Απόσπασμα από το βιβλίο On Microfascism: Gender, War, and Death (Common Notions, 2022). O Jack Z. Bratich είναι καθηγητής δημοσιογραφίας και μέσων ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Στις 27 Αυγούστου, ο Mathew Taylor Coleman έφυγε από τη σχολή σέρφ που διατηρούσε στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια και οδήγησε περνώντας τα σύνορα προς το Μεξικό με τα δυο του παιδιά (το ένα ηλικίας δυο ετών και το άλλο δέκα μηνών) δίχως τη μητέρα τους. Δυο μέρες αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία ενώ προσπαθούσε να ξαναμπεί στις ΗΠΑ δίχως εκείνα. Τον συνέλαβαν για τη δολοφονία τους με ψαροτούφεκο και την ταφή των σωμάτων τους ανάμεσα στους θάμνους ενός ράντσου. Ομολόγησε γρήγορα τους φόνους αλλά με αυτό που στο μυαλό του ήταν μια δικαιολογία που επικαλούνταν μια ηρωική ιστορία. Σύμφωνα με το FBI, ο Coleman είπε πως ήξερε πως ήταν λάθος, αλλά ήταν «η μόνη πράξη που θα μπορούσε να σώσει το κόσμο». Από τι, μπορεί να αναρωτηθείτε. Ο Coleman είπε πως «έσωζε το κόσμο από τέρατα», και πως το ήξερε αυτό, επειδή «είχε οράματα και σημάδια που έδειχναν πως η γυναίκα του… είχε DNA ερπετού και πως το είχε περάσει στα παιδιά του». Οι ειδησεογραφικές αναφορές του φρικιαστικού γεγονότος εστίασαν στις πηγές του: ο Coleman ισχυρίζονταν πως είχε «φωτιστεί από θεωρίες συνωμοσίας του QAnon και των Ιλλουμινάτι»

Τρεις μέρες αργότερα, ο Jake Davison πυροβόλησε και σκότωσε πέντε ανθρώπους στο Πλύμουθ του Ηνωμένου Βασιλείου, αρχίζοντας με τη μητέρα του, πριν αυτοκτονήσει. Οι ειδήσεις εστίασαν τα διαδικτυακά του βίντεο και επικοινωνίες που έδειχναν πως ήταν ένας «incel» που είχε απελπιστεί με την ανικανότητα του να υλοποιήσει τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις. Οι εκδικητικές φαντασιώσεις εξόντωσης ωστόσο θα πραγματοποιούνταν.

Οι υποθέσεις καλύφθηκαν ξεχωριστά, η κάθε μια συνδέθηκε με ένα πρόσφατα αναγνωρισμένο κοινωνικό φαινόμενο (QAnon, incel). Οι φιγούρες αυτές αποκρύπτουν εξίσου με όσα κάνουν φανερά, δηλαδή τον βαθιά ριζωμένο και μακροχρόνιο μισογυνισμό που έδωσε στους άνδρες ένα πλαίσιο για να δολοφονούν. Το «DNA ερπετών» χρησιμοποιεί την επιστήμη της γενετικής για να εκσυγχρονίσει την αρχαϊκή εχθρότητα προς τις γυναίκες ως ακόλουθες του Διαβόλου. Από τη βιβλική Εύα ως τα κυνήγια μαγισσών το Μεσαίωνα στους δημόσιους φόνους γυναικών που πίστευαν πως είχαν καταληφθεί από δαιμόνια, οι πράξεις του Coleman ήταν η ανανέωση μιας παλιάς πατριαρχικής βίας τυλιγμένο τώρα με το παράξενο περιτύλιγμα του QAnon. Στην περίπτωση του Davison, ο όρος «incel» το κάνει να φανεί σαν η πράξη του να είναι κάπως ασυνήθιστη, μια παθολογία αντί μιας οξείας έκφρασης καθημερινού σεξισμού – η απαίτηση πως οι γυναίκες πρέπει να υπακούν στις διαταγές και τις επιθυμίες των ανδρών, και όταν δεν το κάνουν, η βίαιη τιμωρία είναι εύκολα προσβάσιμη.

Αυτές είναι μόνο δυο από τις πιο ορατές υποθέσεις εκείνη τη βδομάδα. Την ίδια μέρα με τον δολοφόνο του Πλύμουθ, ένας άνδρας στο Ινταπούρ στην Ινδία σκότωσε τη γυναίκα του επειδή έβαλε «πολύ» κιτρινόριζα πάνω του σε ένα γάμο (στη πραγματικότητα, μια γρήγορη αναζήτηση στο Google News δείχνει τουλάχιστον δέκα περιστατικά ανδρών που σκότωσαν τις γυναίκες τους εκείνη την εβδομάδα στην Ινδία). Στις  Αυγούστου στη Σαουδική Αραβία, ένας άνδρας σκότωσε την για μόλις 24 ώρες γυναίκα του με μια πέτρα και μετά την πάτησε με το αυτοκίνητο του. Λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν τους φόνους του Coleman, ένας άνδρας σκότωσε τη γυναίκα και το παιδί του και μετά τον εαυτό του στο Βένις της Φλόριντα.

Μόνο στο Τέξας θα μπορούσαμε να σημειώσουμε αυτό: ώρες πριν τους φόνους στο Πλύμουθ, στη περιοχή του Ντάλας σκότωσε τη γυναίκα και την ενός έτους κόρη του, μετά τον εαυτό του, φαινομενικά λόγω διαφωνίας που αφορούσαν τα κέρδη δυο εκατομμυρίων της από λαχείο. Την ίδια μέρα στο Μέμφις, ένας άνδρας άρχισε να τρομοκρατεί την γυναίκα του και ενώ το έκανε πυροβόλησε και σκότωσε τη κόρη της. Και σε μια τροπή που συνδέει τις ατομικές πράξεις με τη συστημική βαρβαρότητα και μισογυνισμό, στις 10 Αυγούστου ένας άνδρας κατηγορήθηκε για το θάνατο της γυναίκας του, που στη πραγματικότητα πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από την αστυνομία του Σαν Αντόνιο. Ο καλά τεκμηριωμένος σεξισμός και μισογυνισμός της αστυνομίας συναντά τη συζυγική μορφή, και στην ακόλουθη έκρηξη ανδρικής βίας, το θύμα είναι η γυναίκα. Όλες αυτές οι «τοπικές» ιστορίες, που μας κάνουν να ρωτήσουμε, πότε γίνεται κάτι εθνικό ή ακόμη και παγκόσμιο;

Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσε να γεμίσει με ατομικές μαρτυρίες γυναικοκτονίας και άλλης έμφυλης βίας στη διάρκεια εκείνων των δυο εβδομάδων. Μαζί με την άνοδο της alt-right και άλλων εθνο-εθνικιστικών εγχειρημάτων, ο 21ος αιώνας είδε την αύξηση της έμφυλης τρομοκρατίας και της γυναικοκτονίας. Επιπλέον, ενώ η alt-right έχει χάσει σε επιρροή από το 2017, ο καθημερινός μισογυνισμός των έμφυλων νορμών δεν χάθηκε μαζί του.

Με μια πρώτη ματιά, το φύλο εμφανίζεται διαρκώς στα κείμενα για το φασισμό, την alt-right και την άνοδο του Trump. Ακόμη και οι καθιερωμένες ειδήσεις στις ΗΠΑ τόνιζαν συχνά το μισογυνισμό του Trump. Ενώ οι τα φυλετικά του μηνύματα ήταν «κωδικοποιημένα». Δεν υπήρχε ανάγκη τέτοιων κωδικών όταν αφορούσαν γυναίκες, που αποκαλούνταν ανοιχτά σκύλες.

Πότε εμφανίζεται το φύλο στο φασισμό; Είναι όταν οργανώσεις συντάσσουν δόγματα γύρω από τους ρόλους των γυναικών; Όταν κρατικές πολιτικές για την ευγονική και την αναπαραγωγή εφαρμόζονται; Όταν βοηθητικές ομάδες όπως οι Proud Boys’ Girls και η πιο χαλαρή κοινότητα των TradWives (γυναίκες μπλόγκερ που υπερασπίζονται με πάθος τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους);

Όσον αφορά τις μελέτες του φασισμού, η έμφυλη ανάλυση συχνά υποχωρεί για χάρη μιας ανάλυσης με βάση τη φυλή.  Ο αντισημιτισμός ή η λευκή υπεροχή θεωρούνται επαρκείς συνθήκες για μια άμεση γραμμή προς το φασισμό. Οι υποθέσεις αυτές έχουν νόημα όταν το αντικείμενο μελέτης κάποιου είναι η λευκή υπεροχή, ο λευκός σοβινισμός και ο εθνο-εθνικισμός ή η αντιφασιστική πρακτική κάποιου ξεκινά με την μάχη εναντίον τις φυλετικές και εθνοτικές καταπιέσεις. Αν όμως αφιερώναμε την ίδια κατεύθυνση στο φύλο; Αντί να το θεωρούμε ένα αναγκαίο αλλά ανεπαρκές «στάδιο» στο φασισμό τι θα γίνονταν να περνούσαμε χρόνο ιχνηλατώντας τη μοναδικότητα του;

Το κείμενο αυτό θέτει το φύλο ως μακροχρόνια και διάχυτη πρακτική της διευθέτησης του κόσμου, τέτοιου που σχηματίζει ένα μικροφασισμό που εκφράζεται μέσω του πολέμου εναντίον των γυναικών που ενσταλάζεται, δίχως να μειώνεται σε αυτές, κρατικές λειτουργίες. Στη πράξη το κείμενο διατυπώνει τον προκλητικό ισχυρισμό πως το φύλο είναι ο βασικός τρόπος μέσω του οποίου λειτουργεί ο μικροφασισμός, καθώς το διαρκώς ανανεωμένο φάσμα του αναγωγισμού της πατριαρχίας σχηματίζει το πυρήνα του μικροφασισμού. Ο έμφυλος μικροφασισμός είναι η διαδεδομένη και τυπική μορφή παλιγενετικού εξολοθρευτισμού. Παρακάτω θα εξερευνήσουμε το μισογυνισμό του φασισμού του 21ου αιώνα όχι μόνο ως εργαλείο στρατολόγησης αλλά ως σημαντικού συστατικού στην παραγωγή της μικροφασιστικής αρρενωπής υποκειμενικότητας.

Φέρνοντας το Φύλο στο Κέντρο της Αντιφασιστικής Κριτικής

Η φεμινιστική κριτική του φασισμού δεν είναι κάτι το καινούριο· στη πραγματικότητα, ήταν σύγχρονη με την κλασική εκδοχή του 20ου αιώνα κατά το μεσοπόλεμο. Το παραγνωρισμένο βιβλίο της Virginia Woolf, Τρεις Γκινέες γράφτηκε το 1938 με «πρωτοποριακές εμβαθύνσεις στις πατριαρχικές ρίζες του φασισμού». Αντίθετα από άλλους κριτικούς του μεσοπολεμικού ευρωπαϊκού φασισμού εκείνη την εποχή, η Woolf συγκρίνει τα δυο: «η πατριαρχία είναι στην ιδιωτική ζωή ότι είναι ο φασισμός στη δημόσια» με αφετηρία την ήδη καλά εδραιωμένη φεμινιστική κριτική της πατριαρχικής διευθέτησης των πεδίων, η Woolf λέει «ο δημόσιος και ο ιδιωτικός κόσμος είναι αδιάσπαστα ενωμένες· έτσι ώστε οι τυραννίες και οι υποδουλώσεις του ενός είναι οι τυραννίες και οι υποδουλώσεις του άλλου». Η Woolf προκαλεί τους αντιφασίστες να ασχοληθούν με το φύλο: «οι φεμινίστριες ήταν στην εμπροσθοφυλακή του ίδιου σας του κινήματος. Πολεμούσαν τον ίδιο εχθρό που πολεμάτε και για τον ίδιο λόγο. Πολεμούν την τυραννία του πατριαρχικού κράτους όπως εσείς πολεμάτε τη τυραννία του φασιστικού κράτους».

Με αφετηρία την Woolf, η Mary Daly διευρύνει την διασύνδεση της πατριαρχίας με το φασισμό ακόμη περισσότερο. Ο μόνος τρόπος να κατανοήσεις το μέγεθος της ναζιστικής γενοκτονίας εναντίον των Εβραίων, λέει, είναι να κατανοήσεις τις ρίζες του, που περιλαμβάνουν την πατριαρχία: «Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στη Ναζιστική Γερμανία ήταν μια πραγματικότητα απερίγραπτου τρόμου. Για το λόγο αυτό ακριβώς δεν πρέπει να ικανοποιηθούμε με μια ανάλυση που δεν πηγαίνει στις ρίζες του κακού της γενοκτονίας. Τα βαθύτερα νοήματα της κοινοτοπίας του κακού παραβλέπονται για το είδος της έρευνας που περιορίζει/τοπικοποιεί τις οπτικές πάνω στην καταπίεση έτσι ώστε να περιοριστούν αυστηρά μέσα στις διαστάσεις εθνικής και θρησκευτικής ομάδας…. Το παράδειγμα και το πλαίσιο για τη γενοκτονία είναι η κοινότοπη, καθημερινή, συνηθισμένη γυναικτονία». Ο ανορθόδοξος ισχυρισμός της Daly επικαλείται αλληλεπικαλυπτόμενα συστήματα καταπίεσης που βασίζονται το ένα στο άλλο, στηριγμένα σε κάτι μεγαλύτερο από τον μακροχρόνιο συνδυασμό εθνικής και θρησκευτικής βίας.

Η, ίσως, πιο λεπτομερής και συστηματική πολιτισμική μελέτη του φύλου και του φασισμού ήρθε μερικές δεκαετίες μετά την Woolf, στη δίτομη συλλογή του Klaus Theweleit, Male Fantasies. Ο Theweleit εξετάζει ένα θησαυρό αρχειακού υλικού από τις άτακτες στρατιωτικές μονάδες των Φράικορπς μετά το 1ο ΠΠ. Ο Theweleit εντόπισε επαναλαμβανόμενες εικόνες γυναικών παρουσιασμένες ως απειλές διάλυσης, ακόμη και ως «βδελυρού μιάσματος». Ο «στρατιώτης άνδρας» μπορούσε μόνο να επιβιώσει «με το να διαφοροποιήσει τον εαυτό του ως φονιά, σε αντίθεση με ότι αντιλαμβάνεται ως απειλητικό». Οι άνδρες στρατιώτες περιδιάβαιναν την ύπαιθρο αναζητώντας «την συντηρητική ουτοπία του μηχανοποιημένου σώματος».

Τα πρωτοφασιστικά Φράικορπς παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως ένοπλους θανάσιμους αυτογενετικούς (autogenetic) κυρίαρχους, κουβαλώντας μαζί τους τις μικροφασιστικές παρορμήσεις στο πεδίο. Θεωρούν τις γυναίκες ως σαγηνευτικές ενσαρκώσεις της απειλής προς το ίδιο και απαντούν με την εξολόθρευση των γυναικών (συχνά κυριολεκτικά) για την «αυτοσυντήρηση» των ανδρών.

Εξαιτίας αυτού του διάχυτου μισογυνισμού μεταξύ των πρωτοφασιστών, ο Theweleit θεωρεί πως, «μαζί με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, μια ειδική (πατριαρχική) σχέση αρσενικού-θηλυκού μπορεί να ανήκει στο επίκεντρο της μελέτης μας πάνω στο φασισμό», καθώς οι έμφυλες σχέσεις είναι επίσης σχέσεις παραγωγής. Στην ξεκάθαρη αυτή προτροπή, ο Theweleit παρουσιάζει το πεδίο του μικροφασισμού – των κοινωνικών σχέσεων, των καλλιτεχνικών εκφράσεων, των μιντιακών τεχνουργημάτων – ως πρωτίστως έμφυλο. Ο μικροφασισμός περιλαμβάνει μια νέκρωση αυτής της «άγριας φύσης» μέσα στο άτομο, κωδικοποιημένης ως θηλυκή, μια σκλήρυνση που πυροδοτεί δράση εναντίον άλλων. Όπως θα δούμε αυτός ο νεκρωτικός προσανατολισμός στρέφεται προς το ίδιο ως μια φονο-αυτοκτονική διέξοδο φυγής και κατάργησης.

Επικαιροποιώντας το στον 21ο αιώνα, ο Trump στράφηκε στις φαντασίες και τους φόβους των Φράικορπς για τις επικίνδυνες «κόκκινες γυναίκες» όταν είπε για την Megyn Kelly του Fox News, «Τα μάτια της έβγαζαν αίμα. Ή αίμα έβγαινε από το όπου της».

Η άνοδος του Trump βασίστηκε, σχεδόν  αόρατα σε σχέση με τη φυλή και τις ταξικές αναλύσεις, στο φύλο. Για την Carol Gilligan και τον David Richards, «η εκλογή του Trump μας δείχνει… τι γίνεται όταν ένα πατριαρχικό πλαίσιο κυριαρχεί – όταν η πατριαρχία γίνεται ο φακός». Οι Gilligan και Richards γράφουν πως το φύλο δεν είναι απλά μια ανάμεσα στις πολλές ταυτότητες  αλλά παίρνει προτεραιότητα (τόσο με την έννοια της σημασίας όσο και του προβαδίσματος). Λένε πως «το φύλο διαμορφώνει το τρόπο που βλέπουμε» καθώς «η δυϊκότητα και η ιεραρχία του… είχε γίνει ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπονταν όλα και όλοι».

Η τοποθέτηση του φύλου στο επίκεντρο της ανάλυσης δεν σημαίνει πως οι γυναίκες, ειδικά οι λευκές γυναίκες, έχουν ανοσία στη συμμετοχή σε αντιδραστικές, ακόμη και μικροφασιστικές, πολιτικές. Η πατριαρχία δρα πάνω στις γυναίκες μέσω της φυλής και της τάξης για να εξασφαλίσει την καθιέρωση ασύμμετρων θέσεων. Οι εκκλήσεις σε διαφορετικές δημογραφικές ομάδες ήταν αναγκαίες για τον τραμπικό λαϊκισμό, αυτό όμως που ενισχύει το τραμπισμό είναι η πολιτισμική παραγωγή ενός αναγεννημένου άνδρα. Το παλινορθωτικό τραμπικό σχέδιο, που πιο συχνά αναγνωρίζεται ως εθνικιστικό ή ρατσιστικό από τους επικριτές του, ήταν επίσης μια μυθική ανάσταση της αρρενωπότητας που υπόσχεται κυριαρχία και έλεγχο. Ανεξάρτητα από το αν κανείς θεωρεί ή όχι τον Trump φασίστα, αναμφίβολα ήταν ο μικροφασισμός, γεμάτος μισογυνισμό, που τον έσπρωξε και τον στήριξε.

Καπιταλισμός και Misogynoir

Ενώ αυτή η μελέτη μιλά για την μοναδικότητα του φύλου στο πλέγμα του μικροφασισμού, το κάνει για να τονίσει ένα νήμα υφασμένο με άλλα όπως π ρατσισμός, το καπιταλισμό και την αποικιοκρατία. Η καταγωγή του καπιταλισμού στην πρωτογενή συσσώρευση βασίζονται σε αυτό που η Silvia Federici σημειώνει ως βασική έμφυλη μορφή – τη μάγισσα. Οι πρόδρομοι του καπιταλισμού «κατέστρεψαν ένα σύμπαν θηλυκών υποκειμένων και πρακτικών που ήταν εμπόδιο για τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος», περιλαμβανόμενων του περιορισμού, του ελέγχου πάνω στην αναπαραγωγή, και τη συστημική υποταγή μέσα στην πατριαρχική οικογένεια». Επιπλέον, η σεξουαλικότητα των γυναικών και οι υλικές επιθυμίες «θεωρούνταν και ως κοινωνική απειλή και, αν διοχετευθεί σωστά, μια πανίσχυρη οικονομική δύναμη». Η μορφή της μάγισσας, που αναφέραμε ως το εμπόδιο στην αυτογενετική κυριαρχία, εξολοθρεύεται πλέον συστηματικά για να δημιουργηθεί χώρος για το καπιταλισμό.

Τα κυνήγια μαγισσών και τα καψίματα ανατρέπουν, εξολοθρεύουν και εξουδετερώνουν το πλήθος των τεχνών και των γνώσεων που συνιστούσαν την κοινωνική αναπαραγωγή (συγκεκριμένα, θεραπεία, δημιουργία, διανομή, ανάπτυξη σχέσεων). Τι παρέμεινε από αυτές τις γυναικείες γνώσεις και τις πρακτικές εξορίστηκε στην οικιακή σφαίρα ως «απλή» αναπαραγωγή. Η βία αναδιοργάνωσε την πατριαρχία με το να την προσαρμόσει στις αναδυόμενες μορφές του καπιταλισμού: διαφοροποιημένα πεδία, εργασιακοί ρόλοι και ικανότητες.

Επιπλέον της εργαλειοποίησης των γυναικών για την εγκαινίαση του καπιταλισμού, το μεγάλο κάψιμο ήταν μια επανεγκαθίδρυση μιας θεμελιώδους βίας που συνέβη στα προκαπιταλιστικά θρησκευτικά μορφώματα και τη κρατική βία και πήρε τη μορφή του πολέμου.

Οι Éric Alliez και Maurizio Lazzarato, αναλύοντας τη Federici, αποκαλούν τα κυνήγια μαγισσών ένα βασικό παράδειγμα ενός πολέμου υποκειμενικότητας, καθώς «ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να εδραιωθεί δίχως να διαμορφωθεί ένας νέος τύπος ατόμου και μια νέα κοινωνική διαπαιδαγώγηση… ξεκινώντας με τον ιστό των σχέσεων που συνέδεαν τα άτομα με το φυσικό κόσμο, σε άλλους ανθρώπους και στα ίδια τους τα σώματα».

Η ιστορική σχέση του φύλου και του καπιταλισμού αναπτύχθηκε επίσης ευρέως από τον Gayle Rubin στη δεκαετία του 1970. Ο Rubin τοποθετεί σε πρώτο πλάνο το γεγονός πως η πατριαρχία υπήρχε πριν το καπιταλισμό και δεν μπορεί να απομειωθεί σε αυτόν: «Ο καπιταλισμός ανέλαβε και αναδιοργάνωσε έννοιες αρσενικού και θηλυκού που υπήρχαν για αιώνες πριν από αυτόν. Καμιά ανάλυση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης υπό το καπιταλισμό δεν μπορεί να εξηγήσει το δέσιμο των ποδιών, τις ζώνες αγνότητας ή οποιαδήποτε από τις περίπλοκες, φετιχοποιημένες προσβολές – πόσο μάλλον τις πιο κοινές – που επιβλήθηκαν πάνω στις γυναίκες σε διάφορες εποχές και τόπους. Ο Rubin μας προσκαλεί να στοχαστούμε τον υλισμό μέσα από τις έμφυλες σχέσεις, υπογραμμίζοντας τις οικονομίες κυκλοφορίας (τον μακροχρόνιο έλεγχο πάνω στις γυναίκες ως αντικείμενα μέσω της συγγένειας), όπως και τη παραγωγή και αναπαραγωγή που τοποθετούν την γυναίκα στην καπιταλιστική πατριαρχία.

Η παγκόσμια μηχανή του καπιταλισμού ενσωματώνει και αναδιοργανώνει αυτές τις προηγούμενες πατριαρχικές δράσεις. Θα ήταν όμως λάθος να συμπεράνουμε πως ο καπιταλισμός υιοθετεί όλες τις μορφές εργαλειοποίησης των γυναικών, περιλαμβανόμενων όσων προϋπήρχαν. Ο καπιταλισμός βασίζεται σε πατριαρχικές πηγές (την υποταγή των γυναικών) για να εδραιωθεί, αλλά δεν εξαντλεί όλες τις μορφές πατριαρχικού ελέγχου.

Όσον αφορά το μικροφασισμό, αυτό σημαίνει την ιχνηλάτηση και το συντονισμό με τον έμφυλο υλισμό, που σημαίνει πως περνάμε από το πατριαρχικό καπιταλισμό στην καπιταλιστική πατριαρχία. Αυτό είναι σημαντικό για την κατανόηση του μικροφασισμού επειδή απαιτεί την προσοχή ακόμη και στο πως  ακόμη και αμφισβητήσεις του καπιταλισμού μπορεί να διατηρούν τις πατριαρχικές υποκειμενικότητες. Η αυτογενετική κυριαρχία μπορεί να εμφανιστεί στην αντινεωτερική πατριαρχία  (π.χ. σε αταβιστικά θρησκευτικά κινήματα) ή στην αντικαπιταλιστική πατριαρχία (π.χ. σε αρρενωποιημένα επαναστατικά κινήματα ή σε κάποιες εκφράσεις κρατικού σοσιαλισμού).

Ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία έχουν επίσης βασιστεί και αναδιαμόρφωσαν πρωταρχικές πατριαρχικές θέσεις για να καταπιέσουν πληθυσμούς πιο αποτελεσματικά. Στην πρόσφατη περίοδο, μια τέτοια διαθεματική φεμινιστική ανάλυση γίνεται πιο ξεκάθαρα εμφανής με την έννοια του misogynoir. Επινοημένη από την Moya Bailey και με την ανάλυση από την Trudy, το misogynoir αναφέρεται στους τρόπους που «ο ρατσισμός και αντι-μαυρισμός μεταβάλλουν το βίωμα του μισογυνισμού ειδικά για τις μαύρες γυναίκες». Ο έμφυλος αντι-μαυρισμός του misogynoir εμφανίζεται με τους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους οι μαύρες γυναίκες παθολογικοποιούνται στην μαζική κουλτούρα» ειδικά με την απεικόνιση των μαύρων γυναικών ως γεμάτες θυμό και υπερσεξουαλικές.

Το σημαντικότερο, το misogynoir εμπεριέχει ένα ιδιαίτερο τύπο απανθρωποποίησης. Ενώ ο μισογυνισμός «απανθρωποιεί τις γυναίκες γενικότερα», ο αντι-μαύρος μισογυνισμός υπάρχει «όχι απλά για να βλάψει, προσβάλει, αντικειμενοποιήσει και καταπιέσει τις Μαύρες γυναίκες, αλλά για να πραγματώσει την μη ανθρώπινη υπόσταση των Μαύρων γυναικών όταν συγκρίνονται με τις μη Μαύρες γυναίκες». Ο μισογυνισμός στοχεύει τις γυναίκες ως γυναίκες, και το misogynoir είναι μια ειδική παραλλαγή του που φέρει επιπλέον διαστάσεις καταπίεσης που απαλλάσσουν τις λευκές γυναίκες από κάποιες μορφές μισογυνισμού. Μια θέση για το «ευρύτερο μισογυνισμό» στο μικροφασισμό χρειάζεται έτσι να αναγνωρίσει, αν όχι να αναλύσει, «πως στα σημεία επαφής, η εμπειρία διαφέρει· το πως εκδηλώνεται η καταπίεση διαφέρει». Όσον αφορά την έμφυλη υποκειμενικότητα του μικροφασισμού, ο πόλεμος στις Μαύρες γυναίκες  είναι πράγματι μια ιδιαίτερη διασταύρωση, ένας διάχυτος και τυπικός εξολοθρευτισμός που καταγράφεται διαφορετικά. Θα κάνω μια διάκριση εδώ: ο μισγυνισμός ενάντια στις Μαύρες γυναίκες, ειδικά  με την απανθρωποποίηση του, είναι ένα είδος περιοριστικού εξολοθρευτισμού (αδιάφορο για την θέση των Μαύρων ζωών). Για τις λευκές γυναίκες, δεν εφαρμόζεται η ίδια νεκροπολιτική ορμή, γιατί είναι πιθανότερο να είναι στόχοι ενός συμπεριληπτικού εξολοθρευτισμού, στον οποίο η αναγκαία κυκλοφορία των γυναικών εμπεριέχει μια εξάρτηση και ως εκ τούτου ένα διάχυτο έλεγχο μέσω αναγωγισμού. Τα τελικά αποτελέσματα συγκλίνουν – αν και διαφορετικά κατανεμημένα και βιωμένα – στην γυναικοκτονία και σε άλλες μορφές έμφυλου παλιγενετικού εξολοθρευτισμού.

Ορίζοντας την Πατριαρχία: η Αγέλη των Αρχηγών

Πως κάνουμε τη πατριαρχία ένα πιο σημαντικό φακό για τη μελέτη του μικροφασισμού; Ας ξεκινήσουμε εξηγώντας την επιλογή της «πατριαρχίας» ως τον ουσιαστικό όρο για την κατανόηση του φύλου και της εξουσίας. Αρχικά, έχει γίνει ο κοινά αποδεκτός τρόπος για να ονομαστεί μια κοινωνική και πολιτική τάξη βασισμένη στην ανδρική υπεροχή, έτσι χρησιμεύει ως συντόμευση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να περιγράψουμε το ειδικό του ρυθμιστικό σύστημα. Ο όρος αμφισβητείται από κάποιους, με το κλασικό δοκίμιο της Gayle Rubin «Traffic in Women» να είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Προτιμά να την αποκαλεί «ανδρική υπεροχή» καθώς η πατριαρχία, με αυστηρούς όρους, είναι η αρχή των πατεράδων – ένας ειδικός τρόπος έμφυλης καταπίεσης. Η Rubin εστιάζει στις δομές συγγένειας, εξετάζοντάς τες ως ένα τύπο παραγωγής, την εξουσία να μεταμορφώνει «αντικείμενα ( στη περίπτωση αυτή ανθρώπους) σε και με υποκειμενικό σκοπό».

Η έμφυλη εξουσία είναι λιγότερο η κυριαρχία από τους πατέρες-αρχηγούς από ότι είναι ένα άνισο σύστημα ελέγχου όπου «οι άνδρες έχουν ορισμένα δικαιώματα στους θηλυκούς συγγενείς τους, και πως οι γυναίκες δεν έχουν οι ίδιες τα ίδια δικαιώματα είτε στις ίδιες είτε στους αρσενικούς συγγενείς τους». Για την Rubin, «η εξουσία των αρσενικών στις ομάδες αυτές βασίζεται όχι στους ρόλους  τους ως πατέρες ή πατριάρχες, αλλά στην συλλογική ενήλικη αρρενωπότητα τους ενσαρκωμένη σε μυστικές σέκτες, ανδρικές λέσχες, πόλεμο, δίκτυα συναλλαγών, τελετουργική γνώση, και διάφορες διαδικασίες». Η αναφορά της Rubin σε ανδρικές συνεκτικές ομάδες είναι σημαντική για μια διερεύνηση της μικροφασιστικής αρρενωπότητας.

Στο «Thinking Patriarchy», η Celia Amorós επίσης τονίζει τους δεσμούς των ανδρών, επικεντρώνοντας στη σύνθεση και διάχυση αυτού που ονομάζει «πατριαρχικές συμμαχίες». Βασίζει το έργο της στον ορισμό της πατριαρχίας της Heidi Hartmann ως «ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ανδρών, βασισμένες σε υλική βάση, που δημιουργεί, αν και ιεραρχικοί, κάποιους δεσμούς αλληλεξάρτησηας και αλληλεγγύης που τους επιτρέπουν να κυριαρχούν στις γυναίκες». Η πατριαρχία είναι λιγότερο μια σταθερή τάξη από ότι «ένα πρακτικό σύνολο» κατασκευασμένο από «πραγματικές και συμβολικές πρακτικές». Η πατριαρχία συνδυάζει τις συμμαχίες σε ένα «μετά-σταθερό σύνολο παρόμοιων μετα-σταθερών συμμαχιών μεταξύ ανδρών».

Η Amorós βασίζεται στην έννοια της «ομάδας σκοπού» (pledged group) του Jean-Paul Sartre για να κατανοήσει πως δημιουργούνται οι συμμαχίες. Οι ομάδες σκοπού έχουν ένα κυκλικό χαρακτηριστικό στην εξουσία τους, καθώς «το σύνολο ανδρών… δημιουργεί τον εαυτό του μέσα από ένα σύστημα πρακτικών, και ο αυτοπροσδιορισμός επιτελεί το έργο της άρθρωσής τους». Η Amorós αναφέρει πως αυτοί οι αυτοπροσδιορισμοί ενδυναμώνουν τις συμμαχίες ώστε να γίνουν κωδικοποιητές χώρων και διανομείς γυναικών μέσα σε αυτούς. Είναι αυτός ο αυτοπροσδιορισμός, η δύναμη να επιβάλλει κανείς την δική του υποκειμενική δύναμη, που ανέλυσα ως αυτεγενετική κυριαρχία. Οι πατριαρχικές συμμαχίες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της συλλογικής αυτογενετικής κυριαρχίας – οι συναρθρωμένες μαύρες τρύπες του μικροφασισμού.

Οι ομάδες ασκούν την δύναμη τους ως τρόπο νομιμοποίησης τους. Ωστόσο, αυτές οι συμμαχικές και ομάδες σκοπού δρουν από μόνες τους ως αυτοσφραγισμένες μονάδες. Μια ομάδα σκοπού απαιτεί μια εξωτερική μορφή για να ορίσει τα όρια της και υνοχή, έτσι οι γυναίκες γίνονται «ένα συναλλακτικό αντικείμενο συμμαχιών μεταξύ ανδρών». Για την Amorós, υπάρχουν στιγμές στην ιστορία όπου οι ομάδες σκοπού είναι πιο βίαια πατριαρχικές από άλλες, ενώ άλλες φορές η σύναψη συμμαχιών κανονικοποιείται ως καθημερινή ανδρική συντροφικότητα. Η συμμαχία εναντίον των «εξωτερικών» γυναικών ξεκινά από «την τελετουργική απαγωγή γυναικών σε κάποιες κοινωνίες, περνά από το βιασμό στο πλαίσιο του πολέμου (οι στρατοί είναι θεσμοθετημένες ομάδες σκοπού), και φτάνει στη πιο καθημερινή εικόνα των μαζορετών αθλητικών ομάδων». Οι γυναίκες συμπεριλαμβάνονται αναγκαστικά στις πατριαρχικές συμμαχίες, αλλά με υποβαθμισμένη θέση, ως εργαλεία.

Η Amorós ορίζει την κεντρική γυναικεία μορφή που «σφραγίζει» τις συνεκτικές ομάδες: η «συμφωνημένη μητέρα» (pacted mother). Οι δεσμοί της αδελφότητας δεν δημιουργούνται πλέον μέσα από μια κοινή υλική μητέρα αλλά από μια κοινή και συμβολική μητέρα που συνδέει την αγέλη. Μια έμφυλη αφηρημένη έννοια, η επικυρωμένη μητέρα καταλήγει να αντικαταστήσει τις υλικές μητέρες (που γίνονται αντικείμενα προς αποφυγή και έλεγχο). Στην πραγματικότητα, αυτή η νέα μητέρα είναι «μια μορφή που επαναφέρεται λόγω του συμβολικού θανάτου της φυσικής». Μπορούμε να δείξουμε τις τελετουργίες μύησης στις μυστικές εταιρείες όπως και τις τυπικές τελετές του περάσματος στην ενήλικη ανδρική ζωή για να εντοπίσουμε τις ιεροτελεστίες της επικύρωσης. Οι πατριαρχικές συμμαχίες δεν «αλλοποιούν» απλά τις γυναίκες – η ομάδα σκοπού παραμένει ενωμένη μέσα από την περιοδική επαναβεβαίωση της «αδελφότητας» μέσω της τρομοκρατίας, περιλαμβανόμενου ακόμη και ενός «κυνηγιού μαγισσών με μια μεταφορική έννοια» καθώς η μάγισσα αντιπροσωπεύει μια απόλυτη απειλή για την ανδρική συμμαχία λόγω της δικής της συμμαχίας – με το Διάβολο.

Τελευταία, η τρομοκρατία των ομάδων σκοπού έχει ανέλθει σε διάφορες μορφές γυναικοκτονίας και μισογυνικής βίας, συχνά υπό το έμβλημα της μάγισσας. Μερικές φορές είναι θεαματική, όπως στη Βραζιλία, όταν η γνωστή ακτιβίστρια Marielle Franco δολοφονήθηκε και κάηκε το ομοίωμα της Judith Butler, ή το πιο συνηθισμένο κυνηγητό γυναικών θεραπευτριών σε άλλες χώρες. Στις ΗΠΑ, η κυβερνήτης του Μίτσιγκαν, Gretchen Whitmer, αποδέκτης μεγάλου μέρους της δεξιάς οργής, απειλών δολοφονίας enκαι τουλάχιστον ενός εντυπωσιακού σχεδίου απαγωγής, κατηγορήθηκε (από κοινού με δυο άλλες επιφανείς γυναίκες των Δημοκρατικών) από τους Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους τους ως μάγισσα που θα «καίγονταν στη πυρά». Και τα κυνήγια αυτά μπορεί να έχουν πιο σύγχρονες μορφές, όπως η λογική «ερπετικού DNA» που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου.

Δυο διαστάσεις του ορισμού της πατριαρχίας μέσα από συμφωνίες πρέπει να τονιστεί για την κατανόηση του μικροφασισμού. Πρώτα, η προέλευση αυτής της ένωσης των ανδρών μπορεί να εντοπιστεί πίσω σε στρατιωτικές οργανώσεις, ή Männerbund. Οι γυναίκες είναι σημαντικές στις συμμαχίες τύπου Männerbund επειδή αποτελούν το πεδίο (φύση, σπίτι, ακόμη και «κοινωνία») από το οποίο πρέπει να ξεφύγουν για να αναγεννηθεί ο διαφοροποιημένος άντρας. Έτσι οι γυναίκες πρέπει να κρατηθούν σ’ αυτό το πεδίο για την διαρκή ανανέωση των οργανώσεων, ιδιαίτερα αν σημαίνει την ενεργοποίηση της συμμαχικής ομάδας μέσω ενός πολέμου κατά των γυναικών.

Τα Φράικορπς ήταν ένα παράδειγμα στρατιωτικής οργάνωσης, καθώς η παραστρατιωτική οργάνωση ήταν η βασική μονάδα ανδρικής ένωσης, σύμφωνα με τον Theweleit. Βλέπουμε την πατριαρχική συμμαχία στην πιο ακραία της μορφή στην βίαιη ανδρική συντροφικότητα σε συμμορίες του δρόμου όπως τα γερμανικά τάγματα εφόδου και των Ιταλών Squadristi, βλέπουμε όμως και τις πιο διάχυτες αλλά όχι και λιγότερο θανάσιμες μορφές σε μισογυνικές σφαγές.

Δεύτερο, πρέπει να απομακρυνθούμε από την ιδέα της πατριαρχίας, και της αυτογενετικής κυριαρχίας, ως το μεμονωμένο φαινόμενο και ακόμη ως προϊόν ενός ασαφούς πατριαρχικού συστήματος. Ο μικροφασισμός είναι το πεδίο της σύνθεσης, έτσι η εξέταση του μισογυνισμού πρέπει να εστιάσει σε συλλογικούς και συναρθρωμένους σχηματισμούς. Οι σύγχρονες εκδοχές αυτών των πατριαρχικών συμμαχιών, ιδιαίτερα στις δικτυωμένες οργανώσεις πολεμιστών, θα είναι καίριες για την κατανόηση του μικροφασισμού. Αυτές οι επικαιροποιημένες εκδοχές περιλαμβάνουν τις ομάδες του Gamergate και πιο κοινότοπες μορφές συντονισμένης παρενόχλησης γυναικών στο διαδίκτυο.

Η παραγωγή αυτογενετικών κυρίαρχων υποκειμένων από το μικροφασισμό εμφανίζει την πατριαρχική συμμαχία σε παραδείγματα όπως οι boogaloo bois, μισογύνιδες gamer, ανδρικές αναβιώσεις πρωτογονισμού, meme warriors, όπως και μαζικοί δολοφόνοι και οι οπαδοί τους. Ακόμη και ένας μοναχικός ένοπλος είναι μέλος της συμμαχίας, έχοντας δεθεί με άλλες αρρενωπές μορφές (αν και ιδιαίτερα διαμεσολαβημένες) μέσω λόγου, εικόνας και ήχου. Επιπλέον των ζωντανών συντρόφων στην ομάδα, αυτή η αγέλη μπορεί να περιλαμβάνει εμβληματικές μορφές που εμπνέουν από μακρινές χώρες και χρόνους, μια μίμηση θανάσιμων αφηρημένων μορφών. Ένα άτομο ως τέτοιο αποτελεί ήδη μια αγέλη, μπλεγμένο με φαντάσματα, μαρτυρικούς πολεμιστές, όπως και μελλοντικούς οπαδούς που αναμένεται να το θεοποιήσουν. Αυτές οι ομάδες σκοπού δρουν στο σημείο επαφής του φύλου και του πολέμου και, και για να ολοκληρωθεί η μικροφασιστική τριάδα, συχνά είναι βυθισμένες στη νεκροπολιτική.

Χρησιμοποιώντας μια λέξη όπως η «πατριαρχία», μόλις αυτή ενσωματωθεί σε συμμαχίες και ομαδική δύναμη, γίνεται με το τρόπο αυτό πιο κατάλληλη από την «ανδρική υπεροχή» που, όπως ο σεξισμός, μπορεί να περιοριστεί στις κατηγορίες της άποψης, συμπεριφοράς ή νοοτροπίας. Ενώ η πατριαρχία τεχνικά ναφέρεται μόνο σε μια από τις θέσεις στις ακολουθίες κυριαρχίας (Θεός, αρψηγός, πατέρας, οίκος), μοιάζει κατάλληλη επειδή κατονομάζει την αρχηγεία των αρσενικών «κεφαλών», μια κυρίαρχη αρχή ιεραρχίας. Η έννοια της πατριαρχίας επίσης μας επιτρέπει να κινηθούμε προς τα πάνω σε αυτή την ακολουθία κυριαρχίας για να προσδιορίσουμε το μυθικό Θεό-Πατέρα, που η θεία υπερβατικότητα του είναι η αιώνια (ur) -δράση για την αυτογενετική κυριαρχία. Για να αναλυθεί περισσότερο αυτή η κατανομή της κυριαρχίας, πρέπει να εξετάσουμε το ιεραχικό σύστημα της πατριαρχίας ως πρακτικά χωρικό.

Χώρος και Κυριαρχία

Η πατριαρχία είναι μια δύναμη ιεράρχησης που διαμορφώνει την πραγματικότητα μέσα από «ένα σύστημα απόδοσης χώρου» που θέτει όρια, εμπόδια και υποκειμενικές δυνατότητες. Αντίθετα από την αποικιοκρατία ή την υποδούλωση, δεν υπάρχει σκηνή «πρώτης επαφής» για την τοποθέτηση των έμφυλων κοινωνικών σχέσεων στο φαντασιακό. Η επέκταση, η εισβολή, η απόσπαση: αυτά αποτελούν την τοπογραφία της φυλής και της αυτοκρατορίας, τυπικά γύρω από τον άξονα Δύσης και των υπολοίπων, ή του Παγκόσμιου Βορρά εναντίον του Παγκόσμιου Νότου. Πως όμως μοιάζουν τα φαντασιακά χωρικής εξουσίας για το φύλο;

Η τοπογραφία του φύλου χρειάζεται τη δική του ειδικότητα αναφορικά με το φασισμό. Ήδη έχουμε δει την πιο αναλυμένη με το δοκίμιο της Woolf: το δημόσιο/ιδιωτικό πεδίο. Αυτό περιλαμβάνει αυτό που η Maria Mies ονομάζει «νοικοκυροποίηση» (housewifization). Μαζί με αυτή τη χωρική περίφραξη, το νοικοκυριό, μπορούμε να προσθέσουμε τις διάχυτες εικόνες των κυνηγιών μαγισσών, ιδιαίτερα των θεαματικών εκδοχών τους, των δημόσιων πυρών.

Ας πάρουμε ακόμη μια περίπτωση αυτής της χωρικής δυναμικής, το γνωστό ποιηματάκι-απόφθεγμα από τον Martin Niemöller σχετικά με την ναζιστική συνενοχή. Γνωστό ως το ποίημα «πρώτα ήρθαν για…», η λίστα πάει από τους σοσιαλιστές στους συνδικαλιστές, στους Εβραίους, σε «εμένα». Μια τέτοια ακριβής σειρά απαγωγών αποκρύβει το γεγονός πως κάπου, με κάποια μορφή, οι άνδρες πάντοτε έρχονταν για τις γυναίκες. Αυτό είναι ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες που εμφανίζονται δημόσια. Πιο συγκεκριμένα, οι άνδρες σπάνια πρέπει να «έρθουν για» τις γυναίκες επειδή η απαγωγή υποθέτει πως απομακρύνονται από ένα σπίτι και μεταφέρονται αλλού. Οι γυναίκες φυσικά είναι επίσης Εβραίες, σοσιαλίστριες και συνδικαλίστριες και μπορούν να απαχθούν για αυτούς τους λόγους, και φυσικά οι γυναίκες (ιδιαίτερα οι μάγισσες) υπήρξαν στόχοι επιδρομών. Οι γυναίκες όμως ως γυναίκες είναι πιθανότερο να φυλακιστούν σε ένα σπίτι από το να απαχθούν από αυτό. τα πιο ακριβή ρήματα θα ήταν «πήγαν για» εκείνες τις γυναίκες που τόλμησαν να εμφανιστούν δημόσια, κυνηγήθηκαν ώστε να επιστραφούν στη θέση τους. Δείτε το τραμπικό μισογυνικό σύνθημα «Κλειδώστε την!». Αν και αναφέρεται ξεκάθαρα σε κελί φυλακής, ο έμφυλος σαδισμός του ήταν βασισμένος στη τοπογραφία του δημόσιου κυνηγιού και της οικιακής αιχμαλωσίας.

Η πατριαρχική ιεράρχηση πραγματοποιείται σε μίκρο-, μέσο- και μάκρο-επιθετικότητες. Η πατριαρχία είναι μια χωρική διαδικασία που περιλαμβάνει δημόσιες αρρενωπές εκδηλώσεις αντί-δημοσιότητας εναντίον γυναικών, που ξεκινούν από παρενόχληση στο δρόμο και φτάνουν σε διαδικτυακό εκφοβισμό. Όπως το διατύπωσαν οι Jacqueline Ryan Vickery και Tracy Everbach, η αθροιστική επίδραση του μισογυνισμού «έχει στόχο να υπενθυμίσει στις γυναίκες την σωστή πατριαρχική τους θέση, μια που είναι υποταγμένη στα συμφέροντα των ανδρών· μια θέση που δεν είναι ισχυρή, δημόσια ή πολιτική. Ο πόλεμος στις γυναίκες βασίζεται τόσο σε θεαματική όσο και σε λιγότερο ορατή διαπροσωπική χωρική βία (στο σπίτι, σε προσωπικά μηνύματα). Η έμφυλη τοπογραφία  έτσι αλλάζει το έδαφος της αντιφασιστικής σύγκρουσης, μετατοπίζοντας την εστίαση από αποκλειστικά δημόσιες συγκρούσεις και δράσεις στο δρόμο στη μικροφασιστική αντίσταση ενάντια διάχυτων, ιδιωτικών και καθημερινών εκφράσεων μισογυνισμού.

Τέλος, μια χωρική ανάλυση του φασισμού και της λευκής υπεροχής συχνά αξιολογεί την διαδικασία της γενοκτονίας ως γραμμική που κινείται από τη «ρητορική μίσους» προς την διαπροσωπική βία στην πλήρη εξολόθρευση (π.χ. Ολοκαύτωμα). Αυτό δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο στην τοπογραφία της έμφυλης εξουσίας, που εμπεριέχει μια μικροσκοπική, δικτυωμένη και τυπική εκδοχή του εξολοθρευτισμού. Δεν είναι ούτε ένα σταδιακό πέρασμα ούτε μια προοδευτική ακολουθία από μίκρο σε μάκρο. Αντίθετα, η πατριαρχία είναι διαρκής και διάχυτη, μια οικολογία αστυνόμευσης και τιμωρίας που διαμορφώνει την καθημερινή ζωή για τις γυναίκες – μια παρατεταμένη και ευρέως διαδεδομένη εκδοχή της γυναικοκτονίας στο μικροφασιστικό πεδίο.

Ο έμφυλος μικροφασισμός είναι η οικεία και καθημερινή μορφή του εξολοθρευτισμού, εκρηκτική όμως απαρατήρητη. Η έμφυλη εξουσία δεν είναι απλά ένα γνώρισμα του φασισμού (ως πέρασμα) αλλά δρα στο πυρήνα του μικροφασισμού ως παραγωγή υποκειμενικότητας. Ενώ ο μικροφασισμός έχει χρειαστεί πατριαρχική τοπογραφική ιεράρχηση για κάποιο διάστημα, οι τεχνικές επιβολής τους έχουν μπει στο μικροσκόπιο στον 21ο αιώνα υπό το χαρακτηρισμό μισογυνισμός. Στρεφόμαστε τώρα στο μισογυνισμό τόσο ως βαθιά δομή όσο και ως πρόσφατα διαμεσολαβημένες διεργασίες μέσα στην επανεμφάνιση του φασισμού.

Μισογυνισμός

Στη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 2010, μονογραφίες, άρθρα περιοδικών και ανθολογημένοι τόμοι πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας πλημμύρισαν την ινφοσφαίρα. Έννοιες διαδόθηκαν για να νοηματοδοτήσουν τη στιγμή, ανάμεσα τους διαμεσολαβημένος, δικτυωμένος, διαδικτυακός, ή ποπ μισογυνισμός (όπως επίσης πολιτισμικός σεξισμός, καθημερινός σεξισμός, κυβερνοπαρενόχληση, διαδικτυακή έμφυλη και σεξουαλική παρενόχληση, και ψηφιακά διαμεσολαβημένη κουλτούρα του βιασμού). Όροι όπως «gendertrolling» και «misogynation» έχουν επινοηθεί για να περιγράψουν τους ιδιαίτερους τρόπους στοχοποιούνται οι γυναίκες στο διαδίκτυο στην εποχή του Ίντερνετ και της ορατότητας της κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή η εκδήλωση έχει ελάχιστη επαφή με τα έργα πάνω στο φασισμό. Σημαντικές εξαιρέσεις περιλαμβάνουν την Carol Gilligan και τον David Richards, την Tania Levin και την Alexandra Stern. Ακαδημαϊκοί και αναλυτές έχουν επισημάνει κάτι και μακροχρόνιο αλλά και υπερτωρινό, ιδιαίτερα με τις νέες του (πλατ)φόρμες.

Ας περιγράψουμε μερικά βασικά χαρακτηριστικά του μισογυνισμού, αρχικά με την κατάρριψη μια συνηθισμένη άποψη: δεν είναι νοοτροπία ή αίσθημα. Το «μίσος» ως χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου δεν συλλαμβάνει το τρόπο που ο μισογυνισμός είναι ένα σύνολο πολιτισμικών λειτουργιών ριζωμένων σε ένα κανονικοποιημένο σύστημα. Ο μισογυνισμός είναι ένας υποκειμενικός προσανατολισμός προς δράση, όχι ψυχολογικό γνώρισμα. Αντί να ορίζεται ως η ιδιότητα μιας πράξης ή ενός δράστη, ο μισογυνισμός είναι η σειρά επίσημων και ανεπίσημων πρακτικών που επιδιώκουν να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν την υποκειμενικότητα των γυναικών – μια διάχυτη διαρκής προσπάθεια εξολόθρευσης. Είναι κομμάτι του πυρήνα της αυτογενετικής κυριαρχίας, ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι γνώρισμα μιας προσωπικότητας. Ο μισογυνισμός, με απλά λόγια, είναι η πράξη που σχετίζεται με ένα επίμονο και διάχυτο σεξισμό.

Ο μισογυνισμός συνδέεται εμφανώς με την ανδρική βία κατά των γυναικών, ένα παλιό θέμα φεμινιστικής μελέτης και πράξης. Η βία μπορεί φυσικά να πάρει τις ποιο βάναυσες φυσικές μορφές, ανάμεσα τους την έμφυλη νεκροπολιτική της μαζικής γυναικοκτονίας της Πόλης του Χουαρέζ. Ο απολογισμός θανάτου του μισογυνισμού είναι ένα αποτέλεσμα των θανάσιμων εκστρατειών καταστολής εναντίον της γυναικείας άρνησης ρόλων, επιθυμιών και ιεράρχησης. Αυτό περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα από «παρενέργειες{ αναπαραγωγικού ελέγχου (όχι μόνο ιατρικών επεμβάσεων, αλλά και θανάτων που προκύπτουν από αποφυγή και αντίσταση). Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε εδώ τους θανάτους απελπισίας, όπου οι γυναίκες προτιμούν να πεθάνουν από το να ελεγχθούν, ή να ζήσουν με εξουθενωτική ντροπή ή απλά καταρρέουν εξαιτίας των εξαντλητικών τεχνικών που έφερε η νεοφιλελεύθερη τελειομανία.

Έτσι ο μισογυνισμός δεν είναι απλά οι πιο ακραίες του φυσικές εκδηλώσεις. Η Lauren Berlant επινοεί τον όρο «αργός θάνατος» για να καταγράψει την καθημερινή εξασθένηση λόγω «της φυσικής εξάντλησης ενός πληθυσμού και την υποβάθμιση ανθρώπων μέσα σε αυτό το πληθυσμό που είναι σχεδόν απόλυτα μια χαρακτηριστική συνθήκη της εμπειρίας και της ιστορικής τους ύπαρξης». Η θεωρία της μας οδηγεί στις λιγότερο εμφανείς εκδοχές του μισογυνισμού: την δικτυωμένη, διάχυτη, καθημερινή αργή εξόντωση, ιδιαίτερα στον Παγκόσμιο Βορρά. Η Sarah Banet-Weiser την προσδιορίζει ως ευρύ μισογυνισμό – μια καθημερινή αντίδραση στον ευρύ φεμινισμό, ενσωματωμένο στη κουλτούρα ως διαρκή επιβολή σωμάτων και προσδοκιών. Η Kate Manne το ονομάζει αυτό «η τιμωρία των ‘κακών’ γυναικών και η αστυνόμευση της συμπεριφοράς των γυναικών».  Οι λειτουργίες του μισογυνισμού περιλαμβάνουν κυρίως  τον εξολοθρευτισμό με τη μορφή των πράξεων για την υποβάθμιση των δυνατοτήτων των γυναικών.

Ο μισογυνισμός είναι η πρακτική έκφραση του πατριαρχικού εξολοθρευτισμού: μια διαρκής μείωση των γυναικών σε εργαλεία, αντικείμενα και πόρο. Ως «πόλεμος φθοράς» και απεξάρτησης απέναντι στις γυναίκες, ο μισογυνισμός μπορεί να έχει υψηλή ένταση (γυναικοκτονία) ή χαμηλής ένταση περιβαλλοντική αποστέρηση (υπονόμευση της αυτοπεποίθησης και περιορισμό της υποκειμενικότητας). Ένα τέτοιο περιβάλλον περιλαμβάνει το παρακάτω φάσμα μειώσεων: «προσβολές, βλέμματα, χλευασμό, αστεία, πατρονάρισμα, εκφοβισμό, λεκτική βία και σεξουαλική παρενόχληση». Ο καθημερινός μικροφασισμός πραγματώνεται στο καθημερινό σεξισμό. Για παράδειγμα, οι έμφυλες μικροεπιθέσεις είναι οι διαδεδομένες και συνήθως απαρατήρητες προσπάθειες για την υπονόμευση των γυναικών, οι συνηθισμένες λειτουργίες στον διαρκή πόλεμο εναντίον των γυναικών.

Η «μισογυνική επιθετικότητα» περιλαμβάνει «την παιδοποίηση και υποτίμηση… τον εξευτελισμό, ταπείνωση, χλευασμό, εξύβριση, συκοφάντηση, δαιμονοποίηση, καθώς και την σεξουαλικοποίηση ή, εναλλακτικά, την αποσεξουαλικοποίηση, φίμωση, απομόνωση, περιφρόνηση, κατηγορία, πατρονάρισμα, απαξίωση, και άλλες μορφές αντιμετώπισης που είναι υπονομευτικές και μειωτικές σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια». Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε στη λίστα αυτή και την επίκριση, που όπως έχουμε ήδη δει είναι μια αυτοπροσδιορισμένη αυθεντία που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο κύκλωμα φυγής και επιστροφής μέσω αφηρημένων εννοιών.

Συναντάμε ένα φάσμα εξολοθρευτικού ελέγχου: από τον ευτελισμό αυτής της σύνθεσης (σέλφι, κουτσομπολιό, αδελφικότητες) στην δαιμομονοποίηση της (ως δείγματα μαγείας, απειλής, πειρασμού, ακόμη και συναναστροφής με το διάβολο). Αυτό το φάσμα βασίζεται στην πολιτισμική παραγωγή εικόνων. Ο Jack Holland αναφέρει πως «δεν υπάρχει ανάλογο με τη φαντασμαγορία που συνδέεται με το μισογυνισμό» ιδιαίτερα την συχνότητα των μαγισσών, των τερατωδών και διαβολικών γυναικών, και άλλων δαιμονικών απειλών που εντοπίζονται στους πατριαρχικούς μύθους. Η Mary Daly απαριθμεί πολλές πατριαρχικές μεθόδους εξολοθρευτισμού περιλαμβανόμενου του «ευτελισμού» των γυναικών. Η επιθυμία, η γνώση και οι πρακτικές υποτιμούνται τόσο για να περιθωριοποιηθούν όσο και για να αντικατασταθούν από αρρενωπές εκδοχές. Για παράδειγμα, το κουτσομπολιό είναι μια από αυτές τις υποβαθμισμένες μορφές δικτυωμένης ομιλίας. Το κουτσομπολιό δημιουργεί κοινότητα με το να κάνει διαφοροποιήσεις. Είναι κάτι περισσότερο από ειρωνικό, έτσι, που όταν τέτοια δίκτυα κουτσομπολιού στοχοποίησαν την σεξουαλική κακοποίηση από άνδρες στο χώρο εργασίας (#MeToo), οι καταγγέλλουσες μετατράπηκαν στο αντίστροφο τους – δεν ήταν πια μάγισσες αλλά κυνηγοί μαγισσών. Οι άνδρες πήραν το ρόλο των θυμάτων, σε μια γελοία αλλά κυνική αντιστροφή, για να γίνουν τα αντικείμενα των κυνηγιών μαγισσών που ιστορικά ξεκινούσαν (και συνεχίζουν να πραγματοποιούν ως καθημερινό σεξισμό).

Ο μισογυνισμός δημιουργεί ένα οικοσύστημα πολέμου που διεξάγεται από μια αρρενωπή υποκειμενικότητα που η διαφοροποίηση της είναι χτισμένη στην ειδική εχθρικότητα προς τις γυναίκες, ιδιαίτερα προς την άρνηση τους (του ρόλου, της ιεραρχίας, των προσδοκιών, της παραστατικότητας, ακόμη και της ταυτότητας). Ο μισογυνισμός δρα εναντίον της αλληλεγγύης των γυναικών, διασπώντας τις συγκεντρωτικές τους προσπάθειες. Ο μισογυνισμός είναι λοιπόν ένα είδος αποσύνθεσης των δυνάμεων και των δυνατοτήτων για συλλογικότητα. Ο μισογυνισμός είναι ένα περιβάλλον δράσεων που επιδιώκει να αποστερήσει τις γυναίκες από το ίδιο τους το περιβάλλον δράσεων.

Ο μισογυνισμός είναι συνηθισμένος και κανονικοποιημένος ως πατριαρχική επιβολή και υποκειμενική (από)μορφοποίηση. Η διαρκής του διεργασία σημαίνει πως είναι παλιγενετικός (ως η ανανέωση του άνδρα) ενώ η βία του είναι εξολοθρευτική. Συνδυαστικά, βλέπουμε πως ο μισογυνισμός είναι μικροφασιστικός στο πυρήνα του.

Ο μικροφασισμός στην έμφυλη μορφή είναι το παλιγενετικό εγχείρημα της απομείωσης σε όλα τα πεδία. Ο αυτογενετικός κυρίαρχος είναι το υποκείμενο που κατανέμει τους ανθρώπους στα πεδία, και μετά επανεμφανίζεται ως συνοριοφύλακας και έμφυλη ασφάλεια στο έδαφος της πατριαρχίας.

Ο μικροφασιστικός εξολοθρευτισμός στη μορφή του μισογυνισμού δεν είναι μια ομοιόμορφη εμπειρία. Ο εξολοθρευτισμός μπορεί να είναι αποκλειστικός (αδιαφορία για το θάνατο, απανθρωποποίηση, παρεμπόδιση της κοινωνικής αναπαραγωγής) ή να είναι συμπεριληπτικός (προϋπόθεση υποτακτικής θέσης, φεουδαρχικοί ρόλοι, εξαναγκαστική κοινωνική αναπαραγωγή). Συχνά είναι και τα δύο.

Η μακρόχρονη ύπαρξη (longue durée, ΣτΜ: κυριολεκτικά μακρά διάρκεια) του μικροφασισμού και της πατριαρχίας σημαίνει πως προϋπάρχει των δεξιών σχηματισμών. Η δεξιά απλά την «οπλοποιεί» επειδή τα όπλα ήδη χρησιμοποιούνται και βελτιωθεί στο συνεχιζόμενο πόλεμο κατά των γυναικών. Ακόμη και η φαινομενική «ειρήνη» της κατεστημένης πατριαρχικής τάξης ήταν απλά προσωρινός διακανονισμός. Αυτή η πατριαρχική ιεραρχία στη περίοδο ειρήνης, μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία του πολέμου κατά των γυναικών, πρόσφερε τα σχέδια και τα εργαλεία για την ανάπτυξη του φασισμού.

Οι ρυθμοί του μισογυνισμού

Το να έρθει το φύλο στο προσκήνιο σημαίνει την αναθεώρηση των ρυθμών και των κλιμάκων του μικροφασισμού. Χρονικά μιλώντας, ποιες είναι οι αρχικές ιστορίες που λέγονται για την αποικιοκρατία; Πως διηγείται κανείς αυτές τις ιστορίες για το φύλο; Στρεφόμαστε σε θρησκευτικές (κυρίως χριστιανικές) αφηγήσεις όπως και σε πνευματικές πολεμικές (πχ. Julius Evola). Έχουμε ήδη δει την χρονικότητα των κυνηγιών μαγισσών ως θεμελιώδεις και κυκλικές στιγμές. Με τον ίδιο τρόπο, ο μισογυνισμός είναι τόσο αντίδραση όσο και επιστροφή σε αρχαϊκές μορφές μυθικής βίας.

Έχοντας αναλυθεί στη δεκαετία του 1990 από την Susan Faludi μέσα σε μια συγκεκριμένη μορφή της, η «αντίδραση» έχει επανεμφανιστεί για να κατανοηθεί η ανοδική τάση στην έκταση, οξύτητα και διάδοση του μισογυνισμού. Η αντίδραση όμως κατονομάζει μια στιγμή σε μια δυναμική που δεν λειτουργεί πάντα ως ξεκάθαρο μπρος πίσω. Κατά τη διατύπωση της Sarah Banet-Weiser, ο διαδεδομένος μισογυνισμός συχνά το αντιστρέφει αυτό με το να είναι «απάντηση και κάλεσμα» παρά «κάλεσμα και απάντηση». Ο φεμινισμός απαντά στις αδικίες και στις καταπιέσεις, ενώ ο αντιφεμινισμός απαιτεί μια αποκατάσταση, ακόμη και με πολεμικά καλέσματα. Η αντίδραση επίσης λειτουργεί σε αγωνιώδεις προβολές μελλοντικών απωλειών παρά απλά και μόνο σε περασμένες. Η αντίδραση λειτουργεί ταυτόχρονα ως αντίδραση σε «επιτεύγματα» όπως και ως πρόληψη υλοποίησης δυνατοτήτων, με παρόμοιο τρόπο του πως ο Herbert Marcuse περιέγραφε το φασισμό ως «αποτρεπτική αντεπανάσταση».

Η αντίδραση είναι μια ιδιαίτερη συγκυριακή μορφή του συνεχιζόμενου πολέμου κατά των γυναικών. Η Silvia Federici μας υπενθυμίζει πως ο πόλεμος κατά των γυναικών δεν είναι πράγμα που ανήκει στο παρελθόν: «Από την εξάπλωση νέων μορφών κυνηγιών μαγισσών σε διάφορες περιοχές του κόσμου ως την κλιμάκωση του καθημερινού αριθμού φόνων γυναικών παγκοσμίως, τα στοιχεί συσσωρεύονται που δείχνουν πως διεξάγεται ένας νέος πόλεμος εναντίον των γυναικών». Όσο και αν το κεφάλαιο χρειάζεται να παράξει νέες περιφράξεις, το ίδιοι και ο πόλεμος κατά των γυναικών γίνεται πιο ενεργός σε διαφορετικές στιγμές. Πρόσφατες κορυφώσεις στις γυναικοκτονίες είναι μια υπενθύμιση και επαναφορά της γέννησης του νεοφιλελευθερισμού κατά τους «βρώμικους πολέμους» της Λατινικής Αμερικής. Η νεότερη εκδοχή του πολέμου κατά των γυναικών στρέφεται προς τον φεμινισμό ως «’εσωτερικό εχθρό’ που απειλεί την οικογένεια, τα σεξουαλικά ήθη και την πολιτική τάξη». Η Judith Butler μας ζητά να σκεφτούμε «πως το κίνημα κατά της έμφυλης ιδεολογίας είναι μέρος του φασισμού», και η Verónica Gago προσθέτει, «ο σύγχρονος φασισμός ανιχνεύει και αντιδρά στην δύναμη μας ως φεμινιστικό, αντιρατσιστικό, αντιβιολογιστικό, αντινεοφιλελεύθερο, και για αυτό, αντιπατριαρχικό κίνημα». Οι μισογυνικές εκφράσεις της έμφυλης αστυνόμευσης και τιμωρίας γίνονται πιο ορατές και οξείες – ως ανοιχτές εχθροπραξίες – σε ένα συνεχιζόμενο «ακήρυχτο πόλεμο» που εντοπίζεται πίσω στις προϋποθέσεις του καπιταλισμού.

Η αντίδραση ως πόλεμος κατά των γυναικών φτάνει ακόμα πιο πίσω, πηγαίνοντας σε προϊστορικές εποχές, κυρίως μέσα από θρησκευτικούς μύθους και ανθρωπολογικά τεχνουργήματα, για να κατονομαστεί η ιδρυτική βία των ανδρών κατά των γυναικών. Η πρωταρχική διαφοροποίηση της αρρενωπότητας μέσα από τις πατριαρχικές συμμαχίες, το εμπόριο των γυναικών και οι πολεμικές ομάδες καθιερώνουν αυτή την αρχαία ιεραρχία (την αυτογενετική κυρίαρχη δύναμη του κατονομασμού και υποκειμενικοποίησης). Η πατριαρχία αποτελεί ήδη μια εκ των προτέρων αντίδραση ενάντια στις απείθαρχες και ανυπότακτες γυναίκες. Η μυθική πατριαρχική βία στηρίζεται σε ένα πόλεμο που προϋπάρχει της καθιέρωσης της ιεραρχίας.

Κάθε έκφραση μισογυνισμού είναι μέρος αυτού του διαρκούς κύκλου, ένας πόλεμος εναντίον των γυναικών που φέρει ταυτόχρονα τις ρίζες της καπιταλιστικής πατριαρχίας όπως και της προκαπιταλιστικής πατριαρχίας. Όταν αμφισβητούνται οι βάσεις, η αντίδραση επιτρέπει στην πατριαρχία να «επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της μέσω της παρενόχλησης, της βίας και του εκφοβισμού» κατευθυνόμενη στην άρνηση των γυναικών να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Ο μισογυνισμός εντείνει τη βία για να εξασφαλίσει μια ιεραρχία που καταρρέει ή ανασυντίθεται.

Ενώ η βία μπορεί να αυξάνει στις οξείες μορφές της στη διάρκεια μιας παρακμής, αυτό που επανακαθιερώνεται είναι η ιδρυτική βία – η τάξη και ο κανόνας που επιβλήθηκε μυθικά ως επικυριαρχία. Η μισογυνική βία μιας συγκυριακής βίας μπορεί να θεωρηθεί πως είναι η αναζήτηση εκδίκησης ενάντια σε έναν θεωρούμενο κοντινό εχθρό (φεμινισμός, γυναίκες) αλλά επίσης και μια αποκατάσταση. Είναι η ανθεκτικότητα της ιεράρχησης, όχι απλά η παρακμή της, που είναι βίαιη. Η πατριαρχία βασίζεται πάνω στη βία και διατηρεί την εξουσία της μέσα από περισσότερη βία και εξολοθρεύσεις.

Όταν ο φασισμός τοποθετείται ως αντίδραση στην ακαδημαϊκότητα, είναι σαν μια αντίδραση στη νεωτερικότητα ή την έμφυλη πρόοδο. Αν και αυτό είναι συγκυριακά βάσιμο, δεν εξηγεί τη βία που έχει εμποτίσει τις έμφυλες σχέσεις στη νεωτερικότητα σαν καπιταλιστική πατριαρχία. Η νοικοκυροποίηση, η εμπόρευση των γυναικών, τα συνεχή κυνήγια μαγισσών, και η δημόσια/ιδιωτική ιεράρχηση αποτελούσαν όλα κεντρικά στοιχεία της νεωτερικότητας, και συνεχίζουν μέσα στον καθημερινό σεξισμό της γλώσσας, των εικόνων, του νόμου και των αλληλεπιδράσεων.

Ο μισογυνισμός ως μικροφασισμός έχει μια γενεαλογία ανάλογη με τον Αιώνιο Φασισμό (Ur-Fascism): είναι ταυτόχρονα αρχαϊκός και παράλληλα υποβόσκει. Ο μισογυνισμός ήταν εκεί κατά την εμφάνιση μιας πατριαρχικής ιεράρχησης (στη μυθική χωροθέτηση· στην υποταγή μέσα σε συμμαχικά εμπορικά δίκτυα· και με τη καπιταλιστική μορφή, στο κάψιμο των μαγισσών), στη κορύφωση του (κανονικότητα, ηγεμονία, σταθερότητα) και στη παρακμή του (αστάθεια, αμφισβήτηση, κρίση). Ο μισογυνισμός είναι τόσο η επιστροφή του παρελθόντος και μια πρόληψη ενός επαναστατικού μέλλοντος. Κάθε σύγχρονη μισογυνιστική έκφραση κουβαλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που χρειάζονται ανάλυση.

Η αντίδραση σηματοδοτεί μια χειροτέρευση της βίας μέσα από σχετικά σταθερή επιβολή πατριαρχικών κανόνων και το ξέσπασμα ιδρυτικής βίας με την επιστροφή πολεμικών ομάδων/συμμαχιών. Το αποτέλεσμα είναι μια διάσπαση της κοινωνικής ειρήνης της βασιλείας της πατριαρχίας (της μυθικής της βίας) και επιστροφή στον ανοιχτό κοινωνικό πόλεμο με πιο διεσπαρμένη, εκρηκτική και ανεξέλεγκτη βία (καθημερινές πράξεις εκδίκησης, βιαιοπραγίες δημόσια και διαδικτυακά). Ο μισογυνισμός ασκείται ως ακτιβισμός για τα δικαιώματα των ανδρών (MRA), ως εκστρατείες παρενόχλησης (Gamergate), όπως και πιο διάχυτο συντονισμό των μαζικών δολοφόνων που πιστεύουν στην ανδρική υπεροχή. Ο μισογυνισμός δεν ασκείται σαν ένα μεμονωμένο υποκείμενο με απόψεις και συμπεριφορές – ούτε ως κρατική/θεσμική μορφή – αλλά ως κίνημα, ή πιο σωστά, ένα όλο και εχθρικότερο περιβάλλον. Αυτός είναι ο μικροφασιστικός πόλεμος κατά των γυναικών.

 

Μισογυνικά μέσα

Δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε με το Διαδίκτυο για να καταλάβουμε πως έχει διαμεσολαβηθεί ο μισογυνισμός. Έρευνες δεκαετιών πάνω στο φύλο και στην αντιπροσώπευση εστίασαν στις πρώιμες εκδοχές του διαμεσολαβημένου μισογυνισμού, που με όρους μικροφασισμού, μπορεί να οριστεί ως η παλιγενετική πολιτισμική παραγωγή και κυκλοφορία εικόνων, χειρονομιών και δηλώσεων που έχουν στόχο την μείωση της γυναίκας. Φαντασιώσεις της ποπ κουλτούρας σχετικά με τη καλή ζωή στρέφονταν προς τις ανδρικές φαντασιώσεις εξουσίας και ελέγχου, βασιζόμενες στην πειθάρχηση των γυναικών (είτε κωμικές σειρές με εκδοχές της νοικυροποίησης, διαφημίσεις που εργαλειοποιούν τα γυναικεία σώματα για την απόλαυση των ανδρών ή αισθητικοποιημένες απεικονίσεις της βίας κατά των γυναικών).

Συγκεκριμένες φάσεις παραγωγής των πατριαρχικών ηγεμονικών μέσων περιείχε αυτό που η Αμερικανίδα κοινωνιολόγος Gaye Tuchman αποκάλεσε «συμβολικό αφανισμό των γυναικών». Γράφοντας κατά τη δεκαετία του 1970, η Tuchman σημείωσε πως διαφημίσεις, ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και μουσικά βίντεο εξολοθρεύουν αναπαραστατικά τις γυναίκες μέσα από «είτε την καταδίκη, ευτελισμό» ή της «απουσίας». Οι γυναίκες «συμβολοποιούνται ως παιδικά στολίδια που πρέπει να προστατευτούν ή… να περιοριστούν στη σεξουαλικότητα τους, τα συναισθήματα τους και το σπίτι τους».

Οι αλλαγές στη κουλτούρα των μέσων καταλήγει σε «θετικές εικόνες» που συνεχίζουν το συμβολικό αφανισμό, τώρα με την εργαλειοποίηση των ικανοτήτων των γυναικών προς στόχους που τελικά τις υπονομεύουν. Ατελείωτες συμπεριφορές τύπου μπορώ να, ατελείωτη εργασία πάνω στον εαυτό ως αξία επωνυμίας, αγχωμένη αυτό-τροποποίηση γύρω από ιδανικά τελειότητας – όλα αυτά αποτελούν εξουθενωτικές ενεργοποιήσεις. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η κουλτούρα  της κατανάλωσης και της ψυχαγωγίας απεικονίζει ενεργές γυναίκες και ακόμη και τις «ενεργοποίησε». Η καπιταλιστική πατριαρχία ανέλαβε το έργο της απορρόφησης του φεμινισμού, την δημιουργία χώρου για αντιπατριαρχικές θέσεις μέχρι σε ένα βαθμό (αποκαλούμενος πλατύς φεμινισμός, νεοφιλελεύθερος φεμινισμός και μετά-φεμινισμός). Αυτού του είδους «ενεργοποιητικά» μιντιακές φόρμες μειώνουν τις δυνατότητες των γυναικών σε ψευδή ενδυνάμωση, καταναλωτικό ακτιβισμό και νεοφιλελεύθερες παραμέτρους υποκειμενικότητας.

Η μετακίνηση από το συμβολικό αφανισμό στην ενεργή συμμετοχή και αλληλεπιδραστική ορατότητα έφερε τις δικές της αλλαγές στο διαμεσολαβημένο μισογυνισμό. Επιπλέον όλης της προσπάθειας για ανταπόκριση στην απαίτηση για ορατότητα και ενδυνάμωση, οι γυναίκες τώρα πρέπει να ασχολούνται και με τις μισογυνικές αντιδράσεις. Μια τέτοια εξολόθρευση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε μια στιγμή που οι γυναίκες παροτρύνονται να εκφραστούν, να μιλήσουν ως μέρος μιας ψηφιακής δημόσιας κουλτούρας. Οι γυναίκες έχουν βρεθεί σε ένα κόσμο διαταγμάτων να δείχνουν και να εκφράζουν τον εαυτό τους, μόνο και μόνο για να έρθουν αντιμέτωπες με ένα φάσμα τακτικών αστυνόμευσης και αποσιώπησης εναντίον τους.

Ο έμφυλος μικροφασισμός βρήκε ενισχυμένες πλατφόρμες στον 21ο αιώνα, τα τεχνολογικά όμως συστήματα ήταν ήδη εμποτισμένα με πατριαρχικές νόρμες. Ο πλατύς, δικτυωμένος και διαμεσολαβημένος μιοσογυνισμός προήλθε από ένα, ήδη υπαρκτού, ιστορικού σύγκλισης έμφυλης εξουσίας και τεχνολογίας. Ο διαδικτυακός μισογυνισμός, ή όπως τον ονομάζει η Emma James, «e-χολή» βιώθηκε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρώιμου Διαδικτύου, ξεκινώντας με το «cyberstalking» στις διαδικτυακές κοινότητες της δεκαετίας του 1990. Άλλες ονομασίες για αυτή την ένωση τεχνολογίας μέσων και διαδικτυακού μισογυνισμού περιλαμβάνουν τα «έμφυλο κυβερνο-μίσος, βία υποβοηθούμενη από τη τεχνολογία, βία συνδεδεμένη με τη τεχνολογία, διαδικτυακή κακοποίηση, διαδικτυακή ρητορική μίσους, δικτυωμένη παρενόχληση και διαδικτυακός μισογυνισμός». Ο διαμεσολαβημένος μισογυνισμός δεν είναι ούτε σποραδικός ούτε ατομικός αλλά αντίθετα είναι ενσωματωμένος στα συστήματα επικοινωνίας ως πρακτικός κανόνας αλληλεπίδρασης

Ο μικροφασιστικός μισογυνισμός κάνει την εμφάνιση του όχι μόνο με τις πιο ορατές μορφές, αλλά στο πολιτισμικό του σχηματισμό και το κοινωνικο-τεχνικό σχεδιασμό του. Η μίμηση στη ψηφιακή κουλτούρα είναι δηλητηριασμένη μέχρι τη ρίζα της. Δεν υπήρξε ποτέ μια τεχνολογία που απλά συνέδεε τους ανθρώπους· ήταν βυθισμένη εξαρχής σε μορφές και συναρμογές διαμορφωμένες από την αυτογενετική κυριαρχία.

Ο ανδρικός μικροφασισμός, όπως και ο μισογυνισμός γενικότερα, έχει μια ιδιαίτερη μορφή – την πιο προηγμένη τεχνολογία – αλλά ουσιαστικά είναι μια επέκταση και ανανέωση του διαρκούς πολέμου και της αρχαίας διαφοροποίησης. Η μισογυνική αντίδραση ξυπνά εκ νέου την πατριαρχική τοπογραφία των θεμελιωδών έμφυλων διαφορών. Για παράδειγμα, όσον αφορά την διαδικτυακή πατριαρχική τοπογραφία, το ψηφιακό «manspreading» συνεχίζει τον ανδρικό επεκτατισμό που εντοπίζεται στους φυσικούς χώρους με την παρενόχληση μέχρι εκδιώξεως των γυναικών από ένα τόπο ώστε να επιτραπεί τον καταλάβουν άνδρες. Μια άλλη μισογυνική ψηφιακή/χωρική πρακτική περιλαμβάνει ασταμάτητες δημόσιες υπενθυμίσεις της ανδρικής κυριαρχίας. Πάρτε για παράδειγμα τους «κυβερνοεπιδειξίες», που αφορά την πράξη της επιβολής της εμφάνισης αισχρών εικόνων στη συσκευή του στόχου. Το αποκαλούμενο «AirDrop bombing», πιο συχνά «γίνεται από ανώνυμους άνδρες σε γυναίκες ώστε να εκφοβίσουν ή να προκαλέσουν αντίδραση» αυτό περιλαβαίνει κυρίως φωτογραφίες ανδρικών γενετικών οργάνων, αλλά μπορούν επίσης  να απεικονίζουν φρικιαστικό θάνατο, τρομακτικούς τραυματισμούς και άλλο σοκαριστικό περιεχόμενο.

Η Natalie Gil διηγείται την ιστορία της Rochelle για την δική της εμπειρία παρενόχλησης μέσω AirDrop  σε ένα συρμό του μετρό του Λονδίνου: «Με έκανε να αισθανθώ σοκ, άβολα, ενοχλημένη και απόλυτα αηδιασμένη καθώς συνέχιζε να εμφανίζεται παρά το ότι απέρριψα την εικόνα». Σε μια αιχμηρή ανάλυση του trolling που σπάνια εντοπίζεται μελετητές της ψηφιακής κουλτούρας, η Rochelle αναφέρει, «Νομίζω πως οι άνδρες το κάνουν επειδή πιστεύουν πως είναι αστείο να βλέπουν τις αντιδράσεις άλλων ανθρώπων, αν και το βρήκα κάθε άλλο παρά αστείο. Ίσως αισθάνονται μια αίσθηση εξουσίας πάνω στους άλλους…. Μου φαίνεται επιθετική συμπεριφορά  επειδή υποβάλλει ανθρώπους σε ανεπιθύμητες και ακατάλληλες εικόνες». Αυτό ήταν μια διπλή παρενόχληση – σε μια ιδιωτική οθόνη και, δεδομένης της ανασφάλειας που αισθάνθηκε in situ, στη δημόσια συγκοινωνία.

Όπως άλλα παραδείγματα «διευκολυμένου από τη τεχνολογία εξαναγκαστικό έλεγχο», η παρενόχληση μέσω AirDrop επιδιώκει τον εκφοβισμό των γυναικών στο δημόσιο χώρο και να τις ωθήσει ξανά πίσω στο ιδιωτικό πεδίο. Δεν είναι ότι η οικιακή σφαίρα είναι απαλλαγμένη από παρόμοιο διαμεσολαβημένο μισογυνισμό, όπως φαίνεται από την εμφάνιση νέων τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται από κακοποιητές για να ελέγξουν τις γυναίκες στο σπίτι. Βλέπουμε ένα κύκλωμα εδώ, καθώς αυτές οι οικιακές τεχνικές επιβολής επεκτείνουν την ενδοοικογενειακή βία στη ψηφιακή σφαίρα. Ο τεχνολογικά προηγμένος διαμεσοαλβημένος μισογυνισμός επαναβεβαιώνει τους πατριαρχικούς μικροφασιστικούς χώρους τόσο μέσω της ενδοοικογενειακής βίας και μέσω της βίας για την υπόταξη των γυναικών σε όλους τους χώρους.

Στους διαδικτυακούς χώρους, έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο σύνολο από «νέες» μικροφασιστικές εξολοθρευτικές τεχνικές. Οι ανδρικές περίπολοι εξασφαλίζουν διαδικτυακά σύνορα μέσω της έξωσης, που περιλαμβάνουν την ασταμάτητη χρήση του ακρωνυμίου GTFO («Get The Fuck Out»). Η εξολόθρευση έρχεται με τη μορφή της απαίτησης οι γυναίκες να θεωρήσουν το παρενοχλητικό trolling ως χιούμορ και μετά να ακούν πως αν δεν ανέχονται τα «αστεία», τότε GTFO. Ο Milo Yiannopoulos ανακοίνωσε, «η λύση στην διαδικτυακή ‘παρενόχληση’  είναι απλή: οι γυναίκες πρέπει να αποσυνδεθούν». Συνέχισε κομπάζοντας, «Εγώ, ο Donald Trump και τα υπόλοιπα κυρίαρχα αρσενικά (alpha males) θα συνεχίσουν να κυριαρχούν το Ίντερνετ δίχως τη φεμινιστική κλάψα». Στο πνεύμα των συνεπειών του σύγχρονου μικροφασισμού, ο Yiannopoulos προσθέτει πως αυτός ο εξολοθρευτισμός «θα έχει πλάκα!».

Ο εξολοθρευτισμός δεν παίρνει πάντοτε τη μορφή ξεκάθαρης βίας, καθώς παράγει «τρομακτικές, αποσιωπητικές και αυτολογοκριτικές συνέπειες». Η Heather Savigny, μαζί με τις άμεσες και βιτριολικές μορφές παρενόχλησης, επικαλείται την Berlant για να μας υπενθυμίσει το εύρος των καθημερινών σεξιστικών εμπειριών της «αργής και συνεχούς ντροπής, κατάθλιψης αναφορικά με την τελειότητα, το άγχος, την αϋπνία». Οι γυναίκες στους «ψηφιακούς χώρους» υποβάλλονται σε παρόμοια αντιμετώπιση με αυτή που βιώνουν στους φυσικούς δημόσιους χώρους, και με το επιπλέον χαρακτηριστικό όπου η έκφραση διαφωνίας με γυναίκες εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε τρομακτικές απειλές εναντίον τους. Το αθροιστικό αποτέλεσμα είναι η φίμωση και η εξαφάνιση των γυναικών από τους διαδικτυακούς κόσμους. Ο διαρκής περιορισμός των γυναικών στο σπίτι (περίφραξη) έχει έτσι ανάλογα στην διαδικτυακή κουλτούρα. Ο έμφυλος μικροφασισμός βρήκε, ή καλύτερα ίδρυσε, ένα τεχνολογικό σύστημα για να επεκτείνει το πεδίο του πολέμου στις γυναίκες. Και τελικά πήρε ένα όνομα: η ανδρόσφαιρα (manosphere).

Η ανδρόσφαιρα ως πατριαρχική ιεράρχηση

Η «ανδρόσφαιρα» αναφέρεται τυπικά σε εκείνο το κομμάτι της ψηφιακής κουλτούρας που είναι αφιερωμένη στην δημιουργία «τοξικής» ανδρικής υποκειμενικότητας, ιδιαίτερα στη γνωσιακή-παραγωγή από και για άνδρες για την αποκατάσταση της πατριαρχικής εξουσίας στο κοινωνικό, το νομικό και στο πολιτισμικό πεδίο (νομικά δικαιώματα, εκπαίδευση, συμβουλές για ραντεβού, συμβουλές για γυμναστική, ή σεξουαλική εκπαίδευση). Με απλά λόγια, η ανδρόσφαιρα είναι μια μικροφασιστική αρένα όπου ανδρικές αγέλες ακονίζουν τα όπλα τους για το πόλεμο ενάντια στις γυναίκες, επεκτείνοντας τον εξολοθρευτισμό τόσο ως έξωση όσο και ως διάχυτη απαξίωση.

Αυτό που αποκαλείται «ανδρόσφαιρα» είναι λιγότερο μια συγκεκριμένη υποκουλτούρα του διαδικτύου και περισσότερο μια πολιτισμική νόρμα εξαπλωμένη σε διάφορους τόπους. Η ανδρόσφαιρα δεν ένα στεγανό χώρο αλλά την επέκταση της παρενόχλησης και του έμφυλου trolling σε πολλούς διαδικτυακούς χώρους, και συμπεριλαμβάνει επιθετικότητα εναντίον ερωτικών συντρόφων, πρώην συντρόφων, πιθανόν ραντεβού και αγνώστων. Η «ανδρόσφαιρα» είναι έτσι κάπως περιορισμένη ως έννοια, καθώς περιγράφει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της διαδικτυακής κουλτούρας αποκομμένο από την μη-ανδρόσφαιρα. Πιστεύω πως χρειάζεται μια πιο διευρυμένη εκδοχή της: η ανδρόσφαιρα περιγράφει ένα τμήμα του ίντερνετ που επιδιώκει να μετατρέψει ολόκληρο το ίντερνετ στο ίδιο. Η ανδρόσφαιρα είναι εγγενώς μια προσπάθεια manspreading: προσπαθεί να εμποτίσει ο σύνολο της ψηφιακής σφαίρας με ένα τεχνολογικά υποβοηθούμενο πόλεμο κατά των γυναικών.

Την ανδρόσφαιρα υπερασπίζονται με θέρμη οι υποστηρικτές της ως χώρο ελευθερίας ενώ προσπαθεί να εξαπλωθεί ως ένα τεράστιο πεδίο εκπαίδευσης για αυτογενετική κυριαρχία. Η ανδρόσφαιρα αναβιώνει αρχαία τελετουργικά μύησης μέσω αυτού που ονομάζεται «redpilling». Η ανδρόσφαιρα έτσι εκπέμπει πατριαρχία όχι απλά σε περιεχόμενο (δικαιώματα των ανδρών, αναβίωση πατριαρχικών ιδεών, αξιώσεις φυσικής κυριαρχίας) αλλά και στην ης αυτογενετικής κυριαρχίας ως μύηση και επέκταση.

Για παράδειγμα, δείτε το τρόπο που μυσογυνικές αγέλες δημιουργούν δεσμούς στην δια-υποκειμενική διαδικασία του διαδικτυακού trolling. Η παρενόχληση δεν πραγματοποιείται μέσα σε μία δυάδα (μονόδρομα από τον κακοποίηση προς το στόχο). Το διαδικτυακό trolling για να λειτουργήσει, η κακοποίηση χρειάζεται ένα τρίτο πρόσωπο – ένα κριτή και/ή χειροκροτητή/κοινό. Αυτός είναι ο δεσμός που δημιουργείται με τους άλλους θεατές, που λειτουργούν ως θεατές και μαζορέτες – μια μορφή μύησης. Υπάρχουν όμως και άλλα εδώ. Το τρίτο υποκείμενο είναι συνήθως επίσης κακοποιητής. Το πρόσωπο αυτό κρίνει αλλά επίσης πράττει, ανταγωνιζόμενο το πρώτο troll είτε συνεισφέροντας είτε ανεβάζοντας το επίπεδο παρενόχλησης. Ο δεσμός που δημιουργείται μεταξύ κακοποιητής και κριτή/κακοποιητή, ανεξάρτητα πόσο προσωρινός είναι, είναι η βάση της συμμαχικής ομάδας, αναβιώνοντας και επιταχύνοντας τώρα ψηφιακά το πόλεμο κατά των γυναικών.

Όταν άλλοι (όπως οι γυναίκες) παίρνουν την θέση του τρίτου ως κριτή, η ανδρόσφαιρα ουρλιάζει με τρόμο «Πολιτική ορθότητα! Λογοκρισία! Δικαιωματισμός! Ακύρωση!». Πέρα από το να προκαλέσουν ένα συναίσθημα στο στόχο τους ή και να τον απομακρύνουν από το χώρο, οι πατριαρχικές αγέλες θέλουν τελικά να διατηρήσουν την εξουσία τους ειδικά με τη μορφή της απόφασης ποιος μπορεί να καταλαμβάνει τη θέση του μάρτυρα και πως. Ο στόχος είναι ο έλεγχος πάνω στην ίδια την κριτική.

Η ελευθερία που επικαλούνται οι πατριαρχικές συμμαχίες είναι στη πραγματικότητα μια αυτογενετική κυριαρχική απαίτηση για την άδεια να ορίσει οτιδήποτε θέλει ως τόσο εξολόθρευσης. Οι ισχυρισμοί της ανδρόσφαιρας για ελευθερία λειτουργούν όχι μόνο για τον αφανισμό των γυναικών από το προσκήνιο, αλλά για να επιβεβαιώσουν και για να επιβεβαιωθούν πάνω σε αυτό. Τελικά με το τρόπο αυτό η επιθυμία για ανδρική ελευθερία είναι στη πραγματικότητα ένας ελιγμός για τον έλεγχο των όρων της αλληλεπίδρασης, της επιβολής χώρου και της ιεράρχησης ως κυρίαρχου.

Η ανδρόσφαιρα έτσι ορίζει έναν ψηφιακά ενισχυμένο μικροφασισμό. Η ανδρόσφαιρα είναι η ψηφιακή τάση της ανδρικής σφαίρας, όχι με την έννοια του απλά να γεμίσει με άνδρες (αν και η πατριαρχική φαντασίωση είναι ακριβώς αυτή) αλλά ως διαφυγή/απόδραση από μια υλικότητα σε έναν αφηρημένο άλλο κόσμο. Η διαδικτυακή κουλτούρα, ως ανδρικός χώρος, αποδρά από το υλικό προς αναζήτηση εξαΰλωσης.. πιο συγκεκριμένα, βλέπουμε μια σύγκλιση εξαϋλώσεων: η φυγή από την υλικότητα προς τις ψηφιακές φαντασίες συναντά εδώ την αισθητική φυγή (συνδεδεμένη με την κριτική, ειδικά την ομορφιά και την αξία).

Η απόδραση αυτή είναι η πρωτογενής διαφοροποίηση. Η ψηφιακή σφαίρα, όταν εμποτίζεται με την αυτογενετική κυριαρχική υποκειμενικότητα της αρρενωπότητας, είναι η πιο πρόσφατη ενσάρκωση της μικροφασιστικής παραγωγής υποκειμενικότητας και πραγματικότητας.

Γνωρίζουμε, ωστόσο, πως οι αυτογενείς κυρίαρχοι δεν μπορούν ποτέ να φύγουν ολοκληρωτικά. Οι άνδρες δεν μπορούν απλά να καταφύγουν σε ψηφιακούς κόσμους· πρέπει να επιστρέφουν αδιάκοπα τις γυναίκες σε μια ιδιωτική, αποσυνδεδεμένη κατάσταση. Ο μικροφασιστικός άνδρας δραπετεύει απλά για να επιστρέψει ως τρόπος αναδιαμόρφωσης των χωρικών και υποκειμενικών συνθηκών ελέγχοντας το έδαφος της υποκειμενικότητας.

Η ανδρόσφαιρα ως το πεδίο του πολέμου κατά των γυναικών

Το πιο σημαντικό για τη μελέτη μας του μικροφασισμού είναι ο τρόπος που η ανδρόσφαιρα (ή το πατριαρχικό ίντερνετ) είναι το πεδίο εκπαίδευσης που παράγει τις πατριαρχικές συμμαχίες. Η γλώσσα του πολέμου μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε το μισογυνισμό σε μια συστηματοποιημένη και συλλογική εκστρατεία, όπου οι διαδικτυακές πλατφόρμες μπορούν ευκολότερα να διευκολύνουν τον συντονισμένο μισογυνισμό, όπου σύνολα από μαύρες τρύπες οργανώνονται ως ομάδες για να συμμετέχουν στην μπροστά από κοινό μάχη στον πόλεμο κατά των γυναικών.

Ο διαμεσοαλβημένος μισογυνισμός ως διαδικτυακή δράση ήταν η μορφή που προηγήθηκε και υποστήριξε την στρατηγική και την οργάνωση της alt-right.  Το Gamergate έχει καθιερωθεί εύστοχα ως το πρότυπο για τις επιθέσεις της alt-right. Η επιτυχία του Gamergate να πάρει την μορφή μιας διαδικτυακής επιθετικής οργάνωσης εξαρτιόνταν από μια υπάρχουσα ήδη μικροφασιστική κουλτούρα διαμεσολαβημένου μισογυνισμού ενσωματωμένου στην πατριαρχική ιεράρχηση του Διαδικτύου. η συντονισμένη επίθεση σε πολλές πλατφόρμες, η χρήση της ειρωνείας  και το πέρασμα ορίων, οι δράσεις χλευασμού: όλα έχουν βαθιές ρίζες στην έμφυλη παρενόχληση, τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου. Οι αργές, τυπικές πρακτικές της βίας και μείωσης υπήρχαν ήδη στη σύνθεση, απλά βρήκαν νέο τρόπο να συντονιστούν. Το trolling, για να θυμίσω την προηγούμενη εκτίμηση μας, ήταν ήδη έμφυλο και με μορφή αγέλης.

Τα ονόματα που δίνονται σε δράσεις προερχόμενες από την ανδρόσφαιρα (επιχειρήσεις, επιδρομές, εκστρατείες) δείχνουν την καταγωγή τους στη μάχη όπως και οι συντονισμένες προσπάθειες των πατριαρχικών συμμαχιών. Ο πόλεμος κατά των γυναικών τώρα περιλαμβάνει ψηφιακά όπλα και πεδία, ο μισογυνισμός όμως είναι ένας προσανατολισμός για δράση, έτσι είναι σημαντικό να αφήσουμε το Διαδίκτυο και να δούμε πως οι δράσεις και οι στρατιώτες περνάνε στον φυσικό κόσμο.

Η πιο θεαματική δυτική μορφή που συμμετέχει στο πόλεμο κατά των γυναικών είναι ο δολοφόνος/υπέρμαχος της ανδρικής υπεροχής που ονομάζεται incel. Οι incel είναι «ακούσια άγαμοι», και ενώ ο όρος έχει περίπλοκη ιστορία, έχει τουλάχιστον από το 2014 χρησιμοποιηθεί για μια διαδικτυακή κοινότητα ανδρών, ενωμένων από τη πληγή λόγω της ανικανότητας τους να πείσουν γυναίκες να κάνουν σεξ μαζί τους.

Ο δικτυωμένος μισογυνισμός, δημιουργημένος μέσα από χρόνια διαδικτυακής παρενόχλησης, καθοδηγούμενου trolling και αμοιβαίας ενθάρρυνσης, μετατρέπεται σε δικτυωμένη φυσική δράση. Αντηχώντας τον μοιρολατρικό μοναδισμό του meme «Forever Alone», η βία των incel συχνά συνδυάζει γυναικοκτονία με αυτοκτονία, ένα νεκρωτικό δίκτυο από μαύρες τρύπες.

Οι ίδιες οι λέξεις των μαζικών incel δολοφόνων περιγράφουν το σχέδιο τους. Μαζί με το Gamergate, η χρονιά του 2014 βίωσε ακόμη ένα σημαντικό σημείο καμπής για επιθετικές αντιδράσεις εναντίον των γυναικών. Ο Elliot Rodger, που σκότωσε έξι και τραυμάτισε δεκατέσσερις ανθρώπους, εξέφρασε την εχθρικότητα στο τελευταίο του βίντεο όταν ανακοίνωσε, «Αν δε μπορώ να σας έχω, κορίτσι, θα σας καταστρέψω». Αυτό ήταν μετά την δημοσιοποίηση του μανιφέστου του, που του είχε δώσει το τίτλο «Ο Πόλεμος Κατά των Γυναικών».

Όπως άλλες μορφές πολέμου, ο δικτυωμένος μισογυνισμός αναπτύσσει μια κουλτούρα γεμάτη από μάρτυρες και ήρωες. Ο Alek Minassian σκότωσε δέκα και τραυμάτισε δεκαέξι το 2018 όταν έριξε το βαν του σε ένα πολυσύχναστο πεζοδρόμιο του Τορόντο. Πριν τη μαζική δολοφονία, ο Minassian ανάρτησε «Στρατιώτης… Πεζικού 00010, επιθυμεί να μιλήσει στον Λοχία 4chan», μια αναφορά στο ίνδαλμά του, Elliot Rodger. Μισογυνικοί μάρτυρες, στρατιώτες ακόμη και άγιοι αποτελούν τις πολεμικές πατριαρχικές συμμαχίες μιας ψηφιακής εποχής. Δεν χρειάζεται να είναι ζωντανός κάποιος για να είναι μέλος μια πολεμικής ομάδας – η επίκληση, η εικονογραφία και η έμπνευση είναι αρκετή.

Κάποιοι incel και οπαδοί των δολοφόνων επιμένουν πως το κίνητρο τους δεν είναι ο μισογυνισμός αλλά αντίθετα η ευχάριστη συντροφικότητα με άλλους άνδρες. Είναι το ίδιο πράγμα, καθώς το χιούμορ είναι μισογυνικό: η πατριαρχική συμμαχία επικυρώνεται μέσα από τη μορφή της εξολοθρευμένης γυναίκας.

Οι incel κηρύττουν το πόλεμο κατά των γυναικών ως προέκταση των καθημερινών προσδοκιών και μια βίαιη απάντηση στις απαντήσεις των ίδιων των γυναικών: την απόρριψη αυτών των πατριαρχικών προσδοκιών. Συχνά πρόκειται για μικρο-δράσεις από γυναίκες (πχ. μια απόρριψη των ερωτικών προσκλήσεων κάποιου) συνδεδεμένες με τις αρχαϊκές αρνήσεις των γυναικών της εργαλειοποίησης τους όπως και ως έκφραση της δικής του σεξουαλικής επιθυμίας. Οι incel έτσι ενσαρκώνουν το μισογυνισμό της αντίδρασης ως αποκαταστατικό πόλεμο.

Οι φόνοι από incel είναι οι πιο ξεκάθαρες εκδοχές των τεχνικών που έχουν δημιουργηθεί για την αποδυνάμωση των γυναικών, που καλύπτουν το φάσμα από την ακύρωση από pick-up-artist ως το gaslighting και τη νάρκωση. Οι incel έχουν δεχτεί ένα μεγάλο μέγεθος μελέτης και κάλυψης, καθώς οι δολοφόνοι έχουν εκφράσει το μίγμα μισογυνισμού, νεκρωτισμού και πολέμου με σαφήνεια. Για να εμβαθύνουμε στο γενικότερο πλαίσιο, πρέπει να εξετάσουμε την αλληλοεπικάλυψη του μισογυνισμού και των μαζικών φόνων.

Όταν το κίνητρο είναι φυλετικό ή θρησκευτικό, οι μαζικές δολοφονίες αναγνωρίζονται άμεσα ως τέτοιες. Οι μονοθεϊστικές δολοφονίες (πχ. χριστιανικές επιθέσεις σε συναγωγές και τζαμιά) που διαπράττονται για τη λευκότητα έχουν γίνει το κύριο στοιχείο των θεαματικών δολοφονιών της δεκαετίας του 2010. Έχουμε όμως δει και μισογυνικές σφαγές να γίνονται πριν, στη διάρκεια και μετά τις πιο ανοιχτά φυλετικές. Μερικές φορές αυτές οι έμφυλες σφαγές λαμβάνουν χώρα  στους αποκαλούμενους «γυναικείους χώρους» – π.χ. στούντιο γιόγκα και ινστιτούτα αισθητικής. Το φύλο όμως συχνά επηρεάζει τους στόχους και τα κίνητρα λιγότερο εμφανώς μισογυνικών επιθέσεων (σχολικοί πυροβολισμοί, θέατρα, νυχτερινά κλαμπ). Όταν ο μισογυνισμός είναι κομμάτι του υπόβαθρου του δολοφόνου, η σφαγή δεν θεωρείτε απαραίτητα έμφυλη.

Στο Σάδερλαντ Σπρινγκς του Τέξας, το 2017 ένας άνδρας πυροβόλησε και σκότωσε είκοσι έξι ανθρώπους σε μια εκκλησία· προηγουμένως είχε καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία, και η γυναίκα του ανέφερε πως κάποτε της είχε πει πως «μπορούσε να θάψει το σώμα της εκεί που δεν θα το έβρισκε κανένας ποτέ». Τον Αύγουστο του 20189, ο Connor Betts – που είχε συντάξει λίστες δολοφονιών και βιασμών με τις συμμαθήτριες του – σκότωσε εννέα ανθρώπους, ανάμεσα τους την αδερφή του, με ένα πολεμικού τύπου όπλο σε νυχτερινό κλαμπ στο Ντέιτον του Οχάιο. Πριν ήταν μέρος ενός συγκροτήματος pornogrind τραγουδώντας τραγούδια για σεξουαλική βία και νεκροφιλία. Ο δράστης στο Παρκλαντ – που σκότωσε δεκαεφτά άτομα το 2018 – αναφέρεται πως είχε ασκήσει ενδοοικογενειακή βία εναντίον της πρώην φίλης του και της μητέρας της και επιπλέον είχε απειλήσει τον νέο σύντροφο της πρώην φίλης του.

Όταν αποτελεί κομμάτι μιας ανοιχτά ρατσιστικής ιστορίας, ο μισογυνισμός υποβαθμίζεται για χάρη των φυλετικών κινήτρων. Ο μισογυνισμός δεν εμπλέκεται μόνο όταν οι γυναίκες είναι αποκλειστικός στόχος (κάτι που θα ήταν πιο κοντά στην γυναικοκτονία). Συνδέεται με τους στόχους, τη λογική και τις μη εκφρασμένες επιθυμίες της μικροφασιστικής αυτογεντικής κυριαρχίας.

Οι μισογυνικές δολοφονίες επίσης είναι πιο διάχυτες και διασκορπισμένες από ότι η εκδοχή τους ως μαζικές δολοφονίες. Οι αναλυτές έχουν συγκρίνει την μαζική μισογυνική βία με τον ISIS, καθώς και τα δυο περιλαμβάνουν την διαδικτυακή ριζοσπαστικοποίηση, την συγγραφή μανιφέστων και θεαματική τρομοκρατία μέσω μαζικών δολοφονιών. Το σημαντικότερο, μοιράζονται μια κοινή βίαιη πατριαρχία, αντικαθιστώντας τους φόνους τιμής βασισμένες στην οικογένεια (την πιο παραδοσιακή πατριαρχική ιεραρχία) μες εκείνες που βασίζονται στο εγώ και στην ατομική φήμη. Οι επιθετικοί μισογύνιδες, όπως και οι άλλοι πολεμιστές της αποκατάστασης της αρρενωπότητας, εστιάζουν σε μια αφηρημένη έννοια όπως η τιμή (η ανδρική φαντασία που διαμορφώνει την κυριαρχία, σύμφωνα με τον Evola). Εδώ αυτό μεταφράζεται σε έλεγχο πάνω στις γυναίκες και κάνει τη βία ακόμη πιο δικαιολογημένη (καθώς η ατίμωση σπάει τη συμμαχία, πυροδοτώντας τη βίαιη εκδίκηση ως μια δήθεν δικαιολογημένη απάντηση).

Οι φόνοι τιμής είναι πολιτισμικές εκφράσεις μιας βαθιά ριζωμένης πατριαρχικής οργάνωσης της επιθυμίας, ενσωματωμένης στο εμπόριο των γυναικών. Ενώ η δεξιά στις ΗΠΑ διαρκώς χτυπά το συναγερμό σχετικά με τους φόνους τιμής των Μουσουλμάνων, οι αμερικάνικοι φόνοι τιμής αφθονούν. Ο φόνος γυναικών ως εκδίκηση για την ατίμωση του εγώ/φήμη του άνδρα είναι ρουτίνα του καθημερινού μισογυνισμού, τόσο μονοθεϊστικού όσο και κοσμικού. Ενώ σε κάποιες κουλτούρες το να είσαι ατιμασμένος καταλήγει σε αυτοκτονία, εδώ η παρόρμηση είναι εμποτισμένη με την εκδίκηση, καταλήγοντας σε επιχειρήσεις αυτοκτονία-γυναικοκτονίας.

Παρόλο το ότι διαπράττονται από άτομα, οι φόνοι τιμής είναι συντονισμένες επιχειρήσεις στο πόλεμο κατά των γυναικών, αν τους θεωρούμε τυχαίους. Τυχαίο (όπως χρησιμοποιείται για την τρομοκρατία) σημαίνει ότι οι επιθετικές πράξεις είναι αποκεντρωμένες και αναμφίβολα θα επαναληφθούν, αν και οι ιδιαίτερες εκφράσεις είναι απρόβλεπτες. Με απλά λόγια, η ρητορική οδηγεί με προβλέψιμο τρόπο σε απρόβλεπτες στιγμές δράσης.

Όπως το διατυπώνουν οι Gilligan και Richards, «Η φυλή που θυσιάζει την αγάπη για την τιμή είναι η πατριαρχία που θα οδηγήσει το κόσμο στο πόλεμο». Θα το άλλαζα στο ότι η αγάπη για την τιμή έχει τροφοδοτήσει τις πατριαρχικές συμμαχίες και στηρίξει το πόλεμο κατά των γυναικών. Αυτός ο πόλεμος είναι που αποκαλεί η φεμινίστρισ συγγραφέας Laurie Penny αποκαλεί  «πολιτισμικό εμφύλιο πόλεμο. Το πλαίσιο είναι δυο χιλιάδες χρόνια βίαιης θρησκευτικής πατριαρχίας, πέντε αιώνες βάναυσων καπιταλιστικών βιοπολιτικών και μια δεκαετία επώδυνης λιτότητας που άφησε πολλούς νεαρούς άνδρες φοβισμένους ανάμεσα στα ερείπια της δικής τους υποσχεμένης δόξας, να πνίγονται σε ανεκπλήρωτες προσδοκίες». Αν πίστευε κάποιοι πως ο πόλεμος κατά των γυναικών ήταν απλά μεταφορικός ή δικανικός, μπορεί να έχουν μια διαφορετική οπτική τώρα που ο Rodger και άλλοι έχουν κηρύξει αυτό το πόλεμο, στρατολόγησαν άλλους και δημιούργησαν διάσπαρτες μονάδες για την άσκηση τρομοκρατίας.

Η ανδρόσφαιρα είναι βαθιά μικροφασιστική – μια παραγωγή αυτογενετικής κυριαρχίας και συλλογικότητας μαύρων τρυπών (π.χ. incel) που καταλήγει σε συντονισμένη δράση (ομάδες, εκστρατείες). Οι συντονισμένοι αυτογενετικοί κυρίαρχοι είναι διαμορφωτές της πραγματικότητας που επιδιώκουν να μειώσουν τις γυναίκες και να παράξουν μια καταστροφική για τη ζωή πραγματικότητα. Οι πολεμικές πατριαρχικές συμμαχίες της ανδρόσφαιρας αναπτύσσουν τα όπλα τους και τα πεδία τους και τις τακτικές τους στο διαδίκτυο, εύκολα όμως στρέφονται στην δράση εκτός διαδικτύου επειδή ο πόλεμος κατά των γυναικών έχει διεξαχθεί εκεί για αιώνες. Ως διευρυμένο έδαφος για το μακρόχρονο πόλεμο κατά των γυναικών, η ανδρόσφαιρα αναφέρεται όχι απλά σε ένα τμήμα του Διαδικτύου, ή στη τάση να γίνει το σύνολο του Διαδικτύου αλλά είναι ένα εγχείρημα για την επέκταση του πολέμου ενάντια στις γυναίκες παντού.

Από πέρασμα στρατολόγησης σε θεμελιώδη πόλεμο

Με την πρόσφατη ανάλυση και οργάνωσης κατά της γυναικοκτονίας σε ολόκληρη την υφήλιο, είναι ακόμη πιο επιτακτικό να δώσουμε στο φύλο μεγαλύτερη προτεραιότητα στις σύγχρονες μελέτες του φασισμού. Το φύλο δεν είναι απλά ένα πέρασμα αλλά θεμελιώδης: για το Διαδίκτυο, την συντονισμένη δράση και για το πόλεμο. Αν φέρουμε στο επίκεντρο της ανάλυσης μας πάνω στο μικροφασισμό το πόλεμο κατά των γυναικών , βλέπουμε μια συστηματική πατριαρχική ιεράρχηση, συνοδευόμενη από αστυνόμευση και τιμωρία όταν οι γυναίκες αποκλίνουν από τους προκαθορισμένους ρόλους τους. Ο μισογυνισμός λειτουργεί ταυτόχρονα και ως η αστυνόμευση αυτού του κυκλώματος – π.χ. βάζοντας τις γυναίκες στη θέση τους – και ως το μυθικό του θεμέλιο. Ο μισογυνισμός είναι το μέσο για την παλιγενετική ανανέωση της κυρίαρχης υποκειμενικότητας, που έτσι είναι εξολοθρευτική στην ουσία της. Με τις τεχνολογικές εξελίξεις, ο διαμεσολαβημένος μισογυνισμός μπορεί να ιδωθεί ως ένα νέο έδαφος με βελτιωμένα όπλα στον μακροχρόνιο πόλεμο κατά των γυναικών.

 

Δείτε: Συζήτηση με τον Jack Z. Bratich και την Leopoldina Fortunati σχετικά με την πατριαρχία, τον πόλεμο και το μικροφασισμό.