Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 01 Ιούν 2021
Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Γκλίνκα: συνθέτης, ιδρυτής της περίφημης Ρωσικής Σχολής
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
Ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Γκλίνκα (Νοβοσπάσκογιε, 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1804 – Βερολίνο, 3/15 Φεβρουαρίου 1857), ήταν Ρώσος συνθέτης, ιδρυτής της περίφημης Ρωσικής Σχολής. Υπήρξε ο πρώτος Ρώσος συνθέτης με διεθνή αναγνώριση και, με το έργο του, επηρέασε πολλούς μουσικούς της πατρίδας του, κυρίως εκείνους της Ομάδας των Πέντε οι οποίοι, με οδηγό τη μουσική του, συνέθεσαν ιδιαίτερα έργα που αποπνέουν έντονο «ρωσικό» χαρακτήρα.
Ο Γκλίνκα γεννήθηκε στο χωριό Νοβοσπάσκογιε (Новоспасское), του κυβερνείου Σμολένσκ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος λοχαγός του στρατού και πλούσιος γαιοκτήμονας (Kennedy, 1989), αλλά και όλη η οικογένεια είχε μια ισχυρή παράδοση αφοσίωσης και υπηρεσίας προς τον Τσάρο, ενώ πολλά μέλη του ευρύτερου οικογενειακού κλάδου -Πολωνικής καταγωγής- είχαν εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες. Όταν ήταν παιδί, ο Μιχαήλ ανατράφηκε από την υπερπροστατευτική γιαγιά του Θέκλα Αλεξάντροβνα (Фёкла Александровна) που, τον τάιζε με γλυκά και τον τύλιγε με γούνες «για να μην αρρωστήσει», ενώ φρόντιζε ώστε η θερμοκρασία στο δωμάτιό του να διατηρείται πάντοτε στους 25 °C. Έτσι, ανέπτυξε έναν ασθενικό, «μη μου άπτου» χαρακτήρα και, αργότερα στη ζωή του, δέχθηκε τις υπηρεσίες πολλών «γιατρών», μεταξύ των οποίων υπήρχαν και αρκετοί τσαρλατάνοι-κομπογιαννίτες της εποχής. Η μοναδική μουσική που άκουγε στα νεανικά του χρόνια, ήταν οι ήχοι από τις καμπάνες της εκκλησίας του χωριού και τα λαϊκά τραγούδια από τους χωρικούς που γύρναγαν στους δρόμους.
 
Λέγεται ότι οι καμπάνες των εκκλησιών ήσαν ξεκούρδιστες και, έτσι, τα αυτιά του συνήθισαν σε διάφωνα μουσικά διαστήματα. Επίσης, τα τραγούδια των χωρικών που άκουγε, ήσαν γραμμένα στο ρωσικό ύφος της «ποντγκολόσναγια» подголосная, που χρησιμοποιούσε αυτοσχεδιαστική κάτω φωνή, σε διάφωνα διαστήματα, με αποτέλεσμα να στραφεί νωρίς σε ακούσματα μακριά από την αρμονία της «παραδοσιακής», έντεχνης Δυτικής μουσικής.
Μετά το θάνατο της γιαγιάς του, ο Μιχαήλ ήλθε να μείνει στο κτήμα του -από μητέρα- θείου του, περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά, ο οποίος ήταν μουσικός, διέθετε ιδιωτική ορχήστρα (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 1991) και άκουγε συχνά ρεπερτόριο με έργα των Χάιντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Ήταν περίπου δέκα ετών, όταν άκουσε να παίζουν ένα κουιντέτο με κλαρινέτο του φινλανδού συνθέτη Bernhard Henrik Crusell. Το έργο είχε βαθιά επίδραση πάνω του: «Η μουσική είναι η ψυχή μου», έγραφε πολλά χρόνια αργότερα, ενθυμούμενος αυτή την εμπειρία. Μαζί με τα Γερμανικά και τα Γαλλικά, έπαιρνε και μαθήματα πιάνου και βιολιού.
 
Στα 13 του, ο νεαρός Γκλίνκα εστάλη στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, για σπουδές στο Ανώτατο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 1991), μία σχολή για τα παιδιά της αριστοκρατίας. Εδώ διδάχθηκε λατινικά, αγγλικά και περσικά, σπούδασε μαθηματικά και ζωολογία, και άρχισε να διευρύνει το μουσικό του κόσμο. Έκανε μαθήματα με τον Καρλ Ζόινερ και, μόλις, τρία μαθήματα πιάνου από τον Τζον Φιλντ (John Field), τον Ιρλανδό συνθέτη Νυκτερινών (Nocturnes), ο οποίος έζησε κάποιο χρονικό διάστημα στην Αγία Πετρούπολη. Αργότερα, συνέχισε τα μαθήματα πιάνου με τον Τσάρλς Μέγιερ (Charles Meyer) και άρχισε σύνθεση. Τα μαθήματα αυτά ήσαν πολύ σποραδικά, οπότε ο Γκλίνκα μπορεί να θεωρηθεί αυτοδίδακτος, έχοντας μουσική καλλιέργεια βασισμένη, περισσότερο στην προσωπική του εκτίμηση και τις επαφές του, παρά στις καθ’αυτό σπουδές του (Bompiani, 1993).
 
Το 1822, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο της Αγ. Πετρούπολης (όπως είχε, στο μεταξύ, μετονομαστεί το Ινστιτούτο). Τότε συνάντησε τον Πούσκιν, ο οποίος είχε έλθει στην πόλη για να δει τον αδελφό του Λέο, ο οποίος ήταν συμμαθητής του Γκλίνκα. Ξανασυναντήθηκαν, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1826 και, έκτοτε, παρέμειναν στενοί φίλοι μέχρι το θάνατο του ποιητή. Το 1823, έκανε ένα ταξίδι στην περιοχή του Καυκάσου και, επισκέφθηκε τις πόλεις Πιατιγκόρσγκ και Κισλοβόντσκ.
 
Με παρότρυνση του πατέρα του διορίστηκε βοηθός Γραμματέας του Υπουργείου Δημοσίων Συγκοινωνιών, όπου εργάστηκε από το 1824 μέχρι το 1828, χωρίς να του αρέσει ιδιαίτερα. Ήταν ασθενικός, νωθρός και καθόλου φιλόδοξος, ώστε να κάνει σταδιοδρομία δημοσίου υπαλλήλου (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 1991). Δεν είχε πολλή δουλειά, πράγμα που επέτρεψε στο νεαρό να αφοσιωθεί στη μποέμικη ζωή ενός μουσικού ερασιτέχνη, που σύχναζε σε σαλόνια και κοινωνικές εκδηλώσεις της πόλης. Άρχισε να συνθέτει ήδη, αρκετή μουσική, κυρίως μελαγχολικές ρομάντσες που ψυχαγωγούσαν τους πλούσιους ερασιτέχνες του κύκλου του. Τα τραγούδια του είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις του, κατά την περίοδο αυτή και, μάλιστα, τραγουδούσε και ό ίδιος ως ερασιτέχνης τραγουδιστής (Kennedy, 1989).
 
Τον Απρίλιο του 1830, κατά σύσταση του θεράποντος ιατρού του, ο Γκλίνκα αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ιταλία, με τον τενόρο Νικολάι Ιβανόφ. Στη διαδρομή πέρασαν από τη Γερμανία και την Ελβετία, προτού εγκατασταθούν στο Μιλάνο. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα στο ωδείο με τον Francesco Basili, αν και δεν του άρεσε η αντίστιξη, την οποία έβρισκε «κουραστική». Αν και πέρασε τρία χρόνια της ζωής του στην Ιταλία, ακούγοντας τους τραγουδιστές της εποχής, γοητεύοντας γυναίκες με τη μουσική του και, κάνοντας σημαντικές γνωριμίες, όπως με τους Ντονιτσέτι, Μπελίνι, Μέντελσον, Μπερλιόζ και τον εκδότη Ρικόρντι, ένοιωθε αποκαρδιωμένος στην Ιταλία. Κατάλαβε ότι η αποστολή του στη ζωή ήταν να επιστρέψει στη Ρωσία, να συνθέσει σε «ρωσικό ύφος» και να κάνει για τη ρωσική μουσική, ό,τι οι Ντονιτσέτι και Μπελίνι είχαν κάνει για την ιταλική μουσική. Το ταξίδι της επιστροφής του, τον έφερε μέσω των Άλπεων στη Βιέννη, όπου άκουσε τη μουσική του Φραντς Λιστ. Έμεινε για άλλους πέντε μήνες στο Βερολίνο, κάνοντας σύνθεση και ενορχήστρωση, για 6 μήνες (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 1991), με τον διακεκριμένο καθηγητή Ζίγκφριντ Ντεν (Siegfried Dehn), θεωρητικό και διευθυντή του μουσικού τμήματος της Βασιλικής Βιβλιοθήκης. Το Καπρίτσιο πάνω σε Ρωσικά θέματα για ντουέτο πιάνου και η ημιτελής Συμφωνία σε δύο Ρωσικά θέματα , είναι προϊόντα της περιόδου αυτής. Ενώ ήταν στο Βερολίνο, ο Γκλίνκα ερωτεύθηκε μια όμορφη και ταλαντούχα τραγουδίστρια, για την οποία συνέθεσε τις Έξι Σπουδές για Κοντράλτο. Όταν η είδηση για το θάνατο του πατέρα του, το 1834, έφτασε στη γερμανική πόλη, ο Γκλίνκα έφυγε από το Βερολίνο και επέστρεψε στο Νοβοσπάσκογιε.
 
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του, η οποία του σύστησε την Μαρία Πετρόβνα Ιβανόβα, μακρινή εξαδέλφη του. Μετά από σύντομο φλερτ, παντρεύτηκαν, αλλά ο γάμος ήταν βραχύβιος, διότι η σύζυγός του ήταν αγενής και αδιάφορη προς τη μουσική του. Η αρχική αγάπη του γι ‘αυτήν, ειπώθηκε ότι είχε εμπνεύσει το τρίο στην πρώτη πράξη της όπερας Μια Ζωή για τον Τσάρο (1836).
 

 

 

O Γκλίνκα σε μεταθανάτιο πίνακα, γράφοντας το «Ρουσλάνος και Λιουντμίλα» (Ρέπιν, 1887)

 
Το έργο Μια ζωή για τον Τσάρο ήταν η πρώτη από τις δύο μεγάλες όπερες που συνέθεσε ο Γκλίνκα, με αρχικό πρωτότυπο τίτλο Ιβάν Σουσάνιν (Ivan Susanin). Τοποθετημένο στα 1612, αφηγείται την ιστορία ενός Ρώσου αγρότη και πατριώτη που δίνει τη ζωή του για τον τσάρο, όταν παρασύρει σε λάθος κατεύθυνση μια ομάδα από Πολωνούς που τον κυνηγούν. Ο ίδιος ο τσάρος παρακολούθησε την πρόοδο του έργου με ενδιαφέρον και πρότεινε την αλλαγή του τίτλου. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία στην πρεμιέρα, που δόθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1836, στο Μεγάλο Θέατρο της Αγ. Πετρούπολης, υπό τη διεύθυνση του Catterino Cavos, ο οποίος είχε γράψει μια όπερα με το ίδιο θέμα στην Ιταλία. Την επομένη της πρεμιέρας, ο Γκλίνκα έγραφε στη μητέρα του: «…χθες το βράδυ, η αφοσίωσή μου στη μουσική και η σκληρή μου δουλειά, ανταμείφθηκαν με μία μεγάλη επιτυχία. Το κοινό ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό, αλλά και οι ίδιοι οι ηθοποιοί, πέρα από τον Αυτοκράτορα, ο οποίος με ευχαρίστησε και είχε μακρά συζήτηση μαζί μου…»
 
Παρά το γεγονός ότι η μουσική είναι, ακόμη, περισσότερο «ιταλική» απ’ ό,τι «ρωσική», ο Γκλίνκα δείχνει εξαιρετικό χειρισμό των ρετσιτατίβι, των αφηγηματικών, δηλαδή, τμημάτων της όπερας που συνέχουν την όλη δομή της, ενώ η ενορχήστρωση είναι αριστοτεχνική, προαναγγέλλοντας την ορχηστρική γραφή των μετέπειτα Ρώσων συνθετών. Η «φυσική» συνέχεια του συγκεκριμένου έργου, θεωρείται η όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ του Μοντέστ Μουσόργκσκι. Ο τσάρος έδωσε ως αμοιβή στον συνθέτη, ένα δαχτυλίδι αξίας 4.000 ρουβλιών. Πάντως, κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, η όπερα ανέβηκε με τον αρχικό της τίτλο Ivan Susanin. Το 1837, ο Γκλίνκα διορίστηκε διευθυντής της Αυτοκρατορικής Χορωδίας του Παρεκκλησίου, με ετήσιο μισθό 25.000 ρούβλια. Το 1838, μετά από πρόταση του τσάρου, έφυγε για την Ουκρανία για να στρατολογήσει νέες φωνές για τη χορωδία. Επέστρεψε με 19 νέες φωνές –μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο κατοπινός συνθέτης Σεμέν Αρτεμόφσκι- και, κέρδισε άλλα 1.500 ρούβλια από τον τσάρο. Εκείνη την εποχή, ο Γκλίνκα πέρασε τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της -σύντομης- ζωής του και, μάλιστα, συνέθεσε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του.
 
Ενθουσιασμένος, ο Γκλίνκα, άρχισε ήδη από το επόμενο έτος να σχεδιάζει την επομένη του όπερα, Ρουσλάν και Λιουντμίλα (Руслан и Людмила) με βάση μια ιστορία του Πούσκιν. Ο συνθέτης είχε την πρόθεση να συνεργαστεί στενά με τον ποιητή για τη δομή και εξέλιξη του έργου, αλλά ο θάνατος του λογοτέχνη άλλαξε τα αρχικά σχέδια του Γκλίνκα, ο οποίος κατέφυγε στον, επίσης ποιητή Konstantin Bakhturin . Λέγεται ότι, το λιμπρέτο επινοήθηκε μέσα σε 15 λεπτά, όταν εκείνος ήταν μεθυσμένος (!) τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Κατά συνέπεια, η όπερα αποτελεί μια δραματική «σύγχυση», αλλά η ποιότητα της μουσικής του Γκλίνκα είναι υψηλή, υψηλότερη από ό,τι στην όπερα Μια ζωή για τον Τσάρο. Χαρακτηριστικό της «προχωρημένης» μουσικής του έργου αποτελεί η εισαγωγή, όπου ο συνθέτης χρησιμοποιεί μια κατιούσα κλίμακα με διαστήματα ολόκληρου τόνου. Υπάρχουν πολλές κολορατούρες στο ιταλικό στυλ και, η τρίτη πράξη, περιλαμβάνει πολλά νούμερα μπαλέτου ρουτίνας, αλλά το μεγάλο επίτευγμα του σε αυτή την όπερα έγκειται στη χρήση λαϊκών ανατολίτικων μοτίβων -μερικών προτότυπων από τον ίδιο τον Γκλίνκα- , απόλυτα ενταγμένων στη δομή του έργου. Πάντως, η πρεμιέρα του έργου στις 9 Δεκεμβρίου 1842, ακριβώς 6 χρόνια μετά την πρώτη όπερα, έτυχε ψυχρής υποδοχής από το κοινό. Μεταξύ των επικριτών ήταν και ο F. Bulgarin, γνωστός μουσικοκριτικός της εποχής, που επηρέαζε τη δημόσια γνώμη. Αργότερα, το έργο θα κερδίσει συνεχόμενη δημοτικότητα και, μεταξύ των συνθετών της εποχής, που ανταποκρίθηκαν θετικά στα «παράδοξα» ακούσματα της συγκεκριμένης όπερας, ήταν ο Λιστ (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 1991).
Ο Γκλίνκα απογοητεύθηκε από την κακή υποδοχή της όπερας Ρουσλάν και Λιουντμίλα. Το ηθικό του, πάντως, αναπτερώθηκε όταν, το 1844, ταξίδεψε στο Παρίσι και την Ισπανία. Στο Παρίσι, γνώρισε τον Μπερλιόζ, στον οποίο άρεσε η μουσική του Γκλίνκα και ενορχήστρωσε (1845) μερικά αποσπάσματα από τις όπερες του συνθέτη, ενώ έγραψε ένα άρθρο γεμάτο εκτίμηση στο πρόσωπό του. Ο Γκλίνκα, με τη σειρά του, θαύμαζε τη μουσική του Μπερλιόζ και αποφάσισε να συνθέσει μερικές “Περιγραφικές Φαντασίες” (Fantasies pittoresques) για ορχήστρα, προς τιμήν του.

 

 

Η επιτάφια πλάκα του Γκλίνκα στο νεκροταφείο Τίχβιν της Αγ. Πετρούπολης

 
Στην Ισπανία, συναντήθηκε με τον Don Pedro Fernandez, ο οποίος παρέμεινε γραμματέας και συνεργάτης του, μέχρι τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του.[2] Η ισπανική λαϊκή μουσική, οι γιορτές και οι χοροί επηρέασαν βαθιά τον Γκλίνκα. Εκεί, το 1845, θα συνθέσει την Χότα της Αραγονίας , ενώ, όταν επέστρεψε στη Ρωσία, έγραψε τη Νύχτα στη Μαδρίτη (1848). Το καλοκαίρι του 1847, ο συνθέτης πήρε το δρόμο της επιστροφής στο πατρογονικό Νοβοσπασκόγιε, σύντομα πήγε ξανά στην Αγία Πετρούπολη, αλλά τελικά αποφάσισε να περάσει τον επόμενο χειμώνα στο Σμολένσκ. Απογοητευμένος από τις κοσμικές εκδηλώσεις που τον «καταδίωκαν» (προσκλήσεις σε χορούς και μουσικές βραδιές) αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να γίνει ένας ταξιδευτής. Φθάνοντας το 1848 στη Βαρσοβία, έμεινε στην πόλη και έγραψε τη συμφωνική φαντασία “Kamarinskaya” βασισμένη πάνω σε δύο ρωσικά τραγούδια. Σε αυτό το έργο, ο Γκλίνκα εγκαινίασε ένα νέο είδος συμφωνικής μουσικής και έθεσε τα θεμέλια για την περαιτέρω ανάπτυξή του, δημιουργώντας ένα ασυνήθιστα τολμηρό συνδυασμό διαφορετικών ρυθμών, χαρακτήρων και διαθέσεων. Ο Τσαϊκόφκι, παρόλο που ήταν από τους ρώσους συνθέτες που δεν επηρεάστηκαν δραματικά από τον Γκλίνκα, δήλωσε με περιεκτικότατο τρόπο για το συγκεκριμένο έργο: ” «…η συμφωνική Σχολή της Ρωσίας, στο σύνολό της, βρίσκεται μέσα στο έργο Kamarinskaya, όπως ολόκληρη η βελανιδιά ζει μέσα σε ένα βελανίδι…» “
 
Το 1851, ο Γκλίνκα επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έκανε νέες γνωριμίες, κυρίως με νέους ανθρώπους, παρέδιδε μαθήματα τραγουδιού για ρόλους όπερας, αλλά και μουσικής δωματίου με τραγουδιστές όπως οι Ν. Ivanov, Ο.Α. Petrov, A.P. Lodi, D.M. Leonova και άλλοι. Υπό την άμεση επίβλεψή του, ιδρύθηκε ρωσικό σχολείο φωνητικής. Εκεί γράφηκε μαζί με τον Alexander Serov, το 1852, το πόνημα “Σημειώσεις ενοργάνωσης” (δημοσιεύθηκε το 1856).
 
Το 1852, ο Γκλίνκα έφυγε και πάλι ταξίδι. Σχεδίαζε να πάει ξανά στην Ισπανία, αλλά τελικά, σταμάτησε στο Παρίσι, όπου έζησε για λίγο περισσότερο από δύο χρόνια ήσυχα και, με συχνές επισκέψεις στους βοτανικούς και ζωολογικούς κήπους. Ξεκίνησε να συνθέτει τη συμφωνία “Taras Bulba”, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στο μεταξύ ξεσπάει ο Κριμαϊκός Πόλεμος, στον οποίο η Γαλλία αντιτίθεται στη Ρωσία, γεγονός που τον οδηγεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, ενώ στο ταξίδι επιστροφής του, μένει για δύο εβδομάδες στο Βερολίνο. Το Μάιο του 1854 ήρθε πίσω στη Ρωσία, πέρασε το καλοκαίρι στο Τσαρσκόγε Σέλο και, κατόπιν, επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη. Τον ίδιο χρόνο,άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του («Απομνημονεύματα», Записки, κυκλοφόρησαν το 1870), μέσα από τα οποία σκιαγραφείται η προσωπογραφία ενός νωθρού, υποχονδριακού αλλά καλόκαρδου χαρακτήρα.
 
Το 1856, ο Γκλίνκα ξαναταξίδεψε στο Βερολίνο. Εκεί άρχισε να μελετάει τους παλαιούς ρωσικούς εκκλησιαστικούς ψαλμούς, τα ιταλικά χορωδιακά έργα του Παλεστρίνα και το έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, θέλοντας να εντρυφήσει στην εκκλησιαστική μουσική, αλλά μια ξαφνική ασθένεια -πιθανό κρύωμα- διέκοψε τις μελέτες αυτές. Ο Γκλίνκα πέθανε ξαφνικά στις 15 Φεβρουαρίου 1857 στο Βερολίνο, και τάφηκε στο Λουθηρανικό νεκροταφείο. Το Μάιο του ίδιου έτους, με προτροπή της νεότερης αδελφής του, Λιουντμίλα Ιβάνοβνα, η σωρός του μετεφέρθη στην Αγία Πετρούπολη και επανενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Tikhvin της Μονής Alexander Nevsky. Στο Βερολίνο, υπάρχει αναμνηστική επιτάφια πλάκα στο σημείο της αρχικής ταφής που, ανεγέρθηκε το 1947 από το στρατιωτικό διοικητή του Σοβιετικού τομέα της πόλης.
 
Ο Γκλίνκα έχει χαρακτηριστεί ερασιτεχνική μεγαλοφυΐα. Το έργο του, μικρό σε όγκο, θεωρείται το θεμέλιο όλης ουσιαστικά της μεταγενέστερης ρωσικής μουσικής. Τυπική μορφή Ρώσου διανοουμένου της τάξης των γαιοκτημόνων, είχε σπουδαίες ιδέες και, ενώ οι ιστορικές στιγμές ήσαν κατάλληλες για την πραγματοποίησή τους, ωστόσο δεν κατάφερε να οργανώσει σωστά τους σχεδιασμούς του.
Μετά το θάνατο του Γκλίνκα τα δικαιώματα από τις δύο όπερές του, απετέλεσαν πηγή προστριβών στο μουσικό Τύπο της εποχής, ιδιαίτερα μεταξύ του Βλαντίμιρ Στάσοφ και του πρώην φίλου του Αλεξάντρ Σερόφ.
 
Το 1884, ο Μιτροφάν Μπελιάγεφ ίδρυσε το “Βραβείο Γκλίνκα”, το οποίο απενεμείτο ετησίως. Κατά τα πρώτα χρόνια, στους νικητές συμπεριλαμβάνονταν οι Μποροντίν,Μπαλάκιρεφ, Τσαϊκόφσκι, Κόρσακοφ, Κουί και Λιάντοφ που, όλοι τους –λιγότερο ο Τσαϊκόφσκι- επηρεάστηκαν βαθιά από το έργο του. Εκτός Ρωσίας, αρκετά από τα ορχηστρικά έργα του Γκλίνκα έχουν γίνει δημοφιλή σε συναυλίες και ηχογραφήσεις.
 
Ένα μικρότερο έργο που διέλαθε της προσοχής, αλλά κατά την τελευταία δεκαετία έγινε γνωστό, ήταν “Το πατριωτικό τραγούδι”, που υποτίθεται ότι γράφτηκε για ένα διαγωνισμό εθνικών ύμνων το 1833. Η μουσική του υιοθετήθηκε ως εθνικός ύμνος της Ρωσίας κατά την περίοδο μεταξύ 1990-2000.
 
Τρία ρωσικά ωδεία πήραν το όνομά του:
  • Το Κρατικό Ωδείο Νίζνι Νόβγκοροντ (Ρωσικά:. Нижегородская государственная консерватория им М.И.Глинки).
  • Το Κρατικό Ωδείο Νοβοσιμπίρσκ (Ρωσικά:. Новосибирская государственная консерватория (академия) им М.И.Глинки).
  • Το Κρατικό Ωδείο Μαγκνιτογκόρσκ (Ρωσικά: Магнитогорская государственная консерватория).
Η Σοβιετική αστρονόμος Λιουντμίλα Τσερνίχ, (Людми́ла Ива́новна Черны́х) ονόμασε προς τιμήν του ένα μικρό πλανήτη, τον 2205 Glinka, που ανακαλύφθηκε το 1973. Επίσης, ένας κρατήρας του Ερμή πήρε το όνομα Γκλίνκα.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου