Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 14 Ιαν 2022
Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ Ενγκρ:Η μεγάλη του αναγνώριση οφείλεται κυρίως στα πορτρέτα που φιλοτέχνησε είτε ως σχέδια είτε ως πίνακες.
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 

Ο Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ Ενγκρ [Jean-Auguste-Dominique Ingres, 29 Αυγούστου 1780 – 14 Ιανουαρίου 1867] ήταν Γάλλος νεοκλασσικός ζωγράφος. Αν και ο ίδιος θεωρούσε εαυτόν ως ζωγράφο ιστορικών σκηνών, η μεγάλη του αναγνώριση οφείλεται κυρίως στα πορτρέτα που φιλοτέχνησε είτε ως σχέδια είτε ως πίνακες.

Ο Ενγκρ γεννήθηκε στο Montauban του νομού Tarn-et-Garonne στη νότια Γαλλία στις 29 Αυγούστου 1780. Ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά (πέντε επέζησαν) του Jean-Marie-Joseph Ingres, ο οποίος ζωγράφιζε μινιατούρες και κατασκεύαζε γλυπτά, διακοσμούσε πέτρινες προσόψεις και ήταν ερασιτέχνης μουσικός, και της συζύγου του Anne Moulet. Ο πατέρας του ήταν αυτός που ενθάρρυνε τον μικρό Ζαν να ζωγραφίσει και να παίξει μουσική, διδάσκοντάς τον ο ίδιος.

Ingres, Self-portrait.jpg

Ενγκρ: Αυτοπροσωπογραφία σε ηλικία 24 ετών

Το 1786 γράφτηκε στο σχολείο École des Frères de l’Éducation Chrétienne του Μοντομπάν, αλλά η εκπαίδευσή του διακόπηκε το 1791 λόγω της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και του συνακόλουθου κλεισίματος του σχολείου. Ο πατέρας του τον ενέγραψε, το ίδιο έτος, στην Académie Royale de Peinture, Sculpture et Architecture (Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής) στην Τουλούζη, όπου είχε διάσημους καθηγητές, όπως ο ζωγράφος Ζοζέφ Ροκ (Joseph Roques), που ενέπνευσε στο νεαρό το θαυμασμό στο έργο του Ραφαήλ. Παράλληλα έπαιρνε μαθήματα βιολιού και συμμετείχε στην τοπική ορχήστρα Orchestre du Capitole de Toulouse.

Η Ακαδημία της Τουλούζης του απένειμε βραβείο για τις επιδόσεις του στο σχέδιο. Το 1797 ο νεαρός Ενγκρ πήγε στο Παρίσι, όπου άρχισε μαθήματα ζωγραφικής από τον μεγαλύτερο τότε εν ζωή ζωγράφο, τον Jacques-Louis David, στον οποίο μαθήτευσε επί τετραετία. Τον Οκτώβριο του 1799 έγινε δεκτός στο τμήμα ζωγραφικής της École des Beaux-Arts του Παρισιού όπου διακρίθηκε λαμβάνοντας, το 1800, υποτροφία για τη Ρώμη για το επόμενο έτος. Η μετάβασή του, ωστόσο, αναβλήθηκε είτε λόγω οικονομικών δυσχερειών της τότε Κυβέρνησης είτε λόγω της ψυχρής – έως εχθρικής – υποδοχής που επιφυλάχθηκε στο Salon του Παρισιού στο πίνακά του Napoléon sur le trône impérial (Ο Ναπολέων ο Α’ στον Αυτοκρατορικό Θρόνο) τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό, αν και αναφέρεται ότι ο ζωγράφος αναχώρησε για τη Ρώμη πριν ανοίξει το “Salon”. Το έργο προκάλεσε αγανάκτηση στο κοινό, λόγω των στοιχείων της Καρολίγγειας δυναστείας που ο Ενγκρ είχε απεικονίσει στη φορεσιά του Αυτοκράτορα. Πριν φύγει από το Παρίσι μνηστεύθηκε την Marie-Anne-Julie Forestier, ζωγράφο και μουσικό. Όταν ο Ενγκρ πληροφορήθηκε τις πολύ κακές κριτικές του έργου του στο Salon ορκίστηκε να μην εκθέσει ποτέ ξανά εκεί και αρνήθηκε να επιστρέψει στο Παρίσι, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση του αρραβώνα του. Ο Ενγκρ παρέμεινε στη Ρώμη μέχρι το 1820 και στη συνέχεια μετέβη στη Φλωρεντία, όπου παρέμεινε επί τέσσερα χρόνια.

Η επίδραση των Ιταλών ζωγράφων (και ιδιαίτερα του Ραφαήλ) είναι εμφανέστατη στο έργο του. Στην Ιταλία άρχισε να ζωγραφίζει όχι μόνον ιστορικές σκηνές αλλά και πορτρέτα, στα οποία όφειλε την αναγνώρισή του. Από την Ιταλία έστελνε τακτικά έργα του για να εκτεθούν στο Παρίσι και παρακολουθούσε ανελλιπώς τις κριτικές που αυτά δέχονταν τόσο από τους κριτικούς τέχνης όσο και από το κοινό. Το 1808 έστειλε δύο πίνακές του, που σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου: Œdipe explique l’énigme du Sphinx (Ο Οιδίπους λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας) και La Grande Baigneuse, επονομαζόμενη “La Baigneuse Valpinçon”, Η λουομένη Βαλπενσόν). Και οι δύο πίνακες είχαν χλιαρή αποδοχή. Αντίθετα, δεν έστειλε τον ημιτελή Vénus Anadyomène (Η αναδυομένη Αφροδίτη), που είχε αρχίσει το 1807 και δεν ολοκλήρωσε παρά μόνο το 1855. Παρά το ότι η υποτροφία του έληξε το 1810, αποφάσισε να παραμείνει στη Ρώμη και αναζήτησε νέα χορηγία από τη γαλλική κυβέρνηση. Το 1811 παρουσιάζει τον τεράστιο πίνακα “Jupiter et Thétis” (Δίας και Θέτις), ο οποίος επίσης δεν τυχαίνει καλής υποδοχής.

 

Ο αμφιλεγόμενος (τότε) πίνακας Ο Ναπολέων στον Αυτοκρατορικό Θρόνο, 1806

Το 1813 κάποιοι φίλοι στη Ρώμη του γνωρίζουν δι’ αλληλογραφίας μια νεαρή Γαλλίδα, την Madeleine Chapelle. Χωρίς να την έχει ποτέ συναντήσει, ο Ενγκρ ύστερα από λίγο καιρό της προτείνει να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Ο γάμος αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένος και η νεαρή κυρία Ενγκρ υπήρξε σημαντικό στήριγμα για τον καλλιτέχνη. Την εποχή εκείνη επιζεί σχεδιάζοντας με μολύβι πορτρέτα ευκατάστατων Γάλλων τουριστών στην Ιταλία και δεχόμενος παραγγελίες από το Γάλλο κυβερνήτη της Ρώμης: Το 1812 ολοκληρώνει την πρώτη παραγγελία Ο Βιργίλιος διαβάζει την Αινειάδα : Tu Marcellus eris και αρχίζει δύο τεράστιου μεγέθους έργα: Η νίκη του Ρωμύλου επί του Άκρωνα (1812) και Le Reve d’ Ossian (Το όνειρο του Οσσιανού, 1813), τα οποία τοποθετήθηκαν στο κτίσμα του Μόντε Καβάλλο (Monte Cavallo) που ο Ναπολέων προόριζε για ανάκτορό του στην Ιταλία. Το 1814 ολοκλήρωσε τον πιο διάσημο ίσως πίνακά του, La Grande Odalisque (Η μεγάλη οδαλίσκη).

Το 1824 επέστρεψε στο Παρίσι, καθώς στο Salon ο πίνακάς του Vœu de Louis XIIΙ έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι κατά το χρονικό διάστημα 1824-1835. Το 1825 δημιούργησε το δικό του εργαστήρι διδασκαλίας στο Παρίσι, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας. και το ίδιο έτος του απονεμήθηκε ο Σταυρός της Λεγεώνος της Tιμής (Croix de la Légion d’Honneur). Έκτοτε όλοι του οι πίνακες γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό. Το 1827 ολοκλήρωσε την παραγγελία του πίνακα L’Apothéose d’Homère (Η αποθέωση του Ομήρου), σήμερα εκτιθέμενου στο Μουσείο του Λούβρου.

Διορίστηκε Διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας στη Ρώμη και το 1835 επέστρεψε στην Ιταλία, όπου θα παραμείνει ως το 1840. Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έζησε, δημιούργησε και δίδαξε ως το θάνατό του, στις 13 Ιανουαρίου του 1867. Τάφηκε στο Κοιμητήριο “Περ Λασέζ” (Père-Lachaise) του Παρισιού. Σύμφωνα με επιθυμία του, δημιουργήθηκε στη γενέτειρά του, το Μοντομπάν, Μουσείο στο οποίο άφησε περίπου 4.500 σχέδιά του, πίνακές του και αρκετά προσωπικά του αντικείμενα. Ο μαθητής του Αρμάν Καμπόν (Armand Cambon), επίσης από το Μοντομπάν, φρόντισε να εκτελεστεί η επιθυμία του δασκάλου του: Το Μουσείο Ενγκρ, στεγασμένο στο παλαιό επισκοπικό ανάκτορο της πόλης άνοιξε τις πύλες του στα μέσα του 19ου αιώνα και πρώτος διευθυντής του έγινε ο Καμπόν. Σήμερα το Μουσείο στεγάζει, εκτός από τα έργα του Ενγκρ, και γλυπτά του Antoine Bourdelle.

Σημαντικότερα έργα

  • Αυτοπροσωπογραφία σε ηλικία 24 ετών (1804), Chantilly, Musée Condé
  • Napoléon Ier sur le trône impérial (1806), Παρίσι, Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων (Musée de l’Armée)
  • Portrait de Madame Devauçay (1807), Chantilly, Musée Condé
  • Œdipe explique l’énigme du sphinx Musée du Louvre
  • Αναδυόμενη Αφροδίτη (Vénus Anadyomène, 1808-1848), Chantilly, Musée Condé
  • La Grande Baigneuse (dite Valpinçon, 1808), Musée du Louvre
  • Η μεγάλη οδαλίσκη (La Grande Odalisque) (1814), Musée du Louvre
  • Portrait de Madame de Senonnes (1814). Ο πίνακας βρέθηκε τυχαία σε παλαιοπώλη στο Angers το 1853. Nantes, Μουσείο Καλών Τεχνών
  • Françoise de Rimini (1814), Chantilly, Musée Condé
  • Η αποθέωση του Ομήρου (L’Apothéose d’Homère) (1827) Musée du Louvre
  • Portrait de monsieur Bertin, (1832), Musée du Louvre
  • Le Vœu de Louis XIII (1824), Μοντωμπάν, Καθεδρικός Ναός της πόλης
  • Portrait du comte Louis-Mathieu Molé, (1834), Musée du Louvre
  • Le Martyre de saint Symphorien, (Το μαρτύριο του Αγίου Συμφοριέν, 1834), Καθεδρικός Ναός Saint-Lazare d’Autun
  • La Maladie d’Antiochius ou Antiochius et Stratonyce (Η ασθένεια του Αντιόχου, 1840), Chantilly, Musée Condé
  • L’Odalisque à l’esclave, (Η οδαλίσκη και η σκλάβα, 1842), Baltimore, Walters Art Gallery
  • La Comtesse d’Haussonville, (Η Κόμισα ντ’ Ωσονβίλ, 1845), Νέα Υόρκη, The Frick Collection
  • Madame Moitessier (1856), Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη
  • Le Bain turc (1862), Musée du Louvre

Φωτοθήκη

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου