Ο Πάουλ Κλέε (Paul Klee, 18 Δεκεμβρίου 1879 – 29 Ιουνίου 1940) ήταν Γερμανο-Ελβετός ζωγράφος. Μολονότι δεν εντάχθηκε επισήμως σε καμία σχολή ή κίνημα, το έργο του είχε σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση των περισσοτέρων καλλιτεχνικών τάσεων της μοντέρνας τέχνης, ενώ υπήρξε και δάσκαλος στη σχολή Μπαουχάους (Bauhaus). Άφησε συνολικά περισσότερα από 9.000 έργα, μεταξύ αυτών υδατογραφίες, χαρακτικά και σχέδια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων φιλοξενείται σήμερα στο Κέντρο Πάουλ Κλέε της Βέρνης.
Μόναχο
Το Σεπτέμβριο του 1906 παντρεύτηκε την πιανίστα Λίλι Στουμπφ με την οποία εγκαταστάθηκε αργότερα στο Μόναχο. Το Νοέμβριο του επόμενου χρόνου γεννήθηκε ο γιος τους Φέλιξ και ο Κλέε ανέλαβε την μεγαλύτερη ευθύνη για την ανατροφή του, καθώς η Στουμπφ εργαζόταν ως δασκάλα του πιάνου ή δίνοντας συναυλίες. Είναι πιθανό πως μεγάλο μέρος του χρόνου του ξοδευόταν σε υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τον Φέλιξ και τις καθημερινές οικογενειακές ανάγκες. Το καλλιτεχνικό έργο του δεν είχε να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, με εξαίρεση την παρουσίαση μερικών έργων του σε μεγάλες εκθέσεις και μία ατομική έκθεση με 56 έργα του στις πόλεις της Βέρνης, της Ζυρίχης και του Βίντερτουρ.
Το 1911 υπήρξε χρονιά κατά την οποία πραγματοποίησε σημαντικές επαφές με άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Αουγκούστ Μάκε και κυρίως το Βασίλι Καντίνσκι, ο οποίος τον σύστησε σε αρκετούς ζωγράφους της Νέας Καλλιτεχνικής Ένωσης του Μονάχου (Neue Künstlevereinigung Mϋnchen), μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ο Φραντς Μαρκ και ο Αλεξέι φον Γιαβλένσκι. Την ίδια περίοδο, ο Καντίνσκι και ο Μαρκ ετοίμαζαν την έκδοση Der Blaute Reiter (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης), το οποίο φιλοδοξούσαν να αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς για κάθε τομέα της τέχνης. Η πρώτη έκθεση του Γαλάζιου Καβαλάρη διοργανώθηκε το Δεκέμβριο του 1911 και ο Κλέε έγραψε μία κριτική για αυτή στο μηνιαίο έντυπο Die Alpen, δηλώνοντας την συμπαράστασή του στις ιδέες των καλλιτεχνών του νέου ρεύματος. Όταν το Φεβρουάριο του 1912 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έκθεση της ομάδας, ο Κλέε συμμετείχε με 17 έργα του, ενώ τον επόμενο χρόνο, ο Καντίνσκι και ο Μάκε του ανέθεσαν την εκπροσώπηση της Ελβετίας στο πρώτο Φθινοπωρινό Γερμανικό Σαλόνι που οργανώθηκε το 1913 στη γκαλερί Der Sturm του Βερολίνου. Αν και δεν βρισκόταν στην κορυφή της πρωτοπορίας της εποχής, μέσα από τις αυξανόμενες επαφές του με καλλιτεχνικές ομάδες, ο Κλέε σταδιακά εξήλθε της καλλιτεχνικής απομόνωσης των προηγούμενων χρόνων.
Τυνησία
Τον Απρίλιο του 1914, ο Κλέε ταξίδεψε στη Τυνησία, μαζί με τον Αουγκούστ Μάκε και τον Λουί Μουαγιέ. Το ταξίδι αυτό υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη του έργου του, καθώς κατά τη διάρκεια του πειραματίστηκε με τη χρήση των χρωμάτων. Στις 16 Απριλίου ολοκλήρωσε τον πίνακα με τίτλο Μπροστά στις πύλες του Καϊρουάν και την ίδια ημέρα σημείωσε στο ημερολόγιο του “Το χρώμα και εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος”. Πραγματοποίησε αρκετές υδατογραφίες με κύριο χαρακτηριστικό την ποικιλία του χρώματος. Χρησιμοποιούσε πολλαπλά στρώματα χρώματος και για την απόδοση των αντικειμένων επιχειρούσε τη χρήση βασικών μόνο γεωμετρικών σχημάτων, αποσκοπώντας σε μία περισσότερο αφαιρετική γραφή.
Ο Paul Klee στρατιώτης, 1916
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
O Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχικά δεν βρήκε αντίθετο τον Κλέε. Όπως διαφαίνεται από την αλληλογραφία του με τον Καντίνκσι, πίστευε πως η Γερμανία θα επικρατούσε γρήγορα, ελπίζοντας πως “η εθνική ανάταση θα μας εξασφαλίσει ξανά τα μέσα (το χρήμα και την εύνοια από τους προστάτες των τεχνών), που έχουμε τόσο στερηθεί τα τελευταία χρόνια”. Αργότερα η γνώμη του άρχισε να διαφοροποιείται, εκφράζοντας μεγαλύτερο σκεπτικισμό, επηρεασμένος και από τους θανάτους του Μάκε και του Μαρκ στο μέτωπο του πολέμου. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, συμμετέχοντας σε εκθέσεις μέχρι το Φεβρουάριο του 1916, όταν κρίθηκε τελικά στρατεύσιμος και κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο Λάντσουτ και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο 2ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού στο Μόναχο. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε σε μονάδα της αεροπορίας, όπου έβαφε τα γερμανικά αεροπλάνα, χωρίς να σταλεί ποτέ στο μέτωπο.
Ο πόλεμος υπήρξε το κυρίαρχο θέμα σε αρκετούς από τους πίνακες που ολοκλήρωσε από το 1914, ωστόσο στα τέλη του 1915 φαίνεται πως σταδιακά εγκατέλειψε τη θεματολογία αυτή. Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις της γκαλερί Der Sturm, το Μάρτιο του 1916 και το 1917 και τα έργα του – κυρίως υδατογραφίες – σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ παράλληλα αρκετοί κριτικοί τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους γερμανούς ζωγράφους, ειδικά μετά το θάνατο του Μαρκ. Οι αυξημένες πωλήσεις των έργων του, τον ώθησαν να συνεργαστεί με τον έμπορο έργων τέχνης Χανς Γκολτζ, ο οποίος τον επόμενο χρόνο διοργάνωσε αναδρομική έκθεση με 326 έργα του Κλέε. Παράλληλα, εκδόθηκαν δύο μονογραφίες του, βασισμένες στα ημερολόγια που διατηρούσε συστηματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, αποτελούσε έναν αναγνωρισμένο και καταξιωμένο καλλιτέχνη.
Μπάουχάους
Στις 29 Οκτωβρίου του 1920, ο διευθυντής της σχολής του Μπαουχάους, Βάλτερ Γκρόπιους, πρότεινε επίσημα στον Κλέε να διδάξει στη σχολή της Βαϊμάρης. Εκείνος δέχτηκε τον διορισμό του στις αρχές του 1921 καθώς ήταν ταυτισμένος με τις γενικές αρχές και ιδέες του Μπαουχάους. Υπήρξε αρχικά “δάσκαλος των μορφών” στο εργαστήριο της βιβλιοδεσίας, για έναν περίπου χρόνο. Για το χειμερινό εξάμηνο, προετοίμασε μία σειρά διαλέξεων με θέμα την καλλιτεχνική φόρμα, οι οποίες αργότερα εκδόθηκαν και σε μορφή βιβλίου. Αργότερα, είχε την επίβλεψη των εργαστηρίων τοιχογραφίας και υαλογραφημάτων. Η διδασκαλία στη σχολή είχε για τον Κλέε πάντα δευτερεύουσα σημασία, προσπαθώντας να μην αποτελεί τροχοπέδη στις δημιουργικές του δραστηριότητες. Παρέμεινε στη σχολή για περίπου δέκα χρόνια και την εγκατέλειψε το 1930, έπειτα από πρόταση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ να διδάξει εκεί. Στην Ακαδημία διέθετε λιγότερους μαθητές και απαλλαγμένος από οικονομικές έγνοιες είχε τη δυνατότητα να αφιερωθεί στο καλλιτεχνικό του έργο.
Τελευταία χρόνια
-
Ο Αμνός του Θεού, 1920, Φραγκφούρτη, Μουσείο Σταίντελ
-
Νυχτερινή γιορτή, 1921, Νέα Υόρκη, Μουσείο Γκούγκενχαϊμ
-
Το κόκκινο μπαλόνι, 1922, Νέα Υόρκη, Μουσείο Γκούγκενχαϊμ
-
Senecio 2, 1922, Βασιλεία, Kunstmuseum
-
Το χρυσόψαρο, 1925, Αμβούργο, Kunsthalle
-
Ο κήπος των ανατολίτικων απολαύσεων, 1925, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο
-
Γάτα και πουλί, 1928, Νέα Υόρκη, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
-
Μικρός γελωτοποιός σε έκσταση, 1929, Κολωνία, Museum Ludwig
-
Ad Parnassum, 1932, Βέρνη, Kunstmuseum
-
Η επανάσταση των υδραγωγείων, 1937, Αμβούργο, Kunsthalle
-
Μάγισσες του δάσους, 1938, Riehen (Ελβετία), Fondation Beyeler
-
Θάνατος και φωτιά, 1940, Βέρνη,