Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 20 Δεκ 2022
«Το ’τρωγε το μπουζούκι», αλλά τον «έφαγε» το ποτό
Κλίκ για μεγέθυνση












20.12.2022, 17:19
 
 
Η Μαριάννα Τζιαντζή μάς ταξιδεύει στη ζωή του κορυφαίου μουσικού Δημήτρη Στεργίου, από τους εκπληκτικούς αυτοσχεδιασμούς του οποίου δεν έχει διασωθεί τίποτα καθώς ο ίδιος, ιδιοσυγκρασιακός έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελε να παίζει σε δίσκους: «Δεν θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο», έλεγε

Παραμονή Χριστουγέννων του 1972, σε ηλικία 45 ετών, πέθανε ένας θρυλικός δεξιοτέχνης της κιθάρας και του μπουζουκιού, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης που γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927.

Ο Μπέμπης έχει πια περάσει στον χώρο του μύθου και του ονείρου, και ας μη ζουν οι περισσότεροι από εκείνους που τον είχαν ακούσει και τον είχαν δει στο πάλκο. Και ας είναι ελάχιστες οι φωτογραφίες του που διασώζονται και μετρημένες στα δάχτυλα οι συνθέσεις του και οι συμμετοχές του σε ηχογραφήσεις δίσκων. Μέσα από τις αφηγήσεις που διαθέτουμε, ο Δημήτρης Στεργίου προβάλλει σαν μια εκπληκτική προσωπικότητα, ιδιοφυής, αυτοκαταστροφικός και «καταραμένος», έτσι που να ζηλεύει κανείς τους τυχερούς που τους άγγιξε η αύρα του.

Μια αύρα διαρκείας που όχι απλώς άγγιξε αλλά πήρε και σήκωσε, συνεπήρε και τον Θωμά Κοροβίνη, όπως διαπιστώνουμε από το συγκινητικό βιβλίο του «Μπέμπης» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αγρα (Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «μυθιστόρημα» και όχι βιογραφία). Το ίδιο διαπιστώνουμε από το εκτεταμένο κεφάλαιο που του αφιερώνει ο σολίστας του μπουζουκιού και ερευνητής Γιώργος Αλτής στο «Οκτώ λαϊκά πορτραίτα» (έκδοση του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι», 2007), καθώς και από τις πάμπολλες αναφορές στους «Λαϊκούς βάρδους», τη ραδιοφωνική εκπομπή του αξέχαστου Πάνου Γεραμάνη.

Οταν ο Πάνος Γεραμάνης ρωτά τους καλεσμένους του, οργανοπαίχτες και λαϊκούς τραγουδιστές, για τον Μπέμπη, κάποιοι απαντούν απλώς με ένα «Ααχ!». Με έναν στεναγμό πόνου και δέους. «Ααχ, ο Μπέμπης!» λένε. «Τα δυο βουνά, τα Ιμαλάια και το Κιλιμάντζαρο, αυτοί οι κολοσσοί» (ο Τάκης Μπίνης για τον Χιώτη και τον Μπέμπη). Και η Δούκισσα λέει: «Αν δεν τον είχε φάει το ποτό, θα τους είχε φάει όλους, με την καλή έννοια το λέω αυτό. Μεγάλο ταλέντο. Επιανε το μπουζούκι και το ’τρωγε το μπουζούκι. Αλλά τον έφαγε το ποτό. Πέθανε αλκοολικός». «Ο Παγκανίνης του μπουζουκιού» (σύμφωνα με τον ακορντεονίστα Σωτήρη Ζωιόπουλο).

Κατά γενική ομολογία, ομορφόπαιδο ο Μπέμπης. «Ητανε σοβαρός, ήτανε βαρύς». «Εύζωνα» και «σημαιοφόρο» τον χαρακτηρίζανε, μόνο που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο τελευταίο στάδιο του αλκοολισμού, αυτός ο λεβέντης σερνότανε, το κορμί του είχε λιώσει, είχε γίνει χάρτινο, τα δάχτυλά του δεν τον υπάκουαν, δεν μπορούσε να εργαστεί, πέρασε στα αζήτητα, η οικογένειά του πεινούσε και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, μάζευε γόπες από το πεζοδρόμιο, ζητιάνευε για να αγοράσει από το φαρμακείο καθαρό οινόπνευμα και να το πιει μονομιάς, καθώς τα χρήματά του δεν έφταναν για να πάρει κανονικό ποτό.

Από μικρό παιδάκι και με την παρότρυνση του πατέρα του, σπούδασε μουσική, ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες. Και με το μπουζούκι έκανε θαύματα. Ο ζωγράφος Χρήστος Λεβέντης, στενός φίλος του, λέει ότι «στο μπουζούκι επάνω έκανε τους σπίνους, τα αηδόνια, διάφορα πουλιά που κελαηδούσαν. Κελάηδαγε το αηδόνι και το έκανε».

Αρκετές είναι οι συναρπαστικές ιστορίες που κυκλοφορούν για τον Μπέμπη. Επίσης διασώζονται κάποια λόγια του Μανώλη Χιώτη ή που αποδίδονται στον Χιώτη: «Αν δεν έπινε ο Μπέμπης, δεν θα υπήρχε ο Χιώτης» και «Τα δάχτυλα του Μπέμπη τρέχανε όσο ήθελαν, του Χιώτη όσο μπορούσαν».

Δεν ήταν φίρμα με την αγοραία έννοια του όρου ο Μπέμπης, όμως ήταν θεός στα μάτια των συναδέλφων του μουσικών, όπως και στα μάτια των μπουζουκόβιων των δεκαετιών του 1950 και του 1960 που τον λάτρεψαν: «Εκείνα τα χρόνια που ανοίξανε μαγαζάκια και βάζανε μπουζουκάκια και τέτοια, ο καταστηματάρχης περίμενε να τους πάει πελάτες ο μπουζουξής, τότε λέγανε “πάμε στα μπουζούκια”, δεν λέγανε “πάμε στον Διονυσίου ή πάμε στη Μαρινέλλα», λέει στον Πάνο Γεραμάνη ο δεξιοτέχνης (και βιοπαλαιστής) του μπουζουκιού Χρήστος Δημόπουλος και συνεχίζει: «Οι καταστηματαρχαίοι θέλανε να τους κουβαλάνε πελάτες οι μπουζουξήδες, δηλαδή όχι να βγάλει το μεροκάματό του [ο μπουζουξής], να φέρει κάνα δυο τρία μεροκάματα για τους υπολοίπους. Ο Μπέμπης με το που έμπαινε μέσα και η ταμπέλα έξω να γράφει “Μπέμπης”, το μαγαζί γέμιζε αμέσως. […] Το Χατζηκυριάκειο το είχε πελάτη ο Μπέμπης».

Οι εκπληκτικοί αυτοσχεδιασμοί του Μπέμπη δεν έχουν ηχογραφηθεί (μόνο ελάχιστα δείγματα υπάρχουν, όπως οι συγκλονιστικές «Πενιές του Μπέμπη»), έχουν πετάξει ψηλά στον ουρανό της άγραφης μουσικής, των «ακυκλοφόρητων» τραγουδιών. Ο Δημήτρης Στεργίου δεν ήθελε να παίζει σε δίσκους. «Δεν θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο», έλεγε, «όποιος θέλει να με ακούσει, ας έρθει στο μαγαζί». Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, αν ζούσε σήμερα, ο Μπέμπης δεν θα πήγαινε στα τηλεοπτικά μουσικά σόου ούτε θα έδινε συνεντεύξεις, δεν θα επιζητούσε τη δημοσιότητα.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στην εμμονή του Μπέμπη να αποφεύγει τις ηχογραφήσεις και σε ένα φανταστικό (ή εμπνευσμένο από κάποιο υπαρκτό) πρόσωπο που συναντάμε στο μυθιστόρημα του Μεξικανού πεζογράφου Κάρλος Φουέντες «Το ένστικτο της Ινές» (εκδ. Κέδρος), έναν μεγάλο μαέστρο που «… δεν επέτρεψε ποτέ να ηχογραφηθούν οι εκτελέσεις του. Δήλωνε ότι αρνιότανε “να μπει σε κονσέρβα σαν να ήταν σαρδέλα”. Οι μουσικές ιεροτελεστίες του θα ήταν ζωντανές, μόνο ζωντανές, και μοναδικές, ανεπανάληπτες, τόσο έντονες όσο έντονα τις βίωναν εκείνοι που τις άκουγαν, τόσο ευμετάβλητες όσο και η μνήμη του ίδιου εκείνου κοινού. Μ’ αυτό τον τρόπο απαιτούσε να τον θυμούνται, αν το επιθυμούσαν».

Τον θυμούνται λοιπόν τον Δημήτρη Στεργίου, αυτοί που τον έζησαν και αυτοί που δεν τον έζησαν. Τον θυμούνται με δέος σαν να ήταν κάποτε παρόντες σε ένα θαύμα. Ο Μπέμπης άφησε το αποτύπωμά του στις καρδιές, στη μνήμη πολλών ανθρώπων που τον άκουσαν σε ταβέρνες και λαϊκά κέντρα και αυτοί, με τη σειρά τους, μετέφεραν αυτό το αποτύπωμα, μετέφεραν τα χνάρια του σε επόμενες γενιές. Τι κι αν αυτά τα χνάρια διαστέλλονται και αποκτούν μυθικές διαστάσεις; Δεν σβήνουν, υπάρχουν και είναι βαθιά. Και ίσως τα έχουμε ανάγκη.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου