προτού πεθάνει το 1549. Ήδη από το 1542 είχε πεθάνει και ο γιος του Καλβίνου και της Idellette, ένα αγοράκι που γεννημένο πρόωρα δεν έζησε παρά λίγες βδομάδες.
Το 1541 ωστόσο το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, σπαρασσόμενο από διαμάχες και διαφωνίες τον ξανακάλεσε πίσω. Για τον Καλβίνο αρχίζει μια περίοδος τρομερής δημιουργικότητας και εργατικότητας για την αναμόρφωση των θεσμών αλλά και των πολιτών της Γενεύης που πολλοί δεν δίστασαν να ονομάσουν Θεοκρατική Δικτατορία. Τα επόμενα 23 χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν θα εγκαταλείψει τη πόλη αυτή. Από το 1550 ήδη, η υγεία του άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα, ωθώντας τον να τελειώσει τη Χριστιανική Διδασκαλία του. Το 1559 εκδίδονται στην οριστική τους μορφή οι Διδαχές της Χριστιανικής Θεολογίας και σύντομα μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες και γνωρίζουν αλλεπάλληλες εκδόσεις.
Σοβαρά άρρωστος το 1564, διάβασε το τελευταίο του κήρυγμα, στις 6 Φεβρουαρίου αυτού του έτους. Πέθανε στις 27 Μαΐου του 1564 από φυματίωση σε ηλικία 55 χρόνων ύστερα από μια μακρά σειρά επώδυνων ασθενειών που είχαν καταστρέψει το σώμα του εντελώς. Χιλιάδες συνέρρευσαν στη Γενεύη για να δουν τη σωρό του, το σώμα του κάηκε και θάφτηκε σε κάποιον ανώνυμο τάφο έτσι όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Τον διαδέχτηκε ο φίλος του και επίσης καθηγητής Theodore Beza που έγραψε και τη βιογραφία του.