Η πρώτη φορά που συνάντησα το dodo ήταν πριν πολλά χρόνια στον Μαυρίκιο. Εκεί έμαθα την ιστορία του πτηνού που κατασπάραξαν στα τσουκάλια τους οι Πορτογάλοι κατακτητές και εξαφάνισαν μέσα σε λίγες δεκαετίες, αφήνοντας πίσω τους μόνο την εικόνα του. Εικόνα πολύ δυνατή ως σήμερα στο μοναχικό νησί, η οποία συμβάλει ικανά και στην τουριστική του ευημερία. Αργότερα, κατάλαβα ότι το dodo είναι το ίδιο πτηνό που είχα συναντήσει και στην Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων. Και επειδή ο κόσμος είναι μικρός, να που τώρα το ξανασυναντώ στην τελευταία ταινία του αγαπημένου Πάνου Κούτρα, «Dodo», η οποία παρουσιάστηκε μόλις πριν λίγες μέρες ως special screening στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και πλέον προβάλλεται πανελλαδικά στις αίθουσες.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τρέλα, το σουρεαλιστικό χιούμορ, την ευαισθησία και την αστείρευτη ενέργεια αυτού του νεαρού σκηνοθέτη που έμπαινε τέλη του περασμένου αιώνα ως σίφουνας στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, με μία ταινία που όμοιά της, σου άρεσε δεν σου άρεσε, από τον τίτλο ακόμη, κανείς δεν είχε ξαναδεί. «Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά»! Μια ταινία που απενεχοποίησε το καλτ, σάρκασε το sci fi -αγαπώντας το-, κατακεραύνωσε την τηλεόραση, έπνιξε την Αθήνα στη μπεσαμέλ, αποδόμησε την οικογένεια, σόκαρε τους “καθώς πρέπει”, αποθέωσε το queer – σε μια εποχή που το τελευταίο μπορεί να άρχιζε να λάμπει, αλλά ήταν ακόμη στο περιθώριο. Και, βέβαια, παρά τη φωτεινή πορεία της ταινίας τότε σε Γαλλία και Ιαπωνία, δεν αναγνωρίστηκε στη χώρα που τρώει τα παιδιά της. Η εκδίκηση είναι όμως ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και τελικά ο «Μουσακάς» την πήρε -και την διατηρεί- ως μία από τις πλέον αγαπημένες καλτ ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Παθιασμένος, τολμηρός, συγκινητικός, απτόητος υποστηρικτής της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, των μεταναστών, των προσφύγων, των αδύναμων, ο Πάνος Κούτρας σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό σινεμά μια δεκαετία αργότερα, με τη συγκλονιστική και ασυμβίβαστη «Στρέλλα» του, η οποία μάλιστα πρωτοπαίχθηκε εν μέσω των επαναστατικών διεργασιών του αξέχαστου κινήματος «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», όπου ήταν πρωτεργάτης. Η ταινία άνοιξε, μαζί με άλλες (όπως νωρίτερα το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη ή την ίδια εποχή ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου), με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία, νέους δρόμους στο ελληνικό σινεμά. Με την επόμενη πολυβραβευμένη ταινία του, «Ξενία», μίλησε για τα κακώς κείμενα της μετανάστευσης και μάλιστα, το 2015, αρνήθηκε να παραλάβει από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου το βραβείο Σκηνοθεσίας, όπως και το Βραβείο Σεναρίου μαζί με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, μέχρι, όπως είπαν, «να περάσει ο νόμος για την ιθαγένεια των παιδιών δεύτερης γενιάς».
Δεν ήταν εύκολος για τον ίδιο, φαντάζομαι, όλος αυτός ο αγώνας, μέσα ή έξω από την τέχνη του, σε μια χώρα που βρίθει συντηρητισμού. Αλλά, ευτυχώς, μυαλό δεν έβαλε, κι εξακολουθεί να λέει πάντα έξω από τα δόντια όσα θέλει να πει.
Τι ήταν εκείνο που σε ενέπνευσε και σου έδωσε την ιδέα μιας ταινίας με πρωταγωνιστή ένα dodo;
Πάει καιρός που ήθελα να κάνω ένα ensemble film (σ.σ. ταινία με πολλούς χαρακτήρες και πολλές παράλληλες ιστορίες). Πάει επίσης καιρός που ήθελα να κάνω μια ταινία με θέμα την πτώχευση μιας οικογένειας και την άφιξη ενός ξένου που από απειλή γίνεται ο σωτήρας αυτής της οικογένειας. Το dodo το ήξερα από το παραμύθι του Lewis Carroll, αλλά και ως σύμβολο των εξαφανισμένων ειδών από τον άνθρωπο. Ήταν οι πρώτοι άποικοι στο νησί του Μαυρίκιου που σκότωσαν όλα τα dodos μέσα σε διάρκεια 70-80 ετών. Αυτό συνέβη επειδή το συγκεκριμένο πουλί δεν είχε δει ποτέ ανθρώπους και συνεπώς δεν τους φοβόταν. Δυστυχώς δεν ήξερε με τι είχε να κάνει (χαμογελάει). Αυτό από μόνο του αισθάνθηκα πως εμπεριέχει την ιστορία του ανθρώπου, την απληστία του και την καταστροφική μανία του. Την ιστορία του “πολιτισμού” -εν ολίγοις την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτή την στιγμή πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Πέρα από το dodo, σχεδόν σε όλες τις ταινίες σου υπάρχει κάποιο ζώο, έστω και ψεύτικο ή εξαφανισμένο -ο τεράστιος λαγός στο «Ξενία», ο σκίουρος στη «Στρέλλα». Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό;
Ίσως γιατί από τότε που ήμουν μικρός, τα ζώα είχαν πάντα μεγάλη θέση στην ζωή μου. Ειδικά οι γάτες που τις αγαπώ πολύ. Αλλά είναι απελπισία να κάνεις ταινία με γάτες! Είναι απίστευτα ανεξάρτητα ζώα. Αγαπώ πολύ τα ζώα και τα θεωρώ μαγικά πλάσματα. Η επικοινωνία μαζί τους είναι για μένα η μαγεία της ζωής.
Δεκατέσσερις –πολύ διαφορετικοί– χαρακτήρες συμπρωταγωνιστούν στην ταινία σου. Δεκατέσσερις διαφορετικοί ηθοποιοί, άλλοι πολύ γνωστοί, άλλοι στο ξεκίνημά τους… Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να το διαχειριστείς όλο αυτό;
Ήταν ότι καλύτερο μου συνέβη σ’ αυτή την ταινία. Το «Dodo», πάνω και πέρα απ’ όλα, είναι μια ταινία χαρακτήρων, μια ταινία ηθοποιών. Ήταν όλοι τους υπέροχοι! Αυτό που δεν περίμενα ήταν το πόσο αγαπήθηκαν μεταξύ τους και πόσο πολύ έφτιαξαν μεταξύ τους μια οικογένεια. Επίσης, πόσο πολύ δόθηκαν στην ταινία. Άνευ όρων! Τους είμαι πραγματικά ευγνώμων. Η συνεργασία μας ήταν για μένα μια διαρκής καθημερινή πηγή έμπνευσης.
Πώς ήταν η εμπειρία στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, όπου η ταινία προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα; Φαινόσασταν τόσο χαρούμενοι όλοι στις φωτογραφίες…
Εγώ προσωπικά ήμουν πολύ αγχωμένος. Η ταινία τέλειωσε δύο μέρες πριν την προβολή της, μετά από τρομερό ξενύχτι στο στούντιο εικόνας. Δεν την είχε δει κανείς τελειωμένη και ήμουν εξαιρετικά κουρασμένος για να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στην ταινία. Είχα φοβερό άγχος για το πώς θα αντιδράσει το κοινό, οι κριτικοί. Οι φωτογραφίες που γελάω και φωνάζω ήταν πραγματικά, όσον αφορά εμένα, πιο πολύ κραυγές απελπισίας (γελάει). Ευτυχώς πήγαν όλα καλά!
Έχεις πει ότι το «Dodo» έχει ίσως την μεγαλύτερη σχέση με την πρώτη ταινία σου, την cult και πολυαγαπημένη «Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά». Ποια η –υπόγεια;– σχέση τους λοιπόν;
Θεωρώ πως έχουν πολλά κοινά. Και στις δύο ταινίες υπάρχει ένας εισβολέας που απειλεί μια κοινωνία. Την Αθήνα στην περίπτωση της «Επίθεσης». Μια οικογένεια, μια μικροκοινωνία, στην περίπτωση του «Dodo». Και στις δύο ταινίες αυτός ο εισβολέας γίνεται ο καταλύτης και η αιτία για να περάσουν οι ήρωες στην επόμενη μέρα.
Το «Dodo» δίνει όμως και αρκετές “πινελιές” από την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία σου, «Αληθινή Ζωή» –μάλιστα γίνεται σχετική αναφορά. Όπως εκεί, έτσι κι εδώ υπάρχει μία “κανονική” μεγαλοαστική οικογένεια με πολλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα… που προσπαθεί να σωθεί από την οικονομική καταστροφή την οποία έφερε η κρίση.
Στο «Dodo» υπάρχουν κοινά και με την «Αληθινή Ζωή», αλλά και με όλες μου τις ταινίες. Είναι σαν μια σύνθεση όλων των ταινιών μου έως τώρα. Σαν να κλείνει έναν κύκλο. Η περίοδος της κρίσης είχε επίδραση επάνω μου όπως και σε όλους άλλωστε. Ήταν μια δύσκολη, περίπλοκη περίοδος που ακόμα νομίζω δεν έχουμε δει όλα της τα αποτελέσματα, είτε αρνητικά είτε και θετικά. Έζησα τις δικές μου ιστορίες αλλά και τις ιστορίες των άλλων έντονα. Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο μέσα στην κρίση, είναι φυσικό να μιλάει πολύ για αυτή την περίοδο.
Η οικογένεια, σε κάθε μορφή της –διαλυμένη («Ξενία»), “κανονική” («Αληθινή Ζωή»), “διαφορετική” («Στρέλλα») σε απασχολεί πάντα στις ταινίες σου. Αν και της δείχνεις αγάπη, συγχρόνως της βάζεις φωτιά, βγάζοντας τα άπλυτά της στη φόρα…
Η οικογένεια είναι μια θεματική σε όλες μου τις ταινίες αλλά είναι νομίζω και σε όλες σχεδόν τις σύγχρονες ελληνικές ταινίες. Αν υπάρχει κάτι που ενώνει όλους τους σκηνοθέτες της γενιάς μου είναι αυτό, η οικογένεια! Σίγουρα είναι εκεί που όλοι αισθανόμαστε πως είναι η αρχή. Από κει αρχίζει να ξετυλίγεται ο μίτος της σύγχρονης κοινωνίας και πολλές φορές τελειώνει και εκεί.
Πλέον θεωρείς ότι η κοινωνία μας είναι έτοιμη να δεχθεί μια άλλη μορφή οικογένειας, αντί να την κατασπαράζει; Να δεχθεί τον γάμο και την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια -αν και στην Ελλάδα ισχύει ακόμη μόνο το σύμφωνο συμβίωσης;
Οικογένεια για μένα είναι αυτό που ο καθένας ορίζει ως οικογένεια. Είτε είναι εξ αίματος είτε από ένα γάμο είτε από μία κάποια άλλη ένωση. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία για αυτό. Είναι σκανδαλώδες που δεν έχει νομοθετηθεί ακόμα στην Ελλάδα ο γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια, όπως έχει γίνει στις άλλες χώρες.
Έχουν αλλάξει, πιστεύεις, τα δεδομένα σε σχέση με το παρελθόν –αν και η δολοφονία του Ζακ δείχνει πως τα μάτια της ελληνικής κοινωνίας είναι ακόμη ερμητικά κλειστά… και βέβαια οι γυναικοκτονίες και η παιδεραστία καλά κρατούν…
Η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθιά συντηρητική, υποκριτική και θρησκόληπτη κοινωνία. Ας μην κρυβόμαστε. Και όσο προοδευτικές και να δηλώνουν κυβερνήσεις και τοπικές εξουσίες, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συντηρούν αυτό το σχήμα. Είναι απίστευτο πως στην εποχή μας δεν υπάρχει διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας. Αυτό από μόνο του τα λέει όλα.
Πριν επτά χρόνια, παρέα με τον συνεργάτη σου Παναγιώτη Ευαγγελίδη, αρνηθήκατε να παραλάβετε τα προσωπικά βραβεία σας για την ταινία «Ξενία», υποστηρίζοντας την άμεση θέσπιση νόμου για την ιθαγένεια των παιδιών δεύτερης γενιάς. Τώρα, στο σκηνοθετικό σημείωμά σου για το «Dodo», γράφεις: «Μετανάστες, queer άτομα, άνθρωποι με αναπηρία ή ακόμα και ένας εξωγήινος μουσακάς, όλοι οι χαρακτήρες μου παλεύουν για να επιβιώσουν σε έναν εχθρικό κόσμο που δεν τους καταλαβαίνει. Ένας κόσμος που είναι λάθος, παρόλο που πιστεύει λανθασμένα ότι είναι σωστός». Πιστεύεις θα αλλάξει αυτός ο “λάθος” κόσμος ποτέ;
Είναι λάθος να λέμε πως δεν άλλαξε τίποτε. Αυτή η κίνηση τότε, το 2015, έγινε η αιτία και ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός για τα παιδιά δεύτερης γενιάς. Φυσικά και άλλαξαν πολλά, όχι όμως τόσα όσα πρέπει. Το μεταναστευτικό, το προσφυγικό, νομίζω πως είναι το κορυφαίο θέμα του 21ου αιώνα. Είναι αυτό που ορίζει και καθορίζει ήδη τις σύγχρονες κοινωνίες. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά απελπιστικά αργά και, σίγουρα, με κάθε άλλο παρά σταθερό ρυθμό. Άλλοτε γίνεται ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω, μετά δύο μπροστά, ένα πίσω και ούτω καθεξής…
Θεωρείς ότι χρειάζεται να αποκαλούμε το queer cinema με αυτόν τον τίτλο, ως ένα ξεχωριστό είδος σινεμά δηλαδή ή θα έπρεπε επιτέλους να ενταχθεί στην κανονική ροή των πραγμάτων;
Θεωρώ πως όσο υπάρχουν διακρίσεις και όχι ίσα δικαιώματα για την queer κοινότητα στον πλανήτη και όσο υπάρχει άρνηση να αναγνωριστούν μεγάλα έργα τέχνης στην ιστορία ως δημιουργήματα queer καλλιτεχνών, ναι, είναι αναγκαίο να αναφερόμαστε σε queer έργα τέχνης ως τέτοια!
Πανδημία, κρίση, οικολογική καταστροφή, φτώχεια… ο πλανήτης και η ανθρωπότητα πάνε όλο και χειρότερα… Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ;
Όπως είπα ήδη, δεν νομίζω πως πάνε όλα χειρότερα. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ως γκέι γεννήθηκα σ’ αυτή την περίοδο της ιστορίας. Την πρώτη, μετά από 2000 χρόνια, που μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα για την “αγάπη που δεν λέει το όνομά της”, για να παραφράσω την διάσημη ατάκα του Oscar Wilde. Σίγουρα είναι η πρώτη φορά που μπορείς να παντρευτείς τον άνθρωπο που θέλεις. Πριν 20 χρόνια ακόμα, ακουγόταν αδύνατον. Eίναι επίσης μία περίοδος που μπορεί να πηγαίνουν άσχημα πολλά πράγματα, αλλά μπορείς να μιλήσεις για αυτά. Μπορείς και να αντισταθείς. Πολύ περισσότερο από ότι σε άλλα χρόνια, σε προηγούμενους αιώνες.
Όντως «ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί / αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια», όπως λέει το υπέροχο τραγούδι του Γούναρη που τραγουδάει ο Άγγελος Παπαδημητρίου στην ταινία σου;
Ο κόσμος σίγουρα άλλαξε και, μάλιστα, πιστεύω άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. Νομίζω όμως πως αγάπη, “αγάπες” βρίσκεις πάντα. Σίγουρα δεν σε σταματάει τίποτα στο να δώσεις αγάπη. Ωστόσο μου αρέσει αυτή η σκοτεινή ρομαντική άποψη πως η αγάπη είναι κάτι που έχει χαθεί και πρέπει να ψάξεις να την βρεις. Την κάνει ακόμα πιο συναρπαστική.
Ζεις μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Τι σε ώθησε να το επιλέξεις αυτό; Και τελικά, τι είναι αυτό που σε κάνει να νιώθεις καλά –ίσως ευτυχισμένος– σήμερα, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος;
Ευτυχισμένος, δεν ξέρω. Δεν ήταν ποτέ κάτι που αναζητούσα, ίσως γιατί δεν ξέρω τι είναι ακριβώς. Αισθάνομαι αρκετές φορές καλά ή ικανοποιημένος, χαρούμενος, αλλά ευτυχισμένος… δεν ξέρω…
Η Αθήνα είναι η πόλη που γεννήθηκα, το Παρίσι είναι η πόλη που μου έτυχε. Έτσι αισθάνομαι. Δεν πήρα ποτέ απόφαση να ζήσω στο Παρίσι – απλά συνέβη. Πάντα έλεγα πως το Παρίσι με διάλεξε πιο πολύ απ’ ότι το διάλεξα εγώ.
Ποια η γνώμη σου για τον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα; Tι θεωρείς πως πρέπει να γίνει για να πάει ακόμη καλύτερα;
Νομίζω πως η ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου είναι μια πονεμένη ιστορία – όπως ίσως και κάθε Ελληνική ιστορία (γελάει). Το έχω πει πολλές φορές και θα το ξαναπώ. Πρέπει κάποιος, κάποια, κάποιοι, κάποτε, να ασχοληθούν σοβαρά με τον Κινηματογράφο σε επίπεδο πολιτικό. Αλλά σφαιρικά. Να δουν και να λύσουν προβλήματα και αγκυλώσεις ετών. Νομίζω πως έχουν γίνει σκόρπια κινήσεις τα τελευταία χρόνια. Το κίνημα των “Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη” ήταν μια μεγάλη και σημαντική στιγμή. Έδωσε μεγάλη ώθηση και νομίζω πως άφησε παρακαταθήκη.
Ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται εκεί έξω, άλλοτε δυναμικά άλλοτε όχι, αλλά σίγουρα υπάρχει πια μια διακριτή ταυτότητα. Πρέπει να διατηρηθεί. Πρέπει να εξελιχθεί, να μεγαλώσει.
Ελληνικό κοινό στην αίθουσα: Τι πρέπει να αλλάξει για να ξαναμπεί και να υποστηρίξει το ελληνικό σινεμά;
Η πονεμένη ιστορία που λέγαμε. Ναι, πιστεύω ότι το ελληνικό κοινό δεν δείχνει τον ανάλογο σεβασμό και την αγάπη στον ελληνικό κινηματογράφο και αυτό είναι πολύ θλιβερό και για μας τους δημιουργούς, παραγωγούς, τεχνικούς, αλλά και για το ίδιο το κοινό. Δεν φταίει όμως το κοινό και δεν φταίνε και οι ελληνικές ταινίες. Δεν θέλω να κάνω blame game αλλά θα έπρεπε και η Πολιτεία και οι διανομείς, οι αιθουσάρχες, να σκύψουν πάνω στον ελληνικό κινηματογράφο –κάτι που δεν έχουν κάνει ακόμη. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι πολύτιμος. Και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό! Είναι ίσως το πολυτιμότερο προϊόν αν το σκεφτείς. Για μένα προσωπικά περισσότερο από τα αρχαία!
Ποια η γνώμη σου για το ρόλο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και για τον ρόλο του ΕΚΟΜΕ στον ελληνικό κινηματογράφο;
Νομίζω πως το ΕΚΚ είναι ένας σπουδαίος αλλά πολύπαθος θεσμός. Χρειάζεται φροντίδα αλλά χρειάζεται και ως θεσμός να ανεξαρτητοποιηθεί πολιτικά, κομματικά. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει μια συνέχεια κάθε φορά που αλλάζουν κυβερνήσεις. Είναι απαράδεκτο.
Το ΕΚΟΜΕ είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στον Ελληνικό κινηματογράφο εδώ και χρόνια. Ελπίζω να μείνει σταθερό στους αρχικούς του στόχους και να υποστηριχθεί.
Αν τα πράγματα πήγαιναν όπως θα έπρεπε και ο κάθε δημιουργός είχε την δυνατότητα να μπορεί να κάνει όποτε θέλει ταινία, θα έκανες πιο συχνά;
Αν είναι κάτι που με στενοχωρεί, είναι πως, όντως, θα ήθελα να είχα κάνει πιο πολλές ταινίες. Αλλά δεν έγινε και δεν θα κλάψω για αυτό. Εννοείται βέβαια ότι πρέπει στην Ελλάδα να δημιουργηθεί το πλαίσιο και οι συνθήκες ώστε να μπορούν, ειδικά οι νέοι σκηνοθέτες, να κάνουν πιο εύκολα ταινίες! Στην ουσία θα πρέπει να αυξηθούν οι χρηματοδοτήσεις αλλά και να φτιαχτούν πλαίσια οικονομικής ενίσχυσης ταινιών και από άλλους φορείς. Επιτέλους από την ιδιωτική τηλεόραση. Να υπάρξει και να εφαρμοστεί επιτέλους αυτός ο ρημαδο-φόρος! (σ.σ. ο φόρος των τηλεοπτικών καναλιών από τα διαφημιστικά έσοδά τους υπέρ του ελληνικού κινηματογράφου, το περίφημο 1.5% που δεν έχει αποδοθεί ποτέ, με εξαίρεση την ΕΡΤ).
Έκανες μια ταινία επιστημονικής φαντασίας στο ελληνικό σινεμά, έστω και αν βασικά διακωμωδούσες το είδος. Θα ήθελες ακόμη και σήμερα να κάνεις μια τέτοια ταινία σαν τον «Μουσακά» ή βλέπεις τα πράγματα λίγο πιο “σοβαρά”; Στο «Dodo» νιώθω ότι η συγκίνηση υπερτερεί του γέλιου και η ίδια η ταινία στο δελτίο Τύπου χαρακτηρίζεται ως «δραμεντί κωμικών καταστάσεων»…
Ξέρεις, κάθε φορά που ξεκινούσα μια ταινία, ειδικά οι Γάλλοι διανομείς, μου έλεγαν γιατί δεν κάνεις μια ταινία σαν την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» σε πιο μεγάλη βερσιόν, με πιο πολλά λεφτά; Αλλά πώς να γίνει; Ήμουν πολύ νέος, θρασύς, με πολύ θυμό και άγνοια κινδύνου. Ακόμη όταν τυχαίνει να βλέπω αποσπάσματα, αναρωτιέμαι πως την έκανα. Ωστόσο θεωρώ, όπως είπα, πως το «Dodo» έχει πολλά κοινά στοιχεία και όχι μόνο το χιούμορ του παραλόγου, αλλά και μια μελαγχολία που θεωρώ πως υπάρχει πολύ και στον «Μουσακά». Ίσως βέβαια το «Dodo» να είναι πιο περίπλοκη ταινία -αλλά είμαι και 23 χρόνια μεγαλύτερος!
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας / Παραγωγοί: Ελένη Κοσσυφίδου, Π. Χ. Κούτρας, Μαρί Πιερ Μασιά, Κλερ Γκαντέα / Συμπαραγωγοί: Zοζέφ Ρουσόπ, Κωνσταντίνος Μωριάτης / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ολυμπία Μυτιληναίου / Σκηνογραφία: Έλενα Βαρδαβά / Κοστούμια: Εύα Γουλάκου / Μουσική: Delaney Blue / Παραγωγή: 100% Synthetic Films LTD (Ελλάδα), MPM Film SARL (Γαλλία) / Συμπαραγωγή: Τarantula Belgique SCRL (Βέλγιο), Pan Entrtainment ΑΕΡ – ΕΡΤ ΑΕ – Οnassis Culture / Υποστήριξη: Εurimages, EKK, EKOME, CNC, Federation Wallonie Bruxelles, Creative Europe Media
Παίζουν: Σμαράγδα Καρύδη, Άκης Σακελλαρίου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Νίκος Γκέλια, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαριέλλα Σαββίδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πολύδωρος Βογιατζής, Τζεφ Μοντάνα, Κρις Ραντάνοφ, Άννα Τζορτζίκια, Τζώρτζης Παπαδόπουλος, Αχμάντ Κοντάρ & Τζομάνα Αλχασάν
πηγη: https://popaganda.gr