Λίστα αντικειμένων
Λίγα χρόνια μετά την περιπλάνηση στον πλανήτη Σολάρις, ο μέγιστος σοβιετικός δημιουργός επέστρεψε στην επιστημονική φαντασία χωρίς να αποχωριστεί τον πλανήτη Γη, αλλά επιλέγοντας να περιπλανηθεί σε μία αχαρτογράφητη περιοχή του, που βέβαια δεν είναι άλλη από το εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης σε μία σχεδόν ντοστογιεφσκική εξερεύνηση.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Ο πιο διάσημος σοβιετικός σκηνοθέτης _κατά imdb μετά τον Σεργκέι Αϊζενστάιν, (σσ. τεράστια υπερβολή _ευτυχώς που τον βάζει μετά τον Αϊζενστάιν… ) ο Αντρέι Ταρκόφσκι (γιος του διάσημου ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι) σπούδασε μουσική και αραβικά στη Μόσχα πριν εγγραφεί στη σοβιετική σχολή κινηματογράφου VGIK. Τράβηξε τη διεθνή προσοχή με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία “Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν” (1962), που κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες προσδοκίες για τη δεύτερη ταινία του “Αντρέι Ρουμπλιόφ” (1966), η οποία απαγορεύτηκε από τις σοβιετικές αρχές για δύο χρόνια. Προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1969 στις τέσσερις το πρωί της τελευταίας ημέρας, προκειμένου να μην κερδίσει ένα βραβείο — αλλά κέρδισε ένα παρ’ όλα αυτά, και τελικά διανεμήθηκε στο εξωτερικό εν μέρει για να μπορέσουν οι αρχές να σώσουν πρόσωπο. Το “Σολάρις” (1972), τα πήγε πιο καλά, αφού αναγνωρίστηκε από πολλούς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως η σοβιετική απάντηση στο «2001» του Κιούμπρικ (αν και ο ίδιος ο Ταρκόφσκι δεν άρεσε ποτέ πολύ στη δική του ταινία ούτε του Κιούμπρικ), αλλά αντιμετώπισε επίσημα προβλήματα πάλι με τον “καθρέφτη” (1975), έναν πυκνό, προσωπικό ιστός αυτοβιογραφικών αναμνήσεων με ριζικά πρωτοποριακή δομή πλοκής. Το “Stalker” (1979) χρειάστηκε να ξαναγυριστεί πλήρως με δραματικά μειωμένο προϋπολογισμό, αφού ένα ατύχημα στο εργαστήριο κατέστρεψε την πρώτη έκδοση, και μετά τη “Νοσταλγία” (1983), που γυρίστηκε στην Ιταλία (με επίσημη έγκριση), ο Tarkovsky έφυγε για την Ευρώπη. Η τελευταία του ταινία, “Η θυσία” (1986) γυρίστηκε στη Σουηδία με πολλούς από τους συνεργάτες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και κέρδισε τέσσερα σχεδόν πρωτόγνωρα βραβεία στο Φεστιβάλ των Καννών. Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στα τέλη του έτους. Δύο χρόνια αργότερα ο “Sergei Parajanov” αφιέρωσε την ταινία του “Ashug-Karibi” (Ασίκ Κερίμπ, ο φτωχός ασίκης- 1988) στον Ταρκόφσκι. Αυτά από την πλατφόρμα IMDb.com, Inc., μια από τις πολλές, θυγατρική της Amazon.
Φιλμογραφία
Η θυσία 9 _1986
Ο χρόνος του ταξιδιού 2 _1983
Νοσταλγία 9 _1983
Stalker 1 _1979
Ο καθρέφτης 0_1975
Σολάρις 0 _1972
Αντρέι Ρουμπλιόφ 1_1966
Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν 0 _1962
Το βιολί και ο οδοστρωτήρας4 _1961
Segodnya uvolneniya ne budet 5 TV _1959
Ubiytsy 6 (μικρού μήκους) _1956
Το «Στάλκερ» συνεχίζει και συμπληρώνει τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του «Σολάρις» στην περίφημη φανταστική Ζώνη, μια αυστηρά φρουρούμενη περιοχή υψηλής ενέργειας όπου όλοι οι γνωστοί φυσικοί νόμοι έχουν αλλοιωθεί ή ανατραπεί και στην οποία ο οδηγός του τίτλου αναλαμβάνει να οδηγήσει έναν συγγραφέα και έναν καθηγητή με τελικό προορισμό το ουτοπικό δωμάτιο όπου όλες οι επιθυμίες μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Μοιρασμένη χρωματικά ανάμεσα στη σέπια και το έγχρωμο, και με το υγρό στοιχείο να βρίσκεται πανταχού παρών, το υπνωτικό αυτό βύθισμα στις έσχατες περιοχές του ανθρώπινου μυαλού, συνειδητού και ασυνειδήτου, αποτέλεσε μια από τις πιο περιπετειώδεις παραγωγές του Ταρκόφσκι, με κομμάτια της να έχουν γυριστεί ως και τρεις φορές εξαιτίας προβλημάτων στο στοκ του φιλμ, δημιουργικών συγκρούσεων και βέβαια της τελειομανίας του σκηνοθέτη — το «Στάλκερ» αποτελεί την αποθέωση της ευρηματικότητας.
Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας φτιαγμένη χωρίς σχεδόν τίποτε το τεχνητό και με ελάχιστα εφέ, ένας ονειρικός, υπερβατικός κόσμος χτισμένος από τα υλικά της πραγματικότητας φιλτραρισμένα μέσα από τη ματιά ενός αληθινά οραματιστή δημιουργού. Το «Στάλκερ» προβλήθηκε σαν σήμερα 13 Μαΐου 1980 στις Κάννες, αποσπώντας το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, ενώ η περίφημη Criterion συμπεριέλαβε το φιλμ στην ταινιοθήκη της σε μία νέα, εκθαμβωτική επεξεργασία πριν δυο χρόνια, αποτυπώνοντας στα σχεδόν 142 πλάνα της, την αγνή, ανθρώπινη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα.
Ο Ταρκόφσκι… “δε μένει πια εδώ”
Το 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας (2004) συνοδεύτηκε από δύο γεγονότα τα οποία αναδεικνύουν τις δυσάρεστες συνέπειες που επιφέρει η καπιταλιστική στροφή της σημερινής Ρωσίας στον πολιτισμό.
Στην τελευταία εβδομάδα του Ιούνη, στη διάρκεια των πρώτων ημερών της διοργάνωσης, η κολεκτίβα των εργαζομένων του Μουσείου Κινηματογράφου της Ρωσίας, μαζί με πλήθος πολιτών, χάλασαν τη «λάμψη» — χολιγουντιανού τύπου — του Φεστιβάλ, διαδηλώνοντας κατά της έξωσης του Μουσείου από το ιστορικό του κτίριο στην περιοχή της Πρέσνια και τη μετατροπή του σε καζίνο. Το θέμα ανέδειξε αναλυτικά ο Ριζοσπάστης στο κυριακάτικο ένθετο της 13-Ιούνη. Το κεντρικό σύνθημα των διαδηλωτών ήταν: «Ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο μπίζνες — Είναι και Τέχνη», το οποίο απευθυνόταν βασικά στην Ένωση Κινηματογραφιστών της Ρωσίας και προσωπικά στον πρόεδρό της και γνωστό σκηνοθέτη, Νικίτα Μιχαλκόφ. Αυτό γιατί η Ένωση κατέχει το 32% των μετοχών της εταιρίας «Κινοτσέντρ», η οποία διαχειρίζεται το Μουσείο, μετοχές που θα πωληθούν στην εταιρία «ψυχαγωγίας» με την επωνυμία «Αρλεκίνο», ώστε να μετατραπεί σε καζίνο.
Μια “ήσυχη” κατεδάφιση…
Ελάχιστες μέρες πριν την παραπάνω διαδήλωση — την οποία υποστήριξαν και ξένοι κινηματογραφιστές, προσκεκλημένοι του Φεστιβάλ, όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι — και στις παραμονές της διοργάνωσης, ένα παλιό, διώροφο σπίτι κατεδαφιζόταν… «ησύχως». Η κατεδάφιση αυτή δε θα ήταν είδηση, αφού στη Μόσχα έχει εξαπολυθεί κυριολεκτικά ένα πολεοδομικό «πογκρόμ» εναντίον του ιστορικού της κέντρου, το οποίο «ανοικοδομείται» από το ιδιωτικό κεφάλαιο μέσα σε πλήρη ασυδοσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η υπόθεση έχει ενδιαφέρον — και εκτός της Ρωσίας — αφού εκεί γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο σημαντικός Σοβιετικός σκηνοθέτης, Αντρέι Ταρκόφσκι.
Η εφημερίδα «Ισβέστια» ανακίνησε το θέμα με μια συνέντευξη της αδερφής του σκηνοθέτη, Μαρίνας Ταρκόφσκαγια, η οποία, περνώντας από το σπίτι τυχαία, είδε στη θέση του… ένα οικόπεδο και ένα πανό με τη φωτογραφία του διάσημου αδελφού της. Αξίζει να δούμε λοιπόν πώς συμπεριφέρεται το σημερινό, καθεστώς της Ρωσίας ακόμη και στα διάστημα «τέκνα» του, ακόμη και σ’ αυτά που σήμερα «διαφημίζει».
Στο σπίτι αυτό έζησαν τρεις γενιές των Ταρκόφσκι, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του Αντρέι και ποιητή, Αρσένι Ταρκόφσκι, και του συγγραφέα αδελφού του, Μιχαήλ. Ο Αντρέι έζησε εκεί μέχρι το 1962, δηλαδή μέχρι και το τέλος της βασικής εκπαίδευσης. Το 1969 το σπίτι μετατράπηκε σε οικοτροφείο για τις οικογένειες των εργατών μιας φάμπρικας. Το 1987, ένα χρόνο μετά το θάνατο του σκηνοθέτη, πάρθηκε μια απόφαση κατεδάφισης, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε, διότι η επιτροπή που συστήθηκε, στο πλαίσιο της Ένωσης Κινηματογραφιστών της ΕΣΣΔ, για την ανάδειξη της καλλιτεχνικής κληρονομιάς του συγγραφέα, αποφάσισε να μετατρέψει το κτίριο σε Μουσείο Αντρέι Ταρκόφσκι.
…μετά από μια «περίεργη» απόφαση
Η σχετική μελέτη άρχιζε να εφαρμόζεται στις αρχές του ’90 και στο πλαίσιό της αφαιρέθηκε η παλιά στέγη και άρχισε η αναμόρφωση του δεύτερου ορόφου. Τίποτα όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, αφού η ΕΣΣΔ διαλύθηκε και φυσικά ουδείς ασχολούνταν με τις παρακαταθήκες ενός δημιουργού. Από τότε και μέχρι την πρόσφατη κατεδάφισή του, το σπίτι ήταν χωρίς σκεπή, χωρίς κουφώματα και είχε μετατραπεί σε σκουπιδότοπο.
Μία απόπειρα να ενταχθεί το κτίριο στα σχέδια των μοσχοβίτικων αρχών για «ανακαίνιση» όσων παλιών κτιρίων θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τις ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρίες — αφού δε δίνεται πλέον δημόσιο χρήμα σε αυτούς τους τομείς — έπεσε στο κενό. Μια και δεν το ήθελε κανείς, το ανέλαβε το Μουσείο Κινηματογράφου, το οποίο μάλιστα κέρδισε και μια δικαστική διαμάχη για τον περιβάλλοντα χώρο του με μια εταιρία που τον διεκδικούσε. Για μια ακόμη φορά συντάχθηκε μελέτη ανακατασκευής του, ενώ μια ακόμη ελπίδα εμφανίστηκε όταν το σπίτι τέθηκε υπό την «προστασία» της Υπηρεσίας Μνημείων της πρωτεύουσας, σαν ιστορικό μνημείο. Ο στόχος ήταν να γίνουν τα εγκαίνια το 2002, έτσι ώστε να συμπέσουν με τα 70χρονα του σκηνοθέτη. Μεταξύ άλλων, στα σχέδια ήταν η προστασία των προσωπικών του αρχείων (12.000 αντικείμενα), η δημιουργία μιας αίθουσας προβολών και εκθεσιακών αιθουσών, βιβλιοθήκης κ.ά.
«Αίφνης», το Φλεβάρη του 2001, οι αρχές της Μόσχας, με σχετικό έγγραφό τους στο οποίο μάλιστα προσδιορίζεται σαφώς το κτίριο ως «ιστορικό μνημείο», νοικιάζουν (ουσιαστικά παραδίδουν) το σπίτι στην ιδιωτική κατασκευαστική εταιρία «Κομουνάλναγια Τεχνικά» για χρήση 15 ετών! Σε μια προσπάθεια να σωθούν τα προσχήματα, στο έγγραφο αναφέρεται ότι η εταιρία «υποχρεούται» να αφήσει ένα τμήμα του σπιτιού «εις μνήμη» του σκηνοθέτη. Τον Απρίλη του ίδιου χρόνου, το αρμόδιο όργανο του δήμου της Μόσχας συζητά αν τελικά θα υπάρχει στη Μόσχα «Σπίτι — Μουσείο Ταρκόφσκι» ή όχι! Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι, ότι οι εκπρόσωποι της εταιρίας είπαν στο συμβούλιο πως παραιτούνται του δικαιώματός τους στο συγκεκριμένο κτίριο, αφού τους έρχεται φθηνότερα να χτίσουν νέο κάπου αλλού, αντί να ανακαινίσουν το «ερείπιο». Τρία χρόνια μετά, στα τέλη του περασμένου Ιούνη, το σπίτι κατεδαφίστηκε…
Είναι γνωστό _το αναφέραμε πάνω από μια φορά, ότι ο ποιητής του κινηματογράφου Αντρέι Ταρκόφσκι είναι γιος ποιητή. Οι εικόνες του καταλυτικές γεμάτες φαντάσματα της μνήμης, σκιές συναισθημάτων που εναλλάσσουν το ξαφνικό με την προοπτική. Στη «Νοσταλγία» που ο σκηνοθέτης άρχισε να γυρίζει στην Ιταλία το 1982 σε σενάριο Τονίνο Γκουέρα — συνεργάτη των Φελίνι, Αντονιόνι και Ρόζι — επιστρέφει η ταρκοφσκική ποίηση που μετουσιώνει σε εικόνες τις μνήμες και τα όνειρα. Εικόνες που εδώ μοιάζουν τραβηγμένες έξω από τον κόσμο τους, μοιάζουν μεγεθυμένες από τη συγκίνηση και ταυτόχρονα άπιαστες. Ισως πρόκειται για το πιο μυστηριακό και απρόσιτο φιλμ του Ταρκόφσκι που όμως έγινε μεγάλη επιτυχία στις Κάννες το 1983, μοιράστηκε μάλιστα το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας με τον Ρομπέρ Μπρεσόν και την ταινία του «Το Χρήμα» (1983). Ο τίτλος «νοσταλγία» αναφέρεται μάλλον στην επιθυμία, στην έλλειψη — σε ευρεία έννοια — του πατρικού π.χ. σπιτιού ή του γενέθλιου τόπου, των παιδικών χρόνων, αυτών που κάποιος αγάπησε κι έχασε… Στην ταινία η αίσθηση αυτής της επιθυμίας είναι τόσο βαλτωμένη σε αδιέξοδα, που κανείς μπορεί να μιλά για άρρωστη κατάσταση, για μελαγχολία…
Νοσταλγία αισθάνεται και ο Ρώσος συγγραφέας Αντρέι που φθάνει στην υποβλητική επαρχία της Σιένας στην Τοσκάνη στα ίχνη ενός Ρώσου μουσικού που σπούδαζε στην Μπολόνια στα τέλη του 1800 και πέρασε κάποιες μέρες του σ’ αυτά τα μέρη. Ο Ρώσος μουσικός επέστρεψε στη Ρωσία — σπρωγμένος και στιγματισμένος από τη νοσταλγία — για να αυτοκτονήσει, δυστυχής και αλκοολικός. Κι ο συγγραφέας που αισθάνεται εκλεκτική συγγένεια με το μουσικό, νοσταλγεί τη σύζυγο που άφησε πίσω στην πατρίδα κι ας συνοδεύεται από μια Ιταλίδα μεταφράστρια μποτιτσελικού κάλλους. Περισσότερο από νοσταλγία θα μπορούσε να είναι ανία αυτό που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. «Ανία για τα πάντα», λέει ο ίδιος, ενώ διανύει μια περίοδο απάθειας που ούτε οι ομορφιές της αρχαίας Ετρουρίας, ούτε η αγαλματένια αλλά άχρωμη και άοσμη κόρη Εουτζένια μπορούν να γιατρέψουν. Ο Αντρέι έχει μεγαλύτερη σχέση με το σκύλο του, που τον ακολουθεί πιστά σε κάθε βήμα. Το τρίο συμπληρώνεται με τον Ντομένικο, έναν τρελό που είχε κλείσει την οικογένειά του για 7 χρόνια στο σπίτι περιμένοντας το τέλος του κόσμου και τώρα εκστομίζει μηνύματα για τη λύτρωση της ανθρωπότητας. Θεμελιώδη ερωτήματα που θέλουν να προσδώσουν στην ταινία ένα φιλοσοφικό αποτύπωμα, που αναδύονται εδώ κι εκεί επί 2 μακρές ώρες, παραμένουν αναπάντητα κι η ταινία γίνεται συνεχώς όλο και πιο «παρατηρητική» (η βροχή που πέφτει πάνω στα αντικείμενα).
Η «Νοσταλγία» είναι έντονη και ο Ταρκόφσκι ξέρει να αναμειγνύει με σοφή μαεστρία, ποίηση, λογοτεχνία, υπαρξισμό και φωτογραφία. Υποβλητικότατα τα φλας μπακ από τον γενέθλιο τόπο σε χρώμα σέπια. Η επίμονη αισθητική έρευνα όμως, η πρόζα και οι σιωπές που ξεμυτούν μερικές φορές υπερβολικές και τραβηγμένες από τα μαλλιά, κάνουν την ταινία, σε σημεία, βαριά.
Ο Ταρκόφσκι — με τον αυτάρεσκο ναρκισσισμό του μαέστρου — είναι σίγουρα προικισμένος με βαθιά παρατηρητικότητα για την ομορφιά, αλλά η συγκεκριμένη ταινία δεν μοιάζει να δίνει πολλά στους άλλους…
Πέρασαν τα χρόνια από την ημέρα που ο μεγάλος ποιητής της 7ης Τέχνης, Ταρκόφσκι πέθανε. Αλήθεια πώς τρέχει ο χρόνος… Φεύγει με τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις ούτε να νοσταλγήσεις. Ας αφήσουμε τις θλιβερές σκέψεις, ας ξεχάσουμε το θάνατο κι ας γυρίσουμε στη ζωή, στα 1979, τότε που ο Ταρκόφσκι γύριζε την ταινία “Ο Στάλκερ”, ένα όραμα, το όραμα ενός τυραννισμένου ψυχικού τοπίου του σύγχρονου ανθρώπου, μια λυρική και συμβολική ταινία με την απαγορευμένη ζώνη, όπου παρουσιάζονται παράξενα φαινόμενα κι επικίνδυνες μεταμορφώσεις. Πολλοί επιθυμούν να την επισκεφτούν από νοσηρή περιέργεια, αλλά και γιατί, στο κέντρο της υπάρχει ένα σημείο όπου όλες οι επιδιώξεις εκπληρώνονται. Ένας κάτοικος των “συνόρων”, ο Στάλκερ, αναλαμβάνει να οδηγήσει τρεις διαφορετικούς ανθρώπους κάπου. Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό οδοιπορικό, για μια πορεία δοκιμασίας και μύησης μέσα σε μια “απαγορευμένη” ζώνη, προς ένα δωμάτιο που μπορεί να σου δώσει ό,τι επιθυμείς.
23 χρόνια πριν γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους και στη συνέχεια o λυρισμός και η ποίηση που έχει μέσα του φανερώνονται στη διπλωματική του εργασία “Ο οδοστρωτήρας και το βιολί” — 1961. Θέμα της μια φιλία, όπου ένα τρυφερό και ευαίσθητο παιδί που παίζει βιολί θα ανακαλύψει όλη την ομορφιά και το λυρισμό του κόσμου χάρη σε μια φαινομενικά αταίριαστη σχέση, σε μια σχέση φιλική που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ εκείνο και στο ρωμαλέο οδηγό ενός οδοστρωτήρα. Ο ήλιος και το νερό, τα όνειρα και οι φαντασιώσεις του μικρού βιολιστή θα πάρουν ποιοτικές αποχρώσεις. Και αργότερα 1962 “Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν” και μετά η τεράστια επική τοιχογραφία, που με θαυμαστό τρόπο θα αναπλάσει το ρωσικό Μεσαίωνα. Ο Ρουμπλιώφ, διατρέχει έναν κόσμο φρικτής βίας και καταστροφής, ώσπου χάνει το κουράγιο του και εγκαταλείπει τη ζωγραφική και θα αλλάξει γνώμη μόνον όταν συναντήσει έναν νέο που παλεύει να χύσει μια καμπάνα αλλά δεν ξέρει τον τρόπο. Μόνο του όπλο είναι το πάθος. Ένα πάθος που συγκινεί τον Ρουμπλιώφ και τον επαναφέρει στον κόσμο της τέχνης.
Και μετά _όπως αναφέραμε “Σολάρις”, “Καθρέφτης” _η πιο αυτοβιογραφική του, όπου ο σκηνοθέτης είναι πια στη μέση ηλικία, και πριν συνεχίσει τη σύντομη πορεία του βάζει έναν καθρέφτη μπροστά του και βλέπει τον εαυτό του, τους άλλους, το παρελθόν του, το μέλλον, το παρόν, τη μοίρα του και το 1982, Ιταλία, στη χώρα των οπορτουνιστών και του “ιστορικού συμβιβασμού” γυρίζει, τι άλλο; — τη “Νοσταλγία” που ήδη είχε αρχίσει να φωλιάζει μέσα του ενώ το 1984 γυρίζει στη την τελευταία του ταινία, τη θυσία του καλλιτέχνη που έχει πια αντικρίσει το θάνατο και παρατηρεί χωρίς να δειλιάσει, το τέλος να πλησιάζει _γυρνώντας την πλάτη στο θάνατο και παρά το περιορισμένο σε αριθμό έργο του, πέρασε στην ιστορία της 7ης τέχνης ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους κινηματογραφιστές. Οι λίγες (7 ουσιαστικά) ταινίες μεγάλου (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μήκους είναι ψυχογραφήματα, καταδύσεις στο εγώ, επιστροφή στη φύση, και μια αέναη ανάλυση και αναζήτηση της (υποκειμενικής του) αλήθεια _σε αντίθεση με την αντικειμενική. Όπως είπε ο Λένιν πριν τον Γκράμσι «η αλήθεια είναι αντικειμενική και επαναστατική»! …και «η γνώση μπορεί να είναι βιολογικά ωφέλιμη, ωφέλιμη στην πράξη του ανθρώπου, στην ίδια τη ζωής του, μόνο όταν αντανακλά την αντικειμενική αλήθεια, την ανεξάρτητη από τον άνθρωπο».
Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονα προσωπικά και μεταφυσικά στοιχεία, με επιρροές από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Αργοί ρυθμοί, εικόνες εξαιρετικής αισθητικής και σταθερά απόμακρα και μακράς διάρκειας πλάνα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά των ταινιών του. Σταδιακά ανέπτυξε μία προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, που αποκαλείται συχνά γλυπτική του χρόνου. Σύμφωνα με αυτή, ο Ταρκόφσκι πίστευε πως ένας από τους κύριους στόχους του κινηματογράφου ήταν η καταγραφή της αληθινής ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται συνήθως για την έλλειψη γραμμικής αφήγησης, υιοθετώντας ποιητικούς συνειρμούς και «ονειρική λογική».
Αντρέι Ρουμπλιόφ FULL MOVIE
https://youtu.be/je75FDjcUP4
Ο ίδιος δεν θεωρούσε τα έργα του συμβολικά, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «…είμαι εχθρός των συμβόλων. Είναι μια πολύ στενή έννοια από την άποψη ότι ένα σύμβολο υπάρχει με σκοπό την αποκρυπτογράφησή του. Από την άλλη πλευρά, μια καλλιτεχνική εικόνα δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, είναι ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Η βροχή στο Σολάρις δεν είναι σύμβολο, είναι απλά μια βροχή που στη συγκεκριμένη στιγμή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τον ήρωα. Δεν συμβολίζει τίποτε, απλά εκφράζει. Είναι μια καλλιτεχνική αλληλουχία εικόνων. Το σύμβολο κατ’ εμέ, είναι κάτι πολύ περίπλοκο». Ο ταινίες του κατατάσσονται στο είδος του “ποιητικού κινηματογράφου”, αν και ο ίδιος δεν αποδεχόταν αυτό το χαρακτηρισμό, που απέδιδε κυρίως σε άλλους σκηνοθέτες όπως στον Φελίνι και στον Παζολίνι, θεωρώντας πως ο αποκαλούμενος ποιητικός κινηματογράφος γίνεται σκόπιμα ακατανόητος.
Θυμάμαι (συνειρμικά) όταν το 1968 _φοιτητής τότε, πρωτοείδα την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ “2001_ η Οδύσσεια του Διαστήματος (2001 _A Space Odyssey) βασισμένη στο διήγημα του Άρθουρ Κλαρκ The Sentinel, που περιστρεφόταν γύρω από την επιστημονική εξέλιξη και την _τότε “τεχνητή νοημοσύνη”.
Σημεία των καιρών –τότε και σήμερα, πως ‑παρά το ότι ήταν πρωτοποριακή, βραβεύτηκε μόνο για τα οπτικά της εφέ, το μοναδικό Όσκαρ του μεγάλου Κιούμπρικ (σάρωσε όμως στα BAFTA, δλδ τα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου).
Εν τάχει η ιστορία
Σε ένα προϊστορικό πέπλο, μια ανθρώπινη φυλή απομακρύνει μια άλλη _αντίπαλη, από την υδάτινη τρύπα της, την επόμενη μέρα, ανακαλύπτουν έναν εξωγήινο μονόλιθο και στη συνέχεια μαθαίνουν πώς να χρησιμοποιούν ένα κόκαλο ως όπλο και, μετά το πρώτο τους κυνήγι, επιστρέφουν για να διώξουν τους αντιπάλους τους με αυτό (αυτό διαρκεί κανα τέταρτο σε μια ταινία 143λ περικομμένη από τον Κιούμπρικ κατά 50λ).
Εκατομμύρια χρόνια αργότερα, ο Δρ. Heywood Floyd, Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Αστροναυτικής των ΗΠΑ, ταξιδεύει στη βάση Clavius, ένα αμερικανικό φυλάκιο της Σελήνης και κατά τη διάρκεια ενδιάμεσης στάσης στον Διαστημικό Σταθμό 5, συναντά Ρώσους επιστήμονες που ανησυχούν ότι ο Clavius δεν ανταποκρίνεται. Η αποστολή του είναι να διερευνήσει ένα τεχνούργημα που βρέθηκε πρόσφατα, έναν μονόλιθο που θάφτηκε τέσσερα εκατομμύρια χρόνια νωρίτερα κοντά στον σεληνιακό κρατήρα Tycho και καθώς αυτός και άλλοι εξετάζουν το αντικείμενο, χτυπιέται από ηλιακό φως, πάνω στο οποίο εκπέμπει ένα ραδιοφωνικό σήμα υψηλής ισχύος.
18 μήνες μετά, το αμερικανικό διαστημικό σκάφος Discovery One ταξιδεύει για τον Δία, με τους πιλότους και τους επιστήμονες της αποστολής Δρ. David “Dave” Bowman και Dr. Frank Poole, μαζί με άλλους τρεις επιστήμονες σε ανασταλμένο animation. Οι περισσότερες από τις λειτουργίες του Discovery ελέγχονται από τον HAL_και εδώ είναι το “ζουμί”, έναν υπολογιστή HAL 9000 με ανθρώπινη προσωπικότητα, που “τα έχει παίξει” και δεν διορθώνεται ούτε με reset και κατηγορώντας τους για ανθρώπινο λάθος. Dave και Rank μπαίνουν σε μια ομάδα EVA, ώστε να μιλήσουν ιδιωτικά (χωρίς να ακούγονται από τον HAL), συμφωνούν να τον αποσυνδέσουν, αλλά αυτός παρακολουθεί τη συνομιλία τους …διαβάζοντας τα χείλη.
Ενώ ο Frank βρίσκεται έξω από το διαστημόπλοιο για να αντικαταστήσει τη μονάδα κεραίας, ο HAL αναλαμβάνει τον έλεγχο του pod του _παρασύροντάς τον και απενεργοποιεί τις λειτουργίες υποστήριξης ζωής των μελών του πληρώματος σε ανασταλμένα κινούμενα σχέδια, σκοτώνοντάς τους όλους. Όταν ο Dave επιστρέφει στο πλοίο με το σώμα του Frank, ο HAL τον εμποδίζει, αλλά ο Ντέιβ ‑παρόλο που δεν έχει κράνος στη διαστημική στολή, βγαίνει ξαφνικά από τον λοβό του, περνά με επιτυχία το κενό και ανοίγει χειροκίνητα την κλειδαριά έκτακτης ανάγκης του πλοίου, πηγαίνει στον πυρήνα του επεξεργαστή της μονάδας HAL και _ενώ ακούγεται η κραυγή “μη μου ξεκολλάτε την καρδιά μου” αποσυνδέει τα κυκλώματα. Μάχη του ανθρώπου ενάντια στο δημιούργημά του (η συνέχεια επί της οθόνης)… Δείτε (μάλλον ακούστε τη μουσική) του 10λεπτου+ τίτλων τέλους
Το 1972 ο Αντρέι Ταρκόφσκι γυρίζει το (σοβιετικής κοπής) “Σολάρις” (Соля́рис _Σολιάρις = “ηλιάτορας”, Солнце = ήλιος) επιστημονικής φαντασίας σε σκηνοθεσία που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στάνισλαβ Λεμ. Η ελπίδα για την ανθρωπότητα στο “2001” είναι ότι μια μέρα οι θεοί θα μας “ελευθερώσουν” και δεν θα χρειάζεται να είμαστε πια άνθρωποι δηλ. όντα με συναισθήματα, αντίθετα η «απελπισία» στο “Σολάρις” του Ταρκόφσκι είναι ότι δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από το να είμαστε άνθρωποι και οι θεοί είναι τόσο ανίκανοι να μας βοηθήσουν όσο εμείς να βοηθήσουμε τον εαυτό μας.
Ο εξωηλιακός πλανήτης _διαστημικός ωκεανός τυλιγμένος από σύννεφα, είναι στόχος επιστημονικής μελέτης των ανθρώπων της Γης που έχουν εγκαταστήσει έναν διαστημικό σταθμό 85 αστροναυτών σε τροχιά γύρω του. Αν και αρχικά απλά τον παρακολουθούσαν, διατύπωσαν την θεωρία, ότι ο πλανήτης αυτός μπορεί να είναι ένα νοήμον εξωγήινο ον τεράστιων διαστάσεων και αποφασίζουν να τον ενεργοποιήσουν τρυπώντας τον με ακτίνες φωτός υψηλής ενέργειας και τότε _ξαφνικά στον διαστημικό σταθμό αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα που συνοδεύονται από ανεξήγητες παραισθήσεις του πληρώματος του θύματα των τύψεών τους, οι οποίες υλοποιούνται παίρνοντας ανθρώπινη μορφή και τους τυραννούν.
Το εξαιρετικό και πρωτοποριακό επιστημονικής φαντασίας Στάλκερ (ρωσικά Сталкер = κυνηγός _σκηνοθεσία Αντρέι Ταρκόφσκι) βασισμένο στη νουβέλα Roadside Picnic των Arkady & Boris Strugatsky, που γράφτηκε το 1971 (δημοσιεύτηκε το 1972), που περιγράφει την πορεία τριών ανθρώπων σε ένα φανταστικό τοπίο αναζητώντας την Зону_“ζώνη” ένα σημείο που _υποτίθεται εκπληρώνει όλες τις επιθυμίες του ανθρώπου. Κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει. Μόνο μερικοί που τους αποκαλούν Στάλκερ ξέρουν το δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της.
Stalker FULL MOVIE
https://youtu.be/Q3hBLv-HLEc
40–50 χρόνια μετά…
Το θέμα ρομπότ & τεχνητή νοημοσύνη σε ότι μας αφορά σαν μαρξιστές λενινιστές, έχει να κάνει βασικά με το ερώτημα “από ποιους και για ποιους”; _και από τότε που το συγκεκριμένο αντικείμενο μπήκε στη ζωή μας με πάταγο είναι προφανές ότι τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Αλλά τι είναι αυτό το (υπερ)εξελιγμένο επιστημονικά “ρημάδι”; Βασικά τίποτε περισσότερο από προγράμματα υπολογιστών βασισμένα στα νευρωνικά δίκτυα και άλλα υπόβαθρα, τα οποία, αφού τα τροφοδοτήσεις με έναν τεράστιο όγκο δεδομένων, μπορείς να τα «εκπαιδεύσεις» να σου δίνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η ίδια η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει προφανώς συνείδηση του τι κάνει, αλλά έχει εκπαιδευτεί τόσο καλά που είναι εξαιρετική στη δουλειά της. Πώς; θέλεις _ας πούμε να φτιάξεις μια εφαρμογή της που να ξεχωρίζει σκύλους από γάτες; απλά της δίνεις 100.000 ψηφιακές φωτογραφίες σκύλων λέγοντας «έτσι μοιάζουν οι σκύλοι» και άλλες τόσες γάτας λέγοντας «έτσι μοιάζουν οι γάτες», και αυτόματα, μέσω της μηχανικής μάθησης, έχεις μια εφαρμογή να σου ξεχωρίζει σκύλους από γάτες σε όποια νέα φωτογραφία δείξεις.
Θα μου πείτε: και που να βρω 100.000 φωτο; Και γι αυτό φροντίζουν τα εξελιγμένα προγράμματα επεξεργασίας εικόνας (τύπου photoshop) …βάζεις 30–40 ράτσες από τα συμπαθή τετράποδα, πας για μια μπύρα και γυρνώντας έχεις 100.000 παραλλαγές _σοβαρά και χαμογελαστά, δείχνοντας δόντια ή παίζοντας…
Ο καθρέφτης FULL MOVIE
https://youtu.be/NrMINC5xjMs
Το «Στάλκερ» (Сталкер) προβλήθηκε το Μάιο του 1979. Παρότι βασίζεται στη νουβέλα επιστημονικής φαντασίας «Πικνίκ στην Άκρη του Δρόμου» των αδελφών Στρουγκάτσκι, αποτελεί μια παράξενη και εικαστικά σαγηνευτική περιπλάνηση, προς αναζήτηση ενός βαθύτερου αισθητικού (και άλλου) νοήματος.
Συχνά, τα πραγματικά αξιόλογα έργα τέχνης, όχι μόνο έχουν πολλαπλές αναγνώσεις, αλλά αποτελούν και «παράξενους ελκυστές», κόμβους στους οποίους αναιρείται η αιτιότητα και ο γραμμικός χρόνος. Κοντολογίς, αποτελούν σημαντικά εργαλεία για τη συγχρομυστικιστική ανάλυση της Συναινετικής Πραγματικότητας.
Ένας «Στάλκερ» παίρνει μαζί του έναν Συγγραφέα και έναν Επιστήμονα, που τον ναυλώνουν για να τους οδηγήσει. Οι τρεις ταξιδιώτες έχουν διαφορετικά κίνητρα. Ο Συγγραφέας ελπίζει να ξαναβρεί την χαμένη του έμπνευση. Ο Στάλκερ θέλει να επιστρέψει στον τόπο που κάποτε είχε πεθάνει ένας παλιός συνοδοιπόρος του. Ο Επιστήμονας έχει κρυφή ατζέντα: θέλει να μπει στην Ζώνη για να την καταστρέψει, επειδή πιστεύει ότι κάποιοι μπορεί να κάνουν κατάχρηση της δύναμής της και να βλάψουν την ανθρωπότητα και η “Ζώνη” είναι ένας τόπος αλλόκοτος, που αλλάζει συνεχώς μορφή. Τελικά οι τρεις ταξιδιώτες φτάνουν στον προορισμό τους, στο κέντρο της Ζώνης, αλλά ανακαλύπτουν ότι δεν είναι έτοιμοι να αποδεχτούν και να εξωτερικεύσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους.
Η ταινία σημαδεύτηκε από απανωτές αναποδιές και ατυχίες και ουσιαστικά έγινε εφικτό να γυριστεί και να ολοκληρωθεί σχεδόν ως εκ θαύματος. Αρχικά αποφασίστηκε ότι τα εξωτερικά γυρίσματα θα γίνονταν σε μια περιοχή στο Τατζικιστάν (τότε Σοβιετική Ένωση), αλλά ένας τρομερός σεισμός κατέστησε το γύρισμα αδύνατο. Κατόπιν άρχισε έρευνα στο Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Ουκρανία και την Κριμαία (όλα τους Σοβιετική Ένωση τότε), αλλά απέβη άκαρπη. Τελικά ο Ταρκόφσκι ανακάλυψε κατάλληλα σημεία στην (τότε σοβιετική) Εσθονία: ένα παλιό διαλυτήριο πλοίων, ένα ετοιμόρροπο υδροηλεκτρικό σταθμό, ένα εγκαταλειμμένο διυλιστήριο και άλλα σκηνικά μεταβιομηχανικής παρακμής γύρω από την πρωτεύουσα Τάλινν.
Τα εξωτερικά γυρίσματα στην Εσθονία έγιναν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1977. Ο Ταρκόφσκι και ο κινηματογραφιστής του, Γκεόργκι Ρέρμπεργκ, χρησιμοποίησαν το νέο και αρκετά δυσεύρετο (στην ΕΣΣΔ) φιλμ Kodak 5247. Μετά τα γυρίσματα, το φιλμ εστάλη στη Μόσχα για εμφάνιση. Όμως το εμφανισμένο φιλμ ήταν άχρηστο: από κάποια (τυπικά σοβιετική) αβλεψία, είχε εκτυπωθεί σε μια απόχρωση του βαθέος πράσινου. Μήνες δουλειάς είχαν πάει στράφι. Ο Ταρκόφσκι υποψιάστηκε σαμποτάζ –κι ίσως να είχε δίκιο, επειδή είχε κατά καιρούς πολλές συγκρούσεις με το σοβιετικό καθεστώς για τα δημιουργήματά του.
Ο Ρέρμπεργκ έφυγε εξοργισμένος και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ο Ταρκόφσκι δίσταζε να συνεχίσει. Μια ελαφριά καρδιακή προσβολή που υπέστη τον Απρίλιο του 1978 ενίσχυσε τους φόβους του ότι η ταινία ήταν «καταραμένη». Υπόψιν ότι ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης ήταν θρήσκος, πίστευε στα θαύματα, πίστευε στην ύπαρξη των εξωγήινων και των ΑΤΙΑ –μάλιστα ισχυριζόταν ότι είχε δει ένα κοντά στο σπίτι του στο Μιάσνοε. Ήξερε απέξω τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Όταν είδε το περίφημο φιλμ στο οποίο η ψυχίστρια Νίνελ Κουλάγκινα μετακινούσε αντικείμενα με τη δύναμη της σκέψης, ενθουσιάστηκε. Στην τελευταία σκηνή του «Στάλκερ» η μικρή κόρη του πρωταγωνιστή, μετακινεί τρία ποτήρια με ψυχοκίνηση.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν πάλι στο Τάλινν τον Ιούνιο του 1978 με κινηματογραφιστή τον Αλεξάντρ Κνιαζίνσκι. Όμως μια τελείως απρόσμενη καλοκαιρινή… χιονοθύελλα έφερε πάλι καθυστερήσεις. Ηθοποιοί και τεχνικοί έπλητταν στο άθλιο ξενοδοχείο που διέμεναν με αποτέλεσμα επικά μεθύσια και διαπληκτισμούς. Κάποιοι έφτασαν να πίνουν μέχρι και φτηνή κολώνια ανακατεμένη με ζάχαρη. Έξαλλος ο Ταρκόφσκι έδιωξε με τις κλοτσιές αρκετά μέλη του συνεργείου, συμπεριλαμβανομένου του καλλιτεχνικού διευθυντή.
Film at Lincoln Center
https://youtu.be/YuOnfQd-aTw
Μετά από πολλές περιπέτειες τα γυρίσματα τελείωσαν, η ταινία ολοκληρώθηκε και προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση στις 25 Μαΐου 1979 και στο Φεστιβάλ Καννών την επόμενη χρονιά. Έκτοτε θεωρείται πολύ σημαντικό καλλιτεχνικό δημιούργημα. Ο Ταρκόφσκι θα γύριζε ακόμα δυο ταινίες. Τη «Νοσταλγία» και τη «Θυσία». Αλλά στα γυρίσματα της δεύτερης ήταν ήδη άρρωστος με καρκίνο των πνευμόνων. Πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 1986, σε ηλικία μόλις 54 ετών.
_______________________________
Από ΑΤΕΧΝΩΣ 2020 στο Απρ 5, 2024
Αύριο το 2ο μέρος με το “μαρτυρολόγιο” κά “καλούδια”