Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 04 Μάρ 2022
Αντόνιο Βιβάλντι, Ιταλός συνθέτης
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi, 4 Μαρτίου 1678 – 28 Ιουλίου 1741), γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (= ο κοκκινομάλλης παπάς) λόγω του χρώματος των μαλλιών του, ήταν Ιταλός συνθέτης, (μουσουργός), δεξιοτέχνης βιολιστής και ιερέας της εποχής του Μπαρόκ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του και ο δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του, μεταξύ των οποίων, τους Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, όσο και τους μετέπειτα.
Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες κοντσέρτα για βιολί – μια ενότητα των οποίων αποτελούν τις περίφημες “Τέσσερις Εποχές”- και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων έργων θρησκευτικής μουσικής.
 
Αρκετά έργα του συνέθεσε για το γυναικείο μουσικό σχήμα του Ospedalle della Pietà, το οποίο ουσιαστικά ήταν ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά και στο οποίο ο Βιβάλντι εργάστηκε στις περιόδους 1703 – 1705 και 1723 – 1740. Οι όπερές του επιπλέον είχαν κάποια επιτυχία σε πόλεις όπως η Βενετία, η Μάντουα και η Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄ ο Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως μουσικού εκεί. Ο αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα σχετικά μετά την άφιξή του πέθανε και ο συνθέτης απεβίωσε πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής εισοδήματος.
 
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
 

 

 

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στη Μπραγκόρα (Βενετία), όπου βαπτίσθηκε ο Α. Βιβάλντι.

Ο Αντόνιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου του 1678. Μάλιστα λέγεται ότι βαπτίσθηκε ανεπίσημα την ημέρα της γέννησής του εκ φόβου θανάτου του, μετά από ελαφρύ τραυματισμό που υπέστη σε σημειούμενο την ίδια μέρα σεισμό, ενώ η επίσημη (σε ναό) τελετή βάπτισης του Βιβάλντι έλαβε χώρα δύο μήνες αργότερα.

Τα ονόματα των γονέων του συνθέτη, σύμφωνα με τα αρχεία του San Giovanni στη Μπραγκόρα, ήταν Giovanni Battista Vivaldi ο πατέρας και Camilla Calicchio η μητέρα. Είχε πέντε αδέρφια με τα εξής ονόματα: Margarita Gabriela, Cecilia Maria, Bonaventura Tomaso, Zanetta Anna, and Francesco Gaetano. Ο πατέρας του ήταν αρχικά κουρέας ενώ αργότερα ασχολήθηκε επαγγελματικά με το βιολί και ήταν αυτός που δίδαξε στον Αντόνιο το όργανο. Κατόπιν περιόδευσαν στη Βενετία, πατέρας και γιος, δίνοντας παραστάσεις. Σε ηλικία των 24 ετών είχε πολλές γνώσεις στη μουσική και προσλήφθηκε στο ορφανοτροφείο του Ospedalle della Pietà. Ο Τζοβάννι Μπαττίστα (Giovanni Battista, ο πατέρας του) ήταν ένας από τους ιδρυτές του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia του οποίου πρόεδρος ήταν ο Giovanni Legrenzi, ένας διάσημος συνθέτης του μπαρόκ και maestro di cappella (διευθυντής της χορωδίας) στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Εικάζεται λοιπόν (και είναι πολύ πιθανό) ο Legrenzi να δίδαξε τα πρώτα μαθήματα σύνθεσης στον νεαρό Βιβάλντι. Ο Walter Kolneder, ειδικός από το Λουξεμβούργο, διέκρινε στοιχεία – επιρροές από το ύφος του Legrenzi στην πρώιμη δουλειά του συνθέτη Laetatus sum (RV Anh 31, σύνθεση το 1691 σε ηλικία 13 ετών του συνθέτη). Και ο πατέρας του Βιβάλντι πρέπει επίσης να συνέθετε: το 1689 μια όπερα ονόματι La Fedeltà sfortunata αναφέρεται να έχει συντεθεί από τον Τζοβάννι Μπαττίστα Ρόσσο (Giovanni Battista Rosso), όνομα με το οποίο ο πατέρας του συνθέτη φαίνεται πως συμμετείχε στην ίδρυση του Sovvegno dei musicisti di Santa Cecilia: το «Rosso» (κόκκινος) λογικά αναφέρεται στο χρώμα των μαλλιών του, ένα οικογενειακό χαρακτηριστικό.

Η κατάσταση υγείας του Βιβάλντι ήταν από τη γέννησή του κακή. Τα συμπτώματα (strettezza di petto – σφίξιμο στο στήθος) που εμφάνιζε κατευθύνουν προς μια μορφή άσθματος. Αυτό του δημιούργησε προβλήματα στην εκτέλεση σε πνευστά όργανα, αλλά δεν τον εμπόδισε σίγουρα να μάθει να παίζει βιολί όπως και να συνθέτει. Στην ηλικία των 15 ετών –το 1693– ξεκίνησε να μελετά προκειμένου να γίνει ιερέας.[2] Χειροτονήθηκε ιερέας το 1703 σε ηλικία 25 ετών και σύντομα του απέδωσαν το υποκοριστικό «Il Prete Rosso» (ο κόκκινος παπάς) εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του. Σύντομα μετά τη χειροτόνησή του, το 1704, απαλλάχθηκε από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του. Τέλεσε τη Θεία Λειτουργία ως ιερέας λίγες μόνο φορές, ενώ παρόλο που ανακλήθηκε από τα λειτουργικά του καθήκοντα, παρέμεινε ιερέας.

Στο Ωδείο του Ospedale della Pietà

Τον Σεπτέμβριο του 1703, ο Βιβάλντι διορίστηκε ως δάσκαλος βιολιού (maestro di violino) στο ορφανοτροφείο Pio Ospedalle della Pietà στη Βενετία. Εκτός από φημισμένος συνθέτης, ο Βιβάλντι επιπλέον ήταν και βιρτουόζος του βιολιού: Ο Γερμανός αρχιτέκτονας Johann Friedrich Armand von Uffenbach αναφέρθηκε σε αυτόν ως «[…]ο φημισμένος συνθέτης και βιολιστής[…]» και φέρεται να είπε ότι «Ο Βιβάλντι εκτέλεσε ένα σόλο κομμάτι εξαιρετικά και στο τέλος προσθέτοντας έναν ελεύθερο αυτοσχεδιασμό [μια καντέντσα] με εξέπληξε πλήρως, για αυτό και θεωρώ πολύ απίθανο ότι κάποιος έχει ποτέ παίξει ή πρόκειται ποτέ να παίξει με τέτοιον τρόπο». Ο συνθέτης ξεκίνησε να εργάζεται για το ορφανοτροφείο στην ηλικία των 25 ετών και για τα επόμενα 30 χρόνια συνέθεσε τις κυριότερες δουλειές του εργαζόμενος εκεί. Εκείνη την εποχή στη Βενετία υπήρχαν τέσσερα παρόμοια ιδρύματα, τα οποία χρηματοδοτούσε η πολιτεία, με αποστολή την παροχή ασύλου και εκπαίδευσης σε παιδιά ορφανά, εγκαταλειμμένα ή παιδιά των οποίων οι οικογένειες δεν μπορούσαν να τα υποστηρίξουν. Τα αγόρια μάθαιναν μια τέχνη και στην ηλικία των 15 έπρεπε να φύγουν από το ίδρυμα, ενώ τα κορίτσια διδάσκονταν μουσική με τα πιο προικισμένα να παραμένουν και να αποτελούν μέλη της αναβιωμένης ορχήστρας και χορωδίας του Ospedale.

Μετά την πρόσληψη του Βιβάλντι, τα ορφανά άρχιζαν να κερδίζουν φήμη και εκτίμηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με τον συνθέτη να γράφει κοντσέρτα, καντάτες και θρησκευτική μουσική για φωνητικά σύνολα. Αυτές οι τελευταίες δουλειές (που αφορούν τη θρησκευτική μουσική) ξεπερνούν τις 60 και ποικίλουν ως προς το είδος τους από σόλο κομμάτια μέχρι μεγάλης κλίμακας χορωδιακά έργα για σολίστ, διπλή χορωδία και ορχήστρα. Το 1704 εκτός από τη θέση του ως δάσκαλος ου βιολιού, ανατέθηκαν στο συνθέτη και τα καθήκοντα ως δασκάλου της viola all’inglese. Ο συνθέτης επίσης κατείχε και τη θέση του δασκάλου της χορωδίας που απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς εκ μέρους του. Συνέθετε ένα ορατόριο σε κάθε γιορτή, ενώ παράλληλα έπρεπε να διδάσκει τους μαθητές τόσο θεωρία της μουσικής όπως επίσης και το πως να παίζουν κάποια όργανα.

Οι σχέσεις του με τις εκάστοτε διοικήσεις του ορφανοτροφείου ήταν συχνά τεταμένες. Προκειμένου να διατηρηθεί κάποιος δάσκαλος στη θέση του, τα μέλη του συμβουλίου κάθε χρόνο έπαιρναν τη σχετικά απόφαση με μυστική ψηφοφορία. Έτσι το 1709 με μία ψήφο επιπλέον εναντίον του (7 κατά και 6 υπέρ) ο Βιβάλντι εκδιώχθηκε και για τον επόμενο χρόνο δούλεψε ως ελεύθερος μουσικός. Το 1711 ωστόσο το συμβούλιο αντιλαμβανόμενο την αξία του ως δασκάλου της μουσικής τον επαναπροσέλαβε. Το 1711 δε, ανελίχθηκε στη θέση του mestro di concerti γεγονός που τον καθιστούσε υπεύθυνο για κάθε είδους μουσική δραστηριότητα του ιδρύματος.

Το 1705 η πρώτη συλλογή (Connor Cassara) των έργων του εκδόθηκε από τον Giuseppe Sala: Το Opus 1 του είναι μια συλλογή –σε συμβατικό ύφος– από 12 σονάτες για δύο βιολιά και συνοδεύον μπάσο (basso continuo – συνήθως συνοδεία κοντραμπάσου και τσέμπαλου). Το 1709 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του (Opus 2) που αποτελούνταν επίσης από 12 σονάτες για τον ίδιο μουσικό σχηματισμό. Η πραγματική καινοτομία σε ό,τι αφορά το έργο του ως συνθέτη, ήρθε με μια συλλογή 12 κονσέρτων για ένα, δύο ή τέσσερα βιολιά με συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων ονόματι L’estro armonico (Opus 3). Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1711 στο Άμστερνταμ από τον Estienne Roger, και είναι αφιερωμένο στον Μεγάλο Πρίγκηπα Φερδινάνδο της Τοσκάνης. Ο πρίγκηπας όντας ο ίδιος μουσικός, επιχορήγησε αρκετούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένου του Αλεσσάντρο Σκαρλάττι και του Χέντελ, ενώ είναι πολύ πιθανό να γνώρισε τον Βιβάλντι στη Βενετία. Η επιτυχία του L’estro armonico ήταν πανευρωπαϊκή. Το 1714 ακολούθησε η La stravaganza (Opus 4) που αποτελέι μια συλλογή κονσερτών για σόλο βιολί και ορχήστρα εγχόρδων, αφιερωμένη σε έναν παλιό μαθητή του στο βιολί: τον βενετσιάνο ευγενή Vettor Dolfin.

Τον Φεβρουάριο του 1711, ο συνθέτης με τον πατέρα του ταξίδεψαν στην πόλη Μπρέσια όπου το έργο του Stabat Mater (RV 621) παίχτηκε στο πλαίσιο θρησκευτικών εκδηλώσεων. Το έργο αυτό φαίνεται να έχει συντεθεί βιαστικά: τα μέρη των εγχόρδων είναι απλά, τα μουσικά θέματα των τριών πρώτων κινήσεων επαναλαμβάνονται και στα υπόλοιπα τρία ενώ το λιμπρέτο δεν είναι ολοκληρωμένο. Ωστόσο, το εν λόγω έργο θεωρείται από τα πρώτα αριστουργήματά του.

Παρόλα τα συνεχή του ταξίδια από το 1718 -ένα από τα οποία έκανε μάλιστα για να διευθύνει τη χορωδία του πρίγκηπα του Έσσε-Ντάρμσταντ στη Μάντουα– το ορφανοτροφείο του πλήρωνε δύο sequin (ιστορικό χρυσό νόμισμα της Βενετίας) για να γράφει δύο κονσέρτα το μήνα για την ορχήστρα και να κάνει πρόβες σε αυτή τουλάχιστον πέντε φορές ενώ αυτός ήταν στη Βενετία.

Ιμπρεσσάριος της όπερας

 

 

Εξώφυλλο της πρώτης έδκοσης του έργου Juditha triumphans

Στη Βενετία τις αρχές του 18ου αιώνα η όπερα ήταν από τους πλέον δημοφιλείς τρόπους διασκέδασης σε ό,τι αφορά τη μουσική (στην πόλη υπήρχαν πολλά θέατρα που συναγωνίζονταν για την προτίμηση του κοινού) γεγονός που αποδείχθηκε αρκετά προσοδοφόρα για το συνθέτη. Ξεκίνησε με την όπερα ως δευτερεύουσα ασχολία: η πρώτη του δουλειά Ottone in Villa (RV 729) δεν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βενετία αλλά στο θέατρο Garzerie στην Βιτσέντσα το 1723. Το επόμενο έτος έγινε ιμπρεσάριος στο Teatro Sant’Angelo στη Βενετία όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του Orlando finto pazzo (RV 727). Καθώς δεν άγγιζε τόσο τις προτιμήσεις του κοινού, μετά από λίγες εβδομάδες τερματίστηκε η παρουσίασή της και αντικαταστάθηκε από μια διαφορετικά δουλειά που είχε παρουσιαστεί το προηγούμενο έτος.

Το 1715 παρουσίασε την –πλέον χαμένη– όπερά του Nerone fatto Cesare (RV 724) με μουσική από 7 διαφορετικούς συνθέτες εκ των οποίων εξείχε ο Βιβάλντι. Η όπερα περιείχε 11 άριες και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα θέλοντας να συνθέσει μια όπερα μόνος του, έγραψε την Arsilda regina di Ponto (RV 700, Arsilda η βασίλισσα του Πόντου) ή οποία ωστόσο λογοκρίθηκε από τις τοπικές αρχές και απαγορεύτηκε καθώς αναφερόταν στον έρωτα της πρωταγωνίστριας Arsilda με μια άλλη γυναίκα, τη Lisea, η οποία ωστόσο προσποιούνταν ότι είναι άντρας. Το επόμενο έτος ο Βιβάλντι ωστόσο, κατάφερε να άρει την απαγόρευση και η λογοκριμένη όπερα σημείωσε αξιόλογη επιτυχία.

Την ίδια περίοδο το ορφανοτροφείο παρήγγειλε στο συνθέτη αρκετά έργα θρησκευτικού χαρακτήρα. Τα πιο σημαντικά είναι δύο ορατόρια: το (πλέον χαμένο) Moyses Deus Pharaonis (RV 643) και το Juditha triumphans (RV 644) στο οποίο εορτάζεται η νίκη της Επικράτειας της Βενετίας εναντίον των Τούρκων και η ανακατάληψη της Κέρκυρας. Το τελευταίο αυτό έργο συγκαταλέγεται μεταξύ των θρησκευτικών αριστουργημάτων του ενώ και τα 11 φωνητικά μέρη εκτελούνταν από κορίτσια του ορφανοτροφείου τα οποία υποδύονταν και τους αντρικούς ρόλους. Αρκετές άριες περιλαμβάνουν σόλο μέρη για όργανα (όπως φλογέρες, όμποε, κλαρινέτα, βιόλες ντ’ αμόρε και μαντολίνα) τα οποία καταδείκνυαν το εύρος του ταλέντου των κοριτσιών.

Επίσης το 1716, ο Βιβάλντι συνέθεσε και παρήγαγε άλλες δύο όπερες: την L’incoronazione di Dario (RV 719, η στέψη του Δαρείου) και την La constanza trionfante degli amori e degli odi (RV 706). Η τελευταία σημείωσε τέτοια επιτυχία ώστε δύο χρόνια να ξαναπαρουσιαστεί διασκευασμένη και με τον τίτλο Artabano re dei Parti (RV 701 – πλέον χαμένη), ενώ 1732 παρουσιάστηκε και στην Πράγα. Τα επόμενα χρόνια, ο Βιβάλντι συνέθεσε αρκετές όπερες που παρουσιάστηκαν σε όλη την Ιταλία.

Το προοδευτικό ύφος του στην όπερα δημιούργησε στον συνθέτη ορισμένα προβλήματα με κάποιους συντηρητικούς μουσικούς όπως ο Μπενεντέττο Μαρτσέλλο (Benedetto Marcello, ειρηνοδίκης και ερασιτέχνης μουσικός) που έγραψε ένα φυλλάδιο κατηγορώντας δημόσια τον συνθέτη και το έργο του. Το εν λόγω φυλλάδιο (με τίτλο Il teatro alla moda) παρόλο που δεν κατονομάζει ρητά τον Βιβάλντι περιέχει έμμεσες αναφορές σε αυτόν: στο εξώφυλλο βρίσκεται ζωγραφιά εικονίζοντας μια βάρκα (ονόματι Sant’ Angelo) στα αριστερά της οποίας υπάρχει ένα αγγελάκι φορώντας ιερατικό καπέλο και παίζοντας βιολί. Η οικογένεια Μαρτσέλλο διεκδικούσε την κυριότητα του θεάτρου Sant’ Angelo (του οποίου ιμπρεσάριος διετέλεσε και ο συνθέτης) και είχε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες με τη διοίκηση του θεάτρου για την ιδιοκτησία του, δίχως όμως επιτυχία. Η λεζάντα που συνοδεύει τη ζωγραφιά από κάτω επισημαίνει ανύπαρκτα ονόματα προσώπων και τοποθεσιών όπως το ALDIVIVA, που αποτελεί ωστόσο αναγραμματισμό του ονόματος Α. Vivaldi.

Σε μια επιστολή προς τον χορηγό του μαρκήσιο Μπεντιβόλιο (Bentivoglio), ο Βιβάλντι αναφέρεται στις 94 όπερές του. Σήμερα ωστόσο, έχουν αποκαλυφθεί περίπου 50 ενώ απουσιάζουν αναφορές σχετικές με την ύπαρξη των υπολοίπων. Ο συνθέτης ίσως υπερέβαλε, αλλά παρόλ’ αυτά είναι αρκετά πιθανό να είχε όντως γράψει 94 όπερες. Παρόλο που συνέθεσε αρκετές όπερες, δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο άλλων μεγάλων συνθετών όπως ο Alessandro Scarlatti, o Leonardo Leo ή ο Baldassare Galuppi, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι δεν ήταν ικανός να «κρατήσει» μια παραγωγή σε κάποιο μεγάλο θέατρο επί μακρόν.

Οι δημοφιλέστερες όπερές του La constanza trionfante και Farnace γνώρισαν έξι αναβιώσεις έκαστη.

Στη Μάντουα, οι Τέσσερις εποχές

 

 

Γελοιογραφία από τον P.L.Ghezzi, Rome (1723)

 
 

Το 1717 ή το 1718 προσφέρθηκε στον Βιβάλντι η θέση του Maestro di Capella στην αυλή του κυβερνήτη της Μάντουα πρίγκηπα Φίλιπ (Philip of Hesse–Darmstadt). Έζησε εκεί για για τρία έτη και παρήγαγε αρκετές όπερες μεταξύ των οποίων και η Tito Manlio (RV 738). Το 1721 ήταν στο Μιλάνο όπου και παρουσίασε το ποιμενικό του δράμα La Silvia (RV 734) από το οποίο σήμερα σώζονται 9 άριες. Επισκέφθηκε το Μιλάνο ξανά τον επόμενο χρόνο με το πλέον χαμένο ορατόριο L’adorazione delli tre re magi al bambino Gesù (RV 645). Το 1722 μετοίκησε στη Ρώμη όπου και εισήγαγε το νέο του ύφος στις όπερες, ενώ ο νέος πάπας Βενέδικτο ΙΓ΄ τον προσκάλεσε να δώσει παράσταση ενώπιόν του. Το 1725 επέστρεψε στη Βενετία όπου και συνέθεσε τέσσερις όπερες το ίδιο έτος.

Αυτή την περίοδο ήταν που συνέθεσε και τις “Τέσσερις εποχές”, τέσσερα κονσέρτα δηλαδή όπου «σκιαγραφούνται» σκηνές για κάθε μια εποχή. Τρία από τα τέσσερα κονσέρτα αποτελούν πρότυπης σύλληψης ενώ το πρώτο η «Άνοιξη» δανείστηκε πρότυπα από την εισαγωγή της πρώτης πράξης της σύγχρονης όπερας Il Giustino. Έμπνευση για τη σύνθεση των κονσέρτων αποτέλεσε πιθανώς η εξοχή που περιέβαλε τη Μάντουα. Τα εν λόγω κονσέρτα αποτέλεσαν επανάσταση στο τρόπο της μουσικής σύλληψης: σε αυτά ο Βιβάλντι παρουσιάζει ρυάκια, πουλιά που κελαηδούν (διαφορετικών ειδών, καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται ειδικά), σκύλους που γαβγίζουν, κουνούπια που βουίζουν, ποιμενικούς σκύλους που αλυχτούν, καταιγίδες, πιωμένους χορευτές, ήσυχες νύχτες, γιορτές κυνηγιού (παρουσιαζόμενες τόσο από την πλευρά των κυνηγών όσο και από τη μεριά των θυμάτων), παγωμένα τοπία, παιδιά που κάνουν πατινάζ και ζεστές χειμερινές φωτιές. Ολόκληρο το έργο διέπεται από ποικιλία ρυθμών και τρόπων (κατ’ εξοχήν απροσδόκητες μεταβάσεις από το μείζονα στον ελάσσονα τρόπο, αδοκίμαστα διαστήματα τόνων) και θα’ λεγε κανείς ότι ο Βιβάλντι μοιάζει σαν να επιχειρεί εικαστική αποτύπωση των διαφόρων σκηνών. Έτσι, τα συγκεκριμένα κονσέρτα του είναι προγραμματικά και περιγραφικά, ίσως τα πρώτα σε τέτοιο βαθμό, στην ιστορία της δυτικής μουσικής. Κάθε κονσέρτο σχετίζεται με ένα σονέτο, πιθανώς από τον Βιβάλντι, το οποίο περιγράφει τις σκηνές που σκιαγραφεί η μουσική. Εκδόθηκαν το 1725 στο Άμστερνταμ από τον Le Cène, ως τα πρώτα τέσσερα σε μια συλλογή με 12 κονσέρτα και με όνομα Il cimento dell’armonia e dell’inventione (Opus 8).

Κατά τη διάρκεια της περιόδου στη Μάντουα, ο συνθέτης συνδέθηκε με μια νέα και πολλά υποσχόμενη τραγουδίστρια ονόματι Άννα Τεσσιέρι Τζίρο (Anna Tessieri Giro) που επρόκειτο να γίνει μαθήτρια, προστατευόμενη και αγαπημένη του πριμαντόνα. Η Άννα μαζί με την μεγαλύτερη ετεροθαλή αδερφή της Παολίνα εντάχθηκαν στην ακολουθία του Βιβάλντι και συστηματικά των συνόδευαν στα ταξίδια του. Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη φύση της σχέσης μεταξύ του συνθέτη και της Άννας, δίχως ωστόσο να υπάρχουν αποδείξεις για τίποτε περισσότερο από καθαρά φιλική και επαγγελματική σχέση. Ο ίδιος επιπλέον, διαψεύδει κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιουδήποτε «ρομαντισμού» στη σχέση του με την Άννα σε επιστολή του με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1737 προς τον χορηγό του Μπεντιβόλιο.

Ύστερη ζωή και θάνατος

Στην ακμή της καριέρας του, ο Βιβάλντι έλαβε τιμές από Ευρωπαίους ευγενείς και βασιλικούς. Η γαμήλια καντάτα Gloria e Imeneo (RV 687) γράφτηκε για το γάμο του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας. Το Opus 9 του, La Cetra, ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Κάρολο τον Στ΄. Το 1728, ο συνθέτης συνάντησε τον αυτοκράτορα σε μια επίσκεψή του στην Τεργέστη όπου πήγε για να δει την κατασκευή ενός νέου λιμανιού. Ο Κάρολος θαύμαζε τόσο τη μουσική του Βιβάλντι ώστε λέγεται ότι κατά τη συνάντησή τους μίλησε μαζί του περισσότερο απ’ όσο είχε μιλήσει με τους υπουργούς του τα τελευταία δύο χρόνια! Ο αυτοκράτορας έδωσε στο συνθέτη τον τίτλο του ιππότη, ένα χρυσό μετάλλιο και μια πρόσκληση να τον επισκεφθεί στη Βιέννη. Ο Βιβάλντι από την άλλη έδωσε στον αυτοκράτορα ένα χειρόγραφο αντίγραφο της La Cetra, ένα σύνολο κονσέρτων εντελώς διαφορετικών από εκείνο που είχε εκδοθεί ως Opus 9. Πιθανώς η έκδοση είχε ακυρωθεί και ο Βιβάλντι αναγκάστηκε να συλλέξει μια «βελτιωμένη» έκδοση για τον αυτοκράτορα.

Ο Βιβάλντι συνοδευόμενος από τον πατέρα του, ταξίδεψε στη Βιέννη και την Πράγα το 1730 όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του “Farnace” (RV 711). Κάποιες από τις ύστερες όπερές του δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με δύο από τους κυριότερους Ιταλούς λιμπρετίστες της εποχής. Οι όπερες L’Olimpiade και Catone in Utica γράφτηκαν (λιμπρέτο) από τον Πιέτρο Μεταστάζιο (Pietro Metastasio), τον κυριότερο εκπρόσωπο του Αρκαδικού κινήματος και ποιητή της βιενέζικης αυλής. Η La Griselda ξαναγράφτηκε από τον νεαρό Κάρλο Γκολντόνι (Carlo Goldoni) με βάση ένα παλιότερο λιμπρέτο του Απόστολο Τσένο (Apostolo Zeno).

Όπως αρκετοί συνθέτες της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι πέρασε τα τελευταία του χρόνια με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Οι συνθέσεις του δεν τύγχαναν της ίδιας εκτίμησης όπως κάποτε στη Βενετία˙ τα μεταβαλλόμενα μουσικά γούστα του κοινού γρήγορα κατέστησαν τις συνθέσεις του εκτός εποχής. Ο συνθέτης έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε εξευτελιστικές τιμές προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στη Βιέννη το 1740. Οι λόγοι για την αναχώρησή του είναι ασαφείς αλλά διαφαίνεται ότι μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο Στ΄, ήλπιζε στην ανάληψη της θέσης του συνθέτη στην αυτοκρατορική αυλή. Ταξιδεύοντας προς τη Βιέννη φέρεται να έκανε μια στάση στο Γκρατς προκειμένου να επισκεφθεί την Άννα Τζίρο.

Φαίνεται επίσης ότι ο Βιβάλντι πήγε στη Βιέννη για να παρουσιάσει όπερες αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η κατοικία του βρισκόταν δίπλα στο Kärntnertortheater. Σύντομα μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας πέθανε και για κακή του τύχη, ο συνθέτης έμεινε δίχως βασιλική προστασία και σταθερή πηγή εισοδήματος. Ο Βιβάλντι πέθανε πένητας λίγο μετά τον αυτοκράτορα, τη νύχτα μεταξύ 27 και 28 Ιουλίου το 1741 σε ηλικία 63 ετών,  εξαιτίας «εσωτερικής λοίμωξης» σε ένα σπίτι-ιδιοκτησία μιας χήρας ενός βιεννέζου κατασκευαστή σελών για άλογα. Την 28 του Ιούλη τάφηκε σε έναν απλό τάφο στο νεκροταφείο του νοσοκομείου της Βιέννης. Η κηδεία του συνθέτη έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στέφανου όπου ο νεαρός Χάυντν συμμετείχε στην παιδική χορωδία του ναού.

Τάφηκε δίπλα από την Karlskirche, σε μια περιοχή που πλέον εδράζεται το Πολυτεχνείο (Technical Institute). Το σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη Βιέννη κατεδαφίστηκε ενώ τώρα η περιοχή εν μέρει καταλαμβάνεται από το ξενοδοχείο Sacher. Αναμνηστικές πλάκες έχουν τοποθετηθεί και στις δύο τοποθεσίες όπως επίσης και ένα «αστέρι» Βιβάλντι στο βιεννέζικο Musikmeile και ένα μνημείο στην Rooseveltplatz.

Μόνο τρία πορτρέτα του Βιβάλντι είναι γνωστά στις μέρες μας: ένα χαρακτικό, μια ελαιογραφία και ένα σχέδιο με μελάνι. Το χαρακτικό φιλοτέχνησε ο Francois Morellon Le Cave το 1725 και απεικονίζει τον Βιβάλντι κρατώντας ένα φύλλο μουσικής. Το σχέδιο με μελάνι απεικονίζει μόνο το κεφάλι και τους ώμους του συνθέτη σε προφίλ και φιλοτεχνήθηκε το 1723 από τον Ghezzi. Τέλος, η ελαιογραφία που ανευρίσκεται στο Liceo Musicale της Μπολόνια μας παρέχει πιθανότατα την πιο ακριβή απεικόνιση του συνθέτη καθώς επισημαίνει τα κόκκινα μαλλιά του κάτω από την ξανθιά του περούκα.

Ύφος και επιρροές

Η μουσική του Βιβάλντι ήταν καινοτόμος στην εποχή της. Έκανε πιο ζωηρή την επίσημη και ρυθμική μορφή του κονσέρτου, στο οποίο εστίασε σε αρμονικές αντιθέσεις και καινοτόμες μελωδίες και μουσικά θέματα˙ αρκετές από τις συνθέσεις του είναι φανταχτερές, σχεδόν παιχνιδιάρικες και διαχυτικές.

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ επηρεάστηκε βαθύτατα από τα κονσέρτα και τις άριες του Βιβάλντι γεγονός που αντανακλά στις καντάτες, στα Πάθη κατά Ιωάννη (BWV 245) και στα Πάθη κατά Ματθαίον (BWV 244). Ο Bach μετέγραψε έξι κονσέρτα του Βιβάλντι για σόλο πληκτροφόρο όργανο, τρία για τσέμπαλο και ένα για τέσσερα τσέμπαλα, έγχορδα και συνοδεύον μπάσο (basso continuo, BWV 1065) βασισμένα στο κονσέρτο για τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες, τσέλο και συνοδεύον μπάσο (RV 580).

Υστεροφημία

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Βιβάλντι έγινε ευρέως γνωστός και σε άλλες χώρες πλην –της Ιταλίας– όπως η Γαλλία, όπου οι τάσεις για τη μουσική υπαγορεύονταν από τη μόδα, σε βαθμό μεγαλύτερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η δημοτικότητά του άρχισε ωστόσο να φθίνει: μετά την περίοδο του Μπαρόκ, τα κονσέρτα του, που είχαν ήδη εκδοθεί, άρχισαν να ξεχνιούνται και να αγνοούνται από το κοινό σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση των έργων του Μπαχ που επιχείρησε ο Φέλιξ Μέντελσον. Ακόμη και οι «4 εποχές» – η πιο διάσημη δουλειά του συνθέτη, ήταν άγνωστη στο ευρύ κοινό.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένα κονσέρτο του Fritz Kreisler, σε ύφος παρόμοιο με του Βιβάλντι (σε τέτοιο βαθμό που θεωρήθηκε για κονσέρτο του Βιβάλντι), αναβίωσε το ενδιαφέρον του κοινού για το συνθέτη και συνετέλεσε στην αποκατάσταση της υπόληψής του. Το ίδιο επίσης, κινητοποίησε τον Γάλλο ακαδημαϊκό Marc Pincherle να ξεκινήσει μια μελέτη στο έργο του συνθέτη. Αρκετά χειρόγραφά του ήρθαν στο φως και περιήλθαν στην κυριότητα της Βιβλιοθήκης του Εθνικού Πανεπιστημίου του Τορίνου με τις γενναιόδωρες (εις μνήμην των υιών τους) χορηγίες των Τορινέζων επιχειρηματιών Roberto Foa και Filippo Giordano. Αυτό οδήγησε σε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κόσμου σε ό,τι αφορά τον Βιβάλντι. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων ενδιαφέρθηκαν και οι Mario Rinaldi, Alfredo Casella, Ezra Pound, Olga Rudge, Desmond Chute, Arturo Toscanini, Arnold Schering και Louis Kaufman, αρκετοί από τους οποίους συνετέλεσαν στην αναβίωση του Βιβάλντι στις αίθουσες συναυλιών στον 20ό αιώνα.

Το 1926 σε ένα μοναστήρι στο Πιεμόντε, ερευνητές ανακάλυψαν 14 συλλογές με έργα του Βιβάλντι που θεωρούνταν χαμένα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Κάποιοι τόμοι ωστόσο έλλειπαν, γεγονός που ώθησε σε έρευνες στις συλλογές απογόνων του Μεγάλου Δούκα Durazzo, ο οποίος απέκτησε το σύμπλεγμα του μοναστηριού τον 18ο αιώνα. Οι τόμοι περιείχαν 300 κονσέρτα, 19 όπερες και πάνω από 100 έργα για φωνητικά και ορχηστρικά σύνολα.

Η αναβίωση των ανέκδοτων έργων του Βιβάλντι, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, είναι αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των προσπαθειών του Alfredo Casella, ο οποίος το 1939 οργάνωσε την, ιστορική πλέον, Εβδομάδα Βιβάλντι, όπου και παρουσιάστηκαν τα έργα Gloria (RV 589) και L’ Olimpiade. Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, τα έργα του συνθέτη γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το 1947 ο βενετσιάνος έμπορος Antonio Fanna ίδρυσε το Instituto Italiano Antonio Vivaldi, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Gian Francesco Malipiero και κύριο στόχο την παραγωγή νέων εκδόσεων των έργων του συνθέτη, και γενικότερα την προώθηση της μουσικής του. Η φήμη του Βιβάλντι εξαπλώθηκε περισσότερο με διάφορες ιστορικές (πλέον) παρουσιάσεις του έργου του. Σήμερα και σε αντίθεση με αρκετούς σύγχρονούς του συνθέτες, των οποίων τα έργα δεν ακούγονται, παρά μόνο σε ακαδημαϊκές εκδηλώσεις, ή εκδηλώσεις ειδικού ενδιαφέροντος, η μουσική του τυγχάνει ευρείας αποδοχής.

Πρόσφατες ανακαλύψεις έργων του συνθέτη αποτελούν δύο ψαλμοί των έργων Nisi Dominus (RV 807, σε οκτώ κινήσεις) και Dixit Dominus (RV 807, σε έντεκα κινήσεις), που ανακαλύφθηκαν το 2003 και το 2005 αντίστοιχα, από τον Αυστριακό ειδικό Janice Stockigt. Ο μελετητής του συνθέτη Michael Talbot αναφέρεται στο RV 803 ως «αδιαμφισβήτητα το καλύτερο μη οπερατικό έργο του συνθέτη που ήρθε στο φως μετά … τη δεκαετία του 1920». Η χαμένη όπερα του Βιβάλντι Agrippo (RV 697) ανακαλύφθηκε ξανά το 2006 από τον μαέστρο και τσεμπαλίστα Ondřej Macek, του οποίου η ορχήστρα παρουσίασε το έργο στο Κάστρο της Πράγας, στις 3 Μαΐου του 2008, για πρώτη φορά μετά το 1730.

Επιπλέον, μια κινηματογραφική ιταλο-γαλλική συμπαραγωγή, ονόματι Vivaldi, a Prince in Venice, με σκηνοθέτη τον Jean-Loui Guillermou και πρωταγωνιστή τον Stefano Dionisi στο ρόλο του Βιβάλντι και τον Michel Serrault στο ρόλο του επισκόπου της Βενετίας, ολοκληρώθηκε το 2005. Επίσης το 2005 το ABC Radio International παρήγαγε μια ραδιοφωνική παράσταση ονόματι «The Angel and the Red Priest» σχετική με τον Βιβάλντι. Την παράσταση έγραψε ο Sean Riley, και αργότερα μετασχηματίστηκε κατάλληλα για σκηνική παρουσίαση η οποία και πραγματοποιήθηκε Adelaide Festival of Arts (Φεστιβάλ Τέχνης Αδελαΐδας).

Τέλος, οι μουσικές των Βιβάλντι, Μότσαρτ, Τσαϊκόφσκι και Κορέλλι συμπεριλαμβάνονται από των Alfred Tomatis στις θεωρίες του περί επιδράσεων της μουσικής στην ανθρώπινη συμπεριφορά και χρησιμοποιούνται στη μουσικοθεραπεία.

Συνοπτική εργογραφία

Κάθε έργο του Βιβάλντι επισημαίνεται από τον αριθμό RV (π.χ. RV 697), ο οποίος αντιστοιχεί σε μια θέση του καταλόγου Ryom (Ryom-Verzeichnis) ή αλλιώς Rèpertoire des oeuvres d’Antonio Vivaldi, ενός καταλόγου που κατάρτισε στον 20ό αιώνα ο μουσικολόγος Peter Ryom.

Το έργο του Le quattro stagioni (οι Τέσσερις εποχές) του 1723 είναι αναμφίβολα το πλέον δημοφιλές του. Αποτελεί (όπως προαναφέρθηκε) μέρος του έργου Il cimento dell’armonia e dell’inventione («Πάλη» μεταξύ της αρμονίας και της καινοτομίας) και «σκιαγραφεί» σκηνές και «συναισθήματα» από κάθε μία από τις τέσσερις εποχές. Έχει γραφεί ότι αυτό το έργο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα «περιγραφικής» μουσικής πριν τον 19ο αιώνα.

Ο Βιβάλντι έγραψε πάνω από 500 άλλα κονσέρτα. Περί τα 350 αφορούν ορχήστρα εγχόρδων και σόλο όργανα εκ των οποίων τα 230 αφορούν (ως σόλο όργανα) κονσέρτα για φαγκότο, τσέλο, όμποε, φλάουτο, viola d’amore, φλογέρα, λαούτο και μαντολίνο. Περί τα 40 αφορούν δύο σόλο όργανα και ορχήστρα εγχόρδων, ενώ περί τα 30 αφορούν τρία ή και περισσότερα όργανα και ορχήστρα εγχόρδων.

Εκτός από 46 όπερες, ο Βιβάλντι επίσης συνέθεσε σε μεγάλη κλίμακα και θρησκευτική χορωδιακή μουσική. Άλλα έργα του αφορούν συμφωνίες, περίπου 90 σονάτες και μουσική δωματίου.

Κάποιες σονάτες για φλάουτο, τέλος, όπως η Il Pastor Fido που είχαν αποδοθεί εσφαλμένα στον Βιβάλντι, ανακαλύφθηκε ότι στην πραγματικότητα τις είχε συνθέσει ο Nicolas Chédeville.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου