Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 21 Ιαν 2024
Μαρία Φαραντούρη στην «Α» / Το σύστημα δοξάζει μόνο ό,τι μπορεί να ελέγχει
Κλίκ για μεγέθυνση
134510532.jpg
 

«Είναι πολύ δύσκολα σήμερα, κι εγώ προσπαθώ τώρα μόνο μέσα από το τραγούδι μου να είμαι δίπλα στον κόσμο, όπως ήμουνα πάντα σε δύσκολες εποχές». Αυτό έκανε πάντα η Μαρία Φαραντούρη: Με τη δωρική της φωνή άνοιγε τη μεγάλη αγκαλιά της τέχνης και πρόσφερε καταφύγιο και παρηγοριά. Και σήμερα όμως το άλλο παράδειγμα εξακολουθεί να δίνει, προτάσσοντας την ποιότητα, θυμίζοντας τις μεγάλες στιγμές της μουσικής μας, το αντίδοτο του πολιτισμού σε κάθε λογής φτήνια. «Μια κοινωνία όταν χάνει Παιδεία και Πολιτισμό, οδηγείται σε τραμπικές καταστάσεις. Υπάρχουν δυστυχώς και οι σύγχρονοι αγράμματοι» λέει. Χείμαρρος και φωνή της συνείδησης η κορυφαία ερμηνεύτρια. Αυτές τις μέρες ετοιμάζεται πυρετωδώς να μας ταξιδέψει σε ασπρόμαυρα και έγχρωμα όνειρα. Με όχημα τα τραγούδια από τον ελληνικό κινηματογράφο, που θα ερμηνεύσει μαζί με τη Γιώτα Νέγκα στις 30 του μήνα στο Παλλάς, θα μας θυμίσει το αποτύπωμα σπουδαίων δημιουργών και μερικά από τα «διαμάντια της μουσικής μας» από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 μέχρι τις μέρες μας, καθώς, όπως λέει, «οι μουσικές και τα τραγούδια από τις ταινίες αυτές είναι η κιβωτός του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού. Φυλάνε την εικόνα της εποχής τους». Για την ίδια το τραγούδι «είναι βαθιά υπαρξιακή ανάγκη» όπως και η προσήλωσή της σε όσα συμβαίνουν σήμερα. «Είναι πολύ βαρύ το φορτίο της μνήμης» ομολογεί, ωστόσο αποφεύγει ακόμα να γράψει το βιβλίο για τη ζωή της, «γιατί θέλω να δω και το σήμερα, να έχω τον σφυγμό των ανθρώπων που δίνουν τον αγώνα τους», να πιάσει «τον σφυγμό της εποχής». Καθώς συζητάμε, το παρελθόν και το παρόν μπλέκονται γλυκά, ενίοτε και αντιπαραθετικά. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις απέναντι στα ειωθότα της εποχής. «Το σύστημα δεν θέλει να δοξάζει τέτοιες μορφές με μοναδικότητα, δοξάζει μόνο ό,τι μπορεί να ελέγχει» λέει. Και μιλάει για όλα, για τα τραγούδια και την ποίηση, για τον Μίκη και άλλους μεγάλους συνθέτες, για το σύστημα, για το τραγούδι των ημερών μας, την τραπ, αλλά για τους ευαίσθητους που «κρατούν το κερί αναμμένο», για τη μνήμη και την εποχή μας, για τους νέους, για το τέλος εποχής.

Τραγούδια από το ελληνικό σινεμά πάει να πει ταξίδι σε ασπρόμαυρα και έγχρωμα όνειρα. Τι σας επαναφέρει διαρκώς στο σινεμά;

Ετσι ακριβώς: Ταξίδι σε ασπρόμαυρα και έγχρωμα όνειρα. Είχα κάνει στο Μέγαρο το «Σινέ Μαρία» με τραγούδια από τον παγκόσμιο σινεμά το 2006, αλλά και το 2019, πριν ξεκινήσει η Covid, είχα τραγουδήσει στο Ηρώδειο το «Πάμε σινεμά», με τραγούδια από τον ελληνικό και τον ξένο κινηματογράφο. Είναι τα διαμάντια της μουσικής μας. Δηλαδή αυτή η εποχή από τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο, τη δεκαετία του ’50, δεν ανέδειξε μόνο ηθοποιούς και κινηματογραφικές περσόνες και πολύ καλούς σκηνοθέτες αλλά και μουσικούς. Και ο Χατζιδάκις, και ο Μωράκης, και ο Πλέσσας έγραψαν καταπληκτικά τραγούδια. Επίσης ο Γιαννίδης και άλλοι.

Με τη Γιώτα Νέγκα τι σας έφερε μαζί σ’ αυτό το πρόγραμμα;

Υπάρχουν αλληλοθαυμασμός και αλληλοεκτίμηση. Εγώ τη θαύμαζα γιατί πιστεύω ότι είναι μια σπουδαία ερμηνεύτρια, όχι μόνο καλή φωνή με πολύ καλό ηχόχρωμα, αλλά και με πολλές ερμηνευτικές ικανότητες. Και βλέπεις ότι η φωνή βγαίνει από την ψυχή της, κι αυτό είναι πάρα πολύ σπάνιο, δεν συναντάται πάντα ακόμα και σε μεγάλες φωνές. Μου είχε κάνει εντύπωση γιατί την παρακολουθούσα. Συζητώντας καταλήξαμε ότι το τραγούδι του κινηματογράφου είναι μια πάρα πολύ ωραία πηγή, που θα μπορούσαμε και οι δύο να εκφράσουμε με τον τρόπο μας, εκείνη με έναν λαϊκότερο τρόπο κι εγώ με έναν λαϊκό αλλά και πιο έντεχνο τρόπο. Το τραγούδι του σινεμά είναι πολυδιάστατο, έχει πολλές φόρμες. Ξεκινάμε λοιπόν από τους παλιούς, τους μεγάλους συνθέτες και φτάνουμε μέχρι σήμερα. Δεν ξέραμε τι να πρωτοδιαλέξουμε. Η σχέση μας έχει αυτό το νόημα, το να υπηρετήσουμε και οι δύο κάτι που αγαπάμε και όχι να προβάλουμε την καριέρα ή τις φωνές μας. Αυτό είναι που μου αρέσει στη Νέγκα κι αυτό πίστευα εγώ πάντα. Έτσι κάνουμε αυτό το μοίρασμα, σαν να είναι μια φωνή. Ξαναερωτευόμαστε αυτά τα τραγούδια γιατί έχουν μια διαχρονικότητα, είναι τόσο όμορφα και οι μελωδίες και τα λόγια. Αυτό θέλουμε να ξαναθυμίσουμε και στον κόσμο, τραγούδια όπως το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Ξαρχάκου, «Αυτή η νύχτα μένει» του Κραουνάκη, που είναι και προσωπικές επιτυχίες της Νέγκα. Θα πούμε το «Δρόμοι παλιοί» του Μίκη, τη «Φαίδρα» που θα πει η Γιώτα, το «Κάποτε θα ’ρθουν» από τον «Ασυμβίβαστο». Εδώ συναντιόμαστε σε ένα πολύ πλούσιο πεδίο. Είναι ένα ταξίδι σε ασπρόμαυρα και έγχρωμα όνειρα.

Αλήθεια, πώς διαλέγετε κάθε φορά τα τραγούδια που θα παρουσιάσετε;

Διαλέγω πρώτα με το κριτήριο της ποιότητας, αλλά κυρίως να πηγαίνει στη φωνή μου. Εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω, ας πούμε, πολύ διασκεδαστικά τραγούδια. Κι αυτό μπορώ να το κάνω, αλλά υπάρχουν τόσο υπέροχες μελωδίες, ακόμα και ρυθμικά τραγούδια, κλασικά τραγούδια. Η Γιώτα Νέγκα έχει το ίδιο κριτήριο, να λέει τραγούδια που μείνανε. Σκέψου ότι αυτά τα τραγούδια με τα οποία θα ξεκινήσουμε τη συναυλία είναι από τη μεταπολεμική περίοδο. Τι ρόλο έπαιξε το σινεμά την περίοδο του ’50 - ήταν η μόνη διασκέδαση του κόσμου. Ακόμα και τώρα τις βλέπουμε αυτές τις ταινίες, πόσο συγκινητικές και ανθρώπινες είναι, και η μουσική τους επίσης. Οι μουσικές και τα τραγούδια από τις ταινίες αυτές είναι η κιβωτός του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού. Φυλάνε την εικόνα της εποχής τους.

Σας αρέσει το σινεμά;

Μ’ αρέσει. Τον τελευταίο καιρό προσέχω πολύ λόγω της Covid. Όσο μπορώ βλέπω και μέσα από τις πλατφόρμες, όμως μ’ αρέσει να πηγαίνω στον κινηματογράφο.

Είστε φωνή της οικουμένης, όμως δεν κάθεστε ήσυχη στ’ αυγά σας και στη δόξα σας. Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί κάθε φορά;

Είναι βαθιά υπαρξιακή ανάγκη. Είναι πολύ βαθύ αυτό το συναίσθημα που έχω, και το είδα και στη νεότερή μου Γιώτα Νέγκα. Η δημιουργία σου δίνει χαρά ακόμα και την ώρα που προετοιμάζεσαι στο σπίτι. Είναι σαν μια εργασία, μια εργασία που αγαπάς πολύ. Είναι αλήθεια ότι εμείς έχουμε μια αυτιστική σχέση με τη μουσική. Λέω μερικές φορές πόσο τυχερή είμαι που έχω τη φωνή μου και μπορώ να συνεχίζω να τραγουδώ, γιατί ο χρόνος πάντα μας καταδιώκει. Προς το παρόν πάμε καλά, αλλά πάντα προσπαθώ να ξεχάσω τον χρόνο. Αυτός δυστυχώς δεν μας ξεχνάει, αλλά δεν το βάζω κάτω, τον αντιμετωπίζω με θετική ενέργεια, γιατί χρειάζεται για έναν κόσμο ευαίσθητο, για έναν κόσμο που εξακολουθεί να έχει μνήμη, αλλά βλέπω και κάποιους νέους που έχουν ευαισθησία με την ποίηση που ανακαλύπτουν στο καλό ελληνικό τραγούδι. Τώρα ζούμε στη βιομηχανία του θεάματος. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο, σ’ αυτή τη βιομηχανία του θεάματος, πώς να συγκρίνεις μια εποχή που ήταν τόσο γόνιμη, τόσο πνευματική, τόσο ποιητική, που είχες μια αίσθηση υπέροχη και τόσο ωραία πράγματα, που εξακολουθώ να τα λέω στο εξωτερικό και τα αγαπάνε οι ξένοι χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα μας γιατί τα αντιμετωπίζουν, και είναι πολλά από αυτά, σαν κλασική μουσική, τα θεωρούν κομμάτια μοναδικά. Φαντάσου, είμαι 75 χρόνων στα 76 και με καλούν παντού και τραγουδάω. Στη Φιλαρμονική της Βιέννης θα τραγουδήσω στις 25 του μήνα σε ένα αφιέρωμα στον Μίκη και θα τραγουδήσουμε μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Τον Οκτώβριο ήμουν σε ένα τζαζ φεστιβάλ στη Γερμανία με πολύ σπουδαία ονόματα, όπου έκαναν ένα αφιέρωμα στον Μίκη. Εδώ δεν εκτιμούμε στον ίδιο βαθμό τον Θεοδωράκη γιατί τον παίρνουμε από άλλη ματιά, την πολιτική. Ο Θεοδωράκης είναι μουσουργός. Εγώ έχω κάνει τρεις δίσκους στο εξωτερικό με Γερμανούς μουσικούς με τραγούδια του Μίκη που είναι άγνωστα εδώ.

Λείπει ο Μίκης;

Ασφαλώς και λείπει. Και ο Μίκης, και ο Μάνος. Η ποιότητα λείπει. Θέλω να πιστεύω ότι πάντοτε υπάρχουν ταλαντούχοι και ευαίσθητοι δημιουργοί, αλλά ο τρόπος που φωτίζουν το έργο τους είναι δύσκολος. Δεν είναι όπως τότε, που υπήρχαν οι εταιρείες, οι δίσκοι, τα CD. Τώρα όλα περνάνε μέσα από το Ίντερνετ κι αν έχεις καλή τύχη να πιάσεις πολλά «χτυπήματα» και likes για να σε δει κάποιος. Και σε παίρνουν σε κάποια εταιρεία, που είναι λιγοστές πια, και σου δημιουργούν το δικό τους πρότυπο, αυτό που θέλουν οι ίδιοι, δηλαδή κάτσε και κάνε ραπ και τραπ. Έχεις ταλέντο, αλλά τα τραγούδια τώρα δεν μετρούν. Ακόμα και στα νυχτάδικα τους τραγουδιστές ακολουθούν όσοι πάνε. Είναι τα είδωλά τους, ο τρόπος που διασκεδάζουν. Τα τραγούδια είναι αδιάφορα.

Εσείς προφτάσατε και τραγουδήσατε στην εποχή του διεθνούς τραγουδιού, στην εποχή του δημιουργού. Πώς ακούτε το τραγούδι που γράφεται σήμερα;

Πώς να το ακούω; Όμως υπάρχουν και δημιουργοί που προσπαθούν και αρκετοί έχουν πολύ ενδιαφέρον. Είναι όμως σαν ένα βαρκάκι μέσα σ’ έναν ωκεανό. Όμως το σύστημα είναι που δεν θέλει να αναδείξει πια τραγούδια. Κάνει την τραπ, που είναι εύκολο πράγμα, παίρνει ό,τι δίνει ο καθένας, χωρίς στίχους, χωρίς τίποτα. Όχι από αφέλεια βέβαια. Υπάρχει μια σκοπιμότητα ότι θα βρίζουμε εκείνο, θα βρίζουμε το άλλο. Δήθεν στο όνομα μιας «αναρχικής» συνείδησης σε όλα και αντικαθεστωτικής και αντιφεμινιστικής διάθεσης γίνονται φρικτά πράγματα στην τραπ - παγκόσμια, όχι μόνο εδώ. Βάζουν έναν ρυθμό ηλεκτρονικό, ούτε ορχήστρες πληρώνουν ούτε τίποτα, και ξαφνικά γίνονται διάσημοι. Ζούμε μια εποχή μηδενισμού των αξιών. Τα παιδιά από 12 χρόνων παρακολουθούν αυτά τα πράγματα, μ’ αυτά επικοινωνούν. Δεν ξέρω αν επηρεάζονται από τους «στίχους», από όσα λένε αυτά τα τραγούδια. Μπορεί, δεν ξέρω. Κάποιος μου είπε ότι τα ακούνε, αλλά δεν τους ενδιαφέρουν τα λόγια. Τους ενδιαφέρει ο ρυθμός.

Φαντάζομαι πόσο παράταιρα σας ακούγονται…

Για εμάς ήταν άλλο, ήταν τραγούδι συνείδησης. Ήταν το όνειρο, ήταν η μνήμη, ήταν η ιστορία μας. Δες πώς επηρεάστηκαν οι μεγάλοι μας συνθέτες και από την αρχαιότητα, και από τη βυζαντινή μουσική, και από τη λαϊκή παράδοση αλλά και από την κλασική μουσική και οικοδόμησαν μια σύγχρονη ελληνικότητα, τότε που έφτιαξαν το ελληνικό τραγούδι στηριγμένο στη μεγάλη ελληνική ποίηση. Ήταν συγκλονιστικά αυτά που κάνανε και ο Μίκης, και ο Μάνος, και ο Ξαρχάκος, και ο Σαββόπουλος -«ο τρίτος παράλληλος», όπως τον λέω-, και άλλοι. Δημιούργησαν ένα κίνημα πολιτισμού. Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιούσαν τότε που γινόταν, γιατί τώρα μπήκε στην Ιστορία και λες «κοίταξε τι μεγάλο που ήταν αυτό το πράγμα». Όταν παρακολουθώ διάφορες συνεντεύξεις στην τηλεόραση, παρατηρώ και λέω ότι είναι ένα τέλος εποχής.

Είναι τέλος εποχής;

Κάποια τραγούδια είναι σαν ένας σπόρος που ξαναμπαίνει στο χώμα. Μπορούν να επιβιώσουν, να έχουν μια διάρκεια. Όπως ο κόσμος γυρίζει σε κάποιες σταθερές, στο ρεμπέτικο, στο καλό λαϊκό τραγούδι. Στις παρέες του δεν θα τραγουδήσει ραπ ή τραπ. Εκεί μπορεί να ειπωθεί και το τραγούδι των μεγάλων μας, και κυρίως του Θεοδωράκη, αλλά όχι όλο ως έργο. Δεν βλέπεις τι ακούμε τώρα; Υπάρχει και το καλό λαϊκό τραγούδι, αλλά τα περισσότερα είναι σκυλάδικα. Η εκπομπή του Πορτοκάλογλου θεωρείται πως είναι ύψιστη στιγμή στο ελληνικό τραγούδι. Τώρα ξαναβγαίνει η νύχτα στην επιφάνεια, επανεμφανίζεται. Είναι πολλοί οι λόγοι, οικονομικά συμφέροντα. Δεν λέω, υπάρχουν και καλά πράγματα. Το τραγούδι των τίτλων «Δεν ξεχνώ», του Χρίστου Στυλιανού, σε στίχους Ελένης Ζιώγα, που τραγουδάω στη σειρά «Famagusta», η οποία θα αρχίσει να προβάλλεται στις 21 του μήνα στο Μega, είναι πάρα πολύ συγκινητικό και πολύ όμορφο.

Τι είναι αυτό που σας τραβάει να πείτε ένα τραγούδι;

Η συγκίνηση. Μπορεί πολλές φορές να σε συγκινήσει περισσότερο ο στίχος από τη μουσική, άλλες η μουσική πιο πολύ. Προσπαθείς να τα συγκεράσεις, γιατί το απόλυτο πάντρεμα, όπως εκείνη την εποχή, σπάνια το βρίσκεις.

Εχετε τραγουδήσει όλους τους ποιητές. Καταφεύγετε συχνά σ’ αυτούς;

Βέβαια. Κατά καιρούς επανέρχομαι στον Καβάφη αλλά και σε δοκίμια που γράφονται γύρω από την ποίησή του. Διαβάζω πολύ Φιλοσοφία, τους Ιταλούς φιλοσόφους, την «Αριστερή μελαγχολία» του Έντζο Τραβέρσο. Το βιβλίο πάντα είναι μια συντροφιά για μένα περισσότερο από τα ηλεκτρονικά μέσα, γιατί η γενιά μου δεν τα συνήθισε τόσο πολύ, τα χειρίζεσαι αυτά όταν θες να πληροφορηθείς άμεσα. Το βιβλίο είναι πάντα η ξεκούρασή μου. Ναι, επανέρχομαι στην ποίηση. Μην ξεχνάς ότι είμαι κοντά σε έναν ποιητή, τον Τηλέμαχο Χυτήρη, που εξέδωσε τώρα τα δικά του ποιήματα όπως και μια μετάφραση του Σαραντάρη.

Την ποίηση του Χυτήρη τη διαβάζετε;

Ναι, αλίμονο. Έχει τον ξεχωριστό του κόσμο ο Τηλέμαχος, είναι λογικό να μην μπερδευόμαστε. Τώρα έχει εκδώσει τα καινούργια του ποιήματα και τη μετάφραση του Σαραντάρη. Εδώ είναι κάτι πολύ διαφορετικό, τα βιώματά του, η ιστορία του, οι μνήμες του, το δικό του προσωπικό ταξίδι. Όπως κι αυτός θα μου πει τη γνώμη του σε κάτι που βγάζω, θα του πω κι εγώ τη δική μου, αλλά πάντα προσέχουμε την αυτονομία μας.

Μιας και μιλούσαμε για τον κινηματογράφο και τα τραγούδια του, αν βλέπατε τη ζωή σας να περνάει μπροστά σας καρέ-καρέ, σαν ταινία, πού θα σταματούσατε;

Είναι πολύ βαρύ το φορτίο της μνήμης. Τώρα αποφεύγω να το δω σε εικόνες με λεπτομέρειες. Μου έρχονται βέβαια τη νύχτα ή το πρωί πολύ έντονα - μεγαλώνοντας έτσι είναι. Αποφεύγω, γι’ αυτό και δεν γράφω ακόμα βιβλίο, γιατί θέλω να δω και το σήμερα, να έχω τον σφυγμό των ανθρώπων που δίνουν τον αγώνα τους σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στην τέχνη. Και οι τραγουδιστές, και οι καλλιτέχνες, και οι πολιτικοί, και οι φίλοι, και οι εργαζόμενοι, δηλαδή η κοινωνία. Πώς βλέπεις την κοινωνία σήμερα. Αν μπω με νοσταλγία σε έναν κόσμο που είναι εντελώς διαφορετικός από το σήμερα, έχω την αίσθηση ότι θα χαθώ. Και δεν θέλω, γιατί είναι τόσο πυκνή ιστορία και τόσο έντονη, και τόσο διαφορετική. Υπάρχουν υπέροχες στιγμές, πού να πρωτοσταθείς; Με συνταξιδιώτη σε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου τον Μίκη, με άλλους καλλιτέχνες, με άλλους ανθρώπους, μετά μόνη μου. Ήταν ένα διαρκές ταξίδι που δεν έχει σταματήσει. Για μένα μετράει το τώρα, να πιάνεις τον σφυγμό της εποχής. Τι θα συγκινούσε ακόμα και τους ανθρώπους της γενιάς μου, και μακάρι και τους νεότερους να αγγίξει η δική μου διάθεση και θέληση να παρουσιάσω κάτι.

Ζώντας την εποχή μας και όλα αυτά που συμβαίνουν, τι σκέφτεστε;

Είναι μια εποχή αβεβαιότητας, που δεν μπορείς να βρεις εύκολα λύσεις και να σχεδιάσεις κάτι. Όλοι βαδίζουν λίγο στα χαμένα. Εγώ, που είμαι πέρα από δεσμεύσεις κομματικές, με μια ασφαλώς αριστερή διάθεση στα πράγματα, βλέπω δύσκολες μέρες. Ίσως από αυτό να βγει κάτι, το οποίο δεν θα έχει βέβαια σχέση με τους αγώνες ή τις αξίες που είχαμε εμείς και προβάλλαμε. Θα μου πεις, οι ίδιες αξίες είναι, τα ίδια προβλήματα, τα οικονομικά. Αλλά με άλλον τρόπο. Εμείς δεν βιώσαμε στη νιότη μας την κλιματική κρίση. Μόνο στο τραγούδι ο Γκάτσος και ο Μάνος, με τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης», το είχαν προβλέψει, καθώς έβλεπαν την απληστία του χρήματος, του κέρδους, που τα χαλούσε όλα. Αυτά τώρα μας αγγίζουν, αλλάζουν τη ζωή μας. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους αντιμετώπισης των ίδιων προβλημάτων αλλά και άλλων που έχουν προκύψει και μπαίνουν σε προτεραιότητα. Δεν χάνω την αισιοδοξία μου. Θα λάμψει κάποια στιγμή κάτι σημαντικό, δεν ξέρω πότε. Όμως κι εμείς ζήσαμε δύσκολα. Όχι όπως οι παλιότεροι, που έζησαν πολέμους, εμφυλίους. Εμείς είμαστε η τυχερότερη γενιά, ζήσαμε λίγη φτώχεια και τη Χούντα. Εγώ ήμουν παιδάκι τη δεκαετία του ’50, θυμάμαι την ανέχεια, τις δυσκολίες της καθημερινότητας, αλλά είχαμε μια άλλη αντιμετώπιση. Έστω και με τα λίγα, ήταν πιο αγνή η ζωή μας. Ωστόσο, σήμερα είναι μια περίοδος αβεβαιότητας, και με δύο πολέμους τόσο κοντά μας κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί. Μπορεί να υπάρξει μια μεγάλη ανάφλεξη, γενικότερη. Δημιουργούνται και οικονομικά προβλήματα. Η ακρίβεια, πώς το αντιμετωπίζει η εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι πολύ δύσκολα κι εγώ προσπαθώ τώρα μόνο μέσα από το τραγούδι μου, που είναι ουσιαστικό, μέσα από την ποίηση, μέσα από το μήνυμα που θέλω να δώσω να είμαι δίπλα στον κόσμο, όπως ήμουνα πάντα σε δύσκολες εποχές.

Αυτό προσπαθήσατε να κάνατε με τον Ζουλφού Λιβανελί, που σας είδαμε πρόσφατα στο «Μουσικό κουτί» του Νίκου Πορτοκάλογλου στην ΕΡΤ;

Ναι, τραγουδήσαμε όλους τους συνθέτες, για την ειρήνη και τα παιδιά, κι αυτός έδωσε μέσα από τα τραγούδια του το ίδιο. Δεν ξέρω αν ήταν ένα είδος αποχαιρετισμού αυτό με έναν καλό φίλο και συνεργάτη που μας ένωσαν τόσο ωραία πράγματα από τη δεκαετία του ’80. Ο Ζουλφού τώρα έχει αφοσιωθεί στο γράψιμο, είναι λογοτέχνης, άφησε τα τραγούδια. Δεν μπορεί τώρα, κοντά στα 80, να τρέχει να κάνει συναυλίες. Θα κάνει μια επιλεκτική, όπως κάνω κι εγώ. Είναι αυτή η εποχή που τη χαιρετάς. Διαλέξαμε τραγούδια που μιλάνε στο σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που τα παρακολουθούν, και κυρίως οι άνθρωποι με ευαισθησία. Γιατί οι νέοι δεν βλέπουν πια τηλεόραση. Η πλατιά μάζα των νέων δεν τα ακούει αυτά. Μόνο οι ευαίσθητοι, που θέλουν να ξέρουν ποια είναι η πολιτιστική κληρονομιά τους.

Εχουν λιγοστέψει οι ευαίσθητοι;

Οφείλω να πω ότι υπάρχει πάντα ένα κομμάτι ευαίσθητων ανθρώπων που αγαπούν το καλό τραγούδι, την καλή μουσική, την ποίηση, το θέατρο. Μου έκανε εντύπωση που πριν από δύο χρόνια, όταν παίξαμε το «Canto general» στο Ηρώδειο, ήρθαν πάρα πολλοί νέοι. Επίσης, πέρσι το καλοκαίρι, στη συναυλία του Ξαρχάκου, πάλι στο Ηρώδειο, ήρθαν πάρα πολλά νέα παιδιά και μου μιλούσαν, μου μιλούσαν για την «Οδύσσεια» του Μίκη. Ένα παιδί μου είπε «πέρασα τις Πανελλαδικές ακούγοντας το “Πνευματικό εμβατήριο” του Σικελιανού» και άλλος μου είπε την «Οδύσσεια» και μου έλεγαν απέξω τα ποιήματα του Καρτελιά. Αυτοί όμως κρατάνε το κεράκι αναμμένο, μικρές μειοψηφίες, κι αυτοί θα δώσουν το σήμα αργότερα και με καινούργια έργα, εννοείται, της γενιάς τους.

Ποια είναι η σχέση σας με το κοινό;

Είμαι στη σκηνή και προσπαθώ μέσα από το προσωπικό μου ταξίδι, όταν τραγουδώ, να συνταξιδεύουμε με τον κόσμο -αυτό είναι πολύ ωραίο πράγμα- και να αισθανόμαστε πως όλοι μαζί ανεβαίνουμε ψυχικά και τραγουδάμε. Αυτό συμβαίνει συχνά και είναι παρήγορο. Πέρσι τον χειμώνα, τη μέρα που χιόνιζε και λέγανε ότι κυκλοφορούν μόνο με αλυσίδες, παρουσίασα το «Μίκης, αυτός ο γνωστός άγνωστος», και το Μέγαρο γέμισε. Παρουσίασα τραγούδια που δεν τα έχουν ξανακούσει, κι όμως ήρθαν να τα ακούσουν.

Υπάρχει κάτι από τον Μίκη που δεν έχουμε ανακαλύψει;

Την κλασική του μουσική, που είναι πλούσια και μεγάλη. Και αρκετά τραγούδια άγνωστα ακόμα, γνωστά όμως στο εξωτερικό. Ο Μίκης τραγουδήθηκε, δοξάστηκε και άφησε μια πολύ ισχυρή μνήμη. Είναι φυσικό οι νέες γενιές να αναζητήσουν το δικό τους στίγμα. Αυτό τους δίνει το σύστημα, αυτό μαθαίνουν. Όμως αναζητώντας την κληρονομιά τους, αρκετοί ξέρουν. Όπως αγαπούν τον Τσιτσάνη, θα βρουν κι ένα καλό του Μίκη κι ένα καλό του Χατζηδάκι. Εκείνες οι μορφές ήταν και μοναδικοί ως άνθρωποι και με την παρουσία τους και με τις παρεμβάσεις τους στα κοινωνικά θέματα, στα πνευματικά κυρίως, ενέπνεαν, όπως και με την ποιητική τους διάθεση και ευαισθησία. Ο Μίκης με την εξωστρέφειά του την αγωνιστική, αλλά είχε και την ποιητική και την ερωτική πλευρά. Ο Μάνος, επίσης, με την καθαρά υπαρξιακή και ερωτική του πλευρά, είχε όμως και κοινωνικές ευαισθησίες. Το σύστημα δεν θέλει να δοξάζει τέτοιες μορφές με μοναδικότητα, όπως ο Μίκης και ο Μάνος. Δοξάζει μόνο ό,τι μπορεί να ελέγχει. Μετά είναι το συμφέρον από πίσω, το μοντέλο αυτό που κυριαρχεί στη βιομηχανία του θεάματος: Όσο αντέχεις σε κρατάω και μετά σε διώχνω για να πάρω τον επόμενο. Οι γνήσιοι κυριαρχούν με την προσωπικότητά τους. Τότε, θα μου πεις, δεν υπήρχε τηλεόραση, υπήρχαν μόνο ραδιόφωνο και δίσκοι. Όμως το καλό πάντα επιβάλλεται. Σήμερα οι συνθήκες αλλάζουν παγκόσμια. Κυριαρχεί η τεχνολογία, ένας άλλος κόσμος γεννιέται - καλός ή κακός, θα δούμε.

Η κοινωνική συνθήκη σήμερα σας ανησυχεί;

Ανησυχώ για τις νέες γενιές, αλλά έχω μέσα μου κι αυτή τη σπίθα ότι κάποιοι θα βρουν τον δρόμο τους και θα ανακαλύψουν τις αλήθειες της εποχής τους. Υπάρχουν τα προβλήματα και δεν έχουμε βρει απαντήσεις. Στο θέμα του πολιτισμού εγώ βάζω την προτεραιότητα. Πάνω απ’ όλα είναι ο πολιτισμός και η παιδεία, γιατί μια κοινωνία, όταν διαθέτει αυτά τα δύο, τότε πολύ καλύτερα αξιολογεί και τα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα. Όταν τα χάνει αυτά, οδηγούμαστε σε τραμπικές καταστάσεις. Υπάρχουν δυστυχώς και οι σύγχρονοι αγράμματοι.

Εξακολουθείτε να θεωρείτε ότι το τραγούδι σας εκφράζει όλη την Αριστερά;

Αυτό που πρεσβεύει το τραγούδι που ερμηνεύω, αυτό που εκφράζουν η πνευματικότητα, η φαντασία, η αγωνιστικότητα, όλα μέσα από την ποίηση εννοείται, η Αριστερά το περιέβαλε, το αγκάλιασε, το πέρασε στον κόσμο. Με το τραγούδι μου βρέθηκα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της ελπίδας, του ονείρου, του αγώνα. Ήταν μια θάλασσα ομορφιάς αυτή η εποχή. Τι εποχή, τι μεγάλοι συνθέτες! Αυτοί λείπουν και δεν υπάρχουν άλλοι αντίστοιχοί τους. Όχι ότι δεν γεννιούνται, αλλά σήμερα δεν βρίσκουν το κατάλληλο έδαφος να εκφραστούν.

Το τραγούδι σάς έκανε καλύτερο άνθρωπο, κάποιες στιγμές πιο ευτυχισμένη;

Το θεωρώ αγαθή τύχη να ασχολούμαι με την αληθινή τέχνη και το βαθύ αυτό συναίσθημα της όμορφης μελωδίας, του όμορφου τραγουδιού, των ωραίων συναντήσεων με ανθρώπους της τέχνης. Ναι, μου χάρισε ευτυχισμένες στιγμές.

Εκτός από τη συναυλία στο Παλλάς, πού θα σας ακούσουμε το επόμενο διάστημα;

Το καλοκαίρι θα κάνουμε πάλι μια συναυλία με τον Τσάρλς Λόιντ, στις 18 Ιουλίου στο Ηρώδειο, με το Φεστιβάλ Αθηνών. Και τώρα, εκτός από δικά του, θα ερμηνεύσω και αρχαίες ποιήτριες. Η Τελέσιλλα, η Ήριννα, η Ανύτη, η Νοσσίς, η Κόριννα, η Πράξιλλα, η Μοιρώ, η Διοφύλη ήταν καταχωνιασμένες στα πανεπιστήμια. Μου έφεραν κάποιοι φιλόλογοι τα σπαράγματά τους όταν ξεκινούσε η Covid και τα έδωσα στη Λένα Πλάτωνος και έκανε το έργο «Των σιωπηλών σπαράγματα». Θα παίξει ο Λόιντ και θα τραγουδήσω μαζί του. Η συνάντησή μας κι αυτή δεν είναι αποχαιρετισμός; Είναι 85 χρόνων ο Τσαρλς… Λίγο πιο πριν, τον Απρίλιο, θα συναντηθούμε με τη Φωτεινή Βελεσιώτου στο Christmas Theater, σε μια συναυλία που τη σκέφτηκε και τη θέλει πολύ το ΚΚΕ, που προς τιμήν του προωθεί τις ποιοτικές συναυλίες, και θα κάνουμε λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Εγώ θα προσεγγίσω το κλασικό λαϊκό και του Μίκη και του Μάνου Χατζιδάκι και των μεγάλων μας λαϊκών συνθετών και η φιλτάτη και αγαπημένη Φωτεινή, που την αγαπώ και τη θαυμάζω, θα τραγουδήσει τις επιτυχίες της και ρεμπέτικα.

www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου