Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 28 Ιαν 2024
«Μεταξύ του “action” και του “cut”, παίρνω τη θέση του θεατή»
Κλίκ για μεγέθυνση




 
Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, που παραβρέθηκε τη Δευτέρα στην επίσημη ελληνική πρεμιέρα της νέας του ταινίας η οποία παίζεται στις αίθουσες έχοντας εξασφαλίσει και 5 υποψηφιότητες για Οσκαρ, είχε πρόσφατα μιλήσει αναλυτικά για τους συνεργάτες του, αλλά και για τον τρόπο που συνηθίζει να δουλεύει.

Ο Αλέξανδρος Πέιν περίμενε να τελειώσει η ταινία του τρώγοντας λουκάνικο από την καντίνα του σινεμά, ένα βράδυ του Οκτωβρίου στο Century City του Λος Αντζελες. Αναψαν τα φώτα και κατευθύνθηκε χαλαρά προς τη σκηνή ενώ η συντονίστρια παρουσίαζε τους στενούς συνεργάτες του, τον παραγωγό Μαρκ Τζόνσον και τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Χέμινγκσον.

Είχαμε ξεκαρδιστεί στο γέλιο και είχαμε συγκινηθεί με τα «Παιδιά του χειμώνα», αλλά ο ίδιος δεν φαινόταν να αγωνιά για την αντίδραση του κοινού· εξάλλου εκείνο το κοινό απαρτιζόταν από ανθρώπους του χώρου και η προβολή ήταν μέρος του προγράμματος των υποχρεώσεων της εταιρείας δημοσιότητας. Δίχως προσδοκίες και αυταπάτες, ο Ελληνο-Αμερικανός σκηνοθέτης ήταν εκεί για την κουβέντα. Η επιτυχία της ταινίας δεν βρισκόταν πια στα χέρια του. Τώρα, ήταν απλώς χαρούμενος για την άμεση επαφή με τους θεατές, έτοιμος για συζήτηση, σαν φίλος με φίλο.

Η φιλικότητα και ο αυθορμητισμός είναι, πέραν των άλλων, δύο κύρια χαρακτηριστικά του κινηματογράφου τού Πέιν. Με τα «Παιδιά του χειμώνα» ερευνά το τι συμβαίνει όταν άνθρωποι διαφόρων προελεύσεων, που κανονικά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον για αλλήλους, αναγκάζονται άθελά τους να μοιραστούν τις μέρες τους εγκλωβισμένοι σ’ ένα κλειστό, λόγω Χριστούγεννων, οικοτροφείο.

Ενας άλλος δημιουργός θα μπορούσε να διαλέξει το θρίλερ ή τον τρόμο. Ο Πέιν διαλέγει πάντα την κωμωδία. Αλλά και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε: η ιστορία μάς πάει πίσω στη δεκαετία του 1970, χωρίς όμως να μας φορτώνει με νοσταλγικές διαθέσεις ή αναχρονισμούς. Η λεπτομερής επεξεργασία του χρόνου και του τόπου –στη χιονισμένη Νέα Αγγλία την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ– αφορά μόνο την πειστικότητα του περιβάλλοντος, την αυθεντικότητα του μερικού που οδηγεί στη γενική αποδοχή του έργου.

Μια ιστορία για ένα οικοτροφείο ήταν ανάμεσα στις ιδέες που είχε ο Πέιν για τις μελλοντικές δουλειές του. Διατηρούσε την ιδέα μέσα του επί δώδεκα χρόνια, είπε, χωρίς να καταφέρει να κάνει κάτι με αυτήν, ώσπου έλαβε ένα σενάριο του Χέμινγκσον για τηλεοπτική σειρά με παρόμοιο θέμα. Πλησίασε τότε τον σεναριογράφο και του ζήτησε να συνεργαστούν σε ένα σενάριο για τη μεγάλη οθόνη που κατέληξε να ονομαστεί «Τα παιδιά του χειμώνα».

Ο Χέμινγκσον, που ώς τότε είχε εργαστεί μόνο στον τηλεοπτικό χώρο, στην αρχή δεν το πίστεψε. «Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου ο Μπομπ» είπε γελώντας. Οταν κατάλαβε ότι επρόκειτο για έγκυρη πρόταση του Πέιν, δέχτηκε αμέσως. «Ποιος εδώ δεν θα συνεργαζόταν με τον Αλέξανδρο; Ηταν σαν να πήγαινα πάλι πίσω σε κινηματογραφική σχολή. Χρειάστηκε να κάνω ακόμα και έρευνα ώστε να μπορέσω να τον παρακολουθήσω στη δουλειά. Είναι καταπληκτικός στη συνεργασία κι έμαθα πολλά κοντά του».

«Tα παιδιά του χειμώνα» (The Holdovers)

Με εξαιρετική φινέτσα ο Πολ Τζιαμάτι υποδύεται τον ιδιότροπο και αντιπαθητικό –στην αρχή– καθηγητή ελληνικών σπουδών Πολ Χάναμ στην Ακαδημία Μπάρτον, ένα οικοτροφείο αρρένων για παιδιά πλουσίων που προορίζονται για ανώτερες σπουδές. Η μεσοαστική προέλευση του καθηγητή, η μοναξιά αλλά και η αληθινή αγάπη του για τις κλασικές σπουδές και γενικότερα την παιδεία, τον φέρνουν σε αντιπαράθεση με τους μαθητές του που, θεωρώντας το λαμπρό τους μέλλον δεδομένο, έχουν στον νου τους μόνο τη λούφα…

Ο Τζιαμάτι –χάρη στον οποίο ο χαρακτήρας βαφτίστηκε Πολ επίσης– είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Πέιν στην πετυχημένη ταινία «Sideways» («Πλαγίως»). Οντας και οι δύο οξυδερκείς με τάση για έξυπνο χιούμορ, ήταν θέμα χρόνου ώσπου να βρουν την επόμενη ευκαιρία να δουλέψουν μαζί, μια ευκαιρία που τελικά ήρθε με «Τα παιδιά του χειμώνα». Μάλιστα ο ηθοποιός, σπουδαγμένος σε σχολεία και πανεπιστήμια υψηλού κύρους ο ίδιος, αλλά και μεγαλωμένος σε οικογένεια εκπαιδευτικών, δεν δίστασε να δεχτεί τον κύριο ρόλο του καθηγητή Χάναμ.

«Tα παιδιά του χειμώνα» (The Holdovers)

Ανάμεσα στην αυθάδεια και την αχαριστία των αγοριών, ο θεατής πολύ γρήγορα θα διακρίνει τις ευαίσθητες ψυχές, τα φοβισμένα, μικρότερα σε ηλικία, αγόρια αλλά και τον δεκαοκτάχρονο Ανγκους Τάλι. Τον τελευταίο ερμηνεύει με τέτοιο πάθος και συναισθηματισμό ο πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός Ντομινίκ Σέσα που γίνεται αμέσως αξιαγάπητος. Οι βρισιές και οι κοροϊδίες που ανταλλάσσουν οι οικότροφοι παύουν να μας κακοφαίνονται όταν, εκτός των άλλων, μαθαίνουμε ότι η μητέρα του Ανγκους, η οποία έχει μόλις παντρευτεί τον πατριό του, προτιμά να περάσει τις γιορτές μόνη με τον σύζυγο, εγκαταλείποντας τον γιο της στο οικοτροφείο για τις διακοπές, παρ’ όλες τις παρακλήσεις του.

«Ο Αλέξανδρος Πέιν είναι ένας από τους καλύτερα προετοιμασμένους σκηνοθέτες» Μαρκ Τζόνσον, παραγωγός

Οταν η συντονίστρια ρώτησε τον Πέιν γιατί διάλεξε τον Σέσα, έναν έφηβο που ώς εκείνη τη στιγμή είχε ασχοληθεί μόνο με σχολικές και φοιτητικές παραστάσεις, ο Πέιν απάντησε με το γνωστό αμερόληπτο ύφος του πως ο νεαρός ηθοποιός «είχε καλά μαλλιά…». Ο Σέσα νόμιζε ότι έπρεπε να δώσει παράσταση στην ακρόασή του για τον ρόλο, διηγήθηκε ο Πέιν. «Ο κινηματογράφος όμως δεν θέλει παραστάσεις, ειδικά όταν αυτές είναι λάθος επιλεγμένες». Παρ’ όλα αυτά με την επιμονή της διευθύντριας του κάστινγκ, Σούζαν Σοπμέικερ, ο σκηνοθέτης συνάντησε τον νεαρό ηθοποιό πέντε-έξι φορές πριν τελικά σιγουρευτεί πως ήταν κατάλληλος για τον ρόλο. «Δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει τον βαθμό του ταλέντου του, την ανάδυσή του ως ηθοποιός μέσα από το κεφάλι του Δία», συνέχισε γελώντας. «Τον σπρώξαμε στο κύμα και απλά κύλησε πάνω του».

Ετσι, όταν όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους για τις γιορτές, αυτοί οι δύο, ο μικρός Ανγκους και ο καθηγητής Χάναμ –που χωρίς να το ξέρουν βιώνουν ταυτόχρονα τον πόνο της μοναξιάς και της εγκατάλειψης–, ο μεν ως ανεπιθύμητος γιος και ο δε ως απρόθυμος κηδεμόνας, θα πρέπει αναγκαστικά να παίξουν στο αναπάντεχο αυτό ματς της ζωής με διαιτητή ακόμα μία μοναχική ψυχή, τη Μαίρη, μια θρηνούσα μητέρα, επικεφαλής στην κουζίνα του σχολείου, την οποία ερμηνεύει με μέτρο και αλήθεια η Νταβάιν Τζόι Ράντολφ. Η Μαίρη, μια φτωχή μαύρη γυναίκα που μόλις έχασε τον γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ, αποδέχεται τη μοίρα της με τρόπο καρτερικό, καταφεύγοντας στην πίστη στον Θεό, κάτι που ο άθεος καθηγητής ή ο ανήσυχος μαθητής αδυνατούν να καταλάβουν αλλά που συναισθάνονται ολοένα και περισσότερο σαν έναν δρόμο προς κάτι που μοιάζει με οικογένεια.

Ετσι οι τρεις τους, ανακαλύπτοντας ξαφνικά το κοινό βίωμα της απουσίας της οικογενειακής θέρμης και της αγάπης, σταδιακά και ανεπαίσθητα, χάρη στο καλό σενάριο του Χέμινγκσον, βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον προκαλώντας σε μας, το κοινό, μια αίσθηση γλυκιάς χαρμολύπης… μέχρι το τέλος, όπου το θετικό αμερικάνικο πνεύμα θριαμβεύει για ακόμα μία φορά με ένα μήνυμα φιλίας, αγάπης και ατομικής ελευθερίας.

Σύμφωνα με τα αμερικανικά μέτρα σύγκρισης, οι προϋπολογισμοί των ταινιών του Πέιν κυμαίνονται στα όρια του «χαμηλού», γεγονός που αναπτύσσει αυτοπειθαρχία, παρατήρησε ο ίδιος. «Ξέρεις ακριβώς αυτό που θέλεις», πρόσθεσε ο Χέμινγκσον αποτεινόμενος στον Πέιν. «Η ατμόσφαιρα στο γύρισμα ήταν ήρεμη και ευχάριστη». «Ο μάγειρας είναι τόσο καλός όσο καλά είναι και τα συστατικά που χρησιμοποιεί», ανταποκρίθηκε ο σκηνοθέτης αναφερόμενος στους άριστους συνεργάτες και ηθοποιούς του.

«Ο Αλέξανδρος Πέιν είναι ένας από τους πιο καλά προετοιμασμένους σκηνοθέτες που έχω γνωρίσει», τόνισε με τη σειρά του ο παραγωγός Μαρκ Τζόνσον. «Δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία για το τι καλούμαστε να κάνουμε την οποιαδήποτε στιγμή, με αποτέλεσμα πολλές φορές να τελειώνουμε γρήγορα. Θα έλεγα ότι αυτό το πλατό... αυτό ήταν το πιο “χαρούμενο” που εγώ έχω ζήσει».

Η συντονίστρια της συζήτησης γύρισε πάλι στον σκηνοθέτη: «Πώς εξηγείς την ευκολία που έχεις αναπτύξει με τους ηθοποιούς σου;» Ο Πέιν το σκέφτηκε. «Δεν ξέρω» είπε στο τέλος. «Ισως επειδή αισθάνομαι το πώς θα πρέπει να ερμηνευτεί ένας ρόλος από κάποιον ηθοποιό… Πριν δουλέψω με τον Τζακ Νίκολσον (“About Schmidt”) ζήτησα τη συμβουλή του Μάικ Νίκολς. Μου είπε: “Α, απλά να του λες την αλήθεια γιατί θα την οσφραίνεται πάνω σου έτσι κι αλλιώς».

Αυτή τη συμβουλή την έχω οικειοποιηθεί με όλους τους ηθοποιούς μου. Στις κινηματογραφικές σχολές σού λένε να δίνεις τις παρατηρήσεις σου στους ηθοποιούς με ενεργητικά ρήματα και ποτέ να μην τους ζητάς το αποτέλεσμα που γυρεύεις. Εγώ όμως δεν μπορώ να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Μερικές φορές τους λέω πολύ απλά “Κάν’ το έτσι” όπως έκανε και ο Τσάρλι Τσάπλιν […] Ο Μπίλι Γουάιλντερ που είχε οδηγήσει πολλούς ηθοποιούς στη δόξα, πολλές φορές δεν ήξερε τι να τους πει – “Δεν ξέρω” έλεγε. “Παίξ’ το καλύτερα”».

Αφού το κοινό γέλασε από καρδιάς, ο Πέιν σοβαρεύτηκε λίγο: «Μεταξύ του “πάμε” (action) και του “στοπ” (cut), παίρνω τη θέση του θεατή που βλέπει την ταινία. Ενώ όλοι οι άλλοι ασχολούνται με τις επιμέρους δουλειές τους, εγώ βλέπω την ταινία και πολλές φορές αισθάνομαι ότι [η ερμηνεία] δεν με πείθει. Οπότε ζητάω από τους ηθοποιούς να πουν μια ατάκα αλλιώς, πιο αργά, πιο γρήγορα… πράγμα που νομίζω πως πηγάζει από μια γενική αίσθηση που έχω για την ταινία, η οποία πάλι έχει στον ορίζοντα μόνο μία ερώτηση – “Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα μηχανήματα γύρω μας, αν η σκηνή γινόταν στη ζωή, θα το πίστευα; Αισθάνομαι πως είμαι κοντά σε πραγματικούς ανθρώπους που κάνουν πραγματικά πράγματα;” Οταν αισθάνομαι πως με πείθει μια σκηνή σαν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα και ο ρυθμός της είναι σωστός, τότε μπορούμε να συνεχίσουμε [στο επόμενο πλάνο]».

«Καλή επιτυχία» του ευχήθηκα μετά την προβολή. Με ένα γρήγορο νεύμα του χεριού, ο Αλέξανδρος Πέιν μού απάντησε πως η επιτυχία της ταινίας έχει ήδη πραγματοποιηθεί αφού έφτασε ώς την οθόνη. Ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο πως η ταινία θα διακριθεί στα επικείμενα Οσκαρ, ειδικά για τις ερμηνείες των ηθοποιών, του Πολ Τζιαμάτι και της Νταβάιν Τζόι Ράντολφ, όπως έγινε εξάλλου και στις περασμένες Χρυσές Σφαίρες.

Φιλικός και ευδιάθετος όπως πάντα, ο Αλεξάντερ Πέιν βρέθηκε στην αρχή της εβδομάδας στην Αθήνα για να παρουσιάσει «Τα παιδιά του χειμώνα» στην επίσημη ελληνική πρεμιέρα στο Θέατρο του Pierce – Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Την προβολή της ταινίας ακολούθησε συζήτηση, με τον Πέιν να απαντά στις ερωτήσεις του κοινού και των φοιτητών του τμήματος Κινηματογραφικών Σπουδών του Deree – Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

από:  https://www.efsyn.gr

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου