Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 30 Μάι 2021
Μπένι Γκούντμαν (1909-1986), ο «Βασιλιάς του Σουίνγκ»
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 

Ο Μπέντζαμιν (Μπένι) Ντέιβιντ Γκούντμαν (Benjamin ‘’Benny’’ David Goodman, Σικάγο 30 Μαΐου 1909 – Νέα Υόρκη 13 Ιουνίου 1986) ήταν Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας (μπάντας) της τζαζ , γνωστός ως ο «Βασιλιάς του Σουίνγκ», εξαιρετικά δημοφιλούς είδους μουσικής στις ΗΠΑ, κατά τις δεκαετίες 1930 και 1940.

Η περίφημη συναυλία που έδωσε στο Κάρνεγκι Χολ (Carnegie Hall) της Νέας Υόρκης, στις 16 Ιανουαρίου 1938, περιγράφεται από τον κριτικό Μπρους Έντερ (Bruce Eder) ως «η μοναδική σημαντική τζαζ ή ποπ συναυλία μουσικής στην ιστορία: η τζαζ μπαίνει στον κόσμο της ευυπόληπτης (sic) μουσικής».

Οι μπάντες του Γκούντμαν αποτέλεσαν το έναυσμα για το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας πολλών μεγάλων καλλιτεχνών της τζαζ. Κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης εποχής φυλετικού διαχωρισμού, διηύθυνε μία από τις πρώτες γνωστές, μικτού χρώματος, ολοκληρωμένες μπάντες. Αυστηρός περφόρμερ, πολλές φορές αυταρχικός, αλλά και αντιρατσιστής, έπαιζε σχεδόν ως το τέλος της ζωής του, εκδηλώνοντας ταυτόχρονα αδιάλειπτο ενδιαφέρον για την κλασική μουσική.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Γκούντμαν γεννήθηκε στο Σικάγο, το 1909. Ήταν το ένατο από τα δώδεκα παιδιά φτωχών Εβραίων μεταναστών από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του, Ντέιβιντ (1873-1926), ήρθε στην Αμερική το 1892 από τη Βαρσοβία και έγινε ράφτης. Η μητέρα του, Ντόρα Γκριζίνσκι (Dora Grisinsky) 1873-1964), καταγόταν από το Κάουνας της -σημερινής- Λιθουανίας.  Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Βαλτιμόρη και εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο πριν γεννηθεί o Μπένι. Με λίγα εισοδήματα και μεγάλη οικογένεια, μετακόμισαν στο υποβαθμισμένο προάστιο Μάξουελ (Maxwell Street), μια υπερπληθυσμένη παραγκούπολη κοντά στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις και στα περιβάλλοντα εργοστάσια όπου κατοικούσαν, κυρίως, ιρλανδοί, γερμανοί, σκανδιναβοί, ιταλοί, πολωνοί και εβραίοι μετανάστες. 

Το γκέτο της Οδού Μάξουελ στο Σικάγο, όπου μεγάλωσε ο Μπένι Γκούντμαν, σε φωτογραφία του 1915

Η διάσημη κοινωνιολόγος και ακτιβίστρια της πόλης του Σικάγου, Τζέιν Άνταμς ( Jane Addams) περιγράφει: «Οι δρόμοι είναι απίστευτα βρώμικοι, ο αριθμός των σχολείων ανεπαρκής, η υγειονομική νομοθεσία ανεφάρμοστη, ο φωτισμός του δρόμου κακός, το μίζερο πλακόστρωτο λείπει παντελώς από τα σοκάκια και τους μικρότερους δρόμους, ενώ οι στάβλοι βγάζουν μια αποφορά πέρα από κάθε περιγραφή. Εκατοντάδες σπίτια δεν συνδέονται με το αποχετευτικό δίκτυο». Τα οικονομικά ήταν διαρκές πρόβλημα για την οικογένεια. Ο πατέρας κέρδιζε, το πολύ, 20 δολάρια την εβδομάδα. Την Κυριακή, πήγαινε τα παιδιά του σε δωρεάν συναυλίες στο Πάρκο Ντάγκλας (Douglas Park) όπου, για πρώτη φορά, ο μικρός Μπένι βίωσε ζωντανές επαγγελματικές παραστάσεις. Για να δώσει στα παιδιά του κάποιες δεξιότητες και εκτίμηση για τη μουσική, πήγε τον δεκάχρονο Μπένι και δύο αδελφούς του για μαθήματα μουσικής στη Συναγωγή Γιάκομπ (Kehelah Jacob), τα οποία τον επιβάρυναν μόνο με 25 σεντς κάθε μάθημα, ενώ στην τιμή συμπεριλαμβανόταν και η χρησιμοποίηση των μουσικών οργάνων της συναγωγής. για μένα

«Να παίζω μουσική ήταν μεγάλο διέξοδο από τη φτώχεια για μένα. Ήθελα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Και η μουσική ήταν σπουδαίος τρόπος για μένα. Ήμουν απόλυτα συνεπαρμένος από αυτήν. Ξεκίνησα λοιπόν σε νεαρή ηλικία για να κάνω αυτό που θα μπορούσα -αφιέρωσα τις προσπάθειές μου σ ‘αυτό και το απολαμβάνω».

(Από συνέντευξη του Γκούντμαν το 1975)

Την επόμενη χρονιά ο Μπένι εντάχθηκε στο μουσικό συγκρότημα που είχαν φτιάξει μαθητές στο Κτήριο Χαλ (Hull House) της Άνταμς. Εκεί, έπαιρνε μαθήματα από τον διευθυντή του ιδρύματος Τζέιμς Σιλβέστερ (James Sylvester), με χαμηλά δίδακτρα. Προσχωρώντας στο συγκρότημα, είχε το δικαίωμα να περάσει δύο εβδομάδες σε ένα καλοκαιρινό κάμπ, περίπου πενήντα μίλια από το Σικάγο. Ήταν η μόνη φορά που, ο Γκούντμαν, κατάφερε να ξεφύγει από το βρώμικο περιβάλλον της αστικής γειτονιάς του. Έκανε, επίσης, δύο χρόνια μαθήματα με τον κλαρινετίστα Φραντς Σουπ (Franz Schoepp), ο οποίος είχε κάνει κλασικές σπουδές στο όργανό του. Οι πρώτες επιρροές του Γκούντμαν υπήρξαν οι κλαρινετίστες τζαζ της Νέας Ορλεάνης που εργάζονταν στο Σικάγο, κυρίως οι Τζόνι Ντοντς (Johnny Dodds), Λιόν Ροπόλο (Leon Roppolo) και Τζίμι Νουν (Jimmie Noone). Μάθαινε γρήγορα, έγινε δυνατός μουσικός σε μικρή ηλικία και, σύντομα, άρχισε να παίζει επαγγελματικά σε διάφορες μπάντες. 

Ο Γκούντμαν έκανε το πρώτο σημαντικό επαγγελματικό ντεμπούτο του, πολύ νέος, το 1921, στο Θέατρο Σέντραλ Παρκ (Central Park Theater) της περιοχής Ουέστ Σάιντ (West Side) του Σικάγου. Παράλληλα, μπήκε στο Γυμνάσιο Χάρισον (Harrison High School) της πόλης, το 1922, εντάχθηκε στην Ένωση Μουσικών το 1923 και, από την ηλικία των 14 ετών, ήταν σε μια μπάντα με αρχηγό τον περίφημο Μπιξ Μπάιντερμπεκε (Bix Beiderbecke). Όταν έγινε 16 ετών, εντάχθηκε σε ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα του Σικάγου, την Ορχήστρα του Μπεν Πόλακ (Ben Pollack), με την οποία έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις το 1926. Όταν ήταν 17 ετών, ο πατέρας του σκοτώθηκε από ένα αυτοκίνητο που περνούσε κατά την αποβίβασή του από ένα τραμ. Ο θάνατος του πατέρα του ήταν «το πιο θλιβερό πράγμα που συνέβη ποτέ στην οικογένειά μας», δήλωσε ο Γκούντμαν. Έκανε την πρώτη του ηχογράφηση με το δικό του όνομα, για την εταιρεία Βοκέιλιον (Vocalion), δύο χρόνια αργότερα.

Καριέρα

Ο Γκούντμαν εγκαταστάθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης και έγινε επιτυχημένος μουσικός της περιόδου από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, κυρίως με τη μπάντα του Πόλακ, μεταξύ 1926 και 1929. Σε μια σημαντική ηχογράφηση με την εταιρεία Βίκτορ (Victor), στις 21 Μαρτίου 1928, έπαιξε μαζί με τους Γκλεν Μίλερ (Glenn Miller), Τόμι Ντόρσεϊ (Tommy Dorsey) και Τζο Βενούτι (Joe Venuti), στην ορχήστρα All-Star, με διευθυντή τον Ναθάνιελ Σίλκρετ (Nathaniel Shilkret). Εκείνα τα χρόνια έκανε και κάποιες ηχογραφήσεις για ταινίες μικρού μήκους. Οι οπαδοί του πιστεύουν ότι το κλαρινέτο του ακούγεται στην κωμωδία του Τσάρλι Τσάπλιν One A.M.

Ενόσω ο Γκούντμαν ήταν επιτυχημένος σέσιον μουσικός, ο παραγωγός Τζον Χάμοντ (John Hammond) κανόνισε μια σειρά ηχογραφήσεων τζαζ για την Κολούμπια (Columbia Records) από το 1933 έως το 1935, οπότε ο Γκούντμαν υπέγραψε συμβόλαιο με την RCA Victor, με επιτυχία στο ραδιόφωνο. Σε κάποιες από αυτές τις ηχογραφήσεις έκανε το ντεμπούτο της και η -νεαρή τότε- Μπίλι Χόλιντεϊ. Το 1934, ο Γκούντμαν έκανε οντισιόν για το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του NBC «Let’s Dance» («Ας Χορέψουμε»), ένα πολύ επιτυχημένο, τρίωρο εβδομαδιαίο πρόγραμμα που παρουσίαζε διάφορα στυλ χορευτικής μουσικής. Το γνωστό, θεματικό τραγούδι με τον τίτλο αυτό, βασιζόταν στην Πρόσκληση για Χορό, από τον Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Δεδομένου ότι χρειαζόταν όλο και νέες ενορχηστρώσεις κάθε εβδομάδα για το σόου, ο Χάμοντ του πρότεινε να αγοράζει από τον Φλέτσερ Χέντερσον, μαύρο μουσικό από την Ατλάντα που είχε τη δημοφιλέστερη αφρο-αμερικανική μπάντα της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930. 

Ήδη έμπειρος επιχειρηματίας, ο Γκούντμαν βοήθησε τον Χέντερσον το 1934, όταν η ορχήστρα του τελευταίου διαλύθηκε. Ο Χέντερσον έκανε ενορχηστρώσεις και ο Γκούντμαν προσέλαβε μέλη του συγκροτήματός του για να τους διδάξει πώς να παίζουν τη συγκεκριμένη μουσική. Αν και η ορχήστρα του Χέντερσον ήταν στο απόγειο της δημιουργικότητάς της, δεν είχε καταφέρει να γίνει πολύ δημοφιλής. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, η ορχήστρα του διαλύθηκε. Στις αρχές του 1935, το συγκρότημα του Γκούντμαν ήταν ένα από τα τρία που εμφανίστηκαν στο «Let’s Dance» -τα άλλα δύο ήταν του Χαβιέ Κουγάτ (Xavier Cugat) και του Κελ Μάρεϊ (Kel Murray). Ο ίδιος και η μπάντα του παρέμειναν στο πρόγραμμα μέχρι τον Μάιο εκείνου του έτους, όταν μια απεργία από τους υπαλλήλους του χορηγού της σειράς, οδήγησαν στην ακύρωση της ραδιοφωνικής εκπομπής. Μια εμφάνιση στο Ρούσβελτ Γκριλ (Roosevelt Grill) του Μανχάταν δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς το ακροατήριο περίμενε να ακούσει πιο «γλυκιά» μουσική. Το συγκρότημα ξεκίνησε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάιο του 1935, αλλά απέτυχε ξανά. Μέχρι τον Αύγουστο αυτού του έτους, ο Γκούντμαν βρέθηκε με μια σχεδόν διαλυμένη μπάντα, απογοητευμένος και έτοιμος να τα παρατήσει.

Καιρός για σουίνγκ

Στις 31 Ιουλίου 1935, κυκλοφόρησε σε βινύλιο, το γνωστό τζαζ κομμάτι «King Porter Stomp», σε ενορχήστρωση του Χέντερσον και παιγμένο από την ορχήστρα του Γκούντμαν. Ήδη, είχε ακουστεί ότι, όταν παιζόταν το κομμάτι στο Θέατρο Στάνλεϊ (Stanley Theater) του Πίτσμπουργκ, μερικοί από τους νεαρούς θαμώνες χόρευαν στους διαδρόμους αλλά, σε γενικές γραμμές, αυτές οι φήμες είχαν μικρή επίδραση στην περιοδεία της μπάντας. Ωστόσο, όταν στις 19 Αυγούστου, ο Γκούντμαν και η μπάντα του έφθασαν στο Όκλαντ της Καλιφόρνια και άρχισαν να παίζουν μαζί με τους Τζιν Κρούπα (Gene Krupa), Μπάνι Μπέριγκαν (Bunny Berigan) και Έλεν Ουόρντ (Helen Ward), μεγάλο πλήθος νεαρών χορευτών, παραληρούσε με την μουσική που είχε ακούσει για το ραδιοφωνικό σόου «Let’s Dance». Ωστόσο, μια νύχτα αργότερα, στο Πίσμο (Pismo Beach), η μπάντα δεν είχε την ίδια επιτυχία και όλοι πίστευαν ότι η εκπληκτική υποδοχή στο Όκλαντ ήταν μια «φούσκα». Όμως, στις 21 Αυγούστου 1935, στο Λος Άντζελες, ο Γκούντμαν και η μπάντα του έπαιξαν μέσα σε εκπληκτική ατμόσφαιρα, με το πλήθος να ξεσπά σε επευφημίες και χειροκροτήματα. Οι ειδησεογραφικές αναφορές διαδίδουν τη νέα, συναρπαστική μουσική και τον ενθουσιώδη χορό που τη συνοδεύει.

Τα χαρακτηριστικά του σουίνγκ που έπαιζε ο Γκούντμαν ήταν ο γρήγορος, επαναλαμβανόμενος ρυθμός, οι αυτοσχεδιασμοί στη μελωδία και η συλλογική χρήση του συγκοπτόμενου ρυθμού. 

 

 

Συγκεντρωμένο πλήθος για τη συναυλία του Μπένι Γκούντμαν στο Όκλαντ, το 1935

Η εμφάνιση στο Λος Άντζελες σημείωσε τέτοια επιτυχία που, συχνά, περιγράφεται ως η απαρχή της «σουίνγκ εποχής». Σύμφωνα με τον μουσικογράφο Ντόναλντ Κλάρκ, «είναι απολύτως σαφές ότι η «εποχή του σουίνγκ» ήταν έτοιμη από καιρό, αλλά ήταν ο Γκούντμαν και η μπάντα του που αποτέλεσαν το έναυσμα». Πάντως, η υποδοχή του αμερικανικού σουίνγκ ήταν λιγότερο ένθερμη στην Ευρώπη. Κάποιοι, όπως ο βρετανός συγγραφέας Τζον Σκουάιρ (J.C. Squire), υπέβαλαν καταγγελία στο ραδιόφωνο BBC του Ηνωμένου Βασιλείου και ζήτησαν να σταματήσει να παίζει μουσική του Γκούντμαν, την οποία αποκάλεσε «μια φοβερή σειρά θορύβων της ζούγκλας που δεν μπορεί να ευχαριστήσει κανέναν». Το 1935, οι Ναζί απαγόρευσαν την τζαζ, γενικότερα, από το γερμανικό ραδιόφωνο, υποστηρίζοντας ότι ήταν μέρος μιας εβραϊκής συνωμοσίας για να καταστρέψει τη γερμανική κουλτούρα. Παρομοίως, η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας απαγόρευσε τη μετάδοση οποιασδήποτε μουσικής που συνθέτουν ή εκτελούν Εβραίοι καλλιτέχνες, διότι απειλείται «ο ανθός της φυλής μας, η νεολαία».

Τον Νοέμβριο του 1935, ο Γκούντμαν δέχτηκε πρόσκληση να παίξει στο Σικάγο, τη γενέτειρά του. Η παραμονή του εκεί επεκτάθηκε σε έξι μήνες και η δημοτικότητά του παγιώθηκε από ραδιοφωνικές εκπομπές, μέσω θυγατρικών σταθμών του NBC. Αυτές οι συναυλίες περιελάμβαναν εμφανίσεις του Γκούντμαν μαζί με τη μπάντα του Φλέτσερ Χέντερσον και θεωρούνται, ίσως, το πρώτο μικτό (λευκοί και μαύροι μουσικοί), ολοκληρωμένο μεγάλο συγκρότημα που εμφανίστηκε ενώπιον ενός ακροατηρίου στην Αμερική. Στις ραδιοφωνικές εκπομπές από το Σικάγο, κατά τις χρονιές 1935-6, παρουσίαζαν τον Γκούντμαν ως «Βασιλιά του Ρυθμού» («Rajah of Rhythm»), ενώ ο τίτλος «Βασιλιάς του Σουίνγκ» («King of Swing) τού αποδόθηκε αποκλειστικά, μετά το 1937. Στα τέλη Ιουνίου του 1936, ο Γκούντμαν πήγε στο Χόλιγουντ για να ξεκινήσει το «Camels Caravan» του CBS, το τρίτο και (σύμφωνα με τους Κόνερ και Χικς (Conner & Hicks) το μεγαλύτερο ραδιοφωνικό του σόου. 

Το κοντσέρτο στο Κάρνεγκι Χολ

Στα τέλη του 1937, ο εκπρόσωπος του Γκούντμαν, Ουίν Νέιθανσον (Wynn Nathanson) επιχείρησε το μεγάλο «κόλπο», δηλώνοντας ότι ο Γκούντμαν και η μπάντα του θα έπαιζαν στο Κάρνεγκι Χολ (Carnegie Hall) της Νέας Υόρκης. Αν γινόταν αυτή η συναυλία, τότε ο Γκούντμαν θα ήταν ο πρώτος αρχηγός τζαζ συγκροτήματος που θα έπαιζε στην περίφημη αίθουσα. «Ο Μπένι Γκούντμαν ήταν αρχικά διστακτικός, φοβούμενος για το χειρότερο, -καθώς το κοινό ήταν εξοικειωμένο με το κλασικό ρεπερτόριο. Όμως, όταν το φιλμ «Hollywood Hotel» όπου εμφανιζόταν πήρε εξαιρετικές κριτικές, ρίχτηκε στη δουλειά. Άφησε αρκετές ενδιάμεσες συναυλίες και επέμεινε να κάνει πρόβες στο Κάρνεγκι Χολ, ώστε οι μουσικοί του να εξοικειωθούν με την ακουστική του χώρου».

Το κοντσέρτο πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου 1938. Υπήρχε sold-out στα εισιτήρια εβδομάδες πριν, για 2.760 θέσεις και μεγαλύτερη τιμή στα 2,75 δολάρια, υψηλή τιμή για εκείνη την εποχή. Η συναυλία ξεκίνησε με τρεις σύγχρονα κομμάτια από τη μπάντα του Γκούντμαν: «Do not Be That Way», «Sometimes I’m Happy» και «One O’Clock Jump». Στη συνέχεια, οι μουσικοί έπαιξαν μια αναδρομή στην ιστορία της τζαζ και, για ακόμη μια φορά, η αρχική αντίδραση του κοινού, αν και ευγενική, ήταν χλιαρή. Όμως, η συνέχεια ήταν καταλυτική· στην αρχή έπαιξε η μπάντα μαζί με τους Κάουντ Μπέιζι (Count Basie) και Ντιουκ Έλινγκτον ως καλεσμένους. Έπειτα, ο Γκούντμαν και η μπάντα έπαιξε τα κομμάτια που τους είχαν κάνει διάσημους, με την Μάρθα Τίλτον (Μartha Tilton ) στο «Loch Lomond» να προκαλεί το κοινό για πέντε μπιζαρίσματα και φωνές για επανάκληση (ανκόρ) στη σκηνή. Το ανκόρ ανάγκασε τον Γκούντμαν να κάνει τη μοναδική ανακοίνωσή του για τη νύχτα, δηλώνοντας ότι δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, αλλά ότι η Μάρθα θα επέστρεφε σύντομα με ένα άλλο κομμάτι.

Μέχρι τη στιγμή που η μπάντα έπαιξε το κορυφαίο «Sing, Sing, Sing (With a Swing)», η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Το κομμάτι εκτέλεσαν ο τενόρος σαξοφωνίστας Μπέιμπ Ράσιν (Babe Russin), ο τρομπετίστας Χάρι Τζέιμς (Harry James) και ο Γκούντμαν, υποστηριζόμενοι από τον ντράμερ Τζιν Κρούπα (Gene Krupa). Όταν ο Γκούντμαν τελείωσε το σόλο του, έδωσε απροσδόκητη «πάσα» στον πιανίστα Τζες Στέισι (Jess Stacy), ο οποίος έπαιξε εκπληκτικά. Η συναυλία του 1938 θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της τζαζ. Μετά από πολυετή, κοπιαστική δουλειά μουσικών από όλη τη χώρα, η τζαζ είχε τελικά γίνει αποδεκτή από το κοινό. Έγινε ηχογράφηση της συναυλίας αλλά, ακόμα και με την τεχνολογία της εποχής, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν της καλύτερης ποιότητας.

Κορύφωση

Η μαύρη πιανίστα Μαίρη Λου Ουίλιαμς (Mary Lou Williams) πρότεινε στον κοινό φίλο Τζον Χάμοντ, να συστήσει στον Γκούντμαν τον κιθαρίστα Τσάρλι Κρίστιαν (Charlie Christian). Πράγματι, ο Χάμοντ τον συνέστησε στον Μπένι Γκούντμαν, αλλά αυτός δεν ενδιαφερόταν. Η ηλεκτρική κιθάρα του Κρίστιαν δεν «κόλλαγε» στο σύνολο, ούτε το ντύσιμο και το στυλ του. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Χάμοντ ανέβασε κρυφά τον Κρίστιαν επί σκηνής, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος σε μια συναυλία του Γκούντμαν στο Μπέβερλι Χιλς. Εκνευρισμένος που είδε τον κιθαρίστα, ο Γκούντμαν άρχισε να παίζει το «Rose Room», ένα παλιό κομμάτι του Αρτ Χίκμαν (Art Hickman), βέβαιος ότι ο Κρίστιαν δεν το γνωρίζει. Έπεσε όμως έξω, και αυτό που ακολούθησε προκάλεσε ευχάριστη έκπληξη σε όλους όσους άκουσαν την 45λεπτη παράσταση που έδωσαν οι δύο καλλιτέχνες. Ο Τσάρλι ήταν εξαιρετικός στην ηλεκτρική κιθάρα και παρέμεινε στο πλευρό του Γκούντμαν για δύο χρόνια (1939-1941). Έκανε πολλές από τις ενορχηστρώσεις της μπάντας (μερικές από τις οποίες πιστώθηκαν στον Γκούντμαν) και αποτέλεσε έμπνευση για όλους. Η μπάντα τον έκανε γνωστό και του έδωσε ένα σταθερό εισόδημα, ενώ εργάστηκε για τη «νομιμοποίηση», εκλαϊκευση και τυποποίηση της ηλεκτρικής κιθάρας, ως βασικού οργάνου της τζαζ. 

Πέρα από το σουίνγκ

Ο Γκούντμαν συνέχισε την επιτυχία του στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με τη μεγάλη μπάντα του, αλλά και με το τρίο, το κουαρτέτο, και το σεξτέτο του -που σχηματίστηκε τον Αύγουστο του 1939, τον ίδιο μήνα που επέστρεψε στην Columbia Records μετά από τέσσερα χρόνια με την RCA Victor. Στην Columbia, ο Τζον Χάμοντ -μελλοντικός του γαμπρός- ήταν παραγωγός στις περισσότερες από τις συναυλίες του. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ωστόσο, οι μεγάλες μπάντες είχαν χάσει μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς τους. Από το 1942 έως το 1944 και, πάλι, το 1948 η ένωση των μουσικών έκανε απεργία εναντίον των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι τραγουδιστές οικειοποιήθηκαν τη δημοτικότητα που είχαν κάποτε οι μεγάλες μπάντες. Κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1942-44, η Υπηρεσία Πολέμου (War Department) προσέγγισε την ένωση και ζήτησε την παραγωγή των περίφημων «δίσκων V», που περιείχαν καινούργιες ηχογραφήσεις προορισμένες για τους στρατιώτες, ενισχύοντας έτσι την άνοδο νέων καλλιτεχνών. Επίσης, στη δεκαετία του 1940, το σουίνγκ δεν ήταν πλέον το κυρίαρχο στυλ των μουσικών της τζαζ. 

Μπίποπ και κουλ τζαζ

Μέχρι τη δεκαετία του 1940, μερικοί τζαζ μουσικοί δανείζονταν προηγμένες ιδέες από την κλασική μουσική, ενώ άλλοι, όπως ο Τσάρλι Πάρκερ, διηύρυναν το ρυθμικό, αρμονικό και μελωδικό «λεξιλόγιο» του σουίνγκ, δημιουργώντας το περίφημο μπίποπ ή μποπ (bebopbop). Οι ηχογραφήσεις που έκανε ο Γκούντμαν σε ύφος μπίποπ για την Capitol Records πήρε εξαιρετικούς επαίνους από τους κριτικούς της τζαζ. Όταν ο Γκούντμαν ξεκίνησε μια μπάντα μπίποπ, προσέλαβε τους Μπάντι Γκρέκο (Buddy Greco), Ζουτ Σιμς (Zoot Sims), Ουλορντελ Γκρέι (Wardell Grey) και μερικούς άλλους μοντέρνους εκτελεστές. 

 

 

Ο Μπένι Γκούντμαν με την περίφημα μπάντα του, σε φωτογραφία του 1950-1

Ο Γκούντμαν απολάμβανε το μπίποπ και την κουλ τζαζ (cool jazz) -που είχε αρχίσει να καταφτάνει στη δεκαετία του 1940. Όταν άκουσε τον Τελόνιους Μονκ (Thelonious Monk), να συνοδεύει τους Τσάρλι Πάρκερ, Ντίζι Γκιλέσπι και Κέννι Κλαρκ (Kenny Clarke), παρατήρησε: «Μου αρέσει, μου αρέσει πάρα πολύ, μου αρέσει το κομμάτι και μου αρέσει ο τρόπος που το έπαιξε. … Νομίζω ότι έχει μια αίσθηση του χιούμορ και υπάρχουν κάποια καλά πράγματα εκεί». «Αργότερα, ο Μπένι άκουσε αυτόν τον Σουηδό κλαρινετίστα που ονομάζεται Σταν Χάσελγκραντ (Stan Hasselgard) να παίζει μπίποπ, και τον αγάπησε … Έτσι ξεκίνησε μια μπάντα μπίποπ. Αλλά μετά από ενάμισι χρόνο, απογοητεύτηκε. Τελικά, αναμόρφωσε το συγκρότημά του και επέστρεψε στις ενορχηστρώσεις του Φλέτσερ Χέντερσον. Ο Μπένι ήταν μουσικός του σουίνγκ και αποφάσισε να επικεντρωθεί σε αυτό που κάνει καλύτερα. 

Μέχρι το 1953, ο Γκούντμαν είχε αλλάξει εντελώς τη γνώμη του για το μπίποπ. «Μπορεί η μποπ να έχει κάνει περισσότερα από οτιδήποτε άλλο, για να πάει πίσω τη μουσική… Βασικά είναι όλα λάθος, δεν γνωρίζει ούτε καν τις κλίμακες… Το μποπ ήταν ως επί το πλείστον δημοσιότητα και άνθρωποι που κάνουν φιγούρες». 

Ο Γκούντμαν και η κλασική μουσική

Η πρώτη ηχογράφηση κλασικής μουσικής του Γκούντμαν, ήταν στις 25 Απριλίου 1938, όταν έπαιξε στο Κουιντέτο με Κλαρινέτο του Μότσαρτ, Κ. 581, με το Κουαρτέτο της Βουδαπέστης. Μετά την περίοδο του μπίποπ, συνέχισε το ενδιαφέρον του για την κλασσική μουσική που γράφηκε για το κλαρινέτο και συναντήθηκε συχνά με τους κορυφαίους κλασικούς κλαρινετίστες της εποχής, όπως τον Ίνγκολφ Νταλ (Ingolf Dahl). Έπαιξαν μουσική δωματίου μαζί (Μπράμς, Μιγιό, Χίντεμιτ, Ντεμπισί)) και, το 1948, ο Γκούντμαν έπαιξε στην παγκόσμια πρεμιέρα του Concerto a Tre του Νταλ. 

Το 1949, όταν ήταν πλέον 40 ετών, ο Γκούντμαν αποφάσισε να σπουδάσει με τον Άγγλο Ρέτζιναλντ Κελ (Reginald Kell), έναν από τους κορυφαίους κλασικούς κλαρινετίστες στον κόσμο. Ωστόσο, έπρεπε να αλλάξει ολόκληρη την τεχνική του: αντί να συγκρατεί το επιστόμιο του οργάνου μεταξύ των μπροστινών δοντιών και του κάτω χείλους, όπως είχε κάνει από τότε που έπιασε για πρώτη φορά κλαρινέτο στα χέρια του, 30 χρόνια νωρίτερα, έμαθε να το προσαρμόζει ανάμεσα στα δύο χείλη και, ακόμη, να χρησιμοποιεί νέες τεχνικές στα δάκτυλα. Είχε αφαιρέσει τους παλιούς κάλους που είχε αποκτήσει στα δάκτυλά του, και άρχισε να μαθαίνει να παίζει ξανά το κλαρινέτο του -σχεδόν από το μηδέν. 

Ο Γκούντμαν έπαιξε σε πολλά έργα για κλαρινέτο και ορχήστρα ή μουσική δωματίου με κλαρινέτο που έχουν γίνει πρότυπα κομμάτια κλασσικού ρεπερτορίου. Επίσης, έκανε πρεμιέρα σε αρκετά έργα κορυφαίων συνθετών. Ενδεικτικά αναφέρονται: Αντιθέσεις (Μπέλα Μπάρτοκ), Κοντσέρτο για κλαρινέτο Νο. 2 (Μάλκολμ Άρνολντ), Αποκομίσεις για κλαρινέτο και μπάντα (Μόρτον Γκουλντ), Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο (Φρανσίς Πουλένκ), Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα (Άαρον Κόπλαντ. Το Πρελούδιο, Φούγκα και Ριφ του Λέοναρντ Μπερνστάιν παραγγέλθηκε για τη μεγάλη μπάντα του Γούντι Χέρμαν (Woody Herman), αλλά έκανε πρεμιέρα από τον Γκούντμαν. Το Κοντσέρτο για κλαρινέτο (Ebony Concert) του Ιγκόρ Στραβίνσκι ήταν αφιερωμένο στον Χέρμαν, ο οποίος ήταν και πρώτος ερμηνευτής (1946) αλλά, πολλά χρόνια αργότερα, ο Στραβίνσκι έκανε μια άλλη ηχογράφηση, αυτή τη φορά με τον Γκούντμαν ως σολίστ. Άλλα κλασικά έργα στα οποία έπαιξε ο Γκούντμαν ήταν: Κουιντέτο με κλαρινέτο και Κοντσέρτο για κλαρινέτο, Κ. 622 του Μότσαρτ (1956), Κοντσέρτο για κλαρινέτο του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Κοντσέρτο για κλαρινέτο του Καρλ Νίλσεν, Πρώτη ραψωδία για κλαρινέτο του Ντεμπισί, Σονάτα για κλαρινέτο Νο. 2του Γιοχάνες Μπραμς. 

Με τον Άρμστρονγκ

Μετά τις περιοδείες του πέρα από το σουίνγκ, ο Γκούντμαν ξεκίνησε μια νέα μπάντα το 1953. Σύμφωνα με τον Ντόναλντ Κλαρκ, αυτή δεν υπήρξε ευτυχισμένη στιγμή για εκείνον: «Το 1953 ο Γκούντμαν επανασχημάτισε την κλασική του μπάντα για μια δαπανηρή περιοδεία με τον Λούις Άρμστρονγκ, που κατέληξε σε διάσημη καταστροφή. Κατάφερε να προσβάλει τον Άρμστρονγκ στην αρχή· κατόπιν, τρομοκρατήθηκε από τα βοντβίλ στοιχεία των εμφανίσεων του Λούις … μια αντίφαση σε όλα όσα υποστήριζε ο Γκούντμαν. Όλα αυτά οδήγησαν σε ρήξη με τον Άρμστρονγκ, που κορυφώθηκε δημόσια όταν ο Άρμστρονγκ εγκατέλειψε τον Γκούντμαν κατά τη διάρκεια μιας κοινής παράστασης. Ο Γκούντμαν κάλεσε τον Άρμστρονγκ πίσω στη σκηνή για να ολοκληρώσει την παράσταση, αλλά εκείνος αρνήθηκε να παίξει πάλι μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν το τέλος της φιλίας τους, επαγγελματικής ή ανθρώπινης.

Κινηματογράφος

 

 

Ο Μπένι Γκούντμαν όπως εμφανιζόταν στην κινηματογραφική ταινία Stage Door Canteen(1943)

Η μπάντα του Γκούντμαν εμφανίστηκε σε σημαντικές κινηματογραφικές παραγωγές: The Big Broadcast of 1937 (1937), Hotel Hollywood (1938), Syncopation (1942), The Powers Girl (1942), Stage Door Canteen (1943), The Gang’s All Here (1943), Sweet and Low-Down (1944, η μοναδική ταινία όπου πρωταγωνίστησε) και A Song Is Born (1948). Η ιστορία του Γκούντμαν αποτυπώθηκε στην κινηματογραφική ταινία The Benny Goodman Story (1955).

Τα τελευταία χρόνια

Αφού κέρδισε πολυάριθμες δημοσκοπήσεις με την πάροδο των ετών, ως καλύτερος κλαρινετίστας της τζαζ, ο Γκούντμαν μπήκε στο Hall of Fame του Down Beat Jazz το 1957. Συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί σε δίσκους και σε μικρά γκρουπ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μπένσον (George Benson). Σε γενικές γραμμές, ο Γκούντμαν εξακολούθησε συνέχισε να παίζει με το «σουίνγκ ύφος» του, για τον οποίο ήταν πιο γνωστός. Ωστόσο, εξασκείτο και εκτελούσε κλασικά κομμάτια κλαρινέτου και παρήγγελε συνθέσεις για το κλαρινέτο. Το 1960, για παράδειγμα, συνέχισε να μαγεύει ακροατήριο χιλιάδων ατόμων σε μια παράσταση του Κοντσέρτου για κλαρινέτο του Μότσαρτ, στον ανοικτό συναυλιακό χώρο του Σταδίου Λιούισον στη Νέα Υόρκη. Περιστασιακά οργάνωνε μια νέα μπάντα για να παίξει σε ένα φεστιβάλ τζαζ ή να κάνει μια διεθνή περιοδεία.

 

 

Ο Γκούντμαν σε φωτογραφία του 1971

Παρά τα αυξανόμενα προβλήματα υγείας, συνέχισε να παίζει μέχρι το θάνατό του από καρδιακή προσβολή στη Νέα Υόρκη το 1986, σε ηλικία 77 ετών, στο σπίτι του στο Manhattan House, 200 East 66th Street. Μια μικρή ιδιωτική κηδεία, μόνο για την οικογένειά του, πραγματοποιήθηκε στο Στάμφορντ του Κοννέκτικατ, όπου είχε κατοικήσει για πολύ καιρό. Σύμφωνα με επιθυμία του, δεν παρέστη κάποιος ιερέας και τα μέλη της οικογένειας οργάνωσαν την τελετή. Ενταφιάστηκε δίπλα στη σύζυγό του, στο Νεκροταφείο του Λονγκ Ριτζ (Long Ridge). Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε με το βραβείο Grammy Lifetime Achievement Award, ενώ τα διάφορα μουσικά χαρτιά του (παρτιτούρες, χειρόγραφα κ.λπ) δωρήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. 

Επιρροή

Ο Γκούντμαν θεωρήθηκε από μερικούς ως «απαιτητικός εργοδότης» και από άλλους ως αλαζονικό και εκκεντρικό «στραβόξυλο». Πολλοί μουσικοί μιλούσαν για το «The Ray» «(κεραυνοβόλο) Βλέμμα», το σήμα κατατεθέν του Γκούντμαν όταν «κάρφωνε» έναν μουσικό που δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στα απαιτητικά του πρότυπα. Ο κιθαρίστας Άλαν Ρους (Allan Reuss) προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Γκούντμαν, κάποια φορά, και εκείνος τον έβαλε στο πίσω μέρος της μπάντας, όπου καλυπτόταν από τους άλλους μουσικούς και δεν ακουγόταν. Οι τραγουδίστριες Ανίτα Ο΄Ντέι (Anita O’Day) και Έλεν Φόρεστ (Helen Forrest) μιλούσαν πικρά για τις εμπειρίες τους όταν εμφανίζονταν με τον Γκούντμαν: «Οι είκοσι μήνες που πέρασα με τον Μπένι έμοιαζαν με είκοσι χρόνια», δήλωσε η Φόρεστ. «Όταν κοιτάζω πίσω, μοιάζουν με θανατική ποινή». Βέβαια, υπάρχουν αναφορές ότι χρηματοδοτούσε ιδιωτικά αρκετούς σπουδαστές κολλεγίων και, μερικές φορές, υπήρξε πολύ γενναιόδωρος, πάντοτε όμως κρυφά. Λέγεται ότι, όταν κάποιος φίλος τον ρώτησε για ποιον λόγο, είπε: «Λοιπόν, αν το ήξεραν, όλοι θα έρχονταν σε μένα με το χέρι τους απλωμένο». 

Ωστόσο, ο Γκούντμαν ήταν εκείνος που έκανε πολύ σημαντικό βήμα για να μπει ένα τέλος στον φυλετικό διαχωρισμό των ΗΠΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, μαύροι και λευκοί μουσικοί δεν μπορούσαν να παίξουν μαζί στις περισσότερες συναυλίες και στα κλαμπ, ιδιαίτερα στις Νότιες πολιτείες σύμφωνα με τους νόμους «Τζιμ Κρόου» («Jim Crow Laws»). Ο Γκούντμαν έσπασε αυτή την παράδοση, προσλαμβάνοντας τους Τέντι Ουίλσον και Τζιν Κρούπα στη μπάντα του και, αργότερα, τους Λάιονελ Χάμπτον και Τσάρλι Κρίστιαν: «Η δημοτικότητά του ήταν τόση που θα μπορούσε να παραμείνει οικονομικά βιώσιμος χωρίς περιοδεία στο Νότο, όπου κινδύνευε να συλληφθεί για παραβίαση των νόμων Jim Crow». Όταν κάποιος τον ρώτησε -αναφερόμενος στον Τέντι Ουίλσον-, γιατί «έπαιζε μαζί με αυτόν τον αράπη (nigger)», ο Γκούντμαν απάντησε: «Θα σε χτυπήσω αν χρησιμοποιήσεις ξανά αυτή τη λέξη».

Το 1962, ο Γκούντμαν και η ορχήστρα του περιόδευσαν στη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο ενός πολιτιστικού προγράμματος ανταλλαγής μεταξύ των δύο εθνών μετά την Κρίση της Κούβας και τη λήξη αυτής της φάσης του Ψυχρού Πολέμου. Οι επισκέψεις αποτελούσαν μέρος των, τότε, προσπαθειών για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΣΣΔ. 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου